Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τρόμου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τρόμου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

10 Ιανουαρίου 2013

(2013) Ο δολοφόνος με το πριόνι

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: Texas chainsaw 3D


Η υπόθεση
Στις 19 Αυγούστου, ολόκληρη η οικογένεια Sawyer πεθαίνει σε επίθεση που δέχεται από τους κατοίκους της περιοχής. Ένα νεογέννητο μωρό όμως, η Heather (Alexandra Daddario) σώζεται κι υιοθετείται από τo ζεύγος Miller. Πολλά χρόνια αργότερα, η Heather, έχοντας ενηλικιωθεί πια, θα μάθει την πραγματική της ταυτότητα, όταν η βιολογική της γιαγιά πεθαίνει και της αφήνει κληρονομιά το σπίτι της οικογενείας της, μαζί με ό,τι περιέχει αυτό. Έτσι, η Heather, θα ξεκινήσει με την παρέα της για ένα ταξίδι στην γενέτειρά της, το Texas, όπου θ' ανακαλύψει όλη τη φρικτή αλήθεια που της κρατούσαν κρυφή οι θετοί γονείς της. Το κακό όμως είναι ότι η Heather, θα μάθει ποιά στ' αλήθεια είναι, αφού έχει ελευθερωθεί απ' το υπόγειο του σπιτιού της ο σχιζοφρενής δολοφόνος με το πριόνι, ο οποίος δεν πέθανε ποτέ.

Η κριτική
"Ο δολοφόνος με το πριόνι" κάνει σαφή τον στόχο του να γίνει το καλύτερο sequel της πρωτότυπης ταινίας του 1974 και νομίζω ότι η προσπάθειά του είναι αρκετά επιτυχημένη. Χωρίς να μιλάμε για μια αριστουργηματική ταινία τρόμου, όπως είναι "Ο σχιζοφρενής δολοφόνος με το πριόνι", παρά για μια σημερινή ταινία του είδους, η εκδοχή του John Luessenhop θα έλεγε κανείς ότι είναι πολύ καλά μελετημένη.
Το κυριότερο στοιχείο που την κάνει να ξεχωρίσει από τις υπόλοιπες ταινίες που έχουν ως κεντρικό πρωταγωνιστή τον Leatherface, είναι το γεγονός ότι δεν αποτελεί ακριβώς ούτε συνέχεια της πρώτης, αλλά ούτε remake αυτής. Και τι εννοώ μ' αυτό: Φυσικά, κατά την έναρξη του συγκεκριμένου φιλμ, ο θεατής καταλαβαίνει ότι αυτό που παρακολουθεί έπεται του πρωτότυπου φιλμ. Όμως, αν κάποιος έχει παρακολουθήσει την ταινία του 1974, θα παρατηρήσει ότι υπάρχουν εκπληκτικές ομοιότητες, τόσο στην ιστορία, όσο και στην εικόνα της, με την αρχική.
Ως κεντρικός άξονας δηλαδή, χρησιμοποιείται ένα πρόσωπο που έχει άμεση σχέση με την αρρωστημένη οικογένεια του σχιζοφρενούς δολοφόνου, αλλά είναι "άγραφος χάρτης", καθώς δεν γνωρίζει τίποτα περί δολοφονιών ή ό,τι άλλο. Η Heather λοιπόν, θα δούμε ότι εργάζεται στο τμήμα συσκευασμένων κρεάτων ενός super market και στον ελεύθερο χρόνο της δημιουργεί πίνακες από κοκαλάκια ζώων. Παρόλα αυτά, όμως, η σχιζοφρένεια δεν χτυπά την δική της πόρτα, όπως μπορεί να υποπτευθούμε, αλλά αποτελεί κι η ίδια ένα από τα θύματα του μανιακού δολοφόνου. Επίσης, ο ρόλος της, έχει στοιχεία από τον Nubbins Sawyer (Edwin Neal), την Sally (Marilyn Burns) αλλά και τον Drayton Sawyer.
Όπως θα δούμε, όμως, η παρέα εδώ είναι τετραμελής και το πέμπτο μέλος της, θα γίνει ο νεαρός που θα κάνει autostop. Έχοντας λοιπόν κατά νου ότι ένα καλλιτεχνικό θρίλερ δεν θα τραβήξει τα βλέμματα του σημερινού κοινού, η χρήση εικόνων splatter είναι διάχυτη κατά τη διάρκεια της ταινίας, όπως επίσης και τα ημίγυμνα καλλίγραμμα σώματα, τόσο των αντρών, όσο και των γυναικών, που κάνουν την εμφάνισή τους.
Φυσικά, σε μια εποχή που τα βαμπίρ και τα ζόμπι έχουνε γίνει της μόδας, δεν αναμένεται να τρομοκρατήσει η εικόνα ενός νεκροζώντανου παππού που πίνει ανθρώπινο αίμα, όπως επίσης δεν υπάρχει και κανένα απολύτως νόημα να γίνει αναφορά στο στοιχείο του κανιβαλισμού. Παρόλα αυτά, ο δεσμός των αρρωστημένων οικογενειακών δεσμών, προβάλλεται με άλλους τρόπους, πιο κατανοητούς από ένα σύγχρονο κοινό.
Αξιοπρόσεκτο όμως, είναι και το γεγονός ότι η ταινία δεν εστιάζει μόνο στα εγκλήματα του δολοφόνου με το πριόνι, αλλά και σ' αυτά που διέπραξε η κοινωνία, απέναντι στην οικογένεια Sawyer. Και φυσικά, η αναφορά στο όνομα του Hooper, του πρώτου σκηνοθέτη του "Σχιζοφενούς δολοφόνου με το πριόνι", δεν θα μπορούσε να έχει γίνει με ομορφότερο τρόπο, από αυτόν του εκφραστή της λογικής σκέψης και της επιβολής της τάξης. Επίσης, την γιαγιά Verna, θα δούμε να ενσαρκώνει η Marilyn Burns, ένα πρόσωπο που φέρει έντονα τον ρόλο του θύματος, απενοχοποιώντας κατ' αυτόν τον τρόπο τον θύτη.
Με δυο λόγια, μιλάμε για μια καλογυρισμένη, σύγχρονη ταινία τρόμου που ξεφεύγει από τα πλαίσια των μέτριων ταινιών του σήμερα, χωρίς όμως να πλησιάζει την αίγλη της πρώτης. Αν, λοιπόν, σας αρέσουν αυτού του είδους οι ταινίες, προτείνεται. Αν πάλι είστε λάτρεις της κλασικής ταινίας να ξέρετε ότι θα δείτε κάτι που απευθύνεται αρκετά στο σύγχρονο νεανικό κοινό, οπότε χαμηλώστε τις προσδοκίες σας, αν έχετε σκοπό να την παρακολουθήσετε.
Σημείωση: Όσον αφορά την τρισδιάστατη εκδοχή της, εκτός από ελάχιστες σκηνές που γίνεται υπέροχη χρήση του 3D, δεν μπορώ να πω ότι θα πρέπει να προτιμηθεί.

Βαθμολογία: 2,5/5

Τα σχετικά
Αμερικάνικη ταινία τρόμου του 2013, βασισμένη σε χαρακτήρες των Kim Henkel και Tobe Hooper και σε ιστορίων των Stephen Susco, Adam Marcus και Debra Sullivan, σε σενάριο των Adam Marcus, Debra Sullivan και Kirsten Elms και σκηνοθεσία του John Luessenhop, διάρκειας 92 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Alexandra Daddario, Trey Songz, Scott Eastwood, Tania Raymonde, Shaun Sipos, Dan Yeager, Thom Barry, Paul Rae, Keram Malicki-Sánchez, Richard Riehle, James MacDonald, Gunnar Hansen, Marilyn Burns, John Dugan, Allen Danziger, Paul A. Partain, William Vail, Teri McMinn και Edwin Neal.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

9 Ιανουαρίου 2013

(1974) Ο σχιζοφρενής δολοφόνος με το πριόνι

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: The Texas chain saw massacre


Η υπόθεση
Στις 18 Αυγούστου του 1973, δυο αδέλφια φτάνουν στο Texas, μαζί με τρεις φίλους τους, για να διαπιστώσουν αν ο τάφος του παππού τους συγκαταλέγεται σ' αυτούς που έχουν βεβηλωθεί από άγνωστους, μέχρι στιγμής, τυμβωρύχους. Κατά την παραμονή τους εκεί, θα συναντήσουν έναν ψυχοπαθή νεαρό και στη συνέχεια ένας-ένας θα γνωρίσουν τον σχιζοφρενή δολοφόνο με το πριόνι. Θα καταφέρει έστω κι ένας απ' τους πέντε τους να επιβιώσει της σφαγής;

Η κριτική
"Ο σχιζοφρενής δολοφόνος με το πριόνι" ανήκει στην κατηγορία των κλασικών ταινιών τρόμου, που κάθε φανατικός θεατής του συγκεκριμένου είδους οφείλει να έχει δει. Ο Tobe Hooper, χρησιμοποιώντας σαν βάση την ιστορία ενός πραγματικού δολοφόνου, του Ed Gein, δημιούργησε μια πλασματική ιστορία για το σενάριο της ταινίας του, που επρόκειτο να γίνει θρύλος στις επόμενες γενιές.
Από την αρχή της η ταινία, δημιουργεί μια υποβλητική ατμόσφαιρα που τραβά το βλέμμα του θεατή σαν μαγνήτης. Πρώτα απ' όλα, η φωνή του αφηγητή ξεκινά να εισάγει τον θεατή σε μια, φαινομενικά, πραγματική ιστορία. Έπειτα, ακολουθεί μια σκηνή όπου ο φακός φωτογραφίζει αποσπασματικά τα αποσυντεθειμένα σώματα και σιγά-σιγά θ' αρχίσουμε παράλληλα με την εικόνα ν' ακούμε μια ραδιοφωνική εκπομπή που θα συμπληρώσει την εισαγωγή που άφησε λειψή ο αφηγητής.
Η συνέχεια της ταινίας είναι λίγο πολύ γνωστή, η παρέα θα περάσει από το παλαιό σφαγείο, θα μαζέψει έναν τρελό που κάνει autostop κι όταν αυτός δώσει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες για τον ίδιο και την οικογένειά του, θα βγει εκτός ελέγχου, θα τραυματίσει τον ανάπηρο Franklin (Paul A. Partain), θα φοβήσει τους πέντε ήρωες και θα βρεθεί εκτός πλάνου για ένα μεγάλο μέρος της υπόλοιπης ταινίας. Όμως, η μικρή του εμφάνιση αρκεί για να σπείρει τον τρόμο στο κοινό της εποχής και να προϊδεάσει τον θεατή για έναν ακόμη πιο τρομερό χαρακτήρα, αλλά και για την αποκάλυψη μιας αφάνταστα αρρωστημένης κατάστασης.
Φυσικά, για τον τωρινό θεατή, δεν τίθεται καν σαν ζητούμενο η πρόκληση φόβου. Αντίθετα, όπως και στις ταινίες του Hitchcock, αυτό που κρατάει τον θεατή καθηλωμένο είναι η εκπληκτική, και καλλιτεχνικά δοσμένη, φοβική κατάσταση στην οποία έχει φροντίσει ο σκηνοθέτης να τον θέσει. Η αλήθεια είναι ότι αρκετές από τις σκηνές που παρουσιάζονται, για ένα μάτι που έχει μάθει στα σημερινά εφέ και στις ακραίες προσπάθειες ν' αποδοθεί ρεαλιστικά μια σκηνή, φαντάζουν ψεύτικες. Όμως, οι εξαίρετες ερμηνείες των άγνωστων πρωταγωνιστών, αλλά κι η σκηνοθετική γραμμή που ακολουθείται, κάνουν το φιλμ να ξεχωρίσει από αυτά της σειράς.
Στην ταινία, μπλέκονται δολοφονίες, ζόμπι, τυμβωρυχία και κανιβαλισμός, με έναν εξαίρετο τρόπο που δεν οδηγεί στην υπερβολή. Εκτός όμως, όλων αυτών, αξίζει να προσέξει κανείς την ύπαρξη του σαλού, που εδώ παρουσιάζεται ως μεθυσμένος, ο οποίος εκφράζει την αλήθεια που κανείς δεν ξεστομίζει και που παραπέμπει λίγο σε σαιξπηρικό ήρωα.
Με άλλα λόγια, αν σας αρέσουν οι καλές ταινίες τρόμου κι η συγκεκριμένη έχει ξεφύγει της προσοχής σας, προτείνεται ανεπιφύλακτα, καθώς αποτελεί μια από τις αρτιότερες ταινίες του είδους της.

Βαθμολογία: 4/5

Τα σχετικά
Αμερικάνικη ταινία τρόμου του 1974, σε σενάριο των Kim Henkel και Tobe Hooper και σκηνοθεσία του Tobe Hooper, διάρκειας 83 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Paul A. Partain, Marilyn Burns, Allen Danziger, Teri McMinn, William Vail, Gunnar Hansen, Edwin Neal, Jim Siedow και John Dugan.

Οι σύνδεσμοι
Trailer 
Imdb 
Rotten Tomatoes

22 Νοεμβρίου 2012

(1922) Nosferatu: Μια συμφωνία τρόμου

Πρωτότυπος τίτλος: Nosferatu: Eine symphonie des grauens
Αγγλικός τίτλος: Nosferatu: A symphony of horror


Η υπόθεση
Ο Hutter (Gustav von Wangenheim) κι η Ellen (Greta Schröder) είναι ένα παντρεμένο ζευγάρι που ζει στο Wisborg του 1838. Κάποια στιγμή, ο Knock (Alexander Granach), ένας πράκτορας ακινήτων, θα παρουσιάσει στον Hutter μια επιστολή, στην οποία ο κόμης Orlok (Max Schreck) αναφέρει πως ενδιαφέρεται ν' αγοράσει κάποιο ακίνητο στην περιοχή. Χωρίς δεύτερη σκέψη, ο Hutter θα ξεκινήσει να βρει τον κόμη στη μακρινή Transylvania, για να του πουλήσει το σπίτι απέναντι από το δικό του. Φτάνοντας στην Transylvania, ο Hutter θ' ακούσει τους μύθους για τον βρικόλακα Nosferatu, θ' αψηφίσει όμως τον κίνδυνο και θα πάει στο σπίτι του κόμη. Αφού υπογραφούν τα χαρτιά της πώλησης, ο Hutter θα βρεθεί αντιμέτωπος με τη φρίκη που φέρει ο κόμης κι αφού νοσηλευτεί για λίγο στο τοπικό νοσοκομείο, θα τρέξει να προλάβει την αρρώστια που πρόκειται να σπείρει ο Orlok στην πόλη του, αλλά και να σώσει τη ζωή της αγαπημένης του.

Η κριτική
Οφείλω να παραδεχτώ πως οι κριτικές, όταν αφορούν τέτοια αριστουργήματα, είναι περιττές. Μια ταινία που εξακολουθεί να παίζεται στις κινηματογραφικές αίθουσες, ολόκληρου του κόσμου, 90 χρόνια μετά την πρώτη της έξοδο, δεν χρειάζεται την οποιαδήποτε ανάλυση για να καταφέρει ν' αποδείξει την αξία της στο κινηματογραφικό στερέωμα. Ο χρόνος έχει μιλήσει και την έχει χαρακτηρίσει διαχρονικό κομψοτέχνημα. Ωστόσο, θα αποπειραθώ να παρουσιάσω ένα δείγμα της μαγείας της.
Το "Nosferatu: Μια συμφωνία τρόμου" είναι μια ταινία που ανήκει στο κίνημα του γερμανικού εξπρεσιονισμού, αλλά που φέρει κάποιες πρωτοποριακές ιδέες, για την εποχή. Όπως είναι γνωστό, κάποια από τα κυριότερα στοιχεία του κινήματος αυτού, ήταν ο τρόμος που προκαλούσε το έντονο μακιγιάζ των ηθοποιών, οι σκιές, η έντονη αντίθεση του άσπρου με το μαύρο και τα εξπρεσιονιστικά σκηνικά, που συνήθως ήταν ζωγραφισμένα στο χέρι. Ο Murnau, αν εξαιρέσει κανείς τη χρήση των σκιών, θα επέμβει και στις υπόλοιπες τρεις τεχνικές, καταφέρνοντας να δώσει, όπως αναφέρεται από πολλούς, ένα έπος του γερμανικού εξπρεσιονισμού.
Κατ' αρχήν, όπως βλέπουμε από τον τρόπο που έχει δημιουργήσει τον χαρακτήρα του Nosferatu, παρατηρούμε ότι σε σχέση με αντίστοιχες ταινίες της εποχής, η χρήση του μακιγιάζ στον κεντρικό ήρωα της ιστορίας, είναι περιορισμένη. Ο Murnau, έχοντας βασιστεί στα χαρακτηριστικά του Max Schreck, αναπαριστά μια ιδιαίτερα ανατριχιαστική φιγούρα, με δόντια ποντικού κι αυτιά και νύχια νυχτερίδας, η οποία μέχρι και σήμερα επηρεάζει το κοινό, αφού από πολύ κόσμο πιστεύεται ότι ο Schreck ήταν όντως βρικόλακας.
Έπειτα, η χρωματική αντίθεση είναι ιδιαίτερα έντονη, καθώς ο σκηνοθέτης της, δεν διστάζει να κάνει χρήση αρνητικού, στο οποίο το σκοτάδι κυριαρχεί. Τέλος, κι αυτή είναι η μεγαλύτερη πρωτοπορία του φιλμ, αντί των κινηματογραφικών στούντιο, ο Murnau, προτιμά σ' αυτή του την ταινία τα πλάνα σε φυσικό περιβάλλον, διατηρώντας με την stop-motion τεχνική του, που εδώ χρησιμεύει για να δείξει ότι ο Nosferatu κινεί τα πράγματα με τη σκέψη, το αλλόκοτο περιβάλλον.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, βέβαια, παρουσιάζουν οι σκηνές ντοκιμαντερίστικου χαρακτήρα, τις οποίες παραθέτει ο μεγαλοφυής σκηνοθέτης για να δείξει ότι το "κακό" υπάρχει ελεύθερο στη φύση. Στην αρχή, θα δούμε μια ύαινα να καραδοκεί το θήραμά της. Στη συνέχεια θα παρακολουθήσουμε την αφροδίτη, ένα σαρκοφάγο φυτό, πώς κατασπαράζει ένα έντομο. Θα ακολουθήσει η εικόνα ενός μικροοργανισμού που με τον ίδιο τρόπο, βρίσκει την τροφή του και τέλος, θα γίνει αναφορά στις αράχνες, οι οποίες επίσης, εγκλωβίζουν με τον ιστό τους το φαγητό τους. Όλες αυτές οι διαβολικές μορφές, που υπάρχουν ελεύθερες στη φύση, είναι κατά κάποιον τρόπο οι άλλες εκδοχές του τέρατος Nosferatu, μιας ύπαρξης καταραμένης.
Αξίζει εδώ, ν' αναφερθούμε στην ετυμολογία του ονόματος Nosferatu, η οποία βρίσκεται στην ελληνική λέξη "νοσοφόρος". Ο κόμης Orlok, είναι μια ύπαρξη που νοσεί, όπως κι ολόκληρη η Ευρώπη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Κατά μια έννοια, ο Nosferatu θα μπορούσε να είναι μια προφητεία του ναζισμού, καθώς όπως αντιλαμβανόμαστε κι από την ταινία, χωρίς την ανθρώπινη βοήθεια του Knock και του Hutter, το κακό δεν θα είχε εισβάλει ποτέ στις ζωές των κατοίκων του χωριού. Από την άλλη, όμως, κι αυτή είναι μια πιο λογική εξήγηση, ο Nosferatu, ταξιδεύει μαζί με ποντικούς κι απ' όπου περνά, σπέρνει θανατικό. Δεν αποκλείεται λοιπόν, το πρόσωπο αυτό να αντιπροσωπεύει την πανώλη (ή πανούκλα) που θέριζε την μεταπολεμική Ευρώπη. Ας μην ξεχνάμε επίσης και τη σκηνή που ο κόμης κουβαλά το φέρετρό του, δηλώνοντας εμμέσως ότι μόνο θάνατο μπορεί να φέρει η παρουσία του.
Τέλος, σημαντικό στοιχείο της ταινίας, επίσης, είναι ότι καινοτομεί και στην επιλογή του φύλου του ατόμου που θα δώσει τη λύση, καθώς και στην κατάληξη του δράματος, στα οποία θ' αποφύγω να επεκταθώ. Θα σταθώ όμως, στο γεγονός ότι η γνωστή εικόνα του βαμπίρ που πεθαίνει στον ήλιο, έχει εισαχθεί από τον Murnau, καθώς στο μυθιστόρημα του Bram Stoker, ο ήλιος απλώς αποδυναμώνει τα βαμπίρ.
Αν κι ο Nosferatu είναι δύσκολο να τρομάξει έναν σημερινό θεατή, ειδικά κάποιον που δεν είναι εξοικειωμένος με τον βωβό κινηματογράφο, η εικόνα του κόμη Orlok, του παράφρονα Knock ή η μαγική εικόνα του πλήθους που επαναστατεί, μένουν ανεξίτηλες στο μυαλό. Το "Nosferatu: Μια ταινία τρόμου" είναι ένα έργο που απευθύνεται πρωτίστως στο σινεφίλ κοινό κι έπειτα σ' όποιον θέλει να εξερευνήσει τις αρχές της σύγχρονης αυτής μόδας με πρωταγωνιστές τους αθάνατους βρικόλακες.

Βαθμολογία: 4,5/5

Τα σχετικά
Γερμανική ταινία τρόμου του 1922, βασισμένη στο μυθιστόρημα "Δράκουλας" του Bram Stoker, σε σενάριο του Henrik Galeen και σκηνοθεσία του F.W. Murnau, διάρκειας 94 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Max Schreck, Greta Schröder, Gustav von Wangenheim και Alexander Granach.

Οι σύνδεσμοι
Trailer 
Imdb 
Rotten Tomatoes 

10 Οκτωβρίου 2012

(2012) V/H/S

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: V/H/S


Η υπόθεση
Μια ομάδα ατόμων, που βγάζει χρήματα από βιντεάκια σεξουαλικού περιεχομένου, τα οποία πουλάει στο διαδίκτυο, θα εισβάλλει σ' ένα σπίτι για να κλέψει μια κασέτα vhs. Εκεί θα τους περιμένει μονάχα ένα πτώμα και μια στοίβα από κασέτες. Προσπαθώντας να βρούνε την κασέτα που τους έχει ζητηθεί, ένα-ένα, τα πέντε μέλη της ομάδας, θα ξεκινήσουν να βάζουν στο βίντεο, ο καθένας από μια κασέτα, την οποία και παρακολουθεί. Το περιεχόμενο της κάθε κασέτας διαφέρει από τις υπόλοιπες, αλλά το κοινό τους σημείο είναι η φρίκη... αλλά για μισό λεπτό... πού πήγαν όσοι είδαν κάποια κασέτα;

Προ της κριτικής
Προτού ξεκινήσω την κριτική, νομίζω θα ήταν τίμιο να μιλήσω για τη σχέση μου με το είδος αυτό. Τις ταινίες found footage ποτέ μου δεν κατάφερα να τις δω σαν κινηματογραφικό είδος που εξυπηρετεί κάποιο σκοπό.
Ακόμα και στο "The blair witch project", το οποίο δεν είδα ετεροχρονισμένα (το αναφέρω μόνο και μόνο γιατί όσοι ζούσατε εκείνη την εποχή, πιστεύω, θυμάστε τον ντόρο που είχε γίνει γύρω από την ταινία), δεν κατάφερα να βρω κάποιο νόημα, δεν τρόμαξα... και παρά το νεαρό της ηλικίας μου, δεν μου έκανε καμία απολύτως αίσθηση. Επίσης σε κάποια συνέχεια της "Μεταφυσικής δραστηριότητας" κατάφερε να με πάρει κι ο ύπνος. Η μόνη ταινία του είδους που δεν έχω νιώσει να χάνω το χρόνο μου ήταν το "Rec".
Παρόλα αυτά, ομολογώ ότι έχω δει όλες τις συνέχειες κι εξακολουθώ να τις παρακολουθώ, μόνο και μόνο γιατί ελπίζω να κατανοήσω κάποια στιγμή τον λόγο της επιτυχίας του είδους αυτού. Και τώρα, με καθαρή συνείδηση μπορώ να ξεκινήσω.

Η κριτική
Η ταινία αποτελείται από έξι εικοσάλεπτα φιλμάκια found footage. Τα πέντε από αυτά παρεμβάλλονται, ενώ το πρώτο είναι κι αυτό που έχει την ευθύνη της σύνδεσης των υπολοίπων.
Η διαφορά της συγκεκριμένης ταινίας με τις υπόλοιπες του είδους της είναι ότι, εδώ, ο θεατής καλείται να παρακολουθήσει έξι ταινίες μικρούς μήκους κι όχι μια μεγάλου. Αυτό, μπορεί για κάποιους να λειτουργήσει αρνητικά, για κάποιους άλλους θετικά.
Ένα από τα βασικά στοιχεία των ταινιών found footage, πάντως, είναι ότι, δημιουργώντας στον θεατή την ψευδαίσθηση του home-made video, τον κάνουν να αισθάνεται παρών σε ό,τι φρικιαστικό πρόκειται να συμβεί στην εκάστοτε ομάδα.
Με την απουσία των εφέ, ο τρόπος που επιτυγχάνουν να κάνουν το κοινό να συμπαρασταθεί στους πρωταγωνιστές, είναι είτε μέσω της διάρκειάς τους, που δεν ξεπερνά τη διάρκεια μιας 80λεπτης video-κασέτας, κάνοντας την ταινία αληθοφανή και δίνοντας παράλληλα στο θεατή τη δυνατότητα να προλάβει να διαμορφώσει μια ψυχολογία ομάδας, είτε δείχνοντας τους πρωταγωνιστές στην καθημερινότητά τους και παρουσιάζοντας στον θεατή ένα δείγμα της προσωπικότητα του κάθε ατόμου.
Δυστυχώς, η μικρή διάρκεια των ταινιών της συγκεκριμένης ταινίας είναι καταδικασμένη να θεωρηθεί αποτυχία από τους λάτρεις τους είδους, ακριβώς γιατί δεν αφήνει στον θεατή καμία δυνατότητα να προλάβει να "δεθεί" με τους χαρακτήρες ή την εκάστοτε παρέα.
Για τους μη-φανατικούς, πάλι, ίσως η συγκεκριμένη προσέγγιση να είναι προτιμότερη. Από το να βλέπεις τις ίδιες και τις ίδιες φάτσες επί μια ώρα και κάτι ψιλά, περισσότερο ενδιαφέρον έχει να παρακολουθείς κάτι διαφορετικό και να αλλάζεις παραστάσεις. Αλλά και πάλι, οι 2 ώρες σύνολο, πάνε πολύ.
Άλλο ένα στοιχείο που κάνει την συγκεκριμένη ταινία ν' αποτύχει, είναι ότι οι δυο στις έξι ταινίες, έχουν ως πρωταγωνιστές ομάδες αντιπαθητικών ατόμων (δεν αποκλείεται κάποιοι από εσάς να διαφωνήσετε), οι οποίοι τα 'θελαν και τα 'παθαν. Η μια από αυτές έχει ως πρωταγωνιστές μια ομάδα ηλιθίων που πηγαίνει γυρεύοντας, αφού ακούνε μια τρελή που καλά-καλά δεν την ξέρουν κιόλας. Άλλη μια σε κάνει να λυπηθείς την κακομοίρα την πρωταγωνίστρια και να σκέφτεσαι, αφού τελειώσει το ταινιάκι, τι ακριβώς παρακολούθησες. Η δεύτερη παρεμβαλλόμενη ταινία, έχει ως πρωταγωνιστές ένα ζευγάρι, παντελώς αδιάφορο στον θεατή. Κι η μόνη, της οποίας τους πρωταγωνιστές τους λυπάσαι λίγο, είναι της τελευταίας... αλλά ποιός κάθεται να δει μέχρι το τέλος;
Εκτός, βέβαια, της ψυχολογίας των πρωταγωνιστών, η ταινία αποτυγχάνει και στη σύνθεση του συνόλου. Υποτίθεται ότι τα video είναι τραβηγμένα από διαφορετικά άτομα. Για ποιό λόγο λοιπόν σε όλα η εικόνα είναι τόσο επιτηδευμένα κουνημένη(;) ή, στην πλειοψηφία τους, να παρεμβάλλονται εικόνες από ενδιάμεσα video(;).
Σαν ταινία found footage, τολμώ να πω ότι δεν είναι από τα καλύτερα δείγματα του είδους της. Σαν ταινία τρόμου, είναι μια ταινία found footage, που πόσο πια να σε τρομάξει(;), περισσότερο μπορεί να σε κάνει ν' αηδιάσεις ή να αδιαφορήσεις. Βέβαια δεν μπορώ να πω, το ενδιαφέρον της, να δεις αν όλο αυτό καταλήγει κάπου, το έχει. Σε γενικές γραμμές, δεν προτείνεται. Τώρα, αν έχετε την περιέργεια να το δείτε, ελπίζω να καταφέρει να σας κάνει να με διαψεύσετε.

Βαθμολογία: 1/5

Τα σχετικά
Αμερικάνικη ταινία τρόμου, σε σενάριο των Simon Barrett, Matt Bettinelli-Olpin, David Bruckner, Tyler Gillett, Justin Martinez, Glenn McQuaid, Radio Silence, Nicholas Tecosky και Chad Villella και σκηνοθεσία των David Bruckner, Glenn McQuaid, Radio Silence, Joe Swanberg, Ti West και Adam Wingard, διάρκειας 116 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Calvin Reeder, Lane Hughes, Adam Wingard και Hannah Rose Fierman.

Οι σύνδεσμοι
Trailer 
Imdb 
Rotten Tomatoes 

9 Οκτωβρίου 2012

(2011) Σιωπηλό σπίτι

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: Silent house


Η υπόθεση
Ο John (Adam Trese) θα πρέπει να μείνει με την κόρη του, Sarah (Elizabeth Olsen), στο εξοχικό τους, στην λίμνη, μέχρι αυτό να επισκευαστεί, για να πουληθεί όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Εκεί θα τους περιμένει ο θείος της Sarah, ο Peter (Eric Sheffer Stevens), ο οποίος θ' αποχωρήσει μετά από λίγη ώρα, αφήνοντάς τους ολομόναχους. Η Sarah, λίγο μετά την άφιξή της, θα συναντήσει μια παλιά γνωστή της, με την οποία έπαιζαν μαζί όταν ήταν παιδιά. Όλα δείχνουν φυσιολογικά, μέχρι τη στιγμή που ένας θόρυβος θα ακουστεί από το επάνω πάτωμα, ο John θα προσφερθεί να τον διερευνήσει για να ηρεμήσει η Sarah και τα ίχνη του θα χαθούν.

Η κριτική
Το "Σιωπηλό σπίτι" αποτελεί, εν μέρη, remake της ομώνυμης ουρουγουανικής ταινίας του 2010. Γυρισμένο με σκοπό να δώσει την αίσθηση ενός μονοπλάνου, προσπαθεί να δημιουργήσει μια φοβική ατμόσφαιρα σε πραγματικό χρόνο.
Ως remake, αξίζει ν' αναφέρω ότι αποτυγχάνει παταγωδώς. Η ταινία θα μπορούσε να αποτελέσει τον ορισμό της μάταιης ενασχόλησης του αμερικάνικου κινηματογράφου με ξενόγλωσσα, εναλλακτικά, θρίλερ που σκοπό έχουν να δημιουργήσουν μια ατμόσφαιρα και να εισάγουν τον θεατή σ' αυτήν. Τεχνικά, δεν μπορεί να υπάρξει σύγκριση των δυο ταινιών, ενώ στοιχεία που έχουν πρωτεύουσα σημασία στην αρχική εκδοχή του 2010, κι εδώ δεν λειτουργούν, αντί να παραληφθούν, χρησιμοποιούνται, αφήνοντας τον θεατή ν' αναρωτιέται "Τώρα αυτό τι το 'θελε;".
Ως ταινία τρόμου, βέβαια, καταφέρνει απλά να ξεπεράσει τα όρια της μετριότητας, κυρίως λόγω της Elizabeth Olsen, η οποία, παραδόξως για νέα ηθοποιός, είναι κι αυτή που κάνει την έκπληξη. Βέβαια, σ' αυτό, δεν αποκλείεται να παίζει ρόλο κι ότι η κάμερα στο χέρι δίνει την αίσθηση μιας πιο low-budget/ερασιτεχνικής παραγωγής. Παράλληλα, όμως, ο ρόλος της πρωταγωνίστριας είναι κι ο μόνος, που στο τέλος φαίνεται κάπως πιο δουλεμένος σε σχέση με τους υπόλοιπους.
Η ταινία, παρόλη την μικρή της διάρκεια, καταφέρνει να κουράσει τον θεατή με τα πέρα-δώθε και τα μπρος-πίσω στο σπίτι, αλλά τουλάχιστον καταφέρνει να διατηρήσει μέχρι τέλους έναν χαρακτήρα μυστηρίου, καθώς ο θεατής αδυνατεί να καταλάβει τι ακριβώς είναι αυτό που διαπράττει τα εγκλήματα και καταδιώκει την πρωταγωνίστρια. Επίσης, απορία δημιουργούν κι οι φωτογραφίες που όλοι προσπαθούν να κρύψουν από την νεαρή Sarah.
Τα κενά της υπόθεσης είναι τεράστια και δίνουν από την αρχή την αίσθηση του φτιαχτού. Για παράδειγμα, τα παράθυρα είναι όλα αμπαρωμένα, ρεύμα δεν υπάρχει, ακόμα κι η εταιρεία κινητής τηλεφωνίας δεν έχει καλή κάλυψη στην περιοχή, με αποτέλεσμα τα κινητά να βρίσκονται εκτός λειτουργίας. Βέβαια θα μου πείτε: "Αν δεν τα 'χε αυτά τι αμερικανιά θα ήταν;", σωστό κι αυτό.
Το έργο, ενδείκνυται βασικά για μεγάλη παρέα, νεαρών ατόμων, που ψάχνει μανιωδώς τέτοιου είδους θρίλερ για να τα μετατρέψει σε κωμωδίες. μέσω της σάτιρας. Για όσους, βέβαια, σας έχει κεντρίσει η υπόθεση, θα πρότεινα καλύτερα να ψάξετε την αυθεντική ταινία από την Ουρουγουάη (δυστυχώς κυκλοφορεί μόνο με αγγλικούς υπότιτλους και όχι σε όλα τα video-club). Αν πάλι, δεν ανήκετε στην κατηγορία αυτών που μπορούνε εύκολα να παρακολουθήσουν ένα εναλλακτικό θρίλερ, δείτε το, αλλά μην έχετε υψηλές απαιτήσεις.

Βαθμολογία: 1,5/5

Τα σχετικά
Αμερικάνικο θρίλερ του 2011, βασισμένο στην ομώνυμη ταινία του Gustavo Hernández, σε σενάριο της Laura Lau και σκηνοθεσία των Chris Kentis και Laura Lau, διάρκειας 86 λεπτών, με πρωταγωνιστές, τους Elizabeth Olsen, Eric Sheffer Stevens, Adam Trese, Julia Taylor Ross, Haley Murphy και Adam Barnett.

Οι σύνδεσμοι

(2010) Σιωπηλό σπίτι

Πρωτότυπος τίτλος: La casa muda
Αγγλικός τίτλος: The silent house


Η υπόθεση
Ο Wilson (Gustavo Alonso) αναλαμβάνει, μαζί με την κόρη του Laura (Florencia Colucci), να κάνει κάποιες επιδιορθώσεις στο εξοχικό του Néstor (Abel Tripaldi), για να μπορέσει, ο τελευταίος, να το πουλήσει. Η όλη διαδικασία πρόκειται να διαρκέσει 2 με 3 μέρες. Το πρώτο βράδυ, όμως, ο Wilson κι η Laura θ' ακούσουν έναν θόρυβο να έρχεται από το επάνω πάτωμα. Ο Wilson θ' ανέβει να βρει από που προήλθε ο θόρυβος και θα γυρίσει με ένα πρόσωπο κατακρεουργημένο. Η Laoura θα βρεθεί εγκλωβισμένη σ' ενα σπίτι, με έναν δολοφόνο, μια κάμερα Polaroid και διάφορες φωτογραφίες.

Η κριτική
Το "Σιωπηλό σπίτι" είναι ένα θρίλερ, βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα, που συνέβησαν στην Ουρουγουάη, τον Νοέμβριο του 1944. Γυρισμένο, όπως έχει ανακοινωθεί, σε ένα μονοπλάνο, καταφέρνει να υποβάλει, περισσότερο, τον θεατή σε μια κατάσταση φόβου, παρά να τον αιφνιδιάσει.
Η ταινία απευθύνεται περισσότερο σε ένα σινεφίλ κοινό ταινιών τρόμου, καθώς η μαγεία της κρύβεται σε διάφορα τεχνάσματα που χρησιμοποιεί και στο γεγονός ότι αναπαριστά μια αληθινή ιστορία, στοιχεία δηλαδή που ένας απλός θεατής δύσκολα θα εκτιμήσει.
Ξεκινώντας με ένα σκοτεινό εξωτερικό πλάνο, με μια μουσική νανουρίσματος και με κάμερα στο χέρι, καταφέρνει να εισάγει, εξ αρχής, τον θεατή στην επιθυμητή κατάσταση. Οι διάλογοί της είναι πενιχροί και χρησιμοποιούνται μόνο όταν είναι απολύτως απαραίτητοι και φυσικά τα πρόσωπα, που εμφανίζονται μπροστά στην κάμερα, περιορίζονται στα τέσσερα.
Το ουρουγουανικό αυτό φιλμ δεν κάνει καμία προσπάθεια να κρύψει ότι είναι μια εναλλακτική, low-budget ταινία, που καταφέρνει, όμως, με έναν εκπληκτικό τρόπο να κεντρίσει το ενδιαφέρον του θεατή, καθώς, συνεχώς του παρουσιάζει στοιχεία που θα τον βάλουν σε σκέψεις: i) Ποιός είναι ο δολοφόνος; Είναι πνεύματα; Είναι άνθρωποι; ii) Ποιά είναι η σημασία του άλμπουμ με τις φωτογραφίες; Για ποιό λόγο μου δείχνει και μου ξαναδείχνει μια κάμερα Polaroid; iii) Ποιό είναι αυτό το κοριτσάκι;, κτλ.
Με εξαίρεση την κάμερα Polaroid και την εμφάνιση ενός τζιπ, το φιλμ, δεν παραπέμπει σε κάποια συγκεκριμένη χρονική περίοδο, γεγονός που το κάνει να θυμίζει περισσότερο την εποχή στην οποία αναφέρεται, παρά την σημερινή. Επίσης οι απλές σκηνοθετικές τεχνικές, όπως για παράδειγμα η εικόνα που φωτίζεται, σε κάποιο σημείο, μόνο μέσω του φλας της φωτογραφικής μηχανής ή η σταθεροποίηση της κάμερας, σε μια σκηνή, εκτός του χώρου δράσης, που δίνει μια ηδονοβλεπτική χροιά, μέσω της ανοιχτής πόρτας που βλέπει σ' αυτόν, συντελούν στην τεχνική αρτιότητα του συνόλου.
Το γεγονός, τέλος, ότι η ταινία δεν ολοκληρώνεται στους τίτλους τέλους, αλλά παράλληλα δεν αφήνει και τον θεατή να σηκωθεί από το κάθισμά του, κερδίζοντας την προσοχή του με την παρουσίαση διαφόρων φωτογραφιών, όπως, παράλληλα κι ο τίτλος της ταινίας, που δικαιολογείται τόσο από το ίδιο το σπίτι, όσο κι από τα ευρήματα/πτώματα των αστυνομικών ή τους πίνακες χωρίς χαρακτηριστικά, είναι η τελική πινελιά που έκανε την συγκεκριμένη ταινία, άξια της προσοχής των κριτικών.
Δυστυχώς, λόγω των αργών ρυθμών της και του τρόπου γυρίσματός της, δεν είναι από τις ταινίες που προτείνεται εύκολα. Όπως προανέφερα, όντας κυρίως ένα ατμοσφαιρικό, τεχνικό θρίλερ, οι μόνοι που ενδέχεται να την εκτιμήσουν, είναι το σινεφίλ κοινό των ταινιών τρόμου. Για τους υπόλοιπους αποτελεί, απλά, μια από τις χιλιάδες ταινίες θρίλερ που βλέπουν το φως της κινηματογραφικής αίθουσας, χωρίς να έχουν κάποιο ιδιαίτερο νόημα.

Βαθμολογία: 2,5/5

Τα σχετικά
Ουρουγουανικό θρίλερ του 2010, βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα, αλλά και σε ιστορία των Gustavo Hernández και Gustavo Rojo, σε σενάριο του Oscar Estévez, διάρκειας 86 λεπτών, με πρωταγωνιστές, τους Florencia Colucci, Gustavo Alonso, Abel Tripaldi και María Salazar.

Οι σύνδεσμοι
Imdb