Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Cinema. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Cinema. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

15 Μαρτίου 2013

(2012) Τα παιδιά του πολέμου

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: Lore


Η υπόθεση
Μετά τη λήξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου οι γονείς της Lore (Saskia Rosendahl) συλλαμβάνονται και φυλακίζονται λόγω της ναζιστικής τους δράσης, αφήνοντας στην έφηβη κόρη τους την ευθύνη των μικρότερων παιδιών της οικογενείας. Μην έχοντας άλλη διέξοδο, η Lore αναγκάζεται να κατευθυνθεί, μαζί με τα τέσσερα αδέλφια της, προς το σπίτι της γιαγιάς της, διασχίζοντας όλη την γερμανική ύπαιθρο και βιώνοντας αμέτρητες κακουχίες. Στον δρόμο τους, θα συναντήσουν έναν νεαρό Εβραίο, ο οποίος βοηθώντας τους θα κάνει την Lore να έρθει σε σύγκρουση με τα όσα έχει διδαχθεί από την οικογένειά της.

Η κριτική
Μετά τα κινηματογραφικά αριστουργήματα που παρουσιάζουν την ωμότητα με την οποία η ναζιστική Γερμανία εγκλημάτησε απέναντι στην ίδια την ανθρωπότητα, η Cate Shortland δημιουργεί ένα εκπληκτικό δράμα που στέκεται στην αντίπερα όχθη, παρουσιάζοντας το πρόσωπο της ηττημένης και κατεστραμμένης αυτής χώρας, μέσα απ' το βλέμμα των παιδιών της. Γιατί κανένας δεν έχει το δικαίωμα να κατηγορήσει τα ίδια τα παιδιά για την ανατροφή τους και να νιώσει αγαλλίαση με τα δεινά που υπέστησαν αυτά εξ' αιτίας των επιλογών που έκαναν οι προηγούμενες γενιές.
Με την τοποθέτηση της έναρξης της ταινίας λίγο πριν την οριστική κατάλυση του ναζιστικού πολιτεύματος, ο θεατής προλαβαίνει να έρθει σ' επαφή με τη ζωή που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα παιδιά των Γερμανών στρατιωτικών και συνεπώς κι οι ήρωές μας. Ακόμα όμως, με την προβολή των αρχών με τις οποίες γαλουχήθηκαν όλοι οι νεαροί Γερμανοί και τις οποίες σταδιακά θ' αρχίσουν να καταπατούν όταν βρεθούν στην ανάγκη της επιβίωσης, γίνεται ακόμα εμφανέστερη η ηθική εξίσωση Γερμανών κι Εβραίων σε ανθρώπινο επίπεδο.
Αυτό όμως που τραβά την προσοχή του θεατή από το πρώτο λεπτό είναι η εξαίσια σκηνοθεσία του που βασίζεται κυρίως στην άρτια αισθητική της φωτογραφίας και της μουσικής που συνοδεύει το δράμα. Μέσω κοντινών πλάνων, που εστιάζουν σε συγκεκριμένα σημεία της φύσης ή του ανθρώπινου σώματος, οι αισθήσεις του κοινού οξύνονται κι έπειτα από κάποιο χρονικό διάστημα το κοινό δεν αποκλείεται να νιώσει ότι μπορεί ν' αντιληφθεί την δυσοσμία, το αίμα, την αίσθηση του χορταριού, κ.α. Σε συνδυασμό δε με τις έξοχες χρωματικές αποχρώσεις των διαφόρων φωτισμών, αλλά και την χρήση ενός ζωηρού και παιχνιδιάρικου μπλε και πράσινου, η φωτογραφία αναδεικνύεται στο έπακρο και κάνει το σύνολο να μοιάζει μ' ένα οπτικοποιημένο ποίημα.
Βέβαια, όπως θα ήταν αναμενόμενο κι ερμηνευτικά, οι ηθοποιοί ανταποκρίνονται έξοχα στις περιστάσεις, καθώς ο τρόπος με τον οποίο ενσαρκώνουν τους κεντρικούς ήρωες, αντικατοπτρίζει με απόλυτη ειλικρίνεια την άγνοια των παιδιών για τον πόλεμο και τις συνέπειές του. Παράλληλα όμως, μέσω της παιδικής τους αθωότητας κερδίζουν την εύνοια ενός αρνητικά διακείμενου, προς τον γερμανικό λαό, κοινού, κατορθώνοντας έτσι να προβληθεί και να γίνει πλήρως κατανοητό το σαφές αντιπολεμικό μήνυμα του έργου.
Μέσα από αυτό το μικρό διαμάντι της Αυστραλιανής δημιουργού, η Γερμανία επιχειρεί ακόμα μια αναδρομή στο μαύρο ναζιστικό παρελθόν της, παρουσιάζοντας αυτή τη φορά τις αρνητικές συνέπειες του Β' Παγκοσμίου Πολέμου για την ίδια την χώρα που τον προκάλεσε. Αν λοιπόν σας αρέσουν οι ταινίες που προβάλλουν τον άνθρωπο πίσω από τις όποιες ταμπέλες τον χαρακτηρίζουν, "Τα παιδιά του πολέμου" αποτελούν για εσάς μια άριστη πρόταση για την έξοδό σας.

Βαθμολογία: 3,5/5

Τα σχετικά
Γερμανο-Αυστραλιανό δράμα του 2012, βασισμένο σε μυθιστόρημα της Rachel Seiffert, σε σενάριο των Cate Shortland και Robin Mukherjee και σκηνοθεσία της Cate Shortland, διάρκειας 100 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές τους Saskia Rosendahl, Nele Trebs, André Frid, Mika Seidel, Nick Holaschke, Kai-Peter Malina, Ursina Lardi και Hans-Jochen Wagner.

Οι σύνδεσμοι

6 Φεβρουαρίου 2013

(2011) Φιλιά εις τα παιδιά

Πρωτότυπος τίτλος: Φιλιά εις τα παιδιά
Αγγλικός τίτλος: Children in hiding


Η υπόθεση
H Ροζίνα, ο Σήφης, η Ευτυχία, η Σέλλυ κι ο Μάριος αφηγούνται στην κάμερα πώς βίωσαν, ως παιδιά εβραϊκής καταγωγής, την γερμανική κατοχή στην Ελλάδα. Πέντε ξεχωριστές ιστορίες από πέντε πολύ διαφορετικές οικογένειες Εβραίων του ελλαδικού χώρου, αναπτύσσονται μπροστά στην κάμερα, δίνοντας στον θεατή την ευκαιρία να γνωρίσει μια πολύ διαφορετική πραγματικότητα από αυτήν που περιγράφεται στα βιβλία ιστορίας.

Η κριτική
Η γερμανική κατοχή και τ' ολοκαύτωμα αποτελούν ίσως το χειρότερο και πιο ντροπιαστικό κομμάτι της σύγχρονης ευρωπαϊκής ιστορίας. Τα γεγονότα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, οι ιστορίες των επιζησάντων και τα ντοκουμέντα που έχουν διασωθεί, βρίθουν από φρικαλεότητα του ανθρώπου ενάντια στον συνάνθρωπό του και το θέμα έχει δώσει αφορμή για τη δημιουργία χιλιάδων έργων τέχνης που γνωστοποιούν στο ευρύ κοινό και στις επόμενες γενιές, τις λεπτομέρειες από την μαύρη αυτή σελίδα της ιστορίας.
Ένα από αυτά τα καλλιτεχνικά δημιουργήματα λοιπόν, θα μπορούσε να είναι κι αυτό το ντοκιμαντέρ του Βασίλη Λουλέ. Η διαφορά του όμως με τα άλλα έργα τέχνης που αναφέρονται στην συγκεκριμένη περίοδο, είναι πως ο Λουλές εδώ δεν εστιάζει στην καταγραφή των γεγονότων, αλλά στον τρόπο με τον οποίο αντιλήφθηκαν κι επηρεάστηκαν από αυτά τα παιδιά, δημιουργώντας έτσι ένα φιλμ πιο ανθρωποκεντρικό κι ειλικρινές από τα περισσότερα. Όπως λέει άλλωστε κι ο σοφός ελληνικός λαός: "Από μικρό κι από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια".
Έτσι λοιπόν τα πέντε πρόσωπα που θα γνωρίσουμε και που θα μοιραστούν μαζί μας τις αναμνήσεις τους για την καταστροφή και τον διαμελισμό ενός ολόκληρου έθνους, θα μας εξιστορήσουν με αθωότητα και παιδική αφέλεια την καταπίεση, την απότομη ενηλικίωση, τις συνεχείς μετακινήσεις και τον συνεχόμενο χαμό συγγενικών προσώπων που βίωσαν, κάνοντάς μας να μετέχουμε ενεργά στο δράμα τους, αφού από ένα σημείο κι έπειτα παύουν να είναι ξένοι και μας κάνουν να νιώσουμε οικεία, σαν να είναι η γιαγιά κι ο παππούς και να βρισκόμαστε στα πόδια τους, ν' ακούμε ιστορίες από τα παλιά, ιστορίες της οικογένειάς μας που μας αφορούν.
Σιγά-σιγά τα διάφορα αντικείμενα, οι χώροι, τα παιχνίδια και τα πρόσωπα που μας παρουσιάζονται, αποκτούν μια διάσταση ηθική, που διαπλάθει τον χαρακτήρα, επαναφέρει χαμένες αξίες και πίστη στο ανθρώπινο είδος. Οικογένειες χριστιανών με κίνδυνο της ζωής τους, προστάτεψαν οικογένειες Εβραίων, γονείς θυσίασαν τους γονείς τους για να σώσουν την επόμενη γενιά, ξένοι γίνονται θείοι και θείες, παραμάνες γίνονται μάνα και πατέρας κι ένα σημείωμα που κλείνει με την φράση "Φιλιά εις τα παιδιά" είναι ό,τι έχει απομείνει από ένα αγαπημένο πρόσωπο.
Παρουσιάζοντας λοιπόν τα γεγονότα από μια διαφορετική οπτική, ο Βασίλης Λουλές καταφέρνει με αμεσότητα και σχετική ουδετερότητα να πλέξει περίτεχνα τα ντοκουμέντα, τις μαρτυρίες και το προσωπικό στοιχείο και να δημιουργήσει ένα εγκώμιο στην ανθρωπιά και στο πολυτιμότερο αγαθό, την ζωή. Προτείνεται στο κοινό που αναζητά τα καλογυρισμένα και ουσιαστικά ντοκιμαντέρ.

Βαθμολογία: 4/5

Τα σχετικά
Ελληνικό ντοκιμαντέρ του 2011, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Βασίλη Λουλέ, διάρκειας 115 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Ροζίνα, Σήφη, Ευτυχία, Σέλλυ και Μάριο.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

5 Δεκεμβρίου 2012

(1964) Άμλετ

Πρωτότυπος τίτλος: Гамлет (Gamlet)
Αγγλικός τίτλος: Hamlet


Η υπόθεση
Η Δανία θρηνεί τον θάνατο του βασιλιά της, όμως μέσα σ' ένα διάστημα δυο μηνών μόλις, ο νέος βασιλιάς κι αδελφός του αποθανόντος, Κλαύδιος (Mikhail Nazvanov), διοργανώνει γιορτή στο παλάτι, για να γιορτάσει τον γάμο του με την χήρα βασίλισσα και μητέρα του πρίγκιπα Άμλετ (Innokentiy Smoktunovskiy), Γερτρούδη (Elza Radzina). Το φάντασμα του νεκρού βασιλιά, θα εμφανιστεί στον πρίγκιπα Άμλετ, αποκαλύπτοντάς του ότι στην πραγματικότητα δολοφονήθηκε από τον Κλαύδιο και θα του ζητήσει να πάρει εκδίκηση για τον φόνο. Ο Άμλετ, διχασμένος, σχεδιάζει ν' αποκαλύψει την σκευωρία του Κλαύδιου και ν' αποδώσει δικαιοσύνη, όπως τον διέταξε το φάντασμα του πατέρα του. Μέσα από μια σειρά αλληλένδετων γεγονότων, το βασίλειο της Δανίας, καλύπτεται από ένα πέπλο θανάτου, του οποίου θύματα είναι κι αθώα πλάσματα, όπως η Οφηλία (Anastasiya Vertinskaya).

Η κριτική
Ο "Άμλετ" του Grigori Kozintsev θεωρείται, από πολλούς κριτικούς, η καλύτερη μεταφορά του θεατρικού έργου του William Shakespeare, στην μεγάλη οθόνη, κι αυτό όχι άδικα. Όντας, δε, ένα κλασικό πια, δημιούργημα, του οποίου η αρτιότητα αγγίζει την κινηματογραφική τελειότητα, χωρίς να διαβρώνει ούτε στο ελάχιστο, το θεατρικό κείμενο, είναι πρακτικά αδύνατον ν' ασκηθεί κριτική, χωρίς αυτή να καταλήγει να πλέκει, ουσιαστικά, εγκώμιο στον σκηνοθέτη.
Επειδή, επίσης, δεν αξίζει τον κόπο να σταθεί κάποιος στην ανάλυση των χαρακτήρων του έργου, μιας κι ο "Άμλετ" έχει υποστεί άπειρες αναλύσεις με το πέρας των χρόνων, καθώς θεωρείται από πολλούς το ύψιστο αριστούργημα του Άγγλου δραματουργού, θα κάνω μια αναγωγή στην βασική διαφορά θεάτρου και κινηματογράφου για να εξηγήσω, μετά, τον λόγο που η συγκεκριμένη απόδοση του έργου, αξίζει αντικειμενικά να συγκαταλέγεται στα αριστουργήματα της έβδομης τέχνης.
Με την έναρξη του κινηματογράφου, τα θέατρα, σε παγκόσμια κλίμακα, υπέστησαν μεγάλο πλήγμα. Κι αυτό, γιατί ήταν πολύ δύσκολο ένας θίασος να συναγωνιστεί τα κοντινά πλάνα στα πρόσωπα των ηθοποιών, που έκαναν εμφανή τα συναισθήματα των χαρακτήρων σε όλη την αίθουσα κι όχι μόνο στους προνομιούχους των πρώτων σειρών ή των πλουσίων αρχόντων που, από τα θεωρεία τους, μπορούσαν, με τα κιάλια, να έχουν μια καθαρή εικόνα των προσώπων των ηθοποιών. Το κυριότερο όμως, ήταν φύσει αδύνατον, ένας θίασος να συναγωνιστεί τις μαγικές εικόνες, εξωτικών τοπίων, που είχε τη δυνατότητα ο κινηματογράφος να παρουσιάσει στον θεατή.
Γι' αυτό το λόγο, οι θίασοι σταδιακά αναγκάστηκαν να προσαρμόσουν το ρεπερτόριό τους, ανεβάζοντας κλασικά δράματα, των οποίων το περιεχόμενο είχε τη δυνατότητα να συγκινήσει και να παιδεύσει τον θεατή. Έτσι, σταδιακά, επήλθε ένας διαχωρισμός του κοινού. Τα λαϊκά στρώματα, έδειχναν μια ξεκάθαρη προτίμηση στον κινηματογράφο, του οποίου ο κύριος στόχος ήταν η ψυχαγωγία, ενώ οι ανώτερες τάξεις, συνέχιζαν να επιλέγουν το θέατρο στις εξόδους τους, καθώς εκτός από ψυχαγωγία, προσέφερε παράλληλα και παίδευση του κοινού.
Σήμερα, βέβαια, οι εποχές έχουν αλλάξει. Ο κινηματογράφος είναι μια αναγνωρισμένη μορφή τέχνης, που έχει δώσει πολλά ποιοτικά διαμάντια. Παρόλα αυτά, όμως, η αντίληψη ότι το μέσο αυτό αποτελεί μια πιο ευτελή μορφή τέχνης, συγκριτικά με το θέατρο, δεν έχει εκλείψει. Το γεγονός αυτό, δεν μπορώ να το χαρακτηρίσω παράλογο, καθώς αν αναλογιστεί κανείς το χρονικό διάστημα που καλύπτει η ιστορία του θεάτρου, συγκριτικά με του κινηματογράφου, εύκολα καταλαβαίνει ότι τα θεατρικά έργα που έχουν διασωθεί μέχρι και σήμερα, έχουν μια αρτιότητα διαχρονική που, πολύ δύσκολα, θα μπορέσει να τα συναγωνιστεί μια τέχνη που γεννήθηκε πριν έναν αιώνα.
Κι έρχομαι, λοιπόν, στο προκείμενο. Τα έργα του Shakespeare, διακρίνονται για την τραγικότητα των ηρώων τους. Τραγικότητα που, όμοια με αυτή των αρχαίων τραγωδιών, οφείλονται στη σύγκρουση του ήρωα με τη μοίρα του κι οδηγούν στην κάθαρση της ψυχής του θεατή. Ο κορυφαίος τραγικός ήρωας, επίσης, του κορυφαίου Άγγλου δραματουργού, θεωρείται ο Άμλετ κι έπειτα ο Βασιλιάς Ληρ.
Αν και τα έργα του γνωστού τραγικού ποιητή, είναι πολυπρόσωπα κι η σκηνή απαιτεί πολλές εισόδους κι εξόδους, οπότε θεωρητικά είναι ένας εύκολος δραματουργός για κινηματογραφική μεταφορά, η πραγματικότητα μάλλον αναιρεί την άποψη αυτή. Η τραγικότητα των έργων του Shakespeare, δυστυχώς, δεν βρίσκεται μόνο στους ήρωές του, αλλά και στον λυρισμό του λόγου τους. Έναν λυρισμό καθαρά θεατρικό, που, αν δεν είχα δει τον "Άμλετ" του Kozintsev θα έλεγα ότι είναι αδύνατο να μεταφερθεί κινηματογραφικά, χωρίς ίχνος θεατρικής αναφοράς και να διατηρήσει το μεγαλείο του αρχικού κειμένου.
Ο Kozintsev, έχοντας κάνει μια επεξεργασία οχτώ ετών στο σενάριο και έχοντας σπαταλήσει δυο χρόνια για τα γυρίσματα του σοβιετικού "Άμλετ", έχει καταφέρει να διατηρήσει τον λυρισμό του σαιξπηρικού κειμένου, συμπληρωμένου με μια εικόνα τόσο ρεαλιστική, που κάνει τον θεατή να ξεχάσει τη θεατρική αναφορά και τον ωθεί ν' αναγνωρίσει τον καθημερινό άνθρωπο κι όχι τον τραγικό ήρωα, στον κινηματογραφικό χαρακτήρα του Άμλετ.
Η ερμηνεία του Innokentiy Smoktunovskiy, ως Άμλετ, είναι κάτι παραπάνω από εξαιρετική. Η πλαισίωσή του, δε, από εφάμιλλες ερμηνείες, όπως αυτή του Mikhail Nazvanov, ως Κλαύδιος, ή της Anastasiya Vertinskaya, ως Οφηλία και της Elza Radzina, ως Γερτρούδη, συνθέτουν ένα δράμα υποκριτικής αρτιότητας, το οποίο, συμπληρώνει η ευφάνταστη μουσική επένδυση του κορυφαίου συνθέτη, Dmitri Shostakovich. Η μουσική του έργου, χωρίς να έχει την λειτουργία της συνοδείας, μεταφέρει στον θεατή τη συναισθηματική φόρτιση των σκηνών, αιχμαλωτίζοντάς τον.
Όσον αφορά τη σκηνοθεσία τώρα, το κυριότερο στοιχείο της αριστουργηματικότητάς της, είναι ότι προσανατολίζεται κινηματογραφικά κι όχι θεατρικά. Όμως, αξίζει ν' αναφέρουμε τις υπέροχες εμπνεύσεις εικόνας, που μένουν ανεξίτηλες στο μυαλό του θεατή. Κάποιες από αυτές, είναι η αντίθεση της βραχώδους στεριάς με την τρικυμισμένη θάλασσα, της τεράστιας σκιάς του βασιλιά που καλύπτει ολόκληρο το κάστρο της Δανίας ή της θεατρικής αναπαράστασης του φόνου του βασιλιά, που γίνεται υπό το φως της δάδας και με φόντο την θάλασσα.
Κατά κύριο λόγο, προτείνεται στο σινεφίλ κινηματογραφικό κοινό, αλλά και στους λάτρεις του θεάτρου, καθώς το συγκεκριμένο έργο αποτελεί την απόδειξη ότι ο κινηματογράφος, είναι μια ισάξια μορφή τέχνης.

Βαθμολογία: 5/5
Τα σχετικά
Σοβιετικό δράμα του 1964, βασισμένο στο ομώνυμο θεατρικό έργο του  William Shakespeare, σε μετάφραση του Boris Pasternak, σενάριο και σκηνοθεσία του Grigori Kozintsev και μουσική του Dmitri Shostakovich, διάρκειας 140 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Innokentiy Smoktunovskiy, Anastasiya Vertinskaya, Mikhail Nazvanov, Elza Radzina, Vladimir Erenberg και Stepan Oleksenko.

Οι σύνδεσμοι
Trailer 
Imdb 
Rotten Tomatoes 

30 Οκτωβρίου 2012

(1946) Ο άγνωστος

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: The stranger
Εναλλακτικός ελληνικός τίτλος: Ο ξένος


Η υπόθεση
Ο κύριος Wilson (Edward G. Robinson) είναι ένας από τους επικεφαλείς της "Επιτροπής Εγκλημάτων Πολέμου". Με δική του εντολή, το κελί ενός καταδίκου, του Meinike (Konstantin Shayne), θα παραμείνει "κατά λάθος" ανοιχτό, δίνοντάς του την δυνατότητα να δραπετεύσει και να οδηγήσει την Επιτροπή σ' έναν από τους εγκεφάλους του ολοκαυτώματος, ο οποίος μετά την εξαφάνισή του, έχει φροντίσει να διαγράψει τα ίχνη του κι είναι, πλέον, αδύνατον να εντοπιστεί διαφορετικά. Ο Meinike, πράγματι, θα οδηγήσει τον Wilson στην πόλη που βρίσκεται ο Franz Kindler (Orson Welles), ο νεαρός ναζί που αναζητά. Πριν προλάβει, όμως, ο επιθεωρητής ν' ανακαλύψει την καινούργια ταυτότητα του Kindler, ο Meinike εξαφανίζεται κι ο Wilson θα πρέπει μόνος του ν' ανακαλύψει ποιός είναι το πρόσωπο που αναζητά.

Η κριτική
Αν κι "Ο άγνωστος" δεν θεωρείται μια από τις ποιοτικότερες δουλειές του Orson Welles, δεν παύει να είναι ένα υπέροχο φιλμ νουάρ, στο οποίο ο δημιουργός του καταφέρνει να κρατήσει με εξαιρετικό τρόπο την προσοχή των θεατών του και να εντείνει την αγωνία τους για την εξέλιξη της ιστορίας.
Ακόμη κι αν αυτή η ταινία του Welles, δεν είναι από τις ταινίες που ο θεατής προσπαθεί ν' ανακαλύψει με την βοήθεια του πρωταγωνιστή τον δολοφόνο, αλλά μαθαίνει την ταυτότητά του στις πρώτες σκηνές, το σασπένς δεν παύει να είναι παρόν σ' όλη τη διάκρειά της, δίνοντας έτσι μια νότα τραγικής ειρωνείας σε αρκετά σημεία της. Ο θεατής γνωρίζει τα πάντα, κι όμως, ακριβώς επειδή γνωρίζει και δεν μπορεί να επέμβει, μένει καθηλωμένος να παρακολουθεί και να ελπίζει ότι ο Wilson θα καταφέρει να κάνει ό,τι ο ίδιος δεν μπορεί.
Ήδη από την πρώτη μέρα της άφιξης του, ο Wilson, θα πληροφορηθεί για την ταυτότητα του ανθρώπου που ψάχνει. Στο μαγαζί του κύριου Potter (Billy House), τη στιγμή που θα ρωτήσει για τον άντρα που παντρεύεται η Mary (Loretta Young), κόρη του Δικαστή του Ανώτατου Δικαστηρίου, θα λάβει δυο απαντήσεις, η μια θα είναι του κυρίου Potter: "Έναν καθηγητή εδώ" κι η άλλη είναι μια γυναικεία φωνή που θα του πει: "Έναν ξένο"... σε μια πόλη που όλοι γνωρίζονται με όλους. Κι όμως, ο Wilson, ενώ ξέρει, θα πρέπει ν' ανακαλύψει τον ξένο, πριν να είναι πολύ αργά για την σύζυγό του.
Αισθητικά, πιστεύω ότι η νουάρ αίσθηση, δεν θα μπορούσε να δίνεται με πιο μεγαλειώδη τρόπο. Στο έργο, κυριαρχούν οι τεράστιες σκιές, που τις νιώθεις να πλησιάζουν απειλητικά όποιον βρεθεί στο δρόμο τους κι έχει τόσο έντονο κοντράστ, που πολλές φορές είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις το ανθρώπινο σώμα με χαμηλό φωτισμό, από τη σκιά του. Από την ταινία, δεν λείπουν επίσης κι οι αντανακλάσεις μέσω διαφόρων επιφανειών που καθρεφτίζουν.
Αξιοπρόσεκτο είναι, δε, και το χαρακτηριστικό που θα προδώσει την πραγματική ταυτότητα του Charles Rankin (Orson Welles), η εμμονή του με τα ρολόγια. Το ρολόι είναι αυτό που θα μιλήσει στον επιθεωρητή και θα τον ωθήσει να ψάξει ένα άτομο που έχει λατρεία με το συγκεκριμένο αντικείμενο και το ρολόι θ' αποτελέσει τον τόπο εξέλιξης των πιο έντονων κι αξιομνημόνευτων σκηνών της ταινίας. Ακόμα, όλη η αγανάκτηση των κατοίκων της πόλης για τις δολοφονίες και την αναστάτωση που έχουν υποστεί από τον Rankin, μπορεί κάλλιστα να συνοψιστεί στην εξής φράση: "Μακάρι ν' αφήνατε ήσυχο το ρολόι. Το Harper ήταν τόσο ήρεμο πριν." Και τέλος, το ρολόι είναι αυτό που έχει τον τελευταίο λόγο στην ζωή του Rankin.
Εκτός βέβαια, από την αρτιότητα των τεχνικών χαρακτηριστικών της ταινίας, στα οποία θα πρέπει να προσθέσω και την εκπληκτική λειτουργία της μουσικής επένδυσης, έντονο ενδιαφέρον παρουσιάζει η επιλογή των συγγραφέων να καταπιαστούν μ' ένα Γερμανό εγκληματία. Ένα θέμα αρκετά επίκαιρο, για την εποχή. Το στοιχείο που θα προδώσει, έστω και καθυστερημένα, τον Rankin, θα είναι η αναφορά του Karl Marx ως Εβραίου κι όχι Γερμανού. Η αναφορά στον γερμανικό ναζισμό και τις ιδέες που πρεσβεύει αυτός, σε συνδυασμό με τις εικόνες από το ολοκαύτωμα, που με τόσο θράσος προβάλει ο Welles στον θεατή, αποτελούν ίσως δυο από τους λόγους της τεράστιας εμπορικής επιτυχίας της ταινίας.
Η παρουσία, βεβαίως, του Edward G. Robinson σε ρόλο ντετέκτιβ, η επιλογή της Loretta Young ως η αθώα και διχασμένη σύζυγος ενός ναζί κι η ερμηνεία του Orson Welles ως ψυχωτικός Γερμανός, που είναι ικανός να κάνει τα πάντα προκειμένου να σωθεί, σε συνδυασμό με την σκηνοθετική επιλογή των κοντινών πλάνων, δίνουν στην ταινία όλα τα απαραίτητα στοιχεία για την συμπλήρωση ενός εκπληκτικού φιλμ νουάρ.
Με λίγα λόγια, η ταινία προτείνεται σε όλους τους θαυμαστές του παλιού καλού νουάρ, του σασπένς και των καλών ερμηνειών. Μια ιδιαίτερα καλή πρόταση για τους σινεφίλ, που μπορεί να μην αποτελεί μια αντικειμενικά κορυφαία ταινία, αλλά που σίγουρα συγκαταλέγεται στις καλές κινηματογραφικές παραγωγές του ασπρόμαυρου κινηματογράφου.

Βαθμολογία: 4/5

Τα σχετικά
Αμερικάνικο φιλμ νουάρ του 1946, σε ιστορία του Victor Trivas, σενάριο των Victor Trivas, Decla Dunning, Anthony Veiller, John Huston και Orson Welles και σκηνοθεσία του Orson Welles, διάρκειας 95 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Edward G. Robinson, Orson Welles, Loretta Young, Konstantin Shayne, Richard Long, Philip Merivale και Billy House.

Οι σύνδεσμοι