Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2011. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2011. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

3 Απριλίου 2013

(2011) Hasta la vista

Πρωτότυπος τίτλος: Hasta la vista
Αγγλικός τίτλος: Come as you are


Η υπόθεση
Τρεις 20χρονοι φίλοι, όλοι τους άτομα με ειδικές ανάγκες, παίρνουν την εξωφρενική απόφαση να πραγματοποιήσουν ένα ταξίδι στην Ισπανία, προκειμένου να συνευρεθούν για πρώτη φορά στην ζωή τους με το αντίθετο φύλο. Το ταξίδι τους όμως, δεν ξεκινά, ούτε και συνεχίζει όπως το είχανε προσχεδιάσει.

Η κριτική
Ο Βέλγος Geoffrey Enthoven, το ίδιο έτος που προβαλλόταν στις κινηματογραφικές αίθουσες το γαλλικό αριστούργημα "Άθικτοι", δημιουργεί μια ταινία με παρόμοια θεματολογία, στην οποία πραγματεύεται από μια πολύ διαφορετική οπτική, το δικαίωμα που έχουν τα άτομα με ειδικές ανάγκες στην ζωή.
Βασιζόμενος σε πραγματική ιστορία και επικεντρώνοντας το έργο του περισσότερο στο δραματικό στοιχείο, το οποίο φροντίζει να διανθίσει με κάποιες κωμικές καταστάσεις όπου εμπλέκονται οι ήρωές του, ο Enthoven, συστήνει μια σινεφίλ δραματική κωμωδία που ερευνά, εκτός από το προφανές πρόβλημα της αναπηρίας, τις ανάγκες του κάθε νέου ανθρώπου ν' απογαλακτιστεί από το οικογενειακό του περιβάλλον και να ζήσει την ζωή του, όπως ο ίδιος επιθυμεί.
Έτσι, μια απολύτως φυσική ανάγκη τριών νέων ανδρών κι η κάρτα ενός πορνείου που ειδικεύεται στα άτομα με αναπηρία, θ' αποτελέσουν την αφορμή για ένα κωμικο-τραγικό ταξίδι, κατά τ' οποίο ζητούμενο είναι η εκπλήρωση ενός σημαντικού ονείρου τους. Επίσης, η απειλή του αναπόφευκτου θανάτου ενός εκ των πρωταγωνιστών, συμβάλλει δραστικά στην επιτακτική ανάγκη να πραγματοποιηθεί άμεσα αυτό το ταξίδι, παρά την απαγόρευση της κοινής λογικής. Μπορεί βέβαια, η κατάληξη της ιστορίας να μην εμπεριέχει το στοιχείο της έκπληξης, καθώς η έκβασή της είναι από λίγο έως πολύ προβλέψιμη, όμως τα μηνύματα που καταφέρνει να περάσει μέσα από αυτήν, εκφράζουν απόλυτα την πραγματικότητα και την ανθρώπινη ψυχοσύνθεση.
Οι τρεις ήρωες εκπροσωπούμενοι από τρεις ταλαντούχους ηθοποιούς, ψυχογραφούνται μ' έναν πολύ όμορφο τρόπο, που αφήνει την κάθε ατομικότητα να διαγραφεί ξεχωριστά, αλλά που παράλληλα προωθεί και την εικόνα μιας ενιαίας παρέας νεαρών αντρών. Παράλληλα όμως, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει κι ο χαρακτήρας της οδηγού των τριών φίλων, αυτός της μεσήλικης Claude (Isabelle de Hertogh), η οποία έχοντας το δικό της βεβαρυμένο παρελθόν, κάνει ό,τι περνά απ' το χέρι της για να βοηθήσει τους τρεις φίλους μας να εκπληρώσουν τον στόχο τους. Ταυτόχρονα όμως, η παρουσία της, δίνει την δυνατότητα στον δημιουργό να εισάγει και το στοιχείο της Βαβέλ, καθώς η Claude, σε αντίθεση με τους Φλαμανδούς πρωταγωνιστές, ανήκει στους γαλλόφωνους κατοίκους του Βελγίου.
Αν λοιπόν ανήκετε στο σινεφίλ κοινό κι αυτή η ιδιότυπη κωμικο-τραγική ιστορία σας μοιάζει ενδιαφέρουσα, τότε σίγουρα θα βρείτε το αποτέλεσμα αξιοπρεπές. Χωρίς να μπορεί να συγκριθεί με τους υπέροχους "Άθικτους", αλλά ούτε και με τα μεταγενέστερα "Μαθήματα ενηλικίωσης", το "Hasta la vista" είναι μια όμορφη κι αισιόδοξη ιστορία τριών ανάπηρων ατόμων που πραγματοποιούν ένα ταξίδι ενηλικίωσης.

Βαθμολογία: 2/5

Τα σχετικά
Βελγικο δράμα του 2011, βασισμένο σε ιδέα του Asta Philpot κι ιστορία του Mariano Vanhoof, σε σενάριο του Pierre De Clercq και σκηνοθεσία του Geoffrey Enthoven, διάρκειας 115 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Robrecht Vanden Thoren, Gilles De Schrijver, Tom Audenaert και Isabelle de Hertogh.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

27 Φεβρουαρίου 2013

(2011) Man at sea

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: Man at sea


Η υπόθεση
Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του πετρελαιοφόρου Sea Voyager, ο καπετάνιος του Άλεξ (Aντώνης Καρυστινός) θα σώσει μια ομάδα νεαρών ναυαγών μουσουλμανικής καταγωγής, αγνοώντας τις εντολές που του δίνει από τον ασύρματο η ιδιοκτήτρια εταιρεία. Μετά από μια σειρά αποτυχημένων προσπαθειών να οδηγήσει σε στέρεο έδαφος τους φιλοξενούμενούς του και με την ένταση ανάμεσα στους "λαθρεπιβάτες" και το πλήρωμά του ν' αυξάνεται συνεχώς, ο Άλεξ βρίσκεται αντιμέτωπος με τις συνέπειες των πράξεών του, τον προ τετραετίας μυστηριώδη χαμό του γιου του και την σκιά του ίδιου του του εαυτού που υψώνεται απειλητικά απέναντί του.

Η κριτική
Η νέα ταινία του Κωνσταντίνου Γιάνναρη αποτελεί αδιαμφισβήτητα μια ιδιαίτερα αμφιλεγόμενη παραγωγή, καθώς πραγματεύεται μ' έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο το σοβαρό μεταναστευτικό πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι αναπτυγμένες χώρες και κυρίως η Ελλάδα. Μέσω ενός άκρατου συμβολισμού που αντιπροσωπεύει με μεγάλη πληρότητα την ισχύουσα κατάσταση, ο δημιουργός ωθεί τον θεατή του να φέρει στην επιφάνεια το ρατσιστικό θηρίο που κρύβει μέσα του, ν' αναγνωρίσει την ύπαρξή του και να πορευτεί μ' αυτό επιλέγοντας ο ίδιος την κατεύθυνση που θέλει ν' ακολουθήσει.
Κατά την έναρξη του έργου, ο θεατής βρίσκεται αντιμέτωπος με μια εικόνα ναυαγίου και με πολλούς νεαρούς μουσουλμάνους να θαλασσοπνίγονται, καθώς το πλοίο στο οποίο επέβαιναν έχει ναυαγήσει. Για καλή τους τύχη βέβαια, όσοι εκ των ναυαγών έχουν καταφέρει να επιβιώσουν διασώζονται από ένα πλοίο, του οποίου το πλήρωμα είναι, στην πλειοψηφία, του ελληνικής καταγωγής. Ο καπετάνιος, παραβαίνοντας τις απάνθρωπες εντολές της πλοιοκτήτριας εταιρείας που τον διατάσσει να μην τους ανεβάσει στο πλοίο, δρα με βάση την συνείδησή του, ελπίζοντας ότι θα καταφέρει γρήγορα να ξεφορτωθεί το "φορτίο" που με δική του ευθύνη αναλαμβάνει να μεταφέρει. Όσο όμως οι προσπάθειές του καταλήγουν στο κενό, τόσο αυξάνεται η απόγνωση των μελών του πληρώματος, αλλά και των "λαθραίων" επιβατών κι η σύγκρουση ανάμεσά τους δεν αργεί να έρθει.
Παραλληλίζοντας φανερά λοιπόν το βυθισμένο πλοίο με τις κατεστραμμένες μουσουλμανικές χώρες του Πακιστάν, του Αφγανιστάν, του Ιράν, του Ιράκ, κ.α. που έχουν αφήσει τους πολίτες τους να πνίγονται και το Sea Voyager με το ελληνικό κράτος που "απερίσκεπτα" δέχτηκε να βοηθήσει τους ανθρώπους αυτούς και τώρα δεν μπορεί να τους διώξει, γιατί κανένας άλλος δεν αναλαμβάνει να τους δεχτεί, ο Γιάνναρης απεικονίζει ρεαλιστικά το αδιέξοδο στο οποίο έχει βυθιστεί σταδιακά η χώρα κι εγείρει ερωτήματα φιλοσοφικά που αντιπαραθέτουν την έμφυτη ανάγκη για επιβίωση κι επικράτηση του ισχυρότερου και την ουμανιστική αντίληψη ότι όλοι είμαστε παιδιά ενός Θεού.
Χωρίς να ωραιοποιεί τις καταστάσεις, ο δημιουργός του "Man at sea" κάνει τον θεατή του να αισθανθεί άβολα με τον ίδιο του τον εαυτό, όταν τον ωθεί να λάβει θέση απέναντι στο ζήτημα αυτό, παρουσιάζοντάς του τα θύματα ως ανθρώπους με βούληση, που αντί να ευγνωμονούν τους σωτήρες τους, απαιτούν από εκείνους να τους βοηθήσουν να σωθούν και δυσανασχετούν όταν τους ανακοινώνεται ότι αντί της Ευρώπης το μέλλον τους πιθανώς και να είναι κάπου στην Αφρική. Και ταυτόχρονα αυτή η φωνή από τον ασύρματο που συνεχώς πιέζει τον πρωταγωνιστή να δώσει μια λύση στο πρόβλημα, πιέζει και τον θεατή να επιλέξει ανάμεσα στην καλή και την κακή του πλευρά, δημιουργώντας του έναν εκνευρισμό από τον οποίο είναι αδύνατον να ξεφύγει.
Η δευτερεύουσα ιστορία με την γυναίκα του καπετάνιου και τον χαμένο τους γιο, αν και προσωπικά μου φάνηκε περιττή κι αρκετά κουραστική, καθώς προσεγγίζεται με στυλιζαρισμένους διαλόγους, ενισχύει την εσωτερική σύγκρουση του πρωταγωνιστή και παρουσιάζει τα προσωπικά βάρη που φέρει, από τα οποία ο ίδιος έχει την ανάγκη να εξιλεωθεί.
Φέρνοντας στην επιφάνεια λοιπόν ερωτήματα που δεν είναι δυνατόν ν' απαντηθούν σ' ένα σύντομο χρονικό διάστημα, αλλά αποτελούν βορά για στοχασμό, το "Man at sea" αποτελεί μια ενδιαφέρουσα πρόταση για το σινεφίλ κοινό του ελληνικού κινηματογράφου, με έφεση σε ταινίες κοινωνικού περιεχομένου κι την ανάγκη ν' αποδεχτεί όλα τα κομμάτια που συντελούν την προσωπικότητά του.

Βαθμολογία: 2,5/5

Τα σχετικά
Ελληνικό δράμα του 2011, σε σενάρο και σκηνοθεσία του Κωνσταντίνου Γιάνναρη, διάρκειας 92 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές τους Aντώνη Καρυστινό, Θεοδώρα Τζήμου, Στάθη Παπαδόπουλο, Νίκο Τσουράκη, Κωνσταντίνο Αβαρικιώτη, Θανάση Ταταύλαλη, Κωνσταντίνο Σειραδάκη, Rahim Rahimi και Chalil Ali Zada.

Οι σύνδεσμοι

6 Φεβρουαρίου 2013

(2011) Φιλιά εις τα παιδιά

Πρωτότυπος τίτλος: Φιλιά εις τα παιδιά
Αγγλικός τίτλος: Children in hiding


Η υπόθεση
H Ροζίνα, ο Σήφης, η Ευτυχία, η Σέλλυ κι ο Μάριος αφηγούνται στην κάμερα πώς βίωσαν, ως παιδιά εβραϊκής καταγωγής, την γερμανική κατοχή στην Ελλάδα. Πέντε ξεχωριστές ιστορίες από πέντε πολύ διαφορετικές οικογένειες Εβραίων του ελλαδικού χώρου, αναπτύσσονται μπροστά στην κάμερα, δίνοντας στον θεατή την ευκαιρία να γνωρίσει μια πολύ διαφορετική πραγματικότητα από αυτήν που περιγράφεται στα βιβλία ιστορίας.

Η κριτική
Η γερμανική κατοχή και τ' ολοκαύτωμα αποτελούν ίσως το χειρότερο και πιο ντροπιαστικό κομμάτι της σύγχρονης ευρωπαϊκής ιστορίας. Τα γεγονότα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, οι ιστορίες των επιζησάντων και τα ντοκουμέντα που έχουν διασωθεί, βρίθουν από φρικαλεότητα του ανθρώπου ενάντια στον συνάνθρωπό του και το θέμα έχει δώσει αφορμή για τη δημιουργία χιλιάδων έργων τέχνης που γνωστοποιούν στο ευρύ κοινό και στις επόμενες γενιές, τις λεπτομέρειες από την μαύρη αυτή σελίδα της ιστορίας.
Ένα από αυτά τα καλλιτεχνικά δημιουργήματα λοιπόν, θα μπορούσε να είναι κι αυτό το ντοκιμαντέρ του Βασίλη Λουλέ. Η διαφορά του όμως με τα άλλα έργα τέχνης που αναφέρονται στην συγκεκριμένη περίοδο, είναι πως ο Λουλές εδώ δεν εστιάζει στην καταγραφή των γεγονότων, αλλά στον τρόπο με τον οποίο αντιλήφθηκαν κι επηρεάστηκαν από αυτά τα παιδιά, δημιουργώντας έτσι ένα φιλμ πιο ανθρωποκεντρικό κι ειλικρινές από τα περισσότερα. Όπως λέει άλλωστε κι ο σοφός ελληνικός λαός: "Από μικρό κι από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια".
Έτσι λοιπόν τα πέντε πρόσωπα που θα γνωρίσουμε και που θα μοιραστούν μαζί μας τις αναμνήσεις τους για την καταστροφή και τον διαμελισμό ενός ολόκληρου έθνους, θα μας εξιστορήσουν με αθωότητα και παιδική αφέλεια την καταπίεση, την απότομη ενηλικίωση, τις συνεχείς μετακινήσεις και τον συνεχόμενο χαμό συγγενικών προσώπων που βίωσαν, κάνοντάς μας να μετέχουμε ενεργά στο δράμα τους, αφού από ένα σημείο κι έπειτα παύουν να είναι ξένοι και μας κάνουν να νιώσουμε οικεία, σαν να είναι η γιαγιά κι ο παππούς και να βρισκόμαστε στα πόδια τους, ν' ακούμε ιστορίες από τα παλιά, ιστορίες της οικογένειάς μας που μας αφορούν.
Σιγά-σιγά τα διάφορα αντικείμενα, οι χώροι, τα παιχνίδια και τα πρόσωπα που μας παρουσιάζονται, αποκτούν μια διάσταση ηθική, που διαπλάθει τον χαρακτήρα, επαναφέρει χαμένες αξίες και πίστη στο ανθρώπινο είδος. Οικογένειες χριστιανών με κίνδυνο της ζωής τους, προστάτεψαν οικογένειες Εβραίων, γονείς θυσίασαν τους γονείς τους για να σώσουν την επόμενη γενιά, ξένοι γίνονται θείοι και θείες, παραμάνες γίνονται μάνα και πατέρας κι ένα σημείωμα που κλείνει με την φράση "Φιλιά εις τα παιδιά" είναι ό,τι έχει απομείνει από ένα αγαπημένο πρόσωπο.
Παρουσιάζοντας λοιπόν τα γεγονότα από μια διαφορετική οπτική, ο Βασίλης Λουλές καταφέρνει με αμεσότητα και σχετική ουδετερότητα να πλέξει περίτεχνα τα ντοκουμέντα, τις μαρτυρίες και το προσωπικό στοιχείο και να δημιουργήσει ένα εγκώμιο στην ανθρωπιά και στο πολυτιμότερο αγαθό, την ζωή. Προτείνεται στο κοινό που αναζητά τα καλογυρισμένα και ουσιαστικά ντοκιμαντέρ.

Βαθμολογία: 4/5

Τα σχετικά
Ελληνικό ντοκιμαντέρ του 2011, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Βασίλη Λουλέ, διάρκειας 115 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Ροζίνα, Σήφη, Ευτυχία, Σέλλυ και Μάριο.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

8 Ιανουαρίου 2013

(2011) Breath of the Gods: A journey to the origins of modern yoga

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: Breath of the Gods: A journey to the origins of modern yoga


Η υπόθεση
Ο Jan Schmidt-Garre ταξιδεύει στην Ινδία και συναντά τους ανθρώπους που μαθήτευσαν κοντά στον πατέρα της μοντέρνας yoga, τον Tirumalai Krishnamacharya. Παρακολουθώντας τον τρόπο που διδάσκουν και συνομιλώντας μαζί τους, αποπειράται να δημιουργήσει ένα ντοκιμαντέρ που ερευνά τις ρίζες της σύγχρονης yoga, μέσα στους αιώνες, αλλά και την συμβολή του Krishnamacharya  στην εισαγωγή της, ως είδος εκγύμνασης, στον δυτικό κόσμο.

Η κριτική
Το "Breath of the Gods: A journey to the origins of modern yoga" είναι ένα ντοκιμαντέρ που απευθύνεται σ' ένα πολύ συγκεκριμένο μέρος του κινηματογραφικού κοινού κι αυτό όχι με ιδιαίτερη επιτυχία. Καθώς η yoga έχει αναδειχθεί σε παγκόσμιο φαινόμενο τις τελευταίες δεκαετίες και παράλληλα με την πάροδο του χρόνου, παρατηρούμε πως ο αριθμός των ανθρώπων που την επιλέγουν ως μέσο εκγύμναστης αυξάνεται συνεχώς, τί θα μπορούσε να είναι καλύτερο από το να δημιουργήσει κάποιος ένα ντοκιμαντέρ που ερευνά την προέλευση αυτής της ανατολίτικης μόδας;
Ο Jan Schmidt-Garre, έχοντας λοιπόν κατά νου, ότι ένα ντοκιμαντέρ στο οποίο θα παρελαύνουν κάποιοι από τους μεγαλύτερους, εν ζωή και μη, δασκάλους της yoga, θα τραβήξει την προσοχή του κόσμου που είτε ασχολείται μ' αυτό το είδος εκγύμνασης, είτε έχει την επιθυμία να ερευνήσει, αν όχι να κατανοήσει, τους λόγους της μαζικής της εξάπλωσης στον δυτικό κόσμο, δίνει πνοή σε μια, αν μη τί άλλο εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ιδέα, θεωρώντας πιθανώς πως η ιδέα και μόνο αρκεί για ν' αποτελέσει το έργο του εμπορική επιτυχία. Βέβαια, για όσους έχουν ήδη μπει στη διαδικασία να ψάξουν από μόνοι τους την φιλοσοφία πίσω από την κινησιολογία, νομίζω πως η συγκεκριμένη ταινία δεν έχει να τους διδάξει κάτι περισσότερο απ' όσα ήδη έχουν μάθει. Αντίστοιχα βέβαια, όσοι κάνουν πρακτική κι επιλέξουν να έρθουν για πρώτη φορά σ' επαφή με την θεωρία της yoga μέσω αυτού του ντοκιμαντέρ πιστεύω ότι δεν θα πάρουν μαζί τους κάτι το ουσιαστικό που θα τους βοηθήσει να εξελιχθούν. Παράλληλα επίσης, όσοι επιλέξουν την συγκεκριμένη ταινία ως μέσο γνωριμίας με την έννοια της yoga γενικά, θεωρώ ότι θα βρεθούν αντιμέτωποι μ' ένα ντοκιμαντέρ ιδιαίτερα δυσνόητο, ίσως κι αδιάφορο.
Βέβαια, επειδή προσωπικά ανήκω στην κατηγορία του κοινού που δεν ήρθε για πρώτη φορά σ' επαφή με την yoga και τη φιλοσοφία της, οφείλω να παραδεχτώ ότι σε προσωπικό επίπεδο, βρήκα την ταινία ιδιαίτερα απολαυστική. Τονίζω βέβαια ότι είχα την τύχη να έχω διδαχτεί για κάποιο χρονικό διάστημα ένα από τα είδη yoga που διδάσκονται κι ότι ανήκω στην κατηγορία των θεατών που έχουν λατρέψει αυτή την πρακτική. Το ζήτημα όμως είναι ότι ως έργο μου φάνηκε απολαυστικό γιατί συνεχώς ανέτρεχα σε προσωπικά μου βιώματα κι όχι γιατί έπαιρνα πράγματα από την ίδια την ταινία.
Το κακό με την συγκεκριμένη προσέγγιση, είναι ότι εστιάζει περισσότερο στην παρουσίαση ευφάνταστων εικόνων ευλυγισίας και δεν στέκεται τόσο στην φιλοσοφία της yoga καθεαυτής. Με άλλα λόγια, τα όσα πήρα από τα δυο μου πρώτα μαθήματα καθαρής πρακτικής, κι όχι θεωρίας, της yoga, το συγκεκριμένο ντοκιμαντέρ δεν κατάφερε να μου τα περάσει στη μιάμιση ώρα που διαρκεί. Έτσι, ένας κοινός θεατής, θα γίνει, απλώς, μάρτυρας ενός ανθρώπου που μπορεί και περιστρέφει το σώμα του σαν δαιμονισμένος κι ένας έμπειρος/μαθητής-της-yoga θεατής, δεν θα φύγει πλήρης μετά την θέασή της.
Εν ολίγοις, αν οι προσδοκίες σας είναι να κατανοήσετε τι εστί yoga μέσω μιας ταινίας, δεν πιστεύω πως η συγκεκριμένη αποτελεί την καταλληλότερη επιλογή, ούτε ότι έχει την δυνατότητα ν' απαντήσει στα ερωτήματά σας, παρά μόνο επιφανειακά. Αν πάλι, ασχολείστε με αυτό το υπέροχο κράμα φιλοσοφίας και κινησιολογίας, που αναζωογονεί σώμα και πνεύμα, θα σας πρότεινα να την δείτε μόνο και μόνο γιατί έχει κάποια ντοκουμέντα του Krishnamacharya, του Krishna Pattabhi Jois, κ.α. που σε κάνουν να θαυμάσεις την άρτια τεχνική και την ταχύτητα εκτέλεσης διαφόρων vinyāsas κι āsanas.

Βαθμολογία: 2/5

Τα σχετικά
Γερμανικό ντοκιμαντέρ του 2011, σε σκηνοθεσία του Jan Schmidt-Garre, διάρκειας 100 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Jan Schmidt-Garre, Tirumalai Krishnamacharya, Krishna Pattabhi Jois, Bellur Krishnamachar Sundararaja Iyengar και Sri T. K. Sribhashyam.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

28 Δεκεμβρίου 2012

(2011) Ο κυνηγός

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: The hunter


Η υπόθεση
Ο Martin David (Willem Dafoe) είναι ένας αποτελεσματικός κυνηγός που συνηθίζει να δουλεύει μόνος. Στον άντρα αυτόν, θ' ανατεθεί να ταξιδέψει στην Τασμανία και να φέρει σε πέρας μια σχεδόν ακατόρθωτη δουλειά. Ο εργοδότης είναι μια στρατιωτική βιο-τεχνολογική εταιρεία, η RedLeaf, η οποία αναζητά δείγματα από την τίγρη της Τασμανίας, ένα είδος που θεωρείται εξαφανισμένο από το 1936, όμως υπάρχουν πληροφορίες ότι στην πραγματικότητα δεν έχει εκλείψει. Έχοντας σαν δεδομένο ότι υπάρχει μια τελευταία τίγρης του είδους, ο Martin θα προσπαθήσει να την εντοπίσει, όμως τα σχέδιά του θ' αλλάξουν, όταν η οικογένεια ενός εξαφανισμένου ακτιβιστή κι οι κάτοικοι της περιοχής, τον κάνουν να δει ότι αυτό που έχει αναλάβει είναι πολύ περισσότερο από μια απλή δουλειά.

Η κριτική
"Ο κυνηγός" αποτελεί μια πολύ ενδιαφέρουσα κοινωνικο-πολιτική, δραματική, περιπέτεια με έντονο οικολογικό χαρακτήρα. Το σενάριο της βασίζεται σε διάφορες ιστορίες που αφορούν ένα "μυθικό" πλάσμα, με προέλευση το νησί της Τασμανίας, που ενώ πιστεύεται ότι έχει εκλείψει, υπάρχουν πολλές μαρτυρίες ντόπιων, οι οποίοι ισχυρίζονται ότι το είδος αυτό βρίσκεται ακόμα εν ζωή, χωρίς όμως να έχει επιβεβαιωθεί, ποτέ, κάτι τέτοιο.
Ως κεντρικό ήρωα, γνωρίζουμε έναν άντρα που αποτελεί τον ορισμό του μοναχικού, συγκροτημένου και ψυχολογικά τραυματισμένου ανθρώπου. Παρόλο που οι σεναριογράφοι δεν εστιάζουν τόσο στην ψυχολογική σκιαγράφηση των χαρακτήρων, ο σκηνοθέτης της έχει φροντίσει να δώσει στον θεατή, μέσω της εικόνας και της σιωπής, τις πολύ βασικές πληροφορίες που χρειάζεται για να σκιαγραφήσει, από μόνος του, το προφίλ του καθενός ξεχωριστά.
Με αυτόν τον τρόπο, οι δημιουργοί της ταινίας, καταφέρνουν να εστιάσουν ταυτόχρονα στο οικογενειακό και προσωπικό δράμα των πρωταγωνιστών, στην οικολογική καταστροφή που προκαλεί το εμπόριο με την Δύση στο οικοσύστημα της Τασμανίας, αλλά και το οικονομικό πρόβλημα που προκαλεί στους κατοίκους της περιοχής η ύπαρξη ακτιβιστών, οι οποίοι εμποδίζουν τους γηγενείς να δουλέψουν με κανονικούς ρυθμούς. Η ταινία γίνεται ακόμα πιο ενδιαφέρουσα όταν, στο παιχνίδι, βλέπουμε να μπαίνουν τα συμφέροντα δυτικών εταιριών, για τις οποίες το μόνο που μετρά είναι το κέρδος και δεν διστάζουν, προκειμένου να πάρουν αυτό που θέλουν, να πατήσουν επί πτωμάτων.
Ο Martin, με την άφιξή του στην πανέμορφη αυτή γη, θα έρθει αντιμέτωπος με ένα παρατημένο σπίτι, στο οποίο θα πρέπει να ζήσει για όσο διάστημα εργάζεται πάνω στην εύρεση της τίγρης, αλλά και με τους αφιλόξενους κατοίκους της περιοχής. Η ατμόσφαιρα της ταινίας, αμέσως, δημιουργεί στον θεατή μια εχθρική αίσθηση, που αφήνει να εννοηθεί κάποια πιθανή απειλή κατά της ζωής του πρωταγωνιστή στη διάρκεια της εκεί παραμονής του. Σιγά-σιγά, βέβαια, τα δεδομένα αλλάζουν, καθώς τα παιδιά του εξαφανισμένου ακτιβιστή, θα κάνουν, με το "έτσι θέλω", μέλος της οικογενείας τους τον εσωστρεφή κυνηγό, κάνοντάς τον, ταυτόχρονα, ν' ανοίξει τα μάτια του και να θελήσει να μάθει, για την περιοχή, περισσότερα απ' τα όσα του έχει γνωστοποιήσει ο εργοδότης του.
Έχοντας έναν εξαίρετο Willem Dafoe σε ρόλο πρωταγωνιστή κι ανάλογο cast στους δευτερεύοντες ρόλους, ο Daniel Nettheim, παρουσιάζει μια περιπέτεια που αγγίζει τα όρια του ψυχολογικού θρίλερ και των ταινιών με κοινωνικό ή οικολογικό χαρακτήρα, χωρίς να συγκαταλέγεται όμως στις δυνατές ταινίες του είδους. Μεταφέροντας επί της οθόνης, ένα βιβλίο που έχει ως τόπο δράσης το μελαγχολικό, αλλά υπέροχο τοπίο της Τασμανίας και χρησιμοποιώντας με πολύ όμορφο τρόπο την μουσική, αλλά και την σιωπή ως μέσο έκφρασης, ο σκηνοθέτης της καταφέρνει να δημιουργήσει μια ταινία με πολλά νοήματα και συμβολισμούς, που λόγω των αναγκαίων, αργών ρυθμών της, απευθύνεται κατά βάση στους σινεφίλ θεατές της περιπέτειας.

Βαθμολογία: 2,5/5

Τα σχετικά
Αυστραλιανή περιπέτεια του 2011, βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο της Julia Leigh, σε σενάριο των Wain Fimeri και Alice Addison και σκηνοθεσία του Daniel Nettheim, διάρκειας 102 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Willem Dafoe, Sam Neill, Frances O'Connor, Morgana Davies, Finn Woodlock και Jacek Koman.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

29 Νοεμβρίου 2012

(2011) Επιστροφή στον έρωτα

Πρωτότυπος τίτλος: La délicatesse
Αγγλικός τίτλος: Delicacy


Η υπόθεση
Η Nathalie (Audrey Tautou) κι ο François (Pio Marmaï) είναι ένα νεαρό ζευγάρι, που ζει την μαγεία του έρωτα στο έπακρο. Οι δυο νέοι δεν θ' αργήσουν να ενωθούν με τα δεσμά του γάμου κι όταν πια η Nathalie βρίσκει μόνιμη δουλειά, όλα μοιάζουν ιδανικά. Κάποια μέρα, όμως, η ευτυχία του ζεύγους θα λήξει άδοξα, καθώς ο François θα πεθάνει σ' ένα δυστύχημα. Η Nathalie, για χρόνια, ακολουθεί τη μέθοδο της εργασιοθεραπείας, καταφέρνοντας ν' ανέλθει επαγγελματικά. Μια μέρα, όμως, θ' ανοίξει την πόρτα ένας άσχημος, ψηλός κι άχαρος άντρας, ο Markus (François Damiens), τον οποίο, για έναν ανεξήγητο λόγο, θα σηκωθεί από το γραφείο της και θα φιλήσει με πάθος. Μπορεί ο έρωτας να σου χτυπήσει την πόρτα δυο φορές;

Η κριτική
Η "Επιστροφή στον έρωτα" είναι μια γλυκιά κομεντί, που μιλά για τον έρωτα και την απώλεια και ξανά για τον έρωτα, μ' έναν σχεδόν ονειρικό τρόπο, που θυμίζει πολύ το παραμυθικό στοιχείο της "Amélie". Παράλληλα, όμως θίγει και διάφορες μικρότητες που συναντάμε καθημερινά στους κύκλους μας.
Τον πρωταγωνιστικό ρόλο, φυσικά, έχει αναλάβει η Audrey Tautou, μια ηθοποιός που έχει αποδείξει την αξία της σε ρόλους που οι χαρακτήρες πατάνε με το ένα πόδι στη γη και με το άλλο είναι έτοιμοι να εκτοξευθούν στα ουράνια. Τον ρόλο του Markus, του άσχημου, πλην καλόκαρδου, άντρα που θα ξανα-φέρει τον έρωτα στην καρδιά της νεαρής χήρας, Nathalie, αναλαμβάνει ο François Damiens, ένας άντρας που σωματικά φέρνει αρκετά στην άχαρη μορφή του κεντρικού ήρωα.
Η Nathalie, προτού ακόμα μείνει χήρα, μοιάζει να είναι το άπιαστο όνειρο κάθε άντρα, αφού η πρόσληψή της στη νέα δουλειά, δεν θα 'λεγε κανείς ότι γίνεται με αντικειμενικά κριτήρια. Ο διευθυντής της, Charles (Bruno Todeschini), είναι φανερά γοητευμένος από την υπέροχη παρουσία της. Παράλληλα, όμως, μετά τον θάνατο του François, η Nathalie, μετατρέπεται σε γυναικείο πρότυπο, καθώς καταφέρνει να είναι ταυτόχρονα μια υπέροχη φίλη αλλά και γυναίκα καριέρας. Το μυστικό της, φαίνεται να είναι η ψυχική δύναμη που κρύβει μέσα της, η οποία όπως αποδεικνύεται, είναι μέρος ενός οχυρού που έχει χτίσει, για να προστατευτεί από τον κόσμο. Με αυτόν τον τρόπο, γίνεται ακόμα πιο ποθητή, από το ανδρικό φίλο, ακόμα πιο θαυμαστή, από το γυναικείο και δίνει ακόμα περισσότερες λαβές για κουτσομπολιά στους διάφορους κύκλους της.
Δεν γνωρίζουμε αν ισχύουν πραγματικά όλα όσα ακούγονται για τον έρωτα, δηλαδή ότι είναι τυφλός ή ότι είναι δυνατόν να ερωτευτείς κάποιον με την πρώτη ματιά, πάντως στη συγκεκριμένη ταινία και οι δυο αυτές απόψεις επιβεβαιώνονται όταν, χωρίς να καταλαβαίνει το λόγο, η πρωταγωνίστρια σηκώνεται από την καρέκλα της και διεκδικεί την αγνή ψυχή που κάνει την εμφάνισή της στη ζωή της. Φυσικά, όντας μπερδεμένη και χωρίς να μπορεί να εξηγήσει λογικά τις πράξεις της, ο Markus, είναι αυτός που αναλαμβάνει να διεκδικήσει την αιθέρια αυτή ύπαρξη και ν' αποδείξει στην ίδια, αλλά και σ' όλους τους υπόλοιπους, ότι δεν είναι απλά ένας λεκές στο ρούχο της Nathalie.
Η ταινία, σε γενικές γραμμές, είναι μια όμορφη κι αισιόδοξη κομεντί, με μια υπέροχη μουσική σαν από μουσικό κουτί, που κάνει τον θεατή να περάσει ευχάριστα κατά τη διάρκειά της. Χωρίς να είναι κάτι το θεσπέσιο, προτείνεται σε όσους θεατές αρέσουν τα ρομαντικά, σύγχρονα παραμύθια, αλλά και στους θαυμαστές της Audrey Tautou, καθώς γι' ακόμα μια φορά την βλέπουμε σ' ένα ρόλο που της ταιριάζει γάντι.

Βαθμολογία: 2/5

Τα σχετικά
Γαλλική κομεντί του 2011, βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του David Foenkinos, σε σενάριο του ιδίου και σκηνοθεσία των David Foenkinos και Stéphane Foenkinos, διάρκειας 108 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Audrey Tautou, François Damiens, Bruno Todeschini, Pio Marmaï, Joséphine de Meaux, Mélanie Bernier και Monique Chaumette.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

25 Νοεμβρίου 2012

(2011) Απ' τα κόκαλα βγαλμένα

Πρωτότυπος τίτλος: Απ' τα κόκαλα βγαλμένα
Αγγλικός τίτλος: Welcome to "All Saints"


Η υπόθεση
Ο Γιώργος Σπυράτος (Αργύρης Ξάφης) καταφέρνει επιτέλους, μετά από πέντε χρόνια αναμονής, να πάρει ειδίκευση κοντά στον διευθυντή της Β' Ορθοπεδικής των Αγίων Πάντων, Κωνσταντίνο Θεοτόκη (Μηνά Χατζησάββα). Εκεί, θα γνωρίσει τον Κύπριο επιμελητή Πάμπο Κολοκάση (Δημήτρη Ήμελλο), την αναισθησιολόγο Δώρα (Άννα Κουτσαφτίκη), κ.α., το χάος που επικρατεί στα ελληνικά δημόσια νοσοκομεία και θα έρθει σε επαφή με διάφορους ανθρώπους/ασθενείς του νοσοκομείου, για την υγεία των οποίων κάποιες φορές φαίνεται να ενδιαφέρεται περισσότερο κι απ' τους ίδιους.

Η κριτική
Το "Απ' τα κόκαλα βγαλμένα" είναι μια κατ' εξοχήν ελληνική σάτιρα, πάνω στην ισχύουσα κατάσταση των ελληνικών νοσοκομείων. Παρουσιάζοντας, σε διάφορα χρονικά διαστήματα, τη ζωή ενός γιατρού που μπαίνει στον τομέα δημόσιας υγείας με σκοπό να παράγει έργο, καταφέρνει να δείξει το χάος που επικρατεί στο Ε.Σ.Υ., αλλά και την γενική άποψη που επικρατεί για τους γιατρούς του δημοσίου, η οποία όμως δεν είναι καθολική.
Θεωρώ ότι το στοιχείο που με κέντρισε περισσότερο στη συγκεκριμένη ταινία και παράλληλα το ίδιο στοιχείο που την κάνει να είναι μια πετυχημένη σάτιρα, είναι ότι, χωρίς να φουσκώνει τα πράγματα, καταφέρνει να δείξει με κωμικό τρόπο την ελληνική τραγική, για όποιον την έχει βιώσει, κατάσταση των ελληνικών νοσοκομείων.
Όλοι γνωρίζουμε για τους γιατρούς που κινούνται μονάχα με φακελάκια, όλοι έχουμε δει τις ουρές που σχηματίζονται στα εξωτερικά ιατρεία, όλοι γνωρίζουμε για την έλλειψη κλινών στις διάφορες πτέρυγες, για τις εφημερίες που τηρούνται και δεν τηρούνται, για το μπαχαλεμένο Ε.Σ.Υ. με πιο απλά λόγια. Επίσης, όλοι γνωρίζουμε ότι μέσα σε όλο αυτό το χαοτικό ιατρικό σύστημα, υπάρχουν κάποιοι από τους καλύτερους γιατρούς, σε παγκόσμιο επίπεδο. Κι αυτό έλειπε, με τόσα επείγοντα περιστατικά σε καθημερινή βάση, αν δεν αποκτά κανείς αξιοζήλευτη εμπειρία, πώς αλλιώς την αποκτά;
Μια ταινία, λοιπόν, για να μιλήσει στην καρδιά του θεατή, δεν είναι ανάγκη να έχει να του συστήσει κάποιο δίδαγμα ή κάποια λύση στα προβλήματά του. Μπορεί εξίσου ικανοποιητικά, να πετύχει τον σκοπό της, παρουσιάζοντας απλά ένα πρόβλημα με σατιρικό τρόπο και να το απενοχοποιήσει, να κάνει τον ασθενή, την επόμενη φορά που θα βρεθεί στην καρέκλα αναμονής, να γελάσει λίγο με την τραγικότητα της κατάστασής του. Δεν είναι ανάγκη κάποιες φορές να παίρνουμε τη ζωή τόσο σοβαρά, ακόμα κι όταν πρόκειται για τη δική μας ζωή.
Η ταινία, βασιζόμενη στο ομώνυμο βιβλίο του ιατρού Γιώργου Δενδρινού, του οποίου την σεναριακή και σκηνοθετική μεταφορά έχει αναλάβει ο Σωτήρης Γκορίτσας, εκτός του περιεχομένου της, είναι πλαισιωμένη από έμπειρους κι ικανότατους συντελεστές, που ξέρουν ακριβώς τι θέλουν να παρουσιάσουν στο κοινό και ξέρουν και τον τρόπο που μπορούν να το πετύχουν αυτό. Η μουσική, βασίζεται σε μια πετυχημένη, κωμική, διασκευή του εθνικού μας ύμνου κι οι ηθοποιοί που αναλαμβάνουν να δώσουν σάρκα και οστά στους χαρακτήρες, όντας ένας κι ένας, δεν αφήνουν περιθώρια για μετριότητες: Αργύρης Ξάφης, Δημήτρης Ήμελλος, Κώστας Μπερικόπουλος, Γεράσιμος Σκιαδαρέσης, Μάκης Παπαδημητρίου, Μηνάς Χατζησάββας, Στέλιος Μάινας, κ.α.
Με απλά λόγια, αν υποστηρίζετε την ελληνική κινηματογραφική βιομηχανία, δείτε την γιατί είναι μια ιδιαίτερα ευχάριστη ταινία. Αν πάλι δεν έχετε καλή εικόνα για τον ελληνικό κινηματογράφο, δείτε την, γιατί θ' αλλάξετε σίγουρα γνώμη για τις ελληνικές παραγωγές. Αν όμως, θέλετε μια βαθυστόχαστη ταινία με πολλά νοήματα, ίσως θα πρέπει να την αποφύγετε, καθώς η ταινία αποτελεί μια ευχάριστη κι ανάλαφρη απεικόνιση της πραγματικότητας και τίποτα παραπάνω.

Βαθμολογία: 3,5/5

Τα σχετικά
Ελληνική σάτιρα του 2011, βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του Γιώργου Δενδρινού, σε σενάριο των Σωτήρη Γκορίτσα και Νίκου Παναγιωτόπουλου και σκηνοθεσία του Σωτήρη Γκορίτσα, διάρκειας 89 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Αργύρη Ξάφη, Δημήτρη Ήμελλο, Άννα Κουτσαφτίκη, Κώστα Μπερικόπουλο, Γεράσιμο Σκιαδαρέση, Μάκη Παπαδημητρίου, Μηνά Χατζησάββα, Στέλιο Μάινα, Βαγγέλη Μουρίκη, Κώστα Τριανταφυλλόπουλο, Μπέσυ Μάλφα και Τιτίκα Σαριγκούλη.

Οι σύνδεσμοι
Trailer 
Imdb 
Rotten Tomatoes 

18 Νοεμβρίου 2012

(2011) Buenos Aires σ' αγαπώ

Πρωτότυπος τίτλος: SuperClásico


Η υπόθεση
Ο Christian (Anders W. Berthelsen) είναι ένας ιδιοκτήτης κάβας από τη Δανία, που βρίσκεται στα τελευταία στάδια του διαζυγίου από τη σύζυγό του Anna (Paprika Steen). Η Anna, έχει εγκαταλείψει εδώ κι 11 μήνες τον Christian, για έναν άσο του αργεντίνικου ποδοσφαίρου και ζει πια μόνιμα στο Buenos Aires. Ο Christian, όμως, πριν υπογράψει τα χαρτιά του διαζυγίου, θα θελήσει να κάνει μια τελευταία προσπάθεια να ξανακερδίσει την γυναίκα του και θα ξεκινήσει μαζί με τον γιό του, για ένα ταξίδι στην πρωτεύουσα της Αργεντινής. Εκεί, θα έρθει σ' επαφή με τους ανθρώπους και την λατινο-αμερικάνικη κουλτούρα και θα πάρει ένα μάθημα για τη ζωή. Θα καταφέρει, όμως, να κερδίσει και πάλι την καρδιά της Anna;

Η κριτική
Το "Buenos Aires σ' αγαπώ" πραγματεύεται την ιστορία ενός διαζυγίου, με έναν ιδιαίτερα κωμικό κι ανορθόδοξα αισιόδοξο τρόπο. Χωρίς να μπορώ να πω ότι με άγγιξε ή έστω ότι μου άρεσε αυτό το κράμα δράματος και κωμωδίας, οφείλω να παραδεχτώ ότι κατά τη διάρκειά της, αρκετές φορές, γέλασα αβίαστα, αλλά κι εκνευρίστηκα από την υπερβολή της σε κάποια θέματα. Ας πάρω, όμως, τα πράγματα με τη σειρά, για να εξηγήσω τους λόγους που η ταινία είτε θ' αρέσει αρκετά, είτε καθόλου.
Το έργο, έχει αναθέσει την εξήγηση των γεγονότων σ' έναν αφηγητή εκτός της ιστορίας, σ' ένα τρίτο μάτι που έχει την ικανότητα να βλέπει κάποια πράγματα πιο αποστασιοποιημένα, να τα κρίνει καταλλήλως, αλλά και που παράλληλα παίζει τον ρόλο του εκφραστή των συναισθημάτων των Ευρωπαίων ηρώων, μιας κι οι ίδιοι αδυνατούν να το πράξουν.
Άλλο ένα στοιχείο που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι το γέλιο που ακούγεται στην έναρξη της ταινίας, με φόντο μια μαύρη οθόνη. Ένα γέλιο που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το πρώτο πλάνο της ταινίας, το οποίο παρουσίαζει τον Christian να ζει το δράμα του διαζυγίου του, έχοντας παρατήσει τελείως τον εαυτό του. Με αυτόν τον τρόπο, νομίζω ότι ο σκηνοθέτης προσπαθεί να δείξει ότι πάντα υπάρχει και η κωμική πλευρά στο κάθε δράμα. Μια πλευρά που αν κοιτάξουμε καλά, θα την δούμε εύκολα.
Στην επόμενη σκηνή, ο αφηγητής, θα μας κάνει μια γρήγορη εισαγωγή στην υπόθεση και, μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, θα βρεθούμε μαζί με τον Christian και τον γό του, Oscar (Jamie Morton), στην πανέμορφη Αργεντινή, όπου θα παρακολουθήσουμε την εξέλιξη δυο διαφορετικών ιστοριών, οι οποίες έχουν κοινό άξονα τον έρωτα.
Το πάθος, όπως θα δούμε, έχει πρωταρχικό ρόλο στην εξέλιξη της υπόθεσης. Όπως μπορούμε πολύ εύκολα να διακρίνουμε κι από τον πρωτότυπο τίτλο (SuperClásico), στην ταινία κυριαρχεί η αγάπη για το ποδόσφαιρο κι έπειτα θα δούμε να περνάνε από τις οθόνες μας, όλα όσα χαρακτηρίζουν την Αργεντινή: το κρασί, το τανγκό, το φαγητό και το κυριότερο, την αγάπη του λαού αυτού για την ζωή.
Βέβαια, όλα τα παραπάνω, είναι δοσμένα από την οπτική ενός Δανού κι όχι ενός γηγενούς σκηνοθέτη. Όπως είναι αναμενόμενο, δε, στα μάτια ενός Βορειο-Ευρωπαίου πολίτη, όλο αυτό το πάθος, μοιάζει περισσότερο ως μια, απαραίτητη στο άνθρωπο, ελευθεριότητα, παρά ως τρόπος ζωής και φυσικά έτσι παρουσιάζεται και στο έργο. Η μεγέθυνση των κύριων χαρακτηριστικών των ανθρώπων αυτών θα προκαλέσει το γέλιο του θεατή, ταυτόχρονα όμως, η σάτιρα που ασκείται στον τρόπο ζωής των Αργεντίνων, αν και δεν γίνεται με κακή πρόθεση, δεν αποκλείεται να εκληφθεί ως δείγμα ασέβειας στον πολιτισμό τους.
Τα κυρίαρχα πρόσωπα που εκφράζουν το πρόσωπο της Αργεντινής, είναι ο ποδοσφαιρικός αστέρας, Juan Diaz (Sebastián Estevanez), η οικονόμος Fernanda (Adriana Mascialino) κι η οικογένεια της 17χρονης Veronica (Dafne Schiling).
Ο Diaz, είναι ένας λατίνος με θρησκευτικές αρχές, που ζει την κάθε στιγμή της ζωής του σαν να μην έχει μεγαλώσει ποτέ. Λατρεύει το ποδόσφαιρο και παίζει επαγγελματικά για την ευχαρίστηση κι όχι για τα χρήματα. Επίσης, αγαπά την Anna και συμπεριφέρεται στον Christian σαν να 'ταν φίλοι από τα παλιά. Η Fernanda πάλι, είναι μια γυναίκα μεγάλης ηλικίας, που εκφράζεται με αποστομωτική ειλικρίνεια κι αγαπά το σεξ. Τέλος η Veronica, είναι μια 17χρονη κοπέλα, που εργάζεται ως ξεναγός κι η οικογένειά της είναι η κλασική οικογένεια της Λατινικής Αμερικής, που κάθε μέρα κάθεται στο τραπέζι μαζεμένη κι είναι πρόθυμη να υποδεχτεί τον όποιο ξένο έρθει απρόσκλητος.
Ο Diaz, κατά μια έννοια είναι το άτομο που συμπληρώνει την υστερική Anna, η Fernanda είναι η γυναίκα που, με την αμεσότητά της, θα δείξει τον δρόμο στον χαμένο στη δυστυχία Christian κι η Veronica, μαζί με την οικογένειά της, θα δώσουν νόημα στη ζωή του 16χρονου Oscar.
Σε γενικές γραμμές, αν δεν σας ενοχλεί η υπερβολή και σας αρέσει να κοιτάτε τη ζωή από μια αισιόδοξη, όχι απαραίτητα ουτοπική, ματιά, νομίζω είναι ότι η συγκεκριμένη ταινία αποτελεί μια καλή επιλογή για 'σας. Αν πάλι, θέλετε μια ταινία που να έχει να σας πει κάτι περισσότερο από τ' ότι ακόμα και στις δυσκολότερες καταστάσεις η ζωή δεν χάνει την ουσία της ή σας εκνευρίζουν οι υπερβολές, ίσως θα πρέπει να κάνετε κάποια άλλη επιλογή.

Βαθμολογία: 2/5

Τα σχετικά
Δανέζικη δραματική κωμωδία του 2012, σε σενάριο των Ole Christian Madsen και Anders Frithiof August και σκηνοθεσία του Ole Christian Madsen, διάρκειας 99 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Anders W. Berthelsen, Paprika Steen, Jamie Morton, Sebastián Estevanez, Adriana Mascialino και Dafne Schiling.

Οι σύνδεσμοι
Trailer 
Imdb 
Rotten Tomatoes 

13 Νοεμβρίου 2012

(2011) Χαραυγή: Μέρος 1

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: The twilight saga: Breaking dawn - Part 1


Η υπόθεση
Η στιγμή που η ιστορία του Edward (Robert Pattinson) και της Bella (Kristen Stewart) θα λήξει ευχάριστα, πλησιάζει. Τα προσκλητήρια του γάμου τους έχουν σταλεί κι η Alice (Ashley Greene) έχει φροντίσει για όλα τα διαδικαστικά της τελετής. Ο γάμος, βέβαια, θα γίνει με την απουσία του Jacob (Taylor Lautner), αλλά στην δεξίωση, ο νεαρός λυκάνθρωπος θα δώσει το παρόν, συμπληρώνοντας έτσι την ευτυχία της πρωταγωνίστριας. Η Bella ανακοινώνει στον Jacob πως δεν είναι η τελευταία της νύχτα ως θνητή, καθώς αποφάσισε να πάρει την αθάνατη μορφή της, μετά τον μήνα του μέλιτος. Παρά τις όποιες εντάσεις δημιουργεί αυτή η απόφαση του ζεύγους, οι νεόνυμφοι θ' αναχωρήσουν για το ταξίδι τους κι η Bella, κατά τη διάρκεια αυτού, θα μείνει έγκυος κι όπως είναι λογικό, ένα έμβρυο βαμπίρ που μεγαλώνει στο σώμα μιας θνητής, δεν μπορεί ν' αποτελέσει ευχάριστη είδηση.

Η κριτική
Κι εκεί που όλοι πιστεύαμε ότι αυτή θα ήταν η τελευταία ταινία που θα συμπλήρωνε το καρέ της κινηματογραφικής σειράς τους "Λυκόφωτος", οι παραγωγοί αποφάσισαν να σπάσουν το τελευταίο βιβλίο της Stephenie Meyer σε δυο μέρη. Θεωρητικά, αυτό σημαίνει δυο βαρετές ταινίες. Πρακτικά, κάτι τέτοιο δεν ισχύει, καθώς στο τελευταίο βιβλίο της σειράς εμπεριέχεται αρκετή δράση κι είναι εφικτό να σπάσει σε δυο ισοσκελή μέρη.
Βέβαια, αξιοπρόσεκτο είναι ότι για πρώτη φορά στην ιστορία των ταινιών, ένας σκηνοθέτης αναλαμβάνει να παραδώσει δυο εκ των πέντε, συνολικά, έργων που την απαρτίζουν, προφανώς για να υπάρχει ενιαίο ύφος στο τελευταίο τετράωρο μέρος της ιστορίας. Ο Bill Condon, όμως, όπως κι οι προκάτοχοί του, μένει πιστός στις οδηγίες που παίρνει από τις προηγούμενες ταινίες και δεν αποπειράται να κάνει σημαντικές αλλαγές.
Σεναριακά τώρα, οι συντελεστές μοιάζουν να έχουν βρει τη συνταγή της επιτυχίας, αφού το τέταρτο μέρος της σειράς, θυμίζει περισσότερο την τρίτη ταινία κι η υποκριτική των ηθοποιών της, ελάχιστα διαφέρει από τις ερμηνείες τους στην "Έκλειψη".
Η ταινία, θα ξεκινήσει με τον ίδιο τρόπο που ξεκινάνε όλες οι ταινίες της σειράς. Μ' έναν πολύ γλυκό κι ήρεμο τρόπο, θα τελεστεί το μυστήριο του γάμου κι εκεί που όλα βαίνουν καλώς, θα προκύψει το πρόβλημα που θα απειλήσει την ευτυχία των ηρώων.
Η διαφορά της συγκεκριμένης ταινίας, με τις προηγούμενες, είναι ότι στην συγκεκριμένη ο νεαρός θεατής θα έρθει αντιμέτωπος με, περισσότερα του ενός, διδακτικά μηνύματα. Όπως κι η "Έκλειψη" που κάνει μια αναφορά στον έρωτα, έτσι κι εδώ το μήνυμα αυτό θα παραμείνει και θα επεκταθεί.
Όταν έρθει η ώρα, λοιπόν, για μια κοπέλα, να συνευρεθεί με ένα αγόρι για πρώτη φορά, λογικό είναι να έχει άγχος, αλλά το κυριότερο που θα πρέπει να έχει στο μυαλό της, είναι ότι θα πρέπει να είναι ο εαυτός της. Γι' αυτό το λόγο βλέπουμε την Bella να κοντεύει να λιποθυμήσει από το άγχος της σκεπτόμενη το τι θα φορέσει, ενώ τελικά θα εμφανιστεί στον Edward με την πετσέτα της μόνο. Ένα δεύτερο στοιχείο που περνά υποσυνείδητα στον θεατή, είναι αυτό της εγκυμοσύνης. Ακόμα κι όταν πιστεύεις ότι είναι αδύνατον να συλλάβεις ένα παιδί, πάντα υπάρχει αυτή η πιθανότητα.
Σε δεύτερο πλάνο, θα δούμε την ψυχολογία της υποψήφιας μητέρας, η οποία παρόλο που ξέρει ότι το παιδί που κουβαλάει αποτελεί κίνδυνο για την ίδια, δεν παύει ούτε δευτερόλεπτο να το αγαπάει και να θέλει το καλό του. Και τελικά, όπως αποδεικνύεται, δικαίως η μάνα αγαπά το παιδί της, καθώς όσο μεγαλώνει κι αναπτύσσεται, αυτό ανταποδίδει την αγάπη της και, παρά το γεγονός ότι είναι μισό βαμπίρ, η ψυχή του είναι αγνή.
Από το σύνολο, βέβαια, δεν λείπει το γυμνό του Jacob, ο ρομαντισμός που χαρακτηρίζει και τις προηγούμενες ταινίες, το ερωτικό τρίγωνο που κατά ένα περίεργο τρόπο καταφέρνει να λειτουργήσει ως ομάδα ή το στοιχείο της δράσης που απειλεί την οικογενειακή ευτυχία και σταθερότητα. Αυτή τη φορά, ο εχθρός είναι η αγέλη των λύκων κι η επικείμενη μάχη δεν θα διαρκέσει πολύ.
Η ταινία, κινούμενη σε έντονους ρυθμούς καταφέρνει να μην κάνει κοιλιά και να κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον του κοινού κατά τη διάρκειά της. Όπως κι οι προηγούμενες, προτείνεται σε νεαρά κορίτσια στην εφηβεία, στους θαυμαστές της σειράς, αλλά και των πρωταγωνιστών της.

Βαθμολογία: 2,5/5

Τα σχετικά
Αμερικάνικη ρομαντική ταινία του 2011, βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα της Stephenie Meyer, σε σενάριο της Melissa Rosenberg και σκηνοθεσία του Bill Condon, διάρκειας 117 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Kristen Stewart, Robert Pattinson, Taylor Lautner, Ashley Greene, Jackson Rathbone, Peter Facinelli, Elizabeth Reaser, Kellan Lutz, Nikki Reed, Billy Burke, Booboo Stewart, Julia Jones και Michael Sheen.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

7 Νοεμβρίου 2012

(2011) J.A.C.E.

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: J.A.C.E.


Η υπόθεση
Ο J.A.C.E. (Alban Ukaj), παρουσιάζεται απ' όλα τα μέσα μαζικής ενημέρωσης ως ένας Βορειοηπειρώτης δολοφόνος, που βρέθηκε νεκρός, και σχετίζεται με διάφορες υποθέσεις λαθρομετανάστευσης, πορνείας και παράνομης διακίνησης ανθρωπίνων οργάνων. Από τη στιγμή της γέννησής του, ο νεαρός J.A.C.E., θα βρεθεί αντιμέτωπος μ' έναν σκληρό κόσμο. Στα 7 του χρόνια, μπροστά τα μάτια του, θα χάσει ολόκληρη την οικογένειά του και θα έρθει, χωρίς τη θέλησή του, στην Ελλάδα. Έχοντας ορκιστεί στον πατέρα του πως δεν θα μιλήσει, ο J.A.C.E., θα περάσει τη ζωή του σιωπηλός και κατατρεγμένος από τον υπόκοσμο, περιμένοντας τον πατέρα του να έρθει να τον βρει.

Η κριτική
Ο Μενέλαος Καραμαγγιώλης, 13 χρόνια μετά την πρώτη του ταινία μυθοπλασίας, μεγάλου μήκους, παρουσιάζει το δεύτερο αριστούργημά του, με πρωταγωνιστή ένα νεαρό αγόρι που μεγαλώνει μέσα στη σιωπή, έχοντας μονάχα μια ελπίδα, να επιστρέψει κάποια στιγμή ο πατέρας του. Καθώς τα χρόνια περνάνε, ο μικρός θα μεγαλώσει, θα πάρει το ψευδώνυμο J.A.C.E. και θα βρεθεί ακόμα πιο βαθιά μπλεγμένος στον κόσμο που του στέρησε την οικογένειά του και την παιδική του ηλικία.
Στις πρώτες στιγμές της ζωής του, η βιολογική μητέρα του μικροσκοπικού νεογνού, αγνώστων λοιπών στοιχείων, θα δολοφονηθεί μπροστά στα μάτια του από τον ίδιο τον αδελφό της. Την προστασία του νεαρού παιδιού, θ' αναλάβει η υπόλοιπη οικογένεια και στα 7 του χρόνια θα υποδεχτεί τον πατέρα του, που επέστρεψε απ' την Ελλάδα, μόνιμα πια. Εκείνη τη στιγμή, είναι που θα δούμε τον J.A.C.E. να παρακολουθεί στην τηλεόραση ένα ντοκιμαντέρ με ελέφαντες, στοιχείο που δίνει στον θεατή την αίσθηση μιας προδιαγεγραμμένης μοίρας, αφού λίγη ώρα αργότερα, το μικρό αγόρι θ' αναγκαστεί να σκοτώσει τον πατέρα του και θα ξεκινήσει μια πορεία, κατά τη διάρκεια της οποίας θα λάβει ένα ψευδώνυμο/όνομα από τα αρχικά "just another confused elephant (ακόμη ένας μπερδεμένος ελέφαντας)".
Όπως αναφέρει στον νεαρό άλαλο έφηβο, ο εκπαιδευτής ζώων ενός τσίρκου, "J.A.C.E." ονομάζουν οι άνθρωποι του τσίρκου, τα μικρά ορφανά ελεφαντάκια, τα οποία μεγαλώνοντας χωρίς οικογένεια γίνονται αρκετά απρόβλεπτα κι αναπτύσσουν σιγά-σιγά μια επιθετική συμπεριφορά. Γι' αυτό το λόγο μαρκάρονται και κάποια στιγμή, όταν ενηλικιωθούν κι εμφανίσουν σημάδια βίας, θανατώνονται. Όταν ζητά να μάθει τ' όνομά του, ο μικρός θα δείξει τα αρχικά J.A.C.E. και μ' αυτόν τον τρόπο θα επιλέξει τ' όνομά του.
Ο Καραμαγγιώλης, αναπτύσσοντας σταδιακά ένα χαρακτήρα σύγχρονου ήρωα σ' ένα περιβάλλον καθαρά αντιηρωικό, θα προσπαθήσει να προβάλει πολλά προβλήματα της σημερινής κοινωνίας. Μέσα σε μια δραματική περιπέτεια δράσης, διάρκειας κοντά δυόμιση ωρών, θα μας παρουσιάσει τον κόσμο της παιδικής εκμετάλλευσης, της λαθρομετανάστευσης, των τραβεστί, της πορνείας, των ναρκωτικών, των πουλημένων γιατρών κι αστυνομικών, τις φυλακές ανηλίκων, αλλά και τον κόσμο της showbiz.
Μ' ένα ύφος ντοκιμαντερίστικο και με μια όμορφη τηλεοπτική χροιά, ο δημιουργός θα σχηματίσει εικόνες, μέσα από τις οποίες μιλά μ' έναν ιδιαίτερα ποιητικό τρόπο στον θεατή του, για μια άσχημη πλευρά της κοινωνίας κι αποπειράται να θίξει κάποια λεπτά, υπαρκτά ζητήματα που την απασχολούν. Ο υπόκοσμος αποτελείται από ανθρώπους κι αυτούς τους ανθρώπους, καλούς και κακούς, προσπαθεί να εμφανίσει ο Καραμαγγιώλης.
Το στοιχείο που μπορεί να θεωρηθεί από πολλούς ως το ύψιστο ελάττωμα του έργου, είναι η μεγάλη του διάρκεια, σε συνδυασμό με την ποσότητα των προβληματικών που αγγίζει αυτό. Κι όντως το "J.A.C.E." είναι μια ταινία που μπορεί να κουράσει ένα μέρος του κοινού που θα πάει απροετοίμαστο. Προσωπικά, όμως, δεν μπορώ να θεωρήσω αδυναμία του έργου μια καθαρή σκηνοθετική επιλογή, η οποία με άγγιξε.
Ο σκηνοθέτης, παρουσιάζοντας έναν χαοτικό κόσμο και εμφανίζοντας στον θεατή τις άπειρες προσλαμβάνουσες, γλιστρώντας από την μια κατάσταση στην άλλη μ' έναν υπέροχο τρόπο, και με την παράλληλη σιωπή του πρωταγωνιστή, αφήνει τον θεατή να πάρει μαζί του όσα κομμάτια της ταινίας αντιστοιχούν στην δική του αντίληψη των πραγμάτων.
Μια εξαιρετική ελληνική παραγωγή, στην οποία το κοινό μπορεί να διακρίνει την λεπτομέρεια και την προσοχή με την οποία έχει γίνει η σύνθεση κι η ολοκλήρωσή της. Η φωτογραφία κι η μουσική της είναι πανέμορφες κι οι ερμηνείες απίστευτες, με τον Ιερώνυμο Καλετσάνο να ξεδιπλώνει το ταλέντο του σ' έναν υπέροχο ρόλο. Η διαρκής παρουσία, επίσης, ενός χριστουγεννιάτικου κλίματος που φέρνει στο μυαλό οικογενειακές στιγμές ευτυχίας, λειτουργεί μ' έναν άκρως τραγικό κι ειρωνικό τρόπο.
Για όλους τους κυνηγούς των ελληνικών παραγωγών, είναι μια ταινία που δεν πρέπει να χάσετε. Για τους σινεφίλ, είναι μια ταινία που θα σας την πρότεινα, τονίζοντάς σας όμως την μεγάλη της διάρκεια, αλλά και την υπερβολή της στη μυθοπλασία.

Βαθμολογία: 4/5

Τα σχετικά
Ελληνικό δράμα του 2011, σε σενάριο του Μενελάου Καραμαγγιώλη και Νίκου Πανουτσόπουλου και σκηνοθεσία του Μενελάου Καραμαγγιώλη, διάρκειας 142 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Alban Ukaj, Γιώργο Μέλλο, Soma Badekas, Χρήστο Λούλη, Μηνά Χατζησάββα, Ιερώνυμο Καλετσάνο, Στεφανία Γουλιώτη, Αργύρη Ξάφη, Γιάννη Τσορτέκη, Κόρα Καρβούνη, Franco Trevisi, Ακύλλα Καραζήση, Κώστα Μπερικόπουλο και Diogo Infante.

Οι σύνδεσμοι
Trailer 
Imdb
Rotten Tomatoes

2 Νοεμβρίου 2012

(2011) Η πόλη των παιδιών

Πρωτότυπος τίτλος: Η πόλη των παιδιών
Αγγλικός τίτλος: The city of children


Η υπόθεση
Σε μια πόλη που ταλανίζεται από κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά ζητήματα, εξελίσσονται τέσσερις ιστορίες εγκύων. Η Nadine (Κίκα Γεωργίου) είναι μια ετοιμόγεννη Ιρακινή μετανάστης. Η Βάσω (Μαρία Τσιμά) κι ο Αντώνης (Γιώργος Ζιόβας) είναι ένα ζευγάρι μέσης ηλικίας, μ' ένα έφηβο γιο. Η Ντίνα (Αννα Καλαϊτζίδου) κι ο Σπύρος (Λεωνίδας Κακούρης), προσπαθούν, με τη βοήθεια της Μαρίνας (Υρώ Λούπη), ν' αποκτήσουν ένα παιδί μ' εξωσωματική γονιμοποίηση. Και τέλος, η Λίζα (Ναταλία Καλημερατζή) θα ενημερώσει τον Φώτη (Βασίλης Μπισμπίκης) ότι περιμένει παιδί και της έχει περάσει απ' το μυαλό να το κρατήσει.

Η κριτική
Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Γιώργου Γκικαπέππα, ξεκινά με μια φράση του Γερμανού φιλοσόφου Friedrich Nietzsche, η οποία παρουσιάζει, σε λίγες μόνο λέξεις, τον κεντρικό άξονα στον οποίο κινούνται κι οι τέσσερις ιστορίες: "Στα άτομα η παραφροσύνη είναι κάτι σπάνιο. Στις εποχές είναι ο κανόνας."
Ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος της ταινίας, έχοντας επιλέξει να τοποθετήσει την ιστορία του μέσα και γύρω από μια πόλη που βρίσκεται στα όρια της παράνοιας και με την παράλληλη απεικόνιση τεσσάρων ιστοριών με κεντρικό άξονα την παραγωγή μιας καινούργιας ζωής, δεν θα μπορούσε να έχει διαλέξει έναν πιο αντιπροσωπευτικό τίτλο για το έργο του.
Ο δημιουργός, όπως βλέπουμε, έχει επιλέξει με πολύ μεγάλη προσοχή τα πρόσωπα που συνθέτουν το δράμα του. Οι τέσσερις μυθοπλασίες καλύπτουν όλο το ηλικιακό φάσμα που μπορεί να συμμετάσχει στην δημιουργία μιας ζωής. Δυο ανώριμοι νεαροί γύρω στα 25 που ζουν επιπόλαια, μια γυναίκα κοντά στα 30 που πρόκειται να αποκτήσει ένα παιδί, ουσιαστικά μόνη της, ένα ζευγάρι κοντά στα 40 που ελπίζει σ' ένα θαύμα και δυο άνθρωποι σ' έναν διαλυμένο γάμο που τους δίνεται η τελευταία ευκαιρία να ξαναγίνουν γονείς. Ταυτόχρονα, όμως, οι χαρακτήρες καλύπτουν κι ολόκληρο το κοινωνικό φάσμα που συναντά κανείς στις σύγχρονες μεγαλουπόλεις. Μετανάστες, χαμηλή κοινωνική τάξη, μεσοαστοί κι υψηλά αμειβόμενοι, όλοι φέρουν το προσωπικό τους δράμα.
Στο έργο, θα δούμε να παρεμβάλλονται πλάνα της πυκνοκατοικημένης πόλης, αλλά και διάφορες ραδιοφωνικές συνομιλίες ή εκπομπές, που αναφέρονται στη σύγχρονη κοινωνικο-πολιτική κατάπτωση της Ελλάδας. Σε πρώτο πλάνο, αυτά τα στοιχεία, θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την ανείπωτη οργή που φέρουν οι ήρωες στις τρεις από τις τέσσερις ιστορίες που παρακολουθούμε και κάνει τους διάλογούς τους να φαίνονται επιτηδευμένοι κι ίσως σ' ένα βαθμό στυλιζαρισμένοι.
Η μόνη ιστορία που βλέπουμε να κυλά ομαλά και να δίνει την αίσθηση του φυσιολογικού, είναι η ιστορία της Nadine, της κοπέλας από το χαμηλότερο των χαμηλοτέρων κοινωνικών στρωμάτων, η οποία αν και βρίσκεται εξ αρχής στην χειρότερη κατάσταση απ' όλους, είναι η μοναδική της οποίας ο ψυχισμός είναι σταθερός κι η ελπίδα κι η θέλησή της, ισχυρές. Ίσως γιατί για 'κείνη, που δεν καταλαβαίνει λέξη ελληνικά, τίποτα δεν έχει αλλάξει τα τελευταία χρόνια.
Σε όλες τις άλλες ιστορίες, ο θυμός σταδιακά εξωτερικεύεται και μαζί του τα προβλήματα της σύγχρονης Ελλάδας κάνουν την εμφάνισή τους, δημιουργώντας κατ' αυτόν τον τρόπο ένα όμορφο δράμα που μιλά για μια χώρα που διανύει μια εποχή που όλα ρημάζονται, αλλά που η ελπίδα, παρόλα αυτά, δεν χάνεται. Παράλληλα, η κάθε ιστορία εξελίσσεται διαφορετικά, αφήνοντας το κοινό να επιλέξει αυτήν που του ταιριάζει καλύτερα.
Μια αξιόλογη ελληνική παραγωγή, με πολύ καλές ως άριστες ερμηνείες, που δείχνει ένα ρεαλιστικό πρόσωπο της σύγχρονης Ελλάδας. Προτείνεται σε όλους τους θαυμαστές του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου, αλλά και στους σινεφίλ που αναζητούν καλές ελληνικές παραγωγές.

Βαθμολογία: 3/5

Τα σχετικά
Ελληνικό δράμα του 2011, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Γιώργου Γκικαπέππα, διάρκειας 96 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Κίκα Γεωργίου, Ιωσήφ Πολυζωίδη, Μαρία Τσιμά, Γιώργο Ζιόβα, Μιχάλη Σαράντη, Αννα Καλαϊτζίδου, Λεωνίδα Κακούρη, Υρώ Λούπη, Ναταλία Καλημερατζή, Βασίλη Μπισμπίκη και Δημήτρη Κοτζιά.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

27 Οκτωβρίου 2012

(2011) Κι αν ζούσαμε όλοι μαζί;

Πρωτότυπος τίτλος: Et si on vivait tous ensemble?
Αγγλικός τίτλος: And if we all lived together


Η υπόθεση
Ο Claude (Claude Rich), η Jeanne (Jane Fonda), ο Albert (Pierre Richard), η Annie (Geraldine Chaplin) κι ο Jean (Guy Bedos), είναι μια παρέα 75άρηδων που έχουν καταφέρει να παραμείνουν φίλοι για περισσότερο από 40 χρόνια. Όταν τα προβλήματα της ηλικίας αρχίζουν να γίνονται εμφανή κι ο θάνατος αρχίζει να πλησιάζει απειλητικά τις ζωές τους, ο εργένης Claude κι οι, για χρόνια παντρεμένοι, Albert και Jeanne, παίρνουν την απόφαση να μετακομίσουν στο σπίτι της Annie και του Jean, επιλέγοντας οι ίδιοι τον τρόπο με τον οποίο θα περάσουν το υπόλοιπο της ζωής τους. Μαζί τους, θα μετακομίσει στο σπίτι ένας νεαρός Γερμανός, ο Dirk (Daniel Brühl), ο οποίος στα πλαίσια μιας πανεπιστημιακής έρευνας, μελετά τη ζωή των ηλικιωμένων Ευρωπαίων.

Η κριτική
Το "Κι αν ζούσαμε όλοι μαζί;" αποτελεί μια κατ' εξοχήν γλυκιά γαλλική δραματική κωμωδία για τους ανθρώπους της τρίτης ηλικίας. Ο Stéphane Robelin, συγγραφέας και σκηνοθέτης της, έχει επιλέξει να γυρίσει μια ταινία για μια ηλικιακή ομάδα που, φαινομενικά μόνο, η ζωή των μελών της δεν έχει κανένα ενδιαφέρον. Πρακτικά, όπως θα δούμε, η ζωή ποτέ δεν χάνει το ενδιαφέρον της, σε όποια ηλικία κι αν βρισκόμαστε.
Σε μια εποχή που οι θεσμοί κι οι αξίες περνάνε κρίση και καταρρέουν, ακριβώς όπως γίνεται και με την παγκόσμια οικονομία, μια παρέα διεθνών star, που έχουνε μπει πια για τα καλά στην τρίτη ηλικία, θα μας παρουσιάσει την ζωή με ένα διαφορετικό βλέμμα, που όπως θα δούμε δεν διαφέρει ιδιαίτερα από αυτό ενός νεαρού ατόμου ή ενός μεσήλικα.
Έχοντας αποκτήσει κι οι πέντε τους οικογένειες, στα 75 τους θα συνειδητοποιήσουν ότι για τα παιδιά τους δεν αποτελούν πλέον "οικογένεια", παρά μόνο ένα πρόβλημα, που πρέπει να σταλεί σε γηροκομείο ή πρέπει να απαρνηθεί τ' αγαπημένα του πρόσωπα για να μην κινδυνεύει. Ακόμα, μπορεί απλά οι γονείς να έχουν παραμεγαλώσει για να τους επισκεπτόμαστε.
Αποδεχόμενοι λοιπόν την φυσική κατάσταση στην οποία βρίσκονται, κάποια στιγμή, οι πέντε φίλοι, θα ενώσουν τα πράγματα και τις συνήθειές τους και θα δημιουργήσουν μια κοινότητα, ανάλογη ενός γηροκομείου, με τη μόνη διαφορά ότι αντί για νοσοκόμες θα έχουν ο ένας τον άλλο κι αντί για καινούργιους φίλους, θα πρέπει να καταφέρουν να διατηρήσουν τους παλιούς. Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι με δική τους απόφαση θα δημιουργηθεί μια καινούργια οικογένεια, πιο ανθεκτική από τις βιολογικές τους.
Οι διάφορες συνήθειες, αλλά και τα διάφορα προβλήματα του καθενός, θ' αποτελέσουν την αφορμή για κάποιες όμορφες κωμικο-τραγικές καταστάσεις, που είναι κι αυτές που, κατά κύριο λόγο, κρατάνε το ενδιαφέρον του θεατή. Η κεντρική ιστορία, βέβαια, είναι λίγο-πολύ προβλέψιμη, καθώς από την αρχή μπορούμε να μαντέψουμε το τέλος. Η Jeanne βρίσκεται στα τελευταία στάδια του καρκίνου, ο σύζυγός της, Albert, βρίσκεται στα πρώτα στάδια της άνοιας, ο Claude είναι ένας γηραιός, καρδιακός, σεξομανής εργένης κι η Annie με τον Jean, είναι ένα ζευγάρι που ενώ φαινομενικά τα έχει όλα, ουσιαστικά είναι δυο άνθρωποι μόνοι.
Σημαντικό ρόλο, επίσης, θα δούμε ότι έχει κι η σεξουαλικότητα της τρίτης ηλικίας. Αφορμή για την ενασχόληση με το θέμα, αλλά και τις διάφορες αποκαλύψεις που έπονται, θα είναι η προτροπή της Jeanne στον νεαρό Dirk, να ρωτήσει για το θέμα. Όπως μας λέει κι η Jeanne, οι γέροι δεν είναι άγιοι.
Τα γηρατειά, με λίγα λόγια δεν συνεπάγονται την παραίτηση από τη ζωή. Όσα δικαιώματα έχει ένας νέος άνθρωπος ν' απολαύσει τη ζωή, άλλα τόσα έχουν και τα άτομα προχωρημένης ηλικίας να φύγουν όπως οι ίδιοι επιλέξουν να φύγουν. Κι αφού οι νεαροί της παρέας, αρνούνται να δώσουν μια χείρα βοηθείας, κανείς δεν μπορεί να τους απαγορεύσει να πάρουν τις ζωές τους στα χέρια τους.
Σε γενικές γραμμές, οι ερμηνείες είναι συμπαθητικές, με φωτεινές εξαιρέσεις τους Geraldine Chaplin και Pierre Richard και απογοητευτική την συμμετοχή της Jane Fonda, η οποία παίζει τον εαυτό της και δεν δείχνει την παραμικρή διάθεση να τσαλακώσει την εικόνα της και να παραστήσει, πειστικά, την άρρωστη.
Άλλο ένα αρνητικό της ταινίας, είναι επίσης το γεγονός ότι είναι ιδιαίτερα γαλλική για να μπορέσει να θεωρηθεί συμπαθητική η πλειοψηφία των χαρακτήρων, από ένα κοινό εκτός των συνόρων της. Στο έργο, υπάρχει διάχυτη η γαλλική αγένεια κι αμεσότητα που άλλοτε λειτουργεί θετικά κι ανθρώπινα, άλλοτε πάλι ωθεί τον θεατή ν' αδιαφορήσει.
Εν ολίγοις, αν σας αρέσει το γαλλικό σινεμά, το θέμα παρουσιάζει αρκετό ενδιαφέρον. Αν σας αρέσει, επίσης, η Geraldine Chaplin, είναι και πάλι μια πολύ όμορφη επιλογή. Αν πάλι, ανήκετε στο σινεφίλ κοινό, είναι μια ενδιαφέρουσα κι ιδιαίτερη ταινία, που αν δεν έχετε κάποια καλύτερη πρόταση, σίγουρα δεν θα σας δυσαρεστήσει.

Βαθμολογία: 2,5/5

Τα σχετικά
Γαλλική δραματική κωμωδία του 2011, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Stéphane Robelin, διάρκειας 96 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Geraldine Chaplin, Jane Fonda, Pierre Richard, Guy Bedos, Claude Rich και Daniel Brühl.

Οι σύνδεσμοι

15 Οκτωβρίου 2012

(2011) Ο εξαιρετικός κύριος Lazhar

Πρωτότυπος τίτλος: Monsieur Lazhar


Η υπόθεση
Το πρωί της Παρασκευής, καθώς ο Simon (Émilien Néron) πηγαίνει το γάλα της ημέρας στην τάξη, θ' ανακαλύψει το άψυχο σώμα της δασκάλας του να κρέμεται από ένα σωλήνα στο ταβάνι. Λίγες μέρες αργότερα, θα κάνει την εμφάνισή του, στην διευθύντρια του σχολείου, ο Bachir Lazhar (Mohamed Fellag), ένας δάσκαλος από την Αλγερία, ο οποίος θα ζητήσει ν' αναλάβει την τάξη της αυτόχειρος και λόγω της έλλειψης υποψηφίων προσλαμβάνεται. Ο κύριος Lazhar, με τις παλαιού τύπου μεθόδους του, θα ξεκινήσει να διδάσκει τα παιδιά και παράλληλα θα προσπαθήσει να τα βοηθήσει να συμφιλιωθούν με το γεγονός. Ο Lazhar, όμως, κινδυνεύει ν' απελαθεί από τον Καναδά, γεγονός το οποίο κανένας από τους συναδέλφους του δεν γνωρίζει.

Η κριτική
Αν μου ζητούσαν να παρουσιάσω το κεντρικό θέμα της ταινίας με μια μόνο λέξη, νομίζω πως η "αδικία" είναι αυτή που της ταιριάζει περισσότερο. Τα νοήματα της ταινίας, βέβαια, είναι πολλαπλά και σίγουρα το αίσθημα που αφήνει στον θεατή μετά την ολοκλήρωσή της δεν είναι βαρύ κι αρνητικό. Ο κεντρικός άξονας, όμως, όλων των προβληματικών που παρουσιάζονται στο έργο είναι οι συνέπειες της αδικίας, η στάση του καθενός απέναντι σ' αυτήν, αλλά και τα αποτελέσματα που μπορεί να φέρουν οι διάφοροι τρόποι προσέγγισής της.
Ο Philippe Falardeau, όπως θα δούμε, θα χρησιμοποιήσει την απώλεια για να μιλήσει για όλα όσα τον απασχολούν. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ταινίας, όμως, είναι ότι δεν την τοποθετεί σ' ένα κύκλο ενήλικων ατόμων, που σε μια θεωρητική βάση έχουν την ικανότητα να την κατανοήσουν και να την αντιμετωπίσουν όπως πρέπει, αλλά αντίθετα επιλέγει μια ηλικιακή ομάδα "ακατάλληλη" για ένα τόσο βάρβαρο θέμα, η οποία λόγω του εύπλαστου και του αθώου της ηλικίας της, καταφέρνει να δείξει μεγαλύτερη ωριμότητα κι ειλικρίνεια απέναντι σ' αυτήν.
"Ο εξαιρετικός κύριος Lazhar", ο οποίος όπως θα δούμε και στην ταινία, παρουσιάζεται περισσότερο ανθρώπινος, παρά εξαιρετικός, θα μπει στις ζωές των παιδιών και θα προσπαθήσει να τα βοηθήσει να ξεπεράσουν τον θρήνο, τη δυσφορία ή την περίεργη, έστω, κατάσταση που έχει προκαλέσει η αυτοκτονία της πρώην δασκάλας τους. Το ομορφότερο στοιχείο της ιστορίας, βέβαια, είναι ότι κι ο ίδιος ο Lazhar φέρει πάνω του το βάρος μιας απώλειας και μέσω της βοήθειας που προσφέρει, καταφέρνει να βοηθηθεί κι ο ίδιος.
Άλλο ένα στοιχείο που θίγεται στην ταινία, είναι η λειτουργία του εκπαιδευτικού συστήματος, του πολυπολιτισμικού Καναδά. Όπως θα δούμε, στην τάξη του Lazhar βρίσκονται αρκετά παιδιά από διάφορα έθνη του κόσμου, ανάμεσά τους κι ένας Άραβας. Μια από τις σημαντικότερες αλλαγές που έχει υποστεί η εκπαίδευση του Καναδά, ο οποίος είναι μια αποικιακή χώρα, είναι ο τρόπος που αντιμετωπίζεται η εθνικότητα του καθενός. Παλαιότερα, τα παιδιά έπρεπε ν' αποθαρρύνονται όταν χρησιμοποιούσαν την μητρική τους γλώσσα, όπως κάνει κι ο Lazhar με τον Άραβα κάθε φορά που του μιλάει στην γλώσσα τους. Σήμερα, όμως, μαζί με όλους τους νεωτερισμούς του εκπαιδευτικού συστήματος, τα παιδιά πρέπει να έρχονται σ' επαφή με τον μητρικό πολιτισμό τους.
Ένας δάσκαλος, λοιπόν, που χρησιμοποιεί τις παλαιές μεθόδους διδασκαλίας, δεχόμενος παράλληλα τις κριτικές των καθηγητών και των γονέων, θα έρθει αντιμέτωπος με το νέο εκπαιδευτικό σύστημα, το οποίο αντιμετωπίζει τα παιδιά ως παιδιά στις υποχρεώσεις κι ως ενήλικες στα δικαιώματά τους και κυρίως που απαγορεύει το άγγιγμα ανάμεσα σε δασκάλους και μαθητές.
"Ο εξαιρετικός κύριος Lazhar" είναι μια ταινία που μιλά με πολύ απλά λόγια και μ' έναν πολύ ανάλαφρο τρόπο για καίρια ζητήματα της κοινωνίας και των μελλοντικών πολιτών αυτής. Καταφέρνει, δε, να διατηρήσει το χαρακτηριστικό των ταινιών του γαλλόφωνου Καναδά και παρουσιάζει μια όμορφη ιστορία παιδιών και του δασκάλου τους. Προτείνεται στους σινεφίλ του κινηματογραφικού χώρου, σε όσους αρέσουν οι δραματικές ταινίες με πρωταγωνιστές μικρά πιτσιρίκια, αλλά και σε όσους ψάχνετε να δείτε ένα καλό δράμα, που να έχει να δώσει στον θεατή κάτι παραπάνω από 90 λεπτά χαλάρωσης.

Βαθμολογία: 3,5/5

Τα σχετικά
Κοινωνικό δράμα του 2011 από τον γαλλόφωνο Καναδά, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Philippe Falardeau, διάρκειας 94 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Mohamed Fellag, Sophie Nélisse, Émilien Néron και Marie-Ève Beauregard.

Οι σύνδεσμοι
Trailer 
Imdb 
Rotten Tomatoes