29 Αυγούστου 2013

(2012) Υψηλή μαγειρική

Πρωτότυπος τίτλος: Les saveurs du palais
Αγγλικός τίτλος: Haute cuisine


Η υπόθεση
Η Hortense Laborie (Catherine Frot) από το Périgord, θα κληθεί μια μέρα ν' αναλάβει τη θέση της μαγείρισσας ενός σημαντικού πολιτικού στελέχους, χωρίς όμως να γνωρίζει περιττές λεπτομέριες, όπως για παράδειγμα το πού θα εργάζεται ή για ποιόν θα πρέπει να μαγειρεύει. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού της, θα πληροφορηθεί ότι η νέα της δουλειά αφορά την ετοιμασία των προσωπικών γευμάτων του Προέδρου της Δημοκρατίας (Jean d'Ormesson) κι ότι θα εργάζεται εντός του Μεγάρου των Ηλυσίων. Κατά την άφιξή της εκεί, αντί να την ενημερώσουν για τις διατροφικές συνήθειες του Προέδρου, όλοι της αναλύουν τα διάφορα πρωτόκολλα που θα πρέπει ν' ακολουθεί σε καθημερινή βάση. Η Hortense, για δυο συνεχή έτη, θα εργαστεί ως η προσωπική σεφ του Γάλλου Προέδρου, υπό τις πιο αντίξοες συνθήκες, οι οποίες όσο περνά ο καιρός, θα δυσκολεύουν ακόμα περισσότερο.

Η κριτική
Η "Υψηλή μαγειρική" είναι μια γαστρονομική κι ευχάριστη ταινία, που αποτελεί την αληθινή ιστορία της, επί δυο χρόνια, προσωπικής μαγείρισσας του Γάλλου Προέδρου της Δημοκρατίας, Danièle Delpeuc.
Η ταινία, κινείται σε δυο χρονικά επίπεδα. Στο πρώτο, συναντάμε την Hortense κάπου στην Ανταρκτική να μαγειρεύει για τα μέλη μιας ερευνητικής βάσης, σε μια καντίνα, μετά την εμπειρία της στο Προεδρικό Μέγαρο και καλούμαστε να δούμε τις τελευταίες μέρες της στο μέρος αυτό. Στο δεύτερο, μας γυρίζει τέσσερα χρόνια πίσω, όταν ξεκίνησε να εργάζεται στο Μέγαρο των Ηλυσίων και παρακολουθούμε εν συντομία τα δυο έτη όπου υπηρέτησε ως μαγείρισσα του Γάλλου Πρόεδρου.
Η ιστορία της Hortense, θα ξεκινήσει ν' αναπτύσσεται όταν ένα Αυστραλιανό τηλεοπτικό συνεργείο επισκεφτεί την βάση, για τα γυρίσματα ενός ντοκιμαντέρ κι απορήσει με την παρουσία μιας γυναίκας σ' ένα ανδροκρατούμενο περιβάλλον, την οποία μάλιστα, οι άντρες, αποκαλούν "Πρόεδρο". Εξηγώντας λοιπόν, στη δημοσιογράφο τον λόγο που έλαβε η Hortense το παρατσούκλι της, θ' αρχίσει η ταυτόχρονη εξέλιξη της κεντρικής ιστορίας, που δείχνει μια μαγείρισσα μ' ένα πανδοχείο, από την επαρχία, να εισέρχεται στο Προεδρικό Μέγαρο και ν' αναλαμβάνει την πιο περιζήτητη θέση μάγειρα. Ακόμα κι αυτή, όταν της ανακοινώνουν τα καθήκοντά της, εκπλήσσεται και την βλέπουμε να βρίσκεται σε μια εξαιρετικά αμήχανη θέση, καθώς όπως λέει κι η ίδια, δεν ξέρει να φτιάχνει γκουρμέ πιάτα, αλλά μαγειρεύει παραδοσιακά, όπως της έμαθαν η γιαγιά κι η μητέρα της. Όμως, ακριβώς αυτός είναι κι ο λόγος που την θέση δεν ανέλαβε άλλος μάγειρας, αλλά εκείνη.
Το γεγονός ότι ο τρόπος που μαγειρεύει, βασίζεται στα παραδοσιακά γαλλικά υλικά που ανέδειξαν την εθνική κουζίνα σε μια διεθνώς αναγνωρισμένη κουζίνα υψηλής μαγειρικής σε συνδυασμό με το πάντρεμα των γεύσεων που έχουν τα φαγητά της, το οποίο δεν αποσκοπεί σε κάποια πρωτοτυπία, αλλά στην εξιδανικευμένη εναρμόνιση της γεύσης των πιάτων της, είναι κι ο λόγος που επελέχθη από τον ίδιο τον Πρόεδρο. Όπως μαθαίνουμε στην πορεία από μια εξομολόγηση του Προέδρου στην Hortense, η μαγειρική ήταν πάντοτε το πάθος του κι ο τρόπος που αντιμετωπίζει το φαγητό εκείνη του φέρνει στο μυαλό τις μέρες που ήτανε παιδί.
Δείχνοντας λοιπόν, μια σαφή ανάγκη επιστροφής στις ρίζες της γαλλικής κουζίνας, στον θεατή προβάλλονται εικόνες από μια κουζίνα πιο εκλεπτυσμένη, όχι όμως εφάμιλλη αυτής των ακριβών εστιατορίων που δεν σου ανοίγουν ούτε στο ελάχιστο την όρεξη. Τα πιάτα της Hortense, μοιάζουν πολύ μ' αυτά ενός προσεγμένου σπιτικού γιορτινού γεύματος, που σε κάνουν να θες να δοκιμάσεις απ' όλα.
Η αγάπη για το φαγητό είναι διάχυτη σ' όλη την ταινία. Αυτός είναι, για την πρωταγωνίστρια, ο τρόπος με τον οποίο επικοινωνεί με τους άλλους ανθρώπους, αλλά δυστυχώς για 'κείνη, ο Πρόεδρος, αν και δείχνει όλη την καλή διάθεση να μιλάει μαζί της ώρες ατελείωτες, σπάνια απαντά, λόγω των υπολοίπων υποχρεώσεών του, στα γευστικά της μηνύματα. Έτσι, η μαγείρισσα, έχει μονίμως μια αβεβαιότητα και ένα κλίμα ζήλιας, από τους μάγειρες της κεντρικής κουζίνας, ν' αντιμετωπίσει. Όταν λοιπόν, κάποια στιγμή, ο προσωπικός γιατρός του Προέδρου της επιβάλλει μεγαλύτερη τυπικότητα και μηδενική δυνατότητα δημιουργίας κι ο λογιστής του Μεγάρου περικοπές, που επηρεάζουν την ποιότητα των φαγητών της, παραιτείται. Και ποιό είναι άλλωστε το νόημα να παραμείνεις σε μια δημιουργική δουλειά που σου στερεί τον προσωπικό σου τρόπο έκφρασης;
Η "Υψηλή κουζίνα" είναι μια πολύ όμορφη, γαστρονομική ταινία. Προτείνεται στους λάτρεις του γαλλικού σινεμά, αλλά και σ' όσους θέλουν με μια ανάλαφρη ταινία, να περάσουν ευχάριστα κάποιες ώρες και να δουν εκ των έσω τα μυστικά μιας από τις μεγαλύτερες διεθνείς κουζίνες.

Βαθμολογία: 3/5

Τα σχετικά
Γαλλική βιογραφική κομεντί του 2012, βασισμένη στην ιστορία της Danièle Mazet-Delpeuch, σε σενάριο των Etienne Comar και Christian Vincent και σκηνοθεσία του Christian Vincent, διάρκειας 95 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Catherine Frot, Arthur Dupont και Jean d'Ormesson.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

19 Απριλίου 2013

(2012) Μπουτίκ για αυτόχειρες

Πρωτότυπος τίτλος: Le magasin des suicides
Αγγλικός τίτλος: The suicide shop


Η υπόθεση
Όταν οι άνθρωποι βουλιάζουν καθημερινά όλο και περισσότερο στον βούρκο της κατάθλιψης και το μόνο πράγμα που μοιάζει λογικό είναι να θέσουν τέλος στην μίζερη ζωή τους, το μαγαζί της οικογένειας Tuvache βρίσκεται εκεί για να τους παρέχει, μέσα από μια πληθώρα προϊόντων, την πιο ταιριαστή μέθοδο αυτοκτονίας. Η ζωή της οικογένειας Tuvache κυλά ήρεμα, ως τη στιγμή που θα γεννηθεί το τρίτο τους παιδί, ο Alan (φωνή: Kacey Mottet Klein), ένα πλάσμα που δεν μπορεί να σταματήσει να είναι χαρούμενο και να χαμογελά. Όμως ο Alan, μεγαλώνοντας θ' αποδειχτεί "καταστροφή" για την οικογένεια, καθώς ξεφεύγει από τον απλό χαρακτηρισμό του "μαύρου προβάτου" και γίνεται άκρως επικίνδυνος, όταν επιχειρεί να κάνει ευτυχισμένους τους ανθρώπους γύρω του.

Η κριτική
Ο πρώτος και πιο περιεκτικός χαρακτηρισμός που θα μπορούσε να δώσει κάποιος στο νέο δημιούργημα του Patrice Leconte, είναι ότι πρόκειται για ένα "ελπιδοφόρο παραμύθι ενηλίκων". Όντας γαλλικό, ανεξάρτητο και καταθλιπτικά κωμικό, δεν θα πρέπει να παραξενέψουν οι συγκρίσεις με το προ τριετίας αριστούργημα του Sylvain Chomet "Ο θαυματοποιός", με το οποίο όμως πρακτικά ουδεμία ουσιαστική σχέση υφίσταται.
Ο διάσημος Παρισινός σκηνοθέτης Patrice Leconte, έχοντας διαβάσει το ιδιόμορφο και πραγματικά ενδιαφέρον βιβλίο του Jean Teulé, μαγεύεται από το θέμα του κι αποφασίζει να το μεταφέρει στο μεγάλο πανί. Θέλοντας όμως ν' αποφύγει να μεταφέρει παράλληλα και μια άκρως καταθλιπτική ατμόσφαιρα, ο μεσήλικας δημιουργός βρίσκει την χρυσή τομή στην αναπαράσταση σε κινούμενο σχέδιο, κάτι που από μόνο του αρκεί για να δημιουργήσει στον θεατή μια πιο ευχάριστη διάθεση.
Έτσι λοιπόν, με την χρήση μουντών χρωμάτων και την μόνιμη απεικόνιση θλιμμένων προσώπων, γίνεται μια πρώτη γνωριμία με τον καταθλιπτικό κι ανούσιο κόσμο των ηρώων μας, στον οποίο το μαγαζί της οικογένειας Tuvache δίνει την αίσθηση μιας όασης μέσα σε μια έρημο απελπισίας. Όσο παράλογη κι αν μοιάζει αρχικά στον θεατή η φυσικότητα με την οποία οι πρωταγωνιστές μας μιλούν για την αυτοκτονία, τόσο αβίαστα καταφέρνουν να συνηθίσουν την παράξενη, τρομακτικά οικεία όμως, κοινωνία του έργου και να νιώσουν κι οι ίδιοι, τρόπον τινά, μέλη αυτής.
Κατ' αρχήν, μετά την πρωτότυπη θεματολογία του έργου, αυτό που τραβά περισσότερο την προσοχή του κοινού είναι ο άκρως καυστικός σχολιασμός που ασκείται στις σημερινές κοινωνίες της αποξένωσης. Οι αυτοκτονίες, που αποτελούν δυστυχώς πολύ συχνό φαινόμενο στον δυτικό κόσμο, παρατηρούμε να τιμωρούνται με πρόστιμο εάν τελεστούν σε δημόσιους χώρους. Το γεγονός αυτό, κάνει το μαγαζί της οικογένειας Tuvache περιζήτητο, καθώς εκεί εκτός από τ' απαραίτητα σύνεργα, ο κάθε πελάτης έχει την ευκαιρία να βρει αυτό που ταιριάζει περισσότερο στον χαρακτήρα του, κάνοντας την τελευταία του αγορά την καλύτερη δυνατή. Βέβαια το γεγονός ότι ο Mishima Tuvache (φωνή: Bernard Alane) συναλλάσσεται με μελλοθάνατους, δεν καταφέρνει να σταθεί εμπόδιο στον "επαγγελματισμό" του, καθώς τα προϊόντα του, όταν το μαγαζί είναι κλειστό, πωλούνται πιο ακριβά απ' ό,τι σε ώρες καταστημάτων.
Κι ενώ η ζωή κυλά δυσάρεστα και φυσιολογικά, η Lucrèce (φωνή: Isabelle Spade) φέρνει στην ζωή το τρίτο παιδί της οικογενείας, το οποίο έχει χαραγμένο στο πρόσωπό του ένα επίφοβο χαμόγελο και μια αλλόκοτη διάθεση για ζωή. Όσο μεγαλώνει όμως ο Alan, τόσο πιο επικίνδυνος μοιάζει να γίνεται για την κακή ψυχική κατάσταση των γύρω του, αφού αρχίζει να επηρεάζει θετικά με τις πράξεις και τις κινήσεις του τα άτομα που συναναστρέφεται. Όταν δε, το παιδί δεν μπορεί πια να κλείνει τα μάτια στην μιζέρια του κόσμου κι αποφασίζει συνειδητά να κάνει ό,τι περνά απ' το χέρι του για να κάνει τους ανθρώπους ευτυχισμένους, αρχίζει το πραγματικό πρόβλημα.
Συμπεριλαμβάνοντας δυο χαρακτηριστικές σκηνές "πλατείας", που υποσυνείδητα θα φέρουν στο μυαλό τον σπουδαίο Jacques Tati κι αρκετά τραγούδια που θυμίζουν λίγο Tim Burton, o Leconte, παρουσιάζει μια ταινία με υπέροχη θεματολογία που καταφέρνει να τέρψει το κοινό της, όχι όμως να το ξετρελάνει όπως αναμένεται. Το ατόπημα ίσως να είναι η εμφανής ανάγκη να γίνει ένα έργο περισσότερο εμπορικό και λιγότερο ανεξάρτητο, ίσως όμως να φταίει και το γεγονός ότι σεναριακά, η "Μπουτίκ για αυτόχειρες" ατονεί σε αρκετά σημεία της. Παρόλα αυτά, αν το θέμα σας έλκει το ενδιαφέρον, δεν παύει να είναι μια ευχάριστη πρόταση για την έξοδό σας.

Βαθμολογία: 2,5/5

Τα σχετικά
Γαλλική μαύρη κωμωδία κινουμένων σχεδίων του 2012, βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του Jean Teulé, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Patrice Leconte, διάρκειας 79 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές τους Kacey Mottet Klein, Bernard Alane, Isabelle Spade, Isabelle Giami και Laurent Gendron.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

11 Απριλίου 2013

(2012) ΜΕΤΑΞΑ: Ακούγοντας το χρόνο

Πρωτότυπος τίτλος: ΜΕΤΑΞΑ: Ακούγοντας το χρόνο
Αγγλικός τίτλος: METAXA: Listening to time


Η υπόθεση
Από το 1967 στο ειδικό αντικαρκινικό νοσοκομείο Πειραιά ΜΕΤΑΞΑ, παράγεται έργο για την αντιμετώπιση σοβαρών ογκολογικών παθήσεων. Εκτός από την πολυετή δράση του στον τομέα της ογκολογίας όμως, το "ΜΕΤΑΞΑ" έχει ακόμα μια ιδιαιτερότητα: Σ' ένα μεγάλο ποσοστό του προσωπικού του νοσοκομείου έχει κάποια στιγμή διαγνωσθεί κάποιου είδους ογκολογικής πάθησης. Μπροστά στον κινηματογραφικό φακό λοιπόν, μέλη κι απλοί ασθενείς του νοσοκομείου, καταθέτουν την δική τους προσωπική εμπειρία με την συνεχώς αυξανόμενη ασθένεια του "καρκίνου".

Η κριτική
Ο "καρκίνος" είναι μια ασθένεια που, τα τελευταία χρόνια, παρουσιάζει ραγδαία αύξηση στις αναπτυγμένες χώρες. Αν και μέχρι στιγμής δεν έχει καταφέρει να διαπιστωθεί επιστημονικά ο λόγος που ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι έρχονται κάποια στιγμή στην ζωή τους αντιμέτωποι με κάποια ογκολογική πάθηση, τα αίτια κι η θεραπεία του φαινομένου αυτού αποτελούν ένα από τα κυριότερα ζητήματα της ιατρικής επιστημονικής κοινότητας, καθώς ο "καρκίνος" αποτελεί, μετά τις καρδιοπάθειες, την δεύτερη πιο συχνή αιτία θανάτου.
Καθώς λοιπόν η ασθένεια αυτή εισβάλλει, δυστυχώς, στις ζωές διαρκώς περισσότερων ανθρώπων, δημιουργείται η επιτακτική ανάγκη να γνωστοποιηθούν στους πολίτες της κάθε ανεπτυγμένης χώρας περισσότερες πληροφορίες που αφορούν στην συγκεκριμένη πάθηση. Ο καλύτερος τρόπος να γίνει αυτό δε, είναι μέσω ενός ντοκιμαντέρ που δεν αρκείται στην ακατανόητη επιστημονική ανάλυση της αρρώστιας και των πιθανοτήτων που έχει ο κάθε ασθενής να την αντιμετωπίσει και να την νικήσει, αλλά που μιλά ανθρώπινα, κατανοητά και σε προσωπικό επίπεδο για το συγκεκριμένο πρόβλημα και χρησιμοποιεί την επιστημονική γνώση περισσότερο ως βοηθητικό μηχανισμό, έτσι ώστε να επιτευχθεί μια πληρέστερη και ρεαλιστκότερη απεικόνιση του θέματος.
Έτσι λοιπόν, ο Σταύρος Ψυλλάκης, χρησιμοποιώντας σαν βάση του το αντικαρκινικό νοσοκομείο ΜΕΤΑΞΑ, συλλέγει μαρτυρίες από άτομα που αποτελούν το προσωπικό του νοσοκομείου, αλλά έχουν παράλληλα βρεθεί στην καρέκλα του ασθενούς, όπως κι από απλούς ασθενείς. Η ιδιαιτερότητα του συγκεκριμένου ντοκιμαντέρ βέβαια, και ταυτόχρονα το στοιχείο που το κάνει να ξεχωρίσει σε σύγκριση μ' άλλα έργα παρόμοιας θεματολογίας, είναι το γεγονός ότι κατ' αυτόν τον τρόπο κατορθώνει να παρουσιάσει τους ανθρώπους πίσω από τη μάσκα του γιατρού/σωτήρα που όπως όλοι οι θνητοί διατρέχουν τον κίνδυνο να προσβληθούν από κάποια μορφή "καρκίνου".
Κύριος στόχος του "ΜΕΤΑΞΑ: Ακούγοντας το χρόνο", μοιάζει αφενός να είναι η απομυθοποίηση αυτής της ασθένειας κι η προτροπή του κάθε θεατή χωριστά να μην εξαιρεί τον εαυτό του και τους γύρω του από την πιθανότητα ν' αντιμετωπίσουν κι οι ίδιοι κάποια στιγμή ένα πρόβλημα τέτοιου είδους. Αφετέρου όμως, δίνοντας την ευκαιρία σε άτομα που έχουν κοιτάξει κατάματα τον θάνατο κι έχουν ταυτόχρονα και τις απαραίτητες ιατρικές γνώσεις για να εκτιμήσουν οι ίδιοι το μέγεθος του προβλήματός τους, δίνεται ένα μάθημα ζωής σε όλους τους θεατές. Οι εικόνες της θάλασσας, που έχει την ικανότητα να ηρεμεί όποιον την κοιτάει, αλλά και της ώρας που περνάει όσο οι άνθρωποι αναλώνουμε τον πολύτιμο χρόνο μας σε άσκοπα ζητήματα, είναι δυο από τα ομορφότερα πλάνα που επαναλαμβάνονται στην ταινία.
Δεν γνωρίζω αν επιτρέπεται να χαρακτηρίσει κανείς ένα φιλμ με τέτοια θεματολογία καλό ή όμορφο, όμως σίγουρα αυτό το ντοκιμαντέρ του Ψυλλάκη καταφέρνει να συγκινήσει, να μιλήσει επί της ουσίας και ν' αναδείξει το βαθύτερο νόημα της ζωής, κάτι, που δυστυχώς οι περισσότεροι από εμάς, κάποια στιγμή χάνουμε μέσα στην ταχύτητα της καθημερινότητάς μας.

Βαθμολογία: 3,5/5

Τα σχετικά
Ελληνικο ντοκιμαντέρ του 2012, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Σταύρου Ψυλλάκη, διάρκειας 87 λεπτών.

Οι σύνδεσμοι

(2012) Ένα βήμα μπροστά

Πρωτότυπος τίτλος: Ένα βήμα μπροστά
Αγγλικός τίτλος: One step ahead


Η υπόθεση
Ο Γιάννης Μπουτάρης, στις δημοτικές εκλογές του 2010, θέτει για δεύτερη φορά υποψηφιότητα για τη Δημαρχία Θεσσαλονίκης και, παρά τον αντισυμβατικό χαρακτήρα του και την υποστήριξη του ΠΑΣΟΚ, καταφέρνει να κερδίσει τις εκλογές. Την περίοδο των δέκα τελευταίων εβδομάδων πριν τις δημοτικές εκλογές, η κάμερα ακολουθεί τον υποψήφιο δήμαρχο και καταγράφει, κατά κύριο λόγο, την προεκλογική του εκστρατεία, αλλά και ιδιωτικές του στιγμές.

Η κριτική
Ο Γιάννης Μπουτάρης αποτελεί μια εξέχουσα προσωπικότητα του ελληνικού επιχειρηματικού χώρου, αλλά και μια μια αρκετά ιδιόμορφη παρουσία του εγχώριου πολιτικού. Έχοντας αναλάβει σε νεαρή ηλικία την οικογενειακή οινοπαραγωγική επιχείρηση, γνωρίζει μεγάλη επιτυχία στον συγκεκριμένο τομέα. Παράλληλα, σε εφηβική ηλικία γνωρίζει και ερωτεύεται παράφορα την μέλλουσα γυναίκα του, Αθηνά, με την οποία θ' αποκτήσει 3 παιδιά. Τη δεκαετία του 1980 αρχίζει να φλερτάρει με τον αλκοολισμό, απ' τον οποίο καταφέρνει ν' απεξαρτηθεί το 1991.
Έκτοτε ο Μπουτάρης έχει συμβάλλει ενεργά σε διάφορες περιβαλλοντικές οργανώσεις, χωρίς να έχει πάψει να λαμβάνει τιμητικά βραβεία για την επιχειρηματική του δράση. Το 2006, κατεβαίνει για πρώτη φορά ως ανεξάρτητος υποψήφιος δήμαρχος Θεσσαλονίκης, συγκεντρώνοντας το 16% των ψήφων και το 2010, σε ηλικία 68 ετών, καταφέρνει να εκλεγεί στο πολιτικό αξίωμα, έχοντας την ευκαιρία να πραγματοποιήσει την πολυπόθητη ανατροπή ενός χρόνιου διεφθαρμένου πολιτικού συστήματος.
Η ιδιαιτερότητα του νυν δημάρχου Θεσσαλονίκης, είναι ότι δεν ανήκει στον πολιτικό χώρο, δεν γνωρίζει τα πολιτικά παιχνίδια κι αρνείται, κατά την προεκλογική του εκστρατεία, να ενστερνιστεί την "πρέπουσα" συμπεριφορά των πολιτικών προσώπων. Έτσι κατά την διάρκεια της προσπάθειάς του να πείσει τους ψηφοφόρους να τον εμπιστευτούν, δεν προβάλλει κάτι διαφορετικό απ' αυτό που είναι. Δεν προσπαθεί να κρύψει την απεξάρτησή του από τον αλκοολισμό, δεν διστάζει να πει, χάριν αστεϊσμού, ότι ίσως θα έπρεπε να υπάρξει ζώνη πορνό σε κρατικό κανάλι, να αποκαλέσει "μουτζαχεντίν" τον Αρχιεπίσκοπο και ν' αναπτύξει το επιχειρηματικό του όραμα για τον δήμο, που περιλαμβάνει εντός των άλλων και την εκμετάλλευση διαφόρων μνημείων της βυζαντινής περιόδου.
Όπως είναι λογικό λοιπόν, ο αέρας ανανέωσης που φέρνει μαζί του ο Γιάννης Μπουτάρης, μαζί με τους υποστηρικτές του, σηκώνει και θύελλα αντιδράσεων από τους πιο συντηρητικούς πολίτες, οι οποίοι είναι κι αυτοί που χαρακτηρίζουν τον νομό της συμπρωτεύουσας. Έτσι, οι δημοτικές εκλογές του 2010 μετατρέπονται σε θρίλερ, καθώς τα ποσοστά Μπουτάρη-Γκιουλέκα συνεχώς μεταβάλλονται, καθιστώντας αδύνατη την οποιαδήποτε προσπάθεια πρόβλεψης του αποτελέσματος.
Τοιουτοτρόπως, μέσω της κινηματογράφησης των τελευταίων δέκα εβδομάδων του προεκλογικού αγώνα του Γιάννη Μπουτάρη, επιτυγχάνεται ταυτόχρονα, η ανάδειξη ενός σάπιου πολιτικού συστήματος, το οποίο χρίζει ενός ανανεωτικού αέρα για να ξεκινήσει ν' αναπνέει, αλλά και της προσωπογραφίας ενός ικανότατου και καταξιωμένου Έλληνα οραματιστή, ο οποίος φαίνεται να έχει τα μέσα και τη διάθεση να αναπλάσει τον δήμο όπου γεννήθηκε.
Με την παρεμβολή σκηνών από την προσωπική ζωή του, αλλά και την προβολή βίντεο από το αρχείο της οικογένειας Μπουτάρη, το πορτραίτο του πολιτευόμενου Γιάννη αναπτύσσεται με μεγάλη πληρότητα και μέσω ενός πολύ όμορφου τρόπου, παρόλο που χρονικά το κομμάτι αυτό καλύπτει μόνο το 1/4-1/3 του συνολικού φιλμ. Το ατόπημα όμως είναι ένα: Εφόσον δεν είναι μια καθαρή προσωπογραφία, αλλά εμπεριέχει, αν δεν εστιάζει κατά κύριο λόγο στην ανάδειξή της, την ισχύουσα κατάσταση της ελληνικής πολιτικής σκηνής, μήπως ο δημιουργός της θα έπρεπε να επιλέξει να προβάλλει την ταινία του αφού έχει ολοκληρωθεί, έστω η πρώτη, αν λάβουμε υπόψιν την πιθανότητα επανεκλογής, θητεία του νυν δημάρχου, για να μην εκληφθεί από κάποιους ως μια προσπάθεια αγιογραφίας του συγκεκριμένου προσώπου;

Βαθμολογία: 3,5/5

Τα σχετικά
Ελληνικό ντοκιμαντέρ του 2012, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Δημήτρη Αθυρίδη, διάρκειας 126 λεπτών, με βασικό πρωταγωνιστή τον Γιάννη Μπουτάρη.

Οι σύνδεσμοι

4 Απριλίου 2013

(2013) Ξέχασέ το!

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: Admission


Η υπόθεση
H Portia (Tina Fey) εργάζεται στο πανεπιστήμιο του Princeton, στο τμήμα που εξετάζει τις αιτήσεις όσων επιθυμούν να εισαχθούν στο συγκεκριμένο πανεπιστήμιο. Τα πάντα γύρω της βρίσκονται υπό απόλυτο έλεγχό κι η ζωή της θα μπορούσε να χαρακτηριστεί γραφική. Κάποια στιγμή όμως, θα συναντήσει τον John (Paul Rudd), έναν παλιό συμφοιτητή της, ο οποίος αγαπά τα ταξίδια, ζει απρόβλεπτα την κάθε στιγμή και μετά τον θάνατο της καλύτερής του φίλης, έχει αναλάβει την κηδεμονία του γιου της. Όταν βέβαια ο John βάλει στην Portia την υποψία ότι ένας συμμαθητής του θετού γιου του, ο Jeremiah (Nat Wolff), μπορεί να είναι το παιδί που είχε φέρει στην ζωή στα φοιτητικά της χρόνια και που στην συνέχεια έδωσε για υιοθεσία, τότε το καλά κρυμμένο μητρικό της ένστικτο ξυπνά, η ζωή της αναστατώνεται και κάνει ό,τι περνά απ' το χέρι της για να βοηθήσει τον Jeremiah να γίνει δεκτός στο Princeton.

Η κριτική
Το "Ξέχασέ το!" είναι ακόμα μια από τις πολλές αμερικάνικες παραγωγές που ανεξάρτητα από το παγκόσμιο κοινωνικο-πολιτικό γίγνεσθαι, συνεχίζουν και βλέπουν το φως της κινηματογραφικής αίθουσας, καθώς καταφέρνουν να τονώσουν την ψυχολογία του κοινού τους, το οποίο αποτελείται συνήθως από γυναίκες, αφήνοντάς μια γλυκιά κι αισιόδοξη αίσθηση για την ζωή.
Την ιστορία απαρτίζουν η ανεξάρτητη κι απόλυτα συγκροτημένη σύγχρονη γυναίκα, Portia, η οποία βέβαια έχει καταλήξει να υιοθετήσει την συγκεκριμένη στάση απέναντι στην ζωή λόγω διαφόρων τραυματικών εμπειριών που έχει υποστεί σε νεαρότερη ηλικία, κι ο ανοιχτός σε νέα ερεθίσματα John, ο οποίος θ' αποτελέσει την αφορμή για την ριζική αλλαγή του τρόπου που αντιμετωπίζει κάποιες καταστάσεις η πρωταγωνίστρια.
Σε δεύτερο επίπεδο, πρωταρχικής όμως σημασίας, θίγεται το ζήτημα της μητρότητας, που ολοένα και περισσότερες γυναίκες καριέρας, αποποιούνται, έχοντας πείσει τους εαυτούς τους ότι είναι ακατάλληλες για να αναλάβουν τον συγκεκριμένο ρόλο. Από την μια στιγμή στην άλλη λοιπόν, η Portia βρίσκεται αντιμέτωπη με έναν γιο που ποτέ της δεν πίστευε ότι θα μπορούσε ν' αναθρέψει σωστά, αλλά που καταλήγει ν' αγαπήσει με το πέρασμα του χρόνου, κάτι που την ωθεί να λειτουργήσει πρώτα ως μητέρα κι έπειτα ως χειραφετημένη γυναίκα καριέρας.
Παράλληλα δε, δίνεται έμφαση και στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουν τα πανεπιστήμια τους υποψήφιους σπουδαστές τους. Δεδομένου ότι τα μεγαλύτερα ιδρύματα λειτουργούν με βάση την καθαρή λογική, χρησιμοποιώντας ως μπούσουλα για την επιλογή τους, μια λίστα χαρακτηριστικών κι αφήνοντας στην άκρη το κατά πόσο τα βιογραφικά που εξετάζουν αντικατοπτρίζουν την δίψα για μάθηση των υποψηφίων, τα κρυφά τους ταλέντα ή την επιθυμία τους να φοιτήσουν αποκλειστικά στο συγκεκριμένο πανεπιστήμιο, γίνεται μια νύξη στην αδικία που υφίστανται κάποια από τα παιδιά που έχουν ικανότητες πολύ ανώτερες απ' όσες χωράει ένα έντυπο.  
Σεναριακά, λίγο ή πολύ, η εξέλιξη της ιστορίας είναι προβλέψιμη κι η σκηνοθεσία της είναι ανάλογη μιας ανάλαφρης αμερικάνικης κομεντί. Στους ηθοποιούς της επίσης δεν δίνεται η ευκαιρία να ξεδιπλώσουν το ταλέντο τους, καθώς οι ρόλοι τους έχουν ελάχιστες απαιτήσεις, στις οποίες, όπως είναι φυσικό, ανταπεξέρχονται κάτι περισσότερο από καλά.
Με δυο λόγια λοιπόν, αν αυτό που ζητάτε είναι μια ταινία που θα σας χαλαρώσει και θα σας διασκεδάσει, χωρίς να ξεφεύγει από τα χολιγουντιανά κλισέ, τότε το "Ξέχασέ το!" αποτελεί την ιδανική πρόταση για μια ευχάριστη έξοδο.


Βαθμολογία: 2,5/5

Τα σχετικά
Αμερικάνικη κομεντί του 2013, βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο της Jean Hanff Korelitz, σε σενάριο της Karen Croner και σκηνοθεσία του Paul Weitz, διάρκειας 107 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Tina Fey, Paul Rudd, Nat Wolff, Travaris Spears, Lily Tomlin, Gloria Reuben και Michael Sheen.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

3 Απριλίου 2013

(2011) Hasta la vista

Πρωτότυπος τίτλος: Hasta la vista
Αγγλικός τίτλος: Come as you are


Η υπόθεση
Τρεις 20χρονοι φίλοι, όλοι τους άτομα με ειδικές ανάγκες, παίρνουν την εξωφρενική απόφαση να πραγματοποιήσουν ένα ταξίδι στην Ισπανία, προκειμένου να συνευρεθούν για πρώτη φορά στην ζωή τους με το αντίθετο φύλο. Το ταξίδι τους όμως, δεν ξεκινά, ούτε και συνεχίζει όπως το είχανε προσχεδιάσει.

Η κριτική
Ο Βέλγος Geoffrey Enthoven, το ίδιο έτος που προβαλλόταν στις κινηματογραφικές αίθουσες το γαλλικό αριστούργημα "Άθικτοι", δημιουργεί μια ταινία με παρόμοια θεματολογία, στην οποία πραγματεύεται από μια πολύ διαφορετική οπτική, το δικαίωμα που έχουν τα άτομα με ειδικές ανάγκες στην ζωή.
Βασιζόμενος σε πραγματική ιστορία και επικεντρώνοντας το έργο του περισσότερο στο δραματικό στοιχείο, το οποίο φροντίζει να διανθίσει με κάποιες κωμικές καταστάσεις όπου εμπλέκονται οι ήρωές του, ο Enthoven, συστήνει μια σινεφίλ δραματική κωμωδία που ερευνά, εκτός από το προφανές πρόβλημα της αναπηρίας, τις ανάγκες του κάθε νέου ανθρώπου ν' απογαλακτιστεί από το οικογενειακό του περιβάλλον και να ζήσει την ζωή του, όπως ο ίδιος επιθυμεί.
Έτσι, μια απολύτως φυσική ανάγκη τριών νέων ανδρών κι η κάρτα ενός πορνείου που ειδικεύεται στα άτομα με αναπηρία, θ' αποτελέσουν την αφορμή για ένα κωμικο-τραγικό ταξίδι, κατά τ' οποίο ζητούμενο είναι η εκπλήρωση ενός σημαντικού ονείρου τους. Επίσης, η απειλή του αναπόφευκτου θανάτου ενός εκ των πρωταγωνιστών, συμβάλλει δραστικά στην επιτακτική ανάγκη να πραγματοποιηθεί άμεσα αυτό το ταξίδι, παρά την απαγόρευση της κοινής λογικής. Μπορεί βέβαια, η κατάληξη της ιστορίας να μην εμπεριέχει το στοιχείο της έκπληξης, καθώς η έκβασή της είναι από λίγο έως πολύ προβλέψιμη, όμως τα μηνύματα που καταφέρνει να περάσει μέσα από αυτήν, εκφράζουν απόλυτα την πραγματικότητα και την ανθρώπινη ψυχοσύνθεση.
Οι τρεις ήρωες εκπροσωπούμενοι από τρεις ταλαντούχους ηθοποιούς, ψυχογραφούνται μ' έναν πολύ όμορφο τρόπο, που αφήνει την κάθε ατομικότητα να διαγραφεί ξεχωριστά, αλλά που παράλληλα προωθεί και την εικόνα μιας ενιαίας παρέας νεαρών αντρών. Παράλληλα όμως, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει κι ο χαρακτήρας της οδηγού των τριών φίλων, αυτός της μεσήλικης Claude (Isabelle de Hertogh), η οποία έχοντας το δικό της βεβαρυμένο παρελθόν, κάνει ό,τι περνά απ' το χέρι της για να βοηθήσει τους τρεις φίλους μας να εκπληρώσουν τον στόχο τους. Ταυτόχρονα όμως, η παρουσία της, δίνει την δυνατότητα στον δημιουργό να εισάγει και το στοιχείο της Βαβέλ, καθώς η Claude, σε αντίθεση με τους Φλαμανδούς πρωταγωνιστές, ανήκει στους γαλλόφωνους κατοίκους του Βελγίου.
Αν λοιπόν ανήκετε στο σινεφίλ κοινό κι αυτή η ιδιότυπη κωμικο-τραγική ιστορία σας μοιάζει ενδιαφέρουσα, τότε σίγουρα θα βρείτε το αποτέλεσμα αξιοπρεπές. Χωρίς να μπορεί να συγκριθεί με τους υπέροχους "Άθικτους", αλλά ούτε και με τα μεταγενέστερα "Μαθήματα ενηλικίωσης", το "Hasta la vista" είναι μια όμορφη κι αισιόδοξη ιστορία τριών ανάπηρων ατόμων που πραγματοποιούν ένα ταξίδι ενηλικίωσης.

Βαθμολογία: 2/5

Τα σχετικά
Βελγικο δράμα του 2011, βασισμένο σε ιδέα του Asta Philpot κι ιστορία του Mariano Vanhoof, σε σενάριο του Pierre De Clercq και σκηνοθεσία του Geoffrey Enthoven, διάρκειας 115 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Robrecht Vanden Thoren, Gilles De Schrijver, Tom Audenaert και Isabelle de Hertogh.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

(2013) Τζακ ο κυνηγός γιγάντων

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: Jack the giant slayer


Η υπόθεση
Σε παιδική ηλικία ο Jack (Nicholas Hoult) διδάσκεται την ιστορία των θρυλικών γιγάντων, χωρίς όμως να ξέρει με σιγουριά αν όλα αυτά ήταν κάποτε αληθινά. Δέκα χρόνια αργότερα, ένας μοναχός θα δώσει στον Jack, ως αντάλλαγμα για το άλογό του, ένα πουγκί μαγικά φασόλια, τα οποία θα τον προειδοποιήσει να μην τ' αφήσει να βραχούν. Ένα από τα φασόλια αυτά όμως θα γλυστρήσει κάτω από το πάτωμα του σπιτιού του και το ίδιο βράδυ, όταν στο σπίτι του Jack θα βρει καταφύγιο από τη βροχή η νεαρή πριγκίπισσα Isabelle (Eleanor Tomlinson), το φασόλι αυτό θα βραχεί κι η μαγική φασολία θα φυτρώσει, παρασέρνοντας την πριγκίπισσα στην χώρα των γιγάντων. Τώρα ο Jack, μαζί με μια βασιλική συνοδεία θα ξεκινήσει για την μεγαλύτερη περιπέτεια της ζωής του.

Η κριτική
Από τον σκηνοθέτη του "X-men", Bryan Singer, έρχεται μια μαγευτική παραλλαγή της κλασικής ιστορίας του μικρού Jack και της φασολιάς που έδωσε την ευκαιρία στον μικρό μας φίλο να επισκεφτεί τον κόσμο των ανθρωποφάγων γιγάντων και να πλουτίσει απ' τους θησαυρούς τους, γλυτώνοντας τελευταία στιγμή από την καταστροφή τον κόσμο των θνητών, καθώς κόβει την φασολιά πριν προλάβουν να κατέβουν απ' αυτήν τα γιγάντια τέρατα.
Χρησιμοποιώντας λοιπόν τον μύθο κι εμπλουτίζοντας την ιστορία με διάφορα στοιχεία που κάνουν το έργο να κινείται σε πιο μοντέρνους ρυθμούς, ο Αμερικανός δημιουργός, καταφέρνει να συνθέσει μια περιπέτεια που ελάχιστα θυμίζει την κλασική ιστορία του Jack και που απευθύνεται περισσότερο στους λάτρεις των περιπετειών μυθοπλασίας που βασίζονται στον εντυπωσιασμό μέσω καλοφτιαγμένων γραφικών.
Οι κύριες διαφορές που παρατηρούμε εδώ, είναι ότι τον Jack δεν τον γνωρίζουμε ως αγόρι, αλλά ως έναν έφηβο νέο που του δίνεται η ευκαιρία να γνωρίσει από κοντά τα θρυλικά πλάσματα, για τα οποία διάβαζε ιστορίες ως παιδί. Παράλληλα, εκτός από την ηλικιακή διαφορά, στην συγκεκριμένη εκδοχή του παιδικού παραμυθιού, κυρίαρχο ρόλο παίζει και το στοιχείο του απαγορευμένου έρωτα που αναπτύσσεται ανάμεσα σε δυο νέους διαφορετικών κοινωνικών τάξεων, αλλά κι η διαφθορά του βασιλικού περίγυρου κι αυτών που εποφθαλμιούν την εξουσία. Ταυτόχρονα όμως, το σημαντικότερο στοιχείο είναι η διαφορετική τροπή της ιστορίας, η οποία σπάει την δράση σε δυο μέρη.
Αφενός, όπως είναι αναμενόμενο, στο πρώτο κομμάτι η δράση αναπτύσσεται με βάση τις οδηγίες του παραμυθιού. Έπειτα όμως από το θεωρητικά αίσιο τέλος που θα μπορούσε να έχει λάβει η ιστορία, έπεται κι ένα δεύτερο μέρος, στο οποίο η ροή των γεγονότων είναι πιο γρήγορη, τα γραφικά εντυπωσιακότερα και στο οποίο δίνεται η ευκαιρία στους πρωταγωνιστές ν' αποδείξουν ότι παρά τους κοινωνικούς θεσμούς που καθορίζουν τα όρια της κάθε τάξης, οι δυνατότητές του καθενός, μπορούν να του επιτρέψουν να φτάσει πολύ ψηλότερα απ' ό,τι ορίζουν οι κανόνες.
Ωστόσο, παρά τα διδακτικά στοιχεία που προβάλλει μέσω της δικής του εκδοχής ο Singer, η ταινία δεν παύει να απευθύνεται κυρίως στους φανατικούς των ταινιών φαντασίας, καθώς κατά κύριο λόγο σ' αυτό το κομμάτι δίνεται μεγαλύτερη έμφαση. Όπως κάθε ταινία του είδους επίσης, που σέβεται τον εαυτό της, η χρήση της τεχνολογίας 3D είναι εξαιρετικά προσεγμένη και το αποτέλεσμα μπορεί να χαρακτηριστεί από αξιοπρεπέστατο ως εξαιρετικό. Έτσι, χωρίς να μιλάμε για μια ταινία που κάνει την διαφορά, το σίγουρο είναι ότι οι λάτρεις των ταινιών φαντασίας σίγουρα θα την απολαύσουν.


Βαθμολογία: 3/5

Τα σχετικά
Αμερικάνικη περιπέτεια μυθοπλασίας του 2013, βασισμένη σε ιστορία των Darren Lemke και David Dobkin, σε σενάριο των Darren Lemke, Christopher McQuarrie και Dan Studney και σκηνοθεσία του Bryan Singer, διάρκειας 114 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Nicholas Hoult, Eleanor Tomlinson, Ewan McGregor, Stanley Tucci, Eddie Marsan, Ewen Bremner, Ian McShane και Christopher Fairbank.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

27 Μαρτίου 2013

(2013) Stoker

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: Stoker


Η υπόθεση
Μετά τον θάνατο του πατέρα της India (Mia Wasikowska), την ήρεμη ζωή της ίδιας και της μητέρας της, Evelyn (Nicole Kidman), θα ταράξει ο ξαφνικός ερχομός του άγνωστου αδελφού του αποθανόντα. Χωρίς να γνωρίζει τίποτα για τον θείο Charles (Matthew Goode), η Evelyn ανοίγει πρόσχαρα τις πόρτες του σπιτιού της για να υποδεχτεί το άγνωστο μέλος της οικογενείας. Η India όμως καταλαβαίνει ότι ο γοητευτικός αυτός άνδρας πίσω από το ευγενικό του χαμόγελο κρύβει πολλά κι επικίνδυνα μυστικά.

Η κριτική
Ο εκπληκτικός Chan-wook Park, ο δημιουργός του σκληρού, αλλά αριστουργηματικού "Oldboy", πραγματοποιεί την επιστροφή του στο κινηματογραφικό στερέωμα μ' ένα μεγάλου μήκους, αγγλόφωνο αυτή τη φορά θρίλερ, το οποίο καταφέρνει να ξεχωρίσει από τα υπόλοιπα έργα της κατηγορίας του.
Έχοντας κατ' αρχάς ένα αρκετά καλογραμμένο σενάριο, το οποίο επιτρέπει στον σκηνοθέτη του να ξεδιπλώσει το αστείρευτο ταλέντο του κι ένα επιτελείο ηθοποιών που δεν θα μπορούσε να είναι πιο ταιριαστό, ο Chan-wook Park κατορθώνει γι' ακόμα μια φορά να μεγαλουργήσει. Με την ιδιαίτερη σκηνοθεσία του και τις εκπληκτικές ερμηνείες που την συνοδεύουν, δεν αργεί να κερδίσει τις εντυπώσεις και το ενδιαφέρον του θεατή του, ο οποίος κουρασμένος πια από την συνεχή ανακύκλωση των κοινότυπων θρίλερ, επιζητά το διαφορετικό.
Κάνοντας χρήση εναλλασσόμενων εικόνων, που συμπληρώνουν η μια την άλλη μ' αξιοζήλευτο τρόπο, καθώς στοχεύουν στην αφύπνιση των αισθήσεων και τοιουτοτρόπως στην δημιουργία μιας άκρως ερωτικής και φοβικής ατμόσφαιρας, στην οποία αναπτύσσεται σχεδόν συνοδευτικά η ιστορία, ο Νοτιοκορεάτης δημιουργός δίνει στο έργο του μια παιχνιδιάρικη χροιά, άκρως ενδιαφέρουσα και σαδιστική την ίδια στιγμή. Η ολοκλήρωση των εικόνων αυτών δε, επιτυγχάνεται με την κατάλληλη μουσική επένδυση, η οποία εντείνει το φοβικό συναίσθημα και ταυτόχρονα οδηγεί τις σκηνές αυτές σε κορύφωση, βοηθώντας έτσι στην πληρέστερη κατανόησή τους, αλλά και σε ευρύτερη αποδοχή του έργου του.
Επίσης, η συνεχής παρεμβολή στοιχείων που παραπέμπουν στην παιδική ηλικία κι αναδεικνύουν την αθώα φύση των διαταραγμένων ηρώων του, προσδίδουν στο έργο μια ακόμα μεγαλύτερη δόση διαστροφής, καθώς η βιαιότητα εκλογικεύεται και παρουσιάζεται ως ενστικτώδης αντίδραση, μοιάζοντας ακόμα τρομακτικότερη στον μέσο θεατή. Παράλληλα δε, η χρήση έντονων χρωμάτων που κατά διαστήματα σπάει την γενικότερη χρωματική μονοτονία, κάνει τον θεατή να προσέξει περισσότερο την εικόνα και τον ωθεί να συγκρατήσει αρκετές σκηνές του έργου ως φωτογραφίες.
Με την Nicole Kidman λοιπόν να επιστρέφει, σ' έναν πολύ απαιτητικό δεύτερο γυναικείο ρόλο και τους νεαρούς Mia Wasikowska και Matthew Goode να κερδίζουν γι' ακόμα μια φορά τις εντυπώσεις, ο Chan-wook Park συστήνει ένα αισθητικό κομψοτέχνημα, που θα λατρέψει το κοινό των ψυχολογικών θρίλερ.

Βαθμολογία: 3,5/5

Τα σχετικά
Ψυχολογικό θρίλερ του 2013, σε σενάριο των Wentworth Miller και Erin Cressida Wilson και σκηνοθεσία του Chan-wook Park, διάρκειας 99 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Mia Wasikowska, Matthew Goode, Nicole Kidman, Jacki Weaver και Alden Ehrenreich.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

(2013) Welcome to the show: Η μουσική κληρονομιά του Παύλου Σιδηρόπουλου

Πρωτότυπος τίτλος: Welcome to the show: Η μουσική κληρονομιά του Παύλου Σιδηρόπουλου
Αγγλικός τίτλος: Welcome to the show


Η υπόθεση
Ο Παύλος Σιδηρόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα του 1948. Στην δεκαετία του '70 ξεκινά ν' ασχολείται με την μουσική και πιο συγκεκριμένα με τη ροκ σκηνή, κερδίζοντας τις εντυπώσεις ενός ανήσυχου νεανικού κοινού. Η προσπάθειά του να παντρέψει το πατροπαράδοτο με το ροκ κι η εμμονή του να γράφει τραγούδια μ' ελληνικό στίχο, είναι δυο από τα κυριότερα στοιχεία που τον βοήθησαν ν' αναδειχθεί σε είδωλο της ελληνικής ροκ μουσικής και να θεωρείται σήμερα "μύθος" από τη νέα γενιά μουσικών.

Η κριτική
Τ' όνομα του Παύλου Σιδηρόπουλου δεν είναι μονάχα ένα από αυτά που κοσμούν την ιστορία της ελληνικής ροκ μουσικής, αλλά αποδεικνύεται πως έχει κερδίσει δικαιολογημένα τον χαρακτηρισμό του "Πρίγκιπα της ροκ", καθώς συνέβαλε ενεργά στην ανάπτυξη του είδους στην χώρα μας. Η προσφορά του στον ευρύτερο μουσικό και καλλιτεχνικό χώρο όμως, ήταν τόσο σημαντική, που στην Ελλάδα του 21ου αιώνα, η φήμη του προηγείται του ονόματός του κι ο ίδιος έχει περάσει πια στην σφαίρα του μυθικού, αποτελώντας πηγή έμπνευσης για τους νέους μουσικούς.
Όμως ποιός ήταν στ' αλήθεια ο Παύλος Σιδηρόπουλος; Αυτό είναι κάτι που το "Welcome to the show: Η μουσική κληρονομιά του Παύλου Σιδηρόπουλου" δεν θα σας το απαντήσει, τουλάχιστον όχι άμεσα. Καθώς ο Σιδηρόπουλος, όπως όλοι οι μεγάλοι καλλιτέχνες, ήταν πολυεπίπεδος και πολύ μπροστά από την εποχή που έζησε, είναι σχεδόν αδύνατον να μπορέσει, μέσω ανέκδοτων ντοκουμέντων ή μαρτυριών, να δοθεί ένα πλήρες πορτραίτο της προσωπικότητάς του. Το κυριότερο όμως, νόημα δεν έχει να αποπειραθεί κάποιος να ερευνήσει την ζωή ενός καλλιτέχνη, αλλά το έργο του, αφού αυτό αποτέλεσε και συνεχίζει ν' αποτελεί τον τρόπο έκφρασής του.
Έτσι λοιπόν, επιλέγοντας ν' αφήσουν τον Παύλο να μιλήσει ο ίδιος μέσα από τα τραγούδια του, οι δημιουργοί του συγκεκριμένου ντοκιμαντέρ, επικεντρώνονται στην σημασία που είχε το τραγούδι του Παύλου για την εποχή, στην διαφορετικότητα του καλλιτέχνη, που τον οδήγησε να γράψει κάτι αλλιώτικο από τον πολιτικοποιημένο ή αγγλικό στίχο και στην απομυθοποίηση του "μύθου" που έχει δημιουργηθεί γύρω απ' τ' όνομά του, καθώς ο ίδιος ο Σιδηρόπουλος ποτέ δεν θα ενέκρινε κάτι τέτοιο.
Έτσι, με την συμμετοχή πολλών αναγνωρισμένων καλλιτεχνών και δημοσιογράφων, γίνεται μια συντονισμένη παρουσίαση της κληρονομιάς που κατάφερε ν' αφήσει πίσω του ο σπουδαίος καλλιτέχνης, πριν τον προλάβει ο θάνατος, και μέσω αυτής, γίνεται σαφής κι ο λόγος που η εικοσαετής παρουσία του στον μουσικό χώρο αποτελεί ακόμα και σήμερα πηγή έμπνευσης των νεώτερων. Χωρίς έτσι ν' αναλώνεται σε ανούσιες και κουραστικές περιγραφές, προτρέπει τον θεατή να έρθει σ' επαφή, εκ νέου ή για πρώτη φορά, με την μουσική του καλλιτέχνη και να συνδιαλεχτεί απευθείας μαζί του κι όχι μέσω ενός διαμεσολαβητή, ο οποίος ενδεχομένως να του παρουσιάσει έναν διαφορετικό Παύλο Σιδηρόπουλο.

Βαθμολογία: 2,5/5

Τα σχετικά
Ελληνικό ντοκιμαντέρ του 2013, σε σενάριο και σκηνοθεσία των Κώστα Πλιάκου και Αλέξη Πόνσε, διάρκειας 65 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Παύλο Σιδηρόπουλο, Μάκη Μηλάτο, Οδυσσέα Ιωάννου, Απροσάρμοστους, Σπυριδούλα, Γιάννη Αγγελάκα, Παύλο Παυλίδη, Δημήτρη Μητσοτάκη, Σπύρο Γραμμένο, Στάθη Δρογώση, Υπόγεια Ρεύματα, Κώστα Φέρρη, Κωνσταντίνο Τζούμα.

Οι σύνδεσμοι

(2012) Συγχαρητήρια στους αισιόδοξους?

Πρωτότυπος τίτλος: Συγχαρητήρια στους αισιόδοξους?
Αγγλικός τίτλος: A.C.A.B. All cats are brilliant


Η υπόθεση
Η Ηλέκτρα (Μαρία Γεωργιάδου), μια 32χρονη κοπέλα στην Αθήνα της κρίσης, προσπαθεί να βάλει σε μια τάξη την ζωή της. Όντας κόρη προοδευτικών αριστερών, με σπουδές στο εξωτερικό πάνω στην τέχνη, σύντροφος ενός πολιτικού κρατουμένου και κερδίζοντας τα προς το ζην προσέχοντας ένα 8χρονο αγόρι, του οποίου η μητέρα απουσιάζει συνεχώς από το σπίτι και τη ζωή του, η Ηλέκτρα βρίσκεται στο μέσο μιας συνεχούς σύγκρουσης των θέλω της και των πρέπει που της επιβάλλουν οι καιροί κι οι κοινωνία.

Η κριτική
Μέσω ενός αρκετά προσωπικού κι επίκαιρου δράματος, η Κωνσταντίνα Βούλγαρη επιλέγει να εκφραστεί μ' έναν πολύ γλυκό κι ιδιαίτερο τρόπο για όλα όσα χαρακτηρίζουν την σημερινή, συνεχώς μεταβαλλόμενη, ελληνική πραγματικότητα. Χωρίς να δίνει απαντήσεις, αλλά θίγοντας απλώς κάποιες αλήθειες που έχουν και συνεχίζουν να διαμορφώνουν την νέα γενιά, η δημιουργός κάνει μια απόπειρα να δώσει κάποια λύση στην αβεβαιότητα που χαρακτηρίζει την σύγχρονη κοινωνία και το μέλλον της.
Η κεντρική ηρωίδα, που μέσω της ιστορίας της θα κληθούμε να μετάσχουμε στον προβληματισμό της δημιουργού, βρίσκεται ίσως στην χειρότερη θέση που θα μπορούσε να βρεθεί ένας νέος άνθρωπος. Καθώς έχει ολοκληρώσει τις σπουδές της στο εξωτερικό, έχοντας σπαταλήσει χρήμα, χρόνο κι ενέργεια για να κάνει αυτό που η κοινωνία όριζε, μέχρι πρότινος, ορθό, γυρνά στην Ελλάδα για να μείνει με τους δικούς της, να δει τον σύντροφό της να τιμωρείται για τα πιστεύω του και να βρίσκεται συνεχώς στο στόχαστρο μιας επικριτικής και καταπιεστικής λογικής, για τις προσωρινές επαγγελματικές και προσωπικές επιλογές της, οι οποίες δεν συμβαδίζουν με αυτό που θεωρείται, ακόμα, κοινωνικώς αποδεκτό.
Ο τρόπος με τον οποίο κινηματογραφείται η ιστορία της κοπέλας αυτής δε, δίνει την αίσθηση ενός περιπάτου, στον οποία ο θεατής καλείται να συνοδεύσει για λίγο την πρωταγωνίστρια, αποκτώντας κατ' αυτόν τον τρόπο μια αισιόδοξη διάθεση, παρά το απαισιόδοξο της κατάστασης που απεικονίζεται. Ο αυτοσχεδιαστικός ρεαλισμός, με τον οποίο η Βούλγαρη αφήνει τους διαλόγους ανάμεσα στους ήρωές της ν' αναπτυχθούν, συμβάλλει ακόμα περισσότερο στην δημιουργία αυτής της γλυκιάς αίσθησης, καθώς οι λέξεις φέρουν κάτι το γνήσιο, που κάνει τον θεατή να νιώσει όμορφα κι οικεία ως προς αυτό που του παρουσιάζεται.
Με τις σκηνές κατά τις οποίες η Ηλέκτρα συνομιλεί με την ερχόμενη γενιά, που θα την διαδεχθεί σε λίγα χρόνια και την προηγούμενη γενιά, της οποίας τα λάθη πληρώνει τώρα, το έργο φτάνει στην κορύφωσή του. Ο αυθορμητισμός κι η ειλικρίνεια χαρακτηρίζουν και τα δυο διαλογικά μέρη, βοηθώντας τόσο την ηρωίδα όσο και τον θεατή να θωρακιστούν με λογική, μέσα στην παράνοια της κρίσης. Ακόμα βέβαια, εκπληκτικά συμπληρώνουν το δράμα κι οι δυο σκηνές που διαδραματίζονται στο μπάνιο και κάνουν εμφανή, μ' έναν εξαιρετικά απλό τρόπο, τον εσωτερικό κόσμο της πρωταγωνίστριας. Από την μια βλέπουμε την συνήθη παραβίαση του προσωπικού χώρου του νέου ανθρώπου κι από την άλλη βρισκόμαστε αντιμέτωποι με τα τραύματα που προκαλεί ο ίδιος στον εαυτό του, στην προσπάθειά του να νιώσει το οτιδήποτε.
Με την ιδιόμορφη, ονειρική απλότητα λοιπόν, που χαρακτηρίζει και την προηγούμενη μεγάλου μήκους ταινία της, αλλά και την συμμετοχή ενός ταλαντούχου επιτελείου ηθοποιών, η Κωνσταντίνα Βούλγαρη πραγματοποιεί ένα ταξίδι στην ελπίδα και την απαισιοδοξία, μιλώντας για έννοιες όπως η αλληλεγγύη κι η υπεράσπιση των ονείρων και της αξιοπρέπειάς μας, αφήνοντας την ελευθερία στον κάθε θεατή χωριστά φεύγοντας από την κινηματογραφική αίθουσα να πάρει μαζί του τ' απαραίτητα εφόδια που θα τον βοηθήσουν να χορέψει όσο καλύτερα μπορεί στο πανηγύρι της ζωής.

Βαθμολογία: 2,5/5

Τα σχετικά
Ελληνικό δράμα του 2012, σε σενάριο και σκηνοθεσία της Κωνσταντίνας Βούλγαρη, διάρκειας 83 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Μαρία Γεωργιάδου, Θέμις Μπαζάκα, Δημήτρη Πιατά, Αλέξη Χαρίση, Κώστα Γανωτή και Δημήτρη Ξανθόπουλο.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

21 Μαρτίου 2013

(2012) Δεν κρατιέμαι

Πρωτότυπος τίτλος: Los amantes pasajeros
Αγγλικός τίτλος: I'm so excited


Η υπόθεση
Οι φροντιστές της υπερατλαντικής πτήσης 2549, με προορισμό την πόλη του Mexico, ξεχνάνε ν' απομακρύνουν τους τάκους από το αεροσκάφος, με αποτέλεσμα κατά την απογείωσή του να προκληθεί σοβαρή βλάβη στο σύστημα προσγείωσης. Μίαμιση ώρα μετά το συμβάν το αεροπλάνο κάνει κύκλους πάνω από το Toledo, μέχρι να του δοθεί άδεια να προσγειωθεί σε κάποιον πλήρως ελεύθερο αερολιμένα. Η άδεια δεν είναι δυνατόν να δοθεί όσο στην Μαδρίτη διεξάγεται το συνέδριο του Ο.Η.Ε., οι επιβάτες κι οι αεροσυνοδοί της οικονομικής θέσης είναι ναρκωμένοι από τα μυοχαλαρωτικά που τους χορήγησαν οι αεροσυνοδοί της business class και μόνοι ξύπνιοι κατά την κρίσιμη πτήση είναι οι δυο αλλοπρόσαλλοι πιλότοι, τρεις gay αεροσυνοδοί κι οι επιβάτες τις business class, οι οποίοι θα πρωταγωνιστήσουν σε μια τρελή κωμωδία με άγνωστη κατάληξη.

Η κριτική
Η φαινομενικά ρηχή και φτηνιάρικη νέα κωμωδία που αποφάσισε να γυρίσει και να παρουσιάσει στο κοινό του ο ιδιόμορφος και λατρεμένος Ισπανός δημιουργός Pedro Almodóvar, μοιάζει, για όσους θελήσουν να την δουν τοιουτοτρόπως, με μια όαση μέσα στην έρημο των δραμάτων που με αφορμή την παγκόσμια οικονομική κρίση έχουν αρχίσει να κάνουν την εμφάνισή τους στον κινηματογράφο, προσπαθώντας να αφυπνίσουν το κοινό.
Μέσω του νέου του αυτού πονήματος, ο Pedro Almodóvar κάνει μια στροφή στις ταινίες που τον χαρακτήρισαν και κέντρισαν το ενδιαφέρον του διεθνούς κινηματογραφικού χώρου και σχολιάζει το εγχώριο σε πρώτη φάση, και παγκόσμιο σε δεύτερη, αλλοπρόσαλλο κοινωνικο-πολιτικό γίγνεσθαι. Έτσι, αυτό που καταφέρνει ο σπουδαίος Ισπανός καλλιτέχνης είναι να χωρίσει το κοινό σε δυο κατηγορίες, σ' αυτούς που ποτέ δεν εκτίμησαν το πρώιμο έργο του και σ' αυτούς που τον αγάπησαν από την πρώτη του εμφάνιση στον κινηματογραφικό χώρο.
Οι μεν πρώτοι λοιπόν, το μόνο που θα διακρίνουν στην συγκεκριμένη παραγωγή είναι μια διαδοχή από ασυνάρτητα σκετς που έχουν ως επίκεντρο το σεξουαλικό στοιχείο και παρουσιάζουν την αδιάφορη προσωπική ζωή των χαρακτήρων που επιβαίνουν στο αεροσκάφος. Ο μόνος λόγος δε που κάποιοι από αυτούς ίσως δεν κλάψουν τα λεφτά και τον χρόνο τους είναι η παρουσία ενός άκρατου αλμοδοβαρικού στοιχείου, το οποίο συμπεριλαμβάνει τις γνωστές χρωματικές αποχρώσεις, τον καθημερινό χαρακτήρα και το γνωστό επιτελείο ηθοποιών που ανακυκλώνεται στις ταινίες του, κάτι που ενδέχεται να σώσει ένα κατά τ' άλλα πεζό κωμικό εγχείρημα.
Η άλλη κατηγορία όμως, αυτή του φανατικού κοινού του λαμπρού Ισπανού, θα μπορέσει εύκολα να διαβάσει την ουσία της ταινίας, που δεν είναι άλλη από την ανάδειξη της απογυμνωμένης πραγματικότητας, στην οποία αναγκάζεται να ζήσει ο λαός της Ισπανίας, αλλά κι ο υπόλοιπος ευρωπαϊκός Νότος. Άκρως συμβολικός κι εύστοχος, ο Pedro Almodóvar θέτει υπό την ευθύνη της γκέι κοινότητας την διάσωση της κατάστασης, αφού οι πραγματικοί χειριστές του αεροσκάφους, ονόματι Ισπανία, το μόνο που σκέφτονται να κάνουν σε περίοδο κρίσης, είναι να βάλουν τον αυτόματο πιλότο και να κάνουν κύκλους γύρω από μια κατάσταση που συνεχώς επιδεινώνεται, όσο αυτοί περιμένουν μια από πύργου (κατά το από μηχανής) λύση των προβλημάτων τους.
Ο Ο.Η.Ε. στέκεται εμπόδιο στην όποια λύση θα μπορούσε να τους δοθεί, οι επιβάτες της οικονομικής θέσης έχουν πέσει σκόπιμα σε λήθαργο έτσι ώστε να μην μπορούν ν' αντιδράσουν και να προσθέσουν κι άλλα προβλήματα στα ήδη υπάρχοντα κι οι προνομιούχοι επιβάτες της ανώτερης τάξης/θέσης είναι οι μόνοι που μένουν ξύπνιοι, αδιαφορώντας για το πρόβλημα που αφορά όλους κι ασχολούμενοι ο καθένας με τα δικά του προσωπικά θέματα, τα οποία θέλωντας και μη, αναγκάζονται να μοιραστούν και με τους υπολοίπους επιβάτες. Αυτή είναι λοιπόν η κατάσταση στην οποία βρίσκεται αυτή τη στιγμή ολόκληρη η Ευρώπη κι αυτή την τρέλα είναι που αποπειράται μέσω του γέλιου να προβάλλει στους θεατές του ο Almodóvar. Τι άλλο μένει λοιπόν εκτός από την εφορία που φέρνουν οι υλικές απολαύσεις της εικονικής ευδαιμονίας του '80, που ίσως να είναι κι ο μοναδικός τρόπος να έρθει η πολυπόθητη στιγμή αναλαμπής που θα μας δώσει τη λύση σ' όλα μας τα προβλήματα;
Με δυο λόγια, αν ο Almodóvar σας κέντρισε το ενδιαφέρον από την περίοδο των πιο συμβατικών ταινιών του και βρίσκετε την αισθητική των πρώτων του από λίγο ως πολύ κιτς, αποφύγετε το "Δεν κρατιέμαι". Αν πάλι σας έχει λείψει η αυθεντικότητα των πρώτων ταινιών του, τότε σίγουρα θα σας ικανοποιήσει το νέο του δημιούργημα. Μπορεί να μην είναι αριστούργημα, όμως είναι σίγουρα καλός και γνήσιος Almodóvar.

Βαθμολογία: 3/5

Τα σχετικά
Ισπανική κωμωδία του 2013, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Pedro Almodóvar, διάρκειας 95 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Javier Cámara, Carlos Areces, Raúl Arévalo, Antonio de la Torre, Hugo Silva, Lola Dueñas, Guillermo Toledo, Blanca Suárez, Paz Vega, Cecilia Roth, José Luis Torrijo, José María Yazpik, Miguel Ángel Silvestre, Laya Martí, Antonio Banderas και Penélope Cruz.

Οι σύνδεσμοι
Imdb