Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κλασική. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κλασική. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

12 Ιανουαρίου 2013

(1926) Η μάνα

Πρωτότυπος τίτλος: Мать (Mat)
Αγγλικός τίτλος: Mother


Η υπόθεση
Κατά τη διάρκεια του 1905, μια μάνα (Vera Baranovskaya) χάνει τον αυταρχικό της σύζυγο σε μια διαμάχη των δυο αντίπαλων στρατοπέδων της Ρωσίας της εποχής. Έχοντας πλέον ως μόνο της μέλημα τη φροντίδα του γιου της, Pavel (Nikolai Batalov), ο οποίος είναι μέλος της ομάδας των επαναστατών, παραδίδει στις αρχές, που έχουν έρθει να συλλάβουν τον νεαρό Pavel, τα κρυμμένα όπλα, θεωρώντας πως με αυτόν τον τρόπο θα γλυτώσει τη ζωή του. Αντίθετα απ' αυτό που νομίζει, όμως, αποδεικνύει ότι ο γιος της είναι όντως ένοχος και συμβάλλει στην καταδίκη του. Μετά από αυτό της το σφάλμα, συνειδητοποιεί ότι οι επαναστάτες έχουν συνείδηση κι ενώνει τις δυνάμεις της μαζί τους, προσπαθώντας να βοηθήσει τον γιο της να επανακτήσει την ελευθερία του.

Η κριτική
"Η μάνα" είναι ένα από τα σημαντικότερα πολιτικά δράματα που έδωσε στον κινηματογράφο η σοβιετική πρωτοπορία κι αποτελεί διασκευή του ομώνυμου βιβλίου, του 1907, του σπουδαίου Maxim Gorky. Παράλληλα, δε, αποτελεί και την πρώτη ταινία μυθοπλασίας, ενός εκ των κυριότερων εκφραστών του κινήματος αυτού, του Vsevolod Pudovkin.
Η αλήθεια είναι πως η συγκεκριμένη ταινία, δεν συνιστά ακριβώς την μεταφορά του λογοτεχνικού κειμένου του Gorky στην μεγάλη οθόνη, αλλά αντίθετα είναι κατάλληλα προσαρμοσμένη έτσι ώστε να περνά, όσο το δυνατόν καλύτερα, τα ίδια νοήματα μ' αυτά της έντυπης έκδοσής της, πράγμα αδύνατον στην περίπτωση της πιστής αναπαράστασης του περιεχομένου της. Το πείραμα αυτό λοιπόν, τόσο σεναριακά, όσο και σκηνοθετικά, πετυχαίνει, γράφοντας ιστορία στον κινηματογράφο, κυρίως λόγω της εξαίρετης χρήσης του μοντάζ.
Ο Pudovkin, ξεκινά την ταινία του παρουσιάζοντας τον χρόνο εξέλιξης του δράματος με την προβολή της χρονολογίας, αλλά και τον τόπο, μέσω διαφόρων φωτογραφιών που απεικονίζουν το τοπίο της περιόδου. Έπειτα, στους τίτλους της, παράλληλα με τα ονόματα των συντελεστών εμφανίζει και τις φωτογραφίες τους, γεγονός που καταφέρνει να εκπλήξει ακόμα και σήμερα. Κατά την εισαγωγή του θεατή στο δράμα, επίσης, φροντίζει να ενημερώσει, μέσω της χρήσης λεζάντας, για την ιδιότητα των προσώπων, αποφεύγοντας περιττές σπατάλες του κινηματογραφικού χρόνου.
Σε γενικές γραμμές, αξίζει ν' αναφέρουμε ότι χαρακτηριστικό γνώρισμα της συγκεκριμένης ταινίας, είναι η λιτή, αλλά και ταυτόχρονα ορθή χρήση του χρόνου της διάρκειάς της, κάτι που δεν οφείλεται μόνο στην απίστευτη σύνδεση των σκηνών της, αλλά και στις εκπληκτικές κι εκφραστικές ερμηνείες των ηθοποιών της.
Το συγκεκριμένο έργο, βέβαια, χωρίς να παρουσιάζει ακραία απομάκρυνση από τους κανόνες της σοβιετικής πρωτοπορίας, που ήθελαν το πλήθος να πρωταγωνιστεί και να μην συμμετέχουν επαγγελματίες ηθοποιοί, καταφέρνει με εκπληκτικό τρόπο να περάσει από το προσωπικό δράμα, που προβάλλει στην αρχή, της απώλειας της μάνας, στο συλλογικό δράμα του φτωχού εργάτη, μεταμορφώνοντας παράλληλα την μάνα, σε σύμβολο της Πρώτης Ρώσικης επανάστασης του 1905.
Αξίζει τέλος, να σταθούμε περισσότερο και στον διαφορετικό, αλλά εξαίσιο, τρόπο, με τον οποίο ο Pudovkin χρησιμοποιεί το μοντάζ. Σε αντίθεση με τον μεγαλύτερο εκφραστή του κινήματος αυτού, του Sergei M. Eisenstein, αντί να ενώνει άκρως αντιθετικές σκηνές, που μεταφέρουν την αναταραχή ενός επαναστατημένου λαού στον κινηματογραφικό θεατή, χρησιμοποιεί το μοντάζ, συμπληρωματικά, έχοντας ως κύριο μέλημα την πλήρη κατανόηση των νοημάτων της ταινίας του κι έτσι, ανάμεσα σε όλες τις αριστουργηματικές εικόνες που χρησιμοποιεί επεξηγηματικά, βλέπουμε κι αυτήν της θραύσης των πάγων, όταν οι εργάτες ξεσηκώνονται.
Ακόμη κι αν αποτελεί την πρώτη ταινία μεγάλου μήκους του Vsevolod Pudovkin και το πρώτο κινηματογραφικό σενάριο του Nathan Zarkhi, "Η μάνα", είναι ένα από τα ωραιότερα, ίσως όχι από τα πιο χαρακτηριστικά, έργα της σοβιετικής πρωτοπορίας και ταυτόχρονα συγκαταλέγεται, από πολλούς κριτικούς, στις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών. Αν ανήκετε, λοιπόν, στο σινεφίλ κοινό και δεν έχει τύχει να την παρακολουθήσετε μέχρι στιγμής, προτείνεται ανεπιφύλακτα. Αν πάλι, δεν έχει τύχει να παρακολουθήσετε πολλές ταινίες της σοβιετικής πρωτοπορίας, πιστεύω ότι είναι μια καλή ευκαιρία ν' ανακαλύψετε την μαγεία του συγκεκριμένου είδους. Τέλος, αν δεν έχετε τριφτεί και πολύ με το βωβό σινεμά, δεν θα σας πρότεινα να επιλέξετε την συγκεκριμένη γι' αρχή, λόγω της ιδιόμορφης πολιτικής θεματικής της.

Βαθμολογία: 4/5

Τα σχετικά
Σοβιετικό πολιτικό δράμα του 1926, βασισμένο στο ομώνυμο βιβλίο του Maxim Gorky, σε σενάριο του Nathan Zarkhi και σκηνοθεσία του Vsevolod Pudovkin, διάρκειας 89 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Vera Baranovskaya, Nikolai Batalov, Aleksandr Chistyakov και Anna Zemtsova.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

31 Δεκεμβρίου 2012

(1943) Και οι δήμιοι πεθαίνουν

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: Hangmen also die!


Η υπόθεση
Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής στην Πράγα, ο Reinhard Heydrich (Hans Heinrich von Twardowski), γνωστός κι ως "Δήμιος", δολοφονείται. Ο εκτελεστής του είναι ένας γιατρός, ονόματι Franticek Svoboda (Brian Donlevy), που είναι μέλος της αντίστασης. Κατά την προσπάθεια διαφυγής του, η Nasha Novotny (Anna Lee), κόρη του καθηγητή Stephen Novotny (Walter Brennan), θ' αποπροσανατολίσει την Γκεστάπο και θα βοηθήσει τον νεαρό γιατρό να γλυτώσει. Το ίδιο βράδυ, μην έχοντας καταφέρει να βρει κατάλυμα, ο Svoboda, θα επισκεφτεί το σπίτι της Nasha και θα ζητήσει για δεύτερη φορά τη βοήθειά της, θέτοντας την ίδια και την οικογένειά της σε μεγάλο κίνδυνο. Ο καθηγητής Novotny συλλαμβάνεται, μαζί με εκατοντάδες άλλους αθώους Τσεχοσλοβάκους, από την Γκεστάπο κι η Nasha, μην έχοντας άλλη επιλογή, σιωπά, ελπίζοντας στη σωτηρία του πατέρα της.

Η κριτική
Η ταινία "Και οι δήμιοι πεθαίνουν", είναι ένα μοναδικό δημιούργημα δυο μεγάλων προσωπικοτήτων των τεχνών, καθώς το σενάριό της υπογράφει, μέσω του John Wexley, ο Bertolt Brecht και την σκηνοθεσία της ο Fritz Lang. Όντας, λοιπόν, κράμα δυο πολύ διαφορετικών δημιουργών, το αποτέλεσμα δεν θα μπορούσε παρά να φέρει χαρακτηριστικά και των δυο και να μην αποτελεί χαρακτηριστικό έργο ενός εξ αυτών.
Κατά την περίοδο του 1942, ο Fritz Lang είχε ήδη γίνει αποδεκτός και αγαπητός στα Χολιγουντιανά πλατό, όμως ο Bertolt Brecht δεν ανήκε στην ίδια κατηγορία. Ο ρεαλισμός που προσπαθούσε ν' αποδώσει στα σενάριά του, αλλά κι η άρνησή του να συμβιβαστεί με τα αμερικάνικα κλισέ, έκαναν τους παραγωγούς ν' απορρίπτουν τα έργα του, παρά την ευρεία θεματική τους. Παρόλα αυτά, κανένας άλλος συγγραφέας δεν θα μπορούσε να έχει συμβάλλει, τόσο πετυχημένα, στο σενάριο της συγκεκριμένης ταινίας.
Βασιζόμενοι στην πραγματική δολοφονία του Reinhard Heydrich, στην Πράγα, ο Brecht κι ο Lang ξεκίνησαν να ερευνούν τον θάνατό του, έχοντας στο μυαλό τους τη δημιουργία μιας ταινίας, όταν θα κατάφερναν να συλλέξουν τα απαραίτητα στοιχεία. Από τις πολλές και διαφορετικές μαρτυρίες, όμως, στάθηκε αδύνατη η συλλογή των απαραίτητων πληροφοριών για την συγγραφή ενός σεναρίου που θ' αναπαριστούσε το πραγματικό χρονικό της δολοφονίας του Προστάτη του Γ' Ράιχ κι έτσι οι δυο τους, χρησιμοποίησαν το γεγονός της δολοφονίας για τη δημιουργία μιας πλασματικής, αντιφασιστικής, ιστορίας.
Στο έργο, εν τέλει, ως εκτελεστή γνωρίζουμε τον νεαρό γιατρό Franticek Svoboda, όμως ο Brecht, δεν αργεί να ταυτίσει το πρόσωπό του, μ' ολόκληρο το έθνος της τότε Τσεχοσλοβακίας, αφαιρώντας από πάνω του την όποια ευθύνη. Στην προσπάθεια των Γερμανών να συλλάβουν τον δράστη, βέβαια, θυσιάστηκαν ένα σωρό αθώοι πολίτες, οι οποίοι λειτούργησαν ως αφορμή για τον διχασμό ενός ολόκληρου έθνους. Αυτό που ζητούσαν, όμως, οι Γερμανοί και που κατάφερε να τους δώσει τελικά ο λαός, ήταν ένα εξιλαστήριο θύμα κι ουσιαστικά αυτή η ικανότητα μιας μεγάλης ομάδας ανθρώπων να νικήσει το κακό με την κατάλληλη συνεργασία, είναι που προβάλλεται πολύ έντονα στο έργο.
Φυσικά, όμως, αν αναλογιστεί κάποιος την εποχή, με μεγάλη ευκολία συνειδητοποιεί ότι ένα τέτοιο έργο ήταν αδύνατον να υπάρξει χωρίς τις κατάλληλες τροποποιήσεις που θα το έκαναν να μοιάζει λιγότερο επαναστατικό και περισσότερο θελκτικό στον θεατή της δεκαετίας του 1940. Έτσι, η ιστορία σώζεται με την εισαγωγή της δεσποινίδος Nasha Novotny και της οικογενείας της.
Η νεαρή δεσποινίς, από τις προετοιμασίες του γάμου της, μην έχοντας άλλη επιλογή, καταλήγει να βοηθά την αντίσταση και τον νούμερο ένα καταζητούμενο. Φυσικά η ίδια, πληρώνει το τίμημα με την σύλληψη του πατέρα της, καθηγητή Novotny, κι η κατάσταση της οικογενείας της, μετά την σύλληψη, μοιάζει τραγική. Καθώς οι μόνοι δυο που γνωρίζουν την ταυτότητα του δράστη είναι η Nasha κι ο συλληφθείς, όλοι οι υπόλοιποι, εκφράζουν ό,τι θα σκεφτόταν η οποιαδήποτε οικογένεια που κινδύνευε να χάσει κάποιο μέλος της, χωρίς να έχουν συναίσθηση ότι οι ίδιοι έχουν, εν αγνοία τους, υποθάλψει τον εγκληματία.
Η εξέλιξη της πλοκής, λοιπόν, στήνεται λιθαράκι-λιθαράκι, περιέχοντας οτιδήποτε θα μπορούσε να φανεί χρήσιμο στην εύκολη πρόσληψη του αντιπολεμικού μηνύματος και την αναγκαιότητα της συνεργασίας του λαού. Το "Και οι δήμιοι πεθαίνουν", με άλλα λόγια, αποτελεί ένα πολύ όμορφο δείγμα αντιναζιστικού φιλμ νουάρ, που παρά την μεγάλη του διάρκεια, προτείνεται σε όλους τους λάτρεις του καλού ασπρόμαυρου κινηματογράφου.

Βαθμολογία: 3,5/5

Τα σχετικά
Αμερικάνικο δράμα του 1943, βασισμένο σε ιστορία των Fritz Lang και Bertolt Brecht, σενάριο του John Wexley και σκηνοθεσία του Fritz Lang, διάρκειας 134 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Brian Donlevy, Anna Lee, Walter Brennan, Nana Bryant, William Roy, Margaret Wycherly, Gene Lockhart, Alexander Granach, Dennis O'Keefe και Hans Heinrich von Twardowski.

Οι σύνδεσμοι
Trailer
Imdb 
Rotten Tomatoes 

5 Δεκεμβρίου 2012

(1964) Άμλετ

Πρωτότυπος τίτλος: Гамлет (Gamlet)
Αγγλικός τίτλος: Hamlet


Η υπόθεση
Η Δανία θρηνεί τον θάνατο του βασιλιά της, όμως μέσα σ' ένα διάστημα δυο μηνών μόλις, ο νέος βασιλιάς κι αδελφός του αποθανόντος, Κλαύδιος (Mikhail Nazvanov), διοργανώνει γιορτή στο παλάτι, για να γιορτάσει τον γάμο του με την χήρα βασίλισσα και μητέρα του πρίγκιπα Άμλετ (Innokentiy Smoktunovskiy), Γερτρούδη (Elza Radzina). Το φάντασμα του νεκρού βασιλιά, θα εμφανιστεί στον πρίγκιπα Άμλετ, αποκαλύπτοντάς του ότι στην πραγματικότητα δολοφονήθηκε από τον Κλαύδιο και θα του ζητήσει να πάρει εκδίκηση για τον φόνο. Ο Άμλετ, διχασμένος, σχεδιάζει ν' αποκαλύψει την σκευωρία του Κλαύδιου και ν' αποδώσει δικαιοσύνη, όπως τον διέταξε το φάντασμα του πατέρα του. Μέσα από μια σειρά αλληλένδετων γεγονότων, το βασίλειο της Δανίας, καλύπτεται από ένα πέπλο θανάτου, του οποίου θύματα είναι κι αθώα πλάσματα, όπως η Οφηλία (Anastasiya Vertinskaya).

Η κριτική
Ο "Άμλετ" του Grigori Kozintsev θεωρείται, από πολλούς κριτικούς, η καλύτερη μεταφορά του θεατρικού έργου του William Shakespeare, στην μεγάλη οθόνη, κι αυτό όχι άδικα. Όντας, δε, ένα κλασικό πια, δημιούργημα, του οποίου η αρτιότητα αγγίζει την κινηματογραφική τελειότητα, χωρίς να διαβρώνει ούτε στο ελάχιστο, το θεατρικό κείμενο, είναι πρακτικά αδύνατον ν' ασκηθεί κριτική, χωρίς αυτή να καταλήγει να πλέκει, ουσιαστικά, εγκώμιο στον σκηνοθέτη.
Επειδή, επίσης, δεν αξίζει τον κόπο να σταθεί κάποιος στην ανάλυση των χαρακτήρων του έργου, μιας κι ο "Άμλετ" έχει υποστεί άπειρες αναλύσεις με το πέρας των χρόνων, καθώς θεωρείται από πολλούς το ύψιστο αριστούργημα του Άγγλου δραματουργού, θα κάνω μια αναγωγή στην βασική διαφορά θεάτρου και κινηματογράφου για να εξηγήσω, μετά, τον λόγο που η συγκεκριμένη απόδοση του έργου, αξίζει αντικειμενικά να συγκαταλέγεται στα αριστουργήματα της έβδομης τέχνης.
Με την έναρξη του κινηματογράφου, τα θέατρα, σε παγκόσμια κλίμακα, υπέστησαν μεγάλο πλήγμα. Κι αυτό, γιατί ήταν πολύ δύσκολο ένας θίασος να συναγωνιστεί τα κοντινά πλάνα στα πρόσωπα των ηθοποιών, που έκαναν εμφανή τα συναισθήματα των χαρακτήρων σε όλη την αίθουσα κι όχι μόνο στους προνομιούχους των πρώτων σειρών ή των πλουσίων αρχόντων που, από τα θεωρεία τους, μπορούσαν, με τα κιάλια, να έχουν μια καθαρή εικόνα των προσώπων των ηθοποιών. Το κυριότερο όμως, ήταν φύσει αδύνατον, ένας θίασος να συναγωνιστεί τις μαγικές εικόνες, εξωτικών τοπίων, που είχε τη δυνατότητα ο κινηματογράφος να παρουσιάσει στον θεατή.
Γι' αυτό το λόγο, οι θίασοι σταδιακά αναγκάστηκαν να προσαρμόσουν το ρεπερτόριό τους, ανεβάζοντας κλασικά δράματα, των οποίων το περιεχόμενο είχε τη δυνατότητα να συγκινήσει και να παιδεύσει τον θεατή. Έτσι, σταδιακά, επήλθε ένας διαχωρισμός του κοινού. Τα λαϊκά στρώματα, έδειχναν μια ξεκάθαρη προτίμηση στον κινηματογράφο, του οποίου ο κύριος στόχος ήταν η ψυχαγωγία, ενώ οι ανώτερες τάξεις, συνέχιζαν να επιλέγουν το θέατρο στις εξόδους τους, καθώς εκτός από ψυχαγωγία, προσέφερε παράλληλα και παίδευση του κοινού.
Σήμερα, βέβαια, οι εποχές έχουν αλλάξει. Ο κινηματογράφος είναι μια αναγνωρισμένη μορφή τέχνης, που έχει δώσει πολλά ποιοτικά διαμάντια. Παρόλα αυτά, όμως, η αντίληψη ότι το μέσο αυτό αποτελεί μια πιο ευτελή μορφή τέχνης, συγκριτικά με το θέατρο, δεν έχει εκλείψει. Το γεγονός αυτό, δεν μπορώ να το χαρακτηρίσω παράλογο, καθώς αν αναλογιστεί κανείς το χρονικό διάστημα που καλύπτει η ιστορία του θεάτρου, συγκριτικά με του κινηματογράφου, εύκολα καταλαβαίνει ότι τα θεατρικά έργα που έχουν διασωθεί μέχρι και σήμερα, έχουν μια αρτιότητα διαχρονική που, πολύ δύσκολα, θα μπορέσει να τα συναγωνιστεί μια τέχνη που γεννήθηκε πριν έναν αιώνα.
Κι έρχομαι, λοιπόν, στο προκείμενο. Τα έργα του Shakespeare, διακρίνονται για την τραγικότητα των ηρώων τους. Τραγικότητα που, όμοια με αυτή των αρχαίων τραγωδιών, οφείλονται στη σύγκρουση του ήρωα με τη μοίρα του κι οδηγούν στην κάθαρση της ψυχής του θεατή. Ο κορυφαίος τραγικός ήρωας, επίσης, του κορυφαίου Άγγλου δραματουργού, θεωρείται ο Άμλετ κι έπειτα ο Βασιλιάς Ληρ.
Αν και τα έργα του γνωστού τραγικού ποιητή, είναι πολυπρόσωπα κι η σκηνή απαιτεί πολλές εισόδους κι εξόδους, οπότε θεωρητικά είναι ένας εύκολος δραματουργός για κινηματογραφική μεταφορά, η πραγματικότητα μάλλον αναιρεί την άποψη αυτή. Η τραγικότητα των έργων του Shakespeare, δυστυχώς, δεν βρίσκεται μόνο στους ήρωές του, αλλά και στον λυρισμό του λόγου τους. Έναν λυρισμό καθαρά θεατρικό, που, αν δεν είχα δει τον "Άμλετ" του Kozintsev θα έλεγα ότι είναι αδύνατο να μεταφερθεί κινηματογραφικά, χωρίς ίχνος θεατρικής αναφοράς και να διατηρήσει το μεγαλείο του αρχικού κειμένου.
Ο Kozintsev, έχοντας κάνει μια επεξεργασία οχτώ ετών στο σενάριο και έχοντας σπαταλήσει δυο χρόνια για τα γυρίσματα του σοβιετικού "Άμλετ", έχει καταφέρει να διατηρήσει τον λυρισμό του σαιξπηρικού κειμένου, συμπληρωμένου με μια εικόνα τόσο ρεαλιστική, που κάνει τον θεατή να ξεχάσει τη θεατρική αναφορά και τον ωθεί ν' αναγνωρίσει τον καθημερινό άνθρωπο κι όχι τον τραγικό ήρωα, στον κινηματογραφικό χαρακτήρα του Άμλετ.
Η ερμηνεία του Innokentiy Smoktunovskiy, ως Άμλετ, είναι κάτι παραπάνω από εξαιρετική. Η πλαισίωσή του, δε, από εφάμιλλες ερμηνείες, όπως αυτή του Mikhail Nazvanov, ως Κλαύδιος, ή της Anastasiya Vertinskaya, ως Οφηλία και της Elza Radzina, ως Γερτρούδη, συνθέτουν ένα δράμα υποκριτικής αρτιότητας, το οποίο, συμπληρώνει η ευφάνταστη μουσική επένδυση του κορυφαίου συνθέτη, Dmitri Shostakovich. Η μουσική του έργου, χωρίς να έχει την λειτουργία της συνοδείας, μεταφέρει στον θεατή τη συναισθηματική φόρτιση των σκηνών, αιχμαλωτίζοντάς τον.
Όσον αφορά τη σκηνοθεσία τώρα, το κυριότερο στοιχείο της αριστουργηματικότητάς της, είναι ότι προσανατολίζεται κινηματογραφικά κι όχι θεατρικά. Όμως, αξίζει ν' αναφέρουμε τις υπέροχες εμπνεύσεις εικόνας, που μένουν ανεξίτηλες στο μυαλό του θεατή. Κάποιες από αυτές, είναι η αντίθεση της βραχώδους στεριάς με την τρικυμισμένη θάλασσα, της τεράστιας σκιάς του βασιλιά που καλύπτει ολόκληρο το κάστρο της Δανίας ή της θεατρικής αναπαράστασης του φόνου του βασιλιά, που γίνεται υπό το φως της δάδας και με φόντο την θάλασσα.
Κατά κύριο λόγο, προτείνεται στο σινεφίλ κινηματογραφικό κοινό, αλλά και στους λάτρεις του θεάτρου, καθώς το συγκεκριμένο έργο αποτελεί την απόδειξη ότι ο κινηματογράφος, είναι μια ισάξια μορφή τέχνης.

Βαθμολογία: 5/5
Τα σχετικά
Σοβιετικό δράμα του 1964, βασισμένο στο ομώνυμο θεατρικό έργο του  William Shakespeare, σε μετάφραση του Boris Pasternak, σενάριο και σκηνοθεσία του Grigori Kozintsev και μουσική του Dmitri Shostakovich, διάρκειας 140 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Innokentiy Smoktunovskiy, Anastasiya Vertinskaya, Mikhail Nazvanov, Elza Radzina, Vladimir Erenberg και Stepan Oleksenko.

Οι σύνδεσμοι
Trailer 
Imdb 
Rotten Tomatoes 

22 Νοεμβρίου 2012

(1922) Nosferatu: Μια συμφωνία τρόμου

Πρωτότυπος τίτλος: Nosferatu: Eine symphonie des grauens
Αγγλικός τίτλος: Nosferatu: A symphony of horror


Η υπόθεση
Ο Hutter (Gustav von Wangenheim) κι η Ellen (Greta Schröder) είναι ένα παντρεμένο ζευγάρι που ζει στο Wisborg του 1838. Κάποια στιγμή, ο Knock (Alexander Granach), ένας πράκτορας ακινήτων, θα παρουσιάσει στον Hutter μια επιστολή, στην οποία ο κόμης Orlok (Max Schreck) αναφέρει πως ενδιαφέρεται ν' αγοράσει κάποιο ακίνητο στην περιοχή. Χωρίς δεύτερη σκέψη, ο Hutter θα ξεκινήσει να βρει τον κόμη στη μακρινή Transylvania, για να του πουλήσει το σπίτι απέναντι από το δικό του. Φτάνοντας στην Transylvania, ο Hutter θ' ακούσει τους μύθους για τον βρικόλακα Nosferatu, θ' αψηφίσει όμως τον κίνδυνο και θα πάει στο σπίτι του κόμη. Αφού υπογραφούν τα χαρτιά της πώλησης, ο Hutter θα βρεθεί αντιμέτωπος με τη φρίκη που φέρει ο κόμης κι αφού νοσηλευτεί για λίγο στο τοπικό νοσοκομείο, θα τρέξει να προλάβει την αρρώστια που πρόκειται να σπείρει ο Orlok στην πόλη του, αλλά και να σώσει τη ζωή της αγαπημένης του.

Η κριτική
Οφείλω να παραδεχτώ πως οι κριτικές, όταν αφορούν τέτοια αριστουργήματα, είναι περιττές. Μια ταινία που εξακολουθεί να παίζεται στις κινηματογραφικές αίθουσες, ολόκληρου του κόσμου, 90 χρόνια μετά την πρώτη της έξοδο, δεν χρειάζεται την οποιαδήποτε ανάλυση για να καταφέρει ν' αποδείξει την αξία της στο κινηματογραφικό στερέωμα. Ο χρόνος έχει μιλήσει και την έχει χαρακτηρίσει διαχρονικό κομψοτέχνημα. Ωστόσο, θα αποπειραθώ να παρουσιάσω ένα δείγμα της μαγείας της.
Το "Nosferatu: Μια συμφωνία τρόμου" είναι μια ταινία που ανήκει στο κίνημα του γερμανικού εξπρεσιονισμού, αλλά που φέρει κάποιες πρωτοποριακές ιδέες, για την εποχή. Όπως είναι γνωστό, κάποια από τα κυριότερα στοιχεία του κινήματος αυτού, ήταν ο τρόμος που προκαλούσε το έντονο μακιγιάζ των ηθοποιών, οι σκιές, η έντονη αντίθεση του άσπρου με το μαύρο και τα εξπρεσιονιστικά σκηνικά, που συνήθως ήταν ζωγραφισμένα στο χέρι. Ο Murnau, αν εξαιρέσει κανείς τη χρήση των σκιών, θα επέμβει και στις υπόλοιπες τρεις τεχνικές, καταφέρνοντας να δώσει, όπως αναφέρεται από πολλούς, ένα έπος του γερμανικού εξπρεσιονισμού.
Κατ' αρχήν, όπως βλέπουμε από τον τρόπο που έχει δημιουργήσει τον χαρακτήρα του Nosferatu, παρατηρούμε ότι σε σχέση με αντίστοιχες ταινίες της εποχής, η χρήση του μακιγιάζ στον κεντρικό ήρωα της ιστορίας, είναι περιορισμένη. Ο Murnau, έχοντας βασιστεί στα χαρακτηριστικά του Max Schreck, αναπαριστά μια ιδιαίτερα ανατριχιαστική φιγούρα, με δόντια ποντικού κι αυτιά και νύχια νυχτερίδας, η οποία μέχρι και σήμερα επηρεάζει το κοινό, αφού από πολύ κόσμο πιστεύεται ότι ο Schreck ήταν όντως βρικόλακας.
Έπειτα, η χρωματική αντίθεση είναι ιδιαίτερα έντονη, καθώς ο σκηνοθέτης της, δεν διστάζει να κάνει χρήση αρνητικού, στο οποίο το σκοτάδι κυριαρχεί. Τέλος, κι αυτή είναι η μεγαλύτερη πρωτοπορία του φιλμ, αντί των κινηματογραφικών στούντιο, ο Murnau, προτιμά σ' αυτή του την ταινία τα πλάνα σε φυσικό περιβάλλον, διατηρώντας με την stop-motion τεχνική του, που εδώ χρησιμεύει για να δείξει ότι ο Nosferatu κινεί τα πράγματα με τη σκέψη, το αλλόκοτο περιβάλλον.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, βέβαια, παρουσιάζουν οι σκηνές ντοκιμαντερίστικου χαρακτήρα, τις οποίες παραθέτει ο μεγαλοφυής σκηνοθέτης για να δείξει ότι το "κακό" υπάρχει ελεύθερο στη φύση. Στην αρχή, θα δούμε μια ύαινα να καραδοκεί το θήραμά της. Στη συνέχεια θα παρακολουθήσουμε την αφροδίτη, ένα σαρκοφάγο φυτό, πώς κατασπαράζει ένα έντομο. Θα ακολουθήσει η εικόνα ενός μικροοργανισμού που με τον ίδιο τρόπο, βρίσκει την τροφή του και τέλος, θα γίνει αναφορά στις αράχνες, οι οποίες επίσης, εγκλωβίζουν με τον ιστό τους το φαγητό τους. Όλες αυτές οι διαβολικές μορφές, που υπάρχουν ελεύθερες στη φύση, είναι κατά κάποιον τρόπο οι άλλες εκδοχές του τέρατος Nosferatu, μιας ύπαρξης καταραμένης.
Αξίζει εδώ, ν' αναφερθούμε στην ετυμολογία του ονόματος Nosferatu, η οποία βρίσκεται στην ελληνική λέξη "νοσοφόρος". Ο κόμης Orlok, είναι μια ύπαρξη που νοσεί, όπως κι ολόκληρη η Ευρώπη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Κατά μια έννοια, ο Nosferatu θα μπορούσε να είναι μια προφητεία του ναζισμού, καθώς όπως αντιλαμβανόμαστε κι από την ταινία, χωρίς την ανθρώπινη βοήθεια του Knock και του Hutter, το κακό δεν θα είχε εισβάλει ποτέ στις ζωές των κατοίκων του χωριού. Από την άλλη, όμως, κι αυτή είναι μια πιο λογική εξήγηση, ο Nosferatu, ταξιδεύει μαζί με ποντικούς κι απ' όπου περνά, σπέρνει θανατικό. Δεν αποκλείεται λοιπόν, το πρόσωπο αυτό να αντιπροσωπεύει την πανώλη (ή πανούκλα) που θέριζε την μεταπολεμική Ευρώπη. Ας μην ξεχνάμε επίσης και τη σκηνή που ο κόμης κουβαλά το φέρετρό του, δηλώνοντας εμμέσως ότι μόνο θάνατο μπορεί να φέρει η παρουσία του.
Τέλος, σημαντικό στοιχείο της ταινίας, επίσης, είναι ότι καινοτομεί και στην επιλογή του φύλου του ατόμου που θα δώσει τη λύση, καθώς και στην κατάληξη του δράματος, στα οποία θ' αποφύγω να επεκταθώ. Θα σταθώ όμως, στο γεγονός ότι η γνωστή εικόνα του βαμπίρ που πεθαίνει στον ήλιο, έχει εισαχθεί από τον Murnau, καθώς στο μυθιστόρημα του Bram Stoker, ο ήλιος απλώς αποδυναμώνει τα βαμπίρ.
Αν κι ο Nosferatu είναι δύσκολο να τρομάξει έναν σημερινό θεατή, ειδικά κάποιον που δεν είναι εξοικειωμένος με τον βωβό κινηματογράφο, η εικόνα του κόμη Orlok, του παράφρονα Knock ή η μαγική εικόνα του πλήθους που επαναστατεί, μένουν ανεξίτηλες στο μυαλό. Το "Nosferatu: Μια ταινία τρόμου" είναι ένα έργο που απευθύνεται πρωτίστως στο σινεφίλ κοινό κι έπειτα σ' όποιον θέλει να εξερευνήσει τις αρχές της σύγχρονης αυτής μόδας με πρωταγωνιστές τους αθάνατους βρικόλακες.

Βαθμολογία: 4,5/5

Τα σχετικά
Γερμανική ταινία τρόμου του 1922, βασισμένη στο μυθιστόρημα "Δράκουλας" του Bram Stoker, σε σενάριο του Henrik Galeen και σκηνοθεσία του F.W. Murnau, διάρκειας 94 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Max Schreck, Greta Schröder, Gustav von Wangenheim και Alexander Granach.

Οι σύνδεσμοι
Trailer 
Imdb 
Rotten Tomatoes 

30 Οκτωβρίου 2012

(1946) Ο άγνωστος

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: The stranger
Εναλλακτικός ελληνικός τίτλος: Ο ξένος


Η υπόθεση
Ο κύριος Wilson (Edward G. Robinson) είναι ένας από τους επικεφαλείς της "Επιτροπής Εγκλημάτων Πολέμου". Με δική του εντολή, το κελί ενός καταδίκου, του Meinike (Konstantin Shayne), θα παραμείνει "κατά λάθος" ανοιχτό, δίνοντάς του την δυνατότητα να δραπετεύσει και να οδηγήσει την Επιτροπή σ' έναν από τους εγκεφάλους του ολοκαυτώματος, ο οποίος μετά την εξαφάνισή του, έχει φροντίσει να διαγράψει τα ίχνη του κι είναι, πλέον, αδύνατον να εντοπιστεί διαφορετικά. Ο Meinike, πράγματι, θα οδηγήσει τον Wilson στην πόλη που βρίσκεται ο Franz Kindler (Orson Welles), ο νεαρός ναζί που αναζητά. Πριν προλάβει, όμως, ο επιθεωρητής ν' ανακαλύψει την καινούργια ταυτότητα του Kindler, ο Meinike εξαφανίζεται κι ο Wilson θα πρέπει μόνος του ν' ανακαλύψει ποιός είναι το πρόσωπο που αναζητά.

Η κριτική
Αν κι "Ο άγνωστος" δεν θεωρείται μια από τις ποιοτικότερες δουλειές του Orson Welles, δεν παύει να είναι ένα υπέροχο φιλμ νουάρ, στο οποίο ο δημιουργός του καταφέρνει να κρατήσει με εξαιρετικό τρόπο την προσοχή των θεατών του και να εντείνει την αγωνία τους για την εξέλιξη της ιστορίας.
Ακόμη κι αν αυτή η ταινία του Welles, δεν είναι από τις ταινίες που ο θεατής προσπαθεί ν' ανακαλύψει με την βοήθεια του πρωταγωνιστή τον δολοφόνο, αλλά μαθαίνει την ταυτότητά του στις πρώτες σκηνές, το σασπένς δεν παύει να είναι παρόν σ' όλη τη διάκρειά της, δίνοντας έτσι μια νότα τραγικής ειρωνείας σε αρκετά σημεία της. Ο θεατής γνωρίζει τα πάντα, κι όμως, ακριβώς επειδή γνωρίζει και δεν μπορεί να επέμβει, μένει καθηλωμένος να παρακολουθεί και να ελπίζει ότι ο Wilson θα καταφέρει να κάνει ό,τι ο ίδιος δεν μπορεί.
Ήδη από την πρώτη μέρα της άφιξης του, ο Wilson, θα πληροφορηθεί για την ταυτότητα του ανθρώπου που ψάχνει. Στο μαγαζί του κύριου Potter (Billy House), τη στιγμή που θα ρωτήσει για τον άντρα που παντρεύεται η Mary (Loretta Young), κόρη του Δικαστή του Ανώτατου Δικαστηρίου, θα λάβει δυο απαντήσεις, η μια θα είναι του κυρίου Potter: "Έναν καθηγητή εδώ" κι η άλλη είναι μια γυναικεία φωνή που θα του πει: "Έναν ξένο"... σε μια πόλη που όλοι γνωρίζονται με όλους. Κι όμως, ο Wilson, ενώ ξέρει, θα πρέπει ν' ανακαλύψει τον ξένο, πριν να είναι πολύ αργά για την σύζυγό του.
Αισθητικά, πιστεύω ότι η νουάρ αίσθηση, δεν θα μπορούσε να δίνεται με πιο μεγαλειώδη τρόπο. Στο έργο, κυριαρχούν οι τεράστιες σκιές, που τις νιώθεις να πλησιάζουν απειλητικά όποιον βρεθεί στο δρόμο τους κι έχει τόσο έντονο κοντράστ, που πολλές φορές είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις το ανθρώπινο σώμα με χαμηλό φωτισμό, από τη σκιά του. Από την ταινία, δεν λείπουν επίσης κι οι αντανακλάσεις μέσω διαφόρων επιφανειών που καθρεφτίζουν.
Αξιοπρόσεκτο είναι, δε, και το χαρακτηριστικό που θα προδώσει την πραγματική ταυτότητα του Charles Rankin (Orson Welles), η εμμονή του με τα ρολόγια. Το ρολόι είναι αυτό που θα μιλήσει στον επιθεωρητή και θα τον ωθήσει να ψάξει ένα άτομο που έχει λατρεία με το συγκεκριμένο αντικείμενο και το ρολόι θ' αποτελέσει τον τόπο εξέλιξης των πιο έντονων κι αξιομνημόνευτων σκηνών της ταινίας. Ακόμα, όλη η αγανάκτηση των κατοίκων της πόλης για τις δολοφονίες και την αναστάτωση που έχουν υποστεί από τον Rankin, μπορεί κάλλιστα να συνοψιστεί στην εξής φράση: "Μακάρι ν' αφήνατε ήσυχο το ρολόι. Το Harper ήταν τόσο ήρεμο πριν." Και τέλος, το ρολόι είναι αυτό που έχει τον τελευταίο λόγο στην ζωή του Rankin.
Εκτός βέβαια, από την αρτιότητα των τεχνικών χαρακτηριστικών της ταινίας, στα οποία θα πρέπει να προσθέσω και την εκπληκτική λειτουργία της μουσικής επένδυσης, έντονο ενδιαφέρον παρουσιάζει η επιλογή των συγγραφέων να καταπιαστούν μ' ένα Γερμανό εγκληματία. Ένα θέμα αρκετά επίκαιρο, για την εποχή. Το στοιχείο που θα προδώσει, έστω και καθυστερημένα, τον Rankin, θα είναι η αναφορά του Karl Marx ως Εβραίου κι όχι Γερμανού. Η αναφορά στον γερμανικό ναζισμό και τις ιδέες που πρεσβεύει αυτός, σε συνδυασμό με τις εικόνες από το ολοκαύτωμα, που με τόσο θράσος προβάλει ο Welles στον θεατή, αποτελούν ίσως δυο από τους λόγους της τεράστιας εμπορικής επιτυχίας της ταινίας.
Η παρουσία, βεβαίως, του Edward G. Robinson σε ρόλο ντετέκτιβ, η επιλογή της Loretta Young ως η αθώα και διχασμένη σύζυγος ενός ναζί κι η ερμηνεία του Orson Welles ως ψυχωτικός Γερμανός, που είναι ικανός να κάνει τα πάντα προκειμένου να σωθεί, σε συνδυασμό με την σκηνοθετική επιλογή των κοντινών πλάνων, δίνουν στην ταινία όλα τα απαραίτητα στοιχεία για την συμπλήρωση ενός εκπληκτικού φιλμ νουάρ.
Με λίγα λόγια, η ταινία προτείνεται σε όλους τους θαυμαστές του παλιού καλού νουάρ, του σασπένς και των καλών ερμηνειών. Μια ιδιαίτερα καλή πρόταση για τους σινεφίλ, που μπορεί να μην αποτελεί μια αντικειμενικά κορυφαία ταινία, αλλά που σίγουρα συγκαταλέγεται στις καλές κινηματογραφικές παραγωγές του ασπρόμαυρου κινηματογράφου.

Βαθμολογία: 4/5

Τα σχετικά
Αμερικάνικο φιλμ νουάρ του 1946, σε ιστορία του Victor Trivas, σενάριο των Victor Trivas, Decla Dunning, Anthony Veiller, John Huston και Orson Welles και σκηνοθεσία του Orson Welles, διάρκειας 95 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Edward G. Robinson, Orson Welles, Loretta Young, Konstantin Shayne, Richard Long, Philip Merivale και Billy House.

Οι σύνδεσμοι

15 Οκτωβρίου 2012

(1928) Ο στρατηγός

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: The general


Η υπόθεση
Η ιστορία εξελίσσεται κατά τη διάρκεια του αμερικάνικου εμφυλίου, την Άνοιξη του 1861. Όταν ξεσπάσει ο πόλεμος, ο Johnny Gray (Buster Keaton) θα ξεκινήσει γεμάτος χαρά να καταταγεί. Οι αρμόδιοι, όμως, μόλις ακούσουν ότι είναι μηχανοδηγός στα τρένα, θα θεωρήσουν πιο χρήσιμο να τον αφήσουν να εργάζεται κανονικά και να μην τον στρατεύσουν. Ντροπιασμένος, ο Johnny θα φύγει, αλλά η μοίρα του επιφυλάσσει να γίνει ήρωας στα μάτια του κόσμου και της αγαπημένης του.

Η κριτική
"Ο στρατηγός" θεωρείται, από πολλούς διεθνείς κριτικούς, μια από τις αρτιότερες ταινίες που έχουν ποτέ γυριστεί κι αν κάποιος την παρακολουθήσει, μπορεί εύκολα να καταλάβει τον λόγο που ακόμα και σήμερα αξίζει κάποιος να την θαυμάζει.
Πρώτα απ' όλα, είναι αξιοθαύμαστο το γεγονός ότι την ταινία, που θεωρητικά ανήκει στο σλάπστικ, δύσκολα μπορεί κάποιος να την κατατάξει σε ένα μόνο είδος. Ο Buster Keaton έχει καταφέρνει να δώσει στο κινηματογραφικό στερέωμα ένα έργο που γλιστράει από την κωμωδία στο δράμα, από το δράμα στη δράση, από την δράση στον πόλεμο, από τον πόλεμο στον ρομαντισμό, από τον ρομαντισμό στην αγωνία (όχι στο θρίλερ, γιατί εκείνη την περίοδο το είδος αυτό δεν υφίσταται) κι από την αγωνία γυρνάει πάλι πίσω στο κωμικό στοιχείο. Νομίζω δεν υπάρχει κάποιο κινηματογραφικό είδος στο οποίο να μην μπορεί να ενταχθεί και το καταπληκτικότερο όλων, είναι ότι μέσω των μεταβαλλόμενων καταστάσεων, ο θεατής περνά γλυκά κι αρμονικά, όχι εκβιαστικά, από το ένα είδος στο άλλο.
Άλλο ένα στοιχείο που κάνει την ταινία να ξεχωρίσει, είναι ότι βρίσκεται πολύ μπροστά από την εποχή της. Αφενός, στην μεγάλη οθόνη, θα υπάρξει μια σκηνή όπου ο Keaton κι η Marion Mack θα φιληθούν, κάτι το οποίο στον σύγχρονο θεατή φαντάζει απολύτως φυσικό, αλλά για την εποχή δεν παύει ν' αποτελεί πρωτοπορία. Αφετέρου, ακόμα κι ένας σύγχρονος θεατής, είναι αδύνατον να μην παρατηρήσει ότι η ταινία είναι μια εξαιρετικά ακριβή παραγωγή, που περιέχει, παράλληλα, και τη σκηνή της πτώσης του τρένου, που θα την δούμε να επαναλαμβάνεται, με παρεμφερή τρόπο, μετά από 31 ολόκληρα χρόνια στην "Γέφυρα του ποταμού Κβάι".
"Ο στρατηγός", όπως γνωρίζουμε δε, είναι από τις πρώτες ταινίες που αναφέρονται ανοιχτά στον αμερικάνικο εμφύλιο πόλεμο, άλλη μια πρωτοπορία της εποχής. Το ζήτημα, βέβαια, είναι ότι εκτός των διαφόρων καινοτομιών που εισάγει, για τον σύγχρονο θεατή δεν καταλήγει να αποτελεί μια ταινία που θα πρέπει να την δει από την σκοπιά μιας συγκεκριμένης εποχής για να την εκτιμήσει. Αντιθέτως, ο Keaton έχει καταφέρει να δημιουργήσει στον "Στρατηγό" διαχρονικές εικόνες και διαχρονικά γκαγκς που καταφέρνουν να αιφνιδιάσουν, ακόμα κι έναν δύσκολο θεατή.
"Το μεγάλο πέτρινο πρόσωπο" του Buster Keaton, με τα διάφορα ακροβατικά του και την απλή, αλλά πάντα εύστοχη σκέψη του, καταφέρνει να κάνει τον θεατή να καρδιοχτυπήσει μαζί του. Η ποικιλία που παρουσιάζει σαν θέαμα δε, κάνει την ταινία αυτή μια από τις ελάχιστες εξαιρέσεις που, παρά την εποχή της, δεν προτείνονται αποκλειστικά στο σινεφίλ κοινό αλλά στον οποιονδήποτε πρόθυμο θεατή.

Βαθμολογία: 5/5

Τα σχετικά
Αμερικάνικη, βωβή, κωμωδία του 1926, σε ιστορία των Clyde Bruckman, Al Boasberg, Charles Henry Smith, William Pittenger, Paul Girard Smith και Buster Keaton και σκηνοθεσία των Clyde Bruckman και Buster Keaton, διάρκειας 107 ή 78 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές τους Buster Keaton, Marion Mack, Glen Cavender, Jim Farley και Frederick Vroom.

Οι σύνδεσμοι

23 Σεπτεμβρίου 2012

(1943) Στη σκιά της αμφιβολίας

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: Shadow of a doubt
Ελληνικός τίτλος της πρώτης έκδοσης: Το χέρι που σκοτώνει


Η υπόθεση
O Charlie (Joseph Cotten) είναι ένας νεαρός, εύπορος άντρας που ζει στη Φιλαδέλφεια. Μια μέρα συνειδητοποιώντας ότι δυο άντρες τον παρακολουθούν και θέλοντας να ξεφύγει απ' αυτούς, θα καταφύγει στο σπίτι της μεγαλύτερης αδελφής του, που βρίσκεται στα προάστια. Η μεγάλη κόρη της οικογενείας, συνονόματη του θείου Charlie, έχοντας πλήξει από τη βαρεμάρα της αστικής ζωής της, θα θελήσει να καλέσει τον θείο της στο σπίτι για ν' αποκτήσει η συνηθισμένη μικροαστική ζωή τους λίγο ενδιαφέρον. Ο Charlie έρχεται κι η οικογένεια τον υποδέχεται με βασιλικές τιμές. Παράλληλα, όμως, με τον θείο Charlie, θα κάνουν την εμφάνισή τους κι οι δυο άντρες που τον παρακολουθούσαν στην παλιά του κατοικία, δημιουργώντας υποψίες, στη νεαρή Charlie (Teresa Wright), για τα μυστικά που μπορεί να κρύβει ο άνθρωπος που τόσο θαυμάζει.

Η κριτική
"Το χέρι που σκοτώνει (Shadow of a doubt)" είναι μια κλασική ταινία, από τις σχετικά πρώτες ταινίες της Αμερικανικής περιόδου, του Alfred Hitchcock. Σαφέστατα, όντας μια από τις ταινίες του μεγάλου δημιουργού, μόνο ως αριστούργημα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί... ένα από τα πολλά που κοσμούν τη λαμπρή καριέρα του γνωστότερου Άγγλου κινηματογραφιστή στην ιστορία.
Αν κι η συγκεκριμένη ταινία, με μια πρώτη ματιά, νομίζουμε ότι διαφοροποιείται αρκετά σε σχέση με το υπόλοιπο έργο του Άγγλου δημιουργού, θα δούμε ότι πληροί πολλά από τα μοτίβα που βρίσκει κανείς στις περισσότερες ταινίες του. Ίσως, πληροί περισσότερα απ' όσα μπορεί με γυμνό μάτι να δει κάποιος.
Κύριος πρωταγωνιστής της ταινίας είναι το σασπένς, κάτι επόμενο από τον μάστορα του είδους αυτού. Συναντάμε, επίσης, το τρένο, που υπάρχει σε αρκετές ταινίες του, συμβολίζοντας τη ρευστότητα των καταστάσεων και την αλλαγή που μπορεί να φέρει στους επιβάτες του, αλλά και στους κατοίκους των πόλεων απ' τις οποίες διέρχεται αυτό. Έπειτα, έχουμε τις σκιές, κατάλοιπο του Hitchcock απ' το γερμανικό εξπρεσιονισμό, αλλά και την υποβλητική μουσική που εντείνει την αγωνία του θεατή.
Άλλο ένα στοιχείο, όμως, που παρατηρούμε στη συγκεκριμένη ταινία, είναι το δίπολο του καλού και του κακού. Αυτή τη φορά, βέβαια, το καλό και το κακό δεν συνυπάρχουν μέσα στον ίδιο χαρακτήρα, τον γνωστό αθώο ήρωα του Hitchcock που κατηγορείται άδικα για ένα έγκλημα που δεν έχει διαπράξει. Αντίθετα, σ' αυτήν την ταινία του, ο μεγάλος σκηνοθέτης, έχει ξεχωρίσει το καλό και το κακό σε δυο πρόσωπα, που αποκτούν υπόσταση το ένα μέσα απ' το άλλο. Φυσικά, αναφέρομαι στον θείο Charlie και την νεαρή Charlie, που μοιράζονται το ίδιο όνομα, τις ίδιες σκέψεις, αλλά και τα ίδια βιώματα (ακόμα κι αν ο ένας απ' τους δυο δεν τα έχει ζήσει ποτέ του).
Το στοιχείο του ανοίκειου, τώρα, θα το δούμε να υπάρχει μέσα στον θείο Charlie. Ένα αγαπημένο πρόσωπο της οικογενείας, που κρύβει, όμως, πολλά κι επικίνδυνα μυστικά. Η αλήθεια είναι ότι δεν αφορά καθόλου αν ο Charlie, που κατηγορείται για φόνο, είναι πραγματικά ένοχος ή όχι. Αυτό που αφορά είναι η ενοχή, που τόσο απελπισμένα προσπαθεί να κρύψει, δηλώνοντας με αυτόν τον τρόπο, από μόνος του, ένοχος στο κοινό.
Το ίδιο μοτίβο, του ξένου που κατηγορείται για φόνο και το γεγονός ότι ο θεατής δεν γνωρίζει από την αρχή για την ενοχή ή την αθωότητά του, το έχουμε δει και παλαιότερα στον "Ενοικιαστή". Εκεί βέβαια, το καλό και το κακό, το δίπολο δηλαδή, βρίσκεται σε ένα πρόσωπο κι ο Hitchcock επιλέγει να το δείξει μέσω του παιχνιδιού με το φως.
Ας σημειώσουμε, τέλος, ότι από την ταινία δεν λείπει το χιούμορ για τη γυναικεία και την παιδική φύση ή ακόμα και για το θάνατο, μέσω ενός παιχνιδιού δολοφονίας που σκαρώνουν ο πατέρας μαζί με έναν φίλο του. Η τραγική ειρωνεία, παράλληλα, είναι ότι αυτοί που συζητούν υποθετικά για μια δολοφονία, θα αποκτήσουν, άθελά τους, ρόλο-κλειδί για την σωτηρία ενός ήρωα.
Προτείνεται ανεπιφύλακτα σε όλους τους λάτρεις του παλιού καλού σινεμά, σ' αυτούς που ψάχνουν να βρουν μια παλιά, καλή, κλασική ταινία ή σε όσους θέλουν μια καλή ταινία μυστηρίου. Μπορεί από πολλούς κριτικούς να μην θεωρείται μια από τις σπουδαιότερες ταινίες του μεγάλου δημιουργού, αλλά αν έχετε γνωστούς που βλέπουν παλιό κινηματογράφο και δει Hitchcock, μην παραξενευτείτε αν σας πουν ότι είναι μια από τις αγαπημένες τους.

Βαθμολογία: 4/5

Τα σχετικά
Αμερικάνικη ταινία μυστηρίου του 1943, βασισμένη σε ιστορία του Gordon McDonell, σε σενάριο των Thornton Wilder, Sally Benson και Alma Reville και σκηνοθεσία του Alfred Hitchcock, διάρκειας 108 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Joseph Cotten, Teresa Wright, Henry Travers, Patricia Collinge, Edna May Wonacott, Charles Bates, Macdonald Carey, Wallace Ford και Hume Cronyn.

Οι σύνδεσμοι
Trailer 
Imdb 
Rotten Tomatoes 

16 Σεπτεμβρίου 2012

(1939) Νινότσκα

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: Ninotchka


Η υπόθεση
Η ιστορία τοποθετείται στην προπολεμική Γαλλία (πριν την έναρξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου), όπου τρεις Ρώσοι πράκτορες έχουν σταλεί να πουλήσουν τα κοσμήματα της Δούκισσας Swana (Ina Claire), μέλους της έκπτωτης τσαρικής οικογενείας, με σκοπό να μαζέψουν λεφτά για το λαό της χώρας τους. Οι τρεις πράκτορες, όμως, έχοντας μαγευτεί από την καπιταλιστική Δύση, δεν ασχολούνται με την πώληση των κοσμημάτων, αλλά με την απόλαυση των αγαθών που δεν μπορούν να έχουν στη χώρα τους, με αποτέλεσμα οι Ρώσοι να στείλουν στη Γαλλία τη Ninotchka (Greta Garbo) για να τους συνετίσει, αλλά και να προχωρήσει τις διαδικασίες της πώλησης. Φτάνοντας στη Γαλλία η Ninotchka θα συναντήσει τον Κόμη Leon (Melvyn Douglas), τον εκπρόσωπο της Δούκισσας Swana, ο οποίος γοητευμένος από την παρουσία της και χωρίς να γνωρίζει, αρχικά, την αληθινή της ταυτότητα, θα την πολιορκήσει και θα καταφέρει να περάσει μαζί της μια νύχτα πάθους. Σιγά-σιγά, η σκληρή Ninotchka θα ερωτευτεί τον Leon κι αυτός, με τη σειρά του, για να την κερδίσει, θα μυηθεί στη ρωσική φιλοσοφία. Θα τα καταφέρουν όμως οι δυο τους να ζήσουν ευτυχισμένοι μαζί;

Η κριτική
Η ταινία αυτή, σε σκηνοθεσία του μαγικού Ernst Lubitsch, αλλά και σε σενάριο του πολυτάλαντου Billy Wilder, αποτελεί ένα από τα διαμάντια του Αμερικανικού κινηματογράφου της περιόδου. Έξυπνη, εύστοχη και χαριτωμένη, η "Ninotchka", θ' αποτελέσει την αρχή της μεγάλης καριέρας του Lubitsch, αλλά και το εισιτήριο του Wilder για την μετέπειτα λαμπρή καριέρα του.
Η Greta Garbo, πρωταγωνιστεί για πρώτη φορά στη ζωή της σε κωμωδία κι η ταινία διαφημίζεται στη χώρα παραγωγής της με τη φράση "Η Greta γελάει!". Η Garbo, στο ρόλο της ψυχρής Ρωσίδας, είναι απόλυτα πειστική. Η Ninotchka παρουσιάζεται ως μια πανέμορφη Ρωσίδα, την οποία δεν έχει απασχολήσει ποτέ η εξωτερική της εμφάνιση, έχει μάθει να εκλογικεύει τα πάντα, ακόμα και τον έρωτα, αλλά στο βάθος παραμένει μια γυναίκα που έχει την ανάγκη να νιώσει τη μαγεία του. Ο τρόπος που έχει πετύχει να δείξει το διχασμό της ηρωίδας είναι, απλά, καταπληκτικός και το γέλιο της φαντάζει τόσο αληθινό.
Ο Melvyn Douglas, επίσης, στο ρόλο του Παριζιάνου γόη, είναι εξίσου φανταστικός. Ο θεατής, κάθε φορά που βρίσκεται επί της οθόνης με τη συμπρωταγωνίστριά του, νιώθει, από το βλέμμα του και μόνο, ότι υπάρχει κάτι πολύ έντονο ανάμεσα στους δυο χαρακτήρες. Ταυτόχρονα, οι Sig Ruman, Felix Bressart και Alexander Granach, δεν θα γινόταν να είναι πιο ταιριαστοί ως παρασυρμένοι Ρώσοι πράκτορες. Έχουν κι οι τρεις τους μια χαρακτηριστική αφέλεια στην έκφραση, που δεν δίνει στο θεατή τη δυνατότητα να τους κατηγορήσει για το παραστράτημά τους. Τέλος, η Ina Claire είναι καταπληκτική στον τρόπο που παρουσιάζει την ερωτευμένη κι εκδικητική Δούκισσα Swana.
Για μια ακόμη φορά, το "άγγιγμα του  Lubitsch" θα κάνει την εμφάνισή του στο κινηματογραφικό του αυτό δημιούργημα. Οι έξυπνοι διάλογοι, τα εύστοχα νοήματα, η τοποθέτηση της υπόθεσης στο Παρίσι, που αποτελούσε, ίσως, το μεγαλύτερο κοσμοπολίτικο κέντρο της Ευρώπης εκείνης της περιόδου, αλλά κι η λεπτή σάτιρα που ασκεί στον ρωσικό κουμμουνισμό και στην μηδαμινή ατομική ελευθερία που αυτός επιβάλει, χωρίς παράλληλα να εξυψώνει, με εμφανή τρόπο, τα αμερικανικά ιδεώδη, συνθέτουν αυτή την αριστουργηματική κωμωδία σκρούμπολ.

Βαθμολογία: 3,5/5

Τα σχετικά
Αμερικάνικη ρομαντική κομεντί του 1939, βασισμένη σε διήγημα του Melchior Lengyel, σε σενάριο των Charles Brackett, Billy Wilder και Walter Reisch και σκηνοθεσία του Ernst Lubitsch, διάρκειας 110 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Greta Garbo, Melvyn Douglas, Sig Ruman, Felix Bressart, Alexander Granach, Ina Claire και Bela Lugosi.

Οι σύνδεσμοι
Trailer 
Imdb 
Rotten Tomatoes 

5 Σεπτεμβρίου 2012

(1940) Το μαγαζί της γωνίας

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: The shop around the corner
Ελληνικός τίτλος της πρώτης έκδοσης: Ερωτική φωλιά


Η υπόθεση
Στη Βουδαπέστη της Ουγγαρίας, λίγες μέρες πριν τα Χριστούγεννα, θα μπει στο μαγαζί του κύριου Matuschek (Frank Morgan), μια νεαρή κοπέλα, η Klara Novak (Margaret Sullavan), αναζητώντας απεγνωσμένα δουλειά. Από την πρώτη στιγμή που η δεσποινίς Novak, θα μπει στο μαγαζί, αναπτύσσεται μεταξύ αυτής και του Alfred Kralik (James Stewart), του παλαιότερου και πιο αγαπητού υπάλληλου του κύριου Matuschek, μια ιδιόμορφη σχέση, γεμάτη ένταση, αλλά και μια ευγενή αντιπαλότητα. Δεν αποκλείεται όμως, αυτή η γλυκιά έχθρα, να κρύβει κάτι παραπάνω, καθώς οι δυο αυτοί άνθρωποι, αλληλογραφούν, για αρκετό καιρό, ο καθένας με το άλλο του μισό, χωρίς όμως να το έχουν γνωρίσει ποτέ από κοντά.

Η κριτική
Η ταινία, όντας βασισμένη στο θεατρικό του Miklós László, φέρει ξεκάθαρα το θεατρικό στοιχείο στο σκηνικό διάκοσμο. Αν όχι εξ ολοκλήρου, το μεγαλύτερο μέρος της, είναι γυρισμένο στο "μαγαζί της γωνίας". Ένα μαγαζάκι, που σφύζει από ζωή, ίσως περισσότερο κι από ένα μεσο-αστικό σπίτι της εποχής, φιλοξενεί τους υπαλλήλους, τον ιδιοκτήτη αλλά και τις προσωπικές υποθέσεις του καθενός.
Ο Ernst Lubitsch, έχει καταφέρει να δημιουργήσει ένα κοκτέιλ ετερόκλητων χαρακτήρων και καταστάσεων, που μπλέκονται μεταξύ τους και δημιουργούν έτσι μια ενιαία ιστορία με πολλά μικρά παρακλάδια. Γεγονός που κάνει την ιστορία να ρέει μ' έναν εξαιρετικά γρήγορο κι ευχάριστο ρυθμό.
Οι δυο πρωταγωνιστές του Lubitsch, η Margaret Sullavan κι ο James Stewart, φαίνεται να έχουν δουλέψει τόσο ακέραια τους χαρακτήρες τους, αλλά και τη χημεία που έχουν αυτοί οι δυο μεταξύ τους, δημιουργώντας έτσι μια άκρως λειτουργική συνθήκη για να μοιάζουν οι πρωταγωνιστές, αλλά κι η ίδια η σχέση τους, ρεαλιστική.
Η πλαισίωση του πρωταγωνιστικού ζεύγους, φαίνεται να έχει γίνει με απόλυτη προσοχή. Δεν λείπει από την ταινία, ο αυστηρός πλην αγαθός προστάτης, που θα δημιουργήσει εν αγνοία του προβλήματα στο ζεύγος, αλλά και τρεις κωμικοί ρόλοι, που δρουν βοηθητικά στην εξέλιξη της πλοκής.
Η επιλογή του Lubitsch τέλος, να θέσει ως τόπο δράσης, μια πόλη της Ευρώπης κι ως χρόνο, τις παραμονές των Χριστουγέννων, κάνει την ατμόσφαιρα της ταινίας, ιδιαίτερη. Η Ευρώπη, για τους Αμερικανούς, αποτελεί το ρομαντικό όνειρο, που όλοι κάποια στιγμή θα ήθελαν να απολαύσουν και τα Χριστούγεννα, αποτελούν την κατεξοχήν, γιορτή της αγάπης. Ο σκηνοθέτης, εισάγει μ' αυτόν τον τρόπο το θεατή, σε μια κατάσταση ερωτισμού, με μόνη ανάγκη μια ώθηση από την πλοκή, για να νιώσει όλα όσα θέλει να του πει.
Βλέποντας κάποιος την ταινία, πιστεύω καταλαβαίνει το λόγο που έχει χαρακτηριστεί η σκηνοθετική άποψη του Lubitsch, "το άγγιγμα του Lubitsch". Η επιλογή του σεναρίου, των ηθοποιών, των διαλόγων αλλά και ο τρόπος που επιλέγει ν' αναπτύξει την πλοκή, τον κάνουν έναν από τους μεγαλύτερους εκπροσώπους της κωμωδίας σκρούμπολ.
"Το μαγαζί της γωνίας", είναι μια ταινία παλιά, αλλά ιδιαιτέρως σύγχρονη, αφού χρονικά εντάσσεται σε μια περίοδο πολεμικών αναταραχών, που η οικονομία των κρατών ήταν παρόμοια με την τωρινή. Προσωπικά πιστεύω ότι απευθύνεται κυρίως στο γυναικείο φύλο, όπως κάθε ρομαντική κομεντί, που έχει τη διάθεση να συγκινηθεί, αλλά και να γελάσει με τους έξυπνους διαλόγους της ταινίας.

Βαθμολογία: 3,5/5

Τα σχετικά
Αμερικάνικη ρομαντική κομεντί του 1940, βασισμένη σε θεατρικό του Miklós László, σε σενάριο των Samson Raphaelson και Ben Hecht και σκηνοθεσία του Ernst Lubitsch, διάρκειας 99 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους James Stewart, Margaret Sullavan, Frank Morgan, Felix Bressart, William Tracy και Joseph Schildkraut.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

27 Αυγούστου 2012

(1928) Ο κινηματογραφιστής

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: The cameraman


Η υπόθεση
Ένας πλανόδιος φωτογράφος, ο Buster (Buster Keaton), συναντά κι ερωτεύεται τη Sally (Marceline Day). Της ζητά να τη φωτογραφίσει, όμως εκείνη μέχρι να εμφανιστεί η φωτογραφία, εξαφανίζεται με κάποιο νεαρό κινηματογραφιστή της MGM. Ο Buster, πηγαίνει στα γραφεία της MGM, αναζητώντας τη Sally κι αφού τη βρίσκει, αποφασίζει να δουλέψει ως κινηματογραφιστής, για να είναι κοντά της. Ακολουθούν μια σειρά από αστεία σκετσάκια (γκαγκς), στα οποία ο Buster, προσπαθεί να αποδείξει την ικανότητά του ως κινηματογραφιστής, αλλά και να κερδίσει την καρδιά της Sally.

Η κριτική
Αντί κριτικής, θα προτιμήσω ν' αναφερθώ με δυο λόγια στο δημιουργό της ταινίας. O Buster Keaton, αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του Αμερικανικού μπουρλέσκ. Από πολλούς, θεωρείται μάλιστα, ανώτερος του Charlie Chaplin, ενώ, λόγω του παιξίματός του, έχει λάβει το παρατσούκλι "Το μεγάλο πέτρινο πρόσωπο".
Ο Keaton, προερχόμενος από το χώρο του τσίρκου, κάνει ταινίες που βασίζονται σ' ένα χαρακτήρα Αρλεκίνου κι είναι κυρίως "κινητικές". Το κυριότερο χαρακτηριστικό του όμως, είναι η ανέκφραστη κι ατάραχη έκφραση του προσώπου του, την οποία καταφέρνει να διατηρεί σ' όλη τη διάρκεια των ταινιών του. Ο ίδιος ο Keaton, είχε δηλώσει, πως ως παιδί, όταν ακόμα δούλευε μαζί με τους γονείς του στο τσίρκο, είχε παρατηρήσει πως κάθε φορά που ο πατέρας του τον πετούσε στο σκηνικό, την ορχήστρα ή τους θεατές, αν ο ίδιος κατάφερνε να πνίξει το γέλιο του, το σκετς προκαλούσε περισσότερο γέλιο στο κοινό.
Στις ταινίες του, σημαντικό ρόλο, έχουν οι χώροι των γυρισμάτων, που κατά κύριο λόγο είναι εξωτερικοί. Επίσης, το χαρακτήρα του, μοιάζει να τον ακολουθεί, συνεχώς, ένα μαύρο συννεφάκι, αφού η μια ατυχία, έπεται της άλλης, δημιουργώντας έτσι ένα σύνολο από γκαγκς (αστεία περιστατικά), που στο τέλος, συνήθως, καταφέρνει να ξεπεράσει και να βρει, επιτέλους, το δίκιο του.
Παρ' όλη την επιτυχία που γνώρισε ο Buster Keaton, στα χρόνια του βωβού κινηματογράφου, δεν μπόρεσε να προσαρμοστεί κατάλληλα στις απαιτήσεις του ομιλούντος, κι έγινε έτσι ο πρώτος star, που έμεινε εκτός του κινηματογραφικού συστήματος.
Από τις σημαντικότερες ταινίες του, είναι: "Η φιλοξενία μας/Our hospitality" του 1923, "Ο θαλασσοπόρος/The navigator" του 1924, "Σέρλοκ, ο νεότερος/Sherlock Jr." επίσης του 1924, "Επτά ευκαιρίες/Ο τυχερός/Seven chances" του 1925, "Ο στρατηγός/The general" του 1927, "Ο κινηματογραφιστής/The cameraman" του 1928 και "Απόφοιτος κολλεγίου/Steamboat Bill, Jr." επίσης του 1928.
Προσωπικά, τη συγκεκριμένη ταινία, θα την πρότεινα μόνο σε λάτρεις του βωβού και σε σινεφίλ, καθώς δεν πιστεύω πως αποτελεί μια απ' τις καλύτερες ταινίες του είδους της, ενώ παράλληλα υπάρχουν αρκετά δείγματα σλάπστικ, καταλληλότερα για κάποιον που θέλει απλώς να πειραματιστεί.

Βαθμολογία: 4/5

Τα σχετικά
Αμερικάνικη, βωβή, κωμωδία του 1928, σε ιστορία των Clyde Bruckman, Lew Lipton, Richard Schayer, Joseph Farnham, Al Boasberg και Byron Morgan και σκηνοθεσία των Edward Sedgwick και Buster Keaton, διάρκειας 69 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές τους Buster Keaton, Marceline Day, Harold Goodwin, Sidney Bracey και Harry Gribbon.

Οι σύνδεσμοι
Αντί για trailer
Imdb
Rotten Tomatoes 

21 Αυγούστου 2012

(1962) Τι απέγινε η Μπέιμπι Τζέιν;

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: What ever happened to Baby Jane?


Η υπόθεση
Η Baby Jane Hudson (Bette Davis), τη δεκαετία του '10, γεμίζει τις θεατρικές αίθουσες ως "παιδί θαύμα", ενώ η αδελφή της, Blanche Hudson (Joan Crawford), βρίσκεται στην αφάνεια. Τη δεκαετία του '30 όμως, οι ρόλοι έχουν αντιστραφεί. Η Blanche έχει αναδειχθεί σε κορυφαία κινηματογραφική star, ενώ η Baby Jane, έχει οδηγηθεί στον αλκοολισμό και κανένα κινηματογραφικό στούντιο δε θέλει να επενδύσει λεφτά πάνω της. Μετά από μια δεξίωση των δυο αδελφών, γινόμαστε μάρτυρες ενός αυτοκινητιστικού "ατυχήματος", μετά το οποίο η Blanche, μένει καθηλωμένη σ' αναπηρικό καροτσάκι. 30 χρόνια αργότερα, ερχόμαστε να συναντήσουμε τις 2 αδελφές, να προσπαθούν να συμβιώσουν στην έπαυλή τους. Από την αρχή της ταινίας, μπορούμε να διακρίνουμε την αρρωστημένη εξάρτηση που κρατά ενωμένες τις δυο πρώην αστέρες της showbiz. Η Blanche, έχει επιλέξει, να κατοικεί μαζί με την αδελφή της, σ' ένα σπίτι, στο οποίο έχει λειτουργικά, την ανάγκη της Baby Jane, για να εκτελέσει ακόμα και τις βασικές της ανάγκες (π.χ. να φάει), ενώ η Baby Jane, έχει την ανάγκη να "φροντίζει" τη μεγαλύτερη αντίζηλό της, την οποία και ζηλεύει παθολογικά. Το πρόβλημα όμως, αρχίζει όταν η Baby Jane, μαθαίνει ότι η Blanche έχει σκοπό να πουλήσει την έπαυλη και να τη βάλει σε ίδρυμα, κάτι που την κάνει να χάσει τον έλεγχο της κατάστασης.

Η κριτική
...ή αλλώς "Το εγκώμιο". Η ταινία αποτελεί ένα από τα υψηλότερα δείγματα ψυχολογικού θρίλερ. Ένα salto mortale της δεκαετίας του '60, που έγινε μόδα κι αφορμή να γυριστούν, άπειρες ταινίες, με κεντρικό θέμα, γηραιές υστερικές δολοφόνους (παλαιές αστέρες των κινηματογραφικών πλατώ). Η μόνη ταινία, με πρωταγωνίστρια μια ηλικιωμένη τρελή, που είχε γυριστεί κι αγαπηθεί από το κοινό μέχρι τότε, ήταν το "Ψυχώ" του Alfred Hitchcock, από το οποίο είναι σαφώς επηρεασμένο το "Τι απέγινε η Μπέιμπι Τζέιν;", αλλά όχι σε βαθμό που να κάνει αυθαίρετα το συσχετισμό, ο σύγχρονος θεατής. Θα πρέπει να δει κανείς, τη χρονική ακολουθία των ταινιών ("Ψυχώ": 1960, "Τι απέγινε η Μπέιμπι Τζέιν": 1962), όπως και το λόγο που αποδέχτηκε η Bette Davis να συμμετάσχει στην παραγωγή (πίστευε ότι θα κέρδιζε το κοινό του "Ψυχώ") για να κάνει τη σύνδεση.
Σκηνοθετικά τώρα, ο Robert Aldrich, έχει κάνει εξαιρετική δουλειά. Η επιλογή του να γυρίσει σε ασπρόμαυρο φιλμ την ταινία, αποδεικνύεται εφυέστατη, αφού για όποιον έχει δει την ταινία, είναι αυτονόητο ότι το χρώμα, θα λειτουργούσε αρνητικά, τονίζοντας τα "λάθος" πράγματα. Η επιλογή του επίσης, να χρησιμοποιήσει εξπρεσιονιστικά στοιχεία (το κουδούνι υπηρεσίας, το τηλέφωνο, το κουδούνι της πόρτας), όπως και μια υποβλητική μουσική, όπου είναι απαραίτητη, αποτελεί κι αυτό ένα συν στο υπόλοιπο σύνολο.
Αλλά η υπέρβαση, γίνεται στο κομμάτι το υποκριτικό. Στην ταινία, καλούνται να συμπρωταγωνιστήσουν δυο ιερά τέρατα της υποκριτικής, η Bette Davis κι η Joan Crawford, με τη Bette Davis, να παίρνει τα ηνία και να απογειώνει το φιλμ. Νομίζω ότι τα λόγια, στο σημείο αυτό, είναι περιττά... είναι από τις περιπτώσεις που ισχύει το "μια εικόνα ισοδυναμεί με χίλιες λέξεις".
Στη συγκεκριμένη ανάρτηση, δε θα αναφερθώ καθόλου σε ποιούς, δεν την προτείνω... η ταινία, δεν είναι σινεφίλ, είναι ψυχολογικό θρίλερ και γι' αυτό το λόγο, θα την πρότεινα σε όλους ανεξαιρέτως... όπως και το "Ψυχώ", μόνο για μικρά παιδιά δεν είναι. Θα αρκεστώ απλά, να απευθυνθώ σε όλους εσάς, που φοβάστε το ασπρόμαυρο φιλμ. Οι ασπρόμαυρες ταινίες, έχουν άλλη μαγεία, άλλη ποιότητα κι άλλη κλάση. Δε μαγεύουν με μια ρεαλιστική εικόνα, αλλά με την αίσθηση που δημιουργούν στο θεατή, με την πλοκή τους και με την υποκριτική δυνότητα των ηθοποιών τους. Ο κόσμος που ανέδειξε τον κινηματογράφο, ως το νέο τρόπο διασκέδασης (αντί του θεάτρου), δεν συμβιβάστηκε... σίγουρα υπήρξε λόγος που θέλησε ν' αντικαταστήσει το ζωντανό έγχρωμο, με το μαγνητοσκοπημένο ασπρόμαυρο κι αυτός ο λόγος δεν εξηγείται, βλέπεται...
Σημείωση: Το πανέμορφο είναι ότι μέσα στην αγωνία του ο θεατής, πολλές φορές, πιάνει τον εαυτό του να γελάει, λόγω της εξαίσιας δοσμένης καρικατούρας του Edwin Flagg (Victor Buono). Επίσης, την ταινία τη βρίσκει κανείς εύκολα, θεωρώ, και σε DVD. Αν έχετε όμως τη δυνατότητα, θα σας πρότεινα να προτιμήσετε ένα θερινό κινηματογράφο να τη δείτε.

Βαθμολογία: 4,5/5

Τα σχετικά
Ταινία του 1962, Αμερικάνικο ψυχολογικό θρίλερ, βασισμένο στο μυθιστόρημα του Henry Farrell, σε σενάριο του Lukas Heller και σκηνοθεσία του Robert Aldrich, διάρκειας 134 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Bette Davis, Joan Crawford και Victor Buono.

Οι σύνδεσμοι
Imdb