Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Θρίλερ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Θρίλερ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

20 Μαρτίου 2013

(2012) Passion

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: Passion


Η υπόθεση
H Christine (Rachel McAdams) κι η Isabelle (Noomi Rapace) είναι δυο γοητευτικές γυναίκες που δουλεύουν ως ομάδα σε μια μεγάλη πολυεθνική. Όταν η Isabelle κάνει το λάθος να συνάψει σχέση με κάποιον εραστή της Christine κι η Christine εκμεταλλευόμενη την ευκαιρία που της παρουσιάζεται να μετακομίσει στα κεντρικά γραφεία της Νέας Υόρκης, σφετερίζεται μια ιδέα της Isabelle, τότε θ' αρχίσει να ξετυλίγεται ένα ερωτικό παιχνίδι εξουσίας, παράνοιας, εξάρτησης κι ισχύος το οποίο μόνο με θάνατο μπορεί να λήξει.

Η κριτική
Το "Passion" αποτελεί το πολλά υποσχόμενο remake ενός σχετικά άνευρου, ενδιαφέροντος όμως από μια πλευρά, γαλλικού δραματικού θρίλερ ονόματι "Η αντίζηλος". Η ιστορία του, όπως και στο πρωτότυπο έργο του 2010, εξελίσσεται στον επιχειρηματικό κόσμο, με μόνη διαφορά των δυο εκδοχών, τον τρόπο προσέγγισης της πανομοιότυπης θεματικής τους.
Είναι αλήθεια πως στην πρωτότυπη ταινία, ως τη στιγμή του φόνου, ο σκηνοθέτης της αναλώνεται σε μια άτονη παρουσίαση της ευγενούς σφαγής που χαρακτηρίζει τον χώρο των πολυεθνικών. Από τη στιγμή όμως που πραγματοποιείται η δολοφονία, το έργο αμέσως αρχίζει ν' αποκτά ενδιαφέρον, καθώς ο θεατής από την αρχή γνωρίζει το πρόσωπο του δολοφόνου και καλείται να συμμετάσχει σ' ένα παιχνίδι αποδείξεων που θα καταδικάσουν ή θα αθωώσουν τον/την κατηγορούμενο/η από το έγκλημα.
Σ' αυτή την εκδοχή του De Palma όμως, ο οποίος αξίζει να πούμε ότι, παρά τα διαμάντια που έχει χαρίσει στον κινηματογραφικό χώρο στην διάρκεια της καριέρας του, μοιάζει να έχει χάσει την έμπνευσή του, γίνεται μια προσπάθεια να παρουσιαστεί μια πιο ενδιαφέρουσα εκδοχή της ίδιας ιστορίας. Κι ο τρόπος με τον οποίο προσπαθεί να το πετύχει, είναι μέσω της ανάδειξης του υπολανθάνοντος ερωτικού στοιχείου της αρχικής.
Εστιάζοντας στην άκρατη σεξουαλικότητα της Christine, που την βοηθά ν' ανέλθει επαγγελματικά, αλλά και στην σχέση εξάρτησης που καταφέρνει να δημιουργήσει αυτή με την Isabelle, ο De Palma, καταφέρνει μεν αντί για ένα άνευρο, αληθοφανές πάρ' αυτά, πρώτο μέρος να παρουσιάσει μια πιο ενδιαφέρουσα ιστορία που βρίθει από ψεύτικα ερωτικά φετίχ, καταλήγει όμως να μπλεχτεί μέσα στα ίδια του τα δίχτυα, αφού κατά τη διάρκεια του δεύτερου μέρους, αρνείται να αποτινάξει αυτήν την υπερβολή και παράλληλα εστιάζει στην εύρεση του προσώπου που διέπραξε το έγκλημα, χάνοντας το γενικότερο νόημα.
Το χειρότερο όλων όμως, είναι το εναλλακτικό τέλος που επιλέγει να δώσει στην δική του εκδοχή ο Αμερικάνος δημιουργός. Στην προσπάθειά του προφανώς, να καλύψει τις σεναριακές τρύπες που ο ίδιος έχει δημιουργήσει, καταλήγει να κάνει έναν επίλογο στον οποίο χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα. Δεν λέω, από καλλιτεχνικής απόψεως εκεί είναι που αποδίδεται εντονότερα η αίσθηση του νουάρ, όμως με αυτό το κλείσιμο ακόμα και τα ελάχιστα θετικά στοιχεία αυτού του φιλμ, γκρεμίζονται μέσα σε μερικά λεπτά κι είναι κρίμα να συμβαίνει αυτό όταν την σκηνοθεσία υπογράφει ένας καλλιτέχνης του ύψους του De Palma.
Εν συντομία λοιπόν, αν ανήκετε στους θαυμαστές του Brian De Palma, θα σας συνιστούσα να ρίξετε τις απαιτήσεις σας και να μην περιμένετε μια ταινία που θα σας ενθουσιάσει.

Βαθμολογία: 1/5

Τα σχετικά
Γαλλικό θρίλερ του 2012, βασισμένο σε ταινία των Natalie Carter και Alain Corneau, σε σενάριο των Brian De Palma και Natalie Carter και σκηνοθεσία του Brian De Palma, διάρκειας 100 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Rachel McAdams, Noomi Rapace, Karoline Herfurth, Paul Anderson, Rainer Bock και Ian T. Dickinson.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

6 Μαρτίου 2013

(2013) Παρενέργειες

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: Side effects


Η υπόθεση
Μετά από τέσσερα χρόνια αναμονής, ο Martin Taylor (Channing Tatum) αποφυλακίζεται και ξανασμίγει με τη γυναίκα του, Emily (Rooney Mara). Η Emily όμως, αντί να πλέει σε πελάγη ευτυχίας, αποπειράται ανεπιτυχώς ν' αυτοκτονήσει, γνωρίζοντας έτσι τον ψυχίατρο Jonathan Banks (Jude Law), με τον οποίο ξεκινά θεραπεία για την καταπολέμηση της κατάθλιψής της. Έπειτα από διάφορες αγωγές, η Emily καταλήγει σ' ένα νέο αντικαταθλιπτικό, το Ablixa, το οποίο μοιάζει να έχει θαυματουργή επίδραση στην διάθεσή της. Οι παρενέργειες όμως δεν θ' αργήσουν να κάνουν την εμφάνισή τους, καθώς η Emily ξεκινά να υπνοβατεί, δολοφονώντας τον άντρα της σε ένα από τα περιστατικά υπνοβασίας. Πού όμως θα πρέπει ν' αποδοθούν οι ευθύνες;

Η κριτική
Σε μια περίοδο όπου τα θρίλερ έχουν αρχίσει να ανακυκλώνονται, αναπαράγοντας συνεχώς τα ίδια και τα ίδια, ο Steven Soderbergh σε συνεργασία με τον Scott Z. Burns, αναλαμβάνουν να δημιουργήσουν μια πρωτότυπη και εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ταινία του είδους, που θυμίζει σε κάποια σημεία της παλιό και συνεπώς καλό φιλμ νουάρ. Παίζοντας με διάφορες θεματικές, οι δημιουργοί της καταπιάνονται με τον χώρο της ψυχολογίας, και πιο συγκεκριμένα τα συνεχώς αυξανόμενα κρούσματα κατάθλιψης, και στην συνέχεια προσεγγίζουν τον σχετικά "παρθένο", αλλά πολύ αξιόλογο για εξερεύνηση, χώρο των φαρμακοβιομηχανιών.
Ξεκινώντας λοιπόν με μια σκηνή φόνου, μετά την οποία ο θεατής θα γυρίσει τρεις μήνες πίσω για να παρακολουθήσει το χρονικό που οδήγησε σ' αυτή τη στιγμή, ο Soderbergh κάνει μια εξαίρετη αρχή, κερδίζοντας το κινηματογραφικό κοινό από το πρώτο λεπτό. Χωρίς να γίνεται χρήση υπερβολών, η περιέργεια εξάπτεται κι έπειτα ο χρόνος που προσφέρεται στην προβολή των γεγονότων που έλαβαν χώρα στο προαναφερθέν διάστημα, αρκεί για την προβολή των απολύτως απαραίτητων, χωρίς επομένως να προλαβαίνει να κουράσει με εξηγήσεις και να χάσει το βλέμμα του θεατή πριν ξεκινήσει το πραγματικό θρίλερ.
Χρησιμοποιώντας ως αφετηρία την ανθρώπινη ψυχοσύνθεση, την οποία αποπειράται να παρουσιάσει όσο το δυνατόν ορθότερα, και την κατάθλιψη που εξαπλώνεται σε ολοένα και περισσότερους ανθρώπους του δυτικού κόσμου, πετυχαίνει να στήσει όμορφα τις βάσεις για το πέρασμα στον βρώμικο κόσμο των φαρμακοβιομηχανιών, γλιστρώντας ανεπαίσθητα από το ένα θέμα στο άλλο. Η παρουσίαση των ηρώων και των εξιλαστήριων θυμάτων που σε κάνουν ν' αμφιβάλλεις για τις προθέσεις του καθενός ωστόσο, δεν περιορίζονται μονάχα στον συγκεκριμένο χώρο αλλά αντικατοπτρίζουν όλον τον επιχειρηματικό κόσμο των μεγάλων κερδών και των αρρωστημένων παιχνιδιών συμφέροντος.
Έτσι επομένως έχουμε την συνταγή για ένα φαινομενικά διαφορετικό φιλμ, του οποίου η επιτυχία εξαρτάται, εκτός των άλλων, κι από την ερμηνευτική του πλαισίωση. Οι επιλογές λοιπόν της Rooney Mara και του Jude Law σε πρωταγωνιστικούς ρόλους είναι καίριας σημασίας κι αποδεικνύονται οι καταλληλότερες, καθώς κι οι δυο ανταποκρίνονται έξοχα στις απαιτήσεις των χαρακτήρων που ενσαρκώνουν. Οι Channing Tatum και Catherine Zeta-Jones επίσης, είναι εξίσου ικανοποιητικοί στους δευτερεύοντες ρόλους τους. Παράλληλα η φωτογραφία κι η μουσική επένδυση, αν και δεν κάνουν ιδιαίτερη αίσθηση, συμπληρώνουν αρμονικά το υπόλοιπο σύνολο.
Αν λοιπόν είστε λάτρεις των καλών θρίλερ ή των ταινιών που εστιάζουν στην ανθρώπινη ψυχοσύνθεση, οι "Παρενέργειες" αποτελούν μια αναπάντεχα καλή πρόταση για εσάς, καθώς σκηνοθετικά, ερμηνευτικά και χρονικά αποτελεί μια προσεγμένη παραγωγή που καταφέρνει ν' ανταποκριθεί στις προσδοκίες των θεατών της.

Βαθμολογία: 3/5

Τα σχετικά
Αμερικάνικο θρίλερ του 2013, σε σενάριο του Scott Z. Burns και σκηνοθεσία του Steven Soderbergh, διάρκειας 106 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Rooney Mara, Jude Law, Catherine Zeta-Jones και Channing Tatum.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

19 Ιανουαρίου 2013

(2012) Το κεφάλαιο

Πρωτότυπος τίτλος: Le capital
Αγγλικός τίτλος: Capital


Η υπόθεση
Ο Marc Tourneuil (Gad Elmaleh) είναι ένας νέος και πολύ φιλόδοξος τραπεζίτης, που μετά από την αποκάλυψη ενός σοβαρού προβλήματος υγείας του προέδρου της Phenix, μιας από τις μεγαλύτερες τράπεζες του κόσμου, ορίζεται διάδοχός του. Το μικρό της ηλικίας του, αλλά κι η κατοχή της πολυπόθητης προεδρικής καρέκλας, εγείρουν πολλές αντιδράσεις, κυρίως από τους γηραιότερους σε ηλικία συναδέλφους του. Ο Marc, όμως, είναι αποφασισμένος να μην επιτρέψει σε κανέναν να τον ρίξει από τον θρόνο του, συμπεριλαμβανομένων όσων τον φθονούν ή των θεωρούν ένα απλό πιόνι. Έτσι, λοιπόν, παίζει το παιχνίδι των μεγάλων συμφερόντων, θέτοντας τους δικούς του ακραίους και κερδοφόρους κανόνες, προσπαθώντας να εκμεταλλευτεί το χρόνο που του έχει δοθεί προς δικό του όφελος.

Η κριτική
"Το κεφάλαιο" είναι ένα δράμα που ως στόχο έχει να παρουσιάσει στον θεατή της, εντελώς απογυμνωμένη, την αλήθεια γύρω από τον τρόπο με τον οποίο είναι δομημένο το σημερινό καπιταλιστικό σύστημα, στην πράξη. Ο Κώστας Γαβράς, εκλαϊκευμένα, γυρίζει μια ταινία για ένα παγκόσμιο "παιχνίδι" ενηλίκων, στο οποίο έχουν δικαίωμα να συμμετάσχουν μόνο οι κεφαλαιοκράτες και που ως στόχο έχει να φτωχύνουν κι άλλο οι φτωχοί, πλουτίζοντας κατ' αυτόν τον τρόπο τους πλούσιους.
Ως κεντρικό πρωταγωνιστή του, λοιπόν, ο Γαβράς, χρησιμοποιεί έναν νεαρό άντρα, ο οποίος δεν δείχνει να έχει κανένα ενδοιασμό να πατήσει επί πτωμάτων, προκειμένου να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα του ιδίου και της τράπεζας που εκπροσωπεί. Όντας λοιπόν, υπερβολικά φιλόδοξος, αλλά κι αλαζόνας, ο Marc Tourneuil, με το που αναλαμβάνει την θέση του προέδρου, γνωρίζει πολύ καλά ότι τρέχει ενάντια στον χρόνο και σκοπεύει να κάνει ό,τι περνά απ' το χέρι του προκειμένου να μην επιτρέψει σε κανέναν να τον υποτιμήσει.
Γι' αυτόν το λόγο λοιπόν, αναλαμβάνοντας την θέση του προέδρου, το πρώτο πράγμα που τον βλέπουμε να κάνει, είναι να διεκδικεί τον σεβασμό των γύρω του, προβάλλοντας την ανωτερότητά του, ως πρόεδρος, και καθιστώντας σαφές ότι δεν έχει αναλάβει το αξίωμα αυτό για να ζεστάνει την καρέκλα κάποιου άλλου. Έτσι, τον βλέπουμε να συμπεριφέρεται αλαζονικά κυρίως στους, μέχρι πρότινος, προϊσταμένους του και να χειρίζεται πολύ ευρηματικά τις υποχρεωτικές απολύσεις που πρέπει να γίνουν στον όμιλο στ' όνομα της "εξυγίανσής" του.
Αντί λοιπόν ν' αναλάβει ο ίδιος την ευθύνη και το χρέος της οποιασδήποτε απόλυσης, οδηγεί με μια υπέροχη δικαιολογία, αυτή της δημιουργίας ενός φιλικού κι οικογενειακού περιβάλλοντος, όλους τους χαμηλά ιστάμενούς τους, να προδώσουν τα υπερβολικά φιλόδοξα στελέχη του ομίλου, τα οποία αποτελούν απειλή για τον ίδιο. Κατ' αυτόν τον τρόπο, πετυχαίνει να δημιουργήσει ένα ευνοϊκό κλίμα γύρω απ' τ' όνομά του, αλλά και να ξεφορτωθεί τον οποιονδήποτε δείχνει δείγματα εξουσίας, ευνουχίζοντας φυσικά και όλους τους εν δυνάμει εχθρούς του.
Στους κεφαλαιοκράτες, όμως, και τους μετόχους δεν είναι σε θέση να επιβληθεί και γι' αυτόν το λόγο, τους επιτρέπει να τον χειραγωγήσουν, προσπαθώντας όμως παράλληλα να προβλέψει τι γεννά η στήριξη που του προσφέρουν. Παίζοντας λοιπόν, με τη σειρά του, στο δικό τους παιχνίδι, με τους δικούς τους κανόνες, θα αποπειραθεί να κερδίσει τους μεγαλύτερους των μεγαλυτέρων, θυσιάζοντας τα πάντα στο βωμό της εξουσίας.
Ποιός είναι ο λόγος λοιπόν που ένας τέτοιος άντρας κεντρίζει το ενδιαφέρον του θεατή; Πολύ απλά γιατί αυτός ο καπιταλιστής τραπεζίτης θα μπορούσε να είναι ο καθένας από 'μας. Ο Tourneuil, όπως καταλαβαίνουμε από τα διάφορα συμφραζόμενα, είναι απλώς ένας ιδιαίτερα φιλόδοξος άντρας που δεν δέχεται ν' αφήσει τον κόσμο να τον πατήσει κάτω σαν σκουλήκι. Έτσι, κατανοεί από μικρός τον νόμο της επιβίωσης του ισχυρότερου και παρά την απέχθεια που δημιουργεί στον κοινό θεατή ο χαρακτήρας αυτός, ο σκηνοθέτης επιτυγχάνει την ταύτιση, παρουσιάζοντας τις ενδόμυχες κι ανθρώπινες σκέψεις, τις οποίες φυσικά καταπνίγει πάντοτε, ενός ανθρώπου που δεν έχει διαβρωθεί πλήρως από το τραπεζικό σύστημα.
Τέλος, οι γυναίκες που συναντάμε κατά την διάρκεια της ταινίας, παίζουν έναν περισσότερο συμβολικό ρόλο, εξυπηρετώντας στην καλύτερη κατανόηση των νοημάτων της. Η σύζυγος του Marc, παρουσιάζεται ως μια απλή γυναίκα, εκφράζοντας την μεσοαστική τάξη, από την οποία προέρχεται κι ο πρωταγωνιστής και την οποία εναγωνίως προσπαθεί ν' αφήσει πίσω του. Από την άλλη, η ύπαρξη ενός μοντέλου με το οποίο φλερτάρει ο πρωταγωνιστής, αλλά συνεχώς ξεγλιστρά μέσα απ' τα χέρια του, θα μπορούσε να συμβολίζει το άπιαστο όνειρο, με την οποιαδήποτε μορφή θα μπορούσε να λάβει αυτό. Τέλος, η τρίτη γυναίκα που εισβάλει στην ζωή του Marc, η Maud Baron (Céline Sallette), αποτελεί για εκείνον ένα πρότυπο, το οποίο παρά την δύναμη που ασκεί πάνω του, αποφεύγει να υιοθετήσει για τον εαυτό του, καθώς έρχεται σε σύγκρουση με τα προσωπικά του "θέλω".
Με άλλα λόγια, αν σας αρέσουν τα έργα που βρίσκονται στα όρια του δράματος και του οικονομικού θρίλερ, θα σας συνιστούσα να προτιμήστε "Το κεφάλαιο", καθώς σ' αυτό, παρουσιάζεται με απόλυτη ειλικρίνεια κι εξαιρετική απλότητα η υπάρχουσα κατάσταση, από την πλευρά αυτών που κινούν τα νήματα.

Βαθμολογία: 3/5

Τα σχετικά
Γαλλικό δραματικό θρίλερ του 2012, βασισμένο στο ομώνυμο βιβλίο της Stéphane Osmont, σε σενάριο των Karim Boukercha, Κώστα Γαβρά και Jean-Claude Grumberg και σκηνοθεσία του Κώστα Γαβρά, διάρκειας 114 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Gad Elmaleh, Natacha Régnier, Liya Kebede, Céline Sallette, και Gabriel Byrne.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

16 Ιανουαρίου 2013

(2012) Άλλοθι

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: Arbirtage


Η υπόθεση
Ο Robert Miller (Richard Gere) είναι ένας πετυχημένος επιχειρηματίας μέσης ηλικίας, που αποφασίζει να πουλήσει την εταιρεία του, υπογράφοντας μια καλή συμφωνία που θα διασφαλίζει την καριέρα των παιδιών του, και ν' αφοσιωθεί στην οικογένειά του και τις φιλανθρωπικές εκδηλώσεις που διοργανώνει, στ' όνομά του, η γυναίκα του, Ellen Miller (Susan Sarandon). Κατά τα φαινόμενα, ο Robert Miller τα έχει όλα. Στην πραγματικότητα, βέβαια, η επιχείρησή του έχει χρεοκοπήσει, από μια λανθασμένη επένδυση, τα επαγγελματικά του βιβλία έχουν παραποιηθεί, καλύπτοντας τις τρύπες με ένα δανεικό ποσό που θ' αποπληρωθεί μετά την πώληση του ομίλου και παράλληλα από την ζωή του δεν λείπει μια ερωμένη, την οποία σκοτώνει, άθελά του, σε αυτοκινητιστικό. Όλα τα παραπάνω, φυσικά, απειλούν να καταστρέψουν τον ίδιο, αλλά και την οικογένειά του, στην περίπτωση που αποκαλυφθούν.

Η κριτική
Το "Άλλοθι" είναι ένα θρίλερ, που παρουσιάζει, εμμέσως, τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί το χρηματο-οικονομικό σύστημα των αμερικάνικων επιχειρήσεων, αλλά και τη δύναμη που δίνει σε κάποιον η κατοχή του χρήματος, ακόμη κι αν αυτή είναι φαινομενική.
Ο Richard Gere, σ' αυτήν την ταινία, καλείται να ενσαρκώσει έναν πετυχημένο μεσήλικα, που αγωνίζεται ενάντια στο χρόνο, προκειμένου να καταφέρει να γλυτώσει την οικονομική καταστροφή του. Ακόμα κι αν ο χαρακτήρας του Robert Miller, αποπνέει τον αέρα ενός σωστού και αυτοδημιούργητου κροίσου, ο οποίος αποτελεί τον ορισμό του αμερικάνικου ονείρου, η αλήθεια βρίσκεται πολύ μακριά από αυτή την πλαστή εικόνα που δείχνει στην κοινή γνώμη αλλά και στον ίδιο του τον εαυτό και δεν θ' αργήσει ν' αποκαλυφθεί. Για τον Miller λοιπόν, ολόκληρος ο κόσμος είναι μια επιχείρηση, ένα παιχνίδι, στο οποίο η δύναμη που κατέχει μπορεί ν' αγοράσει τα πάντα.
Στην προσπάθειά του λοιπόν, ν' αποδείξει στον εαυτό του πόσο άξιος είναι, θα κάνει μια λανθασμένη επένδυση, η οποία, αντί να του αποφέρει το τεράστιο κέρδος που περιμένει, θ' αποδειχτεί μια φούσκα, φέρνοντάς τον στο χείλος της καταστροφής. Αρνούμενος ν' αποδεχτεί ότι κατάφερε με μια του επένδυση να καταστρέψει ό,τι έχει πασχίσει να χτίσει, αποκρύπτει από την οικογένειά του το οικονομικό αδιέξοδο στο οποίο έχει οδηγηθεί κι επιλέγει να εξαπατήσει τους ελεγκτές των φορολογικών του βιβλίων, αλλά και την κοινή γνώμη και ν' αποσυρθεί, εξασφαλίζοντας με τα λεφτά της πώλησης τους πάντες.
Όμως, πέραν του αδιεξόδου αυτού, το οποίο σταδιακά θ' αρχίσει ν' αποκαλύπτεται στα διάφορα άτομα που τον περιτριγυρίζουν, ο Miller, κινδυνεύει να σπιλώσει τ' όνομά του με μια σύλληψη για δολοφονία. Όπως είναι λογικό βέβαια κάτι τέτοιο, θα κατέστρεφε τις όποιες πιθανότητες είχε να πουλήσει την κερδοφόρα εταιρεία του. Για ν' αποφύγει έτσι, σοβαρές απώλειες, μπλέκει στην υπόθεση τον γιο του έμπιστου, πρώην, οδηγού του, τον Jimmy Grant (Nate Parker), έναν νέγρο με βεβαρυμένο ποινικό μητρώο.
Έχοντας φορτώσει την ευθύνη σε αθώα χέρια, λοιπόν, ο Miller, τρέχει να προλάβει τις προθεσμίες που λήγουν, με απώτερο στόχο του, να καταφέρει να κλείσει όλες τις ανοιχτές υποθέσεις του, χωρίς την παραμικρή απώλεια. Φυσικά, ακόμα κι αν τα καταφέρει να γλυτώσει την φήμη του, κανείς δεν ξέρει αν τα λάθη του θα κληθεί να τα πληρώσει σε προσωπικό επίπεδο.
Ο Nicholas Jarecki, καταφέρνει να δημιουργήσει ένα έργο που εκμεταλλεύεται στο έπακρο τον κινηματογραφικό χρόνο που διαθέτει, παρουσιάζοντας εν τάχει την κατάσταση στην οποία έχει θέσει τον εαυτό του ο πρωταγωνιστής κι εκθέτοντας παράλληλα την ισχύ που έχει η οικονομική ευημερία, ακόμα κι όταν η αντίπαλη πλευρά, επιλέγει να παίξει βρώμικα προκειμένου να κερδίσει. Έχοντας εξασφαλίσει, δε, και την συμμετοχή, στους γυναικείους ρόλους, της Susan Sarandon και της Laetitia Casta, πλαισιώνει με εξαίρετο τρόπο τον πρωταγωνιστή. 
Χωρίς να μιλάμε βέβαια για ένα γρήγορο ή εντυπωσιακό έργο, το "Άλλοθι" είναι ένα καλογυρισμένο κι αρκετά ενδιαφέρον θρίλερ, προβλέψιμο μεν κατά γενική ομολογία, αλλά με κάποιες ανατροπές που κρατάνε το βλέμμα του θεατή. Αν σας αρέσουν λοιπόν οι ταινίες, στις οποίες γίνεται επίδειξη οικονομικής δύναμης, αποτελεί για σας μια καλή επιλογή. Αν πάλι, σας φαίνεται ενδιαφέρουσα σαν θέμα, αλλά έχετε τις αμφιβολίες σας, σας διαβεβαιώ ότι σε γενικές γραμμές είναι καλύτερη από το αναμενόμενο.

Βαθμολογία: 2,5/5

Τα σχετικά
Αμερικάνικο θρίλερ του 2012, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Nicholas Jarecki, διάρκειας 107 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Richard Gere, Susan Sarandon, Brit Marling, Laetitia Casta, Nate Parker, Tim Roth και Graydon Carter.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

10 Ιανουαρίου 2013

(2013) Ο δολοφόνος με το πριόνι

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: Texas chainsaw 3D


Η υπόθεση
Στις 19 Αυγούστου, ολόκληρη η οικογένεια Sawyer πεθαίνει σε επίθεση που δέχεται από τους κατοίκους της περιοχής. Ένα νεογέννητο μωρό όμως, η Heather (Alexandra Daddario) σώζεται κι υιοθετείται από τo ζεύγος Miller. Πολλά χρόνια αργότερα, η Heather, έχοντας ενηλικιωθεί πια, θα μάθει την πραγματική της ταυτότητα, όταν η βιολογική της γιαγιά πεθαίνει και της αφήνει κληρονομιά το σπίτι της οικογενείας της, μαζί με ό,τι περιέχει αυτό. Έτσι, η Heather, θα ξεκινήσει με την παρέα της για ένα ταξίδι στην γενέτειρά της, το Texas, όπου θ' ανακαλύψει όλη τη φρικτή αλήθεια που της κρατούσαν κρυφή οι θετοί γονείς της. Το κακό όμως είναι ότι η Heather, θα μάθει ποιά στ' αλήθεια είναι, αφού έχει ελευθερωθεί απ' το υπόγειο του σπιτιού της ο σχιζοφρενής δολοφόνος με το πριόνι, ο οποίος δεν πέθανε ποτέ.

Η κριτική
"Ο δολοφόνος με το πριόνι" κάνει σαφή τον στόχο του να γίνει το καλύτερο sequel της πρωτότυπης ταινίας του 1974 και νομίζω ότι η προσπάθειά του είναι αρκετά επιτυχημένη. Χωρίς να μιλάμε για μια αριστουργηματική ταινία τρόμου, όπως είναι "Ο σχιζοφρενής δολοφόνος με το πριόνι", παρά για μια σημερινή ταινία του είδους, η εκδοχή του John Luessenhop θα έλεγε κανείς ότι είναι πολύ καλά μελετημένη.
Το κυριότερο στοιχείο που την κάνει να ξεχωρίσει από τις υπόλοιπες ταινίες που έχουν ως κεντρικό πρωταγωνιστή τον Leatherface, είναι το γεγονός ότι δεν αποτελεί ακριβώς ούτε συνέχεια της πρώτης, αλλά ούτε remake αυτής. Και τι εννοώ μ' αυτό: Φυσικά, κατά την έναρξη του συγκεκριμένου φιλμ, ο θεατής καταλαβαίνει ότι αυτό που παρακολουθεί έπεται του πρωτότυπου φιλμ. Όμως, αν κάποιος έχει παρακολουθήσει την ταινία του 1974, θα παρατηρήσει ότι υπάρχουν εκπληκτικές ομοιότητες, τόσο στην ιστορία, όσο και στην εικόνα της, με την αρχική.
Ως κεντρικός άξονας δηλαδή, χρησιμοποιείται ένα πρόσωπο που έχει άμεση σχέση με την αρρωστημένη οικογένεια του σχιζοφρενούς δολοφόνου, αλλά είναι "άγραφος χάρτης", καθώς δεν γνωρίζει τίποτα περί δολοφονιών ή ό,τι άλλο. Η Heather λοιπόν, θα δούμε ότι εργάζεται στο τμήμα συσκευασμένων κρεάτων ενός super market και στον ελεύθερο χρόνο της δημιουργεί πίνακες από κοκαλάκια ζώων. Παρόλα αυτά, όμως, η σχιζοφρένεια δεν χτυπά την δική της πόρτα, όπως μπορεί να υποπτευθούμε, αλλά αποτελεί κι η ίδια ένα από τα θύματα του μανιακού δολοφόνου. Επίσης, ο ρόλος της, έχει στοιχεία από τον Nubbins Sawyer (Edwin Neal), την Sally (Marilyn Burns) αλλά και τον Drayton Sawyer.
Όπως θα δούμε, όμως, η παρέα εδώ είναι τετραμελής και το πέμπτο μέλος της, θα γίνει ο νεαρός που θα κάνει autostop. Έχοντας λοιπόν κατά νου ότι ένα καλλιτεχνικό θρίλερ δεν θα τραβήξει τα βλέμματα του σημερινού κοινού, η χρήση εικόνων splatter είναι διάχυτη κατά τη διάρκεια της ταινίας, όπως επίσης και τα ημίγυμνα καλλίγραμμα σώματα, τόσο των αντρών, όσο και των γυναικών, που κάνουν την εμφάνισή τους.
Φυσικά, σε μια εποχή που τα βαμπίρ και τα ζόμπι έχουνε γίνει της μόδας, δεν αναμένεται να τρομοκρατήσει η εικόνα ενός νεκροζώντανου παππού που πίνει ανθρώπινο αίμα, όπως επίσης δεν υπάρχει και κανένα απολύτως νόημα να γίνει αναφορά στο στοιχείο του κανιβαλισμού. Παρόλα αυτά, ο δεσμός των αρρωστημένων οικογενειακών δεσμών, προβάλλεται με άλλους τρόπους, πιο κατανοητούς από ένα σύγχρονο κοινό.
Αξιοπρόσεκτο όμως, είναι και το γεγονός ότι η ταινία δεν εστιάζει μόνο στα εγκλήματα του δολοφόνου με το πριόνι, αλλά και σ' αυτά που διέπραξε η κοινωνία, απέναντι στην οικογένεια Sawyer. Και φυσικά, η αναφορά στο όνομα του Hooper, του πρώτου σκηνοθέτη του "Σχιζοφενούς δολοφόνου με το πριόνι", δεν θα μπορούσε να έχει γίνει με ομορφότερο τρόπο, από αυτόν του εκφραστή της λογικής σκέψης και της επιβολής της τάξης. Επίσης, την γιαγιά Verna, θα δούμε να ενσαρκώνει η Marilyn Burns, ένα πρόσωπο που φέρει έντονα τον ρόλο του θύματος, απενοχοποιώντας κατ' αυτόν τον τρόπο τον θύτη.
Με δυο λόγια, μιλάμε για μια καλογυρισμένη, σύγχρονη ταινία τρόμου που ξεφεύγει από τα πλαίσια των μέτριων ταινιών του σήμερα, χωρίς όμως να πλησιάζει την αίγλη της πρώτης. Αν, λοιπόν, σας αρέσουν αυτού του είδους οι ταινίες, προτείνεται. Αν πάλι είστε λάτρεις της κλασικής ταινίας να ξέρετε ότι θα δείτε κάτι που απευθύνεται αρκετά στο σύγχρονο νεανικό κοινό, οπότε χαμηλώστε τις προσδοκίες σας, αν έχετε σκοπό να την παρακολουθήσετε.
Σημείωση: Όσον αφορά την τρισδιάστατη εκδοχή της, εκτός από ελάχιστες σκηνές που γίνεται υπέροχη χρήση του 3D, δεν μπορώ να πω ότι θα πρέπει να προτιμηθεί.

Βαθμολογία: 2,5/5

Τα σχετικά
Αμερικάνικη ταινία τρόμου του 2013, βασισμένη σε χαρακτήρες των Kim Henkel και Tobe Hooper και σε ιστορίων των Stephen Susco, Adam Marcus και Debra Sullivan, σε σενάριο των Adam Marcus, Debra Sullivan και Kirsten Elms και σκηνοθεσία του John Luessenhop, διάρκειας 92 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Alexandra Daddario, Trey Songz, Scott Eastwood, Tania Raymonde, Shaun Sipos, Dan Yeager, Thom Barry, Paul Rae, Keram Malicki-Sánchez, Richard Riehle, James MacDonald, Gunnar Hansen, Marilyn Burns, John Dugan, Allen Danziger, Paul A. Partain, William Vail, Teri McMinn και Edwin Neal.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

9 Ιανουαρίου 2013

(1974) Ο σχιζοφρενής δολοφόνος με το πριόνι

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: The Texas chain saw massacre


Η υπόθεση
Στις 18 Αυγούστου του 1973, δυο αδέλφια φτάνουν στο Texas, μαζί με τρεις φίλους τους, για να διαπιστώσουν αν ο τάφος του παππού τους συγκαταλέγεται σ' αυτούς που έχουν βεβηλωθεί από άγνωστους, μέχρι στιγμής, τυμβωρύχους. Κατά την παραμονή τους εκεί, θα συναντήσουν έναν ψυχοπαθή νεαρό και στη συνέχεια ένας-ένας θα γνωρίσουν τον σχιζοφρενή δολοφόνο με το πριόνι. Θα καταφέρει έστω κι ένας απ' τους πέντε τους να επιβιώσει της σφαγής;

Η κριτική
"Ο σχιζοφρενής δολοφόνος με το πριόνι" ανήκει στην κατηγορία των κλασικών ταινιών τρόμου, που κάθε φανατικός θεατής του συγκεκριμένου είδους οφείλει να έχει δει. Ο Tobe Hooper, χρησιμοποιώντας σαν βάση την ιστορία ενός πραγματικού δολοφόνου, του Ed Gein, δημιούργησε μια πλασματική ιστορία για το σενάριο της ταινίας του, που επρόκειτο να γίνει θρύλος στις επόμενες γενιές.
Από την αρχή της η ταινία, δημιουργεί μια υποβλητική ατμόσφαιρα που τραβά το βλέμμα του θεατή σαν μαγνήτης. Πρώτα απ' όλα, η φωνή του αφηγητή ξεκινά να εισάγει τον θεατή σε μια, φαινομενικά, πραγματική ιστορία. Έπειτα, ακολουθεί μια σκηνή όπου ο φακός φωτογραφίζει αποσπασματικά τα αποσυντεθειμένα σώματα και σιγά-σιγά θ' αρχίσουμε παράλληλα με την εικόνα ν' ακούμε μια ραδιοφωνική εκπομπή που θα συμπληρώσει την εισαγωγή που άφησε λειψή ο αφηγητής.
Η συνέχεια της ταινίας είναι λίγο πολύ γνωστή, η παρέα θα περάσει από το παλαιό σφαγείο, θα μαζέψει έναν τρελό που κάνει autostop κι όταν αυτός δώσει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες για τον ίδιο και την οικογένειά του, θα βγει εκτός ελέγχου, θα τραυματίσει τον ανάπηρο Franklin (Paul A. Partain), θα φοβήσει τους πέντε ήρωες και θα βρεθεί εκτός πλάνου για ένα μεγάλο μέρος της υπόλοιπης ταινίας. Όμως, η μικρή του εμφάνιση αρκεί για να σπείρει τον τρόμο στο κοινό της εποχής και να προϊδεάσει τον θεατή για έναν ακόμη πιο τρομερό χαρακτήρα, αλλά και για την αποκάλυψη μιας αφάνταστα αρρωστημένης κατάστασης.
Φυσικά, για τον τωρινό θεατή, δεν τίθεται καν σαν ζητούμενο η πρόκληση φόβου. Αντίθετα, όπως και στις ταινίες του Hitchcock, αυτό που κρατάει τον θεατή καθηλωμένο είναι η εκπληκτική, και καλλιτεχνικά δοσμένη, φοβική κατάσταση στην οποία έχει φροντίσει ο σκηνοθέτης να τον θέσει. Η αλήθεια είναι ότι αρκετές από τις σκηνές που παρουσιάζονται, για ένα μάτι που έχει μάθει στα σημερινά εφέ και στις ακραίες προσπάθειες ν' αποδοθεί ρεαλιστικά μια σκηνή, φαντάζουν ψεύτικες. Όμως, οι εξαίρετες ερμηνείες των άγνωστων πρωταγωνιστών, αλλά κι η σκηνοθετική γραμμή που ακολουθείται, κάνουν το φιλμ να ξεχωρίσει από αυτά της σειράς.
Στην ταινία, μπλέκονται δολοφονίες, ζόμπι, τυμβωρυχία και κανιβαλισμός, με έναν εξαίρετο τρόπο που δεν οδηγεί στην υπερβολή. Εκτός όμως, όλων αυτών, αξίζει να προσέξει κανείς την ύπαρξη του σαλού, που εδώ παρουσιάζεται ως μεθυσμένος, ο οποίος εκφράζει την αλήθεια που κανείς δεν ξεστομίζει και που παραπέμπει λίγο σε σαιξπηρικό ήρωα.
Με άλλα λόγια, αν σας αρέσουν οι καλές ταινίες τρόμου κι η συγκεκριμένη έχει ξεφύγει της προσοχής σας, προτείνεται ανεπιφύλακτα, καθώς αποτελεί μια από τις αρτιότερες ταινίες του είδους της.

Βαθμολογία: 4/5

Τα σχετικά
Αμερικάνικη ταινία τρόμου του 1974, σε σενάριο των Kim Henkel και Tobe Hooper και σκηνοθεσία του Tobe Hooper, διάρκειας 83 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Paul A. Partain, Marilyn Burns, Allen Danziger, Teri McMinn, William Vail, Gunnar Hansen, Edwin Neal, Jim Siedow και John Dugan.

Οι σύνδεσμοι
Trailer 
Imdb 
Rotten Tomatoes

5 Δεκεμβρίου 2012

(2012) Το σπίτι στο τέλος του δρόμου

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: House at the end of the street


Η υπόθεση
Ένα βράδυ η 13χρονη Carrie Anne (Eva Link) δολοφονεί άγρια τους γονείς της. Τέσσερα χρόνια αργότερα, στα πλαίσια μιας νέας αρχής, θα μετακομίσουν στο απέναντι σπίτι η Elissa (Jennifer Lawrence) με την μητέρα της, Sarah (Elisabeth Shue). Κατά τη διάρκεια της πρώτης νύχτας τους στο καινούργιο σπίτι, η Sarah, θα δει ένα φως ν' ανάβει στο ακατοίκητο, όπως γνωρίζει, γειτονικό σπίτι και την επομένη, θα πληροφορηθεί ότι εκεί μένει ο γιός του δολοφονημένου ζεύγους κι αδελφός της Carrie Anne, Ryan (Max Thieriot). Όταν η Elissa, ξεκινήσει να κάνει παρέα με τον Ryan, οι σχέσεις μάνας και κόρης θα ενταθούν, καθώς η Sarah για να προστατέψει την κόρη της, θα προσπαθήσει να διακόψει τη σχέση ανάμεσα στους δυο νέους. Τι είναι, λοιπόν, αυτό που κρύβει ο νεαρός Ryan κι ανησυχεί τόσο την Sarah; Κι είναι όντως εκτεθειμένη σε κίνδυνο η 17χρονη Elissa;

Η κριτική
"Το σπίτι στο τέλος του δρόμου" είναι ένα από τα πολλά θρίλερ που παράγονται κάθε χρόνο με πρωταγωνιστές νεαρά πρόσωπα, τα οποία βρίσκονται, άθελά τους, μπλεγμένα σ' ένα ανθρωποκυνηγητό, προσπαθώντας να σώσουν τις ζωές τους.
Φυσικά, όπως είναι αναμενόμενο, το συγκεκριμένο έργο δεν πρόκειται να κάνει τη διαφορά σε σχέση με τ' άλλα της κατηγορίας του. Ωστόσο, δεν ανήκει και στην κατηγορία των κλασικών, τελείως πρόχειρων, θρίλερ που αποτελούν απλώς την ιδανική επιλογή για σχολιασμό και σάτιρα σε μια μεγάλη, νεανική παρέα. Όπως και στα υπόλοιπα νεανικά θρίλερ, έτσι και σ' αυτό, οι χαρακτήρες πληρούν κάποια βασικά χαρακτηριστικά και παράλληλα γίνεται χρήση κάποιων κλασικών μοτίβων στην υπόθεση και τη σκηνοθεσία, τα οποία, αφήνουν, μεν, να φανεί ολοφάνερα το τέλος της, χωρίς όμως να την καθιστούν κουραστική, καθώς οι δημιουργοί της, φροντίζουν ν' ανατρέψουν τα γνωστά δεδομένα σ' ένα αρκετά προχωρημένο στάδιο της ταινίας.
Θα έλεγα ότι στην αρχή, το έργο δίνει την αίσθηση ενός μεταφυσικού θρίλερ, που πολύ γρήγορα θα περάσει στην κλασική δραματική ιστορία που ως στόχο έχει να παρουσιάσει τους λίγο-πολύ ανακυκλωμένους χαρακτήρες, της Elissa, του Ryan και της Sarah. Η Elissa, είναι ένα κορίτσι που έλκεται από τους αβοήθητους και ψυχικά τραυματισμένους ανθρώπους και προσπαθεί να τους "φτιάξει".  Ο Ryan, είναι το μυστήριο εσωστρεφές αγόρι, που είναι λίγο μεγαλύτερο σε ηλικία από την Elissa και συμπεριφέρεται λίγο αλλόκοτα, λόγω της τραυματικής του εμπειρίας, αλλά και του κοινωνικού αποκλεισμού που του έχει φέρει η δολοφονία των γονιών του. Τέλος, η Sarah, είναι η κλασική περίπτωση της μάνας, που συνεχώς απουσιάζει απρόοπτα απ' το σπίτι, λόγω της δουλειάς της.
Στην υπόθεση, όλα βαίνουν καλώς, με τον Ryan, ν' αποκαλύπτεται στην πορεία ότι, προφανώς λόγω ενοχών, φυλάει στην αποθήκη την μικρή του αδελφή και την φροντίζει ο ίδιος, για να μην καταλήξει σε ίδρυμα. Το πρόβλημα είναι ότι η Carrie Anne συνεχώς καταφέρνει να δραπετεύει, κάνοντας τον νεαρό Ryan να τρέχει να την προλάβει, προτού βλάψει κάποιον άνθρωπο. Οι πόρτες, φυσικά, αν και κλειδωμένες, ανοίγουν μ' εξαιρετική ευκολία, δίνοντας την ευκαιρία στην νεαρή Carrie Anne να ξεφύγει τις πιο ακατάλληλες ώρες, δημιουργώντας έτσι ένα κλίμα φόβου για την τύχη της πρωταγωνίστριας.
Τις ερμηνείες, μπορείς να τις κρίνεις συμπαθητικές, όσο καλές θα μπορούσαν να είναι οι ερμηνείες των ηθοποιών που καλούνται να συμμετάσχουν σε μια τέτοια παραγωγή δηλαδή. Από σκηνοθετικής πλευράς, δεν παραλείπονται οι σκηνές που κυκλοφορεί αυτή μ' ένα άσπρο μπλουζάκι με βαθύ ντεκολτέ, λερωμένη και βρεγμένη. Με λίγα λόγια, μιλάμε για μια καθαρά ρηχή θριλερική ματιά. Τέλος, η φωτογραφία της κι η μουσική της επένδυση είναι απλώς συμπαθητικές.
Με λίγα λόγια, απευθύνεται είτε σε όσους αρέσουν τα νεώτερου τύπου θρίλερ, παρόλο που μπορούν να ψυχανεμιστούν, ως ένα βαθμό, την εξέλιξη της ιστορίας, σ' ένα εφηβικό κοινό, που δεν είναι ακόμα εξοικειωμένο με τα κλασικά θρίλερ αυτής της κατηγορίας ή απλά σε όσους θέλουν να περάσουν "ξέγνοιαστα" μιάμιση ώρα.

Βαθμολογία: 1,5/5

Τα σχετικά
Αμερικάνικο-Καναδέζικο θρίλερ, βασισμένο σε ιστορία του Jonathan Mostow, σε σενάριο του David Loucka και σκηνοθεσία του Mark Tonderai, διάρκειας 101 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Jennifer Lawrence, Max Thieriot, Elisabeth Shue, Eva Link, Gil Bellows, Allie MacDonald και Nolan Gerard Funk.

Οι σύνδεσμοι
Trailer 
Imdb 
Rotten Tomatoes 

21 Οκτωβρίου 2012

(2012) Σκότωσέ τους γλυκά

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: Killing them softly


Η υπόθεση
Ο Frankie (Scoot McNairy) κι ο Russell (Ben Mendelsohn) είναι δυο τελειωμένοι αλήτες που θα προσληφθούν από τον "Squirrel" (Vincent Curatola) για να ληστέψουν ένα παράνομο παιχνίδι, στημένο από τον Markie Trattman (Ray Liotta). Ο Markie, όμως, είχε σκηνοθετήσει στο παρελθόν μια ληστεία σε κάποιο παιχνίδι του, η οποία για κακή του τύχη αποκαλύφθηκε. Ο Markie έμεινε ατιμώρητος, χαριστικά, λόγω της συμπάθειας που έτρεφαν οι γύρω του για το πρόσωπό του. Όταν η ληστεία, λοιπόν, επαναλαμβάνεται, ο Jackie Cogan (Brad Pitt) προσλαμβάνεται για να εκτελέσει τον Markie, ως παραδειγματισμό και τον πραγματικό ένοχο, ως απόδοση δικαιοσύνης.

Η κριτική
Η ταινία από την στιγμή που ξεκινά δίνει στον θεατή της να καταλάβει ακριβώς τι πρόκειται να παρακολουθήσει στην συνέχεια. Στην εναρκτήρια σκηνή κιόλας ο θεατής παρακολουθεί τον Russell, ένα απόβρασμα της κοινωνίας, να περπατάει σ' ένα έρημο τοπίο. Η μουσική νιώθουμε ότι είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ταινίας, ενώ η σκηνή διακόπτεται συνεχώς από τους τίτλους. Όσο, δε, βλέπουμε τον Russell να περπατά, ακούμε παράλληλα μια ομιλία του νυν προέδρου των Η.Π.Α., Barack Obama, και τέλος η σκηνή κλείνει με τις δυο αφίσες του McCain και του Obama, αφήνοντας να εννοηθεί ότι η ιστορία τοποθετείται κάπου κοντά στις αμερικανικές εκλογές του 2008.
Μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος της ταινίας, Andrew Dominik, καταφέρνει να εισάγει τον θεατή, άμεσα, στο κεντρικό θέμα της ταινίας του, που δεν είναι άλλο από το έντονο πολιτικό/κοινωνικό μήνυμα, που θα αναδειχτεί σταδιακά μέσα από τις μίζερες ζωές μιας χούφτας αποβρασμάτων της αμερικάνικης επαρχίας. Το θέμα αυτό, επίσης, είναι δοσμένο με μια εκπληκτική σκηνοθετική άποψη πάνω στο μοντάζ, κάνοντας την ταινία να μοιάζει σε ορισμένες στιγμές με κομψοτέχνημα του είδους και με μια μουσική που δένει άριστα με το όλο σύνολο.
Το "Σκότωσέ τους γλυκά" είναι μια αρκετά ιδιαίτερη ταινία. Αρχικά, βλέποντας κάποιος το trailer έχει την αίσθηση ότι θα δει μια ταινία με κεντρικό άξονα την μαφία, το πιστολίδι και στυγνές δολοφονίες. Η αλήθεια είναι ότι όντως η ταινία με μια πρώτη ματιά, αυτά τα θέματα πραγματεύεται. Όμως, δεν είναι μια γρήγορη γκανγκστερική ταινία, όπως αυτές που έχουμε συνηθίσει, καθώς σε δεύτερο, αλλά ουσιαστικότερο επίπεδο, θα την δούμε να βασίζεται περισσότερο στο πολιτικό σύστημα, αλλά και στην ψυχογραφική σκιαγράφηση των πληρωμένων δολοφόνων, έτσι ώστε να γίνει σαφέστερο το μήνυμά της.
Από την άλλη πλευρά, όμως, η ταινία δεν κινείται αποκλειστικά και σ' έναν καθαρό πολιτικό επίπεδο. Μπορεί να πραγματεύεται το αμερικάνικο όνειρο, αλλά αυτό το κάνει μέσω μιας ομάδας ανθρώπων που αποτελούν το κοινωνικό κατακάθι του αμερικανικού λαού και παράλληλα περιέχει κάποιες σκηνές, κοντινών πλάνων σε slow-motion που απευθύνονται σε όσους αρέσουν οι γκανγκστερικές-splatter ταινίες.
Η υπέροχη αντίθεση, βέβαια, που κάνει την ταινία να ξεχωρίσει και ταυτόχρονα αποτελεί το στοιχείο που είτε θα κάνει τον θεατή να λατρέψει το φιλμ, είτε θα τον κάνει να μετανιώσει τον χρόνο που ξόδεψε, είναι το άμεσο πολιτικό μήνυμα που εκφράζεται εν συντομία κι ευθέως, μαζί με τους ευθείς και "καθαρούς" χαρακτήρες που παρουσιάζονται, έναντι μιας ανούσιας πολυλογίας, για πράγματα τόσο μικρά και πεζά, συγκριτικά με το κεντρικό νόημα, που, όμως, για τους χαρακτήρες, όπως θα δούμε, αποτελούν θέματα υψίστης σημασίας, σημαντικότερης του θανάτου.
Οι εκπληκτικές ερμηνείες τον ηθοποιών, σε συνδυασμό με την μουσική της δεκαετίας '60, τις αμφιέσεις των δεκαετιών '60-'70 και κάποιες απίστευτες λήψεις κάμερας που προβάλλονται σε πολύ αργό slow-motion, μπορούν ν' αφήσουν έναν εξοικειωμένο θεατή άφωνο. Το ζήτημα, βέβαια, είναι οι πολλοί αργοί ρυθμοί της ταινίας, αλλά κι οι ανούσιοι διάλογοί της, που για έναν μέσο όρο θεατών, οι οποίοι προτιμούν καθαρές γκανγκστερικές ταινίες, θ' αποτελέσει απλώς μια ταινία που κάτι θέλει να πει κι εν τέλει το λέει, αλλά κουράζει πολύ μέχρι να φτάσει στο επιθυμητό αποτέλεσμα.
Σε γενικές γραμμές, είναι μια ιδιαίτερα καλή παραγωγή, αλλά προτείνεται μόνο σε όσους μπορούν εύκολα να δουν ταινίες με πρωταγωνιστή τον υπόκοσμο κι έχουν την διάθεση να παρακολουθήσουν μια ταινία που ξεφεύγει από τα στεγανά στερεότυπα των ταινιών του είδους, έχοντας πιο αργούς ρυθμούς από τις περισσότερες κι ένα συμπέρασμα ουσίας.

Βαθμολογία: 2,5/5

Τα σχετικά
Αμερικάνικο δράμα του 2012, βασισμένο στο βιβλίο του George V. Higgins, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Andrew Dominik, διάρκειας 97 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Brad Pitt, James Gandolfini, Scoot McNairy, Ben Mendelsohn, Vincent Curatola, Ray Liotta και Richard Jenkins.

Οι σύνδεσμοι
Trailer 
Imdb 
Rotten Tomatoes 

9 Οκτωβρίου 2012

(2011) Σιωπηλό σπίτι

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: Silent house


Η υπόθεση
Ο John (Adam Trese) θα πρέπει να μείνει με την κόρη του, Sarah (Elizabeth Olsen), στο εξοχικό τους, στην λίμνη, μέχρι αυτό να επισκευαστεί, για να πουληθεί όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Εκεί θα τους περιμένει ο θείος της Sarah, ο Peter (Eric Sheffer Stevens), ο οποίος θ' αποχωρήσει μετά από λίγη ώρα, αφήνοντάς τους ολομόναχους. Η Sarah, λίγο μετά την άφιξή της, θα συναντήσει μια παλιά γνωστή της, με την οποία έπαιζαν μαζί όταν ήταν παιδιά. Όλα δείχνουν φυσιολογικά, μέχρι τη στιγμή που ένας θόρυβος θα ακουστεί από το επάνω πάτωμα, ο John θα προσφερθεί να τον διερευνήσει για να ηρεμήσει η Sarah και τα ίχνη του θα χαθούν.

Η κριτική
Το "Σιωπηλό σπίτι" αποτελεί, εν μέρη, remake της ομώνυμης ουρουγουανικής ταινίας του 2010. Γυρισμένο με σκοπό να δώσει την αίσθηση ενός μονοπλάνου, προσπαθεί να δημιουργήσει μια φοβική ατμόσφαιρα σε πραγματικό χρόνο.
Ως remake, αξίζει ν' αναφέρω ότι αποτυγχάνει παταγωδώς. Η ταινία θα μπορούσε να αποτελέσει τον ορισμό της μάταιης ενασχόλησης του αμερικάνικου κινηματογράφου με ξενόγλωσσα, εναλλακτικά, θρίλερ που σκοπό έχουν να δημιουργήσουν μια ατμόσφαιρα και να εισάγουν τον θεατή σ' αυτήν. Τεχνικά, δεν μπορεί να υπάρξει σύγκριση των δυο ταινιών, ενώ στοιχεία που έχουν πρωτεύουσα σημασία στην αρχική εκδοχή του 2010, κι εδώ δεν λειτουργούν, αντί να παραληφθούν, χρησιμοποιούνται, αφήνοντας τον θεατή ν' αναρωτιέται "Τώρα αυτό τι το 'θελε;".
Ως ταινία τρόμου, βέβαια, καταφέρνει απλά να ξεπεράσει τα όρια της μετριότητας, κυρίως λόγω της Elizabeth Olsen, η οποία, παραδόξως για νέα ηθοποιός, είναι κι αυτή που κάνει την έκπληξη. Βέβαια, σ' αυτό, δεν αποκλείεται να παίζει ρόλο κι ότι η κάμερα στο χέρι δίνει την αίσθηση μιας πιο low-budget/ερασιτεχνικής παραγωγής. Παράλληλα, όμως, ο ρόλος της πρωταγωνίστριας είναι κι ο μόνος, που στο τέλος φαίνεται κάπως πιο δουλεμένος σε σχέση με τους υπόλοιπους.
Η ταινία, παρόλη την μικρή της διάρκεια, καταφέρνει να κουράσει τον θεατή με τα πέρα-δώθε και τα μπρος-πίσω στο σπίτι, αλλά τουλάχιστον καταφέρνει να διατηρήσει μέχρι τέλους έναν χαρακτήρα μυστηρίου, καθώς ο θεατής αδυνατεί να καταλάβει τι ακριβώς είναι αυτό που διαπράττει τα εγκλήματα και καταδιώκει την πρωταγωνίστρια. Επίσης, απορία δημιουργούν κι οι φωτογραφίες που όλοι προσπαθούν να κρύψουν από την νεαρή Sarah.
Τα κενά της υπόθεσης είναι τεράστια και δίνουν από την αρχή την αίσθηση του φτιαχτού. Για παράδειγμα, τα παράθυρα είναι όλα αμπαρωμένα, ρεύμα δεν υπάρχει, ακόμα κι η εταιρεία κινητής τηλεφωνίας δεν έχει καλή κάλυψη στην περιοχή, με αποτέλεσμα τα κινητά να βρίσκονται εκτός λειτουργίας. Βέβαια θα μου πείτε: "Αν δεν τα 'χε αυτά τι αμερικανιά θα ήταν;", σωστό κι αυτό.
Το έργο, ενδείκνυται βασικά για μεγάλη παρέα, νεαρών ατόμων, που ψάχνει μανιωδώς τέτοιου είδους θρίλερ για να τα μετατρέψει σε κωμωδίες. μέσω της σάτιρας. Για όσους, βέβαια, σας έχει κεντρίσει η υπόθεση, θα πρότεινα καλύτερα να ψάξετε την αυθεντική ταινία από την Ουρουγουάη (δυστυχώς κυκλοφορεί μόνο με αγγλικούς υπότιτλους και όχι σε όλα τα video-club). Αν πάλι, δεν ανήκετε στην κατηγορία αυτών που μπορούνε εύκολα να παρακολουθήσουν ένα εναλλακτικό θρίλερ, δείτε το, αλλά μην έχετε υψηλές απαιτήσεις.

Βαθμολογία: 1,5/5

Τα σχετικά
Αμερικάνικο θρίλερ του 2011, βασισμένο στην ομώνυμη ταινία του Gustavo Hernández, σε σενάριο της Laura Lau και σκηνοθεσία των Chris Kentis και Laura Lau, διάρκειας 86 λεπτών, με πρωταγωνιστές, τους Elizabeth Olsen, Eric Sheffer Stevens, Adam Trese, Julia Taylor Ross, Haley Murphy και Adam Barnett.

Οι σύνδεσμοι

(2010) Σιωπηλό σπίτι

Πρωτότυπος τίτλος: La casa muda
Αγγλικός τίτλος: The silent house


Η υπόθεση
Ο Wilson (Gustavo Alonso) αναλαμβάνει, μαζί με την κόρη του Laura (Florencia Colucci), να κάνει κάποιες επιδιορθώσεις στο εξοχικό του Néstor (Abel Tripaldi), για να μπορέσει, ο τελευταίος, να το πουλήσει. Η όλη διαδικασία πρόκειται να διαρκέσει 2 με 3 μέρες. Το πρώτο βράδυ, όμως, ο Wilson κι η Laura θ' ακούσουν έναν θόρυβο να έρχεται από το επάνω πάτωμα. Ο Wilson θ' ανέβει να βρει από που προήλθε ο θόρυβος και θα γυρίσει με ένα πρόσωπο κατακρεουργημένο. Η Laoura θα βρεθεί εγκλωβισμένη σ' ενα σπίτι, με έναν δολοφόνο, μια κάμερα Polaroid και διάφορες φωτογραφίες.

Η κριτική
Το "Σιωπηλό σπίτι" είναι ένα θρίλερ, βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα, που συνέβησαν στην Ουρουγουάη, τον Νοέμβριο του 1944. Γυρισμένο, όπως έχει ανακοινωθεί, σε ένα μονοπλάνο, καταφέρνει να υποβάλει, περισσότερο, τον θεατή σε μια κατάσταση φόβου, παρά να τον αιφνιδιάσει.
Η ταινία απευθύνεται περισσότερο σε ένα σινεφίλ κοινό ταινιών τρόμου, καθώς η μαγεία της κρύβεται σε διάφορα τεχνάσματα που χρησιμοποιεί και στο γεγονός ότι αναπαριστά μια αληθινή ιστορία, στοιχεία δηλαδή που ένας απλός θεατής δύσκολα θα εκτιμήσει.
Ξεκινώντας με ένα σκοτεινό εξωτερικό πλάνο, με μια μουσική νανουρίσματος και με κάμερα στο χέρι, καταφέρνει να εισάγει, εξ αρχής, τον θεατή στην επιθυμητή κατάσταση. Οι διάλογοί της είναι πενιχροί και χρησιμοποιούνται μόνο όταν είναι απολύτως απαραίτητοι και φυσικά τα πρόσωπα, που εμφανίζονται μπροστά στην κάμερα, περιορίζονται στα τέσσερα.
Το ουρουγουανικό αυτό φιλμ δεν κάνει καμία προσπάθεια να κρύψει ότι είναι μια εναλλακτική, low-budget ταινία, που καταφέρνει, όμως, με έναν εκπληκτικό τρόπο να κεντρίσει το ενδιαφέρον του θεατή, καθώς, συνεχώς του παρουσιάζει στοιχεία που θα τον βάλουν σε σκέψεις: i) Ποιός είναι ο δολοφόνος; Είναι πνεύματα; Είναι άνθρωποι; ii) Ποιά είναι η σημασία του άλμπουμ με τις φωτογραφίες; Για ποιό λόγο μου δείχνει και μου ξαναδείχνει μια κάμερα Polaroid; iii) Ποιό είναι αυτό το κοριτσάκι;, κτλ.
Με εξαίρεση την κάμερα Polaroid και την εμφάνιση ενός τζιπ, το φιλμ, δεν παραπέμπει σε κάποια συγκεκριμένη χρονική περίοδο, γεγονός που το κάνει να θυμίζει περισσότερο την εποχή στην οποία αναφέρεται, παρά την σημερινή. Επίσης οι απλές σκηνοθετικές τεχνικές, όπως για παράδειγμα η εικόνα που φωτίζεται, σε κάποιο σημείο, μόνο μέσω του φλας της φωτογραφικής μηχανής ή η σταθεροποίηση της κάμερας, σε μια σκηνή, εκτός του χώρου δράσης, που δίνει μια ηδονοβλεπτική χροιά, μέσω της ανοιχτής πόρτας που βλέπει σ' αυτόν, συντελούν στην τεχνική αρτιότητα του συνόλου.
Το γεγονός, τέλος, ότι η ταινία δεν ολοκληρώνεται στους τίτλους τέλους, αλλά παράλληλα δεν αφήνει και τον θεατή να σηκωθεί από το κάθισμά του, κερδίζοντας την προσοχή του με την παρουσίαση διαφόρων φωτογραφιών, όπως, παράλληλα κι ο τίτλος της ταινίας, που δικαιολογείται τόσο από το ίδιο το σπίτι, όσο κι από τα ευρήματα/πτώματα των αστυνομικών ή τους πίνακες χωρίς χαρακτηριστικά, είναι η τελική πινελιά που έκανε την συγκεκριμένη ταινία, άξια της προσοχής των κριτικών.
Δυστυχώς, λόγω των αργών ρυθμών της και του τρόπου γυρίσματός της, δεν είναι από τις ταινίες που προτείνεται εύκολα. Όπως προανέφερα, όντας κυρίως ένα ατμοσφαιρικό, τεχνικό θρίλερ, οι μόνοι που ενδέχεται να την εκτιμήσουν, είναι το σινεφίλ κοινό των ταινιών τρόμου. Για τους υπόλοιπους αποτελεί, απλά, μια από τις χιλιάδες ταινίες θρίλερ που βλέπουν το φως της κινηματογραφικής αίθουσας, χωρίς να έχουν κάποιο ιδιαίτερο νόημα.

Βαθμολογία: 2,5/5

Τα σχετικά
Ουρουγουανικό θρίλερ του 2010, βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα, αλλά και σε ιστορία των Gustavo Hernández και Gustavo Rojo, σε σενάριο του Oscar Estévez, διάρκειας 86 λεπτών, με πρωταγωνιστές, τους Florencia Colucci, Gustavo Alonso, Abel Tripaldi και María Salazar.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

8 Οκτωβρίου 2012

(2008) Η αρπαγή

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: Taken


Η υπόθεση
Ο Bryan Mills (Liam Neeson) είναι ένας πατέρας, πρώην πράκτορας της C.I.A., που έχει αφήσει την δουλειά του για να μπορεί να βρίσκεται κοντά στην 17χρονη κόρη του Kim (Maggie Grace). Όταν η Kim ξεκινήσει για ένα ταξίδι με προορισμό την Ευρώπη, μια συμμορία εμπόρων λευκής σαρκός θα την απαγάγει. Για κακή τύχη των απαγωγέων, την ώρα της "αρπαγής", η Kim συνομιλεί με τον πατέρα της στο κινητό, ο οποίος διατηρώντας την ψυχραιμία του της δίνει τις απαραίτητες οδηγίες, για να μπορέσει στη συνέχεια να την εντοπίσει και να εξοντώσει τους απαγωγείς της.

Η κριτική
"Η αρπαγή" παραπέμποντας λίγο σε περιπέτεια δράσης, λίγο σε θρίλερ και λίγο σε ταινία κατασκοπείας, καταφέρνει να συνθέσει μια ταινία υψηλότατων προδιαγραφών για το είδος της, και όχι μόνο.
Ως ταινία κατασκοπείας, θα περίμενε κανείς το κεντρικό της θέμα να είναι η προστασία της πατρίδας/Αμερικής από την κακή Ανατολή, όμως, σοφά θα δούμε ότι οι συντελεστές της αποφεύγουν να καταπιαστούν με ένα θέμα που το έχουν αναλύσει χιλιάδες ταινίες του είδους κι επιλέγουν κάτι λιγότερο προφανές, αλλά με την ίδια βαρύτητα, την προστασία της οικογένειας. Αυτή η εναλλακτική επιλογή είναι που, σε πρώτο στάδιο, κάνει τη διαφορά.
Το δεύτερο στοιχείο που λειτουργεί θετικά στην αποδοχή της ταινίας, είναι το γεγονός ότι αξιοποιεί τον χρόνο της διάρκειάς της κατάλληλα, χωρίς να χάνει περιττό χρόνο σε επαναλαμβανόμενες σκηνές δράσης, για την ικανοποίηση του κοινού της περιπέτειας, ή σε μια μακροσκελή εισαγωγή, που ενδέχεται να κουράσει. Αντίθετα, η ταινία ξεκινά με φιλμ από την παιδική ηλικία της κόρης του Bryan, που καθιστά σαφές ότι αυτή είναι το πρόσωπο-κλειδί της ιστορίας, συνεχίζει δίνοντας μόνο τις απαραίτητες πληροφορίες για τον πρωταγωνιστή και τις δυνατότητές του κι αναλώνει ένα αξιοσέβαστο ποσοστό της διάρκειάς της σε σκηνές δράσης, συνθέτοντας μια απολύτως ισορροπημένη ταινία.
Παρουσιάζοντας, λοιπόν, στο κοινό μόνο τα απολύτως απαραίτητα κι ακολουθώντας μια ροή που διέπεται από λογική σκέψη, ψυχραιμία κι αποφασιστικότητα, οι σεναριογράφοι κι ο σκηνοθέτης της ταινίας, καταφέρνουν να αναδείξουν έναν ωριμότερο James Bond, που τίποτα στον κόσμο δεν είναι ικανό να τον αποπροσανατολίσει από τον στόχο του. Και φυσικά, η καταλληλότερη επιλογή για έναν τέτοιον ρόλο δεν θα μπορούσε να είναι άλλη από τον Liam Neeson, ο οποίος με εκπληκτικό τρόπο υποδύεται τον "επαγγελματία" πατέρα.
Βασικό συστατικό της επιτυχίας της, επίσης, είναι το γεγονός ότι καταφέρνει να συνδυάσει τη διαφθορά του αστυνομικού σώματος με το στοιχείο του εμπορίου λευκής σαρκός κι αυτό χωρίς να αποτελεί μια ταινία που απευθύνεται στο σινεφίλ κοινό. Η εξέλιξη δε της δράσης σε μια πόλη που φημίζεται για τον έρωτα και τις καλές τέχνες, το Παρίσι, όπως επίσης κι ο χρονικός περιορισμός που δίνεται στον πρωταγωνιστή είναι ακόμα δύο στοιχεία που την κάνουν ενδιαφέρουσα. Το κυριότερο, όμως, στοιχείο είναι ότι μέχρι το τέλος, δεν ξέρεις αν οι κόποι κι η επιμονή αυτού του ανθρώπου θα αποδώσουν καρπούς.
Το έργο, αποτελεί μια εξαιρετική επιλογή για όλους τους λάτρεις των καλών ταινιών δράσης, αλλά και για όλους όσους δεν τρελαίνονται ιδιαίτερα για τέτοιου τύπου ταινίες, αλλά αναζητούν καλές παραγωγές, που ν' αξίζουν το χρόνο που θα διαθέσουν.

Βαθμολογία: 4/5

Τα σχετικά
Αμερικάνικη περιπέτεια του 2008, σε σενάριο των Luc Besson και Robert Mark Kamen και σκηνοθεσία του Pierre Morel, διάρκειας 93 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Liam Neeson, Olivier Rabourdin, Maggie Grace, Famke Janssen και Arben Bajraktaraj.

Οι σύνδεσμοι
Trailer 
Imdb 
Rotten Tomatoes 

29 Αυγούστου 2012

(2011) Κυνηγοί κεφαλών

Πρωτότυπος τίτλος: Hodejegerne
Αγγλικός τίτλος: Headhunters


Η υπόθεση
Ο Roger Brown (Aksel Hennie), είναι ένας φιλόδοξος κυνηγός στελεχών. Είναι παθιασμένος με τη γυναίκα του, Diana (Synnøve Macody Lund), στην οποία προσφέρει ανεξέλεγκτα, τα πάντα. Για να μπορέσει βέβαια να συντηρήσει τα πανάκριβα γούστα του, ο Roger, αναγκάζεται να κάνει παράλληλα, μια δεύτερη δουλειά. Κλέβει έργα τέχνης από τα σπίτια διαφόρων πελατών του και τα πουλάει στη μαύρη αγορά, έναντι διόλου ευκαταφρόνητων αμοιβών. Το τέλος της διπλής του καριέρας, φαίνεται να φέρνει ένας μυστηριώδης άγνωστος κι η ύπαρξη ενός σπάνιου κομματιού στη συλλογή του.  Όλα μοιάζουν σχεδιασμένα στην εντέλεια για την τελευταία υπόγεια δουλειά του Roger, που θα του εξασφαλίσει τους αναγκαίους πόρους, για μια πλουσιοπάροχη ζωή. Η μόνη λεπτομέρεια που δεν έχει "σκεφτεί" να υπολογίσει, είναι το σκοτεινό παρελθόν αυτού του αγνώστου, που θα μετατρέψει την τελευταία του αυτή δουλειά, σε ένα συνεχή αγώνα δρόμου, για τη σωτηρία της ζωής του.

Η κριτική
Η ταινία, αποτελεί ένα από τα αρτιότερα θρίλερ που έχουν παρουσιαστεί το τελευταίο χρονικό διάστημα. Όντας Νορβηγικής παραγωγής, φέρει σαφώς αρκετά χαρακτηριστικά του σύγχρονου σκανδιναβικού κινηματογραφικού είδους.
Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των τελευταίων ταινιών διαφόρων Σκανδιναβικών χωρών που έχουν πετύχει διεθνή αναγνωρισιμότητα, είναι το γεγονός ότι έχουν καταφέρει να συνδυάσουν στοιχεία του "κουλτουριάρικου" ευρωπαϊκού κινηματογράφου και του "εμπορικού" αμερικάνικου, χωρίς όμως, να αλλοιώνουν την ευρωπαϊκή καταγωγή τους.
Λανθασμένα κατά τη γνώμη μου, ο σύγχρονος Ευρωπαϊκός κινηματογράφος, έχει ταυτιστεί με την έννοια του "αργού", ενώ ο Αμερικάνικος με την έννοια του "γρήγορου". Στην πραγματικότητα, ο Ευρωπαϊκός κινηματογράφος, είναι ένας "καθημερινός" κινηματογράφος. Κάλλιστα δηλαδή, μια ευρωπαϊκή ταινία, μπορεί να πραγματεύεται την ιστορία του ανθρώπου της διπλανής πόρτας, κάτι το οποίο συνήθως, απαιτεί αργούς ρυθμούς εξέλιξης της πλοκής. Ο Αμερικάνικος, στην αντίπερα όχθη, είναι βασισμένος σε ένα πρότυπο, μη θνητό, γεγονός που του δίνει τη δυνατότητα να παρουσιάσει την ιστορία με μεγαλειώδη ελευθερία κι εξαιρετικά γρήγορους ρυθμούς.
Το ζωντανό παράδειγμα του πετυχημένου συνδυασμού της καθημερινότητας του ευρωπαϊκού είδους και της αμερικάνικης ταχύτητας (αναφερόμενη στη συνολική παραγωγή μιας χώρας κι όχι σε εξαιρέσεις ευρωπαϊκών ταινιών που το έχουν καταφέρει), αλλά και ταυτόχρονα με διεθνείς διακρίσεις, είχε καταφέρει, μέχρι στιγμής, μόνο η Ισπανική κινηματογραφία. Για να μην πολυλογώ όμως, καλύτερα ν' αναφερθώ στα στοιχεία που κάνουν τη συγκεκριμένη ταινία, ξεχωριστή και της δίνουν ένα εισιτήριο στη λίστα των ταινιών που αξίζει να δει κανείς.
Ο Roger, είναι ένα πρόσωπο που φαίνεται να τα έχει όλα. Είναι ο τύπος, που μπορείς να φανταστείς να σε περνάει από συνέντευξη κι αυτός ο χοντρόπετσος κι αποστασιοποιημένος άντρας, με ψυχρό πρόσωπο, που σου δίνει την αίσθηση, ότι για τα χρήματα, είναι ικανός να κάνει τα πάντα. Ο Clas Greve (Nikolaj Coster-Waldau) πάλι, ο άγνωστος που έρχεται σαν από μηχανής θεός να δώσει τη λύση του οικονομικού αδιεξόδου του πρωταγωνιστή, μοιάζει όντως με κάποιον ξενόφερτο, έχοντας υιοθετήσει μια πιο ανέμελη συμπεριφορά, εκπέμποντας όμως, παράλληλα στο θεατή, κάτι απροσδιόριστα σκοτεινό, κάνοντάς τον να υποψιαστεί ότι κάτι δεν λειτουργεί σωστά πάνω του. Η Diana τώρα, είναι εκπληκτικά όμορφη κι εντυπωσιακή, όπως κάθε Σκανδιναβή, αρκετά ψυχρή όμως εκφραστικά, καθιστώντας αδύνατο, να καταλάβει κανείς την ψυχοσύνθεσή της.
Σαν χαρακτήρες, οι δυο Νορβηγοί, δεν είναι αδύνατον να χαρακτηριστούν "καθημερινοί". Αυτός που φέρει το Αμερικανικό στοιχείο, είναι ο σκοτεινός άγνωστος και παράλληλα, είναι αυτός που θα κινήσει τα νήματα από ένα σημείο κι έπειτα, αναγκάζοντας τον θνητό Νορβηγό, να εισχωρήσει στους δικούς του ρυθμούς, αν θέλει πραγματικά, να επιβιώσει.
Η ταινία είναι αριστουργηματική για το είδος της, γιατί βρίσκεται στο μεταίχμιο ενός γνωστού μοτίβου κυνηγητού και μιας φυσιολογικής αντίδρασης ενός κοινού θνητού, οι αντιδράσεις του οποίου, είναι στην κυριολεξία αδύνατον να προβλεφθούν. Ας μην ξεχνάμε επίσης, ότι κι αυτή η ταινία, βασίζεται σε ένα βιβλίο "best seller", κάτι που δίνει στους παραγωγούς της, τη δυνατότητα να διαβάσουν τα προγνωστικά της απήχησης που πιθανόν να είχε.
Η ταινία απευθύνεται σε λάτρεις των θρίλερ και είχε, όντως, πολύ μεγάλη απήχηση. Προσωπικά όμως δεν θα την πρότεινα σε κάποιον που δεν έχει δει ποτέ Ευρωπαϊκό κινηματογράφο, γιατί ας μην ξεχνάμε ότι έχει λάβει θετικά σχόλια μεν, αλλά από κριτικούς κι ένα κοινό, που πήγε να δει μια Νορβηγική παραγωγή. Είναι σαφώς γρήγορη, απρόβλεπτη, έξυπνη και πολύ ευρηματική, αλλά δεν δημιουργεί κάποιο πρότυπο κι ίσως αυτό, να μην αρέσει σε κάποιους που έχουν συνηθίσει τις ταινίες εικονικών ηρώων. Η μόνη περίπτωση που θα το πρότεινα σε κάποιον που δεν έχει δει Ευρωπαϊκό σινεμά, θα ήταν αν απευθυνόμουν σε ένα άτομο, λάτρη μεν των θρίλερ, κουρασμένο δε, να βλέπει τα ίδια και τα ίδια στη μεγάλη οθόνη, χωρίς να παραλείψω βεβαία να του τονίσω, ότι "δεν είναι κάτι που σίγουρα θα σου αρέσει, είναι απλώς κάτι διαφορετικό".

Βαθμολογία: 4/5

Τα σχετικά
Θρίλερ του 2011, Νορβηγικής παραγωγής, βασισμένο σε βιβλίο του Jo Nesbø, σε σενάριο των Lars Gudmestad και Ulf Ryber και σκηνοθεσία του Morten Tyldum, διάρκειας 100 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Aksel Hennie, Nikolaj Coster-Waldau, Synnøve Macody Lund, Eivind Sander και Julie R. Ølgaard.

Οι σύνδεσμοι
Rotten Tomatoes