Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2012. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2012. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

29 Αυγούστου 2013

(2012) Υψηλή μαγειρική

Πρωτότυπος τίτλος: Les saveurs du palais
Αγγλικός τίτλος: Haute cuisine


Η υπόθεση
Η Hortense Laborie (Catherine Frot) από το Périgord, θα κληθεί μια μέρα ν' αναλάβει τη θέση της μαγείρισσας ενός σημαντικού πολιτικού στελέχους, χωρίς όμως να γνωρίζει περιττές λεπτομέριες, όπως για παράδειγμα το πού θα εργάζεται ή για ποιόν θα πρέπει να μαγειρεύει. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού της, θα πληροφορηθεί ότι η νέα της δουλειά αφορά την ετοιμασία των προσωπικών γευμάτων του Προέδρου της Δημοκρατίας (Jean d'Ormesson) κι ότι θα εργάζεται εντός του Μεγάρου των Ηλυσίων. Κατά την άφιξή της εκεί, αντί να την ενημερώσουν για τις διατροφικές συνήθειες του Προέδρου, όλοι της αναλύουν τα διάφορα πρωτόκολλα που θα πρέπει ν' ακολουθεί σε καθημερινή βάση. Η Hortense, για δυο συνεχή έτη, θα εργαστεί ως η προσωπική σεφ του Γάλλου Προέδρου, υπό τις πιο αντίξοες συνθήκες, οι οποίες όσο περνά ο καιρός, θα δυσκολεύουν ακόμα περισσότερο.

Η κριτική
Η "Υψηλή μαγειρική" είναι μια γαστρονομική κι ευχάριστη ταινία, που αποτελεί την αληθινή ιστορία της, επί δυο χρόνια, προσωπικής μαγείρισσας του Γάλλου Προέδρου της Δημοκρατίας, Danièle Delpeuc.
Η ταινία, κινείται σε δυο χρονικά επίπεδα. Στο πρώτο, συναντάμε την Hortense κάπου στην Ανταρκτική να μαγειρεύει για τα μέλη μιας ερευνητικής βάσης, σε μια καντίνα, μετά την εμπειρία της στο Προεδρικό Μέγαρο και καλούμαστε να δούμε τις τελευταίες μέρες της στο μέρος αυτό. Στο δεύτερο, μας γυρίζει τέσσερα χρόνια πίσω, όταν ξεκίνησε να εργάζεται στο Μέγαρο των Ηλυσίων και παρακολουθούμε εν συντομία τα δυο έτη όπου υπηρέτησε ως μαγείρισσα του Γάλλου Πρόεδρου.
Η ιστορία της Hortense, θα ξεκινήσει ν' αναπτύσσεται όταν ένα Αυστραλιανό τηλεοπτικό συνεργείο επισκεφτεί την βάση, για τα γυρίσματα ενός ντοκιμαντέρ κι απορήσει με την παρουσία μιας γυναίκας σ' ένα ανδροκρατούμενο περιβάλλον, την οποία μάλιστα, οι άντρες, αποκαλούν "Πρόεδρο". Εξηγώντας λοιπόν, στη δημοσιογράφο τον λόγο που έλαβε η Hortense το παρατσούκλι της, θ' αρχίσει η ταυτόχρονη εξέλιξη της κεντρικής ιστορίας, που δείχνει μια μαγείρισσα μ' ένα πανδοχείο, από την επαρχία, να εισέρχεται στο Προεδρικό Μέγαρο και ν' αναλαμβάνει την πιο περιζήτητη θέση μάγειρα. Ακόμα κι αυτή, όταν της ανακοινώνουν τα καθήκοντά της, εκπλήσσεται και την βλέπουμε να βρίσκεται σε μια εξαιρετικά αμήχανη θέση, καθώς όπως λέει κι η ίδια, δεν ξέρει να φτιάχνει γκουρμέ πιάτα, αλλά μαγειρεύει παραδοσιακά, όπως της έμαθαν η γιαγιά κι η μητέρα της. Όμως, ακριβώς αυτός είναι κι ο λόγος που την θέση δεν ανέλαβε άλλος μάγειρας, αλλά εκείνη.
Το γεγονός ότι ο τρόπος που μαγειρεύει, βασίζεται στα παραδοσιακά γαλλικά υλικά που ανέδειξαν την εθνική κουζίνα σε μια διεθνώς αναγνωρισμένη κουζίνα υψηλής μαγειρικής σε συνδυασμό με το πάντρεμα των γεύσεων που έχουν τα φαγητά της, το οποίο δεν αποσκοπεί σε κάποια πρωτοτυπία, αλλά στην εξιδανικευμένη εναρμόνιση της γεύσης των πιάτων της, είναι κι ο λόγος που επελέχθη από τον ίδιο τον Πρόεδρο. Όπως μαθαίνουμε στην πορεία από μια εξομολόγηση του Προέδρου στην Hortense, η μαγειρική ήταν πάντοτε το πάθος του κι ο τρόπος που αντιμετωπίζει το φαγητό εκείνη του φέρνει στο μυαλό τις μέρες που ήτανε παιδί.
Δείχνοντας λοιπόν, μια σαφή ανάγκη επιστροφής στις ρίζες της γαλλικής κουζίνας, στον θεατή προβάλλονται εικόνες από μια κουζίνα πιο εκλεπτυσμένη, όχι όμως εφάμιλλη αυτής των ακριβών εστιατορίων που δεν σου ανοίγουν ούτε στο ελάχιστο την όρεξη. Τα πιάτα της Hortense, μοιάζουν πολύ μ' αυτά ενός προσεγμένου σπιτικού γιορτινού γεύματος, που σε κάνουν να θες να δοκιμάσεις απ' όλα.
Η αγάπη για το φαγητό είναι διάχυτη σ' όλη την ταινία. Αυτός είναι, για την πρωταγωνίστρια, ο τρόπος με τον οποίο επικοινωνεί με τους άλλους ανθρώπους, αλλά δυστυχώς για 'κείνη, ο Πρόεδρος, αν και δείχνει όλη την καλή διάθεση να μιλάει μαζί της ώρες ατελείωτες, σπάνια απαντά, λόγω των υπολοίπων υποχρεώσεών του, στα γευστικά της μηνύματα. Έτσι, η μαγείρισσα, έχει μονίμως μια αβεβαιότητα και ένα κλίμα ζήλιας, από τους μάγειρες της κεντρικής κουζίνας, ν' αντιμετωπίσει. Όταν λοιπόν, κάποια στιγμή, ο προσωπικός γιατρός του Προέδρου της επιβάλλει μεγαλύτερη τυπικότητα και μηδενική δυνατότητα δημιουργίας κι ο λογιστής του Μεγάρου περικοπές, που επηρεάζουν την ποιότητα των φαγητών της, παραιτείται. Και ποιό είναι άλλωστε το νόημα να παραμείνεις σε μια δημιουργική δουλειά που σου στερεί τον προσωπικό σου τρόπο έκφρασης;
Η "Υψηλή κουζίνα" είναι μια πολύ όμορφη, γαστρονομική ταινία. Προτείνεται στους λάτρεις του γαλλικού σινεμά, αλλά και σ' όσους θέλουν με μια ανάλαφρη ταινία, να περάσουν ευχάριστα κάποιες ώρες και να δουν εκ των έσω τα μυστικά μιας από τις μεγαλύτερες διεθνείς κουζίνες.

Βαθμολογία: 3/5

Τα σχετικά
Γαλλική βιογραφική κομεντί του 2012, βασισμένη στην ιστορία της Danièle Mazet-Delpeuch, σε σενάριο των Etienne Comar και Christian Vincent και σκηνοθεσία του Christian Vincent, διάρκειας 95 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Catherine Frot, Arthur Dupont και Jean d'Ormesson.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

19 Απριλίου 2013

(2012) Μπουτίκ για αυτόχειρες

Πρωτότυπος τίτλος: Le magasin des suicides
Αγγλικός τίτλος: The suicide shop


Η υπόθεση
Όταν οι άνθρωποι βουλιάζουν καθημερινά όλο και περισσότερο στον βούρκο της κατάθλιψης και το μόνο πράγμα που μοιάζει λογικό είναι να θέσουν τέλος στην μίζερη ζωή τους, το μαγαζί της οικογένειας Tuvache βρίσκεται εκεί για να τους παρέχει, μέσα από μια πληθώρα προϊόντων, την πιο ταιριαστή μέθοδο αυτοκτονίας. Η ζωή της οικογένειας Tuvache κυλά ήρεμα, ως τη στιγμή που θα γεννηθεί το τρίτο τους παιδί, ο Alan (φωνή: Kacey Mottet Klein), ένα πλάσμα που δεν μπορεί να σταματήσει να είναι χαρούμενο και να χαμογελά. Όμως ο Alan, μεγαλώνοντας θ' αποδειχτεί "καταστροφή" για την οικογένεια, καθώς ξεφεύγει από τον απλό χαρακτηρισμό του "μαύρου προβάτου" και γίνεται άκρως επικίνδυνος, όταν επιχειρεί να κάνει ευτυχισμένους τους ανθρώπους γύρω του.

Η κριτική
Ο πρώτος και πιο περιεκτικός χαρακτηρισμός που θα μπορούσε να δώσει κάποιος στο νέο δημιούργημα του Patrice Leconte, είναι ότι πρόκειται για ένα "ελπιδοφόρο παραμύθι ενηλίκων". Όντας γαλλικό, ανεξάρτητο και καταθλιπτικά κωμικό, δεν θα πρέπει να παραξενέψουν οι συγκρίσεις με το προ τριετίας αριστούργημα του Sylvain Chomet "Ο θαυματοποιός", με το οποίο όμως πρακτικά ουδεμία ουσιαστική σχέση υφίσταται.
Ο διάσημος Παρισινός σκηνοθέτης Patrice Leconte, έχοντας διαβάσει το ιδιόμορφο και πραγματικά ενδιαφέρον βιβλίο του Jean Teulé, μαγεύεται από το θέμα του κι αποφασίζει να το μεταφέρει στο μεγάλο πανί. Θέλοντας όμως ν' αποφύγει να μεταφέρει παράλληλα και μια άκρως καταθλιπτική ατμόσφαιρα, ο μεσήλικας δημιουργός βρίσκει την χρυσή τομή στην αναπαράσταση σε κινούμενο σχέδιο, κάτι που από μόνο του αρκεί για να δημιουργήσει στον θεατή μια πιο ευχάριστη διάθεση.
Έτσι λοιπόν, με την χρήση μουντών χρωμάτων και την μόνιμη απεικόνιση θλιμμένων προσώπων, γίνεται μια πρώτη γνωριμία με τον καταθλιπτικό κι ανούσιο κόσμο των ηρώων μας, στον οποίο το μαγαζί της οικογένειας Tuvache δίνει την αίσθηση μιας όασης μέσα σε μια έρημο απελπισίας. Όσο παράλογη κι αν μοιάζει αρχικά στον θεατή η φυσικότητα με την οποία οι πρωταγωνιστές μας μιλούν για την αυτοκτονία, τόσο αβίαστα καταφέρνουν να συνηθίσουν την παράξενη, τρομακτικά οικεία όμως, κοινωνία του έργου και να νιώσουν κι οι ίδιοι, τρόπον τινά, μέλη αυτής.
Κατ' αρχήν, μετά την πρωτότυπη θεματολογία του έργου, αυτό που τραβά περισσότερο την προσοχή του κοινού είναι ο άκρως καυστικός σχολιασμός που ασκείται στις σημερινές κοινωνίες της αποξένωσης. Οι αυτοκτονίες, που αποτελούν δυστυχώς πολύ συχνό φαινόμενο στον δυτικό κόσμο, παρατηρούμε να τιμωρούνται με πρόστιμο εάν τελεστούν σε δημόσιους χώρους. Το γεγονός αυτό, κάνει το μαγαζί της οικογένειας Tuvache περιζήτητο, καθώς εκεί εκτός από τ' απαραίτητα σύνεργα, ο κάθε πελάτης έχει την ευκαιρία να βρει αυτό που ταιριάζει περισσότερο στον χαρακτήρα του, κάνοντας την τελευταία του αγορά την καλύτερη δυνατή. Βέβαια το γεγονός ότι ο Mishima Tuvache (φωνή: Bernard Alane) συναλλάσσεται με μελλοθάνατους, δεν καταφέρνει να σταθεί εμπόδιο στον "επαγγελματισμό" του, καθώς τα προϊόντα του, όταν το μαγαζί είναι κλειστό, πωλούνται πιο ακριβά απ' ό,τι σε ώρες καταστημάτων.
Κι ενώ η ζωή κυλά δυσάρεστα και φυσιολογικά, η Lucrèce (φωνή: Isabelle Spade) φέρνει στην ζωή το τρίτο παιδί της οικογενείας, το οποίο έχει χαραγμένο στο πρόσωπό του ένα επίφοβο χαμόγελο και μια αλλόκοτη διάθεση για ζωή. Όσο μεγαλώνει όμως ο Alan, τόσο πιο επικίνδυνος μοιάζει να γίνεται για την κακή ψυχική κατάσταση των γύρω του, αφού αρχίζει να επηρεάζει θετικά με τις πράξεις και τις κινήσεις του τα άτομα που συναναστρέφεται. Όταν δε, το παιδί δεν μπορεί πια να κλείνει τα μάτια στην μιζέρια του κόσμου κι αποφασίζει συνειδητά να κάνει ό,τι περνά απ' το χέρι του για να κάνει τους ανθρώπους ευτυχισμένους, αρχίζει το πραγματικό πρόβλημα.
Συμπεριλαμβάνοντας δυο χαρακτηριστικές σκηνές "πλατείας", που υποσυνείδητα θα φέρουν στο μυαλό τον σπουδαίο Jacques Tati κι αρκετά τραγούδια που θυμίζουν λίγο Tim Burton, o Leconte, παρουσιάζει μια ταινία με υπέροχη θεματολογία που καταφέρνει να τέρψει το κοινό της, όχι όμως να το ξετρελάνει όπως αναμένεται. Το ατόπημα ίσως να είναι η εμφανής ανάγκη να γίνει ένα έργο περισσότερο εμπορικό και λιγότερο ανεξάρτητο, ίσως όμως να φταίει και το γεγονός ότι σεναριακά, η "Μπουτίκ για αυτόχειρες" ατονεί σε αρκετά σημεία της. Παρόλα αυτά, αν το θέμα σας έλκει το ενδιαφέρον, δεν παύει να είναι μια ευχάριστη πρόταση για την έξοδό σας.

Βαθμολογία: 2,5/5

Τα σχετικά
Γαλλική μαύρη κωμωδία κινουμένων σχεδίων του 2012, βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του Jean Teulé, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Patrice Leconte, διάρκειας 79 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές τους Kacey Mottet Klein, Bernard Alane, Isabelle Spade, Isabelle Giami και Laurent Gendron.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

11 Απριλίου 2013

(2012) ΜΕΤΑΞΑ: Ακούγοντας το χρόνο

Πρωτότυπος τίτλος: ΜΕΤΑΞΑ: Ακούγοντας το χρόνο
Αγγλικός τίτλος: METAXA: Listening to time


Η υπόθεση
Από το 1967 στο ειδικό αντικαρκινικό νοσοκομείο Πειραιά ΜΕΤΑΞΑ, παράγεται έργο για την αντιμετώπιση σοβαρών ογκολογικών παθήσεων. Εκτός από την πολυετή δράση του στον τομέα της ογκολογίας όμως, το "ΜΕΤΑΞΑ" έχει ακόμα μια ιδιαιτερότητα: Σ' ένα μεγάλο ποσοστό του προσωπικού του νοσοκομείου έχει κάποια στιγμή διαγνωσθεί κάποιου είδους ογκολογικής πάθησης. Μπροστά στον κινηματογραφικό φακό λοιπόν, μέλη κι απλοί ασθενείς του νοσοκομείου, καταθέτουν την δική τους προσωπική εμπειρία με την συνεχώς αυξανόμενη ασθένεια του "καρκίνου".

Η κριτική
Ο "καρκίνος" είναι μια ασθένεια που, τα τελευταία χρόνια, παρουσιάζει ραγδαία αύξηση στις αναπτυγμένες χώρες. Αν και μέχρι στιγμής δεν έχει καταφέρει να διαπιστωθεί επιστημονικά ο λόγος που ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι έρχονται κάποια στιγμή στην ζωή τους αντιμέτωποι με κάποια ογκολογική πάθηση, τα αίτια κι η θεραπεία του φαινομένου αυτού αποτελούν ένα από τα κυριότερα ζητήματα της ιατρικής επιστημονικής κοινότητας, καθώς ο "καρκίνος" αποτελεί, μετά τις καρδιοπάθειες, την δεύτερη πιο συχνή αιτία θανάτου.
Καθώς λοιπόν η ασθένεια αυτή εισβάλλει, δυστυχώς, στις ζωές διαρκώς περισσότερων ανθρώπων, δημιουργείται η επιτακτική ανάγκη να γνωστοποιηθούν στους πολίτες της κάθε ανεπτυγμένης χώρας περισσότερες πληροφορίες που αφορούν στην συγκεκριμένη πάθηση. Ο καλύτερος τρόπος να γίνει αυτό δε, είναι μέσω ενός ντοκιμαντέρ που δεν αρκείται στην ακατανόητη επιστημονική ανάλυση της αρρώστιας και των πιθανοτήτων που έχει ο κάθε ασθενής να την αντιμετωπίσει και να την νικήσει, αλλά που μιλά ανθρώπινα, κατανοητά και σε προσωπικό επίπεδο για το συγκεκριμένο πρόβλημα και χρησιμοποιεί την επιστημονική γνώση περισσότερο ως βοηθητικό μηχανισμό, έτσι ώστε να επιτευχθεί μια πληρέστερη και ρεαλιστκότερη απεικόνιση του θέματος.
Έτσι λοιπόν, ο Σταύρος Ψυλλάκης, χρησιμοποιώντας σαν βάση του το αντικαρκινικό νοσοκομείο ΜΕΤΑΞΑ, συλλέγει μαρτυρίες από άτομα που αποτελούν το προσωπικό του νοσοκομείου, αλλά έχουν παράλληλα βρεθεί στην καρέκλα του ασθενούς, όπως κι από απλούς ασθενείς. Η ιδιαιτερότητα του συγκεκριμένου ντοκιμαντέρ βέβαια, και ταυτόχρονα το στοιχείο που το κάνει να ξεχωρίσει σε σύγκριση μ' άλλα έργα παρόμοιας θεματολογίας, είναι το γεγονός ότι κατ' αυτόν τον τρόπο κατορθώνει να παρουσιάσει τους ανθρώπους πίσω από τη μάσκα του γιατρού/σωτήρα που όπως όλοι οι θνητοί διατρέχουν τον κίνδυνο να προσβληθούν από κάποια μορφή "καρκίνου".
Κύριος στόχος του "ΜΕΤΑΞΑ: Ακούγοντας το χρόνο", μοιάζει αφενός να είναι η απομυθοποίηση αυτής της ασθένειας κι η προτροπή του κάθε θεατή χωριστά να μην εξαιρεί τον εαυτό του και τους γύρω του από την πιθανότητα ν' αντιμετωπίσουν κι οι ίδιοι κάποια στιγμή ένα πρόβλημα τέτοιου είδους. Αφετέρου όμως, δίνοντας την ευκαιρία σε άτομα που έχουν κοιτάξει κατάματα τον θάνατο κι έχουν ταυτόχρονα και τις απαραίτητες ιατρικές γνώσεις για να εκτιμήσουν οι ίδιοι το μέγεθος του προβλήματός τους, δίνεται ένα μάθημα ζωής σε όλους τους θεατές. Οι εικόνες της θάλασσας, που έχει την ικανότητα να ηρεμεί όποιον την κοιτάει, αλλά και της ώρας που περνάει όσο οι άνθρωποι αναλώνουμε τον πολύτιμο χρόνο μας σε άσκοπα ζητήματα, είναι δυο από τα ομορφότερα πλάνα που επαναλαμβάνονται στην ταινία.
Δεν γνωρίζω αν επιτρέπεται να χαρακτηρίσει κανείς ένα φιλμ με τέτοια θεματολογία καλό ή όμορφο, όμως σίγουρα αυτό το ντοκιμαντέρ του Ψυλλάκη καταφέρνει να συγκινήσει, να μιλήσει επί της ουσίας και ν' αναδείξει το βαθύτερο νόημα της ζωής, κάτι, που δυστυχώς οι περισσότεροι από εμάς, κάποια στιγμή χάνουμε μέσα στην ταχύτητα της καθημερινότητάς μας.

Βαθμολογία: 3,5/5

Τα σχετικά
Ελληνικο ντοκιμαντέρ του 2012, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Σταύρου Ψυλλάκη, διάρκειας 87 λεπτών.

Οι σύνδεσμοι

(2012) Ένα βήμα μπροστά

Πρωτότυπος τίτλος: Ένα βήμα μπροστά
Αγγλικός τίτλος: One step ahead


Η υπόθεση
Ο Γιάννης Μπουτάρης, στις δημοτικές εκλογές του 2010, θέτει για δεύτερη φορά υποψηφιότητα για τη Δημαρχία Θεσσαλονίκης και, παρά τον αντισυμβατικό χαρακτήρα του και την υποστήριξη του ΠΑΣΟΚ, καταφέρνει να κερδίσει τις εκλογές. Την περίοδο των δέκα τελευταίων εβδομάδων πριν τις δημοτικές εκλογές, η κάμερα ακολουθεί τον υποψήφιο δήμαρχο και καταγράφει, κατά κύριο λόγο, την προεκλογική του εκστρατεία, αλλά και ιδιωτικές του στιγμές.

Η κριτική
Ο Γιάννης Μπουτάρης αποτελεί μια εξέχουσα προσωπικότητα του ελληνικού επιχειρηματικού χώρου, αλλά και μια μια αρκετά ιδιόμορφη παρουσία του εγχώριου πολιτικού. Έχοντας αναλάβει σε νεαρή ηλικία την οικογενειακή οινοπαραγωγική επιχείρηση, γνωρίζει μεγάλη επιτυχία στον συγκεκριμένο τομέα. Παράλληλα, σε εφηβική ηλικία γνωρίζει και ερωτεύεται παράφορα την μέλλουσα γυναίκα του, Αθηνά, με την οποία θ' αποκτήσει 3 παιδιά. Τη δεκαετία του 1980 αρχίζει να φλερτάρει με τον αλκοολισμό, απ' τον οποίο καταφέρνει ν' απεξαρτηθεί το 1991.
Έκτοτε ο Μπουτάρης έχει συμβάλλει ενεργά σε διάφορες περιβαλλοντικές οργανώσεις, χωρίς να έχει πάψει να λαμβάνει τιμητικά βραβεία για την επιχειρηματική του δράση. Το 2006, κατεβαίνει για πρώτη φορά ως ανεξάρτητος υποψήφιος δήμαρχος Θεσσαλονίκης, συγκεντρώνοντας το 16% των ψήφων και το 2010, σε ηλικία 68 ετών, καταφέρνει να εκλεγεί στο πολιτικό αξίωμα, έχοντας την ευκαιρία να πραγματοποιήσει την πολυπόθητη ανατροπή ενός χρόνιου διεφθαρμένου πολιτικού συστήματος.
Η ιδιαιτερότητα του νυν δημάρχου Θεσσαλονίκης, είναι ότι δεν ανήκει στον πολιτικό χώρο, δεν γνωρίζει τα πολιτικά παιχνίδια κι αρνείται, κατά την προεκλογική του εκστρατεία, να ενστερνιστεί την "πρέπουσα" συμπεριφορά των πολιτικών προσώπων. Έτσι κατά την διάρκεια της προσπάθειάς του να πείσει τους ψηφοφόρους να τον εμπιστευτούν, δεν προβάλλει κάτι διαφορετικό απ' αυτό που είναι. Δεν προσπαθεί να κρύψει την απεξάρτησή του από τον αλκοολισμό, δεν διστάζει να πει, χάριν αστεϊσμού, ότι ίσως θα έπρεπε να υπάρξει ζώνη πορνό σε κρατικό κανάλι, να αποκαλέσει "μουτζαχεντίν" τον Αρχιεπίσκοπο και ν' αναπτύξει το επιχειρηματικό του όραμα για τον δήμο, που περιλαμβάνει εντός των άλλων και την εκμετάλλευση διαφόρων μνημείων της βυζαντινής περιόδου.
Όπως είναι λογικό λοιπόν, ο αέρας ανανέωσης που φέρνει μαζί του ο Γιάννης Μπουτάρης, μαζί με τους υποστηρικτές του, σηκώνει και θύελλα αντιδράσεων από τους πιο συντηρητικούς πολίτες, οι οποίοι είναι κι αυτοί που χαρακτηρίζουν τον νομό της συμπρωτεύουσας. Έτσι, οι δημοτικές εκλογές του 2010 μετατρέπονται σε θρίλερ, καθώς τα ποσοστά Μπουτάρη-Γκιουλέκα συνεχώς μεταβάλλονται, καθιστώντας αδύνατη την οποιαδήποτε προσπάθεια πρόβλεψης του αποτελέσματος.
Τοιουτοτρόπως, μέσω της κινηματογράφησης των τελευταίων δέκα εβδομάδων του προεκλογικού αγώνα του Γιάννη Μπουτάρη, επιτυγχάνεται ταυτόχρονα, η ανάδειξη ενός σάπιου πολιτικού συστήματος, το οποίο χρίζει ενός ανανεωτικού αέρα για να ξεκινήσει ν' αναπνέει, αλλά και της προσωπογραφίας ενός ικανότατου και καταξιωμένου Έλληνα οραματιστή, ο οποίος φαίνεται να έχει τα μέσα και τη διάθεση να αναπλάσει τον δήμο όπου γεννήθηκε.
Με την παρεμβολή σκηνών από την προσωπική ζωή του, αλλά και την προβολή βίντεο από το αρχείο της οικογένειας Μπουτάρη, το πορτραίτο του πολιτευόμενου Γιάννη αναπτύσσεται με μεγάλη πληρότητα και μέσω ενός πολύ όμορφου τρόπου, παρόλο που χρονικά το κομμάτι αυτό καλύπτει μόνο το 1/4-1/3 του συνολικού φιλμ. Το ατόπημα όμως είναι ένα: Εφόσον δεν είναι μια καθαρή προσωπογραφία, αλλά εμπεριέχει, αν δεν εστιάζει κατά κύριο λόγο στην ανάδειξή της, την ισχύουσα κατάσταση της ελληνικής πολιτικής σκηνής, μήπως ο δημιουργός της θα έπρεπε να επιλέξει να προβάλλει την ταινία του αφού έχει ολοκληρωθεί, έστω η πρώτη, αν λάβουμε υπόψιν την πιθανότητα επανεκλογής, θητεία του νυν δημάρχου, για να μην εκληφθεί από κάποιους ως μια προσπάθεια αγιογραφίας του συγκεκριμένου προσώπου;

Βαθμολογία: 3,5/5

Τα σχετικά
Ελληνικό ντοκιμαντέρ του 2012, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Δημήτρη Αθυρίδη, διάρκειας 126 λεπτών, με βασικό πρωταγωνιστή τον Γιάννη Μπουτάρη.

Οι σύνδεσμοι

27 Μαρτίου 2013

(2012) Συγχαρητήρια στους αισιόδοξους?

Πρωτότυπος τίτλος: Συγχαρητήρια στους αισιόδοξους?
Αγγλικός τίτλος: A.C.A.B. All cats are brilliant


Η υπόθεση
Η Ηλέκτρα (Μαρία Γεωργιάδου), μια 32χρονη κοπέλα στην Αθήνα της κρίσης, προσπαθεί να βάλει σε μια τάξη την ζωή της. Όντας κόρη προοδευτικών αριστερών, με σπουδές στο εξωτερικό πάνω στην τέχνη, σύντροφος ενός πολιτικού κρατουμένου και κερδίζοντας τα προς το ζην προσέχοντας ένα 8χρονο αγόρι, του οποίου η μητέρα απουσιάζει συνεχώς από το σπίτι και τη ζωή του, η Ηλέκτρα βρίσκεται στο μέσο μιας συνεχούς σύγκρουσης των θέλω της και των πρέπει που της επιβάλλουν οι καιροί κι οι κοινωνία.

Η κριτική
Μέσω ενός αρκετά προσωπικού κι επίκαιρου δράματος, η Κωνσταντίνα Βούλγαρη επιλέγει να εκφραστεί μ' έναν πολύ γλυκό κι ιδιαίτερο τρόπο για όλα όσα χαρακτηρίζουν την σημερινή, συνεχώς μεταβαλλόμενη, ελληνική πραγματικότητα. Χωρίς να δίνει απαντήσεις, αλλά θίγοντας απλώς κάποιες αλήθειες που έχουν και συνεχίζουν να διαμορφώνουν την νέα γενιά, η δημιουργός κάνει μια απόπειρα να δώσει κάποια λύση στην αβεβαιότητα που χαρακτηρίζει την σύγχρονη κοινωνία και το μέλλον της.
Η κεντρική ηρωίδα, που μέσω της ιστορίας της θα κληθούμε να μετάσχουμε στον προβληματισμό της δημιουργού, βρίσκεται ίσως στην χειρότερη θέση που θα μπορούσε να βρεθεί ένας νέος άνθρωπος. Καθώς έχει ολοκληρώσει τις σπουδές της στο εξωτερικό, έχοντας σπαταλήσει χρήμα, χρόνο κι ενέργεια για να κάνει αυτό που η κοινωνία όριζε, μέχρι πρότινος, ορθό, γυρνά στην Ελλάδα για να μείνει με τους δικούς της, να δει τον σύντροφό της να τιμωρείται για τα πιστεύω του και να βρίσκεται συνεχώς στο στόχαστρο μιας επικριτικής και καταπιεστικής λογικής, για τις προσωρινές επαγγελματικές και προσωπικές επιλογές της, οι οποίες δεν συμβαδίζουν με αυτό που θεωρείται, ακόμα, κοινωνικώς αποδεκτό.
Ο τρόπος με τον οποίο κινηματογραφείται η ιστορία της κοπέλας αυτής δε, δίνει την αίσθηση ενός περιπάτου, στον οποία ο θεατής καλείται να συνοδεύσει για λίγο την πρωταγωνίστρια, αποκτώντας κατ' αυτόν τον τρόπο μια αισιόδοξη διάθεση, παρά το απαισιόδοξο της κατάστασης που απεικονίζεται. Ο αυτοσχεδιαστικός ρεαλισμός, με τον οποίο η Βούλγαρη αφήνει τους διαλόγους ανάμεσα στους ήρωές της ν' αναπτυχθούν, συμβάλλει ακόμα περισσότερο στην δημιουργία αυτής της γλυκιάς αίσθησης, καθώς οι λέξεις φέρουν κάτι το γνήσιο, που κάνει τον θεατή να νιώσει όμορφα κι οικεία ως προς αυτό που του παρουσιάζεται.
Με τις σκηνές κατά τις οποίες η Ηλέκτρα συνομιλεί με την ερχόμενη γενιά, που θα την διαδεχθεί σε λίγα χρόνια και την προηγούμενη γενιά, της οποίας τα λάθη πληρώνει τώρα, το έργο φτάνει στην κορύφωσή του. Ο αυθορμητισμός κι η ειλικρίνεια χαρακτηρίζουν και τα δυο διαλογικά μέρη, βοηθώντας τόσο την ηρωίδα όσο και τον θεατή να θωρακιστούν με λογική, μέσα στην παράνοια της κρίσης. Ακόμα βέβαια, εκπληκτικά συμπληρώνουν το δράμα κι οι δυο σκηνές που διαδραματίζονται στο μπάνιο και κάνουν εμφανή, μ' έναν εξαιρετικά απλό τρόπο, τον εσωτερικό κόσμο της πρωταγωνίστριας. Από την μια βλέπουμε την συνήθη παραβίαση του προσωπικού χώρου του νέου ανθρώπου κι από την άλλη βρισκόμαστε αντιμέτωποι με τα τραύματα που προκαλεί ο ίδιος στον εαυτό του, στην προσπάθειά του να νιώσει το οτιδήποτε.
Με την ιδιόμορφη, ονειρική απλότητα λοιπόν, που χαρακτηρίζει και την προηγούμενη μεγάλου μήκους ταινία της, αλλά και την συμμετοχή ενός ταλαντούχου επιτελείου ηθοποιών, η Κωνσταντίνα Βούλγαρη πραγματοποιεί ένα ταξίδι στην ελπίδα και την απαισιοδοξία, μιλώντας για έννοιες όπως η αλληλεγγύη κι η υπεράσπιση των ονείρων και της αξιοπρέπειάς μας, αφήνοντας την ελευθερία στον κάθε θεατή χωριστά φεύγοντας από την κινηματογραφική αίθουσα να πάρει μαζί του τ' απαραίτητα εφόδια που θα τον βοηθήσουν να χορέψει όσο καλύτερα μπορεί στο πανηγύρι της ζωής.

Βαθμολογία: 2,5/5

Τα σχετικά
Ελληνικό δράμα του 2012, σε σενάριο και σκηνοθεσία της Κωνσταντίνας Βούλγαρη, διάρκειας 83 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Μαρία Γεωργιάδου, Θέμις Μπαζάκα, Δημήτρη Πιατά, Αλέξη Χαρίση, Κώστα Γανωτή και Δημήτρη Ξανθόπουλο.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

21 Μαρτίου 2013

(2012) Δεν κρατιέμαι

Πρωτότυπος τίτλος: Los amantes pasajeros
Αγγλικός τίτλος: I'm so excited


Η υπόθεση
Οι φροντιστές της υπερατλαντικής πτήσης 2549, με προορισμό την πόλη του Mexico, ξεχνάνε ν' απομακρύνουν τους τάκους από το αεροσκάφος, με αποτέλεσμα κατά την απογείωσή του να προκληθεί σοβαρή βλάβη στο σύστημα προσγείωσης. Μίαμιση ώρα μετά το συμβάν το αεροπλάνο κάνει κύκλους πάνω από το Toledo, μέχρι να του δοθεί άδεια να προσγειωθεί σε κάποιον πλήρως ελεύθερο αερολιμένα. Η άδεια δεν είναι δυνατόν να δοθεί όσο στην Μαδρίτη διεξάγεται το συνέδριο του Ο.Η.Ε., οι επιβάτες κι οι αεροσυνοδοί της οικονομικής θέσης είναι ναρκωμένοι από τα μυοχαλαρωτικά που τους χορήγησαν οι αεροσυνοδοί της business class και μόνοι ξύπνιοι κατά την κρίσιμη πτήση είναι οι δυο αλλοπρόσαλλοι πιλότοι, τρεις gay αεροσυνοδοί κι οι επιβάτες τις business class, οι οποίοι θα πρωταγωνιστήσουν σε μια τρελή κωμωδία με άγνωστη κατάληξη.

Η κριτική
Η φαινομενικά ρηχή και φτηνιάρικη νέα κωμωδία που αποφάσισε να γυρίσει και να παρουσιάσει στο κοινό του ο ιδιόμορφος και λατρεμένος Ισπανός δημιουργός Pedro Almodóvar, μοιάζει, για όσους θελήσουν να την δουν τοιουτοτρόπως, με μια όαση μέσα στην έρημο των δραμάτων που με αφορμή την παγκόσμια οικονομική κρίση έχουν αρχίσει να κάνουν την εμφάνισή τους στον κινηματογράφο, προσπαθώντας να αφυπνίσουν το κοινό.
Μέσω του νέου του αυτού πονήματος, ο Pedro Almodóvar κάνει μια στροφή στις ταινίες που τον χαρακτήρισαν και κέντρισαν το ενδιαφέρον του διεθνούς κινηματογραφικού χώρου και σχολιάζει το εγχώριο σε πρώτη φάση, και παγκόσμιο σε δεύτερη, αλλοπρόσαλλο κοινωνικο-πολιτικό γίγνεσθαι. Έτσι, αυτό που καταφέρνει ο σπουδαίος Ισπανός καλλιτέχνης είναι να χωρίσει το κοινό σε δυο κατηγορίες, σ' αυτούς που ποτέ δεν εκτίμησαν το πρώιμο έργο του και σ' αυτούς που τον αγάπησαν από την πρώτη του εμφάνιση στον κινηματογραφικό χώρο.
Οι μεν πρώτοι λοιπόν, το μόνο που θα διακρίνουν στην συγκεκριμένη παραγωγή είναι μια διαδοχή από ασυνάρτητα σκετς που έχουν ως επίκεντρο το σεξουαλικό στοιχείο και παρουσιάζουν την αδιάφορη προσωπική ζωή των χαρακτήρων που επιβαίνουν στο αεροσκάφος. Ο μόνος λόγος δε που κάποιοι από αυτούς ίσως δεν κλάψουν τα λεφτά και τον χρόνο τους είναι η παρουσία ενός άκρατου αλμοδοβαρικού στοιχείου, το οποίο συμπεριλαμβάνει τις γνωστές χρωματικές αποχρώσεις, τον καθημερινό χαρακτήρα και το γνωστό επιτελείο ηθοποιών που ανακυκλώνεται στις ταινίες του, κάτι που ενδέχεται να σώσει ένα κατά τ' άλλα πεζό κωμικό εγχείρημα.
Η άλλη κατηγορία όμως, αυτή του φανατικού κοινού του λαμπρού Ισπανού, θα μπορέσει εύκολα να διαβάσει την ουσία της ταινίας, που δεν είναι άλλη από την ανάδειξη της απογυμνωμένης πραγματικότητας, στην οποία αναγκάζεται να ζήσει ο λαός της Ισπανίας, αλλά κι ο υπόλοιπος ευρωπαϊκός Νότος. Άκρως συμβολικός κι εύστοχος, ο Pedro Almodóvar θέτει υπό την ευθύνη της γκέι κοινότητας την διάσωση της κατάστασης, αφού οι πραγματικοί χειριστές του αεροσκάφους, ονόματι Ισπανία, το μόνο που σκέφτονται να κάνουν σε περίοδο κρίσης, είναι να βάλουν τον αυτόματο πιλότο και να κάνουν κύκλους γύρω από μια κατάσταση που συνεχώς επιδεινώνεται, όσο αυτοί περιμένουν μια από πύργου (κατά το από μηχανής) λύση των προβλημάτων τους.
Ο Ο.Η.Ε. στέκεται εμπόδιο στην όποια λύση θα μπορούσε να τους δοθεί, οι επιβάτες της οικονομικής θέσης έχουν πέσει σκόπιμα σε λήθαργο έτσι ώστε να μην μπορούν ν' αντιδράσουν και να προσθέσουν κι άλλα προβλήματα στα ήδη υπάρχοντα κι οι προνομιούχοι επιβάτες της ανώτερης τάξης/θέσης είναι οι μόνοι που μένουν ξύπνιοι, αδιαφορώντας για το πρόβλημα που αφορά όλους κι ασχολούμενοι ο καθένας με τα δικά του προσωπικά θέματα, τα οποία θέλωντας και μη, αναγκάζονται να μοιραστούν και με τους υπολοίπους επιβάτες. Αυτή είναι λοιπόν η κατάσταση στην οποία βρίσκεται αυτή τη στιγμή ολόκληρη η Ευρώπη κι αυτή την τρέλα είναι που αποπειράται μέσω του γέλιου να προβάλλει στους θεατές του ο Almodóvar. Τι άλλο μένει λοιπόν εκτός από την εφορία που φέρνουν οι υλικές απολαύσεις της εικονικής ευδαιμονίας του '80, που ίσως να είναι κι ο μοναδικός τρόπος να έρθει η πολυπόθητη στιγμή αναλαμπής που θα μας δώσει τη λύση σ' όλα μας τα προβλήματα;
Με δυο λόγια, αν ο Almodóvar σας κέντρισε το ενδιαφέρον από την περίοδο των πιο συμβατικών ταινιών του και βρίσκετε την αισθητική των πρώτων του από λίγο ως πολύ κιτς, αποφύγετε το "Δεν κρατιέμαι". Αν πάλι σας έχει λείψει η αυθεντικότητα των πρώτων ταινιών του, τότε σίγουρα θα σας ικανοποιήσει το νέο του δημιούργημα. Μπορεί να μην είναι αριστούργημα, όμως είναι σίγουρα καλός και γνήσιος Almodóvar.

Βαθμολογία: 3/5

Τα σχετικά
Ισπανική κωμωδία του 2013, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Pedro Almodóvar, διάρκειας 95 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Javier Cámara, Carlos Areces, Raúl Arévalo, Antonio de la Torre, Hugo Silva, Lola Dueñas, Guillermo Toledo, Blanca Suárez, Paz Vega, Cecilia Roth, José Luis Torrijo, José María Yazpik, Miguel Ángel Silvestre, Laya Martí, Antonio Banderas και Penélope Cruz.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

(2012) Άνεμος ψυχής

Πρωτότυπος τίτλος: Csak a szél
Αγγλικός τίτλος: Just the wind
Ελληνικός τίτλος στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης του 2012: Μονάχα ο άνεμος


Η υπόθεση
Μετά από μια σειρά στοχευμένων επιθέσεων που είχαν ως αποτέλεσμα τον θάνατο πέντε οικογενειών Ρομά, ο φόβος αρχίζει και κάνει εντονότερα την εμφάνισή του στην κοινωνία των Αθίγγανων. Η Mari (Katalin Toldi), μια γυναίκα Ρομά που ζει μαζί με την οικογένειά της στο δάσος κι αγωνίζεται να κερδίσει τίμια τα προς το ζην για την ίδια, τα παιδιά και τον πατέρα της, προσπαθεί να συνεχίσει κανονικά την ζωή της. Το ίδιο κάνουν και τα δυο παιδιά της, η έφηβη Anna (Gyöngyi Lendvai) κι ο μικρός Rió (Lajos Sárkány), ελπίζοντας σύντομα να συγκεντρώσουν τα χρήματα που χρειάζονται για να ταξιδέψουν στο Toronto και να επανενωθούν με τον πατέρα τους που βρίσκεται εκεί.

Η κριτική
Μέσα στο 2008-2009 πραγματοποιείται στην Ουγγαρία μια σειρά αιματηρών επιθέσεων σε σπίτια της κοινότητας των Ρομά, θύματα της οποίας υπήρξαν 55 άνθρωποι. Το αξιοπρόσεκτο σ' αυτήν την υπόθεση ήταν το γεγονός ότι τα άτομα που δέχτηκαν τις επιθέσεις δεν ανήκαν στην κατηγορία των "παρασίτων" της υπόλοιπης ουγγρικής κοινότητας, άλλα ήταν φτωχές οικογένειες τσιγγάνων, τα μέλη των οποίων προσπαθούσαν να ζήσουν τίμια, δουλεύοντας ή πηγαίνοντας σχολείο. Αν κι εκ πρώτης όψεως, η συγκεκριμένη πράξη βίας μοιάζει αδύνατον ν' απαντηθεί λογικά, η στόχευση οικογενειών που δεν ζουν σε γκέτο, όπως οι "Ρομά-παράσιτα", ήταν ο μόνος προσιτός στόχος της ακραίας ρατσιστικής αυτής ενέργειας.
Επηρεασμένος λοιπόν από τα πραγματικά αυτά γεγονότα που συνέβησαν στην χώρα του, ο ανερχόμενος Ούγγρος δημιουργός Benedek Fliegauf, ένιωσε την ανάγκη να γυρίσει μια ταινία στην οποία να εστιάζει στην ανάδειξη των ανθρώπων οι οποίοι υπήρξαν θύματα της βίαιης αυτής ενέργειας, στον καθημερινό ρατσισμό που αναγκάζονται να υπομένουν εντός κι εκτός της κοινότητάς τους, αλλά και στην κατάργηση των στερεοτύπων που παρουσιάζουν όλους τους Ρομά ως μια αυτόνομη κοινότητα που λειτουργεί πάντοτε ομαδικά και παρασιτεί στις διάφορες χώρες που ενίοτε κατοικεί.
Έτσι λοιπόν ο Fliegauf, καταγράφει με τον φακό του μια ημέρα από την ζωή τριών ανθρώπων της ίδιας οικογένειας, διαφορετικών όμως ηλικιακών ομάδων, καταφέρνοντας κατ' αυτόν τον τρόπο ν' αναδείξει όλες τις πτυχές που μπορεί να συναντήσει κανείς στην καθημερινότητα ενός Ρομ. Μέσω της μάνας και της κόρης, παρουσιάζεται η σχέση που έχουν οι οικογένειες των τσιγγάνων με τον έξω κόσμο, αλλά κι η υγιής σχέση που μπορεί να κρατηθεί ανάμεσα σ' έναν Ρομ και την στερεοτυπική κοινότητα των "Ρομά-αποβλήτων". Μέσω του γιου όμως, ο οποίος βρίσκεται σε μια ηλικία που μπορεί εύκολα να παρασυρθεί, γίνεται εμφανής ο τρόπος με τον οποίο δημιουργείται και λειτουργεί το γκέτο των αθίγγανων.
Μέσω των τριών αυτών ατόμων συνεπώς, ο καλλιτέχνης καταφέρνει να παρουσιάσει μέσα στο έργο του τα σημάδια του ρατσισμού που κάνουν την εμφάνισή τους, εντός κι εκτός της κοινότητας των Ρομά, ν' αναδείξει τον τρόπο με τον οποίο είναι δομημένο το εκπαιδευτικό σύστημα της Ουγγαρίας και στ' οποίο τα παιδιά Ρομά αποτελούν απλώς τον τελευταίο κρίκο της αλυσίδας, να παρουσιάσει την βοήθεια που ενδέχεται να δεχθούν, σε κάποιες περιπτώσεις, οι τσιγγάνοι και την εκτίμηση που δείχνουν σ' αυτούς που τους την προσφέρουν, όπως επίσης και την υγιή κι απόλυτα φυσιολογική αντίδρασή τους απέναντι στην καταπίεση και την κριτική που δέχονται συνεχώς.
Με την δημιουργία επομένως ενός δραματοποιημένου ντοκιμαντέρ που εκπληρώνει την ανάγκη του εμπνευστή του να τιμήσει τους ανθρώπους που χάθηκαν άδικα στις ρατσιστικές αυτές επιθέσεις, καταρρίπτοντας την άποψη που έχει γι' αυτούς μια μερίδα του ουγγρικού λαού, ότι δηλαδή ο θάνατός τους είναι ένα πρόβλημα λιγότερο στις ζωές τους, καταφέρνει να δικαιώσει την μνήμη τους.
Το ζήτημα βέβαια είναι ότι οι αργοί ρυθμοί, σε συνδυασμό με την έλλειψη ενός στοιχείου που προάγει εμφανώς την εξέλιξη της πλοκής και τα συνεχή γκρο-πλαν καθιστούν το συγκεκριμένο πόνημα δύσκολο να παρακολουθηθεί, ακόμα κι από το εν γένει σινεφίλ κοινό, καθώς από ένα σημείο κι έπειτα η έκβαση του δράματος κρίνεται απολύτως απαραίτητη για ν' αποκτήσει νόημα το υπόλοιπο σύνολο. Συνοπτικά λοιπόν, το έργο απευθύνεται κατά κύριο λόγο στο κοινωνικά ευαισθητοποιημένο σινεφίλ κοινό της πειραματικής βαλκανικής κινηματογραφίας, καθώς το θέμα του παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

Βαθμολογία: 2,5/5

Τα σχετικά
Ουγγρικό δράμα του 2012, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Benedek Fliegauf, διάρκειας 86 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Katalin Toldi, Gyöngyi Lendvai, Lajos Sárkány και György Toldi.

Οι σύνδεσμοι

20 Μαρτίου 2013

(2012) Passion

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: Passion


Η υπόθεση
H Christine (Rachel McAdams) κι η Isabelle (Noomi Rapace) είναι δυο γοητευτικές γυναίκες που δουλεύουν ως ομάδα σε μια μεγάλη πολυεθνική. Όταν η Isabelle κάνει το λάθος να συνάψει σχέση με κάποιον εραστή της Christine κι η Christine εκμεταλλευόμενη την ευκαιρία που της παρουσιάζεται να μετακομίσει στα κεντρικά γραφεία της Νέας Υόρκης, σφετερίζεται μια ιδέα της Isabelle, τότε θ' αρχίσει να ξετυλίγεται ένα ερωτικό παιχνίδι εξουσίας, παράνοιας, εξάρτησης κι ισχύος το οποίο μόνο με θάνατο μπορεί να λήξει.

Η κριτική
Το "Passion" αποτελεί το πολλά υποσχόμενο remake ενός σχετικά άνευρου, ενδιαφέροντος όμως από μια πλευρά, γαλλικού δραματικού θρίλερ ονόματι "Η αντίζηλος". Η ιστορία του, όπως και στο πρωτότυπο έργο του 2010, εξελίσσεται στον επιχειρηματικό κόσμο, με μόνη διαφορά των δυο εκδοχών, τον τρόπο προσέγγισης της πανομοιότυπης θεματικής τους.
Είναι αλήθεια πως στην πρωτότυπη ταινία, ως τη στιγμή του φόνου, ο σκηνοθέτης της αναλώνεται σε μια άτονη παρουσίαση της ευγενούς σφαγής που χαρακτηρίζει τον χώρο των πολυεθνικών. Από τη στιγμή όμως που πραγματοποιείται η δολοφονία, το έργο αμέσως αρχίζει ν' αποκτά ενδιαφέρον, καθώς ο θεατής από την αρχή γνωρίζει το πρόσωπο του δολοφόνου και καλείται να συμμετάσχει σ' ένα παιχνίδι αποδείξεων που θα καταδικάσουν ή θα αθωώσουν τον/την κατηγορούμενο/η από το έγκλημα.
Σ' αυτή την εκδοχή του De Palma όμως, ο οποίος αξίζει να πούμε ότι, παρά τα διαμάντια που έχει χαρίσει στον κινηματογραφικό χώρο στην διάρκεια της καριέρας του, μοιάζει να έχει χάσει την έμπνευσή του, γίνεται μια προσπάθεια να παρουσιαστεί μια πιο ενδιαφέρουσα εκδοχή της ίδιας ιστορίας. Κι ο τρόπος με τον οποίο προσπαθεί να το πετύχει, είναι μέσω της ανάδειξης του υπολανθάνοντος ερωτικού στοιχείου της αρχικής.
Εστιάζοντας στην άκρατη σεξουαλικότητα της Christine, που την βοηθά ν' ανέλθει επαγγελματικά, αλλά και στην σχέση εξάρτησης που καταφέρνει να δημιουργήσει αυτή με την Isabelle, ο De Palma, καταφέρνει μεν αντί για ένα άνευρο, αληθοφανές πάρ' αυτά, πρώτο μέρος να παρουσιάσει μια πιο ενδιαφέρουσα ιστορία που βρίθει από ψεύτικα ερωτικά φετίχ, καταλήγει όμως να μπλεχτεί μέσα στα ίδια του τα δίχτυα, αφού κατά τη διάρκεια του δεύτερου μέρους, αρνείται να αποτινάξει αυτήν την υπερβολή και παράλληλα εστιάζει στην εύρεση του προσώπου που διέπραξε το έγκλημα, χάνοντας το γενικότερο νόημα.
Το χειρότερο όλων όμως, είναι το εναλλακτικό τέλος που επιλέγει να δώσει στην δική του εκδοχή ο Αμερικάνος δημιουργός. Στην προσπάθειά του προφανώς, να καλύψει τις σεναριακές τρύπες που ο ίδιος έχει δημιουργήσει, καταλήγει να κάνει έναν επίλογο στον οποίο χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα. Δεν λέω, από καλλιτεχνικής απόψεως εκεί είναι που αποδίδεται εντονότερα η αίσθηση του νουάρ, όμως με αυτό το κλείσιμο ακόμα και τα ελάχιστα θετικά στοιχεία αυτού του φιλμ, γκρεμίζονται μέσα σε μερικά λεπτά κι είναι κρίμα να συμβαίνει αυτό όταν την σκηνοθεσία υπογράφει ένας καλλιτέχνης του ύψους του De Palma.
Εν συντομία λοιπόν, αν ανήκετε στους θαυμαστές του Brian De Palma, θα σας συνιστούσα να ρίξετε τις απαιτήσεις σας και να μην περιμένετε μια ταινία που θα σας ενθουσιάσει.

Βαθμολογία: 1/5

Τα σχετικά
Γαλλικό θρίλερ του 2012, βασισμένο σε ταινία των Natalie Carter και Alain Corneau, σε σενάριο των Brian De Palma και Natalie Carter και σκηνοθεσία του Brian De Palma, διάρκειας 100 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Rachel McAdams, Noomi Rapace, Karoline Herfurth, Paul Anderson, Rainer Bock και Ian T. Dickinson.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

19 Μαρτίου 2013

(2012) Μπιγκ χιτ

Πρωτότυπος τίτλος: Μπιγκ χιτ
Αγγλικός τίτλος: Big hit


Η υπόθεση
Μέσα στη νύχτα ο αστυνόμος Φαρμάκης (Σπύρος Μπιμπίλας) αυτοκτονεί κι η σύζυγός του, προτού ειδοποιήσει την αστυνομία, καλεί τον Μάικ Βαρδακαστάνη (Άλεξ Σπυρόπουλο). Όταν η αστυνομία καταφθάνει, ο επικεφαλής της ομάδας, υπαστυνόμος Αριστείδης Κορμάς (Μελέτης Γεωργιάδης), αποφαίνεται ότι πρόκειται για βέβαιη αυτοκτονία. Τα στοιχεία όμως που του εμφανίζονται στην πορεία τον κάνουν να πιστέψει ότι πίσω από τον θάνατο του Φαρμάκη κρύβεται ένα μεγάλο μυστικό που συνδέει το οργανωμένο έγκλημα και το αστυνομικό σώμα. Μπορεί ένας άνθρωπος μόνος του ν' αποδώσει δικαιοσύνη;

Η κριτική
Εξήντα χρόνια μετά την "Μεγάλη κάψα" του Fritz Lang, ένα ελληνικής παραγωγής remake πραγματοποιεί την έξοδό του στις εγχώριες κινηματογραφικές αίθουσες. Με τον όρο "νουάρ" να το προσδιορίζει και τ' όνομα του Fritz Lang να το χαρακτηρίζει, το εγχείρημα μοιάζει ταυτόχρονα σαγηνευτικό και ριψοκίνδυνο, διχάζοντας το σινεφίλ κοινό για το κατά πόσο η σύγχρονη μεταφορά μπορεί να είναι επιτυχημένη. Παρά τις όποιες επιφυλάξεις όμως, αποδεικνύεται ότι το "Μπιγκ χιτ" του Κάρολου Ζωναρά δεν θα μπορούσε να είναι καλύτερο, καθώς όντας καλά μελετημένο, εκπλήσσει ευχάριστα.
Έτσι λοιπόν παίρνοντας ως δεδομένο ότι η κοινωνία από την περίοδο της άνθισης του νουάρ έχει αλλάξει σε μεγάλο βαθμό, κάποιες σεναριακές προσαρμογές κρίνονται απαραίτητες. Αφενός οι χαρακτήρες που παρουσιάζονται επί της οθόνης, διαφέρουν κατά πολύ από τους σημερινούς νεοέλληνες. Αν εξαιρέσει κανείς τον χαρακτήρα του έντιμου αστυνομικού, αλλά κι αυτόν της μαύρης χήρας, όλα τα υπόλοιπα πρόσωπα είναι αδύνατον να εμφανιστούν με την ιδιοσυγκρασία του '50. Βέβαια από την άλλη, η όποια παραλλαγή των κύριων χαρακτηριστικών των δευτερευόντων ηρώων, μπορεί να παραπέμψει περισσότερο στο σήμερα, αλλά δύναται να διαστρεβλώσει τα πρόσωπα και την πλοκή. Γι' αυτό το λόγο συνεπώς, οι όποιες αλλαγές πραγματοποιούνται, παρουσιάζονται μέσα από μια χιουμοριστική διάθεση, κάτι που όχι μόνο επιτρέπει στον σκηνοθέτη μια ελευθερία κινήσεων, αλλά δίνει στον θεατή την ευκαιρία ν' απολαύσει το θέαμα χωρίς να επιζητά την ταύτιση. Αφετέρου, ο τρόπος με τον οποίο είναι δομημένη η σημερινή κοινωνία καθιστά το κωμικό στοιχείο απαραίτητο συστατικό για την επιτυχή πρόσληψη ενός αστυνομικού έργου, κάτι που για το κοινό των παλαιότερων εποχών δεν ήταν αναγκαίο.
Αυτό όμως που κερδίζει τον θεατή και κάνει το έργο να ισορροπεί και να μην χάνεται στην ελευθερία που του προσφέρει η έλλειψη ενός κώδικα Hays, αλλά κι η σάτιρα που ασκεί, είναι το γεγονός ότι τεχνικά βρισκόμαστε απέναντι σ' ένα άρτιο φιλμ νουάρ που τηρεί όλους του κανόνες του είδους. Η εικόνα του είναι ασπρόμαυρη, η παρουσία της femme fatale εμφανής, οι σκιές κυριαρχούν, οι φωνές κι οι ήχοι, όπως σε όλες τις ταινίες της εποχής, έχουν "πατηθεί" με έξοχο τρόπο από πάνω κι η εσωτερική σύγκρουση στην οποία βρίσκεται μοιραία ο ακέραιος χαρακτήρας του πρωταγωνιστή, δεν θα μπορούσε να παρουσιαστεί καταλληλότερα. Η επιλογή της χρήσης του voice off, κατά το οποίο δίνονται οι αυτονόητες για τον παλιό, αλλά πρωτόγνωρες για τον νέο θεατή πληροφορίες για τον χαρακτήρα του πρωταγωνιστή, αποδεικνύεται ευφυέστατη και κερδίζει σύσσωμο το κοινό, καθώς αποτελεί ακόμα μια προσθήκη του Ζωναρά στην πρωτότυπη εκδοχή.
Εν κατακλείδι, το "Μπιγκ χιτ" του Κάρολου Ζωναρά δεν παραπέμπει μόνο στον αγγλικό τίτλο της "Μεγάλης κάψας" του Fritz Lang, αλλά τηρεί όλες τις απαραίτητες προδιαγραφές για ν' αποτελέσει ένα big hit (μεγάλη επιτυχία) της ελληνικής κινηματογραφίας. Όντας τεχνικά άρτιο, κερδίζει τις εντυπώσεις του σινεφίλ κοινού, αλλά μέσω του κωμικού του στοιχείου καταφέρνει να κεντρίσει το ενδιαφέρον των θεατών των πιο ανάλαφρων ταινιών. Σίγουρα δεν γίνεται να εξισώσουμε την "Μεγάλη κάψα" και το "Μπιγκ χιτ", η προσπάθεια όμως έχει στεφθεί από επιτυχία, καθώς καταφέρνει ν' αποτελέσει μια πολύ καλή πρόταση για όλον τον κόσμο.

Βαθμολογία: 3,5/5

Τα σχετικά
Ελληνικό φιλμ νουάρ του 2012, βασισμένο στο "Η μεγάλη κάψα" του Fritz Lang, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Κάρολου Ζωναρά, διάρκειας 95 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Μελέτη Γεωργιάδη, Katia O'Wallis, Γρηγόρη Γαλάτη, Άλεξ Σπυρόπουλο, Δημήτρη Λιόλιο και Ευγενία Αποστόλου.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

15 Μαρτίου 2013

(2012) Τα παιδιά του πολέμου

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: Lore


Η υπόθεση
Μετά τη λήξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου οι γονείς της Lore (Saskia Rosendahl) συλλαμβάνονται και φυλακίζονται λόγω της ναζιστικής τους δράσης, αφήνοντας στην έφηβη κόρη τους την ευθύνη των μικρότερων παιδιών της οικογενείας. Μην έχοντας άλλη διέξοδο, η Lore αναγκάζεται να κατευθυνθεί, μαζί με τα τέσσερα αδέλφια της, προς το σπίτι της γιαγιάς της, διασχίζοντας όλη την γερμανική ύπαιθρο και βιώνοντας αμέτρητες κακουχίες. Στον δρόμο τους, θα συναντήσουν έναν νεαρό Εβραίο, ο οποίος βοηθώντας τους θα κάνει την Lore να έρθει σε σύγκρουση με τα όσα έχει διδαχθεί από την οικογένειά της.

Η κριτική
Μετά τα κινηματογραφικά αριστουργήματα που παρουσιάζουν την ωμότητα με την οποία η ναζιστική Γερμανία εγκλημάτησε απέναντι στην ίδια την ανθρωπότητα, η Cate Shortland δημιουργεί ένα εκπληκτικό δράμα που στέκεται στην αντίπερα όχθη, παρουσιάζοντας το πρόσωπο της ηττημένης και κατεστραμμένης αυτής χώρας, μέσα απ' το βλέμμα των παιδιών της. Γιατί κανένας δεν έχει το δικαίωμα να κατηγορήσει τα ίδια τα παιδιά για την ανατροφή τους και να νιώσει αγαλλίαση με τα δεινά που υπέστησαν αυτά εξ' αιτίας των επιλογών που έκαναν οι προηγούμενες γενιές.
Με την τοποθέτηση της έναρξης της ταινίας λίγο πριν την οριστική κατάλυση του ναζιστικού πολιτεύματος, ο θεατής προλαβαίνει να έρθει σ' επαφή με τη ζωή που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα παιδιά των Γερμανών στρατιωτικών και συνεπώς κι οι ήρωές μας. Ακόμα όμως, με την προβολή των αρχών με τις οποίες γαλουχήθηκαν όλοι οι νεαροί Γερμανοί και τις οποίες σταδιακά θ' αρχίσουν να καταπατούν όταν βρεθούν στην ανάγκη της επιβίωσης, γίνεται ακόμα εμφανέστερη η ηθική εξίσωση Γερμανών κι Εβραίων σε ανθρώπινο επίπεδο.
Αυτό όμως που τραβά την προσοχή του θεατή από το πρώτο λεπτό είναι η εξαίσια σκηνοθεσία του που βασίζεται κυρίως στην άρτια αισθητική της φωτογραφίας και της μουσικής που συνοδεύει το δράμα. Μέσω κοντινών πλάνων, που εστιάζουν σε συγκεκριμένα σημεία της φύσης ή του ανθρώπινου σώματος, οι αισθήσεις του κοινού οξύνονται κι έπειτα από κάποιο χρονικό διάστημα το κοινό δεν αποκλείεται να νιώσει ότι μπορεί ν' αντιληφθεί την δυσοσμία, το αίμα, την αίσθηση του χορταριού, κ.α. Σε συνδυασμό δε με τις έξοχες χρωματικές αποχρώσεις των διαφόρων φωτισμών, αλλά και την χρήση ενός ζωηρού και παιχνιδιάρικου μπλε και πράσινου, η φωτογραφία αναδεικνύεται στο έπακρο και κάνει το σύνολο να μοιάζει μ' ένα οπτικοποιημένο ποίημα.
Βέβαια, όπως θα ήταν αναμενόμενο κι ερμηνευτικά, οι ηθοποιοί ανταποκρίνονται έξοχα στις περιστάσεις, καθώς ο τρόπος με τον οποίο ενσαρκώνουν τους κεντρικούς ήρωες, αντικατοπτρίζει με απόλυτη ειλικρίνεια την άγνοια των παιδιών για τον πόλεμο και τις συνέπειές του. Παράλληλα όμως, μέσω της παιδικής τους αθωότητας κερδίζουν την εύνοια ενός αρνητικά διακείμενου, προς τον γερμανικό λαό, κοινού, κατορθώνοντας έτσι να προβληθεί και να γίνει πλήρως κατανοητό το σαφές αντιπολεμικό μήνυμα του έργου.
Μέσα από αυτό το μικρό διαμάντι της Αυστραλιανής δημιουργού, η Γερμανία επιχειρεί ακόμα μια αναδρομή στο μαύρο ναζιστικό παρελθόν της, παρουσιάζοντας αυτή τη φορά τις αρνητικές συνέπειες του Β' Παγκοσμίου Πολέμου για την ίδια την χώρα που τον προκάλεσε. Αν λοιπόν σας αρέσουν οι ταινίες που προβάλλουν τον άνθρωπο πίσω από τις όποιες ταμπέλες τον χαρακτηρίζουν, "Τα παιδιά του πολέμου" αποτελούν για εσάς μια άριστη πρόταση για την έξοδό σας.

Βαθμολογία: 3,5/5

Τα σχετικά
Γερμανο-Αυστραλιανό δράμα του 2012, βασισμένο σε μυθιστόρημα της Rachel Seiffert, σε σενάριο των Cate Shortland και Robin Mukherjee και σκηνοθεσία της Cate Shortland, διάρκειας 100 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές τους Saskia Rosendahl, Nele Trebs, André Frid, Mika Seidel, Nick Holaschke, Kai-Peter Malina, Ursina Lardi και Hans-Jochen Wagner.

Οι σύνδεσμοι