Πρωτότυπος τίτλος: Csak a szél
Αγγλικός τίτλος: Just the wind
Ελληνικός τίτλος στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης του 2012: Μονάχα ο άνεμος
Η υπόθεση
Μετά από μια σειρά στοχευμένων επιθέσεων που είχαν ως αποτέλεσμα τον θάνατο πέντε οικογενειών Ρομά, ο φόβος αρχίζει και κάνει εντονότερα την εμφάνισή του στην κοινωνία των Αθίγγανων. Η Mari (Katalin Toldi), μια γυναίκα Ρομά που ζει μαζί με την οικογένειά της στο δάσος κι αγωνίζεται να κερδίσει τίμια τα προς το ζην για την ίδια, τα παιδιά και τον πατέρα της, προσπαθεί να συνεχίσει κανονικά την ζωή της. Το ίδιο κάνουν και τα δυο παιδιά της, η έφηβη Anna (Gyöngyi Lendvai) κι ο μικρός Rió (Lajos Sárkány), ελπίζοντας σύντομα να συγκεντρώσουν τα χρήματα που χρειάζονται για να ταξιδέψουν στο Toronto και να επανενωθούν με τον πατέρα τους που βρίσκεται εκεί.
Η κριτική
Μέσα στο 2008-2009 πραγματοποιείται στην Ουγγαρία μια σειρά αιματηρών επιθέσεων σε σπίτια της κοινότητας των Ρομά, θύματα της οποίας υπήρξαν 55 άνθρωποι. Το αξιοπρόσεκτο σ' αυτήν την υπόθεση ήταν το γεγονός ότι τα άτομα που δέχτηκαν τις επιθέσεις δεν ανήκαν στην κατηγορία των "παρασίτων" της υπόλοιπης ουγγρικής κοινότητας, άλλα ήταν φτωχές οικογένειες τσιγγάνων, τα μέλη των οποίων προσπαθούσαν να ζήσουν τίμια, δουλεύοντας ή πηγαίνοντας σχολείο. Αν κι εκ πρώτης όψεως, η συγκεκριμένη πράξη βίας μοιάζει αδύνατον ν' απαντηθεί λογικά, η στόχευση οικογενειών που δεν ζουν σε γκέτο, όπως οι "Ρομά-παράσιτα", ήταν ο μόνος προσιτός στόχος της ακραίας ρατσιστικής αυτής ενέργειας.
Επηρεασμένος λοιπόν από τα πραγματικά αυτά γεγονότα που συνέβησαν στην χώρα του, ο ανερχόμενος Ούγγρος δημιουργός Benedek Fliegauf, ένιωσε την ανάγκη να γυρίσει μια ταινία στην οποία να εστιάζει στην ανάδειξη των ανθρώπων οι οποίοι υπήρξαν θύματα της βίαιης αυτής ενέργειας, στον καθημερινό ρατσισμό που αναγκάζονται να υπομένουν εντός κι εκτός της κοινότητάς τους, αλλά και στην κατάργηση των στερεοτύπων που παρουσιάζουν όλους τους Ρομά ως μια αυτόνομη κοινότητα που λειτουργεί πάντοτε ομαδικά και παρασιτεί στις διάφορες χώρες που ενίοτε κατοικεί.
Έτσι λοιπόν ο Fliegauf, καταγράφει με τον φακό του μια ημέρα από την ζωή τριών ανθρώπων της ίδιας οικογένειας, διαφορετικών όμως ηλικιακών ομάδων, καταφέρνοντας κατ' αυτόν τον τρόπο ν' αναδείξει όλες τις πτυχές που μπορεί να συναντήσει κανείς στην καθημερινότητα ενός Ρομ. Μέσω της μάνας και της κόρης, παρουσιάζεται η σχέση που έχουν οι οικογένειες των τσιγγάνων με τον έξω κόσμο, αλλά κι η υγιής σχέση που μπορεί να κρατηθεί ανάμεσα σ' έναν Ρομ και την στερεοτυπική κοινότητα των "Ρομά-αποβλήτων". Μέσω του γιου όμως, ο οποίος βρίσκεται σε μια ηλικία που μπορεί εύκολα να παρασυρθεί, γίνεται εμφανής ο τρόπος με τον οποίο δημιουργείται και λειτουργεί το γκέτο των αθίγγανων.
Μέσω των τριών αυτών ατόμων συνεπώς, ο καλλιτέχνης καταφέρνει να παρουσιάσει μέσα στο έργο του τα σημάδια του ρατσισμού που κάνουν την εμφάνισή τους, εντός κι εκτός της κοινότητας των Ρομά, ν' αναδείξει τον τρόπο με τον οποίο είναι δομημένο το εκπαιδευτικό σύστημα της Ουγγαρίας και στ' οποίο τα παιδιά Ρομά αποτελούν απλώς τον τελευταίο κρίκο της αλυσίδας, να παρουσιάσει την βοήθεια που ενδέχεται να δεχθούν, σε κάποιες περιπτώσεις, οι τσιγγάνοι και την εκτίμηση που δείχνουν σ' αυτούς που τους την προσφέρουν, όπως επίσης και την υγιή κι απόλυτα φυσιολογική αντίδρασή τους απέναντι στην καταπίεση και την κριτική που δέχονται συνεχώς.
Με την δημιουργία επομένως ενός δραματοποιημένου ντοκιμαντέρ που εκπληρώνει την ανάγκη του εμπνευστή του να τιμήσει τους ανθρώπους που χάθηκαν άδικα στις ρατσιστικές αυτές επιθέσεις, καταρρίπτοντας την άποψη που έχει γι' αυτούς μια μερίδα του ουγγρικού λαού, ότι δηλαδή ο θάνατός τους είναι ένα πρόβλημα λιγότερο στις ζωές τους, καταφέρνει να δικαιώσει την μνήμη τους.
Το ζήτημα βέβαια είναι ότι οι αργοί ρυθμοί, σε συνδυασμό με την έλλειψη ενός στοιχείου που προάγει εμφανώς την εξέλιξη της πλοκής και τα συνεχή γκρο-πλαν καθιστούν το συγκεκριμένο πόνημα δύσκολο να παρακολουθηθεί, ακόμα κι από το εν γένει σινεφίλ κοινό, καθώς από ένα σημείο κι έπειτα η έκβαση του δράματος κρίνεται απολύτως απαραίτητη για ν' αποκτήσει νόημα το υπόλοιπο σύνολο. Συνοπτικά λοιπόν, το έργο απευθύνεται κατά κύριο λόγο στο κοινωνικά ευαισθητοποιημένο σινεφίλ κοινό της πειραματικής βαλκανικής κινηματογραφίας, καθώς το θέμα του παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Η κριτική
Μέσα στο 2008-2009 πραγματοποιείται στην Ουγγαρία μια σειρά αιματηρών επιθέσεων σε σπίτια της κοινότητας των Ρομά, θύματα της οποίας υπήρξαν 55 άνθρωποι. Το αξιοπρόσεκτο σ' αυτήν την υπόθεση ήταν το γεγονός ότι τα άτομα που δέχτηκαν τις επιθέσεις δεν ανήκαν στην κατηγορία των "παρασίτων" της υπόλοιπης ουγγρικής κοινότητας, άλλα ήταν φτωχές οικογένειες τσιγγάνων, τα μέλη των οποίων προσπαθούσαν να ζήσουν τίμια, δουλεύοντας ή πηγαίνοντας σχολείο. Αν κι εκ πρώτης όψεως, η συγκεκριμένη πράξη βίας μοιάζει αδύνατον ν' απαντηθεί λογικά, η στόχευση οικογενειών που δεν ζουν σε γκέτο, όπως οι "Ρομά-παράσιτα", ήταν ο μόνος προσιτός στόχος της ακραίας ρατσιστικής αυτής ενέργειας.
Επηρεασμένος λοιπόν από τα πραγματικά αυτά γεγονότα που συνέβησαν στην χώρα του, ο ανερχόμενος Ούγγρος δημιουργός Benedek Fliegauf, ένιωσε την ανάγκη να γυρίσει μια ταινία στην οποία να εστιάζει στην ανάδειξη των ανθρώπων οι οποίοι υπήρξαν θύματα της βίαιης αυτής ενέργειας, στον καθημερινό ρατσισμό που αναγκάζονται να υπομένουν εντός κι εκτός της κοινότητάς τους, αλλά και στην κατάργηση των στερεοτύπων που παρουσιάζουν όλους τους Ρομά ως μια αυτόνομη κοινότητα που λειτουργεί πάντοτε ομαδικά και παρασιτεί στις διάφορες χώρες που ενίοτε κατοικεί.
Έτσι λοιπόν ο Fliegauf, καταγράφει με τον φακό του μια ημέρα από την ζωή τριών ανθρώπων της ίδιας οικογένειας, διαφορετικών όμως ηλικιακών ομάδων, καταφέρνοντας κατ' αυτόν τον τρόπο ν' αναδείξει όλες τις πτυχές που μπορεί να συναντήσει κανείς στην καθημερινότητα ενός Ρομ. Μέσω της μάνας και της κόρης, παρουσιάζεται η σχέση που έχουν οι οικογένειες των τσιγγάνων με τον έξω κόσμο, αλλά κι η υγιής σχέση που μπορεί να κρατηθεί ανάμεσα σ' έναν Ρομ και την στερεοτυπική κοινότητα των "Ρομά-αποβλήτων". Μέσω του γιου όμως, ο οποίος βρίσκεται σε μια ηλικία που μπορεί εύκολα να παρασυρθεί, γίνεται εμφανής ο τρόπος με τον οποίο δημιουργείται και λειτουργεί το γκέτο των αθίγγανων.
Μέσω των τριών αυτών ατόμων συνεπώς, ο καλλιτέχνης καταφέρνει να παρουσιάσει μέσα στο έργο του τα σημάδια του ρατσισμού που κάνουν την εμφάνισή τους, εντός κι εκτός της κοινότητας των Ρομά, ν' αναδείξει τον τρόπο με τον οποίο είναι δομημένο το εκπαιδευτικό σύστημα της Ουγγαρίας και στ' οποίο τα παιδιά Ρομά αποτελούν απλώς τον τελευταίο κρίκο της αλυσίδας, να παρουσιάσει την βοήθεια που ενδέχεται να δεχθούν, σε κάποιες περιπτώσεις, οι τσιγγάνοι και την εκτίμηση που δείχνουν σ' αυτούς που τους την προσφέρουν, όπως επίσης και την υγιή κι απόλυτα φυσιολογική αντίδρασή τους απέναντι στην καταπίεση και την κριτική που δέχονται συνεχώς.
Με την δημιουργία επομένως ενός δραματοποιημένου ντοκιμαντέρ που εκπληρώνει την ανάγκη του εμπνευστή του να τιμήσει τους ανθρώπους που χάθηκαν άδικα στις ρατσιστικές αυτές επιθέσεις, καταρρίπτοντας την άποψη που έχει γι' αυτούς μια μερίδα του ουγγρικού λαού, ότι δηλαδή ο θάνατός τους είναι ένα πρόβλημα λιγότερο στις ζωές τους, καταφέρνει να δικαιώσει την μνήμη τους.
Το ζήτημα βέβαια είναι ότι οι αργοί ρυθμοί, σε συνδυασμό με την έλλειψη ενός στοιχείου που προάγει εμφανώς την εξέλιξη της πλοκής και τα συνεχή γκρο-πλαν καθιστούν το συγκεκριμένο πόνημα δύσκολο να παρακολουθηθεί, ακόμα κι από το εν γένει σινεφίλ κοινό, καθώς από ένα σημείο κι έπειτα η έκβαση του δράματος κρίνεται απολύτως απαραίτητη για ν' αποκτήσει νόημα το υπόλοιπο σύνολο. Συνοπτικά λοιπόν, το έργο απευθύνεται κατά κύριο λόγο στο κοινωνικά ευαισθητοποιημένο σινεφίλ κοινό της πειραματικής βαλκανικής κινηματογραφίας, καθώς το θέμα του παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Βαθμολογία: 2,5/5
Τα σχετικά
Ουγγρικό δράμα του 2012, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Benedek Fliegauf, διάρκειας 86 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Katalin Toldi, Gyöngyi Lendvai, Lajos Sárkány και György Toldi.
Οι σύνδεσμοι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου