Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ντοκιμαντέρ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ντοκιμαντέρ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

11 Απριλίου 2013

(2012) ΜΕΤΑΞΑ: Ακούγοντας το χρόνο

Πρωτότυπος τίτλος: ΜΕΤΑΞΑ: Ακούγοντας το χρόνο
Αγγλικός τίτλος: METAXA: Listening to time


Η υπόθεση
Από το 1967 στο ειδικό αντικαρκινικό νοσοκομείο Πειραιά ΜΕΤΑΞΑ, παράγεται έργο για την αντιμετώπιση σοβαρών ογκολογικών παθήσεων. Εκτός από την πολυετή δράση του στον τομέα της ογκολογίας όμως, το "ΜΕΤΑΞΑ" έχει ακόμα μια ιδιαιτερότητα: Σ' ένα μεγάλο ποσοστό του προσωπικού του νοσοκομείου έχει κάποια στιγμή διαγνωσθεί κάποιου είδους ογκολογικής πάθησης. Μπροστά στον κινηματογραφικό φακό λοιπόν, μέλη κι απλοί ασθενείς του νοσοκομείου, καταθέτουν την δική τους προσωπική εμπειρία με την συνεχώς αυξανόμενη ασθένεια του "καρκίνου".

Η κριτική
Ο "καρκίνος" είναι μια ασθένεια που, τα τελευταία χρόνια, παρουσιάζει ραγδαία αύξηση στις αναπτυγμένες χώρες. Αν και μέχρι στιγμής δεν έχει καταφέρει να διαπιστωθεί επιστημονικά ο λόγος που ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι έρχονται κάποια στιγμή στην ζωή τους αντιμέτωποι με κάποια ογκολογική πάθηση, τα αίτια κι η θεραπεία του φαινομένου αυτού αποτελούν ένα από τα κυριότερα ζητήματα της ιατρικής επιστημονικής κοινότητας, καθώς ο "καρκίνος" αποτελεί, μετά τις καρδιοπάθειες, την δεύτερη πιο συχνή αιτία θανάτου.
Καθώς λοιπόν η ασθένεια αυτή εισβάλλει, δυστυχώς, στις ζωές διαρκώς περισσότερων ανθρώπων, δημιουργείται η επιτακτική ανάγκη να γνωστοποιηθούν στους πολίτες της κάθε ανεπτυγμένης χώρας περισσότερες πληροφορίες που αφορούν στην συγκεκριμένη πάθηση. Ο καλύτερος τρόπος να γίνει αυτό δε, είναι μέσω ενός ντοκιμαντέρ που δεν αρκείται στην ακατανόητη επιστημονική ανάλυση της αρρώστιας και των πιθανοτήτων που έχει ο κάθε ασθενής να την αντιμετωπίσει και να την νικήσει, αλλά που μιλά ανθρώπινα, κατανοητά και σε προσωπικό επίπεδο για το συγκεκριμένο πρόβλημα και χρησιμοποιεί την επιστημονική γνώση περισσότερο ως βοηθητικό μηχανισμό, έτσι ώστε να επιτευχθεί μια πληρέστερη και ρεαλιστκότερη απεικόνιση του θέματος.
Έτσι λοιπόν, ο Σταύρος Ψυλλάκης, χρησιμοποιώντας σαν βάση του το αντικαρκινικό νοσοκομείο ΜΕΤΑΞΑ, συλλέγει μαρτυρίες από άτομα που αποτελούν το προσωπικό του νοσοκομείου, αλλά έχουν παράλληλα βρεθεί στην καρέκλα του ασθενούς, όπως κι από απλούς ασθενείς. Η ιδιαιτερότητα του συγκεκριμένου ντοκιμαντέρ βέβαια, και ταυτόχρονα το στοιχείο που το κάνει να ξεχωρίσει σε σύγκριση μ' άλλα έργα παρόμοιας θεματολογίας, είναι το γεγονός ότι κατ' αυτόν τον τρόπο κατορθώνει να παρουσιάσει τους ανθρώπους πίσω από τη μάσκα του γιατρού/σωτήρα που όπως όλοι οι θνητοί διατρέχουν τον κίνδυνο να προσβληθούν από κάποια μορφή "καρκίνου".
Κύριος στόχος του "ΜΕΤΑΞΑ: Ακούγοντας το χρόνο", μοιάζει αφενός να είναι η απομυθοποίηση αυτής της ασθένειας κι η προτροπή του κάθε θεατή χωριστά να μην εξαιρεί τον εαυτό του και τους γύρω του από την πιθανότητα ν' αντιμετωπίσουν κι οι ίδιοι κάποια στιγμή ένα πρόβλημα τέτοιου είδους. Αφετέρου όμως, δίνοντας την ευκαιρία σε άτομα που έχουν κοιτάξει κατάματα τον θάνατο κι έχουν ταυτόχρονα και τις απαραίτητες ιατρικές γνώσεις για να εκτιμήσουν οι ίδιοι το μέγεθος του προβλήματός τους, δίνεται ένα μάθημα ζωής σε όλους τους θεατές. Οι εικόνες της θάλασσας, που έχει την ικανότητα να ηρεμεί όποιον την κοιτάει, αλλά και της ώρας που περνάει όσο οι άνθρωποι αναλώνουμε τον πολύτιμο χρόνο μας σε άσκοπα ζητήματα, είναι δυο από τα ομορφότερα πλάνα που επαναλαμβάνονται στην ταινία.
Δεν γνωρίζω αν επιτρέπεται να χαρακτηρίσει κανείς ένα φιλμ με τέτοια θεματολογία καλό ή όμορφο, όμως σίγουρα αυτό το ντοκιμαντέρ του Ψυλλάκη καταφέρνει να συγκινήσει, να μιλήσει επί της ουσίας και ν' αναδείξει το βαθύτερο νόημα της ζωής, κάτι, που δυστυχώς οι περισσότεροι από εμάς, κάποια στιγμή χάνουμε μέσα στην ταχύτητα της καθημερινότητάς μας.

Βαθμολογία: 3,5/5

Τα σχετικά
Ελληνικο ντοκιμαντέρ του 2012, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Σταύρου Ψυλλάκη, διάρκειας 87 λεπτών.

Οι σύνδεσμοι

(2012) Ένα βήμα μπροστά

Πρωτότυπος τίτλος: Ένα βήμα μπροστά
Αγγλικός τίτλος: One step ahead


Η υπόθεση
Ο Γιάννης Μπουτάρης, στις δημοτικές εκλογές του 2010, θέτει για δεύτερη φορά υποψηφιότητα για τη Δημαρχία Θεσσαλονίκης και, παρά τον αντισυμβατικό χαρακτήρα του και την υποστήριξη του ΠΑΣΟΚ, καταφέρνει να κερδίσει τις εκλογές. Την περίοδο των δέκα τελευταίων εβδομάδων πριν τις δημοτικές εκλογές, η κάμερα ακολουθεί τον υποψήφιο δήμαρχο και καταγράφει, κατά κύριο λόγο, την προεκλογική του εκστρατεία, αλλά και ιδιωτικές του στιγμές.

Η κριτική
Ο Γιάννης Μπουτάρης αποτελεί μια εξέχουσα προσωπικότητα του ελληνικού επιχειρηματικού χώρου, αλλά και μια μια αρκετά ιδιόμορφη παρουσία του εγχώριου πολιτικού. Έχοντας αναλάβει σε νεαρή ηλικία την οικογενειακή οινοπαραγωγική επιχείρηση, γνωρίζει μεγάλη επιτυχία στον συγκεκριμένο τομέα. Παράλληλα, σε εφηβική ηλικία γνωρίζει και ερωτεύεται παράφορα την μέλλουσα γυναίκα του, Αθηνά, με την οποία θ' αποκτήσει 3 παιδιά. Τη δεκαετία του 1980 αρχίζει να φλερτάρει με τον αλκοολισμό, απ' τον οποίο καταφέρνει ν' απεξαρτηθεί το 1991.
Έκτοτε ο Μπουτάρης έχει συμβάλλει ενεργά σε διάφορες περιβαλλοντικές οργανώσεις, χωρίς να έχει πάψει να λαμβάνει τιμητικά βραβεία για την επιχειρηματική του δράση. Το 2006, κατεβαίνει για πρώτη φορά ως ανεξάρτητος υποψήφιος δήμαρχος Θεσσαλονίκης, συγκεντρώνοντας το 16% των ψήφων και το 2010, σε ηλικία 68 ετών, καταφέρνει να εκλεγεί στο πολιτικό αξίωμα, έχοντας την ευκαιρία να πραγματοποιήσει την πολυπόθητη ανατροπή ενός χρόνιου διεφθαρμένου πολιτικού συστήματος.
Η ιδιαιτερότητα του νυν δημάρχου Θεσσαλονίκης, είναι ότι δεν ανήκει στον πολιτικό χώρο, δεν γνωρίζει τα πολιτικά παιχνίδια κι αρνείται, κατά την προεκλογική του εκστρατεία, να ενστερνιστεί την "πρέπουσα" συμπεριφορά των πολιτικών προσώπων. Έτσι κατά την διάρκεια της προσπάθειάς του να πείσει τους ψηφοφόρους να τον εμπιστευτούν, δεν προβάλλει κάτι διαφορετικό απ' αυτό που είναι. Δεν προσπαθεί να κρύψει την απεξάρτησή του από τον αλκοολισμό, δεν διστάζει να πει, χάριν αστεϊσμού, ότι ίσως θα έπρεπε να υπάρξει ζώνη πορνό σε κρατικό κανάλι, να αποκαλέσει "μουτζαχεντίν" τον Αρχιεπίσκοπο και ν' αναπτύξει το επιχειρηματικό του όραμα για τον δήμο, που περιλαμβάνει εντός των άλλων και την εκμετάλλευση διαφόρων μνημείων της βυζαντινής περιόδου.
Όπως είναι λογικό λοιπόν, ο αέρας ανανέωσης που φέρνει μαζί του ο Γιάννης Μπουτάρης, μαζί με τους υποστηρικτές του, σηκώνει και θύελλα αντιδράσεων από τους πιο συντηρητικούς πολίτες, οι οποίοι είναι κι αυτοί που χαρακτηρίζουν τον νομό της συμπρωτεύουσας. Έτσι, οι δημοτικές εκλογές του 2010 μετατρέπονται σε θρίλερ, καθώς τα ποσοστά Μπουτάρη-Γκιουλέκα συνεχώς μεταβάλλονται, καθιστώντας αδύνατη την οποιαδήποτε προσπάθεια πρόβλεψης του αποτελέσματος.
Τοιουτοτρόπως, μέσω της κινηματογράφησης των τελευταίων δέκα εβδομάδων του προεκλογικού αγώνα του Γιάννη Μπουτάρη, επιτυγχάνεται ταυτόχρονα, η ανάδειξη ενός σάπιου πολιτικού συστήματος, το οποίο χρίζει ενός ανανεωτικού αέρα για να ξεκινήσει ν' αναπνέει, αλλά και της προσωπογραφίας ενός ικανότατου και καταξιωμένου Έλληνα οραματιστή, ο οποίος φαίνεται να έχει τα μέσα και τη διάθεση να αναπλάσει τον δήμο όπου γεννήθηκε.
Με την παρεμβολή σκηνών από την προσωπική ζωή του, αλλά και την προβολή βίντεο από το αρχείο της οικογένειας Μπουτάρη, το πορτραίτο του πολιτευόμενου Γιάννη αναπτύσσεται με μεγάλη πληρότητα και μέσω ενός πολύ όμορφου τρόπου, παρόλο που χρονικά το κομμάτι αυτό καλύπτει μόνο το 1/4-1/3 του συνολικού φιλμ. Το ατόπημα όμως είναι ένα: Εφόσον δεν είναι μια καθαρή προσωπογραφία, αλλά εμπεριέχει, αν δεν εστιάζει κατά κύριο λόγο στην ανάδειξή της, την ισχύουσα κατάσταση της ελληνικής πολιτικής σκηνής, μήπως ο δημιουργός της θα έπρεπε να επιλέξει να προβάλλει την ταινία του αφού έχει ολοκληρωθεί, έστω η πρώτη, αν λάβουμε υπόψιν την πιθανότητα επανεκλογής, θητεία του νυν δημάρχου, για να μην εκληφθεί από κάποιους ως μια προσπάθεια αγιογραφίας του συγκεκριμένου προσώπου;

Βαθμολογία: 3,5/5

Τα σχετικά
Ελληνικό ντοκιμαντέρ του 2012, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Δημήτρη Αθυρίδη, διάρκειας 126 λεπτών, με βασικό πρωταγωνιστή τον Γιάννη Μπουτάρη.

Οι σύνδεσμοι

27 Μαρτίου 2013

(2013) Welcome to the show: Η μουσική κληρονομιά του Παύλου Σιδηρόπουλου

Πρωτότυπος τίτλος: Welcome to the show: Η μουσική κληρονομιά του Παύλου Σιδηρόπουλου
Αγγλικός τίτλος: Welcome to the show


Η υπόθεση
Ο Παύλος Σιδηρόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα του 1948. Στην δεκαετία του '70 ξεκινά ν' ασχολείται με την μουσική και πιο συγκεκριμένα με τη ροκ σκηνή, κερδίζοντας τις εντυπώσεις ενός ανήσυχου νεανικού κοινού. Η προσπάθειά του να παντρέψει το πατροπαράδοτο με το ροκ κι η εμμονή του να γράφει τραγούδια μ' ελληνικό στίχο, είναι δυο από τα κυριότερα στοιχεία που τον βοήθησαν ν' αναδειχθεί σε είδωλο της ελληνικής ροκ μουσικής και να θεωρείται σήμερα "μύθος" από τη νέα γενιά μουσικών.

Η κριτική
Τ' όνομα του Παύλου Σιδηρόπουλου δεν είναι μονάχα ένα από αυτά που κοσμούν την ιστορία της ελληνικής ροκ μουσικής, αλλά αποδεικνύεται πως έχει κερδίσει δικαιολογημένα τον χαρακτηρισμό του "Πρίγκιπα της ροκ", καθώς συνέβαλε ενεργά στην ανάπτυξη του είδους στην χώρα μας. Η προσφορά του στον ευρύτερο μουσικό και καλλιτεχνικό χώρο όμως, ήταν τόσο σημαντική, που στην Ελλάδα του 21ου αιώνα, η φήμη του προηγείται του ονόματός του κι ο ίδιος έχει περάσει πια στην σφαίρα του μυθικού, αποτελώντας πηγή έμπνευσης για τους νέους μουσικούς.
Όμως ποιός ήταν στ' αλήθεια ο Παύλος Σιδηρόπουλος; Αυτό είναι κάτι που το "Welcome to the show: Η μουσική κληρονομιά του Παύλου Σιδηρόπουλου" δεν θα σας το απαντήσει, τουλάχιστον όχι άμεσα. Καθώς ο Σιδηρόπουλος, όπως όλοι οι μεγάλοι καλλιτέχνες, ήταν πολυεπίπεδος και πολύ μπροστά από την εποχή που έζησε, είναι σχεδόν αδύνατον να μπορέσει, μέσω ανέκδοτων ντοκουμέντων ή μαρτυριών, να δοθεί ένα πλήρες πορτραίτο της προσωπικότητάς του. Το κυριότερο όμως, νόημα δεν έχει να αποπειραθεί κάποιος να ερευνήσει την ζωή ενός καλλιτέχνη, αλλά το έργο του, αφού αυτό αποτέλεσε και συνεχίζει ν' αποτελεί τον τρόπο έκφρασής του.
Έτσι λοιπόν, επιλέγοντας ν' αφήσουν τον Παύλο να μιλήσει ο ίδιος μέσα από τα τραγούδια του, οι δημιουργοί του συγκεκριμένου ντοκιμαντέρ, επικεντρώνονται στην σημασία που είχε το τραγούδι του Παύλου για την εποχή, στην διαφορετικότητα του καλλιτέχνη, που τον οδήγησε να γράψει κάτι αλλιώτικο από τον πολιτικοποιημένο ή αγγλικό στίχο και στην απομυθοποίηση του "μύθου" που έχει δημιουργηθεί γύρω απ' τ' όνομά του, καθώς ο ίδιος ο Σιδηρόπουλος ποτέ δεν θα ενέκρινε κάτι τέτοιο.
Έτσι, με την συμμετοχή πολλών αναγνωρισμένων καλλιτεχνών και δημοσιογράφων, γίνεται μια συντονισμένη παρουσίαση της κληρονομιάς που κατάφερε ν' αφήσει πίσω του ο σπουδαίος καλλιτέχνης, πριν τον προλάβει ο θάνατος, και μέσω αυτής, γίνεται σαφής κι ο λόγος που η εικοσαετής παρουσία του στον μουσικό χώρο αποτελεί ακόμα και σήμερα πηγή έμπνευσης των νεώτερων. Χωρίς έτσι ν' αναλώνεται σε ανούσιες και κουραστικές περιγραφές, προτρέπει τον θεατή να έρθει σ' επαφή, εκ νέου ή για πρώτη φορά, με την μουσική του καλλιτέχνη και να συνδιαλεχτεί απευθείας μαζί του κι όχι μέσω ενός διαμεσολαβητή, ο οποίος ενδεχομένως να του παρουσιάσει έναν διαφορετικό Παύλο Σιδηρόπουλο.

Βαθμολογία: 2,5/5

Τα σχετικά
Ελληνικό ντοκιμαντέρ του 2013, σε σενάριο και σκηνοθεσία των Κώστα Πλιάκου και Αλέξη Πόνσε, διάρκειας 65 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Παύλο Σιδηρόπουλο, Μάκη Μηλάτο, Οδυσσέα Ιωάννου, Απροσάρμοστους, Σπυριδούλα, Γιάννη Αγγελάκα, Παύλο Παυλίδη, Δημήτρη Μητσοτάκη, Σπύρο Γραμμένο, Στάθη Δρογώση, Υπόγεια Ρεύματα, Κώστα Φέρρη, Κωνσταντίνο Τζούμα.

Οι σύνδεσμοι

19 Μαρτίου 2013

(2013) Νεοναζί: Το ολοκαύτωμα της μνήμης

Πρωτότυπος τίτλος: Νεοναζί: Το ολοκαύτωμα της μνήμης
Αγγλικός τίτλος: Neo-Nazi: The holocaust of memory


Η υπόθεση
Κατά την διάρκεια της γερμανικής κατοχής, πάνω από 100 ελληνικά χωριά και πόλεις λεηλατήθηκαν από τις ναζιστικές δυνάμεις. Στις εκλογές του Μαΐου του 2012 το κόμμα της Χρυσής Αυγής, όπως αναφέρεται από τα Μ.Μ.Ε., συγκεντρώνει στα Καλάβρυτα και το Δίστομο, περίπου 1000 ψήφους. Μέσα από την προβολή διαφόρων μαρτυριών των επιζώντων των γεγονότων στα Καλάβρυτα, στον Χορτιάτη, στο Auschwitz και στο Δίστομο, πραγματοποιείται στο Ενιαίο Λύκειο Διστόμου ένας διάλογος με κεντρικό θέμα τις τωρινές πολιτικές εξελίξεις. Παράλληλα, ο γιος ενός Υπουργού της Προπαγάνδας της κατοχικής κυβέρνησης και νυν μέλος του κόμματος της Χρυσής Αυγής, δίνει την δική του εκδοχή των γεγονότων.

Η κριτική
Είναι εξαιρετικά δύσκολο να μιλήσει κανείς για ένα ντοκιμαντέρ που χρησιμοποιεί ως βάση την κτηνωδία που διεπράχθη εις βάρος του ελληνικού λαού, για ν' αναδείξει μέσω αυτής τον παραλογισμό που εκφράζει την σημερινή πολιτική σκηνή, χωρίς να βρεθεί να γενικολογεί σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο. Άσχετα λοιπόν από το τί είναι, ή τί δεν είναι το κόμμα της Χρυσής Αυγής, αφού το πόρισμα βρίσκεται στην ευχέρεια του καθενός, στην συγκεκριμένη ταινία γίνεται μια προσπάθεια να έρθει σε διάλογο το παρόν με το παρελθόν και το μέλλον.
Μέσα από μια πολύ αξιόλογη απόπειρα, ο εξίσου αξιόλογος δημοσιογράφος Στέλιος Κούλογλου, προσπαθεί να ερευνήσει το κατά πόσο τ' αποτελέσματα που παρουσιάστηκαν στην κοινή γνώμη για την ψηφοφορία του Μαΐου 2012 είναι αληθή ή ψευδή και παράλληλα μέσα σ' ένα ντοκιμαντέρ που διαρκεί μιάμιση ώρα, έχει προσπαθήσει να συλλέξει και να παρουσιάσει στο κοινό το χρονικό των γεγονότων που οδήγησαν στην κυριολεκτική καταστροφή των ζωών των κατοίκων χωριών όπως τα Καλάβρυτα, ο Χορτιάτης ή το Δίστομο, μέσω μαρτυριών επιζησάντων ή άλλων ιστορικών πηγών, με μια περιγραφή που είναι κάτι παραπάνω από πλήρης και περιγραφική.
Κατά μια έννοια και μόνο ο τίτλος "Το ολοκαύτωμα της μνήμης" θα ήταν υπέρ-αρκετός για να προσδιορίσει επακριβώς τον κύριο στόχο αυτού του ντοκιμαντέρ, που δεν είναι άλλος από την ενημέρωση του νέου Έλληνα για το πρόσφατο παρελθόν της χώρας του, το οποίο υπάρχει μόνο ως απλή κι ελλιπής αναφορά στα βιβλία ιστορίας που διδάσκονται στα σχολεία.
Φέρνοντας στην επιφάνεια διάφορα σοβαρά ζητήματα της ελληνικής κοινωνίας, όπως αυτό της παραπληροφόρησης των Μ.Μ.Ε., της ελλιπούς (εσκεμμένης ή μη, αυτό είναι άλλο θέμα) παιδείας, το έργο εστιάζει στην συμπλήρωση του μαθήματος ιστορίας με μια πρόσφατη ιστορική αναδρομή, έτσι ώστε να καταλήξει σ' έναν εμφανή διάλογο, ανάμεσα σε γηραιούς και νέους, αλλά και σ' έναν διαφανή κι όμως υπαρκτό διάλογο ανάμεσα στην Χρυσή Αυγή και τους επιζώντες.
Χωρίς να υπάρχει η ανάγκη να το προτείνω ή όχι, καθώς το κοινό που θα ενδιαφερθεί να το παρακολουθήσει, θ' αποκομίσει σίγουρα κάτι από την προβολή του, θ' αρκεστώ ν' αναφέρω ότι καλό θα ήταν το συγκεκριμένο ντοκιμαντέρ να το παρακολουθήσει η νεολαία, διότι ένα μεγάλο κομμάτι αυτής αγνοεί το παρελθόν της, την στιγμή που καλείται να επιλέξει για το μέλλον της.

Βαθμολογία: 3/5

Τα σχετικά
Ελληνικό ντοκιμαντέρ του 2013, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Στέλιου Κούλογλου, διάρκειας 91 λεπτών.

Οι σύνδεσμοι

5 Μαρτίου 2013

(2012) Κατερίνα Γώγου: Για την αποκατάσταση του μαύρου

Πρωτότυπος τίτλος: Κατερίνα Γώγου: Για την αποκατάσταση του μαύρου
Αγγλικός τίτλος: Katerina Gogou: Reinstating the dark side


Η υπόθεση
Η Κατερίνα Γώγου γεννήθηκε το 1940. Στην αρχή της καριέρας της ασχολήθηκε με την υποκριτική κι έπειτα κυρίως με την συγγραφή αντισυμβατικών ποιημάτων που αναφέρονταν πάντα στους αντι-ήρωες των Εξαρχείων και των γύρω περιοχών. Λίγο καιρό πριν αυτοκτονήσει, μπλέκει στον κόσμο των ναρκωτικών και σήμερα, μαζί με τον Παύλο Σιδηρόπουλο και τον Νικόλα Άσιμο θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα ροκ είδωλα της ασυμβίβαστης γενιάς.

Η κριτική
Η Κατερίνα Γώγου είναι αδιαμφισβήτητα ένα από τα σημαντικότερα ροκ είδωλα που έζησαν κι επηρεάστηκαν βαθειά από τις κοινωνικο-πολιτικές αναταράξεις της Ελλάδας της περιόδου του 1960-1980, αφήνοντας πίσω της ένα σημαντικό όγκο ποιημάτων, στα οποία εκφράζει τον πόνο των αδυνάτων με έναν τρόπο άκρως αντισυμβατικό και ταυτόχρονα απόλυτα ποιητικό.
Αρκετά από τα ποιήματά της έχουν μελοποιηθεί από σημαντικούς καλλιτέχνες της εναλλακτικής μουσικής σκηνής κι η ίδια διεκδικεί τον σεβασμό, αλλά και τον θαυμασμό διεθνώς αναγνωρισμένων Ελλήνων, και μη, ποιητών. Ακόμα κι αν τ' όνομά της δεν είναι τόσο γνωστό στο ευρύ κοινό, όσο τα ονόματα άλλων ηρώων της ασυμβίβαστης γενιάς, τα ποιήματά της, το τελευταίο διάστημα, διαδίδονται όλο και περισσότερο στην νεολαία της κρίσης, αυξάνοντας το ενδιαφέρον τους να γνωρίσουν το πρόσωπο πίσω από τις λέξεις.
Για πολλούς βέβαια, το όνομα της Κατερίνας Γώγου δεν σημαίνει κάτι περισσότερο από μια ανάλαφρη και ζωηρή παρουσία στις ελληνικές ταινίες της δεκαετίας του '60, που έχει μείνει στην ιστορία για την φράση της: "Εγώ κοιτούσα την Γιαδικιάρογλου, που κοιτούσε την Πετροπούλου, που κοιτούσε την Πετροβασίλη". Αυτή η γλυκιά ύπαρξη όμως, είναι η ίδια γυναίκα που πρωταγωνιστεί στο "Βαρύ πεπόνι", στην "Παραγγελιά" και στο "Όστρια: Το τέλος του παιχνιδιού".
Όπως και να την έχει γνωρίσει βέβαια ο καθένας, η Γώγου των δευτερευόντων κωμικών ρόλων κι η Γώγου των πρωταγωνιστικών ρόλων και των αντισυμβατικών ποιημάτων δεν παύουν να είναι το ίδιο πρόσωπο κι αυτό αποπειράται να παρουσιάσει μέσα απ' αυτό το ντοκιμαντέρ, ο Αντώνης Μποσκοΐτης. Το ζήτημα όμως είναι ότι σαν αποτέλεσμα, το έργο του Μποσκοΐτη πλησιάζει περισσότερο σ' αυτό που θα χαρακτήριζε κάποιος "αφιέρωμα για ένα περιορισμένο κοινό" απ' ό,τι σ' ένα ντοκιμαντέρ που καταφέρνει να παρουσιάσει σφαιρικά την πολύπλευρη προσωπικότητά της.
Μέσω αποσπασμάτων από ταινίες στις οποίες συμμετέχει και πρωταγωνιστεί, σπάνιων ντοκουμέντων στα οποία την βλέπουμε να κινείται και να αλληλεπιδρά με τους γύρω της, μαρτυριών από άτομα που διασταυρώθηκαν απλώς οι δρόμοι τους ή μοιράστηκαν μαζί της ένα μέρος της ζωής τους, αναγνώσεων σημαντικών ποιημάτων της και εξιστόρηση των κοινωνικών αναταράξεων στις οποίες συμμετείχε ενεργά η ίδια, γίνεται μια προσπάθεια να δοθεί μια εικόνα του φαινομένου που ακούει στ' όνομα Γώγου. Δυστυχώς όμως, η έλλειψη γραμμικότητας, αλλά κι η ανεξήγητη παραβολή διάφορων δρώμενων με την Λουκία Μιχαλοπούλου να ενσαρκώνει την Κατερίνα Γώγου, η οποία ερμηνευτικά αξίζει ν' αναφερθεί ότι είναι εκπληκτική, συμβάλλουν στην δημιουργία μιας θολής εικόνας που περισσότερο μπερδεύει, παρά αναδεικνύει την προσωπικότητα της κεντρικής ηρωίδας.
Έτσι λοιπόν, το ασπρόμαυρο αυτό αφιέρωμα απευθύνεται αποκλειστικά σε όσους ήδη γνωρίζουν ποιά και τί ήταν η Κατερίνα Γώγου κι αναζητούν αφορμή να ξαναέρθουν, έστω και για λίγο, σ' επαφή με την ίδια και το έργο της.

Βαθμολογία: 1,5/5

Τα σχετικά
Ελληνικό ντοκιμαντέρ του 2012, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Αντώνη Μποσκοΐτη, διάρκειας 67 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Κατερίνα Γώγου, Λουκία Μιχαλοπούλου, Γιώργο Κορδέλα, Νάνο Βαλαωρίτη, Λένα Πλάτωνος, Βασίλη Παπακωνσταντίνου, Αντώνη Καφετζόπουλο, Όλια Λαζαρίδου, Εύα Κουμαριανού, Μαρία Λαγγουρέλη, Αντρέα Θωμόπουλο και Νίκο Καλογερόπουλο.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

6 Φεβρουαρίου 2013

(2011) Φιλιά εις τα παιδιά

Πρωτότυπος τίτλος: Φιλιά εις τα παιδιά
Αγγλικός τίτλος: Children in hiding


Η υπόθεση
H Ροζίνα, ο Σήφης, η Ευτυχία, η Σέλλυ κι ο Μάριος αφηγούνται στην κάμερα πώς βίωσαν, ως παιδιά εβραϊκής καταγωγής, την γερμανική κατοχή στην Ελλάδα. Πέντε ξεχωριστές ιστορίες από πέντε πολύ διαφορετικές οικογένειες Εβραίων του ελλαδικού χώρου, αναπτύσσονται μπροστά στην κάμερα, δίνοντας στον θεατή την ευκαιρία να γνωρίσει μια πολύ διαφορετική πραγματικότητα από αυτήν που περιγράφεται στα βιβλία ιστορίας.

Η κριτική
Η γερμανική κατοχή και τ' ολοκαύτωμα αποτελούν ίσως το χειρότερο και πιο ντροπιαστικό κομμάτι της σύγχρονης ευρωπαϊκής ιστορίας. Τα γεγονότα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, οι ιστορίες των επιζησάντων και τα ντοκουμέντα που έχουν διασωθεί, βρίθουν από φρικαλεότητα του ανθρώπου ενάντια στον συνάνθρωπό του και το θέμα έχει δώσει αφορμή για τη δημιουργία χιλιάδων έργων τέχνης που γνωστοποιούν στο ευρύ κοινό και στις επόμενες γενιές, τις λεπτομέρειες από την μαύρη αυτή σελίδα της ιστορίας.
Ένα από αυτά τα καλλιτεχνικά δημιουργήματα λοιπόν, θα μπορούσε να είναι κι αυτό το ντοκιμαντέρ του Βασίλη Λουλέ. Η διαφορά του όμως με τα άλλα έργα τέχνης που αναφέρονται στην συγκεκριμένη περίοδο, είναι πως ο Λουλές εδώ δεν εστιάζει στην καταγραφή των γεγονότων, αλλά στον τρόπο με τον οποίο αντιλήφθηκαν κι επηρεάστηκαν από αυτά τα παιδιά, δημιουργώντας έτσι ένα φιλμ πιο ανθρωποκεντρικό κι ειλικρινές από τα περισσότερα. Όπως λέει άλλωστε κι ο σοφός ελληνικός λαός: "Από μικρό κι από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια".
Έτσι λοιπόν τα πέντε πρόσωπα που θα γνωρίσουμε και που θα μοιραστούν μαζί μας τις αναμνήσεις τους για την καταστροφή και τον διαμελισμό ενός ολόκληρου έθνους, θα μας εξιστορήσουν με αθωότητα και παιδική αφέλεια την καταπίεση, την απότομη ενηλικίωση, τις συνεχείς μετακινήσεις και τον συνεχόμενο χαμό συγγενικών προσώπων που βίωσαν, κάνοντάς μας να μετέχουμε ενεργά στο δράμα τους, αφού από ένα σημείο κι έπειτα παύουν να είναι ξένοι και μας κάνουν να νιώσουμε οικεία, σαν να είναι η γιαγιά κι ο παππούς και να βρισκόμαστε στα πόδια τους, ν' ακούμε ιστορίες από τα παλιά, ιστορίες της οικογένειάς μας που μας αφορούν.
Σιγά-σιγά τα διάφορα αντικείμενα, οι χώροι, τα παιχνίδια και τα πρόσωπα που μας παρουσιάζονται, αποκτούν μια διάσταση ηθική, που διαπλάθει τον χαρακτήρα, επαναφέρει χαμένες αξίες και πίστη στο ανθρώπινο είδος. Οικογένειες χριστιανών με κίνδυνο της ζωής τους, προστάτεψαν οικογένειες Εβραίων, γονείς θυσίασαν τους γονείς τους για να σώσουν την επόμενη γενιά, ξένοι γίνονται θείοι και θείες, παραμάνες γίνονται μάνα και πατέρας κι ένα σημείωμα που κλείνει με την φράση "Φιλιά εις τα παιδιά" είναι ό,τι έχει απομείνει από ένα αγαπημένο πρόσωπο.
Παρουσιάζοντας λοιπόν τα γεγονότα από μια διαφορετική οπτική, ο Βασίλης Λουλές καταφέρνει με αμεσότητα και σχετική ουδετερότητα να πλέξει περίτεχνα τα ντοκουμέντα, τις μαρτυρίες και το προσωπικό στοιχείο και να δημιουργήσει ένα εγκώμιο στην ανθρωπιά και στο πολυτιμότερο αγαθό, την ζωή. Προτείνεται στο κοινό που αναζητά τα καλογυρισμένα και ουσιαστικά ντοκιμαντέρ.

Βαθμολογία: 4/5

Τα σχετικά
Ελληνικό ντοκιμαντέρ του 2011, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Βασίλη Λουλέ, διάρκειας 115 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Ροζίνα, Σήφη, Ευτυχία, Σέλλυ και Μάριο.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

16 Ιανουαρίου 2013

(2012) Ιστορίες της ζωής μας

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: Stories we tell


Η υπόθεση
Τα μέλη της οικογένειας Polley, αλλά κι οι γνωστοί και φίλοι της Diane Polley, μιλούν για την πρόσχαρη αυτή γυναίκα, σύζυγο, μάνα κι ηθοποιό και παρουσιάζουν την ιδιαίτερη ιστορία της οικογένειας αυτής. Κατά τη διάρκεια εξέλιξης των γεγονότων, όμως, αποκαλύπτεται η πραγματική ταυτότητα του βιολογικού πατέρα της νεαρής σκηνοθέτιδας κι ηθοποιού, Sarah Polley.

Η κριτική
Οι "Ιστορίες της ζωής μας" είναι ένα δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ με κεντρικό θέμα την ιστορία μιας οικογένειας καλλιτεχνών και πυρήνα την μητέρα της δημιουργού του. Η Sarah Polley, έχοντας καταφέρει να συγκεντρώσει αρκετές μαρτυρίες από τα πρόσωπα που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ζωή της μητέρας της, Diane Polley, ξεκινά ν' αφηγείται την ιστορία της οικογένειάς της και σταδιακά, παρουσιάζει μέσω της μητέρας της, το δικό της προσωπικό δράμα, μ' ένα αρκετά ενδιαφέροντα τρόπο.
Με μια πρώτη ματιά, το ντοκιμαντέρ αυτό, μοιάζει μ' ένα καλογυρισμένο επεισόδιο από τις "Οικογενειακές ιστορίες" ή με ένα εξαιρετικά προσωπικό ντοκουμέντο της δημιουργού, που δεν υπάρχει λόγος να το εκθέσει σε κοινή θέα. Όμως αλήθεια τώρα, ποιός δεν έχει κολλήσει, έστω και για λίγο χρόνο, στην τηλεόρασή του παρακολουθώντας αυτά τα κακότεχνα οικογενειακά δράματα και πόσες ταινίες έχουν γυριστεί, βασιζόμενες σε πραγματικές ιστορίες, έχοντας κάνει τεράστια επιτυχία;
Η Polley, λοιπόν, στην προσπάθειά της να προσαρμοστεί στα όσα της αποκαλύφθηκαν, για τον πραγματικό της πατέρα, πριν λίγα χρόνια, θεώρησε πως θα μπορούσε να ξεκινήσει τα γυρίσματα ένα ντοκιμαντέρ, με κεντρικό θέμα την ίδια και την μητέρα της, χωρίς να γνωρίζει εξ αρχής αν θα το κρατήσει για προσωπική χρήση ή θα το προβάλλει στις κινηματογραφικές αίθουσες. Αυτή η ειλικρίνεια που έχει λοιπόν, στην αφήγησή της, καταφέρνει να κερδίσει σε πρώτο στάδιο τον κινηματογραφικό θεατή.
Η ταινία της, ξεκινά με έναν ιδιαίτερα όμορφο τρόπο. Αρχικά παρουσιάζονται στον θεατή οι διάφοροι αφηγητές, που δεν είναι άλλοι από τα παιδιά της Diane Polley, τον σύζυγό της, αλλά και τον κοινωνικό της περίγυρο. Εκτός όμως από τις προσωπικές μαρτυρίες, την ιστορία, αναλαμβάνει να παρουσιάσει ένας κεντρικός αφηγητής, ο οποίος θα συνδέσει τα διάφορα κομμάτια από την ζωή της Diane και δεν είναι άλλος από τον σύζυγό της, Michael Polley. Ακόμα, αξίζει ν' αναφέρουμε ότι συνεχώς προβάλλονται βίντεο τα οποία μοιάζουν να προέρχονται από το προσωπικό αρχείο της οικογενείας και προσδίδουν ακόμα περισσότερο ρεαλισμό στην ταινία.
Ίσως το πιο όμορφο κομμάτι της υπόθεσης, όμως, είναι ότι κατά την σκιαγράφηση του πορτραίτου της Diane Polley, από τα διάφορα πρόσωπα που την γνώριζαν, η σκηνοθέτης καταφέρνει να παρουσιάσει την ιστορία μέσα από τα μάτια της πρωταγωνίστριάς της, η οποία δεν βρίσκεται εν ζωή για να μπορέσει να διηγηθεί τα γεγονότα από την δική της οπτική. Παρόλο λοιπόν, που η μητέρα της, κράτησε κρυφή απ' όλη την οικογένειά της την ταυτότητα του πραγματικού πατέρα της μικρότερης κόρης της, κανένας δεν την κατηγορεί γι' αυτό, αλλά αντιθέτως όλοι κατανοούν τους λόγους που την ώθησαν στην απιστία κι έπειτα στο μεγάλο αυτό μυστικό και κατ' αυτόν τον τρόπο προβάλλεται ακόμη πιο έντονα ο θεσμός της οικογένειας και της αγάπης.
Αν λοιπόν, ψάχνετε για ένα ενδιαφέρον δράμα και δεν σας ενοχλεί να το παρακολουθήσετε σε μορφή ντοκιμαντέρ, το οποίο όμως είναι καλογυρισμένο, οι "Ιστορίες της ζωής μας" είναι από τις καλύτερες επιλογές για σας, καθώς δεν θ' αργήσει να σας κερδίσει, με τον ιδιαίτερα προσεγμένο τρόπο που είναι δομημένο.

Βαθμολογία: 2,5/5

Τα σχετικά
Καναδικό δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ του 2012, σε σενάριο και σκηνοθεσία της Sarah Polley, διάρκειας 108 λεπτών και βασικούς πρωταγωνιστές, τους Michael Polley, Sarah Polley, Pixie Bigelow, Deirdre Bowen, Geoffrey Bowes, John Buchan, Susy Buchan, Tom Butler, Cathy Gulkin, Harry Gulkin, Robert Macmillan, Victoria Mitchell, Marie Murphy, Joanna Polley, Mark Polley, Mort Ransen, Anne Tait, Claire Walker, Rebecca Jenkins, Peter Evans, Alex Hatz, Andrew Church, Justin Goodhand και Mairtin O'Carrigan.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

8 Ιανουαρίου 2013

(2011) Breath of the Gods: A journey to the origins of modern yoga

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: Breath of the Gods: A journey to the origins of modern yoga


Η υπόθεση
Ο Jan Schmidt-Garre ταξιδεύει στην Ινδία και συναντά τους ανθρώπους που μαθήτευσαν κοντά στον πατέρα της μοντέρνας yoga, τον Tirumalai Krishnamacharya. Παρακολουθώντας τον τρόπο που διδάσκουν και συνομιλώντας μαζί τους, αποπειράται να δημιουργήσει ένα ντοκιμαντέρ που ερευνά τις ρίζες της σύγχρονης yoga, μέσα στους αιώνες, αλλά και την συμβολή του Krishnamacharya  στην εισαγωγή της, ως είδος εκγύμνασης, στον δυτικό κόσμο.

Η κριτική
Το "Breath of the Gods: A journey to the origins of modern yoga" είναι ένα ντοκιμαντέρ που απευθύνεται σ' ένα πολύ συγκεκριμένο μέρος του κινηματογραφικού κοινού κι αυτό όχι με ιδιαίτερη επιτυχία. Καθώς η yoga έχει αναδειχθεί σε παγκόσμιο φαινόμενο τις τελευταίες δεκαετίες και παράλληλα με την πάροδο του χρόνου, παρατηρούμε πως ο αριθμός των ανθρώπων που την επιλέγουν ως μέσο εκγύμναστης αυξάνεται συνεχώς, τί θα μπορούσε να είναι καλύτερο από το να δημιουργήσει κάποιος ένα ντοκιμαντέρ που ερευνά την προέλευση αυτής της ανατολίτικης μόδας;
Ο Jan Schmidt-Garre, έχοντας λοιπόν κατά νου, ότι ένα ντοκιμαντέρ στο οποίο θα παρελαύνουν κάποιοι από τους μεγαλύτερους, εν ζωή και μη, δασκάλους της yoga, θα τραβήξει την προσοχή του κόσμου που είτε ασχολείται μ' αυτό το είδος εκγύμνασης, είτε έχει την επιθυμία να ερευνήσει, αν όχι να κατανοήσει, τους λόγους της μαζικής της εξάπλωσης στον δυτικό κόσμο, δίνει πνοή σε μια, αν μη τί άλλο εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ιδέα, θεωρώντας πιθανώς πως η ιδέα και μόνο αρκεί για ν' αποτελέσει το έργο του εμπορική επιτυχία. Βέβαια, για όσους έχουν ήδη μπει στη διαδικασία να ψάξουν από μόνοι τους την φιλοσοφία πίσω από την κινησιολογία, νομίζω πως η συγκεκριμένη ταινία δεν έχει να τους διδάξει κάτι περισσότερο απ' όσα ήδη έχουν μάθει. Αντίστοιχα βέβαια, όσοι κάνουν πρακτική κι επιλέξουν να έρθουν για πρώτη φορά σ' επαφή με την θεωρία της yoga μέσω αυτού του ντοκιμαντέρ πιστεύω ότι δεν θα πάρουν μαζί τους κάτι το ουσιαστικό που θα τους βοηθήσει να εξελιχθούν. Παράλληλα επίσης, όσοι επιλέξουν την συγκεκριμένη ταινία ως μέσο γνωριμίας με την έννοια της yoga γενικά, θεωρώ ότι θα βρεθούν αντιμέτωποι μ' ένα ντοκιμαντέρ ιδιαίτερα δυσνόητο, ίσως κι αδιάφορο.
Βέβαια, επειδή προσωπικά ανήκω στην κατηγορία του κοινού που δεν ήρθε για πρώτη φορά σ' επαφή με την yoga και τη φιλοσοφία της, οφείλω να παραδεχτώ ότι σε προσωπικό επίπεδο, βρήκα την ταινία ιδιαίτερα απολαυστική. Τονίζω βέβαια ότι είχα την τύχη να έχω διδαχτεί για κάποιο χρονικό διάστημα ένα από τα είδη yoga που διδάσκονται κι ότι ανήκω στην κατηγορία των θεατών που έχουν λατρέψει αυτή την πρακτική. Το ζήτημα όμως είναι ότι ως έργο μου φάνηκε απολαυστικό γιατί συνεχώς ανέτρεχα σε προσωπικά μου βιώματα κι όχι γιατί έπαιρνα πράγματα από την ίδια την ταινία.
Το κακό με την συγκεκριμένη προσέγγιση, είναι ότι εστιάζει περισσότερο στην παρουσίαση ευφάνταστων εικόνων ευλυγισίας και δεν στέκεται τόσο στην φιλοσοφία της yoga καθεαυτής. Με άλλα λόγια, τα όσα πήρα από τα δυο μου πρώτα μαθήματα καθαρής πρακτικής, κι όχι θεωρίας, της yoga, το συγκεκριμένο ντοκιμαντέρ δεν κατάφερε να μου τα περάσει στη μιάμιση ώρα που διαρκεί. Έτσι, ένας κοινός θεατής, θα γίνει, απλώς, μάρτυρας ενός ανθρώπου που μπορεί και περιστρέφει το σώμα του σαν δαιμονισμένος κι ένας έμπειρος/μαθητής-της-yoga θεατής, δεν θα φύγει πλήρης μετά την θέασή της.
Εν ολίγοις, αν οι προσδοκίες σας είναι να κατανοήσετε τι εστί yoga μέσω μιας ταινίας, δεν πιστεύω πως η συγκεκριμένη αποτελεί την καταλληλότερη επιλογή, ούτε ότι έχει την δυνατότητα ν' απαντήσει στα ερωτήματά σας, παρά μόνο επιφανειακά. Αν πάλι, ασχολείστε με αυτό το υπέροχο κράμα φιλοσοφίας και κινησιολογίας, που αναζωογονεί σώμα και πνεύμα, θα σας πρότεινα να την δείτε μόνο και μόνο γιατί έχει κάποια ντοκουμέντα του Krishnamacharya, του Krishna Pattabhi Jois, κ.α. που σε κάνουν να θαυμάσεις την άρτια τεχνική και την ταχύτητα εκτέλεσης διαφόρων vinyāsas κι āsanas.

Βαθμολογία: 2/5

Τα σχετικά
Γερμανικό ντοκιμαντέρ του 2011, σε σκηνοθεσία του Jan Schmidt-Garre, διάρκειας 100 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Jan Schmidt-Garre, Tirumalai Krishnamacharya, Krishna Pattabhi Jois, Bellur Krishnamachar Sundararaja Iyengar και Sri T. K. Sribhashyam.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

13 Δεκεμβρίου 2012

(2012) Marley

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: Marley


Η υπόθεση
Ο Bob Marley ήταν μια εξέχουσα προσωπικότητα της διεθνούς μουσικής σκηνής και παράλληλα ένα από τα σημαντικότερα πρόσωπα του περασμένου αιώνα. Το όνομά του, έχει ταυτιστεί με την reggae, την μαριχουάνα, την Jamaica και την ειρήνη, όμως όλα όσα τον χαρακτηρίζουν, δεν περιορίζονται μόνο σ' αυτά.

Η κριτική
Η επιτυχία ενός βιογραφικού ντοκιμαντέρ δεν εξαρτάται μόνο από το κατά πόσο θ' αρέσει στους θαυμαστές του προσώπου στ' οποίο αφορά, αλλά κυρίως από το κατά πόσο θα καταφέρει να δώσει ένα ολοκληρωμένο πορτραίτο της προσωπικότητάς του, δίνοντας την ευκαιρία στον οποιονδήποτε να έρθει σ' επαφή μ' αυτό και ν' αναγνωρίσει την αξία του. Το "Marley" σίγουρα ανήκει λοιπόν, σ' αυτήν την κατηγορία, καθώς μέσα από ένα οδοιπορικό στον κόσμο του μουσικού, ο θεατής έρχεται σ' επαφή με πολλά στοιχεία που συνθέτουν την εξέχουσα προσωπικότητα του διεθνώς αναγνωρισμένου Τζαμαϊκανού.
Ο Bob Marley, δεν ήταν απλώς μια περσόνα της διεθνούς μουσικής σκηνής που έκανε επιτυχία στην εποχή της ή που απλώς θεωρείται ο βασιλιάς της reggae και συνδέεται αποκλειστικά μ' αυτό το μουσικό είδος. Ο Marley έχει καταφέρει να γίνει ένα σύμβολο, που 30 χρόνια μετά το θάνατό του, συνεχίζει να μιλά μέσω των στίχων του, και να γίνεται ολοένα και πιο σύγχρονος και δημοφιλής στις νεώτερες γενειές.
Ένας μιγάς από την Jamaica, λοιπόν, ένας νεαρός του περιθωρίου, καθώς δεν αναγνωρίστηκε ποτέ ως λευκός από τους λευκούς ή μαύρος απ' τους μαύρους, με τεράστια αγάπη για την μουσική, κατάφερε να συνδέσει το επώνυμο Marley, που παρέπεμπε μέχρι εκείνη την εποχή στην Jamaica, σε μια κατασκευαστική εταιρεία, με το δικό του πρόσωπο. Όπως αναφέρεται στην ταινία, η απόρριψή του από τους συγγενείς του πατέρα του, τον ώθησε να γράψει το "Corner stone" κι όπως λέει η ετεροθαλής αδελφή του, οι στίχοι του τραγουδιού αυτού μοιάζουν προφητικοί, καθώς όντως, σήμερα, ένας είναι ο Marley και σίγουρα δεν σχετίζεται με την κατασκευαστική εταιρεία. Ίσως, σ' αυτό το γεγονός να βασίζεται κι η επιλογή του επιθέτου μονάχα, του μεγάλου καλλιτέχνη, ως τίτλος του ντοκιμαντέρ.
Το ντοκιμαντέρ ξεκινά εισάγοντας τον θεατή στην κοινωνικο-πολιτική κατάσταση της Jamaica των παιδικών χρόνων του Marley. Ύστερα, αναφέρεται στα πρώτα βήματα του νεαρού καλλιτέχνη στον μουσικό χώρο, στην σχέση του με το κίνημα του ρασταφαριανισμού, το οποίο όπως αναφέρει κι ο ίδιος, σε απόσπασμα συνέντευξής του, είναι η ταυτότητά του. Έπειτα συνεχίζει με την γνωριμία και τον γάμο του με την Rita Marley κι ακολουθεί μια γραμμική πορεία της αναπτυσσόμενης καριέρας του.
Το σημαντικότερο στοιχείο του ντοκιμαντέρ, όμως, είναι ότι δεν προβάλλει τον star, αλλά τον θνητό Bob Marley. Μέσα από μια ποικιλία συνεντεύξεων από τη γυναίκα, τις ερωμένες, του φίλους, τους συνεργάτες, τους συγγενείς, τα παιδιά του ή όσους είχαν την τύχη να γνωρίσουν τον Marley, προβάλλεται η ικανότητα του ανθρώπου αυτού να συναναστραφεί τον οποιονδήποτε συνάνθρωπό του και να προσφέρει στον καθένα, κάτι εντελώς διαφορετικό κι αναγκαίο. Κι ίσως να είναι αυτή του η ανάγκη για προσφορά στην κοινωνία και στον καθένα προσωπικά, που σε συνδυασμό με το μουσικό του ταλέντο, τον ώθησαν στο να γίνει διάσημος.
Ο τρόπος με τον οποίο είναι γυρισμένο το έργο, επίσης, διατηρεί τον χαρακτήρα του μεγάλου μουσικού, αναδεικνύοντας ακόμα περισσότερο τον κόσμο του ανθρώπου που απέκτησε μια ντουζίνα παιδιά, που ζούσε ελεύθερα με τους δικούς του κανόνες, που σχετίστηκε με την πολιτική στην προσπάθειά του να προσφέρει στην κοινωνία και που έκανε την Jamaica γνωστή σε όλη την υφήλιο. Ακόμα, με την επιλογή των καταπράσινων εικόνων που προβάλλει, χωρίς λόγια, αφήνει τον θεατή να κατανοήσει τον λόγο που το μεγάλο αστέρι, ποτέ δεν απαρνήθηκε την πατρίδα του και που, παρά τα όσα αντιμετώπισε εκεί, πάντα αγαπούσε την Αφρική και θεωρούσε ολόκληρη την ήπειρο γενέτειρά του.
Έχοντας καταφέρει ν' αποδώσει το κλίμα της εποχής που έλαμψε ο Bob Marley, το μεγαλείο της προσωπικότητάς του και το λόγο που ακόμα και σήμερα τα τραγούδια του συνεχίζουν ν' ακούγονται και να περνάνε στις επόμενες γενιές, η ταινία, προτείνεται στους λάτρεις του σπουδαίου μουσικού, αλλά και σε όσους ενδιαφέρονται να κατανοήσουν τον λόγο που το όνομά του δεν έσβησε με τον θάνατό του.

Βαθμολογία: 3,5/5

Τα σχετικά
Αμερικανικο-βρετανικό βιογραφικό ντοκιμαντέρ του 2012, σε σκηνοθεσία του Kevin Macdonald, διάρκειας 144 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Bob Marley, Ziggy Marley, Jimmy Cliff, Rita Marley, Cedella Marley, Lee "Scratch" Perry και Cindy Breakspeare.

Οι σύνδεσμοι
Trailer 
Imdb 
Rotten Tomatoes 

2 Δεκεμβρίου 2012

(2012) Ημερολόγια αμνησίας

Πρωτότυπος τίτλος: Ημερολόγια αμνησίας
Αγγλικός τίτλος: Amnesia diaries


Η υπόθεση
Η Στέλλα Θεοδωράκη γυρνά μια ταινία, απευθυνόμενη σ' έναν παλιό της φίλο στην Αυστραλία. Ολόκληρη η ταινία είναι ουσιαστικά μια αναδρομή στο περιεχόμενο κάποιων ξεχασμένων κασετών Super 8, της περιόδου 1985-1986, όταν ακόμα η σκηνοθέτης ήταν φοιτήτρια, και μια παράλληλη προβολή αυτών των εικόνων με σύγχρονες κινηματογραφήσεις από την σημερινή κοινωνία της κρίσης, την περίοδο 2010-2012.

Η κριτική
Τα "Ημερολόγια αμνησίας", η αλήθεια είναι ότι είναι αδύνατον να τα κρίνεις, καθώς είναι ένα έργο πολύ προσωπικό, η δημιουργία του οποίου απαιτεί μεγάλο θάρρος από την δημιουργό του, αφού δεν εκθέτει απλά ένα έργο, αλλά τον ίδιο τον εαυτό της. Είναι όπως λέει κι ο τίτλος, ένα ημερολόγιο με ήχο και εικόνα. Γι' αυτό το λόγο, παρακάτω, θα μεταφέρω απλώς την προσωπική μου εμπειρία από την θέαση του συγκεκριμένου φιλμ.
Κατά τη διάρκεια του ιδιαίτερου αυτού ντοκιμαντέρ, ημερολογιακού χαρακτήρα, στον θεατή προβάλλονται εικόνες, τόσο από το ξέγνοιαστο, ανέμελο, αλλά κυρίως γεμάτο παρελθόν της πρωταγωνίστριας, όσο κι από το σκοτεινό, αβέβαιο κι άδειο παρόν της σημερινής κοινωνίας.
Στις σημερινές εικόνες, που καλύπτουν μια περίοδο από το 2010 έως το 2012, απλώς βλέπουμε τους ανθρώπους στη ζωή της Θεοδωράκη να συζητούν, να μιλούν και να κινούνται μέσα σε μια κοινωνία στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Επίσης, μας προβάλλονται εικόνες από πορείες, από τα μεταφορικά μέσα, από το κέντρο της Αθήνας, αλλά κι από τις καταστροφές που άφησε πίσω της, μέχρι στιγμής, αυτή η κοινωνική αναταραχή.
Στις κασέτες Super 8, η αφήγηση έχει κυρίαρχο ρόλο, καθώς αυτό που αφορά την σκηνοθέτη, δεν είναι η καθεαυτό έκθεση των προσωπικών της βιωμάτων, αλλά οι αναμνήσεις που ξυπνούν στο μυαλό της οι παρελθοντικές αυτές στιγμές. Αναμνήσεις, που συνδέονται άμεσα με την τωρινή κατάσταση και φέρνουν στο μυαλό όνειρα κι εμπειρίες, ξεχασμένες ή ακόμα και θαμμένες.
Η αντιπαραβολή ενός ξέγνοιαστου παρελθόντος, γεμάτου όρεξη και όνειρα, με ένα παρόν που συνεχώς συμβιβάζεται με μια μιζέρια και με μια άσχημη διάθεση, προσωπικά μου κέντρισε το ενδιαφέρον. Ένιωσα σαν να μου ανοίγεται ένας άνθρωπος και να μοιράζεται μαζί μου, αμφιβολίες, σκέψεις, ανασφάλειες και το εκτίμησα ιδιαιτέρως αυτό το γεγονός. Μπορώ να πω, ότι με τις εικόνες του κατεστραμμένου μνημείου (Αττικόν και Απόλλων), μετά τα επεισόδια του Φλεβάρη του 2012, συγκινήθηκα κιόλας.
Παρόλο όμως, που το κεντρικό θέμα της ταινίας, είναι αυτό το συνεχές αίσθημα κενότητας που υπάρχει σε παγκόσμια κλίμακα σήμερα κι αντικρούει τα όνειρα μιας παλαιότερης εποχής, δεν νιώθεις ότι ο στόχος της είναι να σε αδειάσει. Αντίθετα, με την όμορφη μουσική της και με τη συνειδητοποίηση, ότι ακόμη και τώρα γυρίζονται διαφορετικές κι ενδιαφέρουσες ταινίες, ότι οι σχέσεις με γερές βάσεις έχουν διάρκεια στο χρόνο κι ότι παρά τους χαλεπούς καιρούς οι φίλοι πάντα βοηθάνε του φίλους με την ειλικρίνειά τους, φεύγεις γεμάτος από την κινηματογραφική αίθουσα.
Η συγκεκριμένη ταινία, πιστεύω ότι απευθύνεται πρωτίστως στους σινεφίλ του ελληνικού κινηματογράφου ή σε όσους ψάχνουν για ένα ειλικρινές έργο, όχι ταινίες μυθοπλασίας, που μιλά μέσω μιας βιωματικής εμπειρίας στον κάθε θεατή ξεχωριστά.

Βαθμολογία: 2,5/5

Τα σχετικά
Ελληνικό ντοκιμαντέρ, ημερολογιακού χαρακτήρα, του 2012, σε σενάριο και σκηνοθεσία της Στέλλας Θεοδωράκη, διάρκειας 103 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές τον κοινωνικό κύκλο της δημιουργού.

Οι σύνδεσμοι

15 Νοεμβρίου 2012

(2012) Οδηγός ιδεολογίας για διεστραμμένους

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: The pervert's guide to ideology


Η υπόθεση
Ο Σλοβένος διαλεκτικός-υλιστής φιλόσοφος, Slavoj Žižek, αποπειράται να δώσει στο κινηματογραφικό κοινό έναν ορισμό για την έννοια της ιδεολογίας, ξεκινώντας από τον τρόπο δημιουργίας της και φτάνοντας να εξηγεί τις επιδράσεις αυτής στην κοινωνική δομή.

Η κριτική
Ο "Οδηγός ιδεολογίας για διεστραμμένους" είναι ένα έργο ντοκιμαντερίστικου χαρακτήρα, που δεν μοιάζει πολύ με τα ντοκιμαντέρ που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε. Περισσότερο, δίνει την αίσθηση ενός φιλοσοφικού κειμένου, το οποίο αντί να τυπωθεί, προβάλλεται στις αίθουσες.
Έχοντας μια διάρκεια που ξεπερνά τις δυο ώρες, κι ένα θέμα αρκετά ευρύ, που δυστυχώς είναι αδύνατον να καλυφθεί επαρκώς από τον οποιονδήποτε ειδικό, η νέα ταινία της Sophie Fiennes, αποτελεί απλώς μια προσπάθεια, μέσω διαφόρων παραδειγμάτων από κινηματογραφικά αποσπάσματα ή πραγματικά ντοκουμέντα, να δοθεί μια όσο το δυνατόν πληρέστερη εικόνα για την δομή της σημερινής κοινωνίας, τις ανάγκες της και τον τρόπο εξέλιξής της.
Για να μπορέσει κάποιος να φτάσει στον πυρήνα της ιδεολογίας και του τρόπου που λειτουργεί αυτή, θα πρέπει να διασπάσει το άτομο, να κατανοήσει πλήρως τις ανάγκες και τις προσδοκίες του, αλλά συγχρόνως να μην παραμελήσει το γεγονός ότι όλοι, είμαστε προϊόντα ενός κοινωνικού συνόλου, οπότε δρούμε κι αντιδρούμε μαζικά, βάσει των ερεθισμάτων που έχουμε λάβει από τη γέννησή μας και κανείς δεν λειτουργεί αυτόνομα.
Επίσης, σημαντικό στοιχείο, είναι ότι δεν υπάρχει μια και μοναδική ιδεολογία που διέπει το παγκόσμιο κοινωνικό σύνολο, αλλά μέσα στο ιστορικό γίγνεσθαι έχουν υπάρξει πολλές και σημαντικές ιδεολογικές απόψεις, που έχουν ασκήσει τεράστια επιρροή στην παγκόσμια ιστορία και σε διαφόρους κοινωνικούς, πολιτικούς ή οικονομικούς παράγοντες.
Με άλλα λόγια, το δίωρο ντοκιμαντέρ που πρωταγωνιστικό ρόλο έχει ο ευφυής μονόλογος του Žižek, δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα χαοτικό σύνολο από διάφορα ιδεολογικά παραδείγματα, με σκοπό να γίνει πιο σαφής στον θεατή, ο ρόλος του ανθρώπου στην κοινωνία του σήμερα, του αύριο και του χτες.
Προσωπικά, δεν μπορώ να κρίνω το κατά πόσο καταφέρνει να προβληματίσει ή να πείσει τον σύγχρονο θεατή που θα επιλέξει να το παρακολουθήσει. Νομίζω θα πρέπει ν' αναφέρω ότι εμένα δεν κατάφερε να με προβληματίσει στο ελάχιστο, για τον εξής απλούστατο λόγο, ότι ένιωσα να βλέπω την γυμνή αλήθεια της σύγχρονης πραγματικότητας, όπως η ίδια αντιλαμβάνομαι, στο κινηματογραφικό πανί.
Δεδομένου λοιπόν αυτού, έχω την αίσθηση ότι το κινηματογραφικό αυτό δοκίμιο, δεν έχει την διάθεση να εκβιάσει τις σκέψεις του κοινού, αλλά στοχεύει περισσότερο στον προβληματισμό του. Πιστεύω, επίσης, ότι ανάλογα με τις φιλοσοφικές αναζητήσεις του καθενός από 'σας, άλλα πράγματα έχει να πει στον καθένα. Σε κάποιους θα φανεί πολύπλοκο κι ανούσιο, σε κάποιους άλλους μπορεί να φανεί ιδιοφυές κι ιδιαίτερα εύστοχο. Για 'μενα αποτελεί μια εκδοχή της πραγματικότητας, δοσμένη όσο το δυνατόν πιο κατανοητά στο σινεφίλ κοινό.
Σημείωση: Ένα δείγμα των καταστάσεων στις οποίες στέκεται για κάποια ώρα το φιλμ είναι ο ναζισμός, η Ε.Σ.Σ.Δ., οι ειρηνικές επεμβάσεις των Αμερικανών στρατιωτικών, ο χριστιανισμός, ο αθεϊσμός, τα γεγονότα βανδαλισμών στην Αγγλία του 2011, οι δολοφονίες του ίδιου έτους στην Νορβηγία, οι διάφορες χρήσεις της 9ης Συμφωνίας του Beethoven, ο καταναλωτισμός και πολλά άλλα, εξίσου ασύνδετα θέματα.

Βαθμολογία: 3/5

Τα σχετικά
Βρετανικό ντοκιμαντέρ του 2012, σε σενάριο του Slavoj Žižek και σκηνοθεσία της Sophie Fiennes, διάρκειας 134 λεπτών, με πρωταγωνιστή τον Slavoj Žižek και διάφορα οπτικο-ακουστικά αποσπάσματα.

Οι σύνδεσμοι

(2006) Κινηματογραφικός οδηγός για διεστραμμένους

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: The pervert's guide to cinema
Εναλλακτικός ελληνικός τίτλος: Ο κινηματογράφος του Slavoj Žižek


Η υπόθεση
Ο Σλοβένος διαλεκτικός-υλιστής φιλόσοφος, Slavoj Žižek, αποπειράται να εξηγήσει στον κινηματογραφικό θεατή, την ουσία της κινηματογραφικής τέχνης και την προσφορά της στον άνθρωπο, μέσω της φροϋδικής θεωρίας και διαφόρων παραδειγμάτων από το διεθνές κινηματογραφικό στερέωμα.

Η κριτική
Ο "Κινηματογραφικός οδηγός για διεστραμμένους" θα μπορούσαμε να πούμε ότι κρύβει στον τίτλο του, ήδη, ολόκληρο το νόημα της ύπαρξής του. Αν αναρωτηθούμε τον λόγο για τον οποίο έχει μπει στον τίτλο η λέξη "διεστραμμένος", τότε με μεγάλη ευκολία συσχετίζουμε την κινηματογραφική τέχνη με την ψυχολογία κι αντιστρόφως.
Το σινεμά και το θέατρο, οι δυο αυτές αναπαραστατικές τέχνες, αποτελούν μια πλασματική πλευρά του πραγματικού κόσμου, την οποία ο κινηματογραφικός θεατής έχει την δυνατότητα να παρακολουθήσει σαν να κοιτά μέσα από μια χαραμάδα. Έχει με άλλα λόγια την δυνατότητα να παρακολουθήσει από μια καθαρά ηδονοβλεπτική σκοπιά, κρατώντας όμως μια απόσταση ασφαλείας, ένα κομμάτι της πραγματικότητας.
Ξεκινώντας το έργο, ο θεατής έχει την αίσθηση ότι μέσω διαφόρων γνωστών κινηματογραφικών παραδειγμάτων, θα του αποκαλυφθεί ο κόσμος της φροϋδικής θεωρίας της ψυχολογίας. Λίγο μετά συνειδητοποιεί ότι θα πρέπει να έχει τις απαραίτητες γνώσεις επί του θέματος, για να μπορέσει να κατανοήσει το εγχείρημα, και κάπου στην μέση περίπου της ταινίας, είναι πλέον σαφές, ότι γίνεται μάρτυρας ενός διαλογικού μονολόγου, ανάμεσα στην ψυχολογία και το σινεμά.
Αναρωτώμενος, λοιπόν, αν η κότα έκανε το αυγό ή το αυγό την κότα, ο Žižek, έχοντας ως επίκεντρο τον τρόπο που ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται τον κόσμο γύρω του, προσπαθεί να εξηγήσει τον σκοπό που εξυπηρετεί η παρακολούθηση ενός κινηματογραφικού έργου και για κάποιον γνώστη των βασικών ψυχολογικών εννοιών το καταφέρνει.
Το ατόπημα, όμως, στο οποίο πέφτει άθελά του ο Σλοβένος φιλόσοφος, είναι ότι δεν προσπαθεί να εξηγήσει στο σύνολό της την κινηματογραφική τέχνη, παρά στέκεται στην επεξήγηση συγκεκριμένων ταινιών, από μεγάλους μάστορές της, εξηγώντας κυρίως τη δική τους προσφορά στην τέχνη και την επίδρασή τους στην ανθρώπινη ψυχή. Όντας, βέβαια, πρακτικά αδύνατον να καταφέρει να καταπιαστεί μέσα σε δυο ώρες, με όλο το κινηματογραφικό σύνολο, καταφέρνει να ασχοληθεί με τα περισσότερα κλασικά παραδείγματα που θα μπορούσαν ν' αναλυθούν.
Πατώντας στο "Εγώ", το "Υπερεγώ" και το "Αυτό (Εκείνο)", την "λίμπιντο", το "οιδιπόδειο σύμπλεγμα", την έννοια της επιθυμίας και την ανάγκη της φαντασίωσης στην πραγματικότητά μας, και με παραδείγματα των Hitchcock, Lynch, Tarkovsky, Kieslowski, Bergman, Chaplin, κ.α., ο Slavoj Žižek, παρουσιάζει ένα αξιόλογο εγχείρημα, που απευθύνεται στους φανατικούς κινηματογραφόβιους θεατές, που έχουν παράλληλα βασικές γνώσεις για την θεωρία που έχει αναπτύξει ο Sigmund Freud πάνω στην ανθρώπινη ψυχολογία.

Βαθμολογία: 3/5

Τα σχετικά
Βρετανικό ντοκιμαντέρ του 2006, σε σενάριο του Slavoj Žižek και σκηνοθεσία της Sophie Fiennes, διάρκειας 150 λεπτών, με πρωταγωνιστή τον Slavoj Žižek και διάφορα οπτικο-ακουστικά αποσπάσματα.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

4 Νοεμβρίου 2012

(2012) Encardia: Η πέτρα που χορεύει

Πρωτότυπος τίτλος: Encardia: Η πέτρα που χορεύει
Αγγλικός τίτλος: Encardia: The dancing stone


Η υπόθεση
Με τη συνοδεία του συγκροτήματος "Encardia", πραγματοποιείται μια ξενάγηση στα ελληνόφωνα χωριά της Κάτω Ιταλίας, κυρίως της Grecìa Salentina στην Νότια Puglia, στην γλώσσα, τον πολιτισμό και τις μουσικο-χορευτικές τους παραδόσεις.

Η κριτική
Οι "Encardia" είναι ένα συγκρότημα μ' έναν πολύ όμορφο κι ιδιαίτερο ήχο, άμεσα επηρεασμένο από τις μουσικές παραδόσεις των διαφόρων χωριών της Κάτω Ιταλίας κι ειδικότερα της Grecìa Salentina, στα οποία από αρχαιοτάτων χρόνων έως το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο μιλούσαν μ' ένα ελληνικό ιδίωμα με προσμίξεις ιταλικών λέξεων, γνωστό ως "Griko".
Σήμερα, το ιδίωμα αυτό, κοντεύει να εκλείψει, καθώς μιλιέται μονάχα από τους υπερήλικες κατοίκους των περιοχών αυτών και παρόλο που οι δάσκαλοι στα σχολεία ακόμα το διδάσκουν, δεν καταφέρνει να επιβιώσει, καθώς εκτός των σχολικών συγκροτημάτων, οι μαθητές σπάνια το εξασκούν για να το κάνουν κτήμα τους.
Έτσι λοιπόν, ο μόνος λόγος που η "Griko" δεν είναι ήδη μια νεκρή διάλεκτος, είναι τα διάφορα τραγούδια, αλλά κι οι πολιτιστικές εκδηλώσεις που διοργανώνονται ακόμα και σήμερα και βασίζονται σ' αυτήν. Αυτά, την κρατούν ακόμα ζωντανή. Μια γλώσσα των φτωχών γεωργών, που είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το έδαφος και παρόλο που οι σύγχρονοι Έλληνες κι Ιταλοί δεν έχουν τη δυνατότητα να την κατανοήσουν πλήρως, μέσω της μουσικής, μιλά στις καρδιές των ανθρώπων.
Στο οδοιπορικό αυτό, στον θεατή δίνεται η ευκαιρία να γνωρίσει ανθρώπους που μιλούν ή μιλούσαν κάποτε το ιδίωμα των "Griko", ν' ακούσουν ειδήμονες να μιλούν για έναν πολιτισμό που κοντεύει να εκλείψει, αλλά και μέσω διαφόρων ντοκουμέντων κι αφηγήσεων να πάρει μια γεύση του πολιτισμού αυτού και να τον αγαπήσει.
Η μουσική, σ' αυτό το ντοκιμαντέρ, έχει πρωτεύοντα ρόλο, καθώς αποτελεί την αφορμή, αλλά και τον συνδετικό κρίκο του και μας εισάγει σιγά-σιγά σ' έναν κόσμο λίγο γνωστό ή ακόμα κι άγνωστο, εδώ στην Ελλάδα.
Τεχνικά βέβαια, κι αυτό είναι το κύριο μειονέκτημα της ταινίας, ο θεατής καλείται να παρακολουθήσει ένα ντοκιμαντέρ που δίνει την αίσθηση ενός home-made video διακοπών, στο οποίο δεν υπάρχει κάποιος αφηγητής να εξηγήσει τον ρόλο των ανθρώπων που μιλούν στην κάμερα ή τον επόμενο σταθμό της ταινίας και τον λόγο παραμονής στο συγκεκριμένο μέρος.
Στοχεύοντας περισσότερο στην αίσθηση που θέλει ν' αφήσει στο κοινό, ο σκηνοθέτης της, παραλείπει την σύνθεση μιας ιστορίας που λειτουργεί προοδευτικά κι εξηγεί. Το κοινό στο οποίο απευθύνεται λοιπόν, είναι το ήδη εξοικειωμένο μ' αυτό το είδος μουσικής. Δεν απευθύνεται σε κάποιον που θα ήθελε να γνωρίσει τους "Encardia" ή τον πολιτισμό της Κάτω Ιταλίας μέσω ενός ντοκιμαντέρ, καθώς πολύ εύκολα χάνεται μέσα σ' ένα κράμα Griko, Ελληνικών, Ιταλικών, ειδικών και καθημερινών ανθρώπων.

Βαθμολογία: 2/5

Τα σχετικά
Ελληνικό ντοκιμαντέρ του 2012, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Άγγελου Κοβότσου, διάρκειας 80 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές τα μέλη του συγκροτήματος "Encardia".

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

29 Οκτωβρίου 2012

(2010) Banksy: Η τέχνη στο δρόμο

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: Exit through the gift shop
Ελληνικός τίτλος στις Νύχτες Πρεμιέρας του 2010: Όπως εξέρχεσθε από το πωλητήριο


Η υπόθεση
Ο μεγάλος street artist, Banksy, αναλαμβάνει να παρουσιάσει την ιστορία του Thierry Guetta, ενός ανθρώπου που ξεκίνησε να κινηματογραφεί διάφορους σπουδαίους street artists, όπως τους Space Invader, Monsieur André, Zeus, Shepard Fairey, Swoon, Banksy, λέγοντας πως ετοιμάζει ένα ντοκιμαντέρ για την "Τέχνη του δρόμου", ενώ στην πραγματικότητα τον ενδιέφερε μόνο η κινηματογράφησή τους. Ο Banksy, παίρνοντας στην κατοχή του τις κασέτες του Thierry, μοντάρει το υλικό, πραγματοποιώντας, έτσι, ένα μεγάλο όνειρο πολλών καλλιτεχνών του δρόμου και παρουσιάζοντας ένα μέρος μιας τέχνης πολύ διαφορετικής απ' ό,τι έχουμε συνηθίσει.

Η κριτική
Το 2010 το graffiti έχει καταφέρει ν' αναγνωριστεί ως μια μορφή τέχνης κι έχει πάψει να θεωρείται, από πολλούς, ως είδος βανδαλισμού. Πολλά έργα του δρόμου, έχουν καταφέρει να μπουν στα σπίτια συλλεκτών, σε γκαλερί και πωλούνται έναντι υπέρογκων ποσών. Το θέμα, όμως, είναι ότι η αναγνώριση δεν συνεπάγεται και νομιμότητα, κάτι που σημαίνει πως πολλά από τα έργα αυτά δεν καταφέρνουν να διασωθούν, όπως γίνεται με διάφορους πίνακες ή γλυπτά. Ο μόνος τρόπος, λοιπόν, τα έργα αυτά να μείνουν στην ιστορία, να γίνουν διαχρονικά, είναι μέσω της κινηματογράφησής τους.
Το ντοκιμαντέρ αυτό, από την αρχή του, παρουσιάζει μια ενδιαφέρουσα ιδιαιτερότητα. Μια ταινία που φέρει το όνομα του Banksy, έργα του οποίου σίγουρα έχουμε δει όλοι είτε σε εικόνες στο internet, είτε σε κάποια εφημερίδα, θα ξεκινήσει με το επίμαχο πρόσωπο να εμφανίζεται στην κάμερα και να μας ανακοινώνει ότι η ταινία είναι αφιερωμένη στον άνθρωπο που ήθελε να γυρίσει μια ταινία γι' αυτόν. Λίγα λεπτά μετά, όταν ο θεατής γνωρίσει τον επιτήδειο κινηματογραφιστή, θ' αρχίσει να σκέφτεται τι δουλειά έχει ένας τρελάρας Γάλλος με το street art και για ποιό λόγο η ταινία είναι βασισμένη πάνω του;
Κι όμως, το "Banksy: Η τέχνη στο δρόμο" είναι ένα καταπληκτικό ντοκιμαντέρ, που μέσω ενός νοητικού παιχνιδιού επιτυγχάνει να παρουσιάσει την τέχνη του δρόμου και να θίξει διάφορα κοινωνικά θέματα, χωρίς ασύνδετες μεταπηδήσεις, αλλά με μια γραμμική ροή, που ομολογουμένως κεντρίζει την περιέργεια του κοινού.
Η αλήθεια είναι ότι κατά την διάρκεια της ταινίας, σου περνάνε διάφορα πράγματα από το μυαλό. Για παράδειγμα: "Είναι πράγματι το street art μια μορφή τέχνης ή είναι μια παροδική μόδα που με τα χρόνια θα ξεχαστεί ή θ' αντικατασταθεί από κάτι άλλο; Τι είναι η φήμη; Τι είναι η αναγνωρισιμότητα; Τι πάει να πει στ' αλήθεια η λέξη τέχνη; Όσο ανεβαίνει η αξία ενός κομματιού, τόσο περισσότερο έργο τέχνης είναι; Ο Banksy κι ο Picasso είναι καλλιτέχνες του ίδιου βεληνεκούς; Παρακολουθώ ταινία ή μήπως μια φάρσα;" Σε κανένα από αυτά τα ερωτήματα δεν δίνεται απάντηση, γιατί κανένα από αυτά δεν θίγεται ευθέως. Όλες αυτές οι ερωτήσεις ξεκινάνε ως προβληματισμοί του κάθε θεατή και θα παραμείνουν σκέψεις του καθενός.
Για του λόγου το αληθές, μπορεί κάποιοι από εσάς να έχετε συναντήσει, στο διαδίκτυο, κάποιες από τις φήμες που κυκλοφορούν και ταυτίζουν τον Banksy με τον Thierry Guetta κι ίσως να έχει πέσει στα χέρια σας μια φωτογραφία του Banksy, στην οποία μοιάζει εκπληκτικά με τον Guetta. Δεν αποκλείεται, λοιπόν, η ταινία να είναι όντως μια αυτοβιογραφία του πασίγνωστου Banksy και παράλληλα ένα τρικ που του επιτρέπει να πει, όλα όσα έχει να πει, με έναν ιδιαίτερα εύστοχο τρόπο... ακριβώς ό,τι κάνει και με τα έργα του.
Η αλήθεια είναι ότι δεν μας αφορά αν ο Banksy είναι ο Robert Banks ή ένα ψευδώνυμο του Thierry Guetta. Δεν μας αφορά καν, αν ο Mr. Brainwash (Thierry Guetta) είναι ένα τέχνασμα του Banksy ή δημιούργημά του. Η αλήθεια είναι ότι πουθενά στο φιλμ δεν βλέπουμε το πραγματικό πρόσωπο του Banksy και πουθενά στο φιλμ δεν βλέπουμε τον Mr. Brainwash να δημιουργεί... οπότε κάλλιστα ο Thierry Guetta κι ο Banksy μπορεί να είναι το ίδιο πρόσωπο... μπορεί όμως κι όχι.
Αυτό που αξίζει στην ταινία, και γι' αυτόν το λόγο προτείνεται σε όλους όσους έχουν κοινωνικο-πολιτικές ή καλλιτεχνικές ανησυχίες, είναι ο άμεσος τρόπος που καταφέρνει να περάσει, ο δημιουργός, το μήνυμά του στο κοινό. Προσωπικά την λάτρεψα, γιατί μ' έναν ανορθόδοξο τρόπο, καταφέρνει να προβληματίσει τον θεατή και με την δημιουργία ενός ευχάριστου κλίματος, καταφέρνει να διεισδύσει, εξ' ίσου αποτελεσματικά με τα "σοβαρά" ντοκιμαντέρ, στο μυαλό ενός ανθρώπου και να τον κάνει να σκεφτεί για πράγματα που τον αφορούν άμεσα.

Βαθμολογία: 4/5

Τα σχετικά
Αμερικάνικο ντοκιμαντέρ του 2010, σε σκηνοθεσία του Banksy, διάρκειας 87 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές τους Banksy, Thierry Guetta (Mr. Brainwash), Shepard Fairey και Space Invader.

Οι σύνδεσμοι
Trailer 
Imdb 
Rotten Tomatoes