13 Δεκεμβρίου 2012

(1988) Η καρδιά ενός σκύλου

Πρωτότυπος τίτλος: Собачье сердце (Sobachye serdtse)
Αγγλικός τίτλος: Heart of a dog


Η υπόθεση
Βρισκόμαστε στην Ρωσία, λίγο μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, όπου ένας σπουδαίος Ρώσος επιστήμονας, ο καθηγητής Filipp Filippovich Preobrazhensky (Evgeni Evstigneev), υιοθετεί έναν αδέσποτο σκύλο, στον οποίο και μεταμοχεύει, στα πλαίσια ενός πειράματος, την καρδιά και την υπόφυση ενός μικρο-κακοποιού. Καθώς περνάνε οι μέρες κι ο σκύλος αναρρώνει, το πειραματόζωο, θ' αρχίσει σταδιακά να παίρνει ανθρώπινη μορφή και χαρακτηριστικά, κληρονομώντας όμως όλα τα αρνητικά στοιχεία του χαρακτήρα του ατόμου, στο οποίο ανήκαν αρχικά τα εμφυτευμένα μέλη του.

Η κριτική
"Η καρδιά ενός σκύλου" αποτελεί μια εύστοχη σάτιρα για το ρόλο της Οκτωβριανής Επανάστασης, της επιστήμης και των εκπροσώπων τους, αλλά κατά βάση, μ' ένα κωμικο-τραγικό τρόπο, θέτει ένα φιλοσοφικό ερώτημα σχετικά με την ανθρώπινη φύση και το κατά πόσο είναι εφικτό να μεταμορφωθεί το οποιοδήποτε ζώο σε άνθρωπο.
Όπως θα δούμε, η ταινία ξεκινά μ' έναν εσωτερικό μονόλογο του σκύλου, ο οποίος βλέποντας την φτώχεια των ανθρώπων που υπάρχει γύρω του, παρατηρεί, μ' έναν απόλυτα λογικό τρόπο, ότι σύντομα θα έρθει το τέλος του, καθώς, αν εκείνοι δεν μπορούν να θρέψουν τους εαυτούς τους, ποιός θα δώσει κάτι και σ' αυτόν τον κακομοίρη που πεινάει;
Για καλή του τύχη όμως, στον δρόμο του θα βρεθεί ένας φιλόδοξος επιστήμονας, ο οποίος χρειάζεται έναν αδέσποτο σκύλο για να πραγματοποιήσει το πείραμά του. Απόλυτα πεπεισμένος, ο καθηγητής, ότι ο σκύλος δεν θα επιβιώσει της επέμβασης, φροντίζει πρώτα να δυναμώσει τον οργανισμό του υποψήφιου πειραματόζωου, αλλά και να βρει τον υποψήφιο δότη, κι έπειτα πραγματοποιεί την μεταμόσχευση.
Όπως βλέπουμε προτού γίνει η επέμβαση, ο σκύλος, παρουσιάζει δείγματα ενός έντονου χαρακτήρα, καθώς είναι μαθημένος στους δρόμους κι όπως και να το κάνουμε σκέφτεται σαν σκύλος. Όμως, αφού γίνει η μεταμόσχευση κι ο σκύλος μεταμορφωθεί σταδιακά σε άνθρωπο, τα πράγματα θα βγουν εκτός ελέγχου. Ναι μεν, το δημιούργημα του γιατρού Filipp Filippovich Preobrazhensky, διατηρεί την απέχθεια των σκύλων για τις γάτες και νιώθει την ανάγκη να μην αποχωριστεί το σκυλίσιο όνομά του, όμως η συμπεριφορά του μοιάζει όλο και περισσότερο σ' αυτήν που θα μπορούσε να έχει ο αποθανών δότης.
Ο σκύλος, χάνει την λογική του σκέψη, έχει τον νου του μόνο στο αλκοόλ, ληστεύει ό,τι βρει, παρενοχλεί τις δυο υπηρέτριες του γιατρού, είναι θρασύς, άβουλος κι απεχθάνεται την οποιαδήποτε καλλιεργημένη σκέψη. Όλα αυτά τα στοιχεία, φυσικά, εκτός από τις τραγελαφικές σκηνές που προσφέρουν στο κοινό, καθιστούν τον πρώην σκύλο το τέλειο πρόσωπο για να χειραγωγηθεί από τον οποιονδήποτε επιτήδειο.
Έτσι, ο Schwonder (Roman Kartsev), ένας μπολσεβίκος γείτονας, ο οποίος ανήκει στο κόμμα κι είναι παράλληλα μέλος της Επιτροπής Στέγασης, έχοντας δημιουργήσει έχθρα με τον γιατρό, καθώς ο δεύτερος αρνείται να παραχωρήσει κάποιο από τα επτά δωμάτια του σπιτιού του, θα εκμεταλλευτεί την ανικανότητα του αλιτήριου αυτού πλάσματος, θα τον ωθήσει να διεκδικήσει τα δικαιώματά του και κατά συνέπεια θα δημιουργήσει ακόμα μεγαλύτερα προβλήματα στον καθηγητή. Βέβαια, από την άλλη, ασκεί σάτιρα και στον ίδιο τον επιστήμονα, ο οποίος είναι μεν ο εκφραστής της κοινής λογικής, της ευγένειας και της θέλησης για πρόοδο, αλλά όπως και να το κάνουμε, υπεύθυνος της τραγικής αυτής κατάστασης, είναι ο ίδιος κι η ματαιοδοξία του να προσαρμόσει την φύση σε κάτι αφύσικο.
Η ταινία, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς βασίζεται στο αριστοτεχνικό κι ευφυές σατιρικό λογοτεχνικό κείμενο του Mikhail A. Bulgakov. Βέβαια, ακριβώς επειδή παραμένει πιστή στο μυθιστόρημα του μεγάλου Ρώσου λογοτέχνη, κινηματογραφικά, χωλαίνει σε αρκετά σημεία, καθώς είναι αδύνατον να μεταφερθεί αυτούσια η λογοτεχνική ατμόσφαιρα στην μεγάλη οθόνη. Σε κάποια σημεία, η ταινία, είναι σατιρική και κωμική, σε κάποια άλλα βαθυστόχαστη και φιλοσοφική, δίνοντας ένα αρκετά ασαφές αποτέλεσμα. Ωστόσο, αξίζει ν' αναφέρουμε ότι η επιλογή ασπρόμαυρης εικόνας αποτελεί ένα όμορφο στοιχείο που παραπέμπει στην εποχή που διαδραματίζεται η ιστορία κι οι ερμηνείες των ηθοποιών είναι ιδιαίτερα καλές.
Κατά συνέπεια, το έργο, προτείνεται στο σινεφίλ κοινό, στους θαυμαστές του Bulgakov, αλλά και της Σοβιετικής κινηματογραφίας, και σε όσους ενδιαφέρουν τα στοχαστικά ερωτήματα με επίκεντρο την φύση του ανθρώπου, καθώς το κεντρικό θέμα της ταινίας αποτελεί η εν δυνάμει μεταμόρφωση ενός ζώου σε άνθρωπο, πουθενά όμως δεν διευκρινίζεται αν μιλάμε για ένα ζώο στην φυσιολογία του (σκύλο) ή για ένα ζώο στον τρόπο σκέψης του (δότη).

Βαθμολογία: 2,5/5

Τα σχετικά
Σοβιετική σάτιρα του 1988, βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του Mikhail A. Bulgakov, σε σενάριο της Natalya Bortko και σκηνοθεσία του Vladimir Bortko, διάρκειας 136 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Evgeni Evstigneev, Vladimir Tolokonnikov, Boris Plotnikov και Roman Kartsev.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

(2012) Χόμπιτ: Ένα αναπάντεχο ταξίδι

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: The hobbit: An unexpected journey


Η υπόθεση
Ο Bilbo Baggins (Martin Freeman) είναι ένα φιλήσυχο χόμπιτ, το οποίο μια μέρα θα δεχτεί την επίσκεψη του ξακουστού μάγου Gandalf (Ian McKellen), ο οποίος με την σειρά του θα τον προσκαλέσει να συμπληρώσει την ομάδα δεκατριών νάνων ως διαρρήκτης και να λάβει μέρος στην εκστρατεία τους να επανακτήσουν την κλεμμένη γη και τα πλούτη τους, από τον δράκο Νοσφιστή. Ο Bilbo, αρχικά, αρνείται να συμμετάσχει στην περιπέτεια αυτή που θα του αλλάξει την ζωή, αλλά την τελευταία στιγμή κάτι αλλάζει μέσα του και συμφωνεί να τους ακολουθήσει. Κατά την διάρκεια του ταξιδιού τους, θα έρθουν αντιμέτωποι με διάφορα ορκ, τελώνια, λύκους, αλλά παράλληλα στην πορεία θα συναντήσουν μάγους και ξωτικά, οι οποίοι θα προσφέρουν την βοηθειά τους στα μικροκαμωμένα πλάσματα.

Η κριτική
Το "Χόμπιτ: Ένα αναπάντεχο ταξίδι" αποτελεί ένα πολυ-αναμενόμενο prequel, αλλά και μια πολλά υποσχόμενη παραγωγή, που κάνει την εμφάνισή της στις κινηματογραφικές αίθουσες σχεδόν 10 χρόνια μετά την τελευταία ταινία της τριλογίας του "Άρχοντα των δαχτυλιδιών". Το πρώτο μέρος της τριλογίας των νάνων και του χόμπιτ, η οποία εμφανίζει ως κεντρικό ήρωα τον χαρακτήρα του Bilbo Baggins, πρόγονο του γνωστού σε όλους Frodo (Elijah Wood), αποτελεί την αρχή ενός μεγάλου ταξιδιού σ' ένα σύμπαν βασιλείων, αλλά φυσικά και τον επικό πρόλογο της προγενέστερης, χρονικά, οσκαρικής τριλογίας.
Στην συγκεκριμένη ταινία, βέβαια, σε σχέση με το βιβλίο, υπάρχει ένα παράδοξο. Ενώ, ουσιαστικά, το "Χόμπιτ" αποτελεί τον πρόλογο της θεσπέσιας τριλογίας του J.R.R. Tolkien, η ταινία απευθύνεται, εμφανώς και κατά κύριο λόγο, σε όσους έχουν ήδη δει κι αγαπήσει τις κινηματογραφικές μεταφορές των επόμενων τριών βιβλίων του μεγάλου συγγραφέα, καθώς όπως θα δούμε, δεν σπαταλάται χρόνος για ν' αναλυθεί ο ρόλος των νάνων, των χόμπιτ, των ξωτικών, των ορκ, των τελωνίων ή των μάγων, στον μαγικό αυτό κόσμο. Φυσικά, το γεγονός αυτό, δεν αποκλείει τους θεατές που δεν έχει τύχει να παρακολουθήσουν τις προηγούμενες τρεις ταινίες του Peter Jackson, όμως, σαφώς εφόσον δεν στοχεύει στην ανάλυση του κόσμου του Tolkien, κάτι που έχει κάνει χιλιάδες κόσμο να αγαπήσει τις γνωστές ταινίες, δεν καταφέρνει να κερδίσει το άβγαλτο κινηματογραφικό κοινό, με τον ίδιο τρόπο που το πετυχαίνουν οι μεταφορές του "Άρχοντα".
Η ιστορία ξεκινά 60 χρόνια πριν την έναρξη του "Άρχοντα των δαχτυλιδιών", όπου ο θεατής καλείται να γνωρίσει την αρχή του επικού τέλους, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο το θρυλικό δαχτυλίδι, θα φτάσει σιγά-σιγά στην κατοχή του Frodo, μέσω του Bilbo. Όπως κάθε εισαγωγικό βιβλίο, βέβαια, σε σχέση με τα επόμενα, υστερεί σημαντικά σαν ιστορία και γι' αυτό το λόγο, φυσικά, η έναρξη των κινηματογραφικών μεταφορών των μυθιστορημάτων του Tolkien, έγινε με το πρώτο βιβλίο της τριλογίας του Άρχοντα, χρησιμοποιώντας απλώς κάποιες απαραίτητες λεπτομέρειες του "Χόμπιτ". Όπως είναι αναμενόμενο λοιπόν, σαν ιστορία δεν μπορεί να καταπλήξει με τον ίδιο τρόπο που κατάφερε να το πράξει η μεταφορά των προηγούμενων ταινιών, όμως αξίζει ν' αναφέρουμε ότι συγκριτικά με το βιβλίο, η πρώτη κινηματογραφική μεταφορά του "Χόμπιτ", με τις κατάλληλες προσθήκες, καταφέρνει να πλησιάσει κατά πολύ το αριστοτεχνικό αποτέλεσμα των υπολοίπων ταινιών και σου δημιουργεί ένα αίσθημα νοσταλγίας που σε κάνει να θελήσεις να τις ξαναδείς, αδιαφορώντας για την συνολική τους διάρκεια.
Τεχνικά, μιλάμε για μια άρτια παραγωγή, που κάνει το 3D να μοιάζει απαραίτητο και που ξεπερνά, τεχνικά, τις προγενέστερες δουλειές του σκηνοθέτη. Τα γραφικά που υπάρχουν σ' αυτή την ταινία, αλλά κι ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιείται η τρισδιάστατη εικόνα, δεν αποσκοπεί σ' ένα αποτέλεσμα που θα καταπλήξει μέσω των εφέ, αλλά σε μια εικόνα πιο ζωντανή και πιο ζωηρή, που σε κάνουν να εκτιμήσεις τη σωστή χρήση της νέας αυτής τεχνολογίας. Ίσως βέβαια, αν επιλέξετε το 3D να μην νιώσετε ότι υπάρχει αισθητή διαφορά, όμως αν δοκιμάσετε να σηκώσετε λίγο τα γυαλιά, θα δείτε ότι, πλην της θολούρας, ακόμα και τα χρώματα στην οθόνη είναι πιο άτονα.
Επίσης, αρκετά σημαντικό είναι το γεγονός ότι δεν μιλάμε για μια εντελώς ξέχωρη ταινία, που έχει απλά τους ίδιους παραγωγούς και διαφορετικούς ηθοποιούς που την απαρτίζουν. Μπορεί οι κεντρικοί πρωταγωνιστές να έχουν αλλάξει, λόγω των διαφορετικών προσώπων που κάνουν την εμφάνισή τους εδώ, όμως οι νέοι ηθοποιοί είναι αντάξιοι των προκατόχων τους και φυσικά οι χαρακτήρες που μένουν ανέγγιχτοι από τη φθορά του χρόνου, όπως ο Gandalf, η Galadriel (Cate Blanchett), ο Elrond (Hugo Weaving), ο Saruman (Christopher Lee), κ.α., ενσαρκώνονται από τους ίδιους ηθοποιούς, δανείζοντας στο νέο αυτό δημιούργημα, λίγη από την αίγλη των ταινιών του 2001-2003.
Η ταινία, απευθύνεται κατά κύριο λόγο στους φανατικούς θαυμαστές των κινηματογραφικών μεταφορών του "Άρχοντα των δαχτυλιδιών", στους πιστούς αναγνώστες του μεγάλου J.R.R. Tolkien και σε όσους ψάχνουν για μια ιδιαίτερη ταινία μυθοπλασίας με βασίλεια και τέρατα. Μπορεί συνολικά να μην φτάνει το αψεγάδιαστο, για τους λάτρεις του είδους, αποτέλεσμα του Άρχοντα, όμως σίγουρα προετοιμάζει το έδαφος για δυο αριστουργηματικές συνέχειες και ξεπερνά τις προσδοκίες κάποιου που έχει διαβάσει το βιβλίο, αποδεικνύοντας έτσι ότι τα 9 χρόνια αναμονής άξιζαν τον κόπο.

Βαθμολογία: 3,5/5

Τα σχετικά
Αμερικάνικο-Νεο-Ζηλανδική ταινία μυθοπλασίας του 2012, βασισμένη στο μυθιστόρημα "Χόμπιτ" του J.R.R. Tolkien, σε σενάριο των Fran Walsh, Philippa Boyens, Peter Jackson και Guillermo del Toro και σκηνοθεσία του Peter Jackson, διάρκειας 169 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Martin Freeman, Ian McKellen, Richard Armitage, Ken Stott, Graham McTavish, William Kircher, James Nesbitt, Stephen Hunter, Dean O'Gorman, Aidan Turner, John Callen, Peter Hambleton, Jed Brophy, Mark Hadlow, Adam Brown, Sylvester McCoy, Hugo Weaving, Cate Blanchett, Christopher Lee, Andy Serkis, Ian Holm και Elijah Wood.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

(2012) Marley

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: Marley


Η υπόθεση
Ο Bob Marley ήταν μια εξέχουσα προσωπικότητα της διεθνούς μουσικής σκηνής και παράλληλα ένα από τα σημαντικότερα πρόσωπα του περασμένου αιώνα. Το όνομά του, έχει ταυτιστεί με την reggae, την μαριχουάνα, την Jamaica και την ειρήνη, όμως όλα όσα τον χαρακτηρίζουν, δεν περιορίζονται μόνο σ' αυτά.

Η κριτική
Η επιτυχία ενός βιογραφικού ντοκιμαντέρ δεν εξαρτάται μόνο από το κατά πόσο θ' αρέσει στους θαυμαστές του προσώπου στ' οποίο αφορά, αλλά κυρίως από το κατά πόσο θα καταφέρει να δώσει ένα ολοκληρωμένο πορτραίτο της προσωπικότητάς του, δίνοντας την ευκαιρία στον οποιονδήποτε να έρθει σ' επαφή μ' αυτό και ν' αναγνωρίσει την αξία του. Το "Marley" σίγουρα ανήκει λοιπόν, σ' αυτήν την κατηγορία, καθώς μέσα από ένα οδοιπορικό στον κόσμο του μουσικού, ο θεατής έρχεται σ' επαφή με πολλά στοιχεία που συνθέτουν την εξέχουσα προσωπικότητα του διεθνώς αναγνωρισμένου Τζαμαϊκανού.
Ο Bob Marley, δεν ήταν απλώς μια περσόνα της διεθνούς μουσικής σκηνής που έκανε επιτυχία στην εποχή της ή που απλώς θεωρείται ο βασιλιάς της reggae και συνδέεται αποκλειστικά μ' αυτό το μουσικό είδος. Ο Marley έχει καταφέρει να γίνει ένα σύμβολο, που 30 χρόνια μετά το θάνατό του, συνεχίζει να μιλά μέσω των στίχων του, και να γίνεται ολοένα και πιο σύγχρονος και δημοφιλής στις νεώτερες γενειές.
Ένας μιγάς από την Jamaica, λοιπόν, ένας νεαρός του περιθωρίου, καθώς δεν αναγνωρίστηκε ποτέ ως λευκός από τους λευκούς ή μαύρος απ' τους μαύρους, με τεράστια αγάπη για την μουσική, κατάφερε να συνδέσει το επώνυμο Marley, που παρέπεμπε μέχρι εκείνη την εποχή στην Jamaica, σε μια κατασκευαστική εταιρεία, με το δικό του πρόσωπο. Όπως αναφέρεται στην ταινία, η απόρριψή του από τους συγγενείς του πατέρα του, τον ώθησε να γράψει το "Corner stone" κι όπως λέει η ετεροθαλής αδελφή του, οι στίχοι του τραγουδιού αυτού μοιάζουν προφητικοί, καθώς όντως, σήμερα, ένας είναι ο Marley και σίγουρα δεν σχετίζεται με την κατασκευαστική εταιρεία. Ίσως, σ' αυτό το γεγονός να βασίζεται κι η επιλογή του επιθέτου μονάχα, του μεγάλου καλλιτέχνη, ως τίτλος του ντοκιμαντέρ.
Το ντοκιμαντέρ ξεκινά εισάγοντας τον θεατή στην κοινωνικο-πολιτική κατάσταση της Jamaica των παιδικών χρόνων του Marley. Ύστερα, αναφέρεται στα πρώτα βήματα του νεαρού καλλιτέχνη στον μουσικό χώρο, στην σχέση του με το κίνημα του ρασταφαριανισμού, το οποίο όπως αναφέρει κι ο ίδιος, σε απόσπασμα συνέντευξής του, είναι η ταυτότητά του. Έπειτα συνεχίζει με την γνωριμία και τον γάμο του με την Rita Marley κι ακολουθεί μια γραμμική πορεία της αναπτυσσόμενης καριέρας του.
Το σημαντικότερο στοιχείο του ντοκιμαντέρ, όμως, είναι ότι δεν προβάλλει τον star, αλλά τον θνητό Bob Marley. Μέσα από μια ποικιλία συνεντεύξεων από τη γυναίκα, τις ερωμένες, του φίλους, τους συνεργάτες, τους συγγενείς, τα παιδιά του ή όσους είχαν την τύχη να γνωρίσουν τον Marley, προβάλλεται η ικανότητα του ανθρώπου αυτού να συναναστραφεί τον οποιονδήποτε συνάνθρωπό του και να προσφέρει στον καθένα, κάτι εντελώς διαφορετικό κι αναγκαίο. Κι ίσως να είναι αυτή του η ανάγκη για προσφορά στην κοινωνία και στον καθένα προσωπικά, που σε συνδυασμό με το μουσικό του ταλέντο, τον ώθησαν στο να γίνει διάσημος.
Ο τρόπος με τον οποίο είναι γυρισμένο το έργο, επίσης, διατηρεί τον χαρακτήρα του μεγάλου μουσικού, αναδεικνύοντας ακόμα περισσότερο τον κόσμο του ανθρώπου που απέκτησε μια ντουζίνα παιδιά, που ζούσε ελεύθερα με τους δικούς του κανόνες, που σχετίστηκε με την πολιτική στην προσπάθειά του να προσφέρει στην κοινωνία και που έκανε την Jamaica γνωστή σε όλη την υφήλιο. Ακόμα, με την επιλογή των καταπράσινων εικόνων που προβάλλει, χωρίς λόγια, αφήνει τον θεατή να κατανοήσει τον λόγο που το μεγάλο αστέρι, ποτέ δεν απαρνήθηκε την πατρίδα του και που, παρά τα όσα αντιμετώπισε εκεί, πάντα αγαπούσε την Αφρική και θεωρούσε ολόκληρη την ήπειρο γενέτειρά του.
Έχοντας καταφέρει ν' αποδώσει το κλίμα της εποχής που έλαμψε ο Bob Marley, το μεγαλείο της προσωπικότητάς του και το λόγο που ακόμα και σήμερα τα τραγούδια του συνεχίζουν ν' ακούγονται και να περνάνε στις επόμενες γενιές, η ταινία, προτείνεται στους λάτρεις του σπουδαίου μουσικού, αλλά και σε όσους ενδιαφέρονται να κατανοήσουν τον λόγο που το όνομά του δεν έσβησε με τον θάνατό του.

Βαθμολογία: 3,5/5

Τα σχετικά
Αμερικανικο-βρετανικό βιογραφικό ντοκιμαντέρ του 2012, σε σκηνοθεσία του Kevin Macdonald, διάρκειας 144 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Bob Marley, Ziggy Marley, Jimmy Cliff, Rita Marley, Cedella Marley, Lee "Scratch" Perry και Cindy Breakspeare.

Οι σύνδεσμοι
Trailer 
Imdb 
Rotten Tomatoes 

12 Δεκεμβρίου 2012

(2012) Teddy bear

Πρωτότυπος τίτλος: 10 timer til paradis
Αγγλικός τίτλος: Teddy bear


Η υπόθεση
Ο Dennis (Kim Kold) είναι ένας 38χρονος body-builder, που ζει στο ίδιο σπίτι με την δεσποτική μητέρα του. Κάποια μέρα, ο θείος του, θα του προτείνει να τεξιδέψει για λίγες μέρες στην Ταϊλάνδη, ένα μέρος που οι κοινωνικές συναναστροφές με το αντίθετο φύλο είναι πιο εύκολες. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του εκεί, ο Dennis θα γνωρίσει την Toi (Lamaiporn Hougaard), μια χήρα, ιδιοκτήτρια ενός γυμναστηρίου κι ανάμεσά τους θ' αναπτυχθεί μια πολύ όμορφη σχέση.

Η κριτική
Το "Teddy bear" με δυο λέξεις μπορεί να περιγραφεί ως μια ιδιαίτερα αληθινή και γλυκιά δραματική ταινία, που βασίζεται στην ζωή ενός άντρα, του οποίου το τερατώδες μέγεθος ξεγελά. Ο Dennis είναι ένας καλοκάγαθος ενήλικας, μ' ένα εξαιρετικά γυμνασμένο σώμα, που διαθέτει, όμως, την αθωότητα ενός παιδιού.
Ο Mads Matthiesen από την πρώτη σκηνή της ταινίας του παρουσιάζει το πρόβλημα του Dennis να επικοινωνήσει ουσιαστικά με το αντίθετο φύλο, κάτι που αποτελεί μεγάλο πρόβλημα για τον ίδιο, όταν, έχοντας φτάσει 38 χρονών, δεν έχει μάθει ακόμα πώς να διεκδικήσει μια γυναίκα και, φυσικά, δεν έχει μπορέσει να δημιουργήσει μια οικογένεια.
Στην ακόλουθη σκηνή, χωρίς περιττά λόγια, ο θεατής θα γνωρίσει την μητέρα του συνεσταλμένου αυτού γίγαντα, κι αμέσως θ' αντιληφθεί την επιρροή που ασκεί αυτή πάνω του και θα καταλάβει τον λόγο που ο Dennis συμπεριφέρεται ακόμα σαν έφηβος. Στην συνέχεια, βέβαια, ο σκηνοθέτης, φροντίζει να κάνει σαφή και τον βαθμό στον οποίο ο συμπαθητικός αυτός άντρας είναι ευνουχισμένος, με την προβολή σκηνών, όπου η μάνα μπαίνει στην τουαλέτα όσο ο γιός κάνει μπάνιο ή που τον στέλνει πίσω να ελέγξει αν έχει, όντως, κλειδώσει την πόρτα.
Η ζωή του Dennis, με απλά λόγια περιστρέφεται γύρω από το σπίτι, την δουλειά και τις λίγες στιγμές ευτυχίας που βρίσκει στο γυμναστήριο, οι οποίες όσο περνάνε τα χρόνια, σταματούν να καλύπτουν το συναισθηματικό κενό που έχει δημιουργήσει η απώλεια της ανθρώπινης επαφής. Κατά τη διάρκεια του γάμου ενός θείου του, ο Dennis, θα παρατηρήσει την ευτυχία του νεόνυμφου ζεύγους και σ' ένα σύντομο χρονικό διάστημα, με την βοήθεια του γαμπρού, θα κάνει ένα ταξίδι αναψυχής στην χώρα καταγωγής της νύφης, την Ταϊλάνδη.
Έχοντας πει, λοιπόν, ψέματα στην μητέρα του για τον πραγματικό προορισμό του, ο Dennis, ταξιδεύει στην Ασία, όπου θα συναντήσει αρκετές εκπορνευόμενες γυναίκες, οι οποίες πρόθυμα θα μείνουν στον ίδιο χώρο μαζί του. Όμως, ο Dennis, δεν έχει ανάγκη από σαρκική επαφή κι από την ικανοποίηση που θα του δώσει η αντίδραση της αποκάλυψης του σώματός του στις νεαρές κοπέλες. Έτσι, όντας δυσαρεστημένος από την ανικανότητά του να "επικοινωνήσει" με το άλλο φύλο, θα καταφύγει στο μόνο μέρος που θα του δώσει λίγες στιγμές απόλαυσης, που δεν είναι άλλο από το τοπικό γυμναστήριο.
Εκεί, θα τον υποδεχτεί με χαρά ένας νεαρός θαυμαστής του και μέσω αυτού, θα γνωρίσει την ιδιοκτήτρια του γυμναστηρίου, την Toi. Η αμοιβαία συμπάθεια των δυο βασανισμένων πλασμάτων, θα εξελιχθεί σε μια αγνή αγάπη, η οποία θα λειτουργήσει σωτήρια και για τους δυο, καθώς θα δώσει την δύναμη στον Dennis να διεκδικήσει τα αυτονόητα και θα βγάλει από την μίζερη κι άνευ ουσίας ζωή της την Toi.
O Mads Matthiesen, πέντε χρόνια μετά την μικρού μήκους ταινία του "Dennis" αποφασίζει να γυρίσει την πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους, με κεντρικό ήρωα τον ίδιο αξιολάτρευτο χαρακτήρα. Με μια πρώτη ματιά, ο θεατής, καταλαβαίνει ότι τα φαινόμενα, πολλές φορές, απατούν, καθώς αυτό το 38χρονο τέρας, συμπεριφέρεται ως ένα αγνό πρόβατο. Σε δεύτερο πλάνο, όμως, σε όλη τη διάρκεια της ταινίας, βρισκόμαστε απέναντι σε μια βαριά τραυματισμένη ψυχή που βρίσκει επιτέλους το κουράγιο να κάνει μερικά μικρά κι αργά βήματα για την ικανοποίηση των φυσικών αναγκών της.
Το "Teddy bear" διαθέτει άκρως φυσικές ερμηνείες, με τον Kim Kold να αγγίζει τα όρια του αξιολάτρευτου, και μια ήρεμη σκηνοθεσία. Η ταινία είναι τραβηγμένη με κάμερα στο χέρι, χωρίς όμως να μοιάζει με τις ταινίες του Δόγματος, καθώς με τους χαρακτήρες που παρουσιάζει καταφέρνει να δημιουργήσει μια γλυκιά ατμόσφαιρα, η οποία ενισχύεται κι από τη μουσική επένδυση, κι εστιάζει περισσότερο στο να πει την ιστορία του ανθρώπου αυτού, παρά στο να κάνει κάποια δήλωση. Έχοντας αργούς ρυθμούς, κατά κύριο λόγο προτείνεται στο σινεφίλ κοινό, που έχει την διάθεση να δει μια όμορφη, αλλά καθυστερημένη ιστορία ενηλικίωσης.

Βαθμολογία: 3,5/5

Τα σχετικά
Δανέζικο δράμα του 2012, σε σενάριο των Mads Matthiesen και Martin Zandvliet και σκηνοθεσία του Mads Matthiesen, διάρκειας 92 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Kim Kold, Lamaiporn Hougaard και Elsebeth Steentoft.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

11 Δεκεμβρίου 2012

(2012) Τα πλεονεκτήματα του να είσαι στο περιθώριο

Πρωτότυπος/Αγγλικος τίτλος: The perks of being a wallflower


Η υπόθεση
Ο Charlie (Logan Lerman) είναι ένα 15χρονο αγόρι, όχι ιδιαίτερα κοινωνικό, που όνειρο του είναι να γίνει μια μέρα συγγραφέας. Όταν ξεκινά το σχολείο, προσπαθεί να προσεγγίσει κάποιους παλιούς γνωστούς του, όμως κανείς δεν θέλει να κάνει παρέα μαζί του. Έτσι, κάποια μέρα θα πάει μόνος του σ' ένα γήπεδο, όπου θα συναντήσει δυο ετεροθαλή αδέλφια, τελειόφοιτους, τον Patrick (Ezra Miller) και την Sam (Emma Watson). Αποκαλύπτοντάς τους, ότι ο κολλητός του αυτοκτόνησε πριν λίγο καιρό, ο Charlie, θα γίνει μέλος της παρέας τους και μέχρι να τελειώσει η χρονιά, θα έχει αναπτυχθεί μια πολύ δυνατή σχέση που ενώνει τους τρεις τους.

Η κριτική
"Τα πλεονεκτήματα του να είσαι στο περιθώριο" είναι μια πολύ γλυκιά και πολύ αληθινή ταινία που μιλά για τις ανησυχίες κάθε έφηβου νέου. Άσχετα από το αν κάποιος είναι δημοφιλής ή αφανής, η εφηβεία είναι μια ηλικιακή περίοδος που όλοι προβληματιζόμαστε κι αναζητούμε την σεξουαλική μας ταυτότητα ή την θέση μας στην κοινωνία. Έτσι, εδώ, θα γνωρίσουμε τρία νεαρά παιδιά, όπου το καθένα με τον τρόπο του κι ανάλογα με τον χαρακτήρα του, προσπαθεί να γίνει αποδεκτό από τους γύρω του και να πετύχει τους στόχους του, έστω κι αν έχει καθυστερήσει ν' ανακαλύψει ποιοί είναι αυτοί.
Ο κεντρικός ήρωας, ο Charlie, είναι κι αυτός με τον οποίο ταυτίζεται η πλειοψηφία των νεαρών εφήβων. Ο Charlie είναι ένα εσωστρεφές παιδί, μη αποδεκτό από την κοινωνία του σχολείου του, ο οποίος βιώνει την απώλεια του καλύτερού του φίλου αλλά κι έναν παλαιότερο θάνατο ενός συγγενικού του προσώπου. Παρόλα αυτά όμως, βλέπουμε τον νεαρό ήρωα να προσπαθεί με κάθε τρόπο να σταθεί στα πόδια του και να μην αντιμετωπίσει τον εαυτό του ως κοινωνικό απόβλητο. Αυτή η θέληση που έχει να γνωρίσει καινούργια άτομα και να συνεχίσει να ζει την ζωή του, είναι που τον οδηγεί να πάει μόνος του στον ποδοσφαιρικό αγώνα που θα γνωρίσει τον Patrick και την Sam.
Η Sam τώρα, είναι μια κοπέλα που έχει περάσει από το στάδιο του δημοφιλούς κοριτσιού, αλλά που έχει κάνει πολλές θυσίες σε βάρος του εαυτού της για ν' ανήκει σ' αυτήν την ελιτίστικη κατηγορία παιδιών. Τώρα λοιπόν, έχοντας μια λίγο πιο ώριμη σκέψη, καταλαβαίνει ότι αυτό που χρειάζεται πραγματικά, δεν είναι τα πάρτυ, τα μεθύσια και τα ακατάλληλα αγόρια, αλλά μια δεύτερη ευκαιρία να κάνει κάτι για τον εαυτό της, περνώντας στο πανεπιστήμιο.  Φυσικά τα κενά που έχει στην μόρφωσή της, αποτελούν μεγάλο πρόβλημα για την ίδια, αφού δεν καταφέρνει να πιάσει τη βαθμολογία που χρειάζεται, όμως με την βοήθεια του Charlie, μελετά και συνεχίζει να προσπαθεί.
Φυσικά, στο τέλος, θα γνωρίσουμε τον Patrick, το αγόρι που έχει αποδεχτεί τον εαυτό του γι' αυτό που πραγματικά είναι και που βγάζει την αυτοπεποίθησή του μέσω του χιούμορ. Με άλλα λόγια, ο Patrick, είναι ο κλόουν της παρέας, το παιδί που φαινομενικά δεν αντιμετωπίζει κανένα πρόβλημα κατά την εφηβεία του και που τα έχει βρει με τον εαυτό του. Η αλήθεια είναι ότι ο Patrick έχει όντως αποδεχτεί τον εαυτό του γι' αυτό που πραγματικά είναι, ομοφυλόφιλος δηλαδή. Όμως, συνάπτει μια σχέση, την οποία αναγκάζεται να κρατήσει μυστική, καθώς ο φίλος του δεν έχει αποκαλύψει τις σεξουαλικές του προτιμήσεις στον κύκλο και την οικογένειά του. Έτσι, ο Patrick αντιπροσωπεύει όλους τους εφήβους που αναγκάζονται να καταπιέσουν τους εαυτούς τους, για χάρη κάποιου άλλου προσώπου. Σαφώς κι ο Patrick, έχει ανασφάλειες, όπως κάθε παιδί της ηλικίας του, απλώς δεν είναι οι δικές του ανασφάλειες, είναι αυτές της κοινωνίας στην οποία ζούμε.
Μέσω αυτών των τριών βασικών ηρώων, θα γνωρίσουμε και τα υπόλοιπα μέλη της παρέας τους, οι οποίοι είναι εξίσου ρεαλιστικοί χαρακτήρες και θα συμβάλλουν ο καθένας με τον τρόπο του στην εξέλιξη της ιστορίας. Επίσης, θα έρθουμε σε επαφή με την οικογένεια του Charlie, η οποία προσπαθεί να υποστηρίξει το νεαρότερο μέλος της με όποιον τρόπο είναι δυνατόν, αλλά και με τον καθηγητή λογοτεχνίας του νεαρού παιδιού, που αναγνωρίζει τις δυνατότητές του και προσπαθεί να ενισχύσει το έμφυτο ταλέντο του.
Η σκηνοθεσία του έργου, είναι κι αυτή με τη σειρά της πολύ γλυκιά κι όμορφη κι επικεντρώνεται στην ανάδειξη της ιστορίας του. Πολύ σημαντικό στοιχείο είναι ότι γίνεται αναφορά στα ναρκωτικά και τα αλκοολούχα ποτά που ρέουν ελεύθερα στα πάρτυ ανηλίκων, χωρίς όμως το γεγονός να κατακρίνεται. Αντίθετα, ίσως σε κάποιο σημείο να φαίνεται πως υπερασπίζεται την χρησιμότητά τους, χωρίς όμως να την επιβραβεύει. Είναι σημαντικό, πάντως, σ' ένα έργο που απευθύνεται στο νεανικό κοινό να μην δείχνεις μια ατόφια παιδευτική διάθεση, αλλά να προσπαθήσεις να πιάσεις τον παλμό του, δείχνοντας την πραγματική εικόνα του κόσμου του και συμπάσχοντας μαζί του. Η επιλογή των ηθοποιών να ενσαρκώσουν τους ρόλους, επίσης, δεν θα μπορούσε να είναι περισσότερο ταιριαστή. Όλοι οι νεαροί ηθοποιοί, ανταποκρίνονται άψογα στους ρόλους τους, δίνοντας ακόμα περισσότερο ρεαλισμό μέσω αυτών.
Χωρίς να μιλάμε για κάτι το εξωφρενικά πρωτότυπο ή για μια ταινία σταθμό στην ιστορία του κινηματογράφου, "Τα πλεονεκτήματα του να είσαι στο περιθώριο" είναι μια γλυκιά ταινία της νιότης, που απευθύνεται σε όλους τους χαμένους εφήβους που ψάχνουν να βρουν το νόημα της ζωής, αλλά και σε όλους τους ενήλικες νοσταλγούς της γλυκιάς αυτής περιόδου, καθώς το μόνο σίγουρο είναι ότι θα θυμηθούν τα δικά τους προσωπικά βιώματα, μέσω αυτής.

Βαθμολογία: 3/5

Τα σχετικά
Αμερικάνικο δράμα του 2012, βασισμένο στο ομώνυμο βιβλίο του Stephen Chbosky, σε σενάριο και σκηνοθεσία του ιδίου, διάρκειας 102 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές τους, Logan Lerman, Emma Watson, Ezra Miller, Mae Whitman, Erin Wilhelmi, Johnny Simmons, Dylan McDermott, Kate Walsh, Melanie Lynskey, Nina Dobrev, Paul Rudd και Joan Cusack.

Οι σύνδεσμοι
Trailer 
Imdb 
Rotten Tomatoes 

9 Δεκεμβρίου 2012

(2012) Έγκλημα στη λίμνη

Πρωτότυπος τίτλος: La sirga
Αγγλικός τίτλος: The towrope


Η υπόθεση
Η Alicia (Joghis Seudin Arias) είναι μια νεαρή κοπέλα που έχασε και τους δυο γονείς της κατά την τελευταία επίθεση στο χωριό της. Μην έχοντας πια πού να μείνει, ξεκινά να βρει τον μοναδικό συγγενή της, τον αδελφό του πατέρα της, Oscar (Julio César Roble), κι ιδιοκτήτη ενός εγκαταλελειμμένου κι ετοιμόρροπου πανδοχείου στην άκρη μιας λίμνης. Κατά την παραμονή της εκεί, θα βοηθήσει τον Oscar να επιδιορθώσει τις ζημιές, που έχουν προκληθεί από τον χρόνο και τις καιρικές συνθήκες.

Η κριτική
Το "Έγκλημα στη λίμνη" είναι ένα δραματικό έργο, που εστιάζει στην καταγραφή της καθημερινής ζωής μιας ολόκληρης κοινότητας, η οποία προσπαθεί, με τα όποια μέσα διαθέτει, να ξαναφτιάξει όλα όσα έχουν καταστραφεί.
Η ταινία ξεκινά, δείχνοντας εικόνες από τα απομεινάρια κάποιας επίθεσης, έπειτα ακολουθεί μια εικόνα του τοπίου της περιοχής και μετά εμφανίζει την εικόνα ενός "λόφου", ο οποίος παρά τα όσα συμβαίνουν στον περιβάλλοντα χώρο, συνεχίζει να επιπλέει στο νερό της λίμνης και να κατευθύνεται προς έναν άγνωστο τόπο. Η εισαγωγή στο κεντρικό θέμα του έργου, ολοκληρώνεται με δυο γαλότσες που διασχίζουν το υγρό έδαφος και με την Alicia να σωριάζεται, από την ταλαιπωρία, στη γη.
Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι ολόκληρο το έργο είναι ένας συνεχής συμβολισμός κι ότι η Alicia δεν είναι στην πραγματικότητα κάποιο πρόσωπο, αλλά μια ιδέα ή μια έμφυτη ανάγκη του ανθρώπου να καλυτερεύσει την ζωή του, ακόμα κι όταν η απειλή μιας επικείμενης εχθρικής εισβολής είναι πιο κοντά από ποτέ, καθώς η παρουσία της, γεννά ταυτόχρονα ελπίδα και φόβο.
Με το που θα μεταφερθεί η Alicia στο πανδοχείο του θείου της κι αφού γίνουν οι απαραίτητες συστάσεις, βλέπουμε ότι η κοπέλα θα παραμείνει ως φιλοξενούμενη εκεί, όμως για την στέγη που της προσφέρεται θα πρέπει να προσφέρει κι αυτή τα ελάχιστα στον οικοδεσπότη της. Έτσι, ξεκινά με το μαγείρεμα και σιγά-σιγά, θα πάρει την πρωτοβουλία να βοηθήσει στις επιδιορθώσεις του κτηρίου.
Η Alicia, είναι ένα βασανισμένο πλάσμα, με μόνο δείγμα των τραυμάτων που φέρει, το γεγονός ότι μετά από πολλά χρόνια, ξεκινά πάλι να υπνοβατεί. Παρόλα αυτά, η παρουσία της σ' ένα μέρος που οι κάτοικοί του είναι συμβιβασμένοι με την ρουτίνα της καθημερινότητας, λειτουργεί ανανεωτικά. Η Alicia θα ξυπνήσει την περιέργεια των κατοίκων, θα τους κάνει να την ερωτευτούν και να ονειρευτούν κάτι διαφορετικό απ' αυτό που ζουν, αλλά ταυτόχρονα, η παρουσία της εκεί, θα σημάνει για πολλούς τον κίνδυνο μιας επίθεσης.
Η διάθεση, όμως, που δείχνει αυτό το πλάσμα για τη ζωή, λειτουργεί ανανεωτικά για όλα τα άτομα που θα την συναναστραφούν. Μετά την έλευσή της και με την βοήθεια που θα προσφέρει ως αντάλλαγμα, θα δούμε ότι το πανδοχείο θα πάρει την καλύτερη μορφή που είχε ποτέ, ο, για καιρό εξαφανισμένος ξάδελφός, της επιστρέφει, ο θείος της ξεκινά να εκτρέφει πέστροφες, ο νεαρός βαρκάρης την ερωτεύεται κι όλα γύρω της παρουσιάζουν μια ρεαλιστική τάση καλυτέρευσης. Μπορεί οι άνθρωποι του χωριού να κάνουν συνεχώς προσπάθειες για βελτίωση και να ονειρεύονται, όμως, κανείς δεν ξέρει αν τα όνειρά τους θα πραγματοποιηθούν τελικά.
Ο William Vega έχει δημιουργήσει ένα έργο που μιλά μέσω των εικόνων που παρουσιάζει κι όχι τόσο μέσω της αφήγησης. Προβάλλοντας μια καθημερινότητα κι εστιάζοντας σε κάποιες ανεπαίσθητες λεπτομέρειες του περιβάλλοντος, που χάνονται στην συνολική εικόνα, δίνει στο κοινό ένα περισσότερο ποιητικό και τεχνικό έργο, με θέμα την ζωή των ανθρώπων στις απομακρυσμένες και τρομοκρατούμενες περιοχές γύρω από τις Άνδεις. Όντας λοιπόν μια ρεαλιστική, αλλά ταυτόχρονα κι άκρως αλληγορική ταινία, προτείνεται κατά κύριο λόγο στους σινεφίλ θεατές του χώρου.

Βαθμολογία: 2,5/5

Τα σχετικά
Κολομβιανό δράμα του 2012, σε σενάριο και σκηνοθεσία του William Vega, διάρκειας 88 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Joghis Seudin Arias, Julio César Roble, David Guacas, Floralba Achicanoy και Heraldo Romero.

Οι σύνδεσμοι
Trailer 
Imdb 
Rotten Tomatoes

(2012) Άνθρωποι σαν κι εμάς

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: People like us



Η υπόθεση
Ο Sam (Chris Pine) είναι ένας από τους καλύτερους συμβούλους εμπορίου μιας μεγάλης εταιρίας του κλάδου. Την ημέρα που κλείνει την μεγαλύτερη συμφωνία του, από της οποίας την προμήθεια ελπίζει να ξεχρεώσει, το αφεντικό του μαθαίνει ότι εξαιτίας των περικοπών που έκανε ο νεαρός, για να εξασφαλίσει στην εταιρία μεγαλύτερο κέρδος, εξερράγη ένα τρένο με ντοματόσουπες στο Μεξικό. Όλη η εταιρία απειλείται με μήνυση και γι' αυτό, ο Sam θα πρέπει τώρα ν' αναλάβει, με τα χρήματα της πολυπόθητης προμήθειας, να λαδώσει κάποιον αρμόδιο. Την ίδια μέρα, η μητέρα του, καλεί επίμονα στο κινητό, όμως εκείνος της το κλείνει. Φτάνοντας σπίτι, η κοπέλα του, του ανακοινώνει ότι πέθανε ο πατέρας του. Αναγκαστικά, μέσα σε όλα του τα προβλήματα, ο Sam, θα πρέπει να ταξιδέψει στο πατρικό του για τα συλλυπητήρια. Αν και δεν έχει σκοπό να μείνει παραπάνω από μια διανυκτέρευση, πριν την αναχώρησή του, θα του δοθεί ένα ποσό 150.000 δολαρίων μ' ένα σημείωμα από τον πατέρα του, να τα παραδώσει σε κάποιον Josh (Michael Hall D'Addario). Στην προσπάθειά του να καταλάβει για ποιό λόγο ο αποθανών, αντί ν' αφήσει τα χρήματα σ' εκείνον, επέλεξε κάποιον άγνωστο, θα γνωρίσει την Frankie (Elizabeth Banks), την μητέρα του Josh, η οποία μοιάζει καταπληκτικά με τον πατέρα του. Στην ανάγκη του να μάθει περισσότερα γι' αυτήν την γυναίκα, θα παρατείνει την παραμονή του εκεί και θ' αναθεωρήσει τις απόψεις του για την οικογένεια.

Η κριτική
Το "Άνθρωποι σαν κι εμάς" είναι ένα δράμα που μιλά για τους δεσμούς της οικογένειας και προβάλλει την ανθρώπινη αδυναμία ως μέρος των λανθασμένων αποφάσεων που παίρνουν μερικές φορές οι γονείς κι επηρεάζουν μ' αυτές τα παιδιά τους. Παρόλα αυτά, ακόμα και μετά θάνατον, μπορεί να δοθεί σε κάποιον η ευκαιρία να διορθώσει τα λάθη του και να λάβει άφεση αμαρτιών.
Στην συγκεκριμένη ταινία, θα δούμε δυο παράλληλες ιστορίες να ξετυλίγονται, με τον πρωταγωνιστικό ρόλο να έχει αναλάβει ο νόμιμος γιός του αποθανόντος μουσικού παραγωγού Jerry Harper (Dean Chekvala). Ο Jerry, όντας ένας άνθρωπος της μουσικής ροκ σκηνής, θα μπορούσαμε να πούμε ότι είχε έναν χαρακτήρα πιο απελευθερωμένο απ' αυτόν ενός απλού οικογενειάρχη. Έτσι, παρόλη την αγάπη που έτρεφε για το πρόσωπο της γυναίκας του, Lillian (Michelle Pfeiffer), είχε παράλληλα και μια κόρη, εκτός γάμου, την Frankie, την οποία κι εγκατέλειψε όταν εκείνη ήταν 8 χρονών.
Με τις επιλογές του αυτές, βέβαια, ο Jerry, κατάφερε απλώς από την μια ν' απομακρυνθεί από το γιό του και να του  δημιουργήσει μια απέχθεια για οτιδήποτε τείνει να μοιάσει σε οικογένεια κι από την άλλη, η εγκατάλειψη της Frankie, ώθησε την νεαρή κοπέλα να κατηγορήσει τον εαυτό της και να οδηγηθεί στις καταχρήσεις. Το καθένα από τα δυο του παιδιά, μεγάλωσε με την δική του προσωπική ιστορία απώλειας του πατρικού προτύπου και τα δυο όμως, εξαιτίας αυτού, φέρουν πληγές που επηρεάζουν την ενήλικη συμπεριφορά τους.
Όταν οι δρόμοι των δυο ετεροθαλών αδελφών, διασταυρωθούν, τον Sam, θα τον τραβήξει κάτι πολύ οικείο στην Frankie, αλλά κι εκείνη, χωρίς να γνωρίζει την πραγματική ταυτότητα του νεαρού αγνώστου, θα νιώσει σαν να τον γνωρίζει από παλιά. Σιγά-σιγά, θα δούμε ότι θ' αρχίσει ν' αναπτύσσεται ένας αληθινός δεσμός, ανάμεσα στα δυο ετεροθαλή αδέλφια, ο οποίος θα τους βοηθήσει να κατανοήσουν την συμπεριφορά του πατέρα τους, ν' αναθεωρήσουν τις ζωές τους και να βρουν επιτέλους τη γαλήνη που λείπει κι απ' τους δυο τους.
Το έργο, βασίζεται κατά κύριο λόγο στην γνωστή παροιμία: "Αμαρτίες γονέων παιδεύουσι τέκνα", χωρίς όμως να στοχεύει σ' ένα "κατηγορώ" των γονεϊκών αποφάσεων που μας οδηγούν να εξελιχθούμε σ' αυτό που είμαστε σήμερα. Αντίθετα, η ταινία προσπαθεί μ' έναν πολύ όμορφο τρόπο, να δείξει ότι για το ίδιο πρόσωπο, υπάρχουν διάφορες αλήθειες, οι οποίες μπορεί κάποιες φορές να μοιάζουν αντικρουόμενες, όμως αν τις συνθέσει κανείς καταλλήλως, μπορεί να φτάσει σε μια κοινή αλήθεια και να κατανοήσει επιτέλους τα "γιατί" που θα τον βοηθήσουν να λυτρωθεί.
Ενδιαφέρον, παρουσιάζει το γεγονός ότι η ταινία, δεν είναι ένα καθαρό οικογενειακό δράμα, αλλά τείνει λίγο σε ρομαντική κομεντί, γεγονός που την κάνει λίγο πιο ανάλαφρη κι ευχάριστη. Έχοντας ταυτόχρονα μια συμπαθητική σκηνοθεσία κι ικανοποιητικές ερμηνείες, με αυτήν της Michelle Pfeiffer να ξεχωρίζει ευχάριστα γι' ακόμα μια φορά, κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει τους δημιουργούς της για κάποιες μικρές ατέλειες της ταινίας. Για παράδειγμα, η Elizabeth Banks, είναι τόσο περιποιημένη που είναι αδύνατον να πιστέψει κανείς ότι είναι πρώην αλκοολική ή η συμπεριφορά του μικρού Josh, μοιάζει μ' αυτήν ενός αρκετά συνειδητοποιημένου παιδιού, κάτι το οποίο δεν δικαιολογεί τα προβλήματα που δημιουργεί, αλλά ούτε και το πώς ένα ορφανό αγόρι, με μια προβληματική μάνα, απέκτησε τέτοιον σταθερό χαρακτήρα.
Αλλά όπως προείπα, το επίκεντρο του έργου, δεν είναι η ανάδειξη των προβληματικών τόσο, όσο η δημιουργία μιας όμορφης αίσθησης κι η ανάπτυξη ενός θετικού τρόπου σκέψης για την ζωή, αλλά και για τα όσα μας έχουν διαμορφώσει. Γι' αυτό το λόγο, προτείνεται σε όσους ψάχνουν για μια καλή δραματική, αλλά παράλληλα κι ανάλαφρη ταινία που θα τους ταξιδέψει για δυο ώρες περίπου.

Βαθμολογία: 3/5

Τα σχετικά
Αμερικάνικο δράμα του 2012, σε σενάριο των Alex Kurtzman, Roberto Orci και Jody Lambert και σκηνοθεσία του Alex Kurtzman, διάρκειας 114 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές τους Chris Pine, Elizabeth Banks, Michael Hall D'Addario, Michelle Pfeiffer και Olivia Wilde.

Οι σύνδεσμοι
Imdb