Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βιογραφική. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βιογραφική. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

29 Αυγούστου 2013

(2012) Υψηλή μαγειρική

Πρωτότυπος τίτλος: Les saveurs du palais
Αγγλικός τίτλος: Haute cuisine


Η υπόθεση
Η Hortense Laborie (Catherine Frot) από το Périgord, θα κληθεί μια μέρα ν' αναλάβει τη θέση της μαγείρισσας ενός σημαντικού πολιτικού στελέχους, χωρίς όμως να γνωρίζει περιττές λεπτομέριες, όπως για παράδειγμα το πού θα εργάζεται ή για ποιόν θα πρέπει να μαγειρεύει. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού της, θα πληροφορηθεί ότι η νέα της δουλειά αφορά την ετοιμασία των προσωπικών γευμάτων του Προέδρου της Δημοκρατίας (Jean d'Ormesson) κι ότι θα εργάζεται εντός του Μεγάρου των Ηλυσίων. Κατά την άφιξή της εκεί, αντί να την ενημερώσουν για τις διατροφικές συνήθειες του Προέδρου, όλοι της αναλύουν τα διάφορα πρωτόκολλα που θα πρέπει ν' ακολουθεί σε καθημερινή βάση. Η Hortense, για δυο συνεχή έτη, θα εργαστεί ως η προσωπική σεφ του Γάλλου Προέδρου, υπό τις πιο αντίξοες συνθήκες, οι οποίες όσο περνά ο καιρός, θα δυσκολεύουν ακόμα περισσότερο.

Η κριτική
Η "Υψηλή μαγειρική" είναι μια γαστρονομική κι ευχάριστη ταινία, που αποτελεί την αληθινή ιστορία της, επί δυο χρόνια, προσωπικής μαγείρισσας του Γάλλου Προέδρου της Δημοκρατίας, Danièle Delpeuc.
Η ταινία, κινείται σε δυο χρονικά επίπεδα. Στο πρώτο, συναντάμε την Hortense κάπου στην Ανταρκτική να μαγειρεύει για τα μέλη μιας ερευνητικής βάσης, σε μια καντίνα, μετά την εμπειρία της στο Προεδρικό Μέγαρο και καλούμαστε να δούμε τις τελευταίες μέρες της στο μέρος αυτό. Στο δεύτερο, μας γυρίζει τέσσερα χρόνια πίσω, όταν ξεκίνησε να εργάζεται στο Μέγαρο των Ηλυσίων και παρακολουθούμε εν συντομία τα δυο έτη όπου υπηρέτησε ως μαγείρισσα του Γάλλου Πρόεδρου.
Η ιστορία της Hortense, θα ξεκινήσει ν' αναπτύσσεται όταν ένα Αυστραλιανό τηλεοπτικό συνεργείο επισκεφτεί την βάση, για τα γυρίσματα ενός ντοκιμαντέρ κι απορήσει με την παρουσία μιας γυναίκας σ' ένα ανδροκρατούμενο περιβάλλον, την οποία μάλιστα, οι άντρες, αποκαλούν "Πρόεδρο". Εξηγώντας λοιπόν, στη δημοσιογράφο τον λόγο που έλαβε η Hortense το παρατσούκλι της, θ' αρχίσει η ταυτόχρονη εξέλιξη της κεντρικής ιστορίας, που δείχνει μια μαγείρισσα μ' ένα πανδοχείο, από την επαρχία, να εισέρχεται στο Προεδρικό Μέγαρο και ν' αναλαμβάνει την πιο περιζήτητη θέση μάγειρα. Ακόμα κι αυτή, όταν της ανακοινώνουν τα καθήκοντά της, εκπλήσσεται και την βλέπουμε να βρίσκεται σε μια εξαιρετικά αμήχανη θέση, καθώς όπως λέει κι η ίδια, δεν ξέρει να φτιάχνει γκουρμέ πιάτα, αλλά μαγειρεύει παραδοσιακά, όπως της έμαθαν η γιαγιά κι η μητέρα της. Όμως, ακριβώς αυτός είναι κι ο λόγος που την θέση δεν ανέλαβε άλλος μάγειρας, αλλά εκείνη.
Το γεγονός ότι ο τρόπος που μαγειρεύει, βασίζεται στα παραδοσιακά γαλλικά υλικά που ανέδειξαν την εθνική κουζίνα σε μια διεθνώς αναγνωρισμένη κουζίνα υψηλής μαγειρικής σε συνδυασμό με το πάντρεμα των γεύσεων που έχουν τα φαγητά της, το οποίο δεν αποσκοπεί σε κάποια πρωτοτυπία, αλλά στην εξιδανικευμένη εναρμόνιση της γεύσης των πιάτων της, είναι κι ο λόγος που επελέχθη από τον ίδιο τον Πρόεδρο. Όπως μαθαίνουμε στην πορεία από μια εξομολόγηση του Προέδρου στην Hortense, η μαγειρική ήταν πάντοτε το πάθος του κι ο τρόπος που αντιμετωπίζει το φαγητό εκείνη του φέρνει στο μυαλό τις μέρες που ήτανε παιδί.
Δείχνοντας λοιπόν, μια σαφή ανάγκη επιστροφής στις ρίζες της γαλλικής κουζίνας, στον θεατή προβάλλονται εικόνες από μια κουζίνα πιο εκλεπτυσμένη, όχι όμως εφάμιλλη αυτής των ακριβών εστιατορίων που δεν σου ανοίγουν ούτε στο ελάχιστο την όρεξη. Τα πιάτα της Hortense, μοιάζουν πολύ μ' αυτά ενός προσεγμένου σπιτικού γιορτινού γεύματος, που σε κάνουν να θες να δοκιμάσεις απ' όλα.
Η αγάπη για το φαγητό είναι διάχυτη σ' όλη την ταινία. Αυτός είναι, για την πρωταγωνίστρια, ο τρόπος με τον οποίο επικοινωνεί με τους άλλους ανθρώπους, αλλά δυστυχώς για 'κείνη, ο Πρόεδρος, αν και δείχνει όλη την καλή διάθεση να μιλάει μαζί της ώρες ατελείωτες, σπάνια απαντά, λόγω των υπολοίπων υποχρεώσεών του, στα γευστικά της μηνύματα. Έτσι, η μαγείρισσα, έχει μονίμως μια αβεβαιότητα και ένα κλίμα ζήλιας, από τους μάγειρες της κεντρικής κουζίνας, ν' αντιμετωπίσει. Όταν λοιπόν, κάποια στιγμή, ο προσωπικός γιατρός του Προέδρου της επιβάλλει μεγαλύτερη τυπικότητα και μηδενική δυνατότητα δημιουργίας κι ο λογιστής του Μεγάρου περικοπές, που επηρεάζουν την ποιότητα των φαγητών της, παραιτείται. Και ποιό είναι άλλωστε το νόημα να παραμείνεις σε μια δημιουργική δουλειά που σου στερεί τον προσωπικό σου τρόπο έκφρασης;
Η "Υψηλή κουζίνα" είναι μια πολύ όμορφη, γαστρονομική ταινία. Προτείνεται στους λάτρεις του γαλλικού σινεμά, αλλά και σ' όσους θέλουν με μια ανάλαφρη ταινία, να περάσουν ευχάριστα κάποιες ώρες και να δουν εκ των έσω τα μυστικά μιας από τις μεγαλύτερες διεθνείς κουζίνες.

Βαθμολογία: 3/5

Τα σχετικά
Γαλλική βιογραφική κομεντί του 2012, βασισμένη στην ιστορία της Danièle Mazet-Delpeuch, σε σενάριο των Etienne Comar και Christian Vincent και σκηνοθεσία του Christian Vincent, διάρκειας 95 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Catherine Frot, Arthur Dupont και Jean d'Ormesson.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

4 Φεβρουαρίου 2013

(2012) Χίτσκοκ

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: Hitchcock


Η υπόθεση
Έπειτα από την παραγωγή του "Στη σκιά των τεσσάρων γιγάντων", ο Alfred Hitchcock (Anthony Hopkins), αποφασισμένος ν' αποδείξει στους πάντες ότι δεν έχει έρθει ακόμα η ώρα του ν' αποσυρθεί, παίρνει ένα τεράστιο ρίσκο, αναλαμβάνοντας να μεταφέρει στην μεγάλη οθόνη ένα μυθιστόρημα δεύτερης διαλογής, το "Ψυχώ" του Robert Bloch. Υποθηκεύοντας το σπίτι του, ο Hitchcock καλύπτει το κόστος παραγωγής με δικά του χρήματα και με την υποστήριξη της γυναίκας του Alma Reville (Helen Mirren), κάνει ένα άλμα στο κενό, δημιουργώντας, ίσως, το σπουδαιότερο έργο της καριέρας του και παράλληλα ένα έργο σταθμό στην ιστορία του κινηματογράφου.

Η κριτική
Μετά από τα όσα έχουν γραφτεί και ειπωθεί για τον Alfred Hitchcock, όλοι γνωρίζουμε λίγα πράγματα γι' αυτή την εξέχουσα προσωπικότητα του κινηματογράφου. Το μόνο που αξίζει ν' αναφέρει κάποιος για τον μεγαλύτερο Βρετανό σκηνοθέτη στην ιστορία του κινηματογράφου, είναι ότι η ικανότητά του να διεισδύει στα άδυτα και να διαπερνά την ψυχή του θεατή, μπορεί να περιγραφεί με μια λέξη ως "μαγική" και γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο έχει λάβει τον χαρακτηρισμό: "Ο μετρ του τρόμου". Συνδυάζοντας το κλασικό με το μοντέρνο και το εμπορικό με το ποιοτικό, ο σπουδαίος δημιουργός, τριάντα χρόνια μετά τον θάνατό του, δεν συγκαταλέγεται απλώς στην λίστα των "κλασικών" κινηματογραφιστών, αλλά αποτελεί φαινόμενο, αφού με το πέρασμα των χρόνων το κοινό του διευρύνεται συνεχώς, με την προσθήκη θαυμαστών από τις νεώτερες γενιές θεατών. Μεγαλειώδης, λιτός και περιεκτικός, ο Hitchcock ποτέ δεν έπαψε να προσφέρει απόλαυση μέσω του έργου που άφησε ως κληρονομιά στους επόμενους, φτάνοντας έτσι στο 2012, μια ταινία που φέρει στον τίτλο της τ' όνομά του, ν' αποτελεί δικαιολογημένα είδηση.
Βασιζόμενοι λοιπόν σ' έναν "μύθο" του κινηματογραφικού στερεώματος, οι δημιουργοί του "Χίτσκοκ" σκιαγραφούν τον διορατικό αυτό σκηνοθέτη, μέσα από το πιο αναγνωρίσιμο έργο της καριέρας του, το "Ψυχώ". Ο Alfred Hitchcock, εκτός από την ταύτιση του ονόματός του με το στοιχείο του τρόμου, γεγονός που σφραγίστηκε με την συγκεκριμένη ταινία, έχει μείνει στην ιστορία και για διάφορες εμμονές του, όπως για παράδειγμα την προτίμησή του στις ξανθές πρωταγωνίστριες, τον φετιχισμό του, την αδυναμία του στις σκοτεινές υποθέσεις, το φαγητό, κ.α.. Όλα αυτά σαφώς, δεν θα μπορούσαν να λείπουν από ένα έργο που αποτελεί, εν μέρει, την βιογραφία του, αλλά ταυτόχρονα, εφόσον είναι ευρέως γνωστά, κάτι περισσότερο από μια απλή αναφορά σε όλα όσα τον έχουν χαρακτηρίσει, θα ήταν υπερβολικό.
Έχοντας λοιπόν ως στόχο να παρουσιάσει τον άνθρωπο πίσω από το τιτάνιο όνομα Hitchcock, η ταινία επικεντρώνεται σ' ένα αφανές πρόσωπο στην ζωή του, στον άνθρωπο που πάντα ήταν εκεί να τον στηρίζει και να τον οδηγεί, την γυναίκα του Alma. Η Alma Reville, όντας μια γυναίκα δυναμική κι όχι μια τυπική νοικοκυρά, είχε συμβάλλει, με τον τρόπο της, στην επιτυχία του συζύγου της. Παρόλα αυτά, όπως είναι αναμενόμενο, το όνομά της έμεινε στην σκιά του μεγάλου σκηνοθέτη κι η ίδια στους κύκλους του Χόλιγουντ ήταν γνωστή ως "κυρία Hitch(cock)" κι όχι ως Reville. Ίσως βέβαια, αυτός να είναι κι ο λόγος που ο τίτλος της ταινίας περιορίζεται απλώς στο επώνυμο του ευφυούς δημιουργού, καθώς το περιεχόμενό της δεν αφορά μόνο στον Alfred αλλά και στην Alma.
Αφήνοντας όμως στην άκρη τις ιστορικές και βιογραφικές λεπτομέρειες, οι οποίες είναι κι αυτές που θα ωθήσουν το κοινό να παρακολουθήσει το φιλμ, κι εστιάζοντας στο έργο καθεαυτό, οφείλω να ομολογήσω ότι σε γενικές γραμμές το αποτέλεσμα αυτής της πολυαναμενόμενης παραγωγής είναι συγκριτικά με ό,τι θα περίμενε κανείς αδιάφορο. Πρώτα απ' όλα στην πλειοψηφία της, η ταινία είναι άνευρη, δίνοντας την αίσθηση ότι έχει επαναπαυθεί υπερβολικά στην αναφορά του ονόματος του Alfred Hitchcock. Έπειτα τα σκηνικά που έχουν χρησιμοποιηθεί, θυμίζουν τις ταινίες της εποχής, στις οποίες τα πάντα ήταν καθαρά κι αστραφτερά, κάτι που μπορεί να λειτουργεί για τα σπίτια και τα σκηνικά εντός του στούντιο, αλλά όταν στην ίδια κατάσταση παρουσιάζονται τα πολυκαιρισμένα πλατό της Paramount, τότε το "πεντακάθαρο", παραπέμπει στο "ψεύτικο".
Το ίδιο ακριβώς ισχύει και για το πολυσυζητημένο μακιγιάζ των ηθοποιών. Σαφώς κι είναι αδύνατον ο Anthony Hopkins να μεταλλαχθεί, με μαγικό τρόπο, σε Alfred Hitchcock, γεγονός που περιορίζει αρκετά τις επιλογές των υπευθύνων. Έτσι από την επιλογή ενός ασήμαντου σωσία ή τη δημιουργία ενός πλήρως παραμορφωμένου προσώπου, που δεν θα μπορεί να εκφραστεί στο ελάχιστο, οι αρμόδιοι έχουν κάνει ό,τι περνά απ' το χέρι τους για να μοιάσει κάπως ο Hopkins στον Hitchcock. Η προσπάθεια αυτή βέβαια, αγγίζει τα όρια της παραμόρφωσης, κάνοντας το θέαμα ελάχιστα πειστικό κι αρκετά κωμικό, καθώς ο Hopkins καταλήγει να θυμίζει, εκτός από Hitchcock, και λίγο Dani DeVito ως Πιγκουίνο στο "Ο Batman επιστρέφει".
Όσον αφορά τις ερμηνείες τώρα, όλοι οι ηθοποιοί είναι προσεκτικά επιλεγμένοι και συνεπώς πάρα πολύ καλοί, χωρίς όμως κάποιος εξ αυτών να εκπλήσσει θετικά ή αρνητικά. Οι Anthony Hopkins κι Helen Mirren δεν θα μπορούσαν να είναι κάτι λιγότερο από πειστικοί στους ρόλους τους, όπως επίσης κι η επιλογή της Scarlett Johansson για την ενσάρκωση της Janet Leigh δεν θα μπορούσε να είναι καταλληλότερη.
Συνεπώς, ο "Χίτσκοκ" είναι μια ταινία αρκετά κατώτερη από το αναμενόμενο, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι απέχει πολύ από τον χαρακτηρισμό "καλή". Επίσης, μια ταινία που αναφέρεται σε ένα τέτοιο όνομα και που θα ξυπνήσει, άθελα ή ηθελημένα, αναμνήσεις από διάφορα έργα του, πιστεύω είναι αδύνατον να απογοητεύσει πλήρως το χιτσκοκικό κοινό. Γι' αυτόν τον λόγο όσοι την αναμένατε πώς και πώς, μην περιμένετε να δείτε το αριστούργημα της χρονιάς, αλλά μια συμπαθητική, σχεδόν καλή κι ευχάριστη ταινία.

Βαθμολογία: 2,5/5

Τα σχετικά
Αμερικάνικο βιογραφικό δράμα του 2012, βασισμένο σε βιβλίο του Stephen Rebello, σε σενάριο του John J. McLaughlin και σκηνοθεσία του Sacha Gervasi, διάρκειας 98 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Anthony Hopkins, Helen Mirren, Danny Huston, Scarlett Johansson, Jessica Biel, James D'Arcy, Michael Wincott και Toni Collette.

Οι σύνδεσμοι
Trailer
Imdb
Rotten Tomatoes 

22 Ιανουαρίου 2013

(2012) Λίνκολν

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: Lincoln


Η υπόθεση
Τον Ιανουάριο του 1865, ο αμερικάνικος εμφύλιος πόλεμος διανύει τον τέταρτο χρόνο εξέλιξής του, οδεύοντας προς τη λήξη του, κι ο Abraham Lincoln μετρά ήδη δυο μήνες από την επανεκλογή του ως Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών. Μέσα σε διάστημα τεσσάρων μηνών, ο Lincoln, κάνει τ' αδύνατα δυνατά να περάσει την 13η τροποποίηση του συντάγματος της χώρας του, μέρος της οποίας είναι κι η κατάργηση της δουλείας, και ν' αλλάξει ουσιαστικά τον ρου της αμερικανικής ιστορίας.

Η κριτική
Ο Abraham Lincoln αποτελεί αδιαμφισβήτητα μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες που έχουν περάσει από τον πολιτικό χώρο της αμερικάνικης ιστορίας και δικαιολογημένα το όνομά του κοσμεί τον τίτλο πολλών αμερικάνικων ταινιών με θέμα τη ζωή ή το έργο του. Μόνο και μόνο αν σκεφτεί κανείς ότι κατά τη διάρκεια της θητείας του, διεξήχθη ο πιο καταστροφικός πόλεμος του έθνους κι ότι σ' εκείνον χρωστάνε την ελευθερία τους όλοι οι Αφροαμερικανοί πολίτες των Ηνωμένων Πολιτειών, μπορεί εύκολα να καταλάβει την βαρύτητα του ονόματός του. Η απορία που γεννάται λοιπόν στον καθένα είναι τι διαφορετικό έχει ο "Λίνκολν" του Steven Spielberg ν' αναδείξει και για ποιό λόγο έχει λάβει 12 υποψηφιότητες στα φετινά oscar;
Η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι ότι μιλάμε για μια ταινία που δεν είναι ούτε καθαρά ιστορική, ούτε όμως και καθαρά βιογραφική. Μέσα στις δυο-μιση ώρες διάρκειάς της, καλύπτει μονάχα τους τελευταίους τέσσερις μήνες από την ζωή του Αμερικανού Προέδρου, παρουσιάζοντας όμως, σ' αυτόν το χρόνο, επαρκώς τον μεγαλειώδη χαρακτήρα του, κι επικεντρώνεται στην ψήφιση του νόμου που επρόκειτο να καταργήσει τη δουλεία σ' ολόκληρο το αμερικάνικο έθνος.
Όσον αφορά τώρα τις υποψηφιότητές της και τον μύθο που έχει στηθεί γύρω από τ' όνομά της, αξίζει να πούμε ότι αναμενόμενο είναι στ' αμερικάνικα βραβεία να λάβει υποψηφιότητα, σχεδόν σε όλες τις κατηγορίες, ένα έργο που εξυμνεί την ιστορία της Αμερικής. Για όλες τις υπόλοιπες χώρες του κόσμου λοιπόν, ο "Λίνκολν" δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα εξαιρετικό ιστορικό/βιογραφικό δράμα και σαν τέτοιο πρέπει να κριθεί και να παρακολουθηθεί.
Ο Spielberg έτσι, για να μην σπαταλήσει περιττό χρόνο σε ιστορικές επεξηγήσεις, εισάγει τον θεατή του κατευθείαν στο κυρίως θέμα του έργου του. Κατά τη διάρκεια της πρώτης σκηνής κιόλας, θα βρεθούμε σ' ένα από τα στρατόπεδα της εμπόλεμης Αμερικής και θα παρακολουθήσουμε έναν διάλογο για ισότητα λευκών και νέγρων, που αναπτύσσεται ανάμεσα στον Αμερικανό Πρόεδρο και δυο μαύρους στρατιώτες. Έπειτα, θα γίνουμε μάρτυρες ενός ονείρου του Abraham Lincoln και θα περάσουμε σταδιακά στον πραγματικό χρόνο μέσω της αφήγησης του ονείρου, η οποία θ' αντικαταστήσει με λέξεις την προβαλλόμενη εικόνα. Το πέρασμα στην πραγματικότητα όμως, θα ολοκληρωθεί με την προβολή του χώρου δράσης μέσα από κάποιον καθρέφτη, στοιχείο ιδιαίτερα ευρηματικό και σημαντικό για κάποιον που προσέχει τις λεπτομέρειες στην σκηνοθεσία.
Κάπως έτσι λοιπόν, ο σπουδαίος Αμερικανός σκηνοθέτης, συνεχίζει να δουλεύει και το υπόλοιπο έργο του, με μικρές σκηνοθετικές πινελιές που κάνουν την διαφορά. Η αναπαράσταση της εποχής επίσης, μέσω του σκηνικού χώρου και των κοστουμιών που την αντιπροσωπεύουν, χαρακτηρίζεται το λιγότερο εξαιρετική. Μαζί με την ιδιαίτερη προσοχή που έχει δοθεί στην ομιλία και στις κινήσεις των ηθοποιών, το θέαμα είναι απόλυτα ρεαλιστικό και πειστικό. Δεδομένων βέβαια και των άριστων ερμηνειών των Daniel Day-Lewis και Tommy Lee Jones, καταλήγουμε να μιλάμε για κάτι εκπληκτικό.
Αν λοιπόν σας αρέσουν τα αμερικάνικα, βιογραφικά δράματα εποχής, με ιστορικό και πολιτικό περιεχόμενο, ο "Λίνκολν" αποτελεί για εσάς την κατάλληλη πρόταση. Σημαντικό στοιχείο βέβαια, είναι ότι τα ιστορικά γεγονότα, μέχρι τον Ιανουάριο του 1865, δεν τα προσφέρει στο πιάτο, οπότε καλό θα ήταν να έχετε ρίξει μια ματιά στο πολιτικό σκηνικό της περιόδου, ώστε να μην χαθείτε κατά τη διάρκειά της. Αν πάλι βαριέστε τις ταινίες με παρόμοια θεματολογία, αλλά σας προσελκύουν οι πολλές υποψηφιότητές της, θα σας πρότεινα να την αποφύγετε, καθώς "άψογη" μπορεί να χαρακτηριστεί μόνο από τους λάτρεις του είδους της.

Βαθμολογία: 4/5

Τα σχετικά
Αμερικάνικο ιστορικό/βιογραφικό δράμα του 2012, βασισμένο σε βιβλίο της Doris Kearns Goodwin, σε σενάριο του Tony Kushner και σκηνοθεσία του Steven Spielberg, διάρκειας 150 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Daniel Day-Lewis, Tommy Lee Jones και Sally Field.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

13 Δεκεμβρίου 2012

(2012) Marley

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: Marley


Η υπόθεση
Ο Bob Marley ήταν μια εξέχουσα προσωπικότητα της διεθνούς μουσικής σκηνής και παράλληλα ένα από τα σημαντικότερα πρόσωπα του περασμένου αιώνα. Το όνομά του, έχει ταυτιστεί με την reggae, την μαριχουάνα, την Jamaica και την ειρήνη, όμως όλα όσα τον χαρακτηρίζουν, δεν περιορίζονται μόνο σ' αυτά.

Η κριτική
Η επιτυχία ενός βιογραφικού ντοκιμαντέρ δεν εξαρτάται μόνο από το κατά πόσο θ' αρέσει στους θαυμαστές του προσώπου στ' οποίο αφορά, αλλά κυρίως από το κατά πόσο θα καταφέρει να δώσει ένα ολοκληρωμένο πορτραίτο της προσωπικότητάς του, δίνοντας την ευκαιρία στον οποιονδήποτε να έρθει σ' επαφή μ' αυτό και ν' αναγνωρίσει την αξία του. Το "Marley" σίγουρα ανήκει λοιπόν, σ' αυτήν την κατηγορία, καθώς μέσα από ένα οδοιπορικό στον κόσμο του μουσικού, ο θεατής έρχεται σ' επαφή με πολλά στοιχεία που συνθέτουν την εξέχουσα προσωπικότητα του διεθνώς αναγνωρισμένου Τζαμαϊκανού.
Ο Bob Marley, δεν ήταν απλώς μια περσόνα της διεθνούς μουσικής σκηνής που έκανε επιτυχία στην εποχή της ή που απλώς θεωρείται ο βασιλιάς της reggae και συνδέεται αποκλειστικά μ' αυτό το μουσικό είδος. Ο Marley έχει καταφέρει να γίνει ένα σύμβολο, που 30 χρόνια μετά το θάνατό του, συνεχίζει να μιλά μέσω των στίχων του, και να γίνεται ολοένα και πιο σύγχρονος και δημοφιλής στις νεώτερες γενειές.
Ένας μιγάς από την Jamaica, λοιπόν, ένας νεαρός του περιθωρίου, καθώς δεν αναγνωρίστηκε ποτέ ως λευκός από τους λευκούς ή μαύρος απ' τους μαύρους, με τεράστια αγάπη για την μουσική, κατάφερε να συνδέσει το επώνυμο Marley, που παρέπεμπε μέχρι εκείνη την εποχή στην Jamaica, σε μια κατασκευαστική εταιρεία, με το δικό του πρόσωπο. Όπως αναφέρεται στην ταινία, η απόρριψή του από τους συγγενείς του πατέρα του, τον ώθησε να γράψει το "Corner stone" κι όπως λέει η ετεροθαλής αδελφή του, οι στίχοι του τραγουδιού αυτού μοιάζουν προφητικοί, καθώς όντως, σήμερα, ένας είναι ο Marley και σίγουρα δεν σχετίζεται με την κατασκευαστική εταιρεία. Ίσως, σ' αυτό το γεγονός να βασίζεται κι η επιλογή του επιθέτου μονάχα, του μεγάλου καλλιτέχνη, ως τίτλος του ντοκιμαντέρ.
Το ντοκιμαντέρ ξεκινά εισάγοντας τον θεατή στην κοινωνικο-πολιτική κατάσταση της Jamaica των παιδικών χρόνων του Marley. Ύστερα, αναφέρεται στα πρώτα βήματα του νεαρού καλλιτέχνη στον μουσικό χώρο, στην σχέση του με το κίνημα του ρασταφαριανισμού, το οποίο όπως αναφέρει κι ο ίδιος, σε απόσπασμα συνέντευξής του, είναι η ταυτότητά του. Έπειτα συνεχίζει με την γνωριμία και τον γάμο του με την Rita Marley κι ακολουθεί μια γραμμική πορεία της αναπτυσσόμενης καριέρας του.
Το σημαντικότερο στοιχείο του ντοκιμαντέρ, όμως, είναι ότι δεν προβάλλει τον star, αλλά τον θνητό Bob Marley. Μέσα από μια ποικιλία συνεντεύξεων από τη γυναίκα, τις ερωμένες, του φίλους, τους συνεργάτες, τους συγγενείς, τα παιδιά του ή όσους είχαν την τύχη να γνωρίσουν τον Marley, προβάλλεται η ικανότητα του ανθρώπου αυτού να συναναστραφεί τον οποιονδήποτε συνάνθρωπό του και να προσφέρει στον καθένα, κάτι εντελώς διαφορετικό κι αναγκαίο. Κι ίσως να είναι αυτή του η ανάγκη για προσφορά στην κοινωνία και στον καθένα προσωπικά, που σε συνδυασμό με το μουσικό του ταλέντο, τον ώθησαν στο να γίνει διάσημος.
Ο τρόπος με τον οποίο είναι γυρισμένο το έργο, επίσης, διατηρεί τον χαρακτήρα του μεγάλου μουσικού, αναδεικνύοντας ακόμα περισσότερο τον κόσμο του ανθρώπου που απέκτησε μια ντουζίνα παιδιά, που ζούσε ελεύθερα με τους δικούς του κανόνες, που σχετίστηκε με την πολιτική στην προσπάθειά του να προσφέρει στην κοινωνία και που έκανε την Jamaica γνωστή σε όλη την υφήλιο. Ακόμα, με την επιλογή των καταπράσινων εικόνων που προβάλλει, χωρίς λόγια, αφήνει τον θεατή να κατανοήσει τον λόγο που το μεγάλο αστέρι, ποτέ δεν απαρνήθηκε την πατρίδα του και που, παρά τα όσα αντιμετώπισε εκεί, πάντα αγαπούσε την Αφρική και θεωρούσε ολόκληρη την ήπειρο γενέτειρά του.
Έχοντας καταφέρει ν' αποδώσει το κλίμα της εποχής που έλαμψε ο Bob Marley, το μεγαλείο της προσωπικότητάς του και το λόγο που ακόμα και σήμερα τα τραγούδια του συνεχίζουν ν' ακούγονται και να περνάνε στις επόμενες γενιές, η ταινία, προτείνεται στους λάτρεις του σπουδαίου μουσικού, αλλά και σε όσους ενδιαφέρονται να κατανοήσουν τον λόγο που το όνομά του δεν έσβησε με τον θάνατό του.

Βαθμολογία: 3,5/5

Τα σχετικά
Αμερικανικο-βρετανικό βιογραφικό ντοκιμαντέρ του 2012, σε σκηνοθεσία του Kevin Macdonald, διάρκειας 144 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Bob Marley, Ziggy Marley, Jimmy Cliff, Rita Marley, Cedella Marley, Lee "Scratch" Perry και Cindy Breakspeare.

Οι σύνδεσμοι
Trailer 
Imdb 
Rotten Tomatoes 

6 Οκτωβρίου 2012

(2012) Ο Θεός αγαπάει το χαβιάρι

Πρωτότυπος τίτλος: Ο Θεός αγαπάει το χαβιάρι
Αγγλικός τίτλος: God loves caviar


Η υπόθεση
1825: Ο Ιωάννης Βαρβάκης (Sebastian Koch) φτάνει στη Ζάκυνθο, όπου θα φιλοξενηθεί/κρατηθεί στο λοιμοκαθαρτήριό της ως και το θάνατό του. Εκεί, δυο άντρες που είχαν την τύχη να τον γνωρίσουν πριν πολλά χρόνια, θα ξεκινήσουν ν' αφηγούνται την ιστορία του. Ο Λεφεντάριος (Juan Diego Botto), και θα συνεχίσει έπειτα ο Ivan (Evgeniy Stychkin), θ' αρχίσει να εξιστορεί τη ζωή ενός πειρατή από τα Ψαρά, που πείστηκε να εναντιωθεί στους Τούρκους, κυνηγήθηκε, φυλακίστηκε, ελευθερώθηκε, κατέφυγε στη Ρωσία, όπου και τιμήθηκε από την Μεγάλη Αικατερίνη (Catherine Deneuve), έμεινε για χρόνια στις ακτές της Κασπίας Θάλασσας, όπου έκανε περιουσία εμπορευόμενος χαβιάρι και κατέληξε στην Ελλάδα του εμφυλίου.

Η κριτική
Το "Ο Θεός αγαπάει το χαβιάρι" είναι η νέα πολυαναμενόμεμη ταινία του Γιάννη Σμαραγδή που έρχεται να συμπληρώσει τις ταινίες-πορτραίτα που έχει ξεκινήσει, από το 1996, ο μεγάλος σκηνοθέτης, με θέμα τους Έλληνες άνδρες που διέπρεψαν εκτός Ελλάδος.
Στην ταινία αυτή, ο θεατής καλείται να γνωρίσει την ιστορία ενός μεγάλου εθνικού μας ευεργέτη, του Ιωάννη Βαρβάκη, ο οποίος όχι μόνο κατάφερε να διαπρέψει στο εξωτερικό, αλλά γύρισε στην πατρίδα του, αποδέχτηκε να οδηγηθεί σε λοιμοκαθαρτήριο κι άφησε ένα μεγάλο μέρος της περιουσίας του στο ελληνικό κράτος, για την ανέγερση σχολείων (Βαρβάκειο Λύκειο), αλλά και την ίδρυση της Βαρβακείου Αγοράς.
Η αλήθεια είναι ότι για την ταινία του Σμαραγδή, είναι δύσκολο να μιλήσει κανείς, καθώς αποτελεί ταυτόχρονα μια ελληνική και διεθνή παραγωγή. Παράλληλα, δε, είναι μια βιογραφία ενός άντρα που έχει προσφέρει τα μέγιστα στην εμπόλεμη κι ύστερα ελεύθερη Ελλάδα, κάτι που για πολλούς μπορεί να σημαίνει μια ταινία-αφιέρωμα τόσο στον Βαρβάκη, όσο και στην Ελληνική Επανάσταση του 1821. Αν κι ο τίτλος της ταινίας, που, επίτηδες θεωρώ, δεν αναφέρει τ' όνομα του Βαρβάκη ή κάποιο άλλο στοιχείο που να παραπέμπει στην Επανάσταση, είναι αρκετά κατατοπιστικός για το κυρίως θέμα της ταινίας.
Το παραπλανητικό στοιχείο, βέβαια, που μπορεί να λειτουργήσει τόσο θετικά, όσο κι αρνητικά στην εισπρακτική της επιτυχία ή αποτυχία στη χώρα μας, είναι ο θόρυβος που έχει δημιουργηθεί γύρω από το όνομά της. Είναι φυσικό το κοινό να περιμένει να δει μια υπερπαραγωγή ανάλογη των διεθνών προτύπων, στην οποία δεν συμμετέχουν απλώς διακεκριμένοι ξένοι ηθοποιοί, αλλά κι ένα βαρύ όνομα (Catherine Deneuve) της διεθνούς κινηματογραφίας, μια ταινία άριστη σε όλα της που θα καταπλήξει το κοινό.
Σαφώς, η ταινία είναι όντως υπερπαραγωγή κι απευθύνεται σ' ένα παγκόσμιο κοινό, αλλά θα πρέπει να έχουμε κατά νου ότι είναι μια ελληνική υπερπαραγωγή, για την οποία ισχύει το: "Αν δεν παινέψεις το σπίτι σου θα πέσει να σε πλακώσει". Και με αυτό δεν προσπαθώ να υποτιμήσω, ούτε στο ελάχιστο, το αποτέλεσμα αυτής, απλώς καλό θα ήταν ο θεατής που θα την επιλέξει να είναι προσγειωμένος στον πραγματικό κόσμο, να μην περιμένει να δει μια ταινία γυρισμένη σε χολιγουντιανά πλατώ και να ξέρει ότι αυτό που θα δει είναι, απλώς, ένα προσεγμένο βιογραφικό έργο.
Ως ταινία εποχής, τώρα, διαθέτει ένα άριστα δουλεμένο ιστορικό υπόβαθρο και ένα πλήθος κοστουμιών που παραπέμπουν στο 1800. Μιλά για την ελληνική ιστορία με πολύ λίγα κι απλά λόγια, επικεντρώνεται κυρίως στον χαρακτήρα του Βαρβάκη και θίγει, εμμέσως πλην σαφώς, τις προβληματικές του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, που δεν σεβάστηκε τους ήρωές του.
Γυρισμένο κατά βάση στα παλάτια της Ρωσίας, παρουσιάζει έναν πλούσιο σκηνικό διάκοσμο που θυμίζει από τη μια σκηνή βασιλικού θεάτρου κι από την άλλη ένα πίνακα χρωμάτων και χαρακτήρων που δημιουργούν μια αριστοκρατική αισθητική. Η ιστορία που παρουσιάζεται, επίσης, είναι γραμμική, χωρίς ιδιαίτερες εκπλήξεις κι ανατροπές, με πολλές αναφορές στην έννοια της ελευθερίας, της πατρίδας, αλλά και στην θάλασσα.
Η φωτογραφία, η μουσική κι οι ερμηνείες των ηθοποιών, πλαισιώνουν όμορφα το όλο σύνολο αυτής της ταινίας-πορτραίτου, δίνοντας ένα αποτέλεσμα αρκετά άνω του μετρίου, για τα ελληνικά και διεθνή δεδομένα, χωρίς να χάνει, όμως, την ελληνική του ταυτότητα. Αξιοθαύμαστος είναι, βέβαια, κι ο τρόπος που ο σκηνοθέτης, προβάλλει, θετικά, ένα πρόσωπο της Ελλάδας και των Ελλήνων της, χωρίς να πέφτει στην παγίδα του άκρατου πατριωτισμού.
Το "Ο Θεός αγαπάει το χαβιάρι" είναι μια αξιοσέβαστη ελληνική παραγωγή, που προτείνεται σε όσους επιθυμούν να γνωρίσουν τον Ιωάννη Βαρβάκη μέσα από μια ταινία, παρά από ένα βιβλίο ιστορίας. Προτείνεται, επίσης, σε όλους τους πιστούς ακόλουθους του Γιάννη Σμαραγδή, καθώς κι αυτή του η ταινία είναι εξίσου καλή, με τις προηγούμενές του, αν όχι καλύτερη, σε όσους αρέσουν οι καλογυρισμένες ταινίες εποχής, αλλά και σε όλους τους πιστούς του κινήματος του ρομαντισμού.

Βαθμολογία: 3/5

Τα σχετικά
Ελληνική βιογραφική ταινία εποχής, παραγωγής του 2012, σε σενάριο των Γιάννη Σμαραγδή, Παναγιώτη Πασχίδη, Jackie Pavlenko και Vladimir Valutskiy και σκηνοθεσία του Γιάννη Σμαραγδή, διάρκειας 99 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Sebastian Koch, Juan Diego Botto, Evgeniy Stychkin, Ακη Σακελλαρίου, Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου, Olga Sutulova, Catherine Deneuve, John Cleese, Λάκη Λαζόπουλο, Αλεξάνδρα Σακελλαροπούλου και Χριστόφορο Παπακαλιάτη.

Οι σύνδεσμοι
Imdb