Ετικέτες

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα DVD εξωτερικού (R2). Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα DVD εξωτερικού (R2). Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

3 Απριλίου 2013

(2011) Hasta la vista

Πρωτότυπος τίτλος: Hasta la vista
Αγγλικός τίτλος: Come as you are


Η υπόθεση
Τρεις 20χρονοι φίλοι, όλοι τους άτομα με ειδικές ανάγκες, παίρνουν την εξωφρενική απόφαση να πραγματοποιήσουν ένα ταξίδι στην Ισπανία, προκειμένου να συνευρεθούν για πρώτη φορά στην ζωή τους με το αντίθετο φύλο. Το ταξίδι τους όμως, δεν ξεκινά, ούτε και συνεχίζει όπως το είχανε προσχεδιάσει.

Η κριτική
Ο Βέλγος Geoffrey Enthoven, το ίδιο έτος που προβαλλόταν στις κινηματογραφικές αίθουσες το γαλλικό αριστούργημα "Άθικτοι", δημιουργεί μια ταινία με παρόμοια θεματολογία, στην οποία πραγματεύεται από μια πολύ διαφορετική οπτική, το δικαίωμα που έχουν τα άτομα με ειδικές ανάγκες στην ζωή.
Βασιζόμενος σε πραγματική ιστορία και επικεντρώνοντας το έργο του περισσότερο στο δραματικό στοιχείο, το οποίο φροντίζει να διανθίσει με κάποιες κωμικές καταστάσεις όπου εμπλέκονται οι ήρωές του, ο Enthoven, συστήνει μια σινεφίλ δραματική κωμωδία που ερευνά, εκτός από το προφανές πρόβλημα της αναπηρίας, τις ανάγκες του κάθε νέου ανθρώπου ν' απογαλακτιστεί από το οικογενειακό του περιβάλλον και να ζήσει την ζωή του, όπως ο ίδιος επιθυμεί.
Έτσι, μια απολύτως φυσική ανάγκη τριών νέων ανδρών κι η κάρτα ενός πορνείου που ειδικεύεται στα άτομα με αναπηρία, θ' αποτελέσουν την αφορμή για ένα κωμικο-τραγικό ταξίδι, κατά τ' οποίο ζητούμενο είναι η εκπλήρωση ενός σημαντικού ονείρου τους. Επίσης, η απειλή του αναπόφευκτου θανάτου ενός εκ των πρωταγωνιστών, συμβάλλει δραστικά στην επιτακτική ανάγκη να πραγματοποιηθεί άμεσα αυτό το ταξίδι, παρά την απαγόρευση της κοινής λογικής. Μπορεί βέβαια, η κατάληξη της ιστορίας να μην εμπεριέχει το στοιχείο της έκπληξης, καθώς η έκβασή της είναι από λίγο έως πολύ προβλέψιμη, όμως τα μηνύματα που καταφέρνει να περάσει μέσα από αυτήν, εκφράζουν απόλυτα την πραγματικότητα και την ανθρώπινη ψυχοσύνθεση.
Οι τρεις ήρωες εκπροσωπούμενοι από τρεις ταλαντούχους ηθοποιούς, ψυχογραφούνται μ' έναν πολύ όμορφο τρόπο, που αφήνει την κάθε ατομικότητα να διαγραφεί ξεχωριστά, αλλά που παράλληλα προωθεί και την εικόνα μιας ενιαίας παρέας νεαρών αντρών. Παράλληλα όμως, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει κι ο χαρακτήρας της οδηγού των τριών φίλων, αυτός της μεσήλικης Claude (Isabelle de Hertogh), η οποία έχοντας το δικό της βεβαρυμένο παρελθόν, κάνει ό,τι περνά απ' το χέρι της για να βοηθήσει τους τρεις φίλους μας να εκπληρώσουν τον στόχο τους. Ταυτόχρονα όμως, η παρουσία της, δίνει την δυνατότητα στον δημιουργό να εισάγει και το στοιχείο της Βαβέλ, καθώς η Claude, σε αντίθεση με τους Φλαμανδούς πρωταγωνιστές, ανήκει στους γαλλόφωνους κατοίκους του Βελγίου.
Αν λοιπόν ανήκετε στο σινεφίλ κοινό κι αυτή η ιδιότυπη κωμικο-τραγική ιστορία σας μοιάζει ενδιαφέρουσα, τότε σίγουρα θα βρείτε το αποτέλεσμα αξιοπρεπές. Χωρίς να μπορεί να συγκριθεί με τους υπέροχους "Άθικτους", αλλά ούτε και με τα μεταγενέστερα "Μαθήματα ενηλικίωσης", το "Hasta la vista" είναι μια όμορφη κι αισιόδοξη ιστορία τριών ανάπηρων ατόμων που πραγματοποιούν ένα ταξίδι ενηλικίωσης.

Βαθμολογία: 2/5

Τα σχετικά
Βελγικο δράμα του 2011, βασισμένο σε ιδέα του Asta Philpot κι ιστορία του Mariano Vanhoof, σε σενάριο του Pierre De Clercq και σκηνοθεσία του Geoffrey Enthoven, διάρκειας 115 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Robrecht Vanden Thoren, Gilles De Schrijver, Tom Audenaert και Isabelle de Hertogh.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

19 Μαρτίου 2013

(2010) Ο Ρόμπερτ Μίτσαμ είναι νεκρός

Πρωτότυπος τίτλος: Robert Mitchum est mort
Αγγλικός τίτλος: Robert Mitchum is dead


Η υπόθεση
Ο Franky Pastor (Pablo Nicomedes), ένας άσημος Γάλλος ηθοποιός, ακολουθεί τον μάνατζέρ του Arsène (Olivier Gourmet), έναν τρελό μεσήλικα που ζει με τους κανόνες της rock & roll μουσικής, σ' ένα road trip με προορισμό κάποιο φεστιβάλ στον Αρκτικό Κύκλο. Εκεί θα παρευρίσκεται ένας διάσημος σκηνοθέτης, ο οποίος αποτελεί ίσως, την μοναδική ευκαιρία των δυο ανδρών να γίνουν διάσημοι, καθώς είναι ο μόνος που μπορεί να δώσει στον Franky την ευκαιρία να συμμετάσχει σε μια αμερικάνικη ταινία.

Η κριτική
"Ο Ρόμπερτ Μίτσαμ είναι νεκρός" είναι μια αρκετά ιδιόμορφη ταινία που παρακολουθεί την πορεία προς το "άγνωστο" που πραγματοποιούν οι δυο διαταραγμένοι, ο καθένας μ' έναν δικό του μοναδικό τρόπο, ήρωες τις ιστορίας.
Από την μια ως κεντρικό ήρωα γνωρίζουμε τον αγαθό κι ευκολόπιστο ηθοποιό Franky Pastor, δημιούργημα του ατζέντη του Arsène, που δεν έχει μεγάλη εμπιστοσύνη στις ικανότητές του και που παράλληλα μπορεί να κοιμηθεί μονάχα με την βοήθεια υπνωτικών χαπιών. Από την άλλη, ο δεύτερος ήρωας, ο μάνατζερ του Franky, είναι ένας αγράμματος αποτυχημένος μεσήλικας, που έχει εναποθέσει όλες του τις ελπίδες στο ταλέντο που πιστεύει ότι διαθέτει ο Franky κι ο οποίος καθ' όλη τη διάρκεια του ταξιδιού, φυλά σαν κόρη οφθαλμού μια βαλίτσα που, όπως ο ίδιος αναφέρει, περιέχει τα μυστικά του σύμπαντος.
Στην πορεία του ιδιόρρυθμου αυτού rock & roll ταξιδιού, που ξεκινά με την πώληση μιας κιθάρας και την κλοπή ενός αμαξιού, θα κάνουν την εμφάνισή τους κι άλλοι εξίσου παράξενοι χαρακτήρες, οι οποίοι θα συμπορευτούν για λίγο ή και για πολύ, μαζί με το πρωταγωνιστικό δίδυμο. Έτσι λοιπόν στην περιπέτειά τους θα τους συνοδέψει ένας Αφροαμερικανός μουσικός που αναζητά ένα καλύτερο μέλλον και μοιάζει να είναι μοιραίο οι τρεις τους να συναντηθούν, μια Πολωνή φοιτήτρια σχολής κινηματογράφου που θα ερωτευτεί τον Franky και μαζί με όλη την υπόλοιπη σχολή θα τον βοηθήσουν να γυρίσει ένα δοκιμαστικό βίντεο και τέλος, μια αιθέρια ύπαρξη που θα μπορούσε κάλλιστα να χαρακτηριστεί "μοιραία γυναίκα" κι η οποία θα είναι κι ο τελευταίος άνθρωπος που θα βοηθήσει ουσιαστικά τους πρωταγωνιστές να πλησιάσουν στον στόχο τους.
Δίνοντας την αίσθηση μιας ταινίας που αποτελεί περισσότερο έναν φόρο τιμής σ' ένα σινεμά παλαιότερων εποχών, όχι όμως κάποιου συγκεκριμένου κινηματογραφικού είδους, το "Ο Ρόμπερτ Μίτσαμ είναι νεκρός" μέσω μιας rock & roll διάθεσης, καταφέρνει να κάνει αναφορές στο φιλμ νουάρ, στο western, στις ταινίες του David Lynch, στις ταινίες δρόμου, στα B-movies, κ.α..
Η φωτογραφία της ταινίας δε, αλλά κι οι ερμηνείες των ηθοποιών μοιάζουν όντως να είναι βγαλμένες από άλλη εποχή, συμβάλλοντας κατ' αυτόν τον τρόπο στην δημιουργία μιας συγκεκριμένης αισθητικής. Η όλη διαδρομή των δυο ηρώων όμως, είναι αρκετά αργόσυρτη και κουραστική και νόημα μοιάζει ν' αποκτά μονάχα στο τέλος, όταν επιτέλους ο Franky κι ο Arsène καταφέρνουν να εντοπίσουν και να συναντήσουν τον πολυπόθητο Sarrineff (Nils Utsi).
Με την επιλογή έτσι μιας αργής εξέλιξης της πλοκής, οι Olivier Babinet και Fred Kihn έχουν δημιουργήσει ένα καθαρά σινεφίλ road trip movie, που απευθύνεται κατά κύριο λόγο στους νοσταλγούς ενός παλαιότερου κι ίσως αυθεντικότερου τρόπου κινηματογράφησης και διαβίωσης.

Βαθμολογία: 2/5

Τα σχετικά
Γαλλικό δράμα του 2010, σε σενάριο και σκηνοθεσία των Olivier Babinet και Fred Kihn, διάρκειας 91 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Pablo Nicomedes, Olivier Gourmet, Bakary Sangaré, Ewelina Walendziak, Wojciech Pszoniak, Danuta Stenka και Nils Utsi.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

4 Μαρτίου 2013

(2012) Χαμένος παράδεισος

Πρωτότυπος τίτλος: Tabu
Ελληνικός τίτλος στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης του 2012: Σαν σε όνειρο


Η υπόθεση
Η Pilar (Teresa Madruga) είναι μια καλοκάγαθη γυναίκα που προσπαθεί συνεχώς να φαίνεται χρήσιμη, αλλά και να χαροποιεί, τους ανθρώπους που την περιβάλλουν. Η κύρια έννοια της Pilar όμως, είναι η ηλικιωμένη γειτόνισσά της, η Aurora (Laura Soveral), η οποία φαίνεται να έχει χάσει τα λογικά της, είναι εξαρτημένη από τα τυχερά παιχνίδια κι έχει μια ιδιότυπη σχέση με την κόρη της. Όταν κάποια στιγμή η Aurora φτάσει κοντά στον θάνατο, θα ζητήσει από την Pilar και την υπηρέτριά της, την Santa (Isabel Muñoz Cardoso), να εντοπίσουν και να καλέσουν κοντά της έναν άγνωστο άνδρα που ακούει στ' όνομα Gian Luca Ventura (Henrique Espírito Santo), ο οποίος και θ' αφηγηθεί στις δυο γυναίκες την ιστορία του ίδιου και της Aurora.

Η κριτική
Η τρίτη μεγάλου μήκους ταινία του πολυτάλαντου Miguel Gomes αποδεικνύεται ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα για το σινεφίλ κοινό, καθώς μέσα από την αντιπαραβολή των δυο μερών στα οποία είναι χωρισμένη, παρουσιάζεται λιτά κι ωστόσο εξαίσια η διαφορά ανάμεσα στο σημερινό σουρεαλιστικό κόσμο στον οποίο κατοικούμε και σ' έναν παράδεισο που έχει παρέλθει κι έχει υπάρξει σ' έναν τόπο πολύ μακρινό και πολύ διαφορετικό απ' τον δικό μας.
Παραπέμποντας με τον τίτλο του στο ομώνυμο έργο ("Tabu") του F. W. Murnau, ο Gomes αποδίδει έναν φόρο τιμής στον μεγάλο Γερμανό δημιουργό, χρησιμοποιώντας όμως τις ενότητες του "Παραδείσου" και του "Χαμένου παραδείσου" με αντίστροφη σειρά απ' αυτή που προτιμά ο Murnau στην ταινία του 1931.
Ξεκινώντας με μια σουρεαλιστική προλογική σκηνή, την οποία παρακολουθεί η Pilar σε μια άδεια κινηματογραφική αίθουσα, ο Gomes, καταφέρνει μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα ν' αποδώσει τα κύρια στοιχεία του ψυχισμού αυτής της μεσήλικης γυναίκας, η οποία έχει επιλέξει ν' αναλάβει τον ρόλο ενός απλού παρατηρητή των ζωών των γύρω της. Με τον ίδιο μεστό τρόπο λοιπόν, ο σκηνοθέτης, συνεχίζει να παρουσιάζει έναν στυλιζαρισμένο και κουραστικό "Χαμένο παράδεισο" στην Λισαβόνα των Χριστουγέννων του 2010. Οι σκηνές μακρόσυρτες, ακαταλαβίστικες πολλές φορές, οι μονόλογοι τεράστιοι και κενοί, όπως κι η ζωή στα μεγάλα αστικά κέντρα κι ο θεατής προβληματισμένος και χαμένος στις δικές του σκέψεις να προσπαθεί να κατανοήσει τον λόγο και την εικόνα που παρακολουθεί.
Εκεί λοιπόν, είναι που κάνει την εμφάνισή του ο μυστηριώδης άνδρας από το παρελθόν της Aurora, ο Gian Luca Ventura, ο οποίος με την αφήγησή του θα δώσει χρώμα στην μουντή καθημερινότητα του σήμερα. Χωρίς το παραμικρό ίχνος διαλογικού μέρους, παρά μόνο με την voice off αφήγηση του Ventura, το κοινό θα κλιθεί να παρακολουθήσει μια ιστορία αγάπης, με διάρκεια όχι μεγαλύτερη του ενός έτους, η οποία άλλαξε σταδιακά τις ζωές και τις προσδοκίες των δυο εραστών.
Μέσω μιας εκπληκτικής σκηνοθεσίας, που χρησιμοποιεί το ανούσιο πρώτο μέρος ως "σκαλοπάτι" για ν' αναδείξει ακόμα περισσότερο το "παραδεισένιο" κι ωστόσο αληθοφανές δεύτερο μέρος της, ο "Χαμένος παράδεισος" καταφέρνει μέσα από την απλή εξιστόρηση μιας ανάμνησης, όμοια με ανάγνωση ενός λογοτεχνικού κειμένου, να παρασύρει τον θεατή σ' ένα υπέροχο ταξίδι που αναβιώνει ως ένα βαθμό την μαγεία που κρύβει η εικόνα του βωβού σινεμά. Σαν παιχνίδι ανάμεσα στο χτες και το σήμερα, τα δυο μέρη βρίσκονται σε συνεχή διάλογο, ωθώντας τον θεατή ν' ανατρέχει και ν' αναθεωρεί συνεχώς τα όσα έχει παρακολουθήσει κατά την διάρκεια του πρώτου μισού.
Συμπληρώνοντας επίσης την αφήγηση, με ήχους που προέρχονται από το φυσικό περιβάλλον ή με μουσικές που κάνουν τον θεατή ν' αναπολήσει περασμένες δεκαετίες, ο Miguel Gomes, κάνει το έργο του να μοιάζει πλήρες μέσα στην απλότητά του. Συνεπώς, ο "Χαμένος παράδεισος" αποτελεί μια ιδανική πρόταση για το σινεφίλ κοινό, που εκτιμά την άμεση και διαφορετική ματιά ενός εναλλακτικού σκηνοθέτη.

Βαθμολογία: 3/5

Τα σχετικά
Πορτογαλικό δράμα του 2012, σε σενάριο των Miguel Gomes και Mariana Ricardo και σκηνοθεσία του Miguel Gomes, διάρκειας 118 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Laura Soveral, Teresa Madruga, Isabel Muñoz Cardoso, Henrique Espírito Santo, Ana Moreira, Carloto Cotta, Manuel Mesquita και Ivo Müller.

Τα σχετικά

16 Ιανουαρίου 2013

(2012) Pieta

Πρωτότυπος τίτλος: Pietà
Αγγλικός τίτλος: Pieta


Η υπόθεση
Ο Lee Kang-do (Lee Jung-jin) για να κερδίσει τα προς το ζην, εισπράττει τα χρήματα που έχουν δανειστεί διάφοροι μικροεπιχειρηματίες από τοκογλύφους. Στην περίπτωση που αυτοί, αδυνατούν να πληρώσουν, τους σακατεύει, εισπράττοντας την αποζημίωσή τους για την κάλυψη του χρέους τους. Κάποια μέρα, στην πόρτα του Lee Kang-do θα εμφανιστεί μια γυναίκα που ισχυρίζεται πως είναι η βιολογική του μητέρα και θα του ζητήσει να την αφήσει να βρίσκεται κοντά του, για να τον φροντίζει. Ο Lee Kang-do, σταδιακά, πείθεται για την ταυτότητα της Jang Mi-sun (Jo Min-su) κι αποφασίζει να εγκαταλείψει την βρώμικη κι αιματοβαμμένη δουλειά του και να ζήσει μια φυσιολογική ζωή, δίπλα στον άνθρωπο που έχει περισσότερη ανάγκη, την μάνα του. Όμως, μια μέρα, γυρνώντας σπίτι, δεν βρίσκει την Jang Mi-sun να τον περιμένει και αρχίζει να την αναζητά στα μέρη που σακάτεψε τα θύματά του.

Η κριτική
Η "Pieta" είναι ένα καταπληκτικό δραματικό έργο, που ασκεί, όμως, τρομερή ψυχολογική βία στον θεατή. Χωρίς να προβάλλει σκληρές εικόνες, αλλά υπαινίσσοντάς τες, τοποθετεί τον θεατή στην δυσάρεστη θέση του παρατηρητή της ζωής ενός σαδιστή, αφήνοντας στην φαντασία του καθενός την δημιουργία εικόνων που συγκλονίζουν. Όπως θα δούμε, όμως, κατά την εξέλιξή του δράματος, όλο αυτό το φρικτό σκηνικό που έχει πλάσει ο θεατής στο μυαλό του και που τον ωθεί να αποδοκιμάσει την σύλληψη ενός τέτοιου έργου, μετατρέπεται σε μια μεγαλειώδη αγάπη μιας μάνας προς τον γιο της.
Αξίζει εδώ, όμως, να σταθούμε για λίγο στον τίτλο του έργου: "Pietà", στα ιταλικά, σημαίνει "οίκτος". Παράλληλα, βέβαια, εκτός απ' αυτήν την ερμηνεία, η λέξη αυτή έχει καταλήξει να συμβολίζει μια συγκεκριμένη θρησκευτική εικόνα, που αναπαριστά την μορφή της Παναγίας να κρατά στα χέρια της το σώμα του άψυχου Ιησού. Δίνοντας λοιπόν, τον συγκεκριμένο τίτλο στο έργο του, ο Kim Ki-duk, αποδίδει σε μια μόνο λέξη όλο το νόημα της ταινίας του και θέτει υπό το θρησκευτικό πρίσμα, το δημιούργημά του.
Η ταινία, ξεκινά με την εικόνα ενός νεαρού άντρα, που αυτοκτονεί. Ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζεται το σώμα του, σε συνδυασμό με τον τίτλο, δεν αποκλείεται να φέρει στο μυαλό την εικόνα του Εσταυρωμένου, δημιουργώντας διάφορους παραλληλισμούς στο μυαλό του θεατή. Παράλληλα, ο φωτισμός της συγκεκριμένης σκηνής είναι μηδαμινός, προϊδεάζοντας έτσι για την ψυχοφθόρα συνέχειά της.
Έπειτα, μέχρι να παρουσιαστούν κι οι δυο κεντρικοί χαρακτήρες, αυτοί της μητέρας και του γιου, οι σκηνές που ακολουθούν είναι αρκετά στιλιζαρισμένες, αποδίδοντας έτσι τον αλλοπρόσαλλο τρόπο με τον οποίο είναι δομημένη η καθημερινότητα του ορφανού αυτού σαδιστή. Το μίσος που τρέφει για το γυναικείο φύλο είναι εμφανές, όπως επίσης κι η κατάσταση στην οποία βρίσκεται το σπίτι του, παρουσιάζει έναν άνδρα που δεν έχει καμία ανάγκη να ζήσει μια φυσιολογική ζωή.
Όλα όμως στην ζωή του θ' ανατραπούν, όταν εισβάλλει σ' αυτήν μια γυναίκα, που προσπαθεί να τον διεκδικήσει και να προσφέρει στον άντρα αυτόν, την χαμένη του αθωότητα και που μας φέρνει στο μυαλό τον τρόπο με τον οποίο θα ενεργούσε μια αγία. Η Jang Mi-sun, παρουσιάζει τεράστια υπομονή και δέχεται την όποια ταπείνωση, προκειμένου ν' αποδείξει στον γιό της ότι του λέει αλήθεια.
Αφού λοιπόν, ο γιος της την δεχτεί, αρχίζουμε να διακρίνουμε τη μεταμόρφωση ενός ανθρωπόμορφου τέρατος σε παιδί. Η αλλαγή αυτή, βέβαια, που συμβαίνει στην ζωή του Lee Kang-do, μπορεί να φέρνει στην επιφάνεια όλα τα θετικά και καλά κρυμμένα στοιχεία του άνδρα αυτού, όμως παράλληλα δημιουργεί κι αδυναμίες σ' έναν άνδρα που έχει βλάψει, όχι επειδή πρέπει, αλλά επειδή θέλει, πολύ κόσμο.
Έτσι λοιπόν, μέσα από ένα οδοιπορικό, το οποίο αναγκάζεται να κάνει ο ήρωάς μας στον κόσμο των ψυχικά τραυματισμένων σακάτηδων που έχει δημιουργήσει, προκειμένου να βρει την μητέρα του που θ' απαχθεί στην πορεία, καλείται ν' ανακαλύψει τις απαντήσεις στα ερωτήματα "τι είναι ο θάνατος;" και "τι είναι το χρήμα;".
Ο Kim Ki-duk, σ' αυτή του την ταινία, ξεδιπλώνει όλο το ταλέντο και το μεγαλείο του και δημιουργεί μια σοκαριστική δραματική ιστορία, η οποία εμφανίζεται, ουσιαστικά, στο δεύτερο μέρος της. Αν λοιπόν είστε λάτρεις αυτού του εξαίρετου Νοτιοκορεάτη δημιουργού, σας την συστήνω ανεπιφύλακτα καθώς είναι μια από τις καλύτερες ταινίες της καριέρας του. Αν πάλι, ανήκετε στο σινεφίλ κοινό, αλλά δεν αντέχετε ιδιαίτερα την ψυχολογική βία, θα σας πρότεινα είτε να οπλιστείτε με υπομονή, όπως η πρωταγωνίστρια, και να υπομείνετε το πρώτο μισό, είτε καλύτερα να την αποφύγετε, αν ξέρετε ότι υπάρχει περίπτωση να σηκωθείτε να φύγετε από την κινηματογραφική αίθουσα.

Βαθμολογία: 4/5

Τα σχετικά
Νοτιοκορεάτικο δράμα του 2012, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Kim Ki-duk, διάκρειας 104 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Lee Jung-jin και Jo Min-su.

Οι σημειώσεις
Τα πλήρη ονόματα, τόσο των χαρακτήρων, όσο και των πραγματικών προσώπων, αναγράφονται με το επώνυμο να προηγείται του κύριου ονόματος, καθώς αυτός είναι ο κορεάτικος τρόπος γραφής τους.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

12 Ιανουαρίου 2013

(1926) Η μάνα

Πρωτότυπος τίτλος: Мать (Mat)
Αγγλικός τίτλος: Mother


Η υπόθεση
Κατά τη διάρκεια του 1905, μια μάνα (Vera Baranovskaya) χάνει τον αυταρχικό της σύζυγο σε μια διαμάχη των δυο αντίπαλων στρατοπέδων της Ρωσίας της εποχής. Έχοντας πλέον ως μόνο της μέλημα τη φροντίδα του γιου της, Pavel (Nikolai Batalov), ο οποίος είναι μέλος της ομάδας των επαναστατών, παραδίδει στις αρχές, που έχουν έρθει να συλλάβουν τον νεαρό Pavel, τα κρυμμένα όπλα, θεωρώντας πως με αυτόν τον τρόπο θα γλυτώσει τη ζωή του. Αντίθετα απ' αυτό που νομίζει, όμως, αποδεικνύει ότι ο γιος της είναι όντως ένοχος και συμβάλλει στην καταδίκη του. Μετά από αυτό της το σφάλμα, συνειδητοποιεί ότι οι επαναστάτες έχουν συνείδηση κι ενώνει τις δυνάμεις της μαζί τους, προσπαθώντας να βοηθήσει τον γιο της να επανακτήσει την ελευθερία του.

Η κριτική
"Η μάνα" είναι ένα από τα σημαντικότερα πολιτικά δράματα που έδωσε στον κινηματογράφο η σοβιετική πρωτοπορία κι αποτελεί διασκευή του ομώνυμου βιβλίου, του 1907, του σπουδαίου Maxim Gorky. Παράλληλα, δε, αποτελεί και την πρώτη ταινία μυθοπλασίας, ενός εκ των κυριότερων εκφραστών του κινήματος αυτού, του Vsevolod Pudovkin.
Η αλήθεια είναι πως η συγκεκριμένη ταινία, δεν συνιστά ακριβώς την μεταφορά του λογοτεχνικού κειμένου του Gorky στην μεγάλη οθόνη, αλλά αντίθετα είναι κατάλληλα προσαρμοσμένη έτσι ώστε να περνά, όσο το δυνατόν καλύτερα, τα ίδια νοήματα μ' αυτά της έντυπης έκδοσής της, πράγμα αδύνατον στην περίπτωση της πιστής αναπαράστασης του περιεχομένου της. Το πείραμα αυτό λοιπόν, τόσο σεναριακά, όσο και σκηνοθετικά, πετυχαίνει, γράφοντας ιστορία στον κινηματογράφο, κυρίως λόγω της εξαίρετης χρήσης του μοντάζ.
Ο Pudovkin, ξεκινά την ταινία του παρουσιάζοντας τον χρόνο εξέλιξης του δράματος με την προβολή της χρονολογίας, αλλά και τον τόπο, μέσω διαφόρων φωτογραφιών που απεικονίζουν το τοπίο της περιόδου. Έπειτα, στους τίτλους της, παράλληλα με τα ονόματα των συντελεστών εμφανίζει και τις φωτογραφίες τους, γεγονός που καταφέρνει να εκπλήξει ακόμα και σήμερα. Κατά την εισαγωγή του θεατή στο δράμα, επίσης, φροντίζει να ενημερώσει, μέσω της χρήσης λεζάντας, για την ιδιότητα των προσώπων, αποφεύγοντας περιττές σπατάλες του κινηματογραφικού χρόνου.
Σε γενικές γραμμές, αξίζει ν' αναφέρουμε ότι χαρακτηριστικό γνώρισμα της συγκεκριμένης ταινίας, είναι η λιτή, αλλά και ταυτόχρονα ορθή χρήση του χρόνου της διάρκειάς της, κάτι που δεν οφείλεται μόνο στην απίστευτη σύνδεση των σκηνών της, αλλά και στις εκπληκτικές κι εκφραστικές ερμηνείες των ηθοποιών της.
Το συγκεκριμένο έργο, βέβαια, χωρίς να παρουσιάζει ακραία απομάκρυνση από τους κανόνες της σοβιετικής πρωτοπορίας, που ήθελαν το πλήθος να πρωταγωνιστεί και να μην συμμετέχουν επαγγελματίες ηθοποιοί, καταφέρνει με εκπληκτικό τρόπο να περάσει από το προσωπικό δράμα, που προβάλλει στην αρχή, της απώλειας της μάνας, στο συλλογικό δράμα του φτωχού εργάτη, μεταμορφώνοντας παράλληλα την μάνα, σε σύμβολο της Πρώτης Ρώσικης επανάστασης του 1905.
Αξίζει τέλος, να σταθούμε περισσότερο και στον διαφορετικό, αλλά εξαίσιο, τρόπο, με τον οποίο ο Pudovkin χρησιμοποιεί το μοντάζ. Σε αντίθεση με τον μεγαλύτερο εκφραστή του κινήματος αυτού, του Sergei M. Eisenstein, αντί να ενώνει άκρως αντιθετικές σκηνές, που μεταφέρουν την αναταραχή ενός επαναστατημένου λαού στον κινηματογραφικό θεατή, χρησιμοποιεί το μοντάζ, συμπληρωματικά, έχοντας ως κύριο μέλημα την πλήρη κατανόηση των νοημάτων της ταινίας του κι έτσι, ανάμεσα σε όλες τις αριστουργηματικές εικόνες που χρησιμοποιεί επεξηγηματικά, βλέπουμε κι αυτήν της θραύσης των πάγων, όταν οι εργάτες ξεσηκώνονται.
Ακόμη κι αν αποτελεί την πρώτη ταινία μεγάλου μήκους του Vsevolod Pudovkin και το πρώτο κινηματογραφικό σενάριο του Nathan Zarkhi, "Η μάνα", είναι ένα από τα ωραιότερα, ίσως όχι από τα πιο χαρακτηριστικά, έργα της σοβιετικής πρωτοπορίας και ταυτόχρονα συγκαταλέγεται, από πολλούς κριτικούς, στις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών. Αν ανήκετε, λοιπόν, στο σινεφίλ κοινό και δεν έχει τύχει να την παρακολουθήσετε μέχρι στιγμής, προτείνεται ανεπιφύλακτα. Αν πάλι, δεν έχει τύχει να παρακολουθήσετε πολλές ταινίες της σοβιετικής πρωτοπορίας, πιστεύω ότι είναι μια καλή ευκαιρία ν' ανακαλύψετε την μαγεία του συγκεκριμένου είδους. Τέλος, αν δεν έχετε τριφτεί και πολύ με το βωβό σινεμά, δεν θα σας πρότεινα να επιλέξετε την συγκεκριμένη γι' αρχή, λόγω της ιδιόμορφης πολιτικής θεματικής της.

Βαθμολογία: 4/5

Τα σχετικά
Σοβιετικό πολιτικό δράμα του 1926, βασισμένο στο ομώνυμο βιβλίο του Maxim Gorky, σε σενάριο του Nathan Zarkhi και σκηνοθεσία του Vsevolod Pudovkin, διάρκειας 89 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Vera Baranovskaya, Nikolai Batalov, Aleksandr Chistyakov και Anna Zemtsova.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

31 Δεκεμβρίου 2012

(1943) Και οι δήμιοι πεθαίνουν

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: Hangmen also die!


Η υπόθεση
Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής στην Πράγα, ο Reinhard Heydrich (Hans Heinrich von Twardowski), γνωστός κι ως "Δήμιος", δολοφονείται. Ο εκτελεστής του είναι ένας γιατρός, ονόματι Franticek Svoboda (Brian Donlevy), που είναι μέλος της αντίστασης. Κατά την προσπάθεια διαφυγής του, η Nasha Novotny (Anna Lee), κόρη του καθηγητή Stephen Novotny (Walter Brennan), θ' αποπροσανατολίσει την Γκεστάπο και θα βοηθήσει τον νεαρό γιατρό να γλυτώσει. Το ίδιο βράδυ, μην έχοντας καταφέρει να βρει κατάλυμα, ο Svoboda, θα επισκεφτεί το σπίτι της Nasha και θα ζητήσει για δεύτερη φορά τη βοήθειά της, θέτοντας την ίδια και την οικογένειά της σε μεγάλο κίνδυνο. Ο καθηγητής Novotny συλλαμβάνεται, μαζί με εκατοντάδες άλλους αθώους Τσεχοσλοβάκους, από την Γκεστάπο κι η Nasha, μην έχοντας άλλη επιλογή, σιωπά, ελπίζοντας στη σωτηρία του πατέρα της.

Η κριτική
Η ταινία "Και οι δήμιοι πεθαίνουν", είναι ένα μοναδικό δημιούργημα δυο μεγάλων προσωπικοτήτων των τεχνών, καθώς το σενάριό της υπογράφει, μέσω του John Wexley, ο Bertolt Brecht και την σκηνοθεσία της ο Fritz Lang. Όντας, λοιπόν, κράμα δυο πολύ διαφορετικών δημιουργών, το αποτέλεσμα δεν θα μπορούσε παρά να φέρει χαρακτηριστικά και των δυο και να μην αποτελεί χαρακτηριστικό έργο ενός εξ αυτών.
Κατά την περίοδο του 1942, ο Fritz Lang είχε ήδη γίνει αποδεκτός και αγαπητός στα Χολιγουντιανά πλατό, όμως ο Bertolt Brecht δεν ανήκε στην ίδια κατηγορία. Ο ρεαλισμός που προσπαθούσε ν' αποδώσει στα σενάριά του, αλλά κι η άρνησή του να συμβιβαστεί με τα αμερικάνικα κλισέ, έκαναν τους παραγωγούς ν' απορρίπτουν τα έργα του, παρά την ευρεία θεματική τους. Παρόλα αυτά, κανένας άλλος συγγραφέας δεν θα μπορούσε να έχει συμβάλλει, τόσο πετυχημένα, στο σενάριο της συγκεκριμένης ταινίας.
Βασιζόμενοι στην πραγματική δολοφονία του Reinhard Heydrich, στην Πράγα, ο Brecht κι ο Lang ξεκίνησαν να ερευνούν τον θάνατό του, έχοντας στο μυαλό τους τη δημιουργία μιας ταινίας, όταν θα κατάφερναν να συλλέξουν τα απαραίτητα στοιχεία. Από τις πολλές και διαφορετικές μαρτυρίες, όμως, στάθηκε αδύνατη η συλλογή των απαραίτητων πληροφοριών για την συγγραφή ενός σεναρίου που θ' αναπαριστούσε το πραγματικό χρονικό της δολοφονίας του Προστάτη του Γ' Ράιχ κι έτσι οι δυο τους, χρησιμοποίησαν το γεγονός της δολοφονίας για τη δημιουργία μιας πλασματικής, αντιφασιστικής, ιστορίας.
Στο έργο, εν τέλει, ως εκτελεστή γνωρίζουμε τον νεαρό γιατρό Franticek Svoboda, όμως ο Brecht, δεν αργεί να ταυτίσει το πρόσωπό του, μ' ολόκληρο το έθνος της τότε Τσεχοσλοβακίας, αφαιρώντας από πάνω του την όποια ευθύνη. Στην προσπάθεια των Γερμανών να συλλάβουν τον δράστη, βέβαια, θυσιάστηκαν ένα σωρό αθώοι πολίτες, οι οποίοι λειτούργησαν ως αφορμή για τον διχασμό ενός ολόκληρου έθνους. Αυτό που ζητούσαν, όμως, οι Γερμανοί και που κατάφερε να τους δώσει τελικά ο λαός, ήταν ένα εξιλαστήριο θύμα κι ουσιαστικά αυτή η ικανότητα μιας μεγάλης ομάδας ανθρώπων να νικήσει το κακό με την κατάλληλη συνεργασία, είναι που προβάλλεται πολύ έντονα στο έργο.
Φυσικά, όμως, αν αναλογιστεί κάποιος την εποχή, με μεγάλη ευκολία συνειδητοποιεί ότι ένα τέτοιο έργο ήταν αδύνατον να υπάρξει χωρίς τις κατάλληλες τροποποιήσεις που θα το έκαναν να μοιάζει λιγότερο επαναστατικό και περισσότερο θελκτικό στον θεατή της δεκαετίας του 1940. Έτσι, η ιστορία σώζεται με την εισαγωγή της δεσποινίδος Nasha Novotny και της οικογενείας της.
Η νεαρή δεσποινίς, από τις προετοιμασίες του γάμου της, μην έχοντας άλλη επιλογή, καταλήγει να βοηθά την αντίσταση και τον νούμερο ένα καταζητούμενο. Φυσικά η ίδια, πληρώνει το τίμημα με την σύλληψη του πατέρα της, καθηγητή Novotny, κι η κατάσταση της οικογενείας της, μετά την σύλληψη, μοιάζει τραγική. Καθώς οι μόνοι δυο που γνωρίζουν την ταυτότητα του δράστη είναι η Nasha κι ο συλληφθείς, όλοι οι υπόλοιποι, εκφράζουν ό,τι θα σκεφτόταν η οποιαδήποτε οικογένεια που κινδύνευε να χάσει κάποιο μέλος της, χωρίς να έχουν συναίσθηση ότι οι ίδιοι έχουν, εν αγνοία τους, υποθάλψει τον εγκληματία.
Η εξέλιξη της πλοκής, λοιπόν, στήνεται λιθαράκι-λιθαράκι, περιέχοντας οτιδήποτε θα μπορούσε να φανεί χρήσιμο στην εύκολη πρόσληψη του αντιπολεμικού μηνύματος και την αναγκαιότητα της συνεργασίας του λαού. Το "Και οι δήμιοι πεθαίνουν", με άλλα λόγια, αποτελεί ένα πολύ όμορφο δείγμα αντιναζιστικού φιλμ νουάρ, που παρά την μεγάλη του διάρκεια, προτείνεται σε όλους τους λάτρεις του καλού ασπρόμαυρου κινηματογράφου.

Βαθμολογία: 3,5/5

Τα σχετικά
Αμερικάνικο δράμα του 1943, βασισμένο σε ιστορία των Fritz Lang και Bertolt Brecht, σενάριο του John Wexley και σκηνοθεσία του Fritz Lang, διάρκειας 134 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Brian Donlevy, Anna Lee, Walter Brennan, Nana Bryant, William Roy, Margaret Wycherly, Gene Lockhart, Alexander Granach, Dennis O'Keefe και Hans Heinrich von Twardowski.

Οι σύνδεσμοι
Trailer
Imdb 
Rotten Tomatoes 

22 Δεκεμβρίου 2012

(1966) Η κλέφτρα

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: Gambit


Η υπόθεση
Ο Harry Dean (Michael Caine) είναι ένας επίδοξος κλέφτης έργων τέχνης, που έχει καταστρώσει το τέλειο σχέδιο για την κλοπή ενός κινέζικου γλυπτού, ανεκτίμητης αξίας. Το σχέδιό του, βέβαια, προϋποθέτει και τη συνεργασία της Nicole Chang (Shirley MacLaine), μιας γυναίκας που μοιάζει απίστευτα με την νεκρή σύζυγο του ζάπλουτου ιδιοκτήτη του επικείμενου γλυπτού, Shahbandar (Herbert Lom). Οι δυο τους θα ταξιδέψουν στην Μέση Ανατολή, όπου θα γνωρίσουν τον Shahbandar, θα εισχωρήσουν στο πολυτελές διαμέρισμά του και θα πραγματοποιήσουν την κλοπή. Το ζήτημα είναι ότι η πραγματικότητα απέχει πολύ από το εξιδανικευμένο σχέδιο του Harry.

Η κριτική
"Η κλέφτρα" είναι μια ιδιότυπη ταινία, καθώς ανήκει παράλληλα και στο είδος της κωμωδίας, αλλά και σ' αυτό των ταινιών μυστηρίου. Ατμοσφαιρική κι έξυπνα δουλεμένη και στα δυο είδη που πρεσβεύει, καταφέρνει να κρατήσει απ' αρχής ως τέλους το ενδιαφέρον του θεατή της, με τις διάφορες μικρο-ανατροπές της.
Ξεκινώντας, βλέπουμε ότι το κωμικό στοιχείο έγκειται στο γεγονός ότι, όταν ο Harry προσεγγίζει την Nicole, δεν της εξηγεί απλά το σχέδιό του, αλλά το φαντασιώνεται, αφήνοντας τον θεατή να εισχωρήσει στις σκέψεις του και να τις δει να ζωντανεύουν μπροστά του. Έτσι, έχοντας παρακολουθήσει, με τα ίδια του τα μάτια, πώς έχουν τα πράγματα στο κεφάλι αυτού του μικρο-εγκληματία, δεν μπορεί παρά να γελάσει όταν βλέπει ότι τα πράγματα δεν εξελίσσονται, ούτε στο ελάχιστο, όπως θα περίμενε ο πρωταγωνιστής.
Οφείλω, δε, να ομολογήσω ότι η παραπλάνηση του θεατή, ο οποίος πιστεύει όσο παρακολουθεί την αρχή της ταινίας ότι το κόλπο καλύπτει μόνο ένα μικρό μέρος της, είναι ευφυέστατη, καθώς όχι μόνο στοχεύει στη μετέπειτα σύγκριση των διαφόρων σκηνών που θα προκαλέσουν το γέλιο, αλλά τραβάει την προσοχή του κοινού σαν μαγνήτης, αφού κατάφερε να το ξεγελάσει ήδη μια φορά.
Όσον αφορά το μυστήριο τώρα, ακριβώς επειδή εμείς έχουμε παρακολουθήσει την τέλεια εκτέλεση του σχεδίου, η κάθε ανατροπή του σεναρίου που έχει στο μυαλό του ο Harry, περιπλέκει τα πράγματα και δημιουργεί εμπόδια τα οποία δύσκολα θα ξεπεραστούν. Ίσως η μεγαλύτερη ανατροπή όλων, να είναι το γεγονός ότι ο Shahbandar, δεν μαγεύεται από την ομοιότητα της Nicole με την πρώην γυναίκα του, αλλά αντιθέτως την βρίσκει αρκετά ύποπτη. Το ζήτημα, όμως, είναι ότι ο σπουδαίος Shahbandar, δείχνει δείγματα αλαζονείας καθώς αντί να προσπαθήσει ν' αποκαλύψει την απάτη, παίζει στο έργο του Harry, προσπαθώντας να ξεγελάσει τον επιτήδειο εγκληματία.
Από σκηνοθετικής πλευράς, αλλά κι από πλευράς φωτογραφίας, το έργο έχει μια αισθητική αρκετά ατμοσφαιρική, καθώς τα χρώματα κυριαρχούν στην εικόνα, αλλά παράλληλα, όταν η πλοκή το απαιτεί, η εικόνα βυθίζεται στο σκοτάδι ή εκτυλίσσεται σε ένα σκηνικό με πιο χλωμές χρωματικές αποχρώσεις, στον οποίο τονίζεται η επικινδυνότητα της στιγμής. Με τον ίδιο τρόπο, βλέπουμε ότι λειτουργεί κι η χρήση της μουσικής, η οποία κατά μια έννοια συμπληρώνει την εικόνα.
Επίσης, το γεγονός ότι ο κύριος τόπος δράσης είναι μια πλασματική χώρα της Μέσης Ανατολής, το Damuz, που ως γνωστόν από εκείνη την περίοδο οι Άραβες συγκέντρωναν στα χέρια τους μεγάλες περιουσίες και διευρύνονταν επιχειρηματικά, σε παγκόσμιο επίπεδο, αποτελεί μια ιδιαίτερα έξυπνη ιδέα, όπως παράλληλα και το γεγονός ότι η Nicole κατοικεί κι εργάζεται σε μια εξωτική Βρετανική πρώην αποικία (κι εκείνης της περιόδου μέλος της Βρετανικής κοινοπολιτείας) της Κίνας, το Hong Kong.
Από υποκριτικής άποψης, οι πρωταγωνιστές της είναι καταπληκτικοί, με τον Michael Caine να δίνει ρέστα ως φερόμενος ευγενής κακοποιός και την Shirley MacLaine να είναι εξίσου απολαυστική ως άλαλο υποχείριο του Harry κι ατίθαση συνεργός του. Ο Herbert Lom, επίσης, είναι εξαιρετικός στον ρόλο του Άραβα μεγιστάνα κι οι υπόλοιποι ηθοποιοί που συμπληρώνουν το cast, αντάξιοι των πρωταγωνιστών.
Με άλλα λόγια, προτείνεται σε όσους ψάχνουν για μια καλογυρισμένη ταινία μυστηρίου, με αρκετό χιούμορ κι άριστες ερμηνείες.

Βαθμολογία: 3,5/5

Τα σχετικά
Αμερικάνικη κωμωδία του 1966, βασισμένη σε ιστορία του Sidney Carroll, σε σενάριο των Jack Davies και Alvin Sargent και σκηνοθεσία του Ronald Neame, διάρκειας 109 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Michael Caine, Shirley MacLaine, Herbert Lom, John Abbott, Roger C. Carmel κι Arnold Moss.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

13 Δεκεμβρίου 2012

(1988) Η καρδιά ενός σκύλου

Πρωτότυπος τίτλος: Собачье сердце (Sobachye serdtse)
Αγγλικός τίτλος: Heart of a dog


Η υπόθεση
Βρισκόμαστε στην Ρωσία, λίγο μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, όπου ένας σπουδαίος Ρώσος επιστήμονας, ο καθηγητής Filipp Filippovich Preobrazhensky (Evgeni Evstigneev), υιοθετεί έναν αδέσποτο σκύλο, στον οποίο και μεταμοχεύει, στα πλαίσια ενός πειράματος, την καρδιά και την υπόφυση ενός μικρο-κακοποιού. Καθώς περνάνε οι μέρες κι ο σκύλος αναρρώνει, το πειραματόζωο, θ' αρχίσει σταδιακά να παίρνει ανθρώπινη μορφή και χαρακτηριστικά, κληρονομώντας όμως όλα τα αρνητικά στοιχεία του χαρακτήρα του ατόμου, στο οποίο ανήκαν αρχικά τα εμφυτευμένα μέλη του.

Η κριτική
"Η καρδιά ενός σκύλου" αποτελεί μια εύστοχη σάτιρα για το ρόλο της Οκτωβριανής Επανάστασης, της επιστήμης και των εκπροσώπων τους, αλλά κατά βάση, μ' ένα κωμικο-τραγικό τρόπο, θέτει ένα φιλοσοφικό ερώτημα σχετικά με την ανθρώπινη φύση και το κατά πόσο είναι εφικτό να μεταμορφωθεί το οποιοδήποτε ζώο σε άνθρωπο.
Όπως θα δούμε, η ταινία ξεκινά μ' έναν εσωτερικό μονόλογο του σκύλου, ο οποίος βλέποντας την φτώχεια των ανθρώπων που υπάρχει γύρω του, παρατηρεί, μ' έναν απόλυτα λογικό τρόπο, ότι σύντομα θα έρθει το τέλος του, καθώς, αν εκείνοι δεν μπορούν να θρέψουν τους εαυτούς τους, ποιός θα δώσει κάτι και σ' αυτόν τον κακομοίρη που πεινάει;
Για καλή του τύχη όμως, στον δρόμο του θα βρεθεί ένας φιλόδοξος επιστήμονας, ο οποίος χρειάζεται έναν αδέσποτο σκύλο για να πραγματοποιήσει το πείραμά του. Απόλυτα πεπεισμένος, ο καθηγητής, ότι ο σκύλος δεν θα επιβιώσει της επέμβασης, φροντίζει πρώτα να δυναμώσει τον οργανισμό του υποψήφιου πειραματόζωου, αλλά και να βρει τον υποψήφιο δότη, κι έπειτα πραγματοποιεί την μεταμόσχευση.
Όπως βλέπουμε προτού γίνει η επέμβαση, ο σκύλος, παρουσιάζει δείγματα ενός έντονου χαρακτήρα, καθώς είναι μαθημένος στους δρόμους κι όπως και να το κάνουμε σκέφτεται σαν σκύλος. Όμως, αφού γίνει η μεταμόσχευση κι ο σκύλος μεταμορφωθεί σταδιακά σε άνθρωπο, τα πράγματα θα βγουν εκτός ελέγχου. Ναι μεν, το δημιούργημα του γιατρού Filipp Filippovich Preobrazhensky, διατηρεί την απέχθεια των σκύλων για τις γάτες και νιώθει την ανάγκη να μην αποχωριστεί το σκυλίσιο όνομά του, όμως η συμπεριφορά του μοιάζει όλο και περισσότερο σ' αυτήν που θα μπορούσε να έχει ο αποθανών δότης.
Ο σκύλος, χάνει την λογική του σκέψη, έχει τον νου του μόνο στο αλκοόλ, ληστεύει ό,τι βρει, παρενοχλεί τις δυο υπηρέτριες του γιατρού, είναι θρασύς, άβουλος κι απεχθάνεται την οποιαδήποτε καλλιεργημένη σκέψη. Όλα αυτά τα στοιχεία, φυσικά, εκτός από τις τραγελαφικές σκηνές που προσφέρουν στο κοινό, καθιστούν τον πρώην σκύλο το τέλειο πρόσωπο για να χειραγωγηθεί από τον οποιονδήποτε επιτήδειο.
Έτσι, ο Schwonder (Roman Kartsev), ένας μπολσεβίκος γείτονας, ο οποίος ανήκει στο κόμμα κι είναι παράλληλα μέλος της Επιτροπής Στέγασης, έχοντας δημιουργήσει έχθρα με τον γιατρό, καθώς ο δεύτερος αρνείται να παραχωρήσει κάποιο από τα επτά δωμάτια του σπιτιού του, θα εκμεταλλευτεί την ανικανότητα του αλιτήριου αυτού πλάσματος, θα τον ωθήσει να διεκδικήσει τα δικαιώματά του και κατά συνέπεια θα δημιουργήσει ακόμα μεγαλύτερα προβλήματα στον καθηγητή. Βέβαια, από την άλλη, ασκεί σάτιρα και στον ίδιο τον επιστήμονα, ο οποίος είναι μεν ο εκφραστής της κοινής λογικής, της ευγένειας και της θέλησης για πρόοδο, αλλά όπως και να το κάνουμε, υπεύθυνος της τραγικής αυτής κατάστασης, είναι ο ίδιος κι η ματαιοδοξία του να προσαρμόσει την φύση σε κάτι αφύσικο.
Η ταινία, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς βασίζεται στο αριστοτεχνικό κι ευφυές σατιρικό λογοτεχνικό κείμενο του Mikhail A. Bulgakov. Βέβαια, ακριβώς επειδή παραμένει πιστή στο μυθιστόρημα του μεγάλου Ρώσου λογοτέχνη, κινηματογραφικά, χωλαίνει σε αρκετά σημεία, καθώς είναι αδύνατον να μεταφερθεί αυτούσια η λογοτεχνική ατμόσφαιρα στην μεγάλη οθόνη. Σε κάποια σημεία, η ταινία, είναι σατιρική και κωμική, σε κάποια άλλα βαθυστόχαστη και φιλοσοφική, δίνοντας ένα αρκετά ασαφές αποτέλεσμα. Ωστόσο, αξίζει ν' αναφέρουμε ότι η επιλογή ασπρόμαυρης εικόνας αποτελεί ένα όμορφο στοιχείο που παραπέμπει στην εποχή που διαδραματίζεται η ιστορία κι οι ερμηνείες των ηθοποιών είναι ιδιαίτερα καλές.
Κατά συνέπεια, το έργο, προτείνεται στο σινεφίλ κοινό, στους θαυμαστές του Bulgakov, αλλά και της Σοβιετικής κινηματογραφίας, και σε όσους ενδιαφέρουν τα στοχαστικά ερωτήματα με επίκεντρο την φύση του ανθρώπου, καθώς το κεντρικό θέμα της ταινίας αποτελεί η εν δυνάμει μεταμόρφωση ενός ζώου σε άνθρωπο, πουθενά όμως δεν διευκρινίζεται αν μιλάμε για ένα ζώο στην φυσιολογία του (σκύλο) ή για ένα ζώο στον τρόπο σκέψης του (δότη).

Βαθμολογία: 2,5/5

Τα σχετικά
Σοβιετική σάτιρα του 1988, βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του Mikhail A. Bulgakov, σε σενάριο της Natalya Bortko και σκηνοθεσία του Vladimir Bortko, διάρκειας 136 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Evgeni Evstigneev, Vladimir Tolokonnikov, Boris Plotnikov και Roman Kartsev.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

(2012) Marley

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: Marley


Η υπόθεση
Ο Bob Marley ήταν μια εξέχουσα προσωπικότητα της διεθνούς μουσικής σκηνής και παράλληλα ένα από τα σημαντικότερα πρόσωπα του περασμένου αιώνα. Το όνομά του, έχει ταυτιστεί με την reggae, την μαριχουάνα, την Jamaica και την ειρήνη, όμως όλα όσα τον χαρακτηρίζουν, δεν περιορίζονται μόνο σ' αυτά.

Η κριτική
Η επιτυχία ενός βιογραφικού ντοκιμαντέρ δεν εξαρτάται μόνο από το κατά πόσο θ' αρέσει στους θαυμαστές του προσώπου στ' οποίο αφορά, αλλά κυρίως από το κατά πόσο θα καταφέρει να δώσει ένα ολοκληρωμένο πορτραίτο της προσωπικότητάς του, δίνοντας την ευκαιρία στον οποιονδήποτε να έρθει σ' επαφή μ' αυτό και ν' αναγνωρίσει την αξία του. Το "Marley" σίγουρα ανήκει λοιπόν, σ' αυτήν την κατηγορία, καθώς μέσα από ένα οδοιπορικό στον κόσμο του μουσικού, ο θεατής έρχεται σ' επαφή με πολλά στοιχεία που συνθέτουν την εξέχουσα προσωπικότητα του διεθνώς αναγνωρισμένου Τζαμαϊκανού.
Ο Bob Marley, δεν ήταν απλώς μια περσόνα της διεθνούς μουσικής σκηνής που έκανε επιτυχία στην εποχή της ή που απλώς θεωρείται ο βασιλιάς της reggae και συνδέεται αποκλειστικά μ' αυτό το μουσικό είδος. Ο Marley έχει καταφέρει να γίνει ένα σύμβολο, που 30 χρόνια μετά το θάνατό του, συνεχίζει να μιλά μέσω των στίχων του, και να γίνεται ολοένα και πιο σύγχρονος και δημοφιλής στις νεώτερες γενειές.
Ένας μιγάς από την Jamaica, λοιπόν, ένας νεαρός του περιθωρίου, καθώς δεν αναγνωρίστηκε ποτέ ως λευκός από τους λευκούς ή μαύρος απ' τους μαύρους, με τεράστια αγάπη για την μουσική, κατάφερε να συνδέσει το επώνυμο Marley, που παρέπεμπε μέχρι εκείνη την εποχή στην Jamaica, σε μια κατασκευαστική εταιρεία, με το δικό του πρόσωπο. Όπως αναφέρεται στην ταινία, η απόρριψή του από τους συγγενείς του πατέρα του, τον ώθησε να γράψει το "Corner stone" κι όπως λέει η ετεροθαλής αδελφή του, οι στίχοι του τραγουδιού αυτού μοιάζουν προφητικοί, καθώς όντως, σήμερα, ένας είναι ο Marley και σίγουρα δεν σχετίζεται με την κατασκευαστική εταιρεία. Ίσως, σ' αυτό το γεγονός να βασίζεται κι η επιλογή του επιθέτου μονάχα, του μεγάλου καλλιτέχνη, ως τίτλος του ντοκιμαντέρ.
Το ντοκιμαντέρ ξεκινά εισάγοντας τον θεατή στην κοινωνικο-πολιτική κατάσταση της Jamaica των παιδικών χρόνων του Marley. Ύστερα, αναφέρεται στα πρώτα βήματα του νεαρού καλλιτέχνη στον μουσικό χώρο, στην σχέση του με το κίνημα του ρασταφαριανισμού, το οποίο όπως αναφέρει κι ο ίδιος, σε απόσπασμα συνέντευξής του, είναι η ταυτότητά του. Έπειτα συνεχίζει με την γνωριμία και τον γάμο του με την Rita Marley κι ακολουθεί μια γραμμική πορεία της αναπτυσσόμενης καριέρας του.
Το σημαντικότερο στοιχείο του ντοκιμαντέρ, όμως, είναι ότι δεν προβάλλει τον star, αλλά τον θνητό Bob Marley. Μέσα από μια ποικιλία συνεντεύξεων από τη γυναίκα, τις ερωμένες, του φίλους, τους συνεργάτες, τους συγγενείς, τα παιδιά του ή όσους είχαν την τύχη να γνωρίσουν τον Marley, προβάλλεται η ικανότητα του ανθρώπου αυτού να συναναστραφεί τον οποιονδήποτε συνάνθρωπό του και να προσφέρει στον καθένα, κάτι εντελώς διαφορετικό κι αναγκαίο. Κι ίσως να είναι αυτή του η ανάγκη για προσφορά στην κοινωνία και στον καθένα προσωπικά, που σε συνδυασμό με το μουσικό του ταλέντο, τον ώθησαν στο να γίνει διάσημος.
Ο τρόπος με τον οποίο είναι γυρισμένο το έργο, επίσης, διατηρεί τον χαρακτήρα του μεγάλου μουσικού, αναδεικνύοντας ακόμα περισσότερο τον κόσμο του ανθρώπου που απέκτησε μια ντουζίνα παιδιά, που ζούσε ελεύθερα με τους δικούς του κανόνες, που σχετίστηκε με την πολιτική στην προσπάθειά του να προσφέρει στην κοινωνία και που έκανε την Jamaica γνωστή σε όλη την υφήλιο. Ακόμα, με την επιλογή των καταπράσινων εικόνων που προβάλλει, χωρίς λόγια, αφήνει τον θεατή να κατανοήσει τον λόγο που το μεγάλο αστέρι, ποτέ δεν απαρνήθηκε την πατρίδα του και που, παρά τα όσα αντιμετώπισε εκεί, πάντα αγαπούσε την Αφρική και θεωρούσε ολόκληρη την ήπειρο γενέτειρά του.
Έχοντας καταφέρει ν' αποδώσει το κλίμα της εποχής που έλαμψε ο Bob Marley, το μεγαλείο της προσωπικότητάς του και το λόγο που ακόμα και σήμερα τα τραγούδια του συνεχίζουν ν' ακούγονται και να περνάνε στις επόμενες γενιές, η ταινία, προτείνεται στους λάτρεις του σπουδαίου μουσικού, αλλά και σε όσους ενδιαφέρονται να κατανοήσουν τον λόγο που το όνομά του δεν έσβησε με τον θάνατό του.

Βαθμολογία: 3,5/5

Τα σχετικά
Αμερικανικο-βρετανικό βιογραφικό ντοκιμαντέρ του 2012, σε σκηνοθεσία του Kevin Macdonald, διάρκειας 144 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Bob Marley, Ziggy Marley, Jimmy Cliff, Rita Marley, Cedella Marley, Lee "Scratch" Perry και Cindy Breakspeare.

Οι σύνδεσμοι
Trailer 
Imdb 
Rotten Tomatoes 

9 Δεκεμβρίου 2012

(2012) Έγκλημα στη λίμνη

Πρωτότυπος τίτλος: La sirga
Αγγλικός τίτλος: The towrope


Η υπόθεση
Η Alicia (Joghis Seudin Arias) είναι μια νεαρή κοπέλα που έχασε και τους δυο γονείς της κατά την τελευταία επίθεση στο χωριό της. Μην έχοντας πια πού να μείνει, ξεκινά να βρει τον μοναδικό συγγενή της, τον αδελφό του πατέρα της, Oscar (Julio César Roble), κι ιδιοκτήτη ενός εγκαταλελειμμένου κι ετοιμόρροπου πανδοχείου στην άκρη μιας λίμνης. Κατά την παραμονή της εκεί, θα βοηθήσει τον Oscar να επιδιορθώσει τις ζημιές, που έχουν προκληθεί από τον χρόνο και τις καιρικές συνθήκες.

Η κριτική
Το "Έγκλημα στη λίμνη" είναι ένα δραματικό έργο, που εστιάζει στην καταγραφή της καθημερινής ζωής μιας ολόκληρης κοινότητας, η οποία προσπαθεί, με τα όποια μέσα διαθέτει, να ξαναφτιάξει όλα όσα έχουν καταστραφεί.
Η ταινία ξεκινά, δείχνοντας εικόνες από τα απομεινάρια κάποιας επίθεσης, έπειτα ακολουθεί μια εικόνα του τοπίου της περιοχής και μετά εμφανίζει την εικόνα ενός "λόφου", ο οποίος παρά τα όσα συμβαίνουν στον περιβάλλοντα χώρο, συνεχίζει να επιπλέει στο νερό της λίμνης και να κατευθύνεται προς έναν άγνωστο τόπο. Η εισαγωγή στο κεντρικό θέμα του έργου, ολοκληρώνεται με δυο γαλότσες που διασχίζουν το υγρό έδαφος και με την Alicia να σωριάζεται, από την ταλαιπωρία, στη γη.
Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι ολόκληρο το έργο είναι ένας συνεχής συμβολισμός κι ότι η Alicia δεν είναι στην πραγματικότητα κάποιο πρόσωπο, αλλά μια ιδέα ή μια έμφυτη ανάγκη του ανθρώπου να καλυτερεύσει την ζωή του, ακόμα κι όταν η απειλή μιας επικείμενης εχθρικής εισβολής είναι πιο κοντά από ποτέ, καθώς η παρουσία της, γεννά ταυτόχρονα ελπίδα και φόβο.
Με το που θα μεταφερθεί η Alicia στο πανδοχείο του θείου της κι αφού γίνουν οι απαραίτητες συστάσεις, βλέπουμε ότι η κοπέλα θα παραμείνει ως φιλοξενούμενη εκεί, όμως για την στέγη που της προσφέρεται θα πρέπει να προσφέρει κι αυτή τα ελάχιστα στον οικοδεσπότη της. Έτσι, ξεκινά με το μαγείρεμα και σιγά-σιγά, θα πάρει την πρωτοβουλία να βοηθήσει στις επιδιορθώσεις του κτηρίου.
Η Alicia, είναι ένα βασανισμένο πλάσμα, με μόνο δείγμα των τραυμάτων που φέρει, το γεγονός ότι μετά από πολλά χρόνια, ξεκινά πάλι να υπνοβατεί. Παρόλα αυτά, η παρουσία της σ' ένα μέρος που οι κάτοικοί του είναι συμβιβασμένοι με την ρουτίνα της καθημερινότητας, λειτουργεί ανανεωτικά. Η Alicia θα ξυπνήσει την περιέργεια των κατοίκων, θα τους κάνει να την ερωτευτούν και να ονειρευτούν κάτι διαφορετικό απ' αυτό που ζουν, αλλά ταυτόχρονα, η παρουσία της εκεί, θα σημάνει για πολλούς τον κίνδυνο μιας επίθεσης.
Η διάθεση, όμως, που δείχνει αυτό το πλάσμα για τη ζωή, λειτουργεί ανανεωτικά για όλα τα άτομα που θα την συναναστραφούν. Μετά την έλευσή της και με την βοήθεια που θα προσφέρει ως αντάλλαγμα, θα δούμε ότι το πανδοχείο θα πάρει την καλύτερη μορφή που είχε ποτέ, ο, για καιρό εξαφανισμένος ξάδελφός, της επιστρέφει, ο θείος της ξεκινά να εκτρέφει πέστροφες, ο νεαρός βαρκάρης την ερωτεύεται κι όλα γύρω της παρουσιάζουν μια ρεαλιστική τάση καλυτέρευσης. Μπορεί οι άνθρωποι του χωριού να κάνουν συνεχώς προσπάθειες για βελτίωση και να ονειρεύονται, όμως, κανείς δεν ξέρει αν τα όνειρά τους θα πραγματοποιηθούν τελικά.
Ο William Vega έχει δημιουργήσει ένα έργο που μιλά μέσω των εικόνων που παρουσιάζει κι όχι τόσο μέσω της αφήγησης. Προβάλλοντας μια καθημερινότητα κι εστιάζοντας σε κάποιες ανεπαίσθητες λεπτομέρειες του περιβάλλοντος, που χάνονται στην συνολική εικόνα, δίνει στο κοινό ένα περισσότερο ποιητικό και τεχνικό έργο, με θέμα την ζωή των ανθρώπων στις απομακρυσμένες και τρομοκρατούμενες περιοχές γύρω από τις Άνδεις. Όντας λοιπόν μια ρεαλιστική, αλλά ταυτόχρονα κι άκρως αλληγορική ταινία, προτείνεται κατά κύριο λόγο στους σινεφίλ θεατές του χώρου.

Βαθμολογία: 2,5/5

Τα σχετικά
Κολομβιανό δράμα του 2012, σε σενάριο και σκηνοθεσία του William Vega, διάρκειας 88 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Joghis Seudin Arias, Julio César Roble, David Guacas, Floralba Achicanoy και Heraldo Romero.

Οι σύνδεσμοι
Trailer 
Imdb 
Rotten Tomatoes

(2012) Άνθρωποι σαν κι εμάς

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: People like us



Η υπόθεση
Ο Sam (Chris Pine) είναι ένας από τους καλύτερους συμβούλους εμπορίου μιας μεγάλης εταιρίας του κλάδου. Την ημέρα που κλείνει την μεγαλύτερη συμφωνία του, από της οποίας την προμήθεια ελπίζει να ξεχρεώσει, το αφεντικό του μαθαίνει ότι εξαιτίας των περικοπών που έκανε ο νεαρός, για να εξασφαλίσει στην εταιρία μεγαλύτερο κέρδος, εξερράγη ένα τρένο με ντοματόσουπες στο Μεξικό. Όλη η εταιρία απειλείται με μήνυση και γι' αυτό, ο Sam θα πρέπει τώρα ν' αναλάβει, με τα χρήματα της πολυπόθητης προμήθειας, να λαδώσει κάποιον αρμόδιο. Την ίδια μέρα, η μητέρα του, καλεί επίμονα στο κινητό, όμως εκείνος της το κλείνει. Φτάνοντας σπίτι, η κοπέλα του, του ανακοινώνει ότι πέθανε ο πατέρας του. Αναγκαστικά, μέσα σε όλα του τα προβλήματα, ο Sam, θα πρέπει να ταξιδέψει στο πατρικό του για τα συλλυπητήρια. Αν και δεν έχει σκοπό να μείνει παραπάνω από μια διανυκτέρευση, πριν την αναχώρησή του, θα του δοθεί ένα ποσό 150.000 δολαρίων μ' ένα σημείωμα από τον πατέρα του, να τα παραδώσει σε κάποιον Josh (Michael Hall D'Addario). Στην προσπάθειά του να καταλάβει για ποιό λόγο ο αποθανών, αντί ν' αφήσει τα χρήματα σ' εκείνον, επέλεξε κάποιον άγνωστο, θα γνωρίσει την Frankie (Elizabeth Banks), την μητέρα του Josh, η οποία μοιάζει καταπληκτικά με τον πατέρα του. Στην ανάγκη του να μάθει περισσότερα γι' αυτήν την γυναίκα, θα παρατείνει την παραμονή του εκεί και θ' αναθεωρήσει τις απόψεις του για την οικογένεια.

Η κριτική
Το "Άνθρωποι σαν κι εμάς" είναι ένα δράμα που μιλά για τους δεσμούς της οικογένειας και προβάλλει την ανθρώπινη αδυναμία ως μέρος των λανθασμένων αποφάσεων που παίρνουν μερικές φορές οι γονείς κι επηρεάζουν μ' αυτές τα παιδιά τους. Παρόλα αυτά, ακόμα και μετά θάνατον, μπορεί να δοθεί σε κάποιον η ευκαιρία να διορθώσει τα λάθη του και να λάβει άφεση αμαρτιών.
Στην συγκεκριμένη ταινία, θα δούμε δυο παράλληλες ιστορίες να ξετυλίγονται, με τον πρωταγωνιστικό ρόλο να έχει αναλάβει ο νόμιμος γιός του αποθανόντος μουσικού παραγωγού Jerry Harper (Dean Chekvala). Ο Jerry, όντας ένας άνθρωπος της μουσικής ροκ σκηνής, θα μπορούσαμε να πούμε ότι είχε έναν χαρακτήρα πιο απελευθερωμένο απ' αυτόν ενός απλού οικογενειάρχη. Έτσι, παρόλη την αγάπη που έτρεφε για το πρόσωπο της γυναίκας του, Lillian (Michelle Pfeiffer), είχε παράλληλα και μια κόρη, εκτός γάμου, την Frankie, την οποία κι εγκατέλειψε όταν εκείνη ήταν 8 χρονών.
Με τις επιλογές του αυτές, βέβαια, ο Jerry, κατάφερε απλώς από την μια ν' απομακρυνθεί από το γιό του και να του  δημιουργήσει μια απέχθεια για οτιδήποτε τείνει να μοιάσει σε οικογένεια κι από την άλλη, η εγκατάλειψη της Frankie, ώθησε την νεαρή κοπέλα να κατηγορήσει τον εαυτό της και να οδηγηθεί στις καταχρήσεις. Το καθένα από τα δυο του παιδιά, μεγάλωσε με την δική του προσωπική ιστορία απώλειας του πατρικού προτύπου και τα δυο όμως, εξαιτίας αυτού, φέρουν πληγές που επηρεάζουν την ενήλικη συμπεριφορά τους.
Όταν οι δρόμοι των δυο ετεροθαλών αδελφών, διασταυρωθούν, τον Sam, θα τον τραβήξει κάτι πολύ οικείο στην Frankie, αλλά κι εκείνη, χωρίς να γνωρίζει την πραγματική ταυτότητα του νεαρού αγνώστου, θα νιώσει σαν να τον γνωρίζει από παλιά. Σιγά-σιγά, θα δούμε ότι θ' αρχίσει ν' αναπτύσσεται ένας αληθινός δεσμός, ανάμεσα στα δυο ετεροθαλή αδέλφια, ο οποίος θα τους βοηθήσει να κατανοήσουν την συμπεριφορά του πατέρα τους, ν' αναθεωρήσουν τις ζωές τους και να βρουν επιτέλους τη γαλήνη που λείπει κι απ' τους δυο τους.
Το έργο, βασίζεται κατά κύριο λόγο στην γνωστή παροιμία: "Αμαρτίες γονέων παιδεύουσι τέκνα", χωρίς όμως να στοχεύει σ' ένα "κατηγορώ" των γονεϊκών αποφάσεων που μας οδηγούν να εξελιχθούμε σ' αυτό που είμαστε σήμερα. Αντίθετα, η ταινία προσπαθεί μ' έναν πολύ όμορφο τρόπο, να δείξει ότι για το ίδιο πρόσωπο, υπάρχουν διάφορες αλήθειες, οι οποίες μπορεί κάποιες φορές να μοιάζουν αντικρουόμενες, όμως αν τις συνθέσει κανείς καταλλήλως, μπορεί να φτάσει σε μια κοινή αλήθεια και να κατανοήσει επιτέλους τα "γιατί" που θα τον βοηθήσουν να λυτρωθεί.
Ενδιαφέρον, παρουσιάζει το γεγονός ότι η ταινία, δεν είναι ένα καθαρό οικογενειακό δράμα, αλλά τείνει λίγο σε ρομαντική κομεντί, γεγονός που την κάνει λίγο πιο ανάλαφρη κι ευχάριστη. Έχοντας ταυτόχρονα μια συμπαθητική σκηνοθεσία κι ικανοποιητικές ερμηνείες, με αυτήν της Michelle Pfeiffer να ξεχωρίζει ευχάριστα γι' ακόμα μια φορά, κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει τους δημιουργούς της για κάποιες μικρές ατέλειες της ταινίας. Για παράδειγμα, η Elizabeth Banks, είναι τόσο περιποιημένη που είναι αδύνατον να πιστέψει κανείς ότι είναι πρώην αλκοολική ή η συμπεριφορά του μικρού Josh, μοιάζει μ' αυτήν ενός αρκετά συνειδητοποιημένου παιδιού, κάτι το οποίο δεν δικαιολογεί τα προβλήματα που δημιουργεί, αλλά ούτε και το πώς ένα ορφανό αγόρι, με μια προβληματική μάνα, απέκτησε τέτοιον σταθερό χαρακτήρα.
Αλλά όπως προείπα, το επίκεντρο του έργου, δεν είναι η ανάδειξη των προβληματικών τόσο, όσο η δημιουργία μιας όμορφης αίσθησης κι η ανάπτυξη ενός θετικού τρόπου σκέψης για την ζωή, αλλά και για τα όσα μας έχουν διαμορφώσει. Γι' αυτό το λόγο, προτείνεται σε όσους ψάχνουν για μια καλή δραματική, αλλά παράλληλα κι ανάλαφρη ταινία που θα τους ταξιδέψει για δυο ώρες περίπου.

Βαθμολογία: 3/5

Τα σχετικά
Αμερικάνικο δράμα του 2012, σε σενάριο των Alex Kurtzman, Roberto Orci και Jody Lambert και σκηνοθεσία του Alex Kurtzman, διάρκειας 114 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές τους Chris Pine, Elizabeth Banks, Michael Hall D'Addario, Michelle Pfeiffer και Olivia Wilde.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

5 Δεκεμβρίου 2012

(1964) Άμλετ

Πρωτότυπος τίτλος: Гамлет (Gamlet)
Αγγλικός τίτλος: Hamlet


Η υπόθεση
Η Δανία θρηνεί τον θάνατο του βασιλιά της, όμως μέσα σ' ένα διάστημα δυο μηνών μόλις, ο νέος βασιλιάς κι αδελφός του αποθανόντος, Κλαύδιος (Mikhail Nazvanov), διοργανώνει γιορτή στο παλάτι, για να γιορτάσει τον γάμο του με την χήρα βασίλισσα και μητέρα του πρίγκιπα Άμλετ (Innokentiy Smoktunovskiy), Γερτρούδη (Elza Radzina). Το φάντασμα του νεκρού βασιλιά, θα εμφανιστεί στον πρίγκιπα Άμλετ, αποκαλύπτοντάς του ότι στην πραγματικότητα δολοφονήθηκε από τον Κλαύδιο και θα του ζητήσει να πάρει εκδίκηση για τον φόνο. Ο Άμλετ, διχασμένος, σχεδιάζει ν' αποκαλύψει την σκευωρία του Κλαύδιου και ν' αποδώσει δικαιοσύνη, όπως τον διέταξε το φάντασμα του πατέρα του. Μέσα από μια σειρά αλληλένδετων γεγονότων, το βασίλειο της Δανίας, καλύπτεται από ένα πέπλο θανάτου, του οποίου θύματα είναι κι αθώα πλάσματα, όπως η Οφηλία (Anastasiya Vertinskaya).

Η κριτική
Ο "Άμλετ" του Grigori Kozintsev θεωρείται, από πολλούς κριτικούς, η καλύτερη μεταφορά του θεατρικού έργου του William Shakespeare, στην μεγάλη οθόνη, κι αυτό όχι άδικα. Όντας, δε, ένα κλασικό πια, δημιούργημα, του οποίου η αρτιότητα αγγίζει την κινηματογραφική τελειότητα, χωρίς να διαβρώνει ούτε στο ελάχιστο, το θεατρικό κείμενο, είναι πρακτικά αδύνατον ν' ασκηθεί κριτική, χωρίς αυτή να καταλήγει να πλέκει, ουσιαστικά, εγκώμιο στον σκηνοθέτη.
Επειδή, επίσης, δεν αξίζει τον κόπο να σταθεί κάποιος στην ανάλυση των χαρακτήρων του έργου, μιας κι ο "Άμλετ" έχει υποστεί άπειρες αναλύσεις με το πέρας των χρόνων, καθώς θεωρείται από πολλούς το ύψιστο αριστούργημα του Άγγλου δραματουργού, θα κάνω μια αναγωγή στην βασική διαφορά θεάτρου και κινηματογράφου για να εξηγήσω, μετά, τον λόγο που η συγκεκριμένη απόδοση του έργου, αξίζει αντικειμενικά να συγκαταλέγεται στα αριστουργήματα της έβδομης τέχνης.
Με την έναρξη του κινηματογράφου, τα θέατρα, σε παγκόσμια κλίμακα, υπέστησαν μεγάλο πλήγμα. Κι αυτό, γιατί ήταν πολύ δύσκολο ένας θίασος να συναγωνιστεί τα κοντινά πλάνα στα πρόσωπα των ηθοποιών, που έκαναν εμφανή τα συναισθήματα των χαρακτήρων σε όλη την αίθουσα κι όχι μόνο στους προνομιούχους των πρώτων σειρών ή των πλουσίων αρχόντων που, από τα θεωρεία τους, μπορούσαν, με τα κιάλια, να έχουν μια καθαρή εικόνα των προσώπων των ηθοποιών. Το κυριότερο όμως, ήταν φύσει αδύνατον, ένας θίασος να συναγωνιστεί τις μαγικές εικόνες, εξωτικών τοπίων, που είχε τη δυνατότητα ο κινηματογράφος να παρουσιάσει στον θεατή.
Γι' αυτό το λόγο, οι θίασοι σταδιακά αναγκάστηκαν να προσαρμόσουν το ρεπερτόριό τους, ανεβάζοντας κλασικά δράματα, των οποίων το περιεχόμενο είχε τη δυνατότητα να συγκινήσει και να παιδεύσει τον θεατή. Έτσι, σταδιακά, επήλθε ένας διαχωρισμός του κοινού. Τα λαϊκά στρώματα, έδειχναν μια ξεκάθαρη προτίμηση στον κινηματογράφο, του οποίου ο κύριος στόχος ήταν η ψυχαγωγία, ενώ οι ανώτερες τάξεις, συνέχιζαν να επιλέγουν το θέατρο στις εξόδους τους, καθώς εκτός από ψυχαγωγία, προσέφερε παράλληλα και παίδευση του κοινού.
Σήμερα, βέβαια, οι εποχές έχουν αλλάξει. Ο κινηματογράφος είναι μια αναγνωρισμένη μορφή τέχνης, που έχει δώσει πολλά ποιοτικά διαμάντια. Παρόλα αυτά, όμως, η αντίληψη ότι το μέσο αυτό αποτελεί μια πιο ευτελή μορφή τέχνης, συγκριτικά με το θέατρο, δεν έχει εκλείψει. Το γεγονός αυτό, δεν μπορώ να το χαρακτηρίσω παράλογο, καθώς αν αναλογιστεί κανείς το χρονικό διάστημα που καλύπτει η ιστορία του θεάτρου, συγκριτικά με του κινηματογράφου, εύκολα καταλαβαίνει ότι τα θεατρικά έργα που έχουν διασωθεί μέχρι και σήμερα, έχουν μια αρτιότητα διαχρονική που, πολύ δύσκολα, θα μπορέσει να τα συναγωνιστεί μια τέχνη που γεννήθηκε πριν έναν αιώνα.
Κι έρχομαι, λοιπόν, στο προκείμενο. Τα έργα του Shakespeare, διακρίνονται για την τραγικότητα των ηρώων τους. Τραγικότητα που, όμοια με αυτή των αρχαίων τραγωδιών, οφείλονται στη σύγκρουση του ήρωα με τη μοίρα του κι οδηγούν στην κάθαρση της ψυχής του θεατή. Ο κορυφαίος τραγικός ήρωας, επίσης, του κορυφαίου Άγγλου δραματουργού, θεωρείται ο Άμλετ κι έπειτα ο Βασιλιάς Ληρ.
Αν και τα έργα του γνωστού τραγικού ποιητή, είναι πολυπρόσωπα κι η σκηνή απαιτεί πολλές εισόδους κι εξόδους, οπότε θεωρητικά είναι ένας εύκολος δραματουργός για κινηματογραφική μεταφορά, η πραγματικότητα μάλλον αναιρεί την άποψη αυτή. Η τραγικότητα των έργων του Shakespeare, δυστυχώς, δεν βρίσκεται μόνο στους ήρωές του, αλλά και στον λυρισμό του λόγου τους. Έναν λυρισμό καθαρά θεατρικό, που, αν δεν είχα δει τον "Άμλετ" του Kozintsev θα έλεγα ότι είναι αδύνατο να μεταφερθεί κινηματογραφικά, χωρίς ίχνος θεατρικής αναφοράς και να διατηρήσει το μεγαλείο του αρχικού κειμένου.
Ο Kozintsev, έχοντας κάνει μια επεξεργασία οχτώ ετών στο σενάριο και έχοντας σπαταλήσει δυο χρόνια για τα γυρίσματα του σοβιετικού "Άμλετ", έχει καταφέρει να διατηρήσει τον λυρισμό του σαιξπηρικού κειμένου, συμπληρωμένου με μια εικόνα τόσο ρεαλιστική, που κάνει τον θεατή να ξεχάσει τη θεατρική αναφορά και τον ωθεί ν' αναγνωρίσει τον καθημερινό άνθρωπο κι όχι τον τραγικό ήρωα, στον κινηματογραφικό χαρακτήρα του Άμλετ.
Η ερμηνεία του Innokentiy Smoktunovskiy, ως Άμλετ, είναι κάτι παραπάνω από εξαιρετική. Η πλαισίωσή του, δε, από εφάμιλλες ερμηνείες, όπως αυτή του Mikhail Nazvanov, ως Κλαύδιος, ή της Anastasiya Vertinskaya, ως Οφηλία και της Elza Radzina, ως Γερτρούδη, συνθέτουν ένα δράμα υποκριτικής αρτιότητας, το οποίο, συμπληρώνει η ευφάνταστη μουσική επένδυση του κορυφαίου συνθέτη, Dmitri Shostakovich. Η μουσική του έργου, χωρίς να έχει την λειτουργία της συνοδείας, μεταφέρει στον θεατή τη συναισθηματική φόρτιση των σκηνών, αιχμαλωτίζοντάς τον.
Όσον αφορά τη σκηνοθεσία τώρα, το κυριότερο στοιχείο της αριστουργηματικότητάς της, είναι ότι προσανατολίζεται κινηματογραφικά κι όχι θεατρικά. Όμως, αξίζει ν' αναφέρουμε τις υπέροχες εμπνεύσεις εικόνας, που μένουν ανεξίτηλες στο μυαλό του θεατή. Κάποιες από αυτές, είναι η αντίθεση της βραχώδους στεριάς με την τρικυμισμένη θάλασσα, της τεράστιας σκιάς του βασιλιά που καλύπτει ολόκληρο το κάστρο της Δανίας ή της θεατρικής αναπαράστασης του φόνου του βασιλιά, που γίνεται υπό το φως της δάδας και με φόντο την θάλασσα.
Κατά κύριο λόγο, προτείνεται στο σινεφίλ κινηματογραφικό κοινό, αλλά και στους λάτρεις του θεάτρου, καθώς το συγκεκριμένο έργο αποτελεί την απόδειξη ότι ο κινηματογράφος, είναι μια ισάξια μορφή τέχνης.

Βαθμολογία: 5/5
Τα σχετικά
Σοβιετικό δράμα του 1964, βασισμένο στο ομώνυμο θεατρικό έργο του  William Shakespeare, σε μετάφραση του Boris Pasternak, σενάριο και σκηνοθεσία του Grigori Kozintsev και μουσική του Dmitri Shostakovich, διάρκειας 140 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Innokentiy Smoktunovskiy, Anastasiya Vertinskaya, Mikhail Nazvanov, Elza Radzina, Vladimir Erenberg και Stepan Oleksenko.

Οι σύνδεσμοι
Trailer 
Imdb 
Rotten Tomatoes