12 Μαρτίου 2013

(2012) Η επίθεση

Πρωτότυπος τίτλος: L' attentat
Αγγλικός τίτλος: The attack


Η υπόθεση
Ο αραβικής καταγωγής Amin Jaafari (Ali Suliman) έχει καταφέρει να χτίσει μια πετυχημένη καριέρα ως χειρούργος στο Ισραήλ. Ο κόσμος του όμως διαλύεται όταν πληροφορείται ότι η σύζυγός του βρέθηκε νεκρή μετά από μια βομβιστική επίθεση για την οποία ευθύνεται η ίδια. Αρνούμενος να πιστέψει τις εξωφρενικές κατηγορίες, ανακαλύπτει αδιάσειστα στοιχεία για την ενοχή της και ξεκινά ένα ταξίδι στην γενέτειρά του, με σκοπό να καταλάβει τους λόγους που την οδήγησαν στην εγκληματική αυτή πράξη.

Η κριτική
Βλέποντας κανείς την νέα ταινία του λιβανέζικης καταγωγής Ziad Doueiri σίγουρα μαγεύεται από την απλότητα και την ειλικρίνεια με την οποία παρουσιάζεται πλήρως απογυμνωμένος ο ακατανόητος, για εμάς τους Δυτικούς, πόλεμος ανάμεσα στους δυο αιώνιους εχθρούς, τους Ισραηλινούς και τους Παλαιστινίους.
Με την επιλογή ενός άντρα αραβικής καταγωγής, στον οποίο έχει δοθεί η ευκαιρία να μορφωθεί, να κάνει καριέρα χειρούργου στο Ισραήλ και που παράλληλα έχει κερδίσει τον σεβασμό και την εμπιστοσύνη της τοπικής ιατρικής κοινότητας, τίθενται οι βάσεις για ένα έργο στο οποίο ερευνώνται τα επιχειρήματα και των δυο πλευρών, αφού ο σκεπτόμενος θεατής ταυτίζεται με τον σκεπτόμενο ήρωα, ο οποίος θα βρεθεί άθελά του μέσα σ' αυτήν τη διαμάχη που συνειδητά έχει επιλέξει ν' αγνοεί.
Ως βάση επίσης για την εξέλιξη της ιστορίας, θα δούμε ότι θα χρησιμεύσει η σχέση που είχε αναπτυχθεί ανάμεσα στον Amin και την σύζυγό του. Μια σχέση στην οποία, παρά τα έντονα συναισθήματα και τον κοινό βίο, ο καθένας κατάφερε να διατηρήσει ακέραια τα πιστεύω του και την προσωπική του ελευθερία, αλλά κι η οποία όπως βλέπουμε λειτουργεί ως καταφύγιο για τον ήρωα μας, καθώς συνεχώς ανατρέχει στις αναμνήσεις του και σε φανταστικούς διαλόγους με την αγαπημένη του. Έτσι, ανάγοντας την ιστορία στη σφαίρα των ανθρωπίνων σχέσεων και με την απουσία ενός πολιτικού υπόβαθρου, ο θεατής βρίσκεται πλέον στην κατάλληλη θέση να δεχτεί μαζί με τα επιχειρήματα του "πολιτισμένου" Ισραήλ κι αυτά της "απολίτιστης" και "φανατισμένης" Παλαιστίνης.
Από σκηνοθετικής απόψεως, ο Doueiri έχει καταφέρει ν' αναδείξει με πολύ όμορφο τρόπο το επίφοβο Μεσανατολικό ζήτημα. Απλός και περιεκτικός, εκμεταλλεύεται κατάλληλα τον κινηματογραφικό χρόνο, αποφεύγει να περιττολογήσει και προβάλει μόνο ό,τι κρίνεται απαραίτητο για να προωθηθεί η πλοκή. Όσο για την παρεμβολή των σκηνών, στις οποίες ο πρωταγωνιστής είτε συνομιλεί με την αποθανούσα, είτε ανασύρει μνήμες, παρόλο που δεν υπάρχει κάτι χαρακτηριστικό που να τις διαχωρίζει από την πραγματικότητα, η λειτουργία τους είναι συμπληρωματική κι απόλυτα ταιριαστή, χωρίς ο θεατής να χάνεται ανάμεσα σε παρόν-παρελθόν και πραγματικότητα-φαντασία.
Λαμβάνοντας υπ' όψιν έτσι ότι κύριο μέλημα του έργου είναι η παράθεση και των δυο πλευρών ενός νομίσματος, χωρίς να προωθείται περισσότερο μια εξ αυτών, η ταινία αποτελεί μια πολύ καλή πρόταση για όσους θα ήθελαν ν' ανακαλύψουν τις αιτίες πίσω από τις πολύνεκρες επιθέσεις αυτοκτονίας που σημειώνονται διαρκώς στις χώρες της Μέσης Ανατολής.

Βαθμολογία: 3/5

Τα σχετικά
Λιβανέζικο δράμα του 2012, βασισμένο στο ομώνυμο βιβλίο του Yasmina Khadra, σε σενάριο των Ziad Doueiri και Joelle Touma και σκηνοθεσία του Ziad Doueiri, διάρκειας 102 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Ali Suliman, Reymond Amsalem και Evgenia Dodena.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

11 Μαρτίου 2013

(2012) Ένα πλοίο για την Παλαιστίνη

Πρωτότυπος τίτλος: Ένα πλοίο για την Παλαιστίνη
Αγγλικός τίτλος: A ship to Palestine


Η υπόθεση
Ο Ιορδάνης Κύρογλου (Θεοδόσης Ζάννης) είναι ένας πλούσιος ιδιοκτήτης κάποιας βιομηχανίας σ' ένα λιμάνι στον Νότο της Πελοποννήσου. Μαζί με τον Γιατράκο (Γιώργο Κοψιδά), τον αρχηγό της αστυνομίας, προσπαθεί να συλλέξει πληροφορίες για την έλευση του πλοίου "Ναόμι", που έρχεται από τον Παναμά μεταφέροντας σιτάρι. Η κόρη του Κύρογλου, του αρχηγού των Μασόνων, συνευρίσκεται με τον Γερμανό ακόλουθο του πατέρα της, Κουρτ (Ιερώνυμο Καλετσάνο), όμως στην προσπάθειά της να μάθει ποιός ευθύνεται για τον θάνατο της Εβραίας μητέρας της, ερωτεύεται έναν Παλαιστίνιο αντάρτη, τον Αμπντουλά (Μανώλη Παπαδάκη). Ταυτόχρονα, μέσα από πλάνα αρχείου της εφημερίδας "Η φωνή" ακούγονται οι ιστορίες διαφόρων γυναικών των Βαλκανικών κι Ανατολικών χωρών.

Η κριτική
Ο Νίκος Κούνδουρος, μετά από την μακρόχρονη προσφορά του στον ελληνικό κινηματογραφικό χώρο, δημιουργεί μια πολύπλοκη κι αρκετά ιδιαίτερη ταινία, για την οποία είναι εξαιρετικά δύσκολο να μιλήσει κανείς, καθώς μέσα στις δυο ώρες διάρκειάς του το "Ένα πλοίο για την Παλαιστίνη" προβάλλει μια πληθώρα πολιτικών θεμάτων που με μεγάλη δυσκολία θα μπορούσαν να συνδυαστούν αρμονικά σε μια δίωρη παραγωγή.
Ως κεντρικό άξονα για την ανάπτυξη της ιστορίας του, ο μεγάλος Έλληνας δημιουργός, χρησιμοποιεί την πραγματική ιστορία ενός πλοίου που μετέφερε σίτο από τον Παναμά και τα ίχνη του χάθηκαν ανάμεσα στη Σύμη και την Ρόδο. Το πλοίο όμως αυτό, δεν κάνει ποτέ την εμφάνισή του επί της οθόνης κι οι μόνες πληροφορίες που δίνονται στον θεατή βασίζονται σε εικασίες και στην ελπίδα ότι υπάρχει κάποιο πρόσωπο, το οποίο θα γνωρίζει κάτι περισσότερο από τους υπόλοιπους χαρακτήρες. Κανείς όμως δεν γνωρίζει αν τα όσα λέγονται για το "Ναόμι" είναι αληθή και η αμφιβολία υπάρχει διάσπαρτη καθ' όλη τη διάρκεια της ιστορίας.
Μέσα σ' αυτό το πλαίσιο λοιπόν, θα μας συστηθεί ένας βαθύπλουτος Έλληνας Μασόνος, ο οποίος ό,τι έχει καταφέρει το οφείλει στον γάμο του με μια πλούσια Εβραία, που δεν βρίσκεται πλέον στη ζωή. Αν λάβουμε υπ' όψιν μας την επαναλαμβανόμενη ρήση ότι οι Εβραίοι είναι το χρήμα κι οι Μασόνοι η εξουσία, τότε εύκολα μπορούμε να κατανοήσουμε τον συμβολισμό του γάμου αυτού, αλλά και την συνεχή επαφή της εξουσίας με τον αρχηγό της αστυνομίας, που παρουσιάζεται ως το κράτος.
Επίσης, δεδομένης της συμμετοχής των Εβραίων στην ταινία, θα μπορούσε να δικαιολογήσει κανείς και την ύπαρξη των Παλαιστινίων, αλλά και την παρουσία ενός Γερμανού Ναζί. Αυτό που μπερδεύει όμως τον θεατή και τον οδηγεί σε σύγχυση είναι ο συνδυασμός όλων των παραπάνω, μαζί με την αναφορά στον τύπο, στις μαρτυρίες των γυναικών που ήρθαν στην Ελλάδα αναζητώντας μια καλύτερη ζωή, την οποία ποτέ τους δεν πλησίασαν και στον έρωτα της κόρης του Μασόνου και της Εβραίας με τον Παλαιστίνιο αντάρτη. Μπορεί η τελευταία ν' αποτελεί θεωρητικά τον συνδετικό κρίκο όλων αυτών, καθώς εκείνη σχετίζεται με δεσμούς αίματος με τον Κύρογλου, εκείνη δουλεύει στον τύπο, εκείνη έχει τραβήξει τα πλάνα αρχείου με τις μαρτυρίες, εκείνη συνουσιάζεται με τον Γερμανό κι ερωτεύεται τον Άραβα, όμως πέραν μιας άκρως επιφανειακής συνάφειας, είναι ακατανόητη η ύπαρξη τόσο πολλών και διαφορετικών νοηματικών.
Παράλληλα, ακόμη κάτι που ξενίζει είναι ο απόλυτα αποστειρωμένος σκηνικός χώρος, ο οποίος δεν ταιριάζει σε κανένα γνωστό χωρο-χρόνο, οι ερμηνείες των ηθοποιών οι οποίες είναι ανάλογες μιας αρχαίας τραγωδίας και πλήρως ακατάλληλες για μια σύγχρονη ταινία κι ο λόγος αυτών, που αντί να απευθύνεται έμμεσα στον θεατή μέσω του μεταξύ των ηρώων διαλόγου, απευθύνεται άμεσα σ' αυτόν μέσω της οπτικής επαφής με τον κινηματογραφικό φακό.
Με άλλα λόγια, κανείς δεν μπορεί ν' αμφισβητήσει έναν καθιερωμένο σκηνοθέτη, όπως είναι ο Νίκος Κούνδουρος και σίγουρα κατά την παρακολούθηση του νέου του πονήματος, το κοινό θα κληθεί ν' ανακαλύψει και ν' αποκρυπτογραφήσει συμβολισμούς και "κατηγορώ" του δημιουργού του. Το ζήτημα όμως είναι ότι παρά τα πολύ ενδιαφέροντα συμπεράσματα στα οποία μπορεί να καταλήξει έκαστος, νομίζω ότι είναι αδύνατον να δοθεί μιας σαφής και σφαιρική εικόνα επί του συνόλου, καθώς τα επί μέρους παραμένουν έως τους τίτλος τέλους ασύνδετα, αφήνοντας μια ασυνάρτητη αίσθηση, χωρίς ν' αποκλείεται βέβαια αυτός να είναι κι ο σκοπός.

Βαθμολογία: 1,5/5

Τα σχετικά
Ελληνικό δράμα του 2012, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Νίκου Κούνδουρου, διάρκειας 120 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές τους Θεοδόση Ζάννη, Γιώργο Κοψιδά, Εύα Ψυλλάκη, Μανώλη Παπαδάκη, Ιερώνυμο Καλετσάνο, Ερρίκο Λίτση, Αγάπη Μανουρά, Δέσποινα Μοίρου και Ελένη Κωνσταντίνου.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

6 Μαρτίου 2013

(2012) Το πρόσωπο της ομίχλης

Πρωτότυπος τίτλος: В тумане (V tumane)
Αγγλικός τίτλος: In the fog


Η υπόθεση
Στην Σοβιετική Ένωση του 1942, ενώ η χώρα βρίσκεται υπό γερμανική κατοχή, δυο μέλη της αντίστασης, επισκέπτονται το σπίτι της οικογένειας του Sushenya (Vladimir Svirskiy) και παίρνουν μαζί τους τον νεαρό άντρα, με σκοπό να τον σκοτώσουν ως τιμωρία για την προδοσία που πιστεύεται ότι διέπραξε και που οδήγησε στην κρεμάλα τους τρεις αντιστασιακούς συνεργάτες του. Λίγο πριν την δολοφονία του όμως, οι τρεις άντρες δέχονται επίθεση με αποτέλεσμα τον τραυματισμό του Burov (Vladislav Abashin) κι ο Sushenya, με την συνοδεία του Voitik (Sergei Kolesov), θα πάρει την απόφαση να μεταφέρει τον μισο-πεθαμένο Burov εκεί που θα του ζητηθεί.

Η κριτική
Ο Sergei Loznitsa στηριζόμενος σε ένα ιστορικό μυθιστόρημα του Vasili Bykov, στην δεύτερη ταινία μυθοπλασίας που σκηνοθετεί, αποπειράται ν' αποδώσει όσο το δυνατόν πιστότερα το ηθικό δράμα που βίωσαν οι απλοί άνθρωποι που έζησαν την βιαιότητα της γερμανικής κατοχής.
Επιλέγοντας ως ήρωες τρεις άκρως διαφορετικούς χαρακτήρες, των οποίων τις ιστορίες θα δούμε να παρεμβάλλονται με την μορφή ιντερλούδιου κατά την διάρκεια εξέλιξης της πλοκής, εμπλουτίζοντας τοιουτοτρόπως την μακρόσυρτη πορεία των ηρώων προς μια "άγνωστη" κατεύθυνση, ο Loznitsa προσπαθεί να αναδείξει όλες τις ανθρώπινες φιγούρες που συμμετείχαν ενεργά ή μη στον αγώνα των αντιστασιακών.
Ως κεντρικό ήρωα έτσι, γνωρίζουμε τον Sushenya, έναν άντρα που έχει αδικηθεί από τον περίγυρό του, αλλά κι από τον ίδιο του τον εαυτό, ο οποίος σταδιακά οδεύει προς την αγιοποίησή του, καθώς το ηθικό του σθένος ξεπερνά το έμφυτο ένστικτο της επιβίωσης και τον υποχρεώνει να κρατήσει έναν ακέραιο χαρακτήρα ακόμα κι απέναντι σε έναν άνθρωπο που πρόθυμα θα τον θανάτωνε. Έπειτα παρουσιάζεται ο χαρακτήρας του Burov, ενός αντιστασιακού, που αρνείται ν' αφήσει την πατρίδα του στα χέρια ανάξιων ανδρών, χωρίς έστω να δώσει τον δικό του αγώνα να υπερασπιστεί αυτά που ανήκουν στον λαό του και τέλος, μας συστήνεται ο Voitik, ένα εγωκεντρικό πλάσμα που δίνει την αίσθηση ότι τυχαία βρέθηκε να υπηρετεί την αντίσταση.
Μέσα από την συνάντηση των τριών αυτών ανδρών και την πορεία τους στα ομιχλώδη δάση των δυτικών συνόρων της Σοβιετικής Ένωσης, ερχόμαστε αντιμέτωποι με μια προσπάθεια απεικόνισης της εμπόλεμης υπαίθρου, μέσα από ένα θρησκευτικό πρίσμα, στο οποίο ο πρωταγωνιστής προσομοιώνεται με τον Χριστό που εδώ, αντί να κουβαλά στον Γολγοθά του ένα σταυρό, κουβαλά με απαράμιλλη υπομονή τον παρ' ολίγον δολοφόνο του. Ταυτόχρονα όμως κι οι δυο αντάρτες μοιάζουν να αναπαριστούν τους δυο ληστές της Σταύρωσης.
Με την ιστορία του Burov να προηγείται, αυτή του Sushenya ν' ακολουθεί και του Voitik να κλείνει τον κύκλο των αναδρομών, είναι σαν να παρουσιάζεται στον θεατή η εικόνα της Σταύρωσης, όπου στην μέση βρίσκεται ο Μεσσίας, εκ δεξιών ο καλός κι εξ αριστερών ο κακός ληστής. Παρόλο το συμβολισμό της όμως, οι ρυθμοί της ταινίας είναι βασανιστικά αργοί, χωρίς παράλληλα η φωτογραφία της να εξισορροπεί στο ελάχιστο την αραιή αφηγηματική της, γεγονός που αφήνει τον θεατή να χαθεί στις σκέψεις του και δεν τον κρατά ενεργό κατά την διάρκειά της, κάνοντας έτσι την παραγωγή στο σύνολό της να μοιάζει ανούσια και ξεπερασμένη.
Για τους παραπάνω λόγους λοιπόν "Το πρόσωπο της ομίχλης" προτείνεται κυρίως στο φεστιβαλικό κοινό των κινηματογραφικών αιθουσών, καθώς δύσκολα θα εκτιμηθεί ακόμα κι από το εν γένει σινεφίλ κοινό.

Βαθμολογία: 1/5

Τα σχετικά
Ρώσικο δράμα του 2012, βασισμένο σε μυθιστόρημα του Vasili Bykov, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Sergei Loznitsa, διάρκειας 127 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Vladimir Svirskiy, Vladislav Abashin και Sergei Kolesov.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

(2013) Παρενέργειες

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: Side effects


Η υπόθεση
Μετά από τέσσερα χρόνια αναμονής, ο Martin Taylor (Channing Tatum) αποφυλακίζεται και ξανασμίγει με τη γυναίκα του, Emily (Rooney Mara). Η Emily όμως, αντί να πλέει σε πελάγη ευτυχίας, αποπειράται ανεπιτυχώς ν' αυτοκτονήσει, γνωρίζοντας έτσι τον ψυχίατρο Jonathan Banks (Jude Law), με τον οποίο ξεκινά θεραπεία για την καταπολέμηση της κατάθλιψής της. Έπειτα από διάφορες αγωγές, η Emily καταλήγει σ' ένα νέο αντικαταθλιπτικό, το Ablixa, το οποίο μοιάζει να έχει θαυματουργή επίδραση στην διάθεσή της. Οι παρενέργειες όμως δεν θ' αργήσουν να κάνουν την εμφάνισή τους, καθώς η Emily ξεκινά να υπνοβατεί, δολοφονώντας τον άντρα της σε ένα από τα περιστατικά υπνοβασίας. Πού όμως θα πρέπει ν' αποδοθούν οι ευθύνες;

Η κριτική
Σε μια περίοδο όπου τα θρίλερ έχουν αρχίσει να ανακυκλώνονται, αναπαράγοντας συνεχώς τα ίδια και τα ίδια, ο Steven Soderbergh σε συνεργασία με τον Scott Z. Burns, αναλαμβάνουν να δημιουργήσουν μια πρωτότυπη και εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ταινία του είδους, που θυμίζει σε κάποια σημεία της παλιό και συνεπώς καλό φιλμ νουάρ. Παίζοντας με διάφορες θεματικές, οι δημιουργοί της καταπιάνονται με τον χώρο της ψυχολογίας, και πιο συγκεκριμένα τα συνεχώς αυξανόμενα κρούσματα κατάθλιψης, και στην συνέχεια προσεγγίζουν τον σχετικά "παρθένο", αλλά πολύ αξιόλογο για εξερεύνηση, χώρο των φαρμακοβιομηχανιών.
Ξεκινώντας λοιπόν με μια σκηνή φόνου, μετά την οποία ο θεατής θα γυρίσει τρεις μήνες πίσω για να παρακολουθήσει το χρονικό που οδήγησε σ' αυτή τη στιγμή, ο Soderbergh κάνει μια εξαίρετη αρχή, κερδίζοντας το κινηματογραφικό κοινό από το πρώτο λεπτό. Χωρίς να γίνεται χρήση υπερβολών, η περιέργεια εξάπτεται κι έπειτα ο χρόνος που προσφέρεται στην προβολή των γεγονότων που έλαβαν χώρα στο προαναφερθέν διάστημα, αρκεί για την προβολή των απολύτως απαραίτητων, χωρίς επομένως να προλαβαίνει να κουράσει με εξηγήσεις και να χάσει το βλέμμα του θεατή πριν ξεκινήσει το πραγματικό θρίλερ.
Χρησιμοποιώντας ως αφετηρία την ανθρώπινη ψυχοσύνθεση, την οποία αποπειράται να παρουσιάσει όσο το δυνατόν ορθότερα, και την κατάθλιψη που εξαπλώνεται σε ολοένα και περισσότερους ανθρώπους του δυτικού κόσμου, πετυχαίνει να στήσει όμορφα τις βάσεις για το πέρασμα στον βρώμικο κόσμο των φαρμακοβιομηχανιών, γλιστρώντας ανεπαίσθητα από το ένα θέμα στο άλλο. Η παρουσίαση των ηρώων και των εξιλαστήριων θυμάτων που σε κάνουν ν' αμφιβάλλεις για τις προθέσεις του καθενός ωστόσο, δεν περιορίζονται μονάχα στον συγκεκριμένο χώρο αλλά αντικατοπτρίζουν όλον τον επιχειρηματικό κόσμο των μεγάλων κερδών και των αρρωστημένων παιχνιδιών συμφέροντος.
Έτσι επομένως έχουμε την συνταγή για ένα φαινομενικά διαφορετικό φιλμ, του οποίου η επιτυχία εξαρτάται, εκτός των άλλων, κι από την ερμηνευτική του πλαισίωση. Οι επιλογές λοιπόν της Rooney Mara και του Jude Law σε πρωταγωνιστικούς ρόλους είναι καίριας σημασίας κι αποδεικνύονται οι καταλληλότερες, καθώς κι οι δυο ανταποκρίνονται έξοχα στις απαιτήσεις των χαρακτήρων που ενσαρκώνουν. Οι Channing Tatum και Catherine Zeta-Jones επίσης, είναι εξίσου ικανοποιητικοί στους δευτερεύοντες ρόλους τους. Παράλληλα η φωτογραφία κι η μουσική επένδυση, αν και δεν κάνουν ιδιαίτερη αίσθηση, συμπληρώνουν αρμονικά το υπόλοιπο σύνολο.
Αν λοιπόν είστε λάτρεις των καλών θρίλερ ή των ταινιών που εστιάζουν στην ανθρώπινη ψυχοσύνθεση, οι "Παρενέργειες" αποτελούν μια αναπάντεχα καλή πρόταση για εσάς, καθώς σκηνοθετικά, ερμηνευτικά και χρονικά αποτελεί μια προσεγμένη παραγωγή που καταφέρνει ν' ανταποκριθεί στις προσδοκίες των θεατών της.

Βαθμολογία: 3/5

Τα σχετικά
Αμερικάνικο θρίλερ του 2013, σε σενάριο του Scott Z. Burns και σκηνοθεσία του Steven Soderbergh, διάρκειας 106 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Rooney Mara, Jude Law, Catherine Zeta-Jones και Channing Tatum.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

5 Μαρτίου 2013

(2012) Κατερίνα Γώγου: Για την αποκατάσταση του μαύρου

Πρωτότυπος τίτλος: Κατερίνα Γώγου: Για την αποκατάσταση του μαύρου
Αγγλικός τίτλος: Katerina Gogou: Reinstating the dark side


Η υπόθεση
Η Κατερίνα Γώγου γεννήθηκε το 1940. Στην αρχή της καριέρας της ασχολήθηκε με την υποκριτική κι έπειτα κυρίως με την συγγραφή αντισυμβατικών ποιημάτων που αναφέρονταν πάντα στους αντι-ήρωες των Εξαρχείων και των γύρω περιοχών. Λίγο καιρό πριν αυτοκτονήσει, μπλέκει στον κόσμο των ναρκωτικών και σήμερα, μαζί με τον Παύλο Σιδηρόπουλο και τον Νικόλα Άσιμο θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα ροκ είδωλα της ασυμβίβαστης γενιάς.

Η κριτική
Η Κατερίνα Γώγου είναι αδιαμφισβήτητα ένα από τα σημαντικότερα ροκ είδωλα που έζησαν κι επηρεάστηκαν βαθειά από τις κοινωνικο-πολιτικές αναταράξεις της Ελλάδας της περιόδου του 1960-1980, αφήνοντας πίσω της ένα σημαντικό όγκο ποιημάτων, στα οποία εκφράζει τον πόνο των αδυνάτων με έναν τρόπο άκρως αντισυμβατικό και ταυτόχρονα απόλυτα ποιητικό.
Αρκετά από τα ποιήματά της έχουν μελοποιηθεί από σημαντικούς καλλιτέχνες της εναλλακτικής μουσικής σκηνής κι η ίδια διεκδικεί τον σεβασμό, αλλά και τον θαυμασμό διεθνώς αναγνωρισμένων Ελλήνων, και μη, ποιητών. Ακόμα κι αν τ' όνομά της δεν είναι τόσο γνωστό στο ευρύ κοινό, όσο τα ονόματα άλλων ηρώων της ασυμβίβαστης γενιάς, τα ποιήματά της, το τελευταίο διάστημα, διαδίδονται όλο και περισσότερο στην νεολαία της κρίσης, αυξάνοντας το ενδιαφέρον τους να γνωρίσουν το πρόσωπο πίσω από τις λέξεις.
Για πολλούς βέβαια, το όνομα της Κατερίνας Γώγου δεν σημαίνει κάτι περισσότερο από μια ανάλαφρη και ζωηρή παρουσία στις ελληνικές ταινίες της δεκαετίας του '60, που έχει μείνει στην ιστορία για την φράση της: "Εγώ κοιτούσα την Γιαδικιάρογλου, που κοιτούσε την Πετροπούλου, που κοιτούσε την Πετροβασίλη". Αυτή η γλυκιά ύπαρξη όμως, είναι η ίδια γυναίκα που πρωταγωνιστεί στο "Βαρύ πεπόνι", στην "Παραγγελιά" και στο "Όστρια: Το τέλος του παιχνιδιού".
Όπως και να την έχει γνωρίσει βέβαια ο καθένας, η Γώγου των δευτερευόντων κωμικών ρόλων κι η Γώγου των πρωταγωνιστικών ρόλων και των αντισυμβατικών ποιημάτων δεν παύουν να είναι το ίδιο πρόσωπο κι αυτό αποπειράται να παρουσιάσει μέσα απ' αυτό το ντοκιμαντέρ, ο Αντώνης Μποσκοΐτης. Το ζήτημα όμως είναι ότι σαν αποτέλεσμα, το έργο του Μποσκοΐτη πλησιάζει περισσότερο σ' αυτό που θα χαρακτήριζε κάποιος "αφιέρωμα για ένα περιορισμένο κοινό" απ' ό,τι σ' ένα ντοκιμαντέρ που καταφέρνει να παρουσιάσει σφαιρικά την πολύπλευρη προσωπικότητά της.
Μέσω αποσπασμάτων από ταινίες στις οποίες συμμετέχει και πρωταγωνιστεί, σπάνιων ντοκουμέντων στα οποία την βλέπουμε να κινείται και να αλληλεπιδρά με τους γύρω της, μαρτυριών από άτομα που διασταυρώθηκαν απλώς οι δρόμοι τους ή μοιράστηκαν μαζί της ένα μέρος της ζωής τους, αναγνώσεων σημαντικών ποιημάτων της και εξιστόρηση των κοινωνικών αναταράξεων στις οποίες συμμετείχε ενεργά η ίδια, γίνεται μια προσπάθεια να δοθεί μια εικόνα του φαινομένου που ακούει στ' όνομα Γώγου. Δυστυχώς όμως, η έλλειψη γραμμικότητας, αλλά κι η ανεξήγητη παραβολή διάφορων δρώμενων με την Λουκία Μιχαλοπούλου να ενσαρκώνει την Κατερίνα Γώγου, η οποία ερμηνευτικά αξίζει ν' αναφερθεί ότι είναι εκπληκτική, συμβάλλουν στην δημιουργία μιας θολής εικόνας που περισσότερο μπερδεύει, παρά αναδεικνύει την προσωπικότητα της κεντρικής ηρωίδας.
Έτσι λοιπόν, το ασπρόμαυρο αυτό αφιέρωμα απευθύνεται αποκλειστικά σε όσους ήδη γνωρίζουν ποιά και τί ήταν η Κατερίνα Γώγου κι αναζητούν αφορμή να ξαναέρθουν, έστω και για λίγο, σ' επαφή με την ίδια και το έργο της.

Βαθμολογία: 1,5/5

Τα σχετικά
Ελληνικό ντοκιμαντέρ του 2012, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Αντώνη Μποσκοΐτη, διάρκειας 67 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Κατερίνα Γώγου, Λουκία Μιχαλοπούλου, Γιώργο Κορδέλα, Νάνο Βαλαωρίτη, Λένα Πλάτωνος, Βασίλη Παπακωνσταντίνου, Αντώνη Καφετζόπουλο, Όλια Λαζαρίδου, Εύα Κουμαριανού, Μαρία Λαγγουρέλη, Αντρέα Θωμόπουλο και Νίκο Καλογερόπουλο.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

4 Μαρτίου 2013

(2012) Χαμένος παράδεισος

Πρωτότυπος τίτλος: Tabu
Ελληνικός τίτλος στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης του 2012: Σαν σε όνειρο


Η υπόθεση
Η Pilar (Teresa Madruga) είναι μια καλοκάγαθη γυναίκα που προσπαθεί συνεχώς να φαίνεται χρήσιμη, αλλά και να χαροποιεί, τους ανθρώπους που την περιβάλλουν. Η κύρια έννοια της Pilar όμως, είναι η ηλικιωμένη γειτόνισσά της, η Aurora (Laura Soveral), η οποία φαίνεται να έχει χάσει τα λογικά της, είναι εξαρτημένη από τα τυχερά παιχνίδια κι έχει μια ιδιότυπη σχέση με την κόρη της. Όταν κάποια στιγμή η Aurora φτάσει κοντά στον θάνατο, θα ζητήσει από την Pilar και την υπηρέτριά της, την Santa (Isabel Muñoz Cardoso), να εντοπίσουν και να καλέσουν κοντά της έναν άγνωστο άνδρα που ακούει στ' όνομα Gian Luca Ventura (Henrique Espírito Santo), ο οποίος και θ' αφηγηθεί στις δυο γυναίκες την ιστορία του ίδιου και της Aurora.

Η κριτική
Η τρίτη μεγάλου μήκους ταινία του πολυτάλαντου Miguel Gomes αποδεικνύεται ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα για το σινεφίλ κοινό, καθώς μέσα από την αντιπαραβολή των δυο μερών στα οποία είναι χωρισμένη, παρουσιάζεται λιτά κι ωστόσο εξαίσια η διαφορά ανάμεσα στο σημερινό σουρεαλιστικό κόσμο στον οποίο κατοικούμε και σ' έναν παράδεισο που έχει παρέλθει κι έχει υπάρξει σ' έναν τόπο πολύ μακρινό και πολύ διαφορετικό απ' τον δικό μας.
Παραπέμποντας με τον τίτλο του στο ομώνυμο έργο ("Tabu") του F. W. Murnau, ο Gomes αποδίδει έναν φόρο τιμής στον μεγάλο Γερμανό δημιουργό, χρησιμοποιώντας όμως τις ενότητες του "Παραδείσου" και του "Χαμένου παραδείσου" με αντίστροφη σειρά απ' αυτή που προτιμά ο Murnau στην ταινία του 1931.
Ξεκινώντας με μια σουρεαλιστική προλογική σκηνή, την οποία παρακολουθεί η Pilar σε μια άδεια κινηματογραφική αίθουσα, ο Gomes, καταφέρνει μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα ν' αποδώσει τα κύρια στοιχεία του ψυχισμού αυτής της μεσήλικης γυναίκας, η οποία έχει επιλέξει ν' αναλάβει τον ρόλο ενός απλού παρατηρητή των ζωών των γύρω της. Με τον ίδιο μεστό τρόπο λοιπόν, ο σκηνοθέτης, συνεχίζει να παρουσιάζει έναν στυλιζαρισμένο και κουραστικό "Χαμένο παράδεισο" στην Λισαβόνα των Χριστουγέννων του 2010. Οι σκηνές μακρόσυρτες, ακαταλαβίστικες πολλές φορές, οι μονόλογοι τεράστιοι και κενοί, όπως κι η ζωή στα μεγάλα αστικά κέντρα κι ο θεατής προβληματισμένος και χαμένος στις δικές του σκέψεις να προσπαθεί να κατανοήσει τον λόγο και την εικόνα που παρακολουθεί.
Εκεί λοιπόν, είναι που κάνει την εμφάνισή του ο μυστηριώδης άνδρας από το παρελθόν της Aurora, ο Gian Luca Ventura, ο οποίος με την αφήγησή του θα δώσει χρώμα στην μουντή καθημερινότητα του σήμερα. Χωρίς το παραμικρό ίχνος διαλογικού μέρους, παρά μόνο με την voice off αφήγηση του Ventura, το κοινό θα κλιθεί να παρακολουθήσει μια ιστορία αγάπης, με διάρκεια όχι μεγαλύτερη του ενός έτους, η οποία άλλαξε σταδιακά τις ζωές και τις προσδοκίες των δυο εραστών.
Μέσω μιας εκπληκτικής σκηνοθεσίας, που χρησιμοποιεί το ανούσιο πρώτο μέρος ως "σκαλοπάτι" για ν' αναδείξει ακόμα περισσότερο το "παραδεισένιο" κι ωστόσο αληθοφανές δεύτερο μέρος της, ο "Χαμένος παράδεισος" καταφέρνει μέσα από την απλή εξιστόρηση μιας ανάμνησης, όμοια με ανάγνωση ενός λογοτεχνικού κειμένου, να παρασύρει τον θεατή σ' ένα υπέροχο ταξίδι που αναβιώνει ως ένα βαθμό την μαγεία που κρύβει η εικόνα του βωβού σινεμά. Σαν παιχνίδι ανάμεσα στο χτες και το σήμερα, τα δυο μέρη βρίσκονται σε συνεχή διάλογο, ωθώντας τον θεατή ν' ανατρέχει και ν' αναθεωρεί συνεχώς τα όσα έχει παρακολουθήσει κατά την διάρκεια του πρώτου μισού.
Συμπληρώνοντας επίσης την αφήγηση, με ήχους που προέρχονται από το φυσικό περιβάλλον ή με μουσικές που κάνουν τον θεατή ν' αναπολήσει περασμένες δεκαετίες, ο Miguel Gomes, κάνει το έργο του να μοιάζει πλήρες μέσα στην απλότητά του. Συνεπώς, ο "Χαμένος παράδεισος" αποτελεί μια ιδανική πρόταση για το σινεφίλ κοινό, που εκτιμά την άμεση και διαφορετική ματιά ενός εναλλακτικού σκηνοθέτη.

Βαθμολογία: 3/5

Τα σχετικά
Πορτογαλικό δράμα του 2012, σε σενάριο των Miguel Gomes και Mariana Ricardo και σκηνοθεσία του Miguel Gomes, διάρκειας 118 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Laura Soveral, Teresa Madruga, Isabel Muñoz Cardoso, Henrique Espírito Santo, Ana Moreira, Carloto Cotta, Manuel Mesquita και Ivo Müller.

Τα σχετικά

27 Φεβρουαρίου 2013

(2011) Man at sea

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: Man at sea


Η υπόθεση
Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του πετρελαιοφόρου Sea Voyager, ο καπετάνιος του Άλεξ (Aντώνης Καρυστινός) θα σώσει μια ομάδα νεαρών ναυαγών μουσουλμανικής καταγωγής, αγνοώντας τις εντολές που του δίνει από τον ασύρματο η ιδιοκτήτρια εταιρεία. Μετά από μια σειρά αποτυχημένων προσπαθειών να οδηγήσει σε στέρεο έδαφος τους φιλοξενούμενούς του και με την ένταση ανάμεσα στους "λαθρεπιβάτες" και το πλήρωμά του ν' αυξάνεται συνεχώς, ο Άλεξ βρίσκεται αντιμέτωπος με τις συνέπειες των πράξεών του, τον προ τετραετίας μυστηριώδη χαμό του γιου του και την σκιά του ίδιου του του εαυτού που υψώνεται απειλητικά απέναντί του.

Η κριτική
Η νέα ταινία του Κωνσταντίνου Γιάνναρη αποτελεί αδιαμφισβήτητα μια ιδιαίτερα αμφιλεγόμενη παραγωγή, καθώς πραγματεύεται μ' έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο το σοβαρό μεταναστευτικό πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι αναπτυγμένες χώρες και κυρίως η Ελλάδα. Μέσω ενός άκρατου συμβολισμού που αντιπροσωπεύει με μεγάλη πληρότητα την ισχύουσα κατάσταση, ο δημιουργός ωθεί τον θεατή του να φέρει στην επιφάνεια το ρατσιστικό θηρίο που κρύβει μέσα του, ν' αναγνωρίσει την ύπαρξή του και να πορευτεί μ' αυτό επιλέγοντας ο ίδιος την κατεύθυνση που θέλει ν' ακολουθήσει.
Κατά την έναρξη του έργου, ο θεατής βρίσκεται αντιμέτωπος με μια εικόνα ναυαγίου και με πολλούς νεαρούς μουσουλμάνους να θαλασσοπνίγονται, καθώς το πλοίο στο οποίο επέβαιναν έχει ναυαγήσει. Για καλή τους τύχη βέβαια, όσοι εκ των ναυαγών έχουν καταφέρει να επιβιώσουν διασώζονται από ένα πλοίο, του οποίου το πλήρωμα είναι, στην πλειοψηφία, του ελληνικής καταγωγής. Ο καπετάνιος, παραβαίνοντας τις απάνθρωπες εντολές της πλοιοκτήτριας εταιρείας που τον διατάσσει να μην τους ανεβάσει στο πλοίο, δρα με βάση την συνείδησή του, ελπίζοντας ότι θα καταφέρει γρήγορα να ξεφορτωθεί το "φορτίο" που με δική του ευθύνη αναλαμβάνει να μεταφέρει. Όσο όμως οι προσπάθειές του καταλήγουν στο κενό, τόσο αυξάνεται η απόγνωση των μελών του πληρώματος, αλλά και των "λαθραίων" επιβατών κι η σύγκρουση ανάμεσά τους δεν αργεί να έρθει.
Παραλληλίζοντας φανερά λοιπόν το βυθισμένο πλοίο με τις κατεστραμμένες μουσουλμανικές χώρες του Πακιστάν, του Αφγανιστάν, του Ιράν, του Ιράκ, κ.α. που έχουν αφήσει τους πολίτες τους να πνίγονται και το Sea Voyager με το ελληνικό κράτος που "απερίσκεπτα" δέχτηκε να βοηθήσει τους ανθρώπους αυτούς και τώρα δεν μπορεί να τους διώξει, γιατί κανένας άλλος δεν αναλαμβάνει να τους δεχτεί, ο Γιάνναρης απεικονίζει ρεαλιστικά το αδιέξοδο στο οποίο έχει βυθιστεί σταδιακά η χώρα κι εγείρει ερωτήματα φιλοσοφικά που αντιπαραθέτουν την έμφυτη ανάγκη για επιβίωση κι επικράτηση του ισχυρότερου και την ουμανιστική αντίληψη ότι όλοι είμαστε παιδιά ενός Θεού.
Χωρίς να ωραιοποιεί τις καταστάσεις, ο δημιουργός του "Man at sea" κάνει τον θεατή του να αισθανθεί άβολα με τον ίδιο του τον εαυτό, όταν τον ωθεί να λάβει θέση απέναντι στο ζήτημα αυτό, παρουσιάζοντάς του τα θύματα ως ανθρώπους με βούληση, που αντί να ευγνωμονούν τους σωτήρες τους, απαιτούν από εκείνους να τους βοηθήσουν να σωθούν και δυσανασχετούν όταν τους ανακοινώνεται ότι αντί της Ευρώπης το μέλλον τους πιθανώς και να είναι κάπου στην Αφρική. Και ταυτόχρονα αυτή η φωνή από τον ασύρματο που συνεχώς πιέζει τον πρωταγωνιστή να δώσει μια λύση στο πρόβλημα, πιέζει και τον θεατή να επιλέξει ανάμεσα στην καλή και την κακή του πλευρά, δημιουργώντας του έναν εκνευρισμό από τον οποίο είναι αδύνατον να ξεφύγει.
Η δευτερεύουσα ιστορία με την γυναίκα του καπετάνιου και τον χαμένο τους γιο, αν και προσωπικά μου φάνηκε περιττή κι αρκετά κουραστική, καθώς προσεγγίζεται με στυλιζαρισμένους διαλόγους, ενισχύει την εσωτερική σύγκρουση του πρωταγωνιστή και παρουσιάζει τα προσωπικά βάρη που φέρει, από τα οποία ο ίδιος έχει την ανάγκη να εξιλεωθεί.
Φέρνοντας στην επιφάνεια λοιπόν ερωτήματα που δεν είναι δυνατόν ν' απαντηθούν σ' ένα σύντομο χρονικό διάστημα, αλλά αποτελούν βορά για στοχασμό, το "Man at sea" αποτελεί μια ενδιαφέρουσα πρόταση για το σινεφίλ κοινό του ελληνικού κινηματογράφου, με έφεση σε ταινίες κοινωνικού περιεχομένου κι την ανάγκη ν' αποδεχτεί όλα τα κομμάτια που συντελούν την προσωπικότητά του.

Βαθμολογία: 2,5/5

Τα σχετικά
Ελληνικό δράμα του 2011, σε σενάρο και σκηνοθεσία του Κωνσταντίνου Γιάνναρη, διάρκειας 92 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές τους Aντώνη Καρυστινό, Θεοδώρα Τζήμου, Στάθη Παπαδόπουλο, Νίκο Τσουράκη, Κωνσταντίνο Αβαρικιώτη, Θανάση Ταταύλαλη, Κωνσταντίνο Σειραδάκη, Rahim Rahimi και Chalil Ali Zada.

Οι σύνδεσμοι