4 Νοεμβρίου 2012

(2006) Casino Royale

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: Casino Royale


Η υπόθεση
Ο James Bond (Daniel Craig), εκτελώντας τον δεύτερο φόνο που χρειάζεται για να ανέβει κλίμακα ως πράκτορας, θα πάρει τον πολυπόθητο τίτλο 00. Στην πρώτη του αποστολή ως 007, ο Bond, θα βρεθεί στη Μαδαγασκάρη, όπου θα πρέπει, μέσω ενός βομβιστή που παρακολουθείται, ν' ανακαλύψει ένα ολόκληρο δίκτυο τρομοκρατίας, που κρύβεται από πίσω. Τα γεγονότα δεν εξελίσσονται ακριβώς όπως θα ήθελε η MI6, αλλά ο Bond καταφέρνει, πριν σκοτώσει τον βομβιστή και καταστρέψει την πρεσβεία της Nambutu, στην οποία καταφεύγει ο τρομοκράτης κάποια στιγμή στην καταδίωξη, να πάρει το κινητό του. Μέσω διαφόρων στοιχείων που θα συλλέξει στην πορεία, ο θρυλικός πράκτορας θα φτάσει στον Le Chiffre (Mads Mikkelsen), έναν τραπεζίτη που αναλαμβάνει τη φύλαξη των χρημάτων διεθνών τρομοκρατών. Ο Bond, με την βοήθεια της MI6, θα εισχωρήσει, ως αντικαταστάτης, σ' ένα παιχνίδι του Casino Royale και θα βάλει τα δυνατά του να μην επιτρέψει στον Le Chiffre να κερδίσει για λογαριασμό της τρομοκρατίας τα 150 εκατομμύρια που θα μαζευτούν στο παιχνίδι.

Η κριτική
Η κινηματογραφική μεταφορά του εισαγωγικού βιβλίου μιας σειράς μυθιστορημάτων με πρωταγωνιστή τον James Bond, σίγουρα δεν είναι μικρή κι εύκολη υπόθεση. Ο χαρακτήρας του Ian Fleming, έπρεπε ν' αναπαρασταθεί όσο το δυνατόν πιο ρεαλιστικά κι η λογοτεχνική ατμόσφαιρα έπρεπε να περάσει μ' έναν ωραίο τρόπο στην μεγάλη οθόνη. Αυτό είναι το μόνο σίγουρο.
Ο Martin Campbell ξεκινά την ταινία του με μια ασπρόμαυρη εικόνα, που περνά άμεσα στον θεατή το μήνυμα του παλαιού. Η εναρκτήρια σκηνή, επίσης, που ο Bond παίρνει τον τίτλο του 00, δεν αφήνει περιθώρια στο κοινό να θεωρήσει ότι η συγκεκριμένη ταινία ακολουθεί τις προηγούμενες, παρά κάνει σαφές το γεγονός ότι είναι ένας πρόλογος όλων των ταινιών που έχουν, μέχρι στιγμής, προβληθεί.
Ο χαρακτήρας του Bond αρχίζει να διαγράφεται και να παρουσιάζει κοινά χαρακτηριστικά με τον Bond των επόμενων ταινιών, που έχουν προηγηθεί χρονικά, αλλά σίγουρα δεν μπορεί να ταυτιστεί, τουλάχιστον όχι μέχρι να τελειώσει η ταινία, με τον Bond που έχουμε ήδη γνωρίσει. Στη συγκεκριμένη ταινία, αυτό που ενδιαφέρει είναι ο τρόπος με τον οποίο διαμορφώθηκε ο χαρακτήρας του πράκτορα 007 κι όχι τόσο η σύλληψη του κακού κι η απόδοση δικαιοσύνης.
Σαν εγχείρημα, θεωρώ ότι δικαιολογημένα, τόσα χρόνια, κανείς δεν αποπειράθηκε ν' αγγίξει την συγκεκριμένη ιστορία και να την μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη, χωρίς να την διακωμωδεί. Όμως όταν τα prequel γίνονται τις μόδας, ο James Bond δεν μπορεί να μείνει χωρίς την κινηματογραφική μεταφορά του πρώτου του βιβλίου. Έτσι λοιπόν, ξεκινά το πείραμα και το αποτέλεσμα, δυστυχώς, αποτυγχάνει.
Η ταινία, είναι φανερό ότι είναι βασισμένη σ' ένα λογοτεχνικό κείμενο, καθώς οι πληροφορίες που μας δίνονται είναι τόσο μπερδεμένες κι οι έντονες σκηνές μάχης γίνονται χωρίς την ύπαρξη όπλων, αλλά πάνω σ' ένα τραπέζι, ποντάροντας. Επίσης, ο υπερβολικός χρόνος που αναλώνεται στην ανάπτυξη του ερωτικού δεσμού του Bond και της Vesper (Eva Green), δεν θα μπορούσε να δικαιολογηθεί σε μια ταινία, αν δεν ήταν γνωστό ότι αυτή βασίζεται σ' ένα μυθιστόρημα.
Η εισαγωγή, παράλληλα, ενός νέου ηθοποιού στον ρόλο του θρυλικού 007, είναι ακόμα ένα στοιχείο που δυσκολεύει την ταινία να λειτουργήσει. Από τη μια είναι πιο εύκολο να παρουσιάσεις ένα prequel έχοντας ένα φρέσκο πρωταγωνιστή, από την άλλη, όμως, μήπως είναι πιο λογικό να έχεις φροντίσει να γίνει αποδεκτός στο ρόλο του από την κοινή γνώμη, όταν ξέρεις ότι το αντικείμενο που προσπαθείς να παρουσιάσεις είναι κατώτερο όσων έχουν ήδη δει το φως; Κι ο μόνος λόγος που το αναφέρω, είναι γιατί ο Craig, παρόλο που είναι πολύ καλός ηθοποιός, δεν πείθει για Bond, αλλά πώς να πείσει όταν ο ίδιος ο Bond δεν πείθει για Bond;
Αντίθετα, αν ξεγυμνώσεις την ταινία από τα τεχνικά χαρακτηριστικά της και μείνεις μόνος με το σκελετό της, μπορείς να διακρίνεις το μεγαλείο του κειμένου που έκανε τον θρυλικό πράκτορα της MI6 να προηγείται της φήμης του. Μόνο που το κείμενο, είναι τόσο ατμοσφαιρικό, που οι μόνες σκηνές που ο θεατής μένει καθηλωμένος, είναι οι σκηνές στο τραπέζι του πόκερ. Από 'κεί κι έπειτα, μιλάμε για μια ικανοποιητική ταινία, με κάποιες ανατροπές, κάποιες καταστροφές, κάποιες γυναικείες παρουσίες, που αν δεν είχε το βιβλίο του Ian Fleming να τη στηρίζει, θα κάναμε λόγο για ένα πρώτο "Quantum of solace", ποιοτικά κι εισπρακτικά.
Σαν ταινία, σίγουρα δεν συγκαταλέγεται σ' αυτές που ένας θαυμαστής του Bond θα πρέπει να έχει στην ταινιοθήκη του. Όντας όμως ο θεμέλιος λίθος της σειράς, ένας φανατικός θαυμαστής του Άγγλου πράκτορα, δεν είναι δυνατόν να μην την έχει δει. Αν και προσωπικά, η προβολή της δεν μπορώ να πω πως μου προσέφερε κάτι, δεν γίνεται κιόλας να μην αναγνωρίσω ότι η προσπάθεια μεταφοράς της ήταν ιδιαίτερα αξιόλογη, άσχετα από το αποτέλεσμα... το οποίο δεν χαρακτηρίζεται και κακό, αλλά όχι κι αντίστοιχο ενός Bond. Τελικό συμπέρασμα: Κάποια βιβλία δεν πρέπει ν' αγγίζονται και σίγουρα δεν πρέπει να συμπληρώνονται με ακόλουθες ταινίες, όπως έγινε με το "Casino Royale" και την συνέχειά του εν έτει 2008.

Βαθμολογία: 2,5/5

Τα σχετικά
Βρετανική περιπέτεια κατασκοπείας του 2006, βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίου του Ian Fleming, σε σενάριο των Neal Purvis, Robert Wade και Paul Haggis και σκηνοθεσία του Martin Campbell, διάρκειας 144 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Daniel Craig, Judi Dench, Mads Mikkelsen, Eva Green, Giancarlo Giannini, Jeffrey Wright, Simon Abkarian και Caterina Murino.

Οι σύνδεσμοι
Trailer 
Imdb 
Rotten Tomatoes 

(2012) Encardia: Η πέτρα που χορεύει

Πρωτότυπος τίτλος: Encardia: Η πέτρα που χορεύει
Αγγλικός τίτλος: Encardia: The dancing stone


Η υπόθεση
Με τη συνοδεία του συγκροτήματος "Encardia", πραγματοποιείται μια ξενάγηση στα ελληνόφωνα χωριά της Κάτω Ιταλίας, κυρίως της Grecìa Salentina στην Νότια Puglia, στην γλώσσα, τον πολιτισμό και τις μουσικο-χορευτικές τους παραδόσεις.

Η κριτική
Οι "Encardia" είναι ένα συγκρότημα μ' έναν πολύ όμορφο κι ιδιαίτερο ήχο, άμεσα επηρεασμένο από τις μουσικές παραδόσεις των διαφόρων χωριών της Κάτω Ιταλίας κι ειδικότερα της Grecìa Salentina, στα οποία από αρχαιοτάτων χρόνων έως το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο μιλούσαν μ' ένα ελληνικό ιδίωμα με προσμίξεις ιταλικών λέξεων, γνωστό ως "Griko".
Σήμερα, το ιδίωμα αυτό, κοντεύει να εκλείψει, καθώς μιλιέται μονάχα από τους υπερήλικες κατοίκους των περιοχών αυτών και παρόλο που οι δάσκαλοι στα σχολεία ακόμα το διδάσκουν, δεν καταφέρνει να επιβιώσει, καθώς εκτός των σχολικών συγκροτημάτων, οι μαθητές σπάνια το εξασκούν για να το κάνουν κτήμα τους.
Έτσι λοιπόν, ο μόνος λόγος που η "Griko" δεν είναι ήδη μια νεκρή διάλεκτος, είναι τα διάφορα τραγούδια, αλλά κι οι πολιτιστικές εκδηλώσεις που διοργανώνονται ακόμα και σήμερα και βασίζονται σ' αυτήν. Αυτά, την κρατούν ακόμα ζωντανή. Μια γλώσσα των φτωχών γεωργών, που είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το έδαφος και παρόλο που οι σύγχρονοι Έλληνες κι Ιταλοί δεν έχουν τη δυνατότητα να την κατανοήσουν πλήρως, μέσω της μουσικής, μιλά στις καρδιές των ανθρώπων.
Στο οδοιπορικό αυτό, στον θεατή δίνεται η ευκαιρία να γνωρίσει ανθρώπους που μιλούν ή μιλούσαν κάποτε το ιδίωμα των "Griko", ν' ακούσουν ειδήμονες να μιλούν για έναν πολιτισμό που κοντεύει να εκλείψει, αλλά και μέσω διαφόρων ντοκουμέντων κι αφηγήσεων να πάρει μια γεύση του πολιτισμού αυτού και να τον αγαπήσει.
Η μουσική, σ' αυτό το ντοκιμαντέρ, έχει πρωτεύοντα ρόλο, καθώς αποτελεί την αφορμή, αλλά και τον συνδετικό κρίκο του και μας εισάγει σιγά-σιγά σ' έναν κόσμο λίγο γνωστό ή ακόμα κι άγνωστο, εδώ στην Ελλάδα.
Τεχνικά βέβαια, κι αυτό είναι το κύριο μειονέκτημα της ταινίας, ο θεατής καλείται να παρακολουθήσει ένα ντοκιμαντέρ που δίνει την αίσθηση ενός home-made video διακοπών, στο οποίο δεν υπάρχει κάποιος αφηγητής να εξηγήσει τον ρόλο των ανθρώπων που μιλούν στην κάμερα ή τον επόμενο σταθμό της ταινίας και τον λόγο παραμονής στο συγκεκριμένο μέρος.
Στοχεύοντας περισσότερο στην αίσθηση που θέλει ν' αφήσει στο κοινό, ο σκηνοθέτης της, παραλείπει την σύνθεση μιας ιστορίας που λειτουργεί προοδευτικά κι εξηγεί. Το κοινό στο οποίο απευθύνεται λοιπόν, είναι το ήδη εξοικειωμένο μ' αυτό το είδος μουσικής. Δεν απευθύνεται σε κάποιον που θα ήθελε να γνωρίσει τους "Encardia" ή τον πολιτισμό της Κάτω Ιταλίας μέσω ενός ντοκιμαντέρ, καθώς πολύ εύκολα χάνεται μέσα σ' ένα κράμα Griko, Ελληνικών, Ιταλικών, ειδικών και καθημερινών ανθρώπων.

Βαθμολογία: 2/5

Τα σχετικά
Ελληνικό ντοκιμαντέρ του 2012, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Άγγελου Κοβότσου, διάρκειας 80 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές τα μέλη του συγκροτήματος "Encardia".

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

2 Νοεμβρίου 2012

(2011) Η πόλη των παιδιών

Πρωτότυπος τίτλος: Η πόλη των παιδιών
Αγγλικός τίτλος: The city of children


Η υπόθεση
Σε μια πόλη που ταλανίζεται από κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά ζητήματα, εξελίσσονται τέσσερις ιστορίες εγκύων. Η Nadine (Κίκα Γεωργίου) είναι μια ετοιμόγεννη Ιρακινή μετανάστης. Η Βάσω (Μαρία Τσιμά) κι ο Αντώνης (Γιώργος Ζιόβας) είναι ένα ζευγάρι μέσης ηλικίας, μ' ένα έφηβο γιο. Η Ντίνα (Αννα Καλαϊτζίδου) κι ο Σπύρος (Λεωνίδας Κακούρης), προσπαθούν, με τη βοήθεια της Μαρίνας (Υρώ Λούπη), ν' αποκτήσουν ένα παιδί μ' εξωσωματική γονιμοποίηση. Και τέλος, η Λίζα (Ναταλία Καλημερατζή) θα ενημερώσει τον Φώτη (Βασίλης Μπισμπίκης) ότι περιμένει παιδί και της έχει περάσει απ' το μυαλό να το κρατήσει.

Η κριτική
Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Γιώργου Γκικαπέππα, ξεκινά με μια φράση του Γερμανού φιλοσόφου Friedrich Nietzsche, η οποία παρουσιάζει, σε λίγες μόνο λέξεις, τον κεντρικό άξονα στον οποίο κινούνται κι οι τέσσερις ιστορίες: "Στα άτομα η παραφροσύνη είναι κάτι σπάνιο. Στις εποχές είναι ο κανόνας."
Ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος της ταινίας, έχοντας επιλέξει να τοποθετήσει την ιστορία του μέσα και γύρω από μια πόλη που βρίσκεται στα όρια της παράνοιας και με την παράλληλη απεικόνιση τεσσάρων ιστοριών με κεντρικό άξονα την παραγωγή μιας καινούργιας ζωής, δεν θα μπορούσε να έχει διαλέξει έναν πιο αντιπροσωπευτικό τίτλο για το έργο του.
Ο δημιουργός, όπως βλέπουμε, έχει επιλέξει με πολύ μεγάλη προσοχή τα πρόσωπα που συνθέτουν το δράμα του. Οι τέσσερις μυθοπλασίες καλύπτουν όλο το ηλικιακό φάσμα που μπορεί να συμμετάσχει στην δημιουργία μιας ζωής. Δυο ανώριμοι νεαροί γύρω στα 25 που ζουν επιπόλαια, μια γυναίκα κοντά στα 30 που πρόκειται να αποκτήσει ένα παιδί, ουσιαστικά μόνη της, ένα ζευγάρι κοντά στα 40 που ελπίζει σ' ένα θαύμα και δυο άνθρωποι σ' έναν διαλυμένο γάμο που τους δίνεται η τελευταία ευκαιρία να ξαναγίνουν γονείς. Ταυτόχρονα, όμως, οι χαρακτήρες καλύπτουν κι ολόκληρο το κοινωνικό φάσμα που συναντά κανείς στις σύγχρονες μεγαλουπόλεις. Μετανάστες, χαμηλή κοινωνική τάξη, μεσοαστοί κι υψηλά αμειβόμενοι, όλοι φέρουν το προσωπικό τους δράμα.
Στο έργο, θα δούμε να παρεμβάλλονται πλάνα της πυκνοκατοικημένης πόλης, αλλά και διάφορες ραδιοφωνικές συνομιλίες ή εκπομπές, που αναφέρονται στη σύγχρονη κοινωνικο-πολιτική κατάπτωση της Ελλάδας. Σε πρώτο πλάνο, αυτά τα στοιχεία, θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την ανείπωτη οργή που φέρουν οι ήρωες στις τρεις από τις τέσσερις ιστορίες που παρακολουθούμε και κάνει τους διάλογούς τους να φαίνονται επιτηδευμένοι κι ίσως σ' ένα βαθμό στυλιζαρισμένοι.
Η μόνη ιστορία που βλέπουμε να κυλά ομαλά και να δίνει την αίσθηση του φυσιολογικού, είναι η ιστορία της Nadine, της κοπέλας από το χαμηλότερο των χαμηλοτέρων κοινωνικών στρωμάτων, η οποία αν και βρίσκεται εξ αρχής στην χειρότερη κατάσταση απ' όλους, είναι η μοναδική της οποίας ο ψυχισμός είναι σταθερός κι η ελπίδα κι η θέλησή της, ισχυρές. Ίσως γιατί για 'κείνη, που δεν καταλαβαίνει λέξη ελληνικά, τίποτα δεν έχει αλλάξει τα τελευταία χρόνια.
Σε όλες τις άλλες ιστορίες, ο θυμός σταδιακά εξωτερικεύεται και μαζί του τα προβλήματα της σύγχρονης Ελλάδας κάνουν την εμφάνισή τους, δημιουργώντας κατ' αυτόν τον τρόπο ένα όμορφο δράμα που μιλά για μια χώρα που διανύει μια εποχή που όλα ρημάζονται, αλλά που η ελπίδα, παρόλα αυτά, δεν χάνεται. Παράλληλα, η κάθε ιστορία εξελίσσεται διαφορετικά, αφήνοντας το κοινό να επιλέξει αυτήν που του ταιριάζει καλύτερα.
Μια αξιόλογη ελληνική παραγωγή, με πολύ καλές ως άριστες ερμηνείες, που δείχνει ένα ρεαλιστικό πρόσωπο της σύγχρονης Ελλάδας. Προτείνεται σε όλους τους θαυμαστές του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου, αλλά και στους σινεφίλ που αναζητούν καλές ελληνικές παραγωγές.

Βαθμολογία: 3/5

Τα σχετικά
Ελληνικό δράμα του 2011, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Γιώργου Γκικαπέππα, διάρκειας 96 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Κίκα Γεωργίου, Ιωσήφ Πολυζωίδη, Μαρία Τσιμά, Γιώργο Ζιόβα, Μιχάλη Σαράντη, Αννα Καλαϊτζίδου, Λεωνίδα Κακούρη, Υρώ Λούπη, Ναταλία Καλημερατζή, Βασίλη Μπισμπίκη και Δημήτρη Κοτζιά.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

30 Οκτωβρίου 2012

(1946) Ο άγνωστος

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: The stranger
Εναλλακτικός ελληνικός τίτλος: Ο ξένος


Η υπόθεση
Ο κύριος Wilson (Edward G. Robinson) είναι ένας από τους επικεφαλείς της "Επιτροπής Εγκλημάτων Πολέμου". Με δική του εντολή, το κελί ενός καταδίκου, του Meinike (Konstantin Shayne), θα παραμείνει "κατά λάθος" ανοιχτό, δίνοντάς του την δυνατότητα να δραπετεύσει και να οδηγήσει την Επιτροπή σ' έναν από τους εγκεφάλους του ολοκαυτώματος, ο οποίος μετά την εξαφάνισή του, έχει φροντίσει να διαγράψει τα ίχνη του κι είναι, πλέον, αδύνατον να εντοπιστεί διαφορετικά. Ο Meinike, πράγματι, θα οδηγήσει τον Wilson στην πόλη που βρίσκεται ο Franz Kindler (Orson Welles), ο νεαρός ναζί που αναζητά. Πριν προλάβει, όμως, ο επιθεωρητής ν' ανακαλύψει την καινούργια ταυτότητα του Kindler, ο Meinike εξαφανίζεται κι ο Wilson θα πρέπει μόνος του ν' ανακαλύψει ποιός είναι το πρόσωπο που αναζητά.

Η κριτική
Αν κι "Ο άγνωστος" δεν θεωρείται μια από τις ποιοτικότερες δουλειές του Orson Welles, δεν παύει να είναι ένα υπέροχο φιλμ νουάρ, στο οποίο ο δημιουργός του καταφέρνει να κρατήσει με εξαιρετικό τρόπο την προσοχή των θεατών του και να εντείνει την αγωνία τους για την εξέλιξη της ιστορίας.
Ακόμη κι αν αυτή η ταινία του Welles, δεν είναι από τις ταινίες που ο θεατής προσπαθεί ν' ανακαλύψει με την βοήθεια του πρωταγωνιστή τον δολοφόνο, αλλά μαθαίνει την ταυτότητά του στις πρώτες σκηνές, το σασπένς δεν παύει να είναι παρόν σ' όλη τη διάκρειά της, δίνοντας έτσι μια νότα τραγικής ειρωνείας σε αρκετά σημεία της. Ο θεατής γνωρίζει τα πάντα, κι όμως, ακριβώς επειδή γνωρίζει και δεν μπορεί να επέμβει, μένει καθηλωμένος να παρακολουθεί και να ελπίζει ότι ο Wilson θα καταφέρει να κάνει ό,τι ο ίδιος δεν μπορεί.
Ήδη από την πρώτη μέρα της άφιξης του, ο Wilson, θα πληροφορηθεί για την ταυτότητα του ανθρώπου που ψάχνει. Στο μαγαζί του κύριου Potter (Billy House), τη στιγμή που θα ρωτήσει για τον άντρα που παντρεύεται η Mary (Loretta Young), κόρη του Δικαστή του Ανώτατου Δικαστηρίου, θα λάβει δυο απαντήσεις, η μια θα είναι του κυρίου Potter: "Έναν καθηγητή εδώ" κι η άλλη είναι μια γυναικεία φωνή που θα του πει: "Έναν ξένο"... σε μια πόλη που όλοι γνωρίζονται με όλους. Κι όμως, ο Wilson, ενώ ξέρει, θα πρέπει ν' ανακαλύψει τον ξένο, πριν να είναι πολύ αργά για την σύζυγό του.
Αισθητικά, πιστεύω ότι η νουάρ αίσθηση, δεν θα μπορούσε να δίνεται με πιο μεγαλειώδη τρόπο. Στο έργο, κυριαρχούν οι τεράστιες σκιές, που τις νιώθεις να πλησιάζουν απειλητικά όποιον βρεθεί στο δρόμο τους κι έχει τόσο έντονο κοντράστ, που πολλές φορές είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις το ανθρώπινο σώμα με χαμηλό φωτισμό, από τη σκιά του. Από την ταινία, δεν λείπουν επίσης κι οι αντανακλάσεις μέσω διαφόρων επιφανειών που καθρεφτίζουν.
Αξιοπρόσεκτο είναι, δε, και το χαρακτηριστικό που θα προδώσει την πραγματική ταυτότητα του Charles Rankin (Orson Welles), η εμμονή του με τα ρολόγια. Το ρολόι είναι αυτό που θα μιλήσει στον επιθεωρητή και θα τον ωθήσει να ψάξει ένα άτομο που έχει λατρεία με το συγκεκριμένο αντικείμενο και το ρολόι θ' αποτελέσει τον τόπο εξέλιξης των πιο έντονων κι αξιομνημόνευτων σκηνών της ταινίας. Ακόμα, όλη η αγανάκτηση των κατοίκων της πόλης για τις δολοφονίες και την αναστάτωση που έχουν υποστεί από τον Rankin, μπορεί κάλλιστα να συνοψιστεί στην εξής φράση: "Μακάρι ν' αφήνατε ήσυχο το ρολόι. Το Harper ήταν τόσο ήρεμο πριν." Και τέλος, το ρολόι είναι αυτό που έχει τον τελευταίο λόγο στην ζωή του Rankin.
Εκτός βέβαια, από την αρτιότητα των τεχνικών χαρακτηριστικών της ταινίας, στα οποία θα πρέπει να προσθέσω και την εκπληκτική λειτουργία της μουσικής επένδυσης, έντονο ενδιαφέρον παρουσιάζει η επιλογή των συγγραφέων να καταπιαστούν μ' ένα Γερμανό εγκληματία. Ένα θέμα αρκετά επίκαιρο, για την εποχή. Το στοιχείο που θα προδώσει, έστω και καθυστερημένα, τον Rankin, θα είναι η αναφορά του Karl Marx ως Εβραίου κι όχι Γερμανού. Η αναφορά στον γερμανικό ναζισμό και τις ιδέες που πρεσβεύει αυτός, σε συνδυασμό με τις εικόνες από το ολοκαύτωμα, που με τόσο θράσος προβάλει ο Welles στον θεατή, αποτελούν ίσως δυο από τους λόγους της τεράστιας εμπορικής επιτυχίας της ταινίας.
Η παρουσία, βεβαίως, του Edward G. Robinson σε ρόλο ντετέκτιβ, η επιλογή της Loretta Young ως η αθώα και διχασμένη σύζυγος ενός ναζί κι η ερμηνεία του Orson Welles ως ψυχωτικός Γερμανός, που είναι ικανός να κάνει τα πάντα προκειμένου να σωθεί, σε συνδυασμό με την σκηνοθετική επιλογή των κοντινών πλάνων, δίνουν στην ταινία όλα τα απαραίτητα στοιχεία για την συμπλήρωση ενός εκπληκτικού φιλμ νουάρ.
Με λίγα λόγια, η ταινία προτείνεται σε όλους τους θαυμαστές του παλιού καλού νουάρ, του σασπένς και των καλών ερμηνειών. Μια ιδιαίτερα καλή πρόταση για τους σινεφίλ, που μπορεί να μην αποτελεί μια αντικειμενικά κορυφαία ταινία, αλλά που σίγουρα συγκαταλέγεται στις καλές κινηματογραφικές παραγωγές του ασπρόμαυρου κινηματογράφου.

Βαθμολογία: 4/5

Τα σχετικά
Αμερικάνικο φιλμ νουάρ του 1946, σε ιστορία του Victor Trivas, σενάριο των Victor Trivas, Decla Dunning, Anthony Veiller, John Huston και Orson Welles και σκηνοθεσία του Orson Welles, διάρκειας 95 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Edward G. Robinson, Orson Welles, Loretta Young, Konstantin Shayne, Richard Long, Philip Merivale και Billy House.

Οι σύνδεσμοι

29 Οκτωβρίου 2012

(2010) Banksy: Η τέχνη στο δρόμο

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: Exit through the gift shop
Ελληνικός τίτλος στις Νύχτες Πρεμιέρας του 2010: Όπως εξέρχεσθε από το πωλητήριο


Η υπόθεση
Ο μεγάλος street artist, Banksy, αναλαμβάνει να παρουσιάσει την ιστορία του Thierry Guetta, ενός ανθρώπου που ξεκίνησε να κινηματογραφεί διάφορους σπουδαίους street artists, όπως τους Space Invader, Monsieur André, Zeus, Shepard Fairey, Swoon, Banksy, λέγοντας πως ετοιμάζει ένα ντοκιμαντέρ για την "Τέχνη του δρόμου", ενώ στην πραγματικότητα τον ενδιέφερε μόνο η κινηματογράφησή τους. Ο Banksy, παίρνοντας στην κατοχή του τις κασέτες του Thierry, μοντάρει το υλικό, πραγματοποιώντας, έτσι, ένα μεγάλο όνειρο πολλών καλλιτεχνών του δρόμου και παρουσιάζοντας ένα μέρος μιας τέχνης πολύ διαφορετικής απ' ό,τι έχουμε συνηθίσει.

Η κριτική
Το 2010 το graffiti έχει καταφέρει ν' αναγνωριστεί ως μια μορφή τέχνης κι έχει πάψει να θεωρείται, από πολλούς, ως είδος βανδαλισμού. Πολλά έργα του δρόμου, έχουν καταφέρει να μπουν στα σπίτια συλλεκτών, σε γκαλερί και πωλούνται έναντι υπέρογκων ποσών. Το θέμα, όμως, είναι ότι η αναγνώριση δεν συνεπάγεται και νομιμότητα, κάτι που σημαίνει πως πολλά από τα έργα αυτά δεν καταφέρνουν να διασωθούν, όπως γίνεται με διάφορους πίνακες ή γλυπτά. Ο μόνος τρόπος, λοιπόν, τα έργα αυτά να μείνουν στην ιστορία, να γίνουν διαχρονικά, είναι μέσω της κινηματογράφησής τους.
Το ντοκιμαντέρ αυτό, από την αρχή του, παρουσιάζει μια ενδιαφέρουσα ιδιαιτερότητα. Μια ταινία που φέρει το όνομα του Banksy, έργα του οποίου σίγουρα έχουμε δει όλοι είτε σε εικόνες στο internet, είτε σε κάποια εφημερίδα, θα ξεκινήσει με το επίμαχο πρόσωπο να εμφανίζεται στην κάμερα και να μας ανακοινώνει ότι η ταινία είναι αφιερωμένη στον άνθρωπο που ήθελε να γυρίσει μια ταινία γι' αυτόν. Λίγα λεπτά μετά, όταν ο θεατής γνωρίσει τον επιτήδειο κινηματογραφιστή, θ' αρχίσει να σκέφτεται τι δουλειά έχει ένας τρελάρας Γάλλος με το street art και για ποιό λόγο η ταινία είναι βασισμένη πάνω του;
Κι όμως, το "Banksy: Η τέχνη στο δρόμο" είναι ένα καταπληκτικό ντοκιμαντέρ, που μέσω ενός νοητικού παιχνιδιού επιτυγχάνει να παρουσιάσει την τέχνη του δρόμου και να θίξει διάφορα κοινωνικά θέματα, χωρίς ασύνδετες μεταπηδήσεις, αλλά με μια γραμμική ροή, που ομολογουμένως κεντρίζει την περιέργεια του κοινού.
Η αλήθεια είναι ότι κατά την διάρκεια της ταινίας, σου περνάνε διάφορα πράγματα από το μυαλό. Για παράδειγμα: "Είναι πράγματι το street art μια μορφή τέχνης ή είναι μια παροδική μόδα που με τα χρόνια θα ξεχαστεί ή θ' αντικατασταθεί από κάτι άλλο; Τι είναι η φήμη; Τι είναι η αναγνωρισιμότητα; Τι πάει να πει στ' αλήθεια η λέξη τέχνη; Όσο ανεβαίνει η αξία ενός κομματιού, τόσο περισσότερο έργο τέχνης είναι; Ο Banksy κι ο Picasso είναι καλλιτέχνες του ίδιου βεληνεκούς; Παρακολουθώ ταινία ή μήπως μια φάρσα;" Σε κανένα από αυτά τα ερωτήματα δεν δίνεται απάντηση, γιατί κανένα από αυτά δεν θίγεται ευθέως. Όλες αυτές οι ερωτήσεις ξεκινάνε ως προβληματισμοί του κάθε θεατή και θα παραμείνουν σκέψεις του καθενός.
Για του λόγου το αληθές, μπορεί κάποιοι από εσάς να έχετε συναντήσει, στο διαδίκτυο, κάποιες από τις φήμες που κυκλοφορούν και ταυτίζουν τον Banksy με τον Thierry Guetta κι ίσως να έχει πέσει στα χέρια σας μια φωτογραφία του Banksy, στην οποία μοιάζει εκπληκτικά με τον Guetta. Δεν αποκλείεται, λοιπόν, η ταινία να είναι όντως μια αυτοβιογραφία του πασίγνωστου Banksy και παράλληλα ένα τρικ που του επιτρέπει να πει, όλα όσα έχει να πει, με έναν ιδιαίτερα εύστοχο τρόπο... ακριβώς ό,τι κάνει και με τα έργα του.
Η αλήθεια είναι ότι δεν μας αφορά αν ο Banksy είναι ο Robert Banks ή ένα ψευδώνυμο του Thierry Guetta. Δεν μας αφορά καν, αν ο Mr. Brainwash (Thierry Guetta) είναι ένα τέχνασμα του Banksy ή δημιούργημά του. Η αλήθεια είναι ότι πουθενά στο φιλμ δεν βλέπουμε το πραγματικό πρόσωπο του Banksy και πουθενά στο φιλμ δεν βλέπουμε τον Mr. Brainwash να δημιουργεί... οπότε κάλλιστα ο Thierry Guetta κι ο Banksy μπορεί να είναι το ίδιο πρόσωπο... μπορεί όμως κι όχι.
Αυτό που αξίζει στην ταινία, και γι' αυτόν το λόγο προτείνεται σε όλους όσους έχουν κοινωνικο-πολιτικές ή καλλιτεχνικές ανησυχίες, είναι ο άμεσος τρόπος που καταφέρνει να περάσει, ο δημιουργός, το μήνυμά του στο κοινό. Προσωπικά την λάτρεψα, γιατί μ' έναν ανορθόδοξο τρόπο, καταφέρνει να προβληματίσει τον θεατή και με την δημιουργία ενός ευχάριστου κλίματος, καταφέρνει να διεισδύσει, εξ' ίσου αποτελεσματικά με τα "σοβαρά" ντοκιμαντέρ, στο μυαλό ενός ανθρώπου και να τον κάνει να σκεφτεί για πράγματα που τον αφορούν άμεσα.

Βαθμολογία: 4/5

Τα σχετικά
Αμερικάνικο ντοκιμαντέρ του 2010, σε σκηνοθεσία του Banksy, διάρκειας 87 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές τους Banksy, Thierry Guetta (Mr. Brainwash), Shepard Fairey και Space Invader.

Οι σύνδεσμοι
Trailer 
Imdb 
Rotten Tomatoes 

27 Οκτωβρίου 2012

(2011) Κι αν ζούσαμε όλοι μαζί;

Πρωτότυπος τίτλος: Et si on vivait tous ensemble?
Αγγλικός τίτλος: And if we all lived together


Η υπόθεση
Ο Claude (Claude Rich), η Jeanne (Jane Fonda), ο Albert (Pierre Richard), η Annie (Geraldine Chaplin) κι ο Jean (Guy Bedos), είναι μια παρέα 75άρηδων που έχουν καταφέρει να παραμείνουν φίλοι για περισσότερο από 40 χρόνια. Όταν τα προβλήματα της ηλικίας αρχίζουν να γίνονται εμφανή κι ο θάνατος αρχίζει να πλησιάζει απειλητικά τις ζωές τους, ο εργένης Claude κι οι, για χρόνια παντρεμένοι, Albert και Jeanne, παίρνουν την απόφαση να μετακομίσουν στο σπίτι της Annie και του Jean, επιλέγοντας οι ίδιοι τον τρόπο με τον οποίο θα περάσουν το υπόλοιπο της ζωής τους. Μαζί τους, θα μετακομίσει στο σπίτι ένας νεαρός Γερμανός, ο Dirk (Daniel Brühl), ο οποίος στα πλαίσια μιας πανεπιστημιακής έρευνας, μελετά τη ζωή των ηλικιωμένων Ευρωπαίων.

Η κριτική
Το "Κι αν ζούσαμε όλοι μαζί;" αποτελεί μια κατ' εξοχήν γλυκιά γαλλική δραματική κωμωδία για τους ανθρώπους της τρίτης ηλικίας. Ο Stéphane Robelin, συγγραφέας και σκηνοθέτης της, έχει επιλέξει να γυρίσει μια ταινία για μια ηλικιακή ομάδα που, φαινομενικά μόνο, η ζωή των μελών της δεν έχει κανένα ενδιαφέρον. Πρακτικά, όπως θα δούμε, η ζωή ποτέ δεν χάνει το ενδιαφέρον της, σε όποια ηλικία κι αν βρισκόμαστε.
Σε μια εποχή που οι θεσμοί κι οι αξίες περνάνε κρίση και καταρρέουν, ακριβώς όπως γίνεται και με την παγκόσμια οικονομία, μια παρέα διεθνών star, που έχουνε μπει πια για τα καλά στην τρίτη ηλικία, θα μας παρουσιάσει την ζωή με ένα διαφορετικό βλέμμα, που όπως θα δούμε δεν διαφέρει ιδιαίτερα από αυτό ενός νεαρού ατόμου ή ενός μεσήλικα.
Έχοντας αποκτήσει κι οι πέντε τους οικογένειες, στα 75 τους θα συνειδητοποιήσουν ότι για τα παιδιά τους δεν αποτελούν πλέον "οικογένεια", παρά μόνο ένα πρόβλημα, που πρέπει να σταλεί σε γηροκομείο ή πρέπει να απαρνηθεί τ' αγαπημένα του πρόσωπα για να μην κινδυνεύει. Ακόμα, μπορεί απλά οι γονείς να έχουν παραμεγαλώσει για να τους επισκεπτόμαστε.
Αποδεχόμενοι λοιπόν την φυσική κατάσταση στην οποία βρίσκονται, κάποια στιγμή, οι πέντε φίλοι, θα ενώσουν τα πράγματα και τις συνήθειές τους και θα δημιουργήσουν μια κοινότητα, ανάλογη ενός γηροκομείου, με τη μόνη διαφορά ότι αντί για νοσοκόμες θα έχουν ο ένας τον άλλο κι αντί για καινούργιους φίλους, θα πρέπει να καταφέρουν να διατηρήσουν τους παλιούς. Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι με δική τους απόφαση θα δημιουργηθεί μια καινούργια οικογένεια, πιο ανθεκτική από τις βιολογικές τους.
Οι διάφορες συνήθειες, αλλά και τα διάφορα προβλήματα του καθενός, θ' αποτελέσουν την αφορμή για κάποιες όμορφες κωμικο-τραγικές καταστάσεις, που είναι κι αυτές που, κατά κύριο λόγο, κρατάνε το ενδιαφέρον του θεατή. Η κεντρική ιστορία, βέβαια, είναι λίγο-πολύ προβλέψιμη, καθώς από την αρχή μπορούμε να μαντέψουμε το τέλος. Η Jeanne βρίσκεται στα τελευταία στάδια του καρκίνου, ο σύζυγός της, Albert, βρίσκεται στα πρώτα στάδια της άνοιας, ο Claude είναι ένας γηραιός, καρδιακός, σεξομανής εργένης κι η Annie με τον Jean, είναι ένα ζευγάρι που ενώ φαινομενικά τα έχει όλα, ουσιαστικά είναι δυο άνθρωποι μόνοι.
Σημαντικό ρόλο, επίσης, θα δούμε ότι έχει κι η σεξουαλικότητα της τρίτης ηλικίας. Αφορμή για την ενασχόληση με το θέμα, αλλά και τις διάφορες αποκαλύψεις που έπονται, θα είναι η προτροπή της Jeanne στον νεαρό Dirk, να ρωτήσει για το θέμα. Όπως μας λέει κι η Jeanne, οι γέροι δεν είναι άγιοι.
Τα γηρατειά, με λίγα λόγια δεν συνεπάγονται την παραίτηση από τη ζωή. Όσα δικαιώματα έχει ένας νέος άνθρωπος ν' απολαύσει τη ζωή, άλλα τόσα έχουν και τα άτομα προχωρημένης ηλικίας να φύγουν όπως οι ίδιοι επιλέξουν να φύγουν. Κι αφού οι νεαροί της παρέας, αρνούνται να δώσουν μια χείρα βοηθείας, κανείς δεν μπορεί να τους απαγορεύσει να πάρουν τις ζωές τους στα χέρια τους.
Σε γενικές γραμμές, οι ερμηνείες είναι συμπαθητικές, με φωτεινές εξαιρέσεις τους Geraldine Chaplin και Pierre Richard και απογοητευτική την συμμετοχή της Jane Fonda, η οποία παίζει τον εαυτό της και δεν δείχνει την παραμικρή διάθεση να τσαλακώσει την εικόνα της και να παραστήσει, πειστικά, την άρρωστη.
Άλλο ένα αρνητικό της ταινίας, είναι επίσης το γεγονός ότι είναι ιδιαίτερα γαλλική για να μπορέσει να θεωρηθεί συμπαθητική η πλειοψηφία των χαρακτήρων, από ένα κοινό εκτός των συνόρων της. Στο έργο, υπάρχει διάχυτη η γαλλική αγένεια κι αμεσότητα που άλλοτε λειτουργεί θετικά κι ανθρώπινα, άλλοτε πάλι ωθεί τον θεατή ν' αδιαφορήσει.
Εν ολίγοις, αν σας αρέσει το γαλλικό σινεμά, το θέμα παρουσιάζει αρκετό ενδιαφέρον. Αν σας αρέσει, επίσης, η Geraldine Chaplin, είναι και πάλι μια πολύ όμορφη επιλογή. Αν πάλι, ανήκετε στο σινεφίλ κοινό, είναι μια ενδιαφέρουσα κι ιδιαίτερη ταινία, που αν δεν έχετε κάποια καλύτερη πρόταση, σίγουρα δεν θα σας δυσαρεστήσει.

Βαθμολογία: 2,5/5

Τα σχετικά
Γαλλική δραματική κωμωδία του 2011, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Stéphane Robelin, διάρκειας 96 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Geraldine Chaplin, Jane Fonda, Pierre Richard, Guy Bedos, Claude Rich και Daniel Brühl.

Οι σύνδεσμοι

(2012) ΤίνκερΜπελ: Το μυστικό των νεραϊδοφτερών

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: Secret of the wings


Η υπόθεση
Η Tinker Bell (Mae Whitman) πάντοτε ήθελε να δει από κοντά το δάσος του χειμώνα, αλλά ο νόμος απαγορεύει ρητά το πέρασμα απ' τη μια πλευρά στην άλλη. Μια μέρα, όμως, θα της δοθεί η ευκαιρία να πλησιάσει στα σύνορα κι έχοντας τόσο μεγάλη περιέργεια να γνωρίσει τον άγνωστο τόπο, περνά για λίγο στο δάσος του χειμώνα. Τα φτερά της Tinker Bell θα αρχίσουν να λαμπυρίζουν με μια πρωτόγνωρη ομορφιά, αλλά, δυστυχώς, θα παγώσουν απ' το πολύ κρύο. Όταν η μικρή νεράιδα επανέλθει στη φυσιολογική της θερμοκρασία, θα θελήσει να μάθει τα πάντα γύρω από αυτό το περίεργο λαμπύρισμα. Το μόνο που θα καταφέρει να βρει, όμως, είναι μια σκοροφαγωμένη σελίδα σ' ένα βιβλίο φτερολογίας. Έτσι, θα πρέπει ν' αναζητήσει την αλήθεια στην άλλη πλευρά των συνόρων, όπου κατοικεί ο Φύλακας (Jeff Bennet), ο συγγραφέας όλων των βιβλίων.

Η κριτική
Η ταινία, αν και κατά κύριο λόγο απευθύνεται σε παιδάκια προσχολικής ηλικίας, είναι πολύ όμορφα γυρισμένη κι, όπως κάθε ταινία Disney που σέβεται τον εαυτό της, κρύβει αρκετά μηνύματα για τους μικρούς μας φίλους, μένοντας πιστή στο παιδευτικό έργο της εταιρίας.
Η νέα ταινία της Tinker Bell, όπως βλέπουμε, ξεκινά με το πέρασμα από το καλοκαίρι στο χειμώνα και στη συνέχεια θα δούμε να συμβαίνει το αντίστροφο. Με αυτόν τον απλούστατο τρόπο οι δημιουργοί καταφέρνουν να εισάγουν τους μικρούς θεατές στο κυρίως θέμα που θα ακολουθήσει, αλλά και να τους δημιουργήσουν ένα αίσθημα της φυσιολογικής αλληλουχίας των εποχών. Η επιλογή, δε, να προβληθεί στη χώρα μας την περίοδο που μπαίνει σιγά-σιγά η χειμερινή περίοδος, ταιριάζει ιδιαίτερα με το κλίμα της ταινίας.
Αφού λοιπόν η μικρή νεράιδα διασχίσει τα σύνορα κι αρχίσει ν' αναζητά τον λόγο για τον οποίο λαμπύρισαν τα φτερά της, θα πρέπει να βρει ένα τρόπο να ξαναπεράσει τα σύνορα και να φτάσει στον Φύλακα, αναζητώντας σ' αυτόν την πολυπόθητη απάντηση. Εκεί, στο δάσος του χειμώνα, θα τύχει να γνωρίσει ένα ξωτικό του χειμώνα, την Κυάνα (Lucy Hale), κι όταν οι δυο τους συναντηθούν τα φτερά τους θα αρχίσουν να λάμπουν ξανά.
Ο Φύλακας θα εξηγήσει στις δυο νεράιδες/ξωτικά ότι ο λόγος που λάμπουν τα φτερά τους όταν βρίσκονται μαζί είναι γιατί έχουν γεννηθεί από το ίδιο γέλιο ή πιο απλά γιατί είναι αδελφές. Όταν μαθαίνουν την αλήθεια, η Κυάνα κι η Tinker Bell αποφασίζουν να δείξουν η μια στην άλλη τον κόσμο τους και δίνουν μια υπόσχεση να μην χωρίσουν ποτέ. Άλλωστε όταν σε κάποιον δίνεται η ευκαιρία να γνωρίσει το διαφορετικό δεν αποκλείεται ν' ανακαλύψει αρκετά κοινά μ' αυτό.
Ένα άλλο στοιχείο στο οποίο δίνει πολύ μεγάλη έμφαση η ταινία, είναι η αξία της οικογένειας και το γεγονός ότι τ' αδέλφια δεν πρέπει να χωρίζονται το ένα από το άλλο, αλλά αντίθετα, πρέπει πάσει θυσία να μεγαλώνουνε μαζί. Το πρόβλημα, όμως, είναι ότι διασχίζοντας η μια τον κόσμο της άλλης, αυτομάτως θέτει σε κίνδυνο τη ζωή της, καθώς οι νεράιδες δεν αντέχουν στο κρύο και τα ξωτικά του χιονιού δεν αντέχουν στη ζέστη.
Το πρόβλημα, βέβαια, μοιάζει να μπορεί να λυθεί με τη βοήθεια διαφόρων κατασκευών που σκαρφίζεται η Tinker Bell. Η ανθρώπινη παρέμβαση, όμως, όπως θα δούμε μπορεί να προκαλέσει σοβαρότερα προβλήματα από τον ατομικό κίνδυνο. Η Tinker Bell, για να μπορέσει η Κυάνα να επισκεφτεί τον κόσμο της, θα κατασκευάσει μια μηχανή παραγωγής πάγου. Όταν, όμως, αυτή η μηχανή θα βρεθεί στο ποτάμι που χωρίζει τις δυο εποχές, το κρύο που θα παράγει θ' αποτελέσει απειλή για όλες τις εποχές.
Έμμεσα και με αντίστροφο τρόπο, βλέπουμε πως γίνεται νύξη στο φαινόμενο του θερμοκηπίου, το οποίο δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια ανεπιθύμητη συνέπεια που προκάλεσε, και συνεχίζει να προκαλεί, η ανθρώπινη παρέμβαση στην φύση. Σαφώς, όμως, η συνεργασία κι η καλή θέληση, λειτουργούν με σωτήριο τρόπο για την προστασία της εποχής του καλοκαιριού, αλλά και την προστασία του δέντρου που παράγει την νεραϊδόσκονη, δίνοντας ένα όμορφο μάθημα στα μικρά παιδάκια που θα την παρακολουθήσουν.
Όντας μια ταινία με νεραϊδούλες και ξωτικά, θα έλεγα μάλλον ότι προτείνεται σε κοριτσάκια προσχολικής ηλικίας. Σε γενικές γραμμές είναι μια όμορφη παιδική ταινία, με χρήσιμα μηνύματα, ωραία γραφικά, αρκετά συμπαθητικό 3D, χωρίς όμως να θεωρείται απαραίτητο, κι ικανοποιητική μεταγλώττιση.

Βαθμολογία: 2/5

Τα σχετικά
Αμερικάνικη παιδική ταινία του 2012, σε σενάριο των Roberts Gannaway, Peggy Holmes, Ryan Rowe και Tom Rogers και σκηνοθεσία των Roberts Gannaway και Peggy Holmes, διάρκειας 75 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Mae Whitman, Lucy Hale, Timothy Dalton, Anjelica Huston και Jeff Bennet.

Οι σύνδεσμοι
Imdb