Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ελληνικός κινηματογράφος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ελληνικός κινηματογράφος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

11 Απριλίου 2013

(2012) ΜΕΤΑΞΑ: Ακούγοντας το χρόνο

Πρωτότυπος τίτλος: ΜΕΤΑΞΑ: Ακούγοντας το χρόνο
Αγγλικός τίτλος: METAXA: Listening to time


Η υπόθεση
Από το 1967 στο ειδικό αντικαρκινικό νοσοκομείο Πειραιά ΜΕΤΑΞΑ, παράγεται έργο για την αντιμετώπιση σοβαρών ογκολογικών παθήσεων. Εκτός από την πολυετή δράση του στον τομέα της ογκολογίας όμως, το "ΜΕΤΑΞΑ" έχει ακόμα μια ιδιαιτερότητα: Σ' ένα μεγάλο ποσοστό του προσωπικού του νοσοκομείου έχει κάποια στιγμή διαγνωσθεί κάποιου είδους ογκολογικής πάθησης. Μπροστά στον κινηματογραφικό φακό λοιπόν, μέλη κι απλοί ασθενείς του νοσοκομείου, καταθέτουν την δική τους προσωπική εμπειρία με την συνεχώς αυξανόμενη ασθένεια του "καρκίνου".

Η κριτική
Ο "καρκίνος" είναι μια ασθένεια που, τα τελευταία χρόνια, παρουσιάζει ραγδαία αύξηση στις αναπτυγμένες χώρες. Αν και μέχρι στιγμής δεν έχει καταφέρει να διαπιστωθεί επιστημονικά ο λόγος που ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι έρχονται κάποια στιγμή στην ζωή τους αντιμέτωποι με κάποια ογκολογική πάθηση, τα αίτια κι η θεραπεία του φαινομένου αυτού αποτελούν ένα από τα κυριότερα ζητήματα της ιατρικής επιστημονικής κοινότητας, καθώς ο "καρκίνος" αποτελεί, μετά τις καρδιοπάθειες, την δεύτερη πιο συχνή αιτία θανάτου.
Καθώς λοιπόν η ασθένεια αυτή εισβάλλει, δυστυχώς, στις ζωές διαρκώς περισσότερων ανθρώπων, δημιουργείται η επιτακτική ανάγκη να γνωστοποιηθούν στους πολίτες της κάθε ανεπτυγμένης χώρας περισσότερες πληροφορίες που αφορούν στην συγκεκριμένη πάθηση. Ο καλύτερος τρόπος να γίνει αυτό δε, είναι μέσω ενός ντοκιμαντέρ που δεν αρκείται στην ακατανόητη επιστημονική ανάλυση της αρρώστιας και των πιθανοτήτων που έχει ο κάθε ασθενής να την αντιμετωπίσει και να την νικήσει, αλλά που μιλά ανθρώπινα, κατανοητά και σε προσωπικό επίπεδο για το συγκεκριμένο πρόβλημα και χρησιμοποιεί την επιστημονική γνώση περισσότερο ως βοηθητικό μηχανισμό, έτσι ώστε να επιτευχθεί μια πληρέστερη και ρεαλιστκότερη απεικόνιση του θέματος.
Έτσι λοιπόν, ο Σταύρος Ψυλλάκης, χρησιμοποιώντας σαν βάση του το αντικαρκινικό νοσοκομείο ΜΕΤΑΞΑ, συλλέγει μαρτυρίες από άτομα που αποτελούν το προσωπικό του νοσοκομείου, αλλά έχουν παράλληλα βρεθεί στην καρέκλα του ασθενούς, όπως κι από απλούς ασθενείς. Η ιδιαιτερότητα του συγκεκριμένου ντοκιμαντέρ βέβαια, και ταυτόχρονα το στοιχείο που το κάνει να ξεχωρίσει σε σύγκριση μ' άλλα έργα παρόμοιας θεματολογίας, είναι το γεγονός ότι κατ' αυτόν τον τρόπο κατορθώνει να παρουσιάσει τους ανθρώπους πίσω από τη μάσκα του γιατρού/σωτήρα που όπως όλοι οι θνητοί διατρέχουν τον κίνδυνο να προσβληθούν από κάποια μορφή "καρκίνου".
Κύριος στόχος του "ΜΕΤΑΞΑ: Ακούγοντας το χρόνο", μοιάζει αφενός να είναι η απομυθοποίηση αυτής της ασθένειας κι η προτροπή του κάθε θεατή χωριστά να μην εξαιρεί τον εαυτό του και τους γύρω του από την πιθανότητα ν' αντιμετωπίσουν κι οι ίδιοι κάποια στιγμή ένα πρόβλημα τέτοιου είδους. Αφετέρου όμως, δίνοντας την ευκαιρία σε άτομα που έχουν κοιτάξει κατάματα τον θάνατο κι έχουν ταυτόχρονα και τις απαραίτητες ιατρικές γνώσεις για να εκτιμήσουν οι ίδιοι το μέγεθος του προβλήματός τους, δίνεται ένα μάθημα ζωής σε όλους τους θεατές. Οι εικόνες της θάλασσας, που έχει την ικανότητα να ηρεμεί όποιον την κοιτάει, αλλά και της ώρας που περνάει όσο οι άνθρωποι αναλώνουμε τον πολύτιμο χρόνο μας σε άσκοπα ζητήματα, είναι δυο από τα ομορφότερα πλάνα που επαναλαμβάνονται στην ταινία.
Δεν γνωρίζω αν επιτρέπεται να χαρακτηρίσει κανείς ένα φιλμ με τέτοια θεματολογία καλό ή όμορφο, όμως σίγουρα αυτό το ντοκιμαντέρ του Ψυλλάκη καταφέρνει να συγκινήσει, να μιλήσει επί της ουσίας και ν' αναδείξει το βαθύτερο νόημα της ζωής, κάτι, που δυστυχώς οι περισσότεροι από εμάς, κάποια στιγμή χάνουμε μέσα στην ταχύτητα της καθημερινότητάς μας.

Βαθμολογία: 3,5/5

Τα σχετικά
Ελληνικο ντοκιμαντέρ του 2012, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Σταύρου Ψυλλάκη, διάρκειας 87 λεπτών.

Οι σύνδεσμοι

(2012) Ένα βήμα μπροστά

Πρωτότυπος τίτλος: Ένα βήμα μπροστά
Αγγλικός τίτλος: One step ahead


Η υπόθεση
Ο Γιάννης Μπουτάρης, στις δημοτικές εκλογές του 2010, θέτει για δεύτερη φορά υποψηφιότητα για τη Δημαρχία Θεσσαλονίκης και, παρά τον αντισυμβατικό χαρακτήρα του και την υποστήριξη του ΠΑΣΟΚ, καταφέρνει να κερδίσει τις εκλογές. Την περίοδο των δέκα τελευταίων εβδομάδων πριν τις δημοτικές εκλογές, η κάμερα ακολουθεί τον υποψήφιο δήμαρχο και καταγράφει, κατά κύριο λόγο, την προεκλογική του εκστρατεία, αλλά και ιδιωτικές του στιγμές.

Η κριτική
Ο Γιάννης Μπουτάρης αποτελεί μια εξέχουσα προσωπικότητα του ελληνικού επιχειρηματικού χώρου, αλλά και μια μια αρκετά ιδιόμορφη παρουσία του εγχώριου πολιτικού. Έχοντας αναλάβει σε νεαρή ηλικία την οικογενειακή οινοπαραγωγική επιχείρηση, γνωρίζει μεγάλη επιτυχία στον συγκεκριμένο τομέα. Παράλληλα, σε εφηβική ηλικία γνωρίζει και ερωτεύεται παράφορα την μέλλουσα γυναίκα του, Αθηνά, με την οποία θ' αποκτήσει 3 παιδιά. Τη δεκαετία του 1980 αρχίζει να φλερτάρει με τον αλκοολισμό, απ' τον οποίο καταφέρνει ν' απεξαρτηθεί το 1991.
Έκτοτε ο Μπουτάρης έχει συμβάλλει ενεργά σε διάφορες περιβαλλοντικές οργανώσεις, χωρίς να έχει πάψει να λαμβάνει τιμητικά βραβεία για την επιχειρηματική του δράση. Το 2006, κατεβαίνει για πρώτη φορά ως ανεξάρτητος υποψήφιος δήμαρχος Θεσσαλονίκης, συγκεντρώνοντας το 16% των ψήφων και το 2010, σε ηλικία 68 ετών, καταφέρνει να εκλεγεί στο πολιτικό αξίωμα, έχοντας την ευκαιρία να πραγματοποιήσει την πολυπόθητη ανατροπή ενός χρόνιου διεφθαρμένου πολιτικού συστήματος.
Η ιδιαιτερότητα του νυν δημάρχου Θεσσαλονίκης, είναι ότι δεν ανήκει στον πολιτικό χώρο, δεν γνωρίζει τα πολιτικά παιχνίδια κι αρνείται, κατά την προεκλογική του εκστρατεία, να ενστερνιστεί την "πρέπουσα" συμπεριφορά των πολιτικών προσώπων. Έτσι κατά την διάρκεια της προσπάθειάς του να πείσει τους ψηφοφόρους να τον εμπιστευτούν, δεν προβάλλει κάτι διαφορετικό απ' αυτό που είναι. Δεν προσπαθεί να κρύψει την απεξάρτησή του από τον αλκοολισμό, δεν διστάζει να πει, χάριν αστεϊσμού, ότι ίσως θα έπρεπε να υπάρξει ζώνη πορνό σε κρατικό κανάλι, να αποκαλέσει "μουτζαχεντίν" τον Αρχιεπίσκοπο και ν' αναπτύξει το επιχειρηματικό του όραμα για τον δήμο, που περιλαμβάνει εντός των άλλων και την εκμετάλλευση διαφόρων μνημείων της βυζαντινής περιόδου.
Όπως είναι λογικό λοιπόν, ο αέρας ανανέωσης που φέρνει μαζί του ο Γιάννης Μπουτάρης, μαζί με τους υποστηρικτές του, σηκώνει και θύελλα αντιδράσεων από τους πιο συντηρητικούς πολίτες, οι οποίοι είναι κι αυτοί που χαρακτηρίζουν τον νομό της συμπρωτεύουσας. Έτσι, οι δημοτικές εκλογές του 2010 μετατρέπονται σε θρίλερ, καθώς τα ποσοστά Μπουτάρη-Γκιουλέκα συνεχώς μεταβάλλονται, καθιστώντας αδύνατη την οποιαδήποτε προσπάθεια πρόβλεψης του αποτελέσματος.
Τοιουτοτρόπως, μέσω της κινηματογράφησης των τελευταίων δέκα εβδομάδων του προεκλογικού αγώνα του Γιάννη Μπουτάρη, επιτυγχάνεται ταυτόχρονα, η ανάδειξη ενός σάπιου πολιτικού συστήματος, το οποίο χρίζει ενός ανανεωτικού αέρα για να ξεκινήσει ν' αναπνέει, αλλά και της προσωπογραφίας ενός ικανότατου και καταξιωμένου Έλληνα οραματιστή, ο οποίος φαίνεται να έχει τα μέσα και τη διάθεση να αναπλάσει τον δήμο όπου γεννήθηκε.
Με την παρεμβολή σκηνών από την προσωπική ζωή του, αλλά και την προβολή βίντεο από το αρχείο της οικογένειας Μπουτάρη, το πορτραίτο του πολιτευόμενου Γιάννη αναπτύσσεται με μεγάλη πληρότητα και μέσω ενός πολύ όμορφου τρόπου, παρόλο που χρονικά το κομμάτι αυτό καλύπτει μόνο το 1/4-1/3 του συνολικού φιλμ. Το ατόπημα όμως είναι ένα: Εφόσον δεν είναι μια καθαρή προσωπογραφία, αλλά εμπεριέχει, αν δεν εστιάζει κατά κύριο λόγο στην ανάδειξή της, την ισχύουσα κατάσταση της ελληνικής πολιτικής σκηνής, μήπως ο δημιουργός της θα έπρεπε να επιλέξει να προβάλλει την ταινία του αφού έχει ολοκληρωθεί, έστω η πρώτη, αν λάβουμε υπόψιν την πιθανότητα επανεκλογής, θητεία του νυν δημάρχου, για να μην εκληφθεί από κάποιους ως μια προσπάθεια αγιογραφίας του συγκεκριμένου προσώπου;

Βαθμολογία: 3,5/5

Τα σχετικά
Ελληνικό ντοκιμαντέρ του 2012, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Δημήτρη Αθυρίδη, διάρκειας 126 λεπτών, με βασικό πρωταγωνιστή τον Γιάννη Μπουτάρη.

Οι σύνδεσμοι

27 Μαρτίου 2013

(2013) Welcome to the show: Η μουσική κληρονομιά του Παύλου Σιδηρόπουλου

Πρωτότυπος τίτλος: Welcome to the show: Η μουσική κληρονομιά του Παύλου Σιδηρόπουλου
Αγγλικός τίτλος: Welcome to the show


Η υπόθεση
Ο Παύλος Σιδηρόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα του 1948. Στην δεκαετία του '70 ξεκινά ν' ασχολείται με την μουσική και πιο συγκεκριμένα με τη ροκ σκηνή, κερδίζοντας τις εντυπώσεις ενός ανήσυχου νεανικού κοινού. Η προσπάθειά του να παντρέψει το πατροπαράδοτο με το ροκ κι η εμμονή του να γράφει τραγούδια μ' ελληνικό στίχο, είναι δυο από τα κυριότερα στοιχεία που τον βοήθησαν ν' αναδειχθεί σε είδωλο της ελληνικής ροκ μουσικής και να θεωρείται σήμερα "μύθος" από τη νέα γενιά μουσικών.

Η κριτική
Τ' όνομα του Παύλου Σιδηρόπουλου δεν είναι μονάχα ένα από αυτά που κοσμούν την ιστορία της ελληνικής ροκ μουσικής, αλλά αποδεικνύεται πως έχει κερδίσει δικαιολογημένα τον χαρακτηρισμό του "Πρίγκιπα της ροκ", καθώς συνέβαλε ενεργά στην ανάπτυξη του είδους στην χώρα μας. Η προσφορά του στον ευρύτερο μουσικό και καλλιτεχνικό χώρο όμως, ήταν τόσο σημαντική, που στην Ελλάδα του 21ου αιώνα, η φήμη του προηγείται του ονόματός του κι ο ίδιος έχει περάσει πια στην σφαίρα του μυθικού, αποτελώντας πηγή έμπνευσης για τους νέους μουσικούς.
Όμως ποιός ήταν στ' αλήθεια ο Παύλος Σιδηρόπουλος; Αυτό είναι κάτι που το "Welcome to the show: Η μουσική κληρονομιά του Παύλου Σιδηρόπουλου" δεν θα σας το απαντήσει, τουλάχιστον όχι άμεσα. Καθώς ο Σιδηρόπουλος, όπως όλοι οι μεγάλοι καλλιτέχνες, ήταν πολυεπίπεδος και πολύ μπροστά από την εποχή που έζησε, είναι σχεδόν αδύνατον να μπορέσει, μέσω ανέκδοτων ντοκουμέντων ή μαρτυριών, να δοθεί ένα πλήρες πορτραίτο της προσωπικότητάς του. Το κυριότερο όμως, νόημα δεν έχει να αποπειραθεί κάποιος να ερευνήσει την ζωή ενός καλλιτέχνη, αλλά το έργο του, αφού αυτό αποτέλεσε και συνεχίζει ν' αποτελεί τον τρόπο έκφρασής του.
Έτσι λοιπόν, επιλέγοντας ν' αφήσουν τον Παύλο να μιλήσει ο ίδιος μέσα από τα τραγούδια του, οι δημιουργοί του συγκεκριμένου ντοκιμαντέρ, επικεντρώνονται στην σημασία που είχε το τραγούδι του Παύλου για την εποχή, στην διαφορετικότητα του καλλιτέχνη, που τον οδήγησε να γράψει κάτι αλλιώτικο από τον πολιτικοποιημένο ή αγγλικό στίχο και στην απομυθοποίηση του "μύθου" που έχει δημιουργηθεί γύρω απ' τ' όνομά του, καθώς ο ίδιος ο Σιδηρόπουλος ποτέ δεν θα ενέκρινε κάτι τέτοιο.
Έτσι, με την συμμετοχή πολλών αναγνωρισμένων καλλιτεχνών και δημοσιογράφων, γίνεται μια συντονισμένη παρουσίαση της κληρονομιάς που κατάφερε ν' αφήσει πίσω του ο σπουδαίος καλλιτέχνης, πριν τον προλάβει ο θάνατος, και μέσω αυτής, γίνεται σαφής κι ο λόγος που η εικοσαετής παρουσία του στον μουσικό χώρο αποτελεί ακόμα και σήμερα πηγή έμπνευσης των νεώτερων. Χωρίς έτσι ν' αναλώνεται σε ανούσιες και κουραστικές περιγραφές, προτρέπει τον θεατή να έρθει σ' επαφή, εκ νέου ή για πρώτη φορά, με την μουσική του καλλιτέχνη και να συνδιαλεχτεί απευθείας μαζί του κι όχι μέσω ενός διαμεσολαβητή, ο οποίος ενδεχομένως να του παρουσιάσει έναν διαφορετικό Παύλο Σιδηρόπουλο.

Βαθμολογία: 2,5/5

Τα σχετικά
Ελληνικό ντοκιμαντέρ του 2013, σε σενάριο και σκηνοθεσία των Κώστα Πλιάκου και Αλέξη Πόνσε, διάρκειας 65 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Παύλο Σιδηρόπουλο, Μάκη Μηλάτο, Οδυσσέα Ιωάννου, Απροσάρμοστους, Σπυριδούλα, Γιάννη Αγγελάκα, Παύλο Παυλίδη, Δημήτρη Μητσοτάκη, Σπύρο Γραμμένο, Στάθη Δρογώση, Υπόγεια Ρεύματα, Κώστα Φέρρη, Κωνσταντίνο Τζούμα.

Οι σύνδεσμοι

(2012) Συγχαρητήρια στους αισιόδοξους?

Πρωτότυπος τίτλος: Συγχαρητήρια στους αισιόδοξους?
Αγγλικός τίτλος: A.C.A.B. All cats are brilliant


Η υπόθεση
Η Ηλέκτρα (Μαρία Γεωργιάδου), μια 32χρονη κοπέλα στην Αθήνα της κρίσης, προσπαθεί να βάλει σε μια τάξη την ζωή της. Όντας κόρη προοδευτικών αριστερών, με σπουδές στο εξωτερικό πάνω στην τέχνη, σύντροφος ενός πολιτικού κρατουμένου και κερδίζοντας τα προς το ζην προσέχοντας ένα 8χρονο αγόρι, του οποίου η μητέρα απουσιάζει συνεχώς από το σπίτι και τη ζωή του, η Ηλέκτρα βρίσκεται στο μέσο μιας συνεχούς σύγκρουσης των θέλω της και των πρέπει που της επιβάλλουν οι καιροί κι οι κοινωνία.

Η κριτική
Μέσω ενός αρκετά προσωπικού κι επίκαιρου δράματος, η Κωνσταντίνα Βούλγαρη επιλέγει να εκφραστεί μ' έναν πολύ γλυκό κι ιδιαίτερο τρόπο για όλα όσα χαρακτηρίζουν την σημερινή, συνεχώς μεταβαλλόμενη, ελληνική πραγματικότητα. Χωρίς να δίνει απαντήσεις, αλλά θίγοντας απλώς κάποιες αλήθειες που έχουν και συνεχίζουν να διαμορφώνουν την νέα γενιά, η δημιουργός κάνει μια απόπειρα να δώσει κάποια λύση στην αβεβαιότητα που χαρακτηρίζει την σύγχρονη κοινωνία και το μέλλον της.
Η κεντρική ηρωίδα, που μέσω της ιστορίας της θα κληθούμε να μετάσχουμε στον προβληματισμό της δημιουργού, βρίσκεται ίσως στην χειρότερη θέση που θα μπορούσε να βρεθεί ένας νέος άνθρωπος. Καθώς έχει ολοκληρώσει τις σπουδές της στο εξωτερικό, έχοντας σπαταλήσει χρήμα, χρόνο κι ενέργεια για να κάνει αυτό που η κοινωνία όριζε, μέχρι πρότινος, ορθό, γυρνά στην Ελλάδα για να μείνει με τους δικούς της, να δει τον σύντροφό της να τιμωρείται για τα πιστεύω του και να βρίσκεται συνεχώς στο στόχαστρο μιας επικριτικής και καταπιεστικής λογικής, για τις προσωρινές επαγγελματικές και προσωπικές επιλογές της, οι οποίες δεν συμβαδίζουν με αυτό που θεωρείται, ακόμα, κοινωνικώς αποδεκτό.
Ο τρόπος με τον οποίο κινηματογραφείται η ιστορία της κοπέλας αυτής δε, δίνει την αίσθηση ενός περιπάτου, στον οποία ο θεατής καλείται να συνοδεύσει για λίγο την πρωταγωνίστρια, αποκτώντας κατ' αυτόν τον τρόπο μια αισιόδοξη διάθεση, παρά το απαισιόδοξο της κατάστασης που απεικονίζεται. Ο αυτοσχεδιαστικός ρεαλισμός, με τον οποίο η Βούλγαρη αφήνει τους διαλόγους ανάμεσα στους ήρωές της ν' αναπτυχθούν, συμβάλλει ακόμα περισσότερο στην δημιουργία αυτής της γλυκιάς αίσθησης, καθώς οι λέξεις φέρουν κάτι το γνήσιο, που κάνει τον θεατή να νιώσει όμορφα κι οικεία ως προς αυτό που του παρουσιάζεται.
Με τις σκηνές κατά τις οποίες η Ηλέκτρα συνομιλεί με την ερχόμενη γενιά, που θα την διαδεχθεί σε λίγα χρόνια και την προηγούμενη γενιά, της οποίας τα λάθη πληρώνει τώρα, το έργο φτάνει στην κορύφωσή του. Ο αυθορμητισμός κι η ειλικρίνεια χαρακτηρίζουν και τα δυο διαλογικά μέρη, βοηθώντας τόσο την ηρωίδα όσο και τον θεατή να θωρακιστούν με λογική, μέσα στην παράνοια της κρίσης. Ακόμα βέβαια, εκπληκτικά συμπληρώνουν το δράμα κι οι δυο σκηνές που διαδραματίζονται στο μπάνιο και κάνουν εμφανή, μ' έναν εξαιρετικά απλό τρόπο, τον εσωτερικό κόσμο της πρωταγωνίστριας. Από την μια βλέπουμε την συνήθη παραβίαση του προσωπικού χώρου του νέου ανθρώπου κι από την άλλη βρισκόμαστε αντιμέτωποι με τα τραύματα που προκαλεί ο ίδιος στον εαυτό του, στην προσπάθειά του να νιώσει το οτιδήποτε.
Με την ιδιόμορφη, ονειρική απλότητα λοιπόν, που χαρακτηρίζει και την προηγούμενη μεγάλου μήκους ταινία της, αλλά και την συμμετοχή ενός ταλαντούχου επιτελείου ηθοποιών, η Κωνσταντίνα Βούλγαρη πραγματοποιεί ένα ταξίδι στην ελπίδα και την απαισιοδοξία, μιλώντας για έννοιες όπως η αλληλεγγύη κι η υπεράσπιση των ονείρων και της αξιοπρέπειάς μας, αφήνοντας την ελευθερία στον κάθε θεατή χωριστά φεύγοντας από την κινηματογραφική αίθουσα να πάρει μαζί του τ' απαραίτητα εφόδια που θα τον βοηθήσουν να χορέψει όσο καλύτερα μπορεί στο πανηγύρι της ζωής.

Βαθμολογία: 2,5/5

Τα σχετικά
Ελληνικό δράμα του 2012, σε σενάριο και σκηνοθεσία της Κωνσταντίνας Βούλγαρη, διάρκειας 83 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Μαρία Γεωργιάδου, Θέμις Μπαζάκα, Δημήτρη Πιατά, Αλέξη Χαρίση, Κώστα Γανωτή και Δημήτρη Ξανθόπουλο.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

19 Μαρτίου 2013

(2012) Μπιγκ χιτ

Πρωτότυπος τίτλος: Μπιγκ χιτ
Αγγλικός τίτλος: Big hit


Η υπόθεση
Μέσα στη νύχτα ο αστυνόμος Φαρμάκης (Σπύρος Μπιμπίλας) αυτοκτονεί κι η σύζυγός του, προτού ειδοποιήσει την αστυνομία, καλεί τον Μάικ Βαρδακαστάνη (Άλεξ Σπυρόπουλο). Όταν η αστυνομία καταφθάνει, ο επικεφαλής της ομάδας, υπαστυνόμος Αριστείδης Κορμάς (Μελέτης Γεωργιάδης), αποφαίνεται ότι πρόκειται για βέβαιη αυτοκτονία. Τα στοιχεία όμως που του εμφανίζονται στην πορεία τον κάνουν να πιστέψει ότι πίσω από τον θάνατο του Φαρμάκη κρύβεται ένα μεγάλο μυστικό που συνδέει το οργανωμένο έγκλημα και το αστυνομικό σώμα. Μπορεί ένας άνθρωπος μόνος του ν' αποδώσει δικαιοσύνη;

Η κριτική
Εξήντα χρόνια μετά την "Μεγάλη κάψα" του Fritz Lang, ένα ελληνικής παραγωγής remake πραγματοποιεί την έξοδό του στις εγχώριες κινηματογραφικές αίθουσες. Με τον όρο "νουάρ" να το προσδιορίζει και τ' όνομα του Fritz Lang να το χαρακτηρίζει, το εγχείρημα μοιάζει ταυτόχρονα σαγηνευτικό και ριψοκίνδυνο, διχάζοντας το σινεφίλ κοινό για το κατά πόσο η σύγχρονη μεταφορά μπορεί να είναι επιτυχημένη. Παρά τις όποιες επιφυλάξεις όμως, αποδεικνύεται ότι το "Μπιγκ χιτ" του Κάρολου Ζωναρά δεν θα μπορούσε να είναι καλύτερο, καθώς όντας καλά μελετημένο, εκπλήσσει ευχάριστα.
Έτσι λοιπόν παίρνοντας ως δεδομένο ότι η κοινωνία από την περίοδο της άνθισης του νουάρ έχει αλλάξει σε μεγάλο βαθμό, κάποιες σεναριακές προσαρμογές κρίνονται απαραίτητες. Αφενός οι χαρακτήρες που παρουσιάζονται επί της οθόνης, διαφέρουν κατά πολύ από τους σημερινούς νεοέλληνες. Αν εξαιρέσει κανείς τον χαρακτήρα του έντιμου αστυνομικού, αλλά κι αυτόν της μαύρης χήρας, όλα τα υπόλοιπα πρόσωπα είναι αδύνατον να εμφανιστούν με την ιδιοσυγκρασία του '50. Βέβαια από την άλλη, η όποια παραλλαγή των κύριων χαρακτηριστικών των δευτερευόντων ηρώων, μπορεί να παραπέμψει περισσότερο στο σήμερα, αλλά δύναται να διαστρεβλώσει τα πρόσωπα και την πλοκή. Γι' αυτό το λόγο συνεπώς, οι όποιες αλλαγές πραγματοποιούνται, παρουσιάζονται μέσα από μια χιουμοριστική διάθεση, κάτι που όχι μόνο επιτρέπει στον σκηνοθέτη μια ελευθερία κινήσεων, αλλά δίνει στον θεατή την ευκαιρία ν' απολαύσει το θέαμα χωρίς να επιζητά την ταύτιση. Αφετέρου, ο τρόπος με τον οποίο είναι δομημένη η σημερινή κοινωνία καθιστά το κωμικό στοιχείο απαραίτητο συστατικό για την επιτυχή πρόσληψη ενός αστυνομικού έργου, κάτι που για το κοινό των παλαιότερων εποχών δεν ήταν αναγκαίο.
Αυτό όμως που κερδίζει τον θεατή και κάνει το έργο να ισορροπεί και να μην χάνεται στην ελευθερία που του προσφέρει η έλλειψη ενός κώδικα Hays, αλλά κι η σάτιρα που ασκεί, είναι το γεγονός ότι τεχνικά βρισκόμαστε απέναντι σ' ένα άρτιο φιλμ νουάρ που τηρεί όλους του κανόνες του είδους. Η εικόνα του είναι ασπρόμαυρη, η παρουσία της femme fatale εμφανής, οι σκιές κυριαρχούν, οι φωνές κι οι ήχοι, όπως σε όλες τις ταινίες της εποχής, έχουν "πατηθεί" με έξοχο τρόπο από πάνω κι η εσωτερική σύγκρουση στην οποία βρίσκεται μοιραία ο ακέραιος χαρακτήρας του πρωταγωνιστή, δεν θα μπορούσε να παρουσιαστεί καταλληλότερα. Η επιλογή της χρήσης του voice off, κατά το οποίο δίνονται οι αυτονόητες για τον παλιό, αλλά πρωτόγνωρες για τον νέο θεατή πληροφορίες για τον χαρακτήρα του πρωταγωνιστή, αποδεικνύεται ευφυέστατη και κερδίζει σύσσωμο το κοινό, καθώς αποτελεί ακόμα μια προσθήκη του Ζωναρά στην πρωτότυπη εκδοχή.
Εν κατακλείδι, το "Μπιγκ χιτ" του Κάρολου Ζωναρά δεν παραπέμπει μόνο στον αγγλικό τίτλο της "Μεγάλης κάψας" του Fritz Lang, αλλά τηρεί όλες τις απαραίτητες προδιαγραφές για ν' αποτελέσει ένα big hit (μεγάλη επιτυχία) της ελληνικής κινηματογραφίας. Όντας τεχνικά άρτιο, κερδίζει τις εντυπώσεις του σινεφίλ κοινού, αλλά μέσω του κωμικού του στοιχείου καταφέρνει να κεντρίσει το ενδιαφέρον των θεατών των πιο ανάλαφρων ταινιών. Σίγουρα δεν γίνεται να εξισώσουμε την "Μεγάλη κάψα" και το "Μπιγκ χιτ", η προσπάθεια όμως έχει στεφθεί από επιτυχία, καθώς καταφέρνει ν' αποτελέσει μια πολύ καλή πρόταση για όλον τον κόσμο.

Βαθμολογία: 3,5/5

Τα σχετικά
Ελληνικό φιλμ νουάρ του 2012, βασισμένο στο "Η μεγάλη κάψα" του Fritz Lang, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Κάρολου Ζωναρά, διάρκειας 95 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Μελέτη Γεωργιάδη, Katia O'Wallis, Γρηγόρη Γαλάτη, Άλεξ Σπυρόπουλο, Δημήτρη Λιόλιο και Ευγενία Αποστόλου.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

(2013) Νεοναζί: Το ολοκαύτωμα της μνήμης

Πρωτότυπος τίτλος: Νεοναζί: Το ολοκαύτωμα της μνήμης
Αγγλικός τίτλος: Neo-Nazi: The holocaust of memory


Η υπόθεση
Κατά την διάρκεια της γερμανικής κατοχής, πάνω από 100 ελληνικά χωριά και πόλεις λεηλατήθηκαν από τις ναζιστικές δυνάμεις. Στις εκλογές του Μαΐου του 2012 το κόμμα της Χρυσής Αυγής, όπως αναφέρεται από τα Μ.Μ.Ε., συγκεντρώνει στα Καλάβρυτα και το Δίστομο, περίπου 1000 ψήφους. Μέσα από την προβολή διαφόρων μαρτυριών των επιζώντων των γεγονότων στα Καλάβρυτα, στον Χορτιάτη, στο Auschwitz και στο Δίστομο, πραγματοποιείται στο Ενιαίο Λύκειο Διστόμου ένας διάλογος με κεντρικό θέμα τις τωρινές πολιτικές εξελίξεις. Παράλληλα, ο γιος ενός Υπουργού της Προπαγάνδας της κατοχικής κυβέρνησης και νυν μέλος του κόμματος της Χρυσής Αυγής, δίνει την δική του εκδοχή των γεγονότων.

Η κριτική
Είναι εξαιρετικά δύσκολο να μιλήσει κανείς για ένα ντοκιμαντέρ που χρησιμοποιεί ως βάση την κτηνωδία που διεπράχθη εις βάρος του ελληνικού λαού, για ν' αναδείξει μέσω αυτής τον παραλογισμό που εκφράζει την σημερινή πολιτική σκηνή, χωρίς να βρεθεί να γενικολογεί σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο. Άσχετα λοιπόν από το τί είναι, ή τί δεν είναι το κόμμα της Χρυσής Αυγής, αφού το πόρισμα βρίσκεται στην ευχέρεια του καθενός, στην συγκεκριμένη ταινία γίνεται μια προσπάθεια να έρθει σε διάλογο το παρόν με το παρελθόν και το μέλλον.
Μέσα από μια πολύ αξιόλογη απόπειρα, ο εξίσου αξιόλογος δημοσιογράφος Στέλιος Κούλογλου, προσπαθεί να ερευνήσει το κατά πόσο τ' αποτελέσματα που παρουσιάστηκαν στην κοινή γνώμη για την ψηφοφορία του Μαΐου 2012 είναι αληθή ή ψευδή και παράλληλα μέσα σ' ένα ντοκιμαντέρ που διαρκεί μιάμιση ώρα, έχει προσπαθήσει να συλλέξει και να παρουσιάσει στο κοινό το χρονικό των γεγονότων που οδήγησαν στην κυριολεκτική καταστροφή των ζωών των κατοίκων χωριών όπως τα Καλάβρυτα, ο Χορτιάτης ή το Δίστομο, μέσω μαρτυριών επιζησάντων ή άλλων ιστορικών πηγών, με μια περιγραφή που είναι κάτι παραπάνω από πλήρης και περιγραφική.
Κατά μια έννοια και μόνο ο τίτλος "Το ολοκαύτωμα της μνήμης" θα ήταν υπέρ-αρκετός για να προσδιορίσει επακριβώς τον κύριο στόχο αυτού του ντοκιμαντέρ, που δεν είναι άλλος από την ενημέρωση του νέου Έλληνα για το πρόσφατο παρελθόν της χώρας του, το οποίο υπάρχει μόνο ως απλή κι ελλιπής αναφορά στα βιβλία ιστορίας που διδάσκονται στα σχολεία.
Φέρνοντας στην επιφάνεια διάφορα σοβαρά ζητήματα της ελληνικής κοινωνίας, όπως αυτό της παραπληροφόρησης των Μ.Μ.Ε., της ελλιπούς (εσκεμμένης ή μη, αυτό είναι άλλο θέμα) παιδείας, το έργο εστιάζει στην συμπλήρωση του μαθήματος ιστορίας με μια πρόσφατη ιστορική αναδρομή, έτσι ώστε να καταλήξει σ' έναν εμφανή διάλογο, ανάμεσα σε γηραιούς και νέους, αλλά και σ' έναν διαφανή κι όμως υπαρκτό διάλογο ανάμεσα στην Χρυσή Αυγή και τους επιζώντες.
Χωρίς να υπάρχει η ανάγκη να το προτείνω ή όχι, καθώς το κοινό που θα ενδιαφερθεί να το παρακολουθήσει, θ' αποκομίσει σίγουρα κάτι από την προβολή του, θ' αρκεστώ ν' αναφέρω ότι καλό θα ήταν το συγκεκριμένο ντοκιμαντέρ να το παρακολουθήσει η νεολαία, διότι ένα μεγάλο κομμάτι αυτής αγνοεί το παρελθόν της, την στιγμή που καλείται να επιλέξει για το μέλλον της.

Βαθμολογία: 3/5

Τα σχετικά
Ελληνικό ντοκιμαντέρ του 2013, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Στέλιου Κούλογλου, διάρκειας 91 λεπτών.

Οι σύνδεσμοι

11 Μαρτίου 2013

(2012) Ένα πλοίο για την Παλαιστίνη

Πρωτότυπος τίτλος: Ένα πλοίο για την Παλαιστίνη
Αγγλικός τίτλος: A ship to Palestine


Η υπόθεση
Ο Ιορδάνης Κύρογλου (Θεοδόσης Ζάννης) είναι ένας πλούσιος ιδιοκτήτης κάποιας βιομηχανίας σ' ένα λιμάνι στον Νότο της Πελοποννήσου. Μαζί με τον Γιατράκο (Γιώργο Κοψιδά), τον αρχηγό της αστυνομίας, προσπαθεί να συλλέξει πληροφορίες για την έλευση του πλοίου "Ναόμι", που έρχεται από τον Παναμά μεταφέροντας σιτάρι. Η κόρη του Κύρογλου, του αρχηγού των Μασόνων, συνευρίσκεται με τον Γερμανό ακόλουθο του πατέρα της, Κουρτ (Ιερώνυμο Καλετσάνο), όμως στην προσπάθειά της να μάθει ποιός ευθύνεται για τον θάνατο της Εβραίας μητέρας της, ερωτεύεται έναν Παλαιστίνιο αντάρτη, τον Αμπντουλά (Μανώλη Παπαδάκη). Ταυτόχρονα, μέσα από πλάνα αρχείου της εφημερίδας "Η φωνή" ακούγονται οι ιστορίες διαφόρων γυναικών των Βαλκανικών κι Ανατολικών χωρών.

Η κριτική
Ο Νίκος Κούνδουρος, μετά από την μακρόχρονη προσφορά του στον ελληνικό κινηματογραφικό χώρο, δημιουργεί μια πολύπλοκη κι αρκετά ιδιαίτερη ταινία, για την οποία είναι εξαιρετικά δύσκολο να μιλήσει κανείς, καθώς μέσα στις δυο ώρες διάρκειάς του το "Ένα πλοίο για την Παλαιστίνη" προβάλλει μια πληθώρα πολιτικών θεμάτων που με μεγάλη δυσκολία θα μπορούσαν να συνδυαστούν αρμονικά σε μια δίωρη παραγωγή.
Ως κεντρικό άξονα για την ανάπτυξη της ιστορίας του, ο μεγάλος Έλληνας δημιουργός, χρησιμοποιεί την πραγματική ιστορία ενός πλοίου που μετέφερε σίτο από τον Παναμά και τα ίχνη του χάθηκαν ανάμεσα στη Σύμη και την Ρόδο. Το πλοίο όμως αυτό, δεν κάνει ποτέ την εμφάνισή του επί της οθόνης κι οι μόνες πληροφορίες που δίνονται στον θεατή βασίζονται σε εικασίες και στην ελπίδα ότι υπάρχει κάποιο πρόσωπο, το οποίο θα γνωρίζει κάτι περισσότερο από τους υπόλοιπους χαρακτήρες. Κανείς όμως δεν γνωρίζει αν τα όσα λέγονται για το "Ναόμι" είναι αληθή και η αμφιβολία υπάρχει διάσπαρτη καθ' όλη τη διάρκεια της ιστορίας.
Μέσα σ' αυτό το πλαίσιο λοιπόν, θα μας συστηθεί ένας βαθύπλουτος Έλληνας Μασόνος, ο οποίος ό,τι έχει καταφέρει το οφείλει στον γάμο του με μια πλούσια Εβραία, που δεν βρίσκεται πλέον στη ζωή. Αν λάβουμε υπ' όψιν μας την επαναλαμβανόμενη ρήση ότι οι Εβραίοι είναι το χρήμα κι οι Μασόνοι η εξουσία, τότε εύκολα μπορούμε να κατανοήσουμε τον συμβολισμό του γάμου αυτού, αλλά και την συνεχή επαφή της εξουσίας με τον αρχηγό της αστυνομίας, που παρουσιάζεται ως το κράτος.
Επίσης, δεδομένης της συμμετοχής των Εβραίων στην ταινία, θα μπορούσε να δικαιολογήσει κανείς και την ύπαρξη των Παλαιστινίων, αλλά και την παρουσία ενός Γερμανού Ναζί. Αυτό που μπερδεύει όμως τον θεατή και τον οδηγεί σε σύγχυση είναι ο συνδυασμός όλων των παραπάνω, μαζί με την αναφορά στον τύπο, στις μαρτυρίες των γυναικών που ήρθαν στην Ελλάδα αναζητώντας μια καλύτερη ζωή, την οποία ποτέ τους δεν πλησίασαν και στον έρωτα της κόρης του Μασόνου και της Εβραίας με τον Παλαιστίνιο αντάρτη. Μπορεί η τελευταία ν' αποτελεί θεωρητικά τον συνδετικό κρίκο όλων αυτών, καθώς εκείνη σχετίζεται με δεσμούς αίματος με τον Κύρογλου, εκείνη δουλεύει στον τύπο, εκείνη έχει τραβήξει τα πλάνα αρχείου με τις μαρτυρίες, εκείνη συνουσιάζεται με τον Γερμανό κι ερωτεύεται τον Άραβα, όμως πέραν μιας άκρως επιφανειακής συνάφειας, είναι ακατανόητη η ύπαρξη τόσο πολλών και διαφορετικών νοηματικών.
Παράλληλα, ακόμη κάτι που ξενίζει είναι ο απόλυτα αποστειρωμένος σκηνικός χώρος, ο οποίος δεν ταιριάζει σε κανένα γνωστό χωρο-χρόνο, οι ερμηνείες των ηθοποιών οι οποίες είναι ανάλογες μιας αρχαίας τραγωδίας και πλήρως ακατάλληλες για μια σύγχρονη ταινία κι ο λόγος αυτών, που αντί να απευθύνεται έμμεσα στον θεατή μέσω του μεταξύ των ηρώων διαλόγου, απευθύνεται άμεσα σ' αυτόν μέσω της οπτικής επαφής με τον κινηματογραφικό φακό.
Με άλλα λόγια, κανείς δεν μπορεί ν' αμφισβητήσει έναν καθιερωμένο σκηνοθέτη, όπως είναι ο Νίκος Κούνδουρος και σίγουρα κατά την παρακολούθηση του νέου του πονήματος, το κοινό θα κληθεί ν' ανακαλύψει και ν' αποκρυπτογραφήσει συμβολισμούς και "κατηγορώ" του δημιουργού του. Το ζήτημα όμως είναι ότι παρά τα πολύ ενδιαφέροντα συμπεράσματα στα οποία μπορεί να καταλήξει έκαστος, νομίζω ότι είναι αδύνατον να δοθεί μιας σαφής και σφαιρική εικόνα επί του συνόλου, καθώς τα επί μέρους παραμένουν έως τους τίτλος τέλους ασύνδετα, αφήνοντας μια ασυνάρτητη αίσθηση, χωρίς ν' αποκλείεται βέβαια αυτός να είναι κι ο σκοπός.

Βαθμολογία: 1,5/5

Τα σχετικά
Ελληνικό δράμα του 2012, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Νίκου Κούνδουρου, διάρκειας 120 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές τους Θεοδόση Ζάννη, Γιώργο Κοψιδά, Εύα Ψυλλάκη, Μανώλη Παπαδάκη, Ιερώνυμο Καλετσάνο, Ερρίκο Λίτση, Αγάπη Μανουρά, Δέσποινα Μοίρου και Ελένη Κωνσταντίνου.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

5 Μαρτίου 2013

(2012) Κατερίνα Γώγου: Για την αποκατάσταση του μαύρου

Πρωτότυπος τίτλος: Κατερίνα Γώγου: Για την αποκατάσταση του μαύρου
Αγγλικός τίτλος: Katerina Gogou: Reinstating the dark side


Η υπόθεση
Η Κατερίνα Γώγου γεννήθηκε το 1940. Στην αρχή της καριέρας της ασχολήθηκε με την υποκριτική κι έπειτα κυρίως με την συγγραφή αντισυμβατικών ποιημάτων που αναφέρονταν πάντα στους αντι-ήρωες των Εξαρχείων και των γύρω περιοχών. Λίγο καιρό πριν αυτοκτονήσει, μπλέκει στον κόσμο των ναρκωτικών και σήμερα, μαζί με τον Παύλο Σιδηρόπουλο και τον Νικόλα Άσιμο θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα ροκ είδωλα της ασυμβίβαστης γενιάς.

Η κριτική
Η Κατερίνα Γώγου είναι αδιαμφισβήτητα ένα από τα σημαντικότερα ροκ είδωλα που έζησαν κι επηρεάστηκαν βαθειά από τις κοινωνικο-πολιτικές αναταράξεις της Ελλάδας της περιόδου του 1960-1980, αφήνοντας πίσω της ένα σημαντικό όγκο ποιημάτων, στα οποία εκφράζει τον πόνο των αδυνάτων με έναν τρόπο άκρως αντισυμβατικό και ταυτόχρονα απόλυτα ποιητικό.
Αρκετά από τα ποιήματά της έχουν μελοποιηθεί από σημαντικούς καλλιτέχνες της εναλλακτικής μουσικής σκηνής κι η ίδια διεκδικεί τον σεβασμό, αλλά και τον θαυμασμό διεθνώς αναγνωρισμένων Ελλήνων, και μη, ποιητών. Ακόμα κι αν τ' όνομά της δεν είναι τόσο γνωστό στο ευρύ κοινό, όσο τα ονόματα άλλων ηρώων της ασυμβίβαστης γενιάς, τα ποιήματά της, το τελευταίο διάστημα, διαδίδονται όλο και περισσότερο στην νεολαία της κρίσης, αυξάνοντας το ενδιαφέρον τους να γνωρίσουν το πρόσωπο πίσω από τις λέξεις.
Για πολλούς βέβαια, το όνομα της Κατερίνας Γώγου δεν σημαίνει κάτι περισσότερο από μια ανάλαφρη και ζωηρή παρουσία στις ελληνικές ταινίες της δεκαετίας του '60, που έχει μείνει στην ιστορία για την φράση της: "Εγώ κοιτούσα την Γιαδικιάρογλου, που κοιτούσε την Πετροπούλου, που κοιτούσε την Πετροβασίλη". Αυτή η γλυκιά ύπαρξη όμως, είναι η ίδια γυναίκα που πρωταγωνιστεί στο "Βαρύ πεπόνι", στην "Παραγγελιά" και στο "Όστρια: Το τέλος του παιχνιδιού".
Όπως και να την έχει γνωρίσει βέβαια ο καθένας, η Γώγου των δευτερευόντων κωμικών ρόλων κι η Γώγου των πρωταγωνιστικών ρόλων και των αντισυμβατικών ποιημάτων δεν παύουν να είναι το ίδιο πρόσωπο κι αυτό αποπειράται να παρουσιάσει μέσα απ' αυτό το ντοκιμαντέρ, ο Αντώνης Μποσκοΐτης. Το ζήτημα όμως είναι ότι σαν αποτέλεσμα, το έργο του Μποσκοΐτη πλησιάζει περισσότερο σ' αυτό που θα χαρακτήριζε κάποιος "αφιέρωμα για ένα περιορισμένο κοινό" απ' ό,τι σ' ένα ντοκιμαντέρ που καταφέρνει να παρουσιάσει σφαιρικά την πολύπλευρη προσωπικότητά της.
Μέσω αποσπασμάτων από ταινίες στις οποίες συμμετέχει και πρωταγωνιστεί, σπάνιων ντοκουμέντων στα οποία την βλέπουμε να κινείται και να αλληλεπιδρά με τους γύρω της, μαρτυριών από άτομα που διασταυρώθηκαν απλώς οι δρόμοι τους ή μοιράστηκαν μαζί της ένα μέρος της ζωής τους, αναγνώσεων σημαντικών ποιημάτων της και εξιστόρηση των κοινωνικών αναταράξεων στις οποίες συμμετείχε ενεργά η ίδια, γίνεται μια προσπάθεια να δοθεί μια εικόνα του φαινομένου που ακούει στ' όνομα Γώγου. Δυστυχώς όμως, η έλλειψη γραμμικότητας, αλλά κι η ανεξήγητη παραβολή διάφορων δρώμενων με την Λουκία Μιχαλοπούλου να ενσαρκώνει την Κατερίνα Γώγου, η οποία ερμηνευτικά αξίζει ν' αναφερθεί ότι είναι εκπληκτική, συμβάλλουν στην δημιουργία μιας θολής εικόνας που περισσότερο μπερδεύει, παρά αναδεικνύει την προσωπικότητα της κεντρικής ηρωίδας.
Έτσι λοιπόν, το ασπρόμαυρο αυτό αφιέρωμα απευθύνεται αποκλειστικά σε όσους ήδη γνωρίζουν ποιά και τί ήταν η Κατερίνα Γώγου κι αναζητούν αφορμή να ξαναέρθουν, έστω και για λίγο, σ' επαφή με την ίδια και το έργο της.

Βαθμολογία: 1,5/5

Τα σχετικά
Ελληνικό ντοκιμαντέρ του 2012, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Αντώνη Μποσκοΐτη, διάρκειας 67 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Κατερίνα Γώγου, Λουκία Μιχαλοπούλου, Γιώργο Κορδέλα, Νάνο Βαλαωρίτη, Λένα Πλάτωνος, Βασίλη Παπακωνσταντίνου, Αντώνη Καφετζόπουλο, Όλια Λαζαρίδου, Εύα Κουμαριανού, Μαρία Λαγγουρέλη, Αντρέα Θωμόπουλο και Νίκο Καλογερόπουλο.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

27 Φεβρουαρίου 2013

(2011) Man at sea

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: Man at sea


Η υπόθεση
Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του πετρελαιοφόρου Sea Voyager, ο καπετάνιος του Άλεξ (Aντώνης Καρυστινός) θα σώσει μια ομάδα νεαρών ναυαγών μουσουλμανικής καταγωγής, αγνοώντας τις εντολές που του δίνει από τον ασύρματο η ιδιοκτήτρια εταιρεία. Μετά από μια σειρά αποτυχημένων προσπαθειών να οδηγήσει σε στέρεο έδαφος τους φιλοξενούμενούς του και με την ένταση ανάμεσα στους "λαθρεπιβάτες" και το πλήρωμά του ν' αυξάνεται συνεχώς, ο Άλεξ βρίσκεται αντιμέτωπος με τις συνέπειες των πράξεών του, τον προ τετραετίας μυστηριώδη χαμό του γιου του και την σκιά του ίδιου του του εαυτού που υψώνεται απειλητικά απέναντί του.

Η κριτική
Η νέα ταινία του Κωνσταντίνου Γιάνναρη αποτελεί αδιαμφισβήτητα μια ιδιαίτερα αμφιλεγόμενη παραγωγή, καθώς πραγματεύεται μ' έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο το σοβαρό μεταναστευτικό πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι αναπτυγμένες χώρες και κυρίως η Ελλάδα. Μέσω ενός άκρατου συμβολισμού που αντιπροσωπεύει με μεγάλη πληρότητα την ισχύουσα κατάσταση, ο δημιουργός ωθεί τον θεατή του να φέρει στην επιφάνεια το ρατσιστικό θηρίο που κρύβει μέσα του, ν' αναγνωρίσει την ύπαρξή του και να πορευτεί μ' αυτό επιλέγοντας ο ίδιος την κατεύθυνση που θέλει ν' ακολουθήσει.
Κατά την έναρξη του έργου, ο θεατής βρίσκεται αντιμέτωπος με μια εικόνα ναυαγίου και με πολλούς νεαρούς μουσουλμάνους να θαλασσοπνίγονται, καθώς το πλοίο στο οποίο επέβαιναν έχει ναυαγήσει. Για καλή τους τύχη βέβαια, όσοι εκ των ναυαγών έχουν καταφέρει να επιβιώσουν διασώζονται από ένα πλοίο, του οποίου το πλήρωμα είναι, στην πλειοψηφία, του ελληνικής καταγωγής. Ο καπετάνιος, παραβαίνοντας τις απάνθρωπες εντολές της πλοιοκτήτριας εταιρείας που τον διατάσσει να μην τους ανεβάσει στο πλοίο, δρα με βάση την συνείδησή του, ελπίζοντας ότι θα καταφέρει γρήγορα να ξεφορτωθεί το "φορτίο" που με δική του ευθύνη αναλαμβάνει να μεταφέρει. Όσο όμως οι προσπάθειές του καταλήγουν στο κενό, τόσο αυξάνεται η απόγνωση των μελών του πληρώματος, αλλά και των "λαθραίων" επιβατών κι η σύγκρουση ανάμεσά τους δεν αργεί να έρθει.
Παραλληλίζοντας φανερά λοιπόν το βυθισμένο πλοίο με τις κατεστραμμένες μουσουλμανικές χώρες του Πακιστάν, του Αφγανιστάν, του Ιράν, του Ιράκ, κ.α. που έχουν αφήσει τους πολίτες τους να πνίγονται και το Sea Voyager με το ελληνικό κράτος που "απερίσκεπτα" δέχτηκε να βοηθήσει τους ανθρώπους αυτούς και τώρα δεν μπορεί να τους διώξει, γιατί κανένας άλλος δεν αναλαμβάνει να τους δεχτεί, ο Γιάνναρης απεικονίζει ρεαλιστικά το αδιέξοδο στο οποίο έχει βυθιστεί σταδιακά η χώρα κι εγείρει ερωτήματα φιλοσοφικά που αντιπαραθέτουν την έμφυτη ανάγκη για επιβίωση κι επικράτηση του ισχυρότερου και την ουμανιστική αντίληψη ότι όλοι είμαστε παιδιά ενός Θεού.
Χωρίς να ωραιοποιεί τις καταστάσεις, ο δημιουργός του "Man at sea" κάνει τον θεατή του να αισθανθεί άβολα με τον ίδιο του τον εαυτό, όταν τον ωθεί να λάβει θέση απέναντι στο ζήτημα αυτό, παρουσιάζοντάς του τα θύματα ως ανθρώπους με βούληση, που αντί να ευγνωμονούν τους σωτήρες τους, απαιτούν από εκείνους να τους βοηθήσουν να σωθούν και δυσανασχετούν όταν τους ανακοινώνεται ότι αντί της Ευρώπης το μέλλον τους πιθανώς και να είναι κάπου στην Αφρική. Και ταυτόχρονα αυτή η φωνή από τον ασύρματο που συνεχώς πιέζει τον πρωταγωνιστή να δώσει μια λύση στο πρόβλημα, πιέζει και τον θεατή να επιλέξει ανάμεσα στην καλή και την κακή του πλευρά, δημιουργώντας του έναν εκνευρισμό από τον οποίο είναι αδύνατον να ξεφύγει.
Η δευτερεύουσα ιστορία με την γυναίκα του καπετάνιου και τον χαμένο τους γιο, αν και προσωπικά μου φάνηκε περιττή κι αρκετά κουραστική, καθώς προσεγγίζεται με στυλιζαρισμένους διαλόγους, ενισχύει την εσωτερική σύγκρουση του πρωταγωνιστή και παρουσιάζει τα προσωπικά βάρη που φέρει, από τα οποία ο ίδιος έχει την ανάγκη να εξιλεωθεί.
Φέρνοντας στην επιφάνεια λοιπόν ερωτήματα που δεν είναι δυνατόν ν' απαντηθούν σ' ένα σύντομο χρονικό διάστημα, αλλά αποτελούν βορά για στοχασμό, το "Man at sea" αποτελεί μια ενδιαφέρουσα πρόταση για το σινεφίλ κοινό του ελληνικού κινηματογράφου, με έφεση σε ταινίες κοινωνικού περιεχομένου κι την ανάγκη ν' αποδεχτεί όλα τα κομμάτια που συντελούν την προσωπικότητά του.

Βαθμολογία: 2,5/5

Τα σχετικά
Ελληνικό δράμα του 2011, σε σενάρο και σκηνοθεσία του Κωνσταντίνου Γιάνναρη, διάρκειας 92 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές τους Aντώνη Καρυστινό, Θεοδώρα Τζήμου, Στάθη Παπαδόπουλο, Νίκο Τσουράκη, Κωνσταντίνο Αβαρικιώτη, Θανάση Ταταύλαλη, Κωνσταντίνο Σειραδάκη, Rahim Rahimi και Chalil Ali Zada.

Οι σύνδεσμοι

(2012) Ξημέρωμα

Πρωτότυπος τίτλος: Agon


Η υπόθεση
Ο Saimir (Marvin Tafaj) κι ο Vini (Guliem Kotorri) είναι δυο αδελφοί από την Αλβανία, οι οποίοι έχουν έρθει στην Ελλάδα προς αναζήτηση ενός καλύτερου μέλλοντος. Ο Saimir έχοντας καταφέρει να βρει μια αξιοπρεπή δουλειά σ' ένα συνεργείο αυτοκινήτων κι όντας στα σκαριά ενός γάμου με την κόρη του ιδιοκτήτη μοιάζει να έχει πετύχει τ' όνειρό του. Για τον Vini όμως τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά, καθώς αρνείται να συμβιβαστεί με μια μίζερη ζωή κι αναζητά κάτι καλύτερο. Έτσι θα μπλεχτεί με την αλβανική μαφία της Θεσσαλονίκης, όπου θα γνωρίσει και θα ερωτευτεί την γυναίκα του αρχηγού της, κάτι που κρύβει πολλούς κινδύνους και για τους δυο αδελφούς.

Η κριτική
Το "Ξημέρωμα" αποτελεί την ιστορία δυο αδελφών από την Αλβανία, οι οποίοι έχουν έρθει στην Ελλάδα, διεκδικώντας με πολύ διαφορετικά μέσα μια καλύτερη ζωή. Ο Robert Budina, επιλέγοντας να τοποθετήσει μέσα στην ίδια οικογένεια και τους δυο τύπους του έντιμου Αλβανού μετανάστη, συνθέτει ένα δράμα, στο οποίο παρουσιάζεται το μεταναστευτικό πρόβλημα από μια πολύ διαφορετική κι ενδιαφέρουσα οπτική γωνία.
Αρχικά οι δυο πρωταγωνιστές της ταινίας, ανταποκρίνονται στους χαρακτήρες του έντιμου και δουλοπρεπή μετανάστη και του ανυπότακτου και μαχόμενου ονειροπόλου νέου. Ο Saimir, ο μεγαλύτερος αδελφός, έχει καταφέρει ν' αποκτήσει μια ήρεμη και φιλήσυχη ζωή στην Ελλάδα, καθώς έχει συμβιβαστεί πλήρως με τη δουλειά του μηχανικού στο συνεργείο αυτοκινήτων του μέλλοντα πεθερού του κι ετοιμάζεται να κάνει μια νέα αρχή, ως μέλος μιας οικογένειας Ελλήνων. Ο Vini από την άλλη, ο μικρός αδελφός, αποζητά μια ευκαιρία να ζήσει με πάθος την ζωή του κι αρνείται να υποταχθεί, όπως ο αδελφός του, σ' αυτούς που τον θεωρούν κατώτερο άνθρωπο και δεν του δείχνουν ούτε δείγμα σεβασμού.
Ο θεατής λοιπόν, μέσω των διαφορετικών επιλογών του καθενός, έχει την ευκαιρία να έρθει σ' επαφή τόσο με τον μετανάστη που έχει κατορθώσει να γίνει αποδεκτός από τον περίγυρό του, βρισκόμενος όμως σε συνεχή σύγκρουση με τον ίδιο του τον εαυτό και τις ρίζες του, όσο και με τον μετανάστη που δεχόμενος την αρνητική στάση των γύρω του, καταλήγει ν' αντιδράσει βίαια κι ανάρμοστα, όμως πλήρως δικαιολογημένα, απέναντι στο χέρι που τον ταΐζει.
Σημαντικό ρόλο στην υπόθεση όμως, παίζει και η εμφάνιση της αλβανικής μαφίας, στην οποία καταλήγει να μπλεχτεί άθελά του ο νεαρός Vini. Αν κι ο δημιουργός της δεν εστιάζει τόσο στο πρόβλημα που αποτελεί το κύκλωμα αυτό τόσο για την αλβανική, όσο και για την ελληνική κοινότητα της βορείου Ελλάδος, αλλά την χρησιμοποιεί ως μέσο για να προωθήσει την πλοκή και να μετατρέψει το κοινωνικό δράμα σε μελοδραματική ιστορία αγάπης, η αναφορά και μόνο στα εγκλήματα που διαπράττονται από την συγκεκριμένη κατηγορία ανθρώπων, αρκεί για να γίνει εμφανής η διαφορά ανάμεσα σ' αυτούς που έχουν δημιουργήσει το άσχημο όνομα στους Αλβανούς μετανάστες και σ' αυτούς που υπομένουν τις συνέπειες του ονόματος αυτού.
Σε γενικές γραμμές λοιπόν, το έργο παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον καθώς δίνει την ευκαιρία στην άλλη πλευρά να εκφράσει πώς αντιλαμβάνεται εκείνη, την προβληματική συνύπαρξη των δυο γειτονικών λαών. Χωρίς να δίνεται βάρος στον ρατσισμό με τον οποίο αντιμετωπίζουν οι Έλληνες τους ξένους, αλλά εστιάζοντας στον τρόπο που αντιμετωπίζει την συμπεριφορά αυτή ο κάθε ήρωας χωριστά, η ταινία μοιάζει να έχει όλα τα εφόδια να εκφράσει σφαιρικά την ισχύουσα κατάσταση. Δυστυχώς όμως, η εξέλιξη της ιστορίας σε μελόδραμα, καταφέρνει ν' ακυρώσει τις καλές κοινωνικές της βάσεις, καθώς δίνει την αίσθηση ότι χρησιμοποιεί το πρόβλημα των μεταναστών απλώς για ν' αναπτύξει μια ιστορία που θα εκβιάσει το συναίσθημα του κοινού, ξεπερνώντας τα όρια του υπερβολικού. Παρά λοιπόν τις καλές προδιαγραφές του, αλλά και τους ικανούς ηθοποιούς που το στελεχώνουν, το "Ξημέρωμα" δεν είναι κάτι περισσότερο από μια μέτρια βαλκανική παραγωγή που χάνεται στις εναλλαγές του ύφους της.

Βαθμολογία: 2/5

Τα σχετικά
Αλβανικό δράμα του 2012, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Robert Budina, διάρκειας 106 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές τους Guliem Kotorri, Marvin Tafaj, Αντώνη Καφετζόπουλο, Ιζαμπέλλα Κογιεβίνα, Dzevdet Jasari, Eglantina Cenomeri και Λαέρτη Βασιλείου.

Οι σύνδεσμοι

6 Φεβρουαρίου 2013

(2011) Φιλιά εις τα παιδιά

Πρωτότυπος τίτλος: Φιλιά εις τα παιδιά
Αγγλικός τίτλος: Children in hiding


Η υπόθεση
H Ροζίνα, ο Σήφης, η Ευτυχία, η Σέλλυ κι ο Μάριος αφηγούνται στην κάμερα πώς βίωσαν, ως παιδιά εβραϊκής καταγωγής, την γερμανική κατοχή στην Ελλάδα. Πέντε ξεχωριστές ιστορίες από πέντε πολύ διαφορετικές οικογένειες Εβραίων του ελλαδικού χώρου, αναπτύσσονται μπροστά στην κάμερα, δίνοντας στον θεατή την ευκαιρία να γνωρίσει μια πολύ διαφορετική πραγματικότητα από αυτήν που περιγράφεται στα βιβλία ιστορίας.

Η κριτική
Η γερμανική κατοχή και τ' ολοκαύτωμα αποτελούν ίσως το χειρότερο και πιο ντροπιαστικό κομμάτι της σύγχρονης ευρωπαϊκής ιστορίας. Τα γεγονότα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, οι ιστορίες των επιζησάντων και τα ντοκουμέντα που έχουν διασωθεί, βρίθουν από φρικαλεότητα του ανθρώπου ενάντια στον συνάνθρωπό του και το θέμα έχει δώσει αφορμή για τη δημιουργία χιλιάδων έργων τέχνης που γνωστοποιούν στο ευρύ κοινό και στις επόμενες γενιές, τις λεπτομέρειες από την μαύρη αυτή σελίδα της ιστορίας.
Ένα από αυτά τα καλλιτεχνικά δημιουργήματα λοιπόν, θα μπορούσε να είναι κι αυτό το ντοκιμαντέρ του Βασίλη Λουλέ. Η διαφορά του όμως με τα άλλα έργα τέχνης που αναφέρονται στην συγκεκριμένη περίοδο, είναι πως ο Λουλές εδώ δεν εστιάζει στην καταγραφή των γεγονότων, αλλά στον τρόπο με τον οποίο αντιλήφθηκαν κι επηρεάστηκαν από αυτά τα παιδιά, δημιουργώντας έτσι ένα φιλμ πιο ανθρωποκεντρικό κι ειλικρινές από τα περισσότερα. Όπως λέει άλλωστε κι ο σοφός ελληνικός λαός: "Από μικρό κι από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια".
Έτσι λοιπόν τα πέντε πρόσωπα που θα γνωρίσουμε και που θα μοιραστούν μαζί μας τις αναμνήσεις τους για την καταστροφή και τον διαμελισμό ενός ολόκληρου έθνους, θα μας εξιστορήσουν με αθωότητα και παιδική αφέλεια την καταπίεση, την απότομη ενηλικίωση, τις συνεχείς μετακινήσεις και τον συνεχόμενο χαμό συγγενικών προσώπων που βίωσαν, κάνοντάς μας να μετέχουμε ενεργά στο δράμα τους, αφού από ένα σημείο κι έπειτα παύουν να είναι ξένοι και μας κάνουν να νιώσουμε οικεία, σαν να είναι η γιαγιά κι ο παππούς και να βρισκόμαστε στα πόδια τους, ν' ακούμε ιστορίες από τα παλιά, ιστορίες της οικογένειάς μας που μας αφορούν.
Σιγά-σιγά τα διάφορα αντικείμενα, οι χώροι, τα παιχνίδια και τα πρόσωπα που μας παρουσιάζονται, αποκτούν μια διάσταση ηθική, που διαπλάθει τον χαρακτήρα, επαναφέρει χαμένες αξίες και πίστη στο ανθρώπινο είδος. Οικογένειες χριστιανών με κίνδυνο της ζωής τους, προστάτεψαν οικογένειες Εβραίων, γονείς θυσίασαν τους γονείς τους για να σώσουν την επόμενη γενιά, ξένοι γίνονται θείοι και θείες, παραμάνες γίνονται μάνα και πατέρας κι ένα σημείωμα που κλείνει με την φράση "Φιλιά εις τα παιδιά" είναι ό,τι έχει απομείνει από ένα αγαπημένο πρόσωπο.
Παρουσιάζοντας λοιπόν τα γεγονότα από μια διαφορετική οπτική, ο Βασίλης Λουλές καταφέρνει με αμεσότητα και σχετική ουδετερότητα να πλέξει περίτεχνα τα ντοκουμέντα, τις μαρτυρίες και το προσωπικό στοιχείο και να δημιουργήσει ένα εγκώμιο στην ανθρωπιά και στο πολυτιμότερο αγαθό, την ζωή. Προτείνεται στο κοινό που αναζητά τα καλογυρισμένα και ουσιαστικά ντοκιμαντέρ.

Βαθμολογία: 4/5

Τα σχετικά
Ελληνικό ντοκιμαντέρ του 2011, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Βασίλη Λουλέ, διάρκειας 115 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Ροζίνα, Σήφη, Ευτυχία, Σέλλυ και Μάριο.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

2 Δεκεμβρίου 2012

(2012) Ημερολόγια αμνησίας

Πρωτότυπος τίτλος: Ημερολόγια αμνησίας
Αγγλικός τίτλος: Amnesia diaries


Η υπόθεση
Η Στέλλα Θεοδωράκη γυρνά μια ταινία, απευθυνόμενη σ' έναν παλιό της φίλο στην Αυστραλία. Ολόκληρη η ταινία είναι ουσιαστικά μια αναδρομή στο περιεχόμενο κάποιων ξεχασμένων κασετών Super 8, της περιόδου 1985-1986, όταν ακόμα η σκηνοθέτης ήταν φοιτήτρια, και μια παράλληλη προβολή αυτών των εικόνων με σύγχρονες κινηματογραφήσεις από την σημερινή κοινωνία της κρίσης, την περίοδο 2010-2012.

Η κριτική
Τα "Ημερολόγια αμνησίας", η αλήθεια είναι ότι είναι αδύνατον να τα κρίνεις, καθώς είναι ένα έργο πολύ προσωπικό, η δημιουργία του οποίου απαιτεί μεγάλο θάρρος από την δημιουργό του, αφού δεν εκθέτει απλά ένα έργο, αλλά τον ίδιο τον εαυτό της. Είναι όπως λέει κι ο τίτλος, ένα ημερολόγιο με ήχο και εικόνα. Γι' αυτό το λόγο, παρακάτω, θα μεταφέρω απλώς την προσωπική μου εμπειρία από την θέαση του συγκεκριμένου φιλμ.
Κατά τη διάρκεια του ιδιαίτερου αυτού ντοκιμαντέρ, ημερολογιακού χαρακτήρα, στον θεατή προβάλλονται εικόνες, τόσο από το ξέγνοιαστο, ανέμελο, αλλά κυρίως γεμάτο παρελθόν της πρωταγωνίστριας, όσο κι από το σκοτεινό, αβέβαιο κι άδειο παρόν της σημερινής κοινωνίας.
Στις σημερινές εικόνες, που καλύπτουν μια περίοδο από το 2010 έως το 2012, απλώς βλέπουμε τους ανθρώπους στη ζωή της Θεοδωράκη να συζητούν, να μιλούν και να κινούνται μέσα σε μια κοινωνία στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Επίσης, μας προβάλλονται εικόνες από πορείες, από τα μεταφορικά μέσα, από το κέντρο της Αθήνας, αλλά κι από τις καταστροφές που άφησε πίσω της, μέχρι στιγμής, αυτή η κοινωνική αναταραχή.
Στις κασέτες Super 8, η αφήγηση έχει κυρίαρχο ρόλο, καθώς αυτό που αφορά την σκηνοθέτη, δεν είναι η καθεαυτό έκθεση των προσωπικών της βιωμάτων, αλλά οι αναμνήσεις που ξυπνούν στο μυαλό της οι παρελθοντικές αυτές στιγμές. Αναμνήσεις, που συνδέονται άμεσα με την τωρινή κατάσταση και φέρνουν στο μυαλό όνειρα κι εμπειρίες, ξεχασμένες ή ακόμα και θαμμένες.
Η αντιπαραβολή ενός ξέγνοιαστου παρελθόντος, γεμάτου όρεξη και όνειρα, με ένα παρόν που συνεχώς συμβιβάζεται με μια μιζέρια και με μια άσχημη διάθεση, προσωπικά μου κέντρισε το ενδιαφέρον. Ένιωσα σαν να μου ανοίγεται ένας άνθρωπος και να μοιράζεται μαζί μου, αμφιβολίες, σκέψεις, ανασφάλειες και το εκτίμησα ιδιαιτέρως αυτό το γεγονός. Μπορώ να πω, ότι με τις εικόνες του κατεστραμμένου μνημείου (Αττικόν και Απόλλων), μετά τα επεισόδια του Φλεβάρη του 2012, συγκινήθηκα κιόλας.
Παρόλο όμως, που το κεντρικό θέμα της ταινίας, είναι αυτό το συνεχές αίσθημα κενότητας που υπάρχει σε παγκόσμια κλίμακα σήμερα κι αντικρούει τα όνειρα μιας παλαιότερης εποχής, δεν νιώθεις ότι ο στόχος της είναι να σε αδειάσει. Αντίθετα, με την όμορφη μουσική της και με τη συνειδητοποίηση, ότι ακόμη και τώρα γυρίζονται διαφορετικές κι ενδιαφέρουσες ταινίες, ότι οι σχέσεις με γερές βάσεις έχουν διάρκεια στο χρόνο κι ότι παρά τους χαλεπούς καιρούς οι φίλοι πάντα βοηθάνε του φίλους με την ειλικρίνειά τους, φεύγεις γεμάτος από την κινηματογραφική αίθουσα.
Η συγκεκριμένη ταινία, πιστεύω ότι απευθύνεται πρωτίστως στους σινεφίλ του ελληνικού κινηματογράφου ή σε όσους ψάχνουν για ένα ειλικρινές έργο, όχι ταινίες μυθοπλασίας, που μιλά μέσω μιας βιωματικής εμπειρίας στον κάθε θεατή ξεχωριστά.

Βαθμολογία: 2,5/5

Τα σχετικά
Ελληνικό ντοκιμαντέρ, ημερολογιακού χαρακτήρα, του 2012, σε σενάριο και σκηνοθεσία της Στέλλας Θεοδωράκη, διάρκειας 103 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές τον κοινωνικό κύκλο της δημιουργού.

Οι σύνδεσμοι