Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σινεφίλ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σινεφίλ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

15 Νοεμβρίου 2012

(2006) Κινηματογραφικός οδηγός για διεστραμμένους

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: The pervert's guide to cinema
Εναλλακτικός ελληνικός τίτλος: Ο κινηματογράφος του Slavoj Žižek


Η υπόθεση
Ο Σλοβένος διαλεκτικός-υλιστής φιλόσοφος, Slavoj Žižek, αποπειράται να εξηγήσει στον κινηματογραφικό θεατή, την ουσία της κινηματογραφικής τέχνης και την προσφορά της στον άνθρωπο, μέσω της φροϋδικής θεωρίας και διαφόρων παραδειγμάτων από το διεθνές κινηματογραφικό στερέωμα.

Η κριτική
Ο "Κινηματογραφικός οδηγός για διεστραμμένους" θα μπορούσαμε να πούμε ότι κρύβει στον τίτλο του, ήδη, ολόκληρο το νόημα της ύπαρξής του. Αν αναρωτηθούμε τον λόγο για τον οποίο έχει μπει στον τίτλο η λέξη "διεστραμμένος", τότε με μεγάλη ευκολία συσχετίζουμε την κινηματογραφική τέχνη με την ψυχολογία κι αντιστρόφως.
Το σινεμά και το θέατρο, οι δυο αυτές αναπαραστατικές τέχνες, αποτελούν μια πλασματική πλευρά του πραγματικού κόσμου, την οποία ο κινηματογραφικός θεατής έχει την δυνατότητα να παρακολουθήσει σαν να κοιτά μέσα από μια χαραμάδα. Έχει με άλλα λόγια την δυνατότητα να παρακολουθήσει από μια καθαρά ηδονοβλεπτική σκοπιά, κρατώντας όμως μια απόσταση ασφαλείας, ένα κομμάτι της πραγματικότητας.
Ξεκινώντας το έργο, ο θεατής έχει την αίσθηση ότι μέσω διαφόρων γνωστών κινηματογραφικών παραδειγμάτων, θα του αποκαλυφθεί ο κόσμος της φροϋδικής θεωρίας της ψυχολογίας. Λίγο μετά συνειδητοποιεί ότι θα πρέπει να έχει τις απαραίτητες γνώσεις επί του θέματος, για να μπορέσει να κατανοήσει το εγχείρημα, και κάπου στην μέση περίπου της ταινίας, είναι πλέον σαφές, ότι γίνεται μάρτυρας ενός διαλογικού μονολόγου, ανάμεσα στην ψυχολογία και το σινεμά.
Αναρωτώμενος, λοιπόν, αν η κότα έκανε το αυγό ή το αυγό την κότα, ο Žižek, έχοντας ως επίκεντρο τον τρόπο που ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται τον κόσμο γύρω του, προσπαθεί να εξηγήσει τον σκοπό που εξυπηρετεί η παρακολούθηση ενός κινηματογραφικού έργου και για κάποιον γνώστη των βασικών ψυχολογικών εννοιών το καταφέρνει.
Το ατόπημα, όμως, στο οποίο πέφτει άθελά του ο Σλοβένος φιλόσοφος, είναι ότι δεν προσπαθεί να εξηγήσει στο σύνολό της την κινηματογραφική τέχνη, παρά στέκεται στην επεξήγηση συγκεκριμένων ταινιών, από μεγάλους μάστορές της, εξηγώντας κυρίως τη δική τους προσφορά στην τέχνη και την επίδρασή τους στην ανθρώπινη ψυχή. Όντας, βέβαια, πρακτικά αδύνατον να καταφέρει να καταπιαστεί μέσα σε δυο ώρες, με όλο το κινηματογραφικό σύνολο, καταφέρνει να ασχοληθεί με τα περισσότερα κλασικά παραδείγματα που θα μπορούσαν ν' αναλυθούν.
Πατώντας στο "Εγώ", το "Υπερεγώ" και το "Αυτό (Εκείνο)", την "λίμπιντο", το "οιδιπόδειο σύμπλεγμα", την έννοια της επιθυμίας και την ανάγκη της φαντασίωσης στην πραγματικότητά μας, και με παραδείγματα των Hitchcock, Lynch, Tarkovsky, Kieslowski, Bergman, Chaplin, κ.α., ο Slavoj Žižek, παρουσιάζει ένα αξιόλογο εγχείρημα, που απευθύνεται στους φανατικούς κινηματογραφόβιους θεατές, που έχουν παράλληλα βασικές γνώσεις για την θεωρία που έχει αναπτύξει ο Sigmund Freud πάνω στην ανθρώπινη ψυχολογία.

Βαθμολογία: 3/5

Τα σχετικά
Βρετανικό ντοκιμαντέρ του 2006, σε σενάριο του Slavoj Žižek και σκηνοθεσία της Sophie Fiennes, διάρκειας 150 λεπτών, με πρωταγωνιστή τον Slavoj Žižek και διάφορα οπτικο-ακουστικά αποσπάσματα.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

30 Οκτωβρίου 2012

(1946) Ο άγνωστος

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: The stranger
Εναλλακτικός ελληνικός τίτλος: Ο ξένος


Η υπόθεση
Ο κύριος Wilson (Edward G. Robinson) είναι ένας από τους επικεφαλείς της "Επιτροπής Εγκλημάτων Πολέμου". Με δική του εντολή, το κελί ενός καταδίκου, του Meinike (Konstantin Shayne), θα παραμείνει "κατά λάθος" ανοιχτό, δίνοντάς του την δυνατότητα να δραπετεύσει και να οδηγήσει την Επιτροπή σ' έναν από τους εγκεφάλους του ολοκαυτώματος, ο οποίος μετά την εξαφάνισή του, έχει φροντίσει να διαγράψει τα ίχνη του κι είναι, πλέον, αδύνατον να εντοπιστεί διαφορετικά. Ο Meinike, πράγματι, θα οδηγήσει τον Wilson στην πόλη που βρίσκεται ο Franz Kindler (Orson Welles), ο νεαρός ναζί που αναζητά. Πριν προλάβει, όμως, ο επιθεωρητής ν' ανακαλύψει την καινούργια ταυτότητα του Kindler, ο Meinike εξαφανίζεται κι ο Wilson θα πρέπει μόνος του ν' ανακαλύψει ποιός είναι το πρόσωπο που αναζητά.

Η κριτική
Αν κι "Ο άγνωστος" δεν θεωρείται μια από τις ποιοτικότερες δουλειές του Orson Welles, δεν παύει να είναι ένα υπέροχο φιλμ νουάρ, στο οποίο ο δημιουργός του καταφέρνει να κρατήσει με εξαιρετικό τρόπο την προσοχή των θεατών του και να εντείνει την αγωνία τους για την εξέλιξη της ιστορίας.
Ακόμη κι αν αυτή η ταινία του Welles, δεν είναι από τις ταινίες που ο θεατής προσπαθεί ν' ανακαλύψει με την βοήθεια του πρωταγωνιστή τον δολοφόνο, αλλά μαθαίνει την ταυτότητά του στις πρώτες σκηνές, το σασπένς δεν παύει να είναι παρόν σ' όλη τη διάκρειά της, δίνοντας έτσι μια νότα τραγικής ειρωνείας σε αρκετά σημεία της. Ο θεατής γνωρίζει τα πάντα, κι όμως, ακριβώς επειδή γνωρίζει και δεν μπορεί να επέμβει, μένει καθηλωμένος να παρακολουθεί και να ελπίζει ότι ο Wilson θα καταφέρει να κάνει ό,τι ο ίδιος δεν μπορεί.
Ήδη από την πρώτη μέρα της άφιξης του, ο Wilson, θα πληροφορηθεί για την ταυτότητα του ανθρώπου που ψάχνει. Στο μαγαζί του κύριου Potter (Billy House), τη στιγμή που θα ρωτήσει για τον άντρα που παντρεύεται η Mary (Loretta Young), κόρη του Δικαστή του Ανώτατου Δικαστηρίου, θα λάβει δυο απαντήσεις, η μια θα είναι του κυρίου Potter: "Έναν καθηγητή εδώ" κι η άλλη είναι μια γυναικεία φωνή που θα του πει: "Έναν ξένο"... σε μια πόλη που όλοι γνωρίζονται με όλους. Κι όμως, ο Wilson, ενώ ξέρει, θα πρέπει ν' ανακαλύψει τον ξένο, πριν να είναι πολύ αργά για την σύζυγό του.
Αισθητικά, πιστεύω ότι η νουάρ αίσθηση, δεν θα μπορούσε να δίνεται με πιο μεγαλειώδη τρόπο. Στο έργο, κυριαρχούν οι τεράστιες σκιές, που τις νιώθεις να πλησιάζουν απειλητικά όποιον βρεθεί στο δρόμο τους κι έχει τόσο έντονο κοντράστ, που πολλές φορές είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις το ανθρώπινο σώμα με χαμηλό φωτισμό, από τη σκιά του. Από την ταινία, δεν λείπουν επίσης κι οι αντανακλάσεις μέσω διαφόρων επιφανειών που καθρεφτίζουν.
Αξιοπρόσεκτο είναι, δε, και το χαρακτηριστικό που θα προδώσει την πραγματική ταυτότητα του Charles Rankin (Orson Welles), η εμμονή του με τα ρολόγια. Το ρολόι είναι αυτό που θα μιλήσει στον επιθεωρητή και θα τον ωθήσει να ψάξει ένα άτομο που έχει λατρεία με το συγκεκριμένο αντικείμενο και το ρολόι θ' αποτελέσει τον τόπο εξέλιξης των πιο έντονων κι αξιομνημόνευτων σκηνών της ταινίας. Ακόμα, όλη η αγανάκτηση των κατοίκων της πόλης για τις δολοφονίες και την αναστάτωση που έχουν υποστεί από τον Rankin, μπορεί κάλλιστα να συνοψιστεί στην εξής φράση: "Μακάρι ν' αφήνατε ήσυχο το ρολόι. Το Harper ήταν τόσο ήρεμο πριν." Και τέλος, το ρολόι είναι αυτό που έχει τον τελευταίο λόγο στην ζωή του Rankin.
Εκτός βέβαια, από την αρτιότητα των τεχνικών χαρακτηριστικών της ταινίας, στα οποία θα πρέπει να προσθέσω και την εκπληκτική λειτουργία της μουσικής επένδυσης, έντονο ενδιαφέρον παρουσιάζει η επιλογή των συγγραφέων να καταπιαστούν μ' ένα Γερμανό εγκληματία. Ένα θέμα αρκετά επίκαιρο, για την εποχή. Το στοιχείο που θα προδώσει, έστω και καθυστερημένα, τον Rankin, θα είναι η αναφορά του Karl Marx ως Εβραίου κι όχι Γερμανού. Η αναφορά στον γερμανικό ναζισμό και τις ιδέες που πρεσβεύει αυτός, σε συνδυασμό με τις εικόνες από το ολοκαύτωμα, που με τόσο θράσος προβάλει ο Welles στον θεατή, αποτελούν ίσως δυο από τους λόγους της τεράστιας εμπορικής επιτυχίας της ταινίας.
Η παρουσία, βεβαίως, του Edward G. Robinson σε ρόλο ντετέκτιβ, η επιλογή της Loretta Young ως η αθώα και διχασμένη σύζυγος ενός ναζί κι η ερμηνεία του Orson Welles ως ψυχωτικός Γερμανός, που είναι ικανός να κάνει τα πάντα προκειμένου να σωθεί, σε συνδυασμό με την σκηνοθετική επιλογή των κοντινών πλάνων, δίνουν στην ταινία όλα τα απαραίτητα στοιχεία για την συμπλήρωση ενός εκπληκτικού φιλμ νουάρ.
Με λίγα λόγια, η ταινία προτείνεται σε όλους τους θαυμαστές του παλιού καλού νουάρ, του σασπένς και των καλών ερμηνειών. Μια ιδιαίτερα καλή πρόταση για τους σινεφίλ, που μπορεί να μην αποτελεί μια αντικειμενικά κορυφαία ταινία, αλλά που σίγουρα συγκαταλέγεται στις καλές κινηματογραφικές παραγωγές του ασπρόμαυρου κινηματογράφου.

Βαθμολογία: 4/5

Τα σχετικά
Αμερικάνικο φιλμ νουάρ του 1946, σε ιστορία του Victor Trivas, σενάριο των Victor Trivas, Decla Dunning, Anthony Veiller, John Huston και Orson Welles και σκηνοθεσία του Orson Welles, διάρκειας 95 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Edward G. Robinson, Orson Welles, Loretta Young, Konstantin Shayne, Richard Long, Philip Merivale και Billy House.

Οι σύνδεσμοι

26 Οκτωβρίου 2012

(2007) California dreamin'

Πρωτότυπος τίτλος: Nesfarsit
Αγγλικός τίτλος: California dreamin' (Nesfarsit)


Η υπόθεση
Στην Ρουμανία του 1999, ένα τρένο που μεταφέρει αξιωματικούς του ΝΑΤΟ κι έναν εξοπλισμό βοήθειας προς την βομβαρδιζόμενη Γιουγκοσλαβία, θα ξεκινήσει με κατεύθυνση το Κόσοβο. Το τρένο, αν κι έχουν δοθεί σαφείς οδηγίες από το Βουκουρέστι να μην εμποδίσει κανείς τη διέλευσή του, θα σταματήσει και θα κολλήσει για πέντε μέρες σ' ένα χωριό της Ρουμανίας, την Καπαλνίτα. Η παραμονή των Αμερικανών στο μικρό αυτό χωριό θα γίνει η αφορμή για την εμφάνιση διαφόρων κωμικο-τραγικών, αλλά άκρως ρεαλιστικών καταστάσεων.

Η κριτική
Το "California dreamin'" είναι μια ταινία, κατά βάση, γλυκό-πικρη που αποτελεί έναν ύμνο αλήθειας για την επαρχιώτικη νοοτροπία όλων των βαλκανικών χωρών. Παράλληλα, όμως, είναι μια ταινία που καταφέρνει να δείξει το αληθινό πρόσωπο των ειρηνικών αμερικανικών επεμβάσεων και τις ταραχές που "άθελά τους" προκαλούν αυτές. Το έργο βασίζεται εξίσου σε μια σάτιρα χαρακτήρων, αλλά και καταστάσεων, οι οποίες καταφέρνουν να κρατήσουν αμείωτο το ενδιαφέρον του θεατή.
Αρχικά, όπως θα δούμε, η ταινία ξεκινά με μια αναδρομή στον Μάιο του 1944, όπου θα γνωρίσουμε τον σταθμάρχη της πόλης Καπαλνίτα σε μικρή ηλικία. Η ταινία θα συνεχίσει στο σήμερα, δείχνοντάς μας μια σκηνή από το γραφείο του Υπουργού Εξωτερικών της Ρουμανίας, θα περάσει στις ετοιμασίες του επικείμενου τρένου και θα καταλήξει στην επαρχία της Καπαλνίτα, όπου θα γνωρίσουμε τους βασικούς ήρωες της ιστορίας μας.
Πρώτο και καλύτερο, από τους κατοίκους του χωριού, θα γνωρίσουμε τον Doiaru (Razvan Vasilescu), τον διεφθαρμένο διευθυντή του σιδηροδρομικού σταθμού κι υπεύθυνο της παραμονής των Αμερικανών στο χωριό και την κόρη του, Monica (Maria Dinulescu), μια νεαρή κοπέλα που ψάχνει απεγνωσμένα να βρει έναν τρόπο ν' αποδράσει από την μικροαστική, μίζερη ζωή του χωριού.
Ο Doiaru, προφασιζόμενος την έλλειψη των τελωνειακών εγγράφων, που θα έπρεπε να φέρει μαζί του ο αρχηγός της αμερικάνικης αποστολής, captain Doug Jones (Armand Assante), θα χρησιμοποιήσει την γραφειοκρατία και τον νόμο της χώρας του για προσωπικό του όφελος, να πάρει δηλαδή την πολυπόθητη εκδίκησή του από τους Αμερικάνους συμμάχους. Κανείς δεν μπορεί να πει, βέβαια, ότι ο Doiaru κακώς λειτουργεί έτσι, αλλά σίγουρα το πρόσωπό του δεν μπορεί να χαρακτηριστεί συμπαθές, καθώς συσχετίζεται με λεηλασίες και μεταπωλήσεις προϊόντων από τα τρένα, σε βάρος των συγχωριανών του.
Το δεύτερο πρόσωπο που θα μας απασχολήσει είναι ο καιροσκόπος, εκμεταλλευτής, δήμαρχος του χωριού (Ion Sapdaru), ο οποίος φέρει πάνω του όλα τα χαρακτηριστικά της βαλκανικής ξενομανίας. Οι Αμερικάνοι για τον δήμαρχο, και στη συνέχεια για όλους τους χωριανούς, αποτελούν τον από μηχανής Θεό. Όπως και το 1944, οι Αμερικανοί είναι αυτοί που αναμένεται να λύσουν όλα τα εσωτερικά προβλήματα του ρουμάνικου λαού, που πρόκειται να βγάλουν τον τόπο από το οικονομικό αδιέξοδο και που θα λυτρώσουν τον λαό από τον δυνάστη που τους εκμεταλλεύεται.
Μέσω της φιλοξενίας, λοιπόν, και των ψεμάτων που χρησιμοποιεί για να φουσκώσει τα μυαλά των χωριανών, ο δήμαρχος θα οργανώσει γλέντια, πάρτυ και παραστάσεις για να καλωσορίσει και να καλοπιάσει τους σωτήρες. Με τον τρόπο αυτό, ένα ολόκληρο χωριό, βλέπουμε να δηλώνει υποταγή και να δίνει την άδειά του, χωρίς κανένα ενδοιασμό, να θεωρηθεί "τριτοκοσμικό" από τους μεγαλοπρεπείς Αμερικάνους. Το πείσμα του Doiaru παράλληλα, ενώ θεωρητικά αποτελεί την ύστατη προσπάθεια να δείξει την υπεροχή του, καταφέρνει μόνο να γίνει αντιληπτό ως ένα χωριάτικο κόμπλεξ, που θα λειτουργήσει σε βάρος του, αφού στο μόνο που βοηθά τελικά η παρουσία των Αμερικανών είναι το ξεμπρόστιασμα των θαμμένων προβλημάτων κι η δύναμη που δίνει η παρουσία τους στους ντόπιους να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους.
Αν κι η ταινία είναι ένα κράμα αλήθειας και μυθοπλασίας, δράματος και σάτιρας, υπερβολής και πραγματικότητας, καταφέρνει να σταθεί γερά στα πόδια της και να κάνει σαφές το αντιπολεμικό της μήνυμα, την ευθύνη των Η.Π.Α. για διαφόρους πολέμους, αλλά και τη σαθρότητα του συστήματος που επιτρέπει σε κάποιες δυσμενείς καταστάσεις να εκκολαφθούν.
Με μοναδικό αρνητικό στοιχείο τη μεγάλη της διάρκεια, η οποία πιθανώς να ήταν μικρότερη αν ο σκηνοθέτης της, Cristian Nemescu, είχε προλάβει να ολοκληρώσει το μοντάζ της προτού πεθάνει, η ταινία προτείνεται στους σινεφίλ του βαλκανικού κινηματογράφου κατά κύριο λόγο, καθώς αποτελεί μια σύγχρονη και νεανική ματιά πάνω στην καθημερινότητα και το παγκόσμιο κοινωνικο-πολιτικό γίγνεσθαι.

Βαθμολογία: 3/5

Τα σχετικά
Ρουμάνικο σατιρικό δράμα του 2007, σε σενάριο των Cristian Nemescu, Tudor Voican και Catherine Linstrum και σκηνοθεσία του Cristian Nemescu, διάρκειας 155 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Razvan Vasilescu, Armand Assante, Ion Sapdaru, Maria Dinulescu, Jamie Elman και Alexandru Margineanu.

Οι σύνδεσμοι
Trailer 
Imdb 
Rotten Tomatoes

21 Οκτωβρίου 2012

(2012) Σκότωσέ τους γλυκά

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: Killing them softly


Η υπόθεση
Ο Frankie (Scoot McNairy) κι ο Russell (Ben Mendelsohn) είναι δυο τελειωμένοι αλήτες που θα προσληφθούν από τον "Squirrel" (Vincent Curatola) για να ληστέψουν ένα παράνομο παιχνίδι, στημένο από τον Markie Trattman (Ray Liotta). Ο Markie, όμως, είχε σκηνοθετήσει στο παρελθόν μια ληστεία σε κάποιο παιχνίδι του, η οποία για κακή του τύχη αποκαλύφθηκε. Ο Markie έμεινε ατιμώρητος, χαριστικά, λόγω της συμπάθειας που έτρεφαν οι γύρω του για το πρόσωπό του. Όταν η ληστεία, λοιπόν, επαναλαμβάνεται, ο Jackie Cogan (Brad Pitt) προσλαμβάνεται για να εκτελέσει τον Markie, ως παραδειγματισμό και τον πραγματικό ένοχο, ως απόδοση δικαιοσύνης.

Η κριτική
Η ταινία από την στιγμή που ξεκινά δίνει στον θεατή της να καταλάβει ακριβώς τι πρόκειται να παρακολουθήσει στην συνέχεια. Στην εναρκτήρια σκηνή κιόλας ο θεατής παρακολουθεί τον Russell, ένα απόβρασμα της κοινωνίας, να περπατάει σ' ένα έρημο τοπίο. Η μουσική νιώθουμε ότι είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ταινίας, ενώ η σκηνή διακόπτεται συνεχώς από τους τίτλους. Όσο, δε, βλέπουμε τον Russell να περπατά, ακούμε παράλληλα μια ομιλία του νυν προέδρου των Η.Π.Α., Barack Obama, και τέλος η σκηνή κλείνει με τις δυο αφίσες του McCain και του Obama, αφήνοντας να εννοηθεί ότι η ιστορία τοποθετείται κάπου κοντά στις αμερικανικές εκλογές του 2008.
Μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος της ταινίας, Andrew Dominik, καταφέρνει να εισάγει τον θεατή, άμεσα, στο κεντρικό θέμα της ταινίας του, που δεν είναι άλλο από το έντονο πολιτικό/κοινωνικό μήνυμα, που θα αναδειχτεί σταδιακά μέσα από τις μίζερες ζωές μιας χούφτας αποβρασμάτων της αμερικάνικης επαρχίας. Το θέμα αυτό, επίσης, είναι δοσμένο με μια εκπληκτική σκηνοθετική άποψη πάνω στο μοντάζ, κάνοντας την ταινία να μοιάζει σε ορισμένες στιγμές με κομψοτέχνημα του είδους και με μια μουσική που δένει άριστα με το όλο σύνολο.
Το "Σκότωσέ τους γλυκά" είναι μια αρκετά ιδιαίτερη ταινία. Αρχικά, βλέποντας κάποιος το trailer έχει την αίσθηση ότι θα δει μια ταινία με κεντρικό άξονα την μαφία, το πιστολίδι και στυγνές δολοφονίες. Η αλήθεια είναι ότι όντως η ταινία με μια πρώτη ματιά, αυτά τα θέματα πραγματεύεται. Όμως, δεν είναι μια γρήγορη γκανγκστερική ταινία, όπως αυτές που έχουμε συνηθίσει, καθώς σε δεύτερο, αλλά ουσιαστικότερο επίπεδο, θα την δούμε να βασίζεται περισσότερο στο πολιτικό σύστημα, αλλά και στην ψυχογραφική σκιαγράφηση των πληρωμένων δολοφόνων, έτσι ώστε να γίνει σαφέστερο το μήνυμά της.
Από την άλλη πλευρά, όμως, η ταινία δεν κινείται αποκλειστικά και σ' έναν καθαρό πολιτικό επίπεδο. Μπορεί να πραγματεύεται το αμερικάνικο όνειρο, αλλά αυτό το κάνει μέσω μιας ομάδας ανθρώπων που αποτελούν το κοινωνικό κατακάθι του αμερικανικού λαού και παράλληλα περιέχει κάποιες σκηνές, κοντινών πλάνων σε slow-motion που απευθύνονται σε όσους αρέσουν οι γκανγκστερικές-splatter ταινίες.
Η υπέροχη αντίθεση, βέβαια, που κάνει την ταινία να ξεχωρίσει και ταυτόχρονα αποτελεί το στοιχείο που είτε θα κάνει τον θεατή να λατρέψει το φιλμ, είτε θα τον κάνει να μετανιώσει τον χρόνο που ξόδεψε, είναι το άμεσο πολιτικό μήνυμα που εκφράζεται εν συντομία κι ευθέως, μαζί με τους ευθείς και "καθαρούς" χαρακτήρες που παρουσιάζονται, έναντι μιας ανούσιας πολυλογίας, για πράγματα τόσο μικρά και πεζά, συγκριτικά με το κεντρικό νόημα, που, όμως, για τους χαρακτήρες, όπως θα δούμε, αποτελούν θέματα υψίστης σημασίας, σημαντικότερης του θανάτου.
Οι εκπληκτικές ερμηνείες τον ηθοποιών, σε συνδυασμό με την μουσική της δεκαετίας '60, τις αμφιέσεις των δεκαετιών '60-'70 και κάποιες απίστευτες λήψεις κάμερας που προβάλλονται σε πολύ αργό slow-motion, μπορούν ν' αφήσουν έναν εξοικειωμένο θεατή άφωνο. Το ζήτημα, βέβαια, είναι οι πολλοί αργοί ρυθμοί της ταινίας, αλλά κι οι ανούσιοι διάλογοί της, που για έναν μέσο όρο θεατών, οι οποίοι προτιμούν καθαρές γκανγκστερικές ταινίες, θ' αποτελέσει απλώς μια ταινία που κάτι θέλει να πει κι εν τέλει το λέει, αλλά κουράζει πολύ μέχρι να φτάσει στο επιθυμητό αποτέλεσμα.
Σε γενικές γραμμές, είναι μια ιδιαίτερα καλή παραγωγή, αλλά προτείνεται μόνο σε όσους μπορούν εύκολα να δουν ταινίες με πρωταγωνιστή τον υπόκοσμο κι έχουν την διάθεση να παρακολουθήσουν μια ταινία που ξεφεύγει από τα στεγανά στερεότυπα των ταινιών του είδους, έχοντας πιο αργούς ρυθμούς από τις περισσότερες κι ένα συμπέρασμα ουσίας.

Βαθμολογία: 2,5/5

Τα σχετικά
Αμερικάνικο δράμα του 2012, βασισμένο στο βιβλίο του George V. Higgins, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Andrew Dominik, διάρκειας 97 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Brad Pitt, James Gandolfini, Scoot McNairy, Ben Mendelsohn, Vincent Curatola, Ray Liotta και Richard Jenkins.

Οι σύνδεσμοι
Trailer 
Imdb 
Rotten Tomatoes 

15 Οκτωβρίου 2012

(1928) Ο στρατηγός

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: The general


Η υπόθεση
Η ιστορία εξελίσσεται κατά τη διάρκεια του αμερικάνικου εμφυλίου, την Άνοιξη του 1861. Όταν ξεσπάσει ο πόλεμος, ο Johnny Gray (Buster Keaton) θα ξεκινήσει γεμάτος χαρά να καταταγεί. Οι αρμόδιοι, όμως, μόλις ακούσουν ότι είναι μηχανοδηγός στα τρένα, θα θεωρήσουν πιο χρήσιμο να τον αφήσουν να εργάζεται κανονικά και να μην τον στρατεύσουν. Ντροπιασμένος, ο Johnny θα φύγει, αλλά η μοίρα του επιφυλάσσει να γίνει ήρωας στα μάτια του κόσμου και της αγαπημένης του.

Η κριτική
"Ο στρατηγός" θεωρείται, από πολλούς διεθνείς κριτικούς, μια από τις αρτιότερες ταινίες που έχουν ποτέ γυριστεί κι αν κάποιος την παρακολουθήσει, μπορεί εύκολα να καταλάβει τον λόγο που ακόμα και σήμερα αξίζει κάποιος να την θαυμάζει.
Πρώτα απ' όλα, είναι αξιοθαύμαστο το γεγονός ότι την ταινία, που θεωρητικά ανήκει στο σλάπστικ, δύσκολα μπορεί κάποιος να την κατατάξει σε ένα μόνο είδος. Ο Buster Keaton έχει καταφέρνει να δώσει στο κινηματογραφικό στερέωμα ένα έργο που γλιστράει από την κωμωδία στο δράμα, από το δράμα στη δράση, από την δράση στον πόλεμο, από τον πόλεμο στον ρομαντισμό, από τον ρομαντισμό στην αγωνία (όχι στο θρίλερ, γιατί εκείνη την περίοδο το είδος αυτό δεν υφίσταται) κι από την αγωνία γυρνάει πάλι πίσω στο κωμικό στοιχείο. Νομίζω δεν υπάρχει κάποιο κινηματογραφικό είδος στο οποίο να μην μπορεί να ενταχθεί και το καταπληκτικότερο όλων, είναι ότι μέσω των μεταβαλλόμενων καταστάσεων, ο θεατής περνά γλυκά κι αρμονικά, όχι εκβιαστικά, από το ένα είδος στο άλλο.
Άλλο ένα στοιχείο που κάνει την ταινία να ξεχωρίσει, είναι ότι βρίσκεται πολύ μπροστά από την εποχή της. Αφενός, στην μεγάλη οθόνη, θα υπάρξει μια σκηνή όπου ο Keaton κι η Marion Mack θα φιληθούν, κάτι το οποίο στον σύγχρονο θεατή φαντάζει απολύτως φυσικό, αλλά για την εποχή δεν παύει ν' αποτελεί πρωτοπορία. Αφετέρου, ακόμα κι ένας σύγχρονος θεατής, είναι αδύνατον να μην παρατηρήσει ότι η ταινία είναι μια εξαιρετικά ακριβή παραγωγή, που περιέχει, παράλληλα, και τη σκηνή της πτώσης του τρένου, που θα την δούμε να επαναλαμβάνεται, με παρεμφερή τρόπο, μετά από 31 ολόκληρα χρόνια στην "Γέφυρα του ποταμού Κβάι".
"Ο στρατηγός", όπως γνωρίζουμε δε, είναι από τις πρώτες ταινίες που αναφέρονται ανοιχτά στον αμερικάνικο εμφύλιο πόλεμο, άλλη μια πρωτοπορία της εποχής. Το ζήτημα, βέβαια, είναι ότι εκτός των διαφόρων καινοτομιών που εισάγει, για τον σύγχρονο θεατή δεν καταλήγει να αποτελεί μια ταινία που θα πρέπει να την δει από την σκοπιά μιας συγκεκριμένης εποχής για να την εκτιμήσει. Αντιθέτως, ο Keaton έχει καταφέρει να δημιουργήσει στον "Στρατηγό" διαχρονικές εικόνες και διαχρονικά γκαγκς που καταφέρνουν να αιφνιδιάσουν, ακόμα κι έναν δύσκολο θεατή.
"Το μεγάλο πέτρινο πρόσωπο" του Buster Keaton, με τα διάφορα ακροβατικά του και την απλή, αλλά πάντα εύστοχη σκέψη του, καταφέρνει να κάνει τον θεατή να καρδιοχτυπήσει μαζί του. Η ποικιλία που παρουσιάζει σαν θέαμα δε, κάνει την ταινία αυτή μια από τις ελάχιστες εξαιρέσεις που, παρά την εποχή της, δεν προτείνονται αποκλειστικά στο σινεφίλ κοινό αλλά στον οποιονδήποτε πρόθυμο θεατή.

Βαθμολογία: 5/5

Τα σχετικά
Αμερικάνικη, βωβή, κωμωδία του 1926, σε ιστορία των Clyde Bruckman, Al Boasberg, Charles Henry Smith, William Pittenger, Paul Girard Smith και Buster Keaton και σκηνοθεσία των Clyde Bruckman και Buster Keaton, διάρκειας 107 ή 78 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές τους Buster Keaton, Marion Mack, Glen Cavender, Jim Farley και Frederick Vroom.

Οι σύνδεσμοι

13 Οκτωβρίου 2012

(2012) Barbara

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: Barbara


Η υπόθεση
Στην Γερμανία του 1980, η Barbara (Nina Hoss), θα θελήσει να μεταβεί από την Ανατολική στην Δυτική πλευρά της πρωτεύουσας. Ως τιμωρία, θα την μεταθέσουν σ' ένα επαρχιακό νοσοκομείο της Ανατολικής Γερμανίας, όπου θα αξιολογείται καθημερινά κι ανά τακτά χρονικά διαστήματα θα πρέπει να δέχεται, στο διαμέρισμά της, την επίσκεψη των αξιωματικών και να περνά από τους καθιερωμένους ελέγχους. Κλεισμένη στον εαυτό της, θα περιμένει, υπομονετικά, να έρθει η στιγμή που θα της δοθεί η ευκαιρία ν' αποδράσει με τον εραστή της. Σε σύντομο διάστημα θα έρθει σ' επαφή με τον André (Ronald Zehrfeld), έναν καλό κι ευγενικό ιατρό του νοσοκομείου που είναι παράλληλα κι ο άνθρωπος που υποβάλει την αναφορά για το πρόσωπό της, και με διαφόρους ασθενείς, με τους οποίους θ' αφήσει στην άκρη την ψυχρότητα και την απάθειά της.

Η κριτική
Η "Barbara" είναι από τις ταινίες που δεν είναι δυνατόν να περάσουν απαρατήρητες στο σινεφίλ κοινό, καθώς το θέμα της και μόνο είναι αρκετό να ωθήσει κάποιον να την παρακολουθήσει. Το "Τείχος του Βερολίνου", αλλά κι η κατάσταση την οποία αναγκάστηκαν οι Γερμανοί πολίτες να υπομείνουν όλα αυτά τα χρόνια, αποτελεί μια σχετικά πρόσφατη πληγή της χώρας, που δεν έχει πάψει, μέχρι σήμερα, ν' αποτελεί μια ενδιαφέρουσα κι αξιόλογη θεματολογία.
Όντας μια ταινία του Christian Petzold, ενός εκ των τριών δημιουργών του ρεύματος της "Σχολής τους Βερολίνου", δεν θα μπορούσε να μην χαρακτηρίζεται από λιγοστούς, απλούς, ευθείς, κοφτούς κι αφαιρετικούς, κατά κύριο λόγο, διαλόγους, που παρουσιάζουν, όμως κατά διαστήματα, μια στοχαστική διάθεση. Προσπαθώντας, παράλληλα, ν' αποτινάξει από την ταινία το χαρακτηριστικό μιας συγκεκριμένης σκηνοθετικής άποψης, αποφεύγει να δώσει τον μουντό τόνο εκείνης της εποχής μέσω της εικόνας και του χρώματός της. Τα πλάνα του είναι φωτεινά κι η φωτογραφία που χρησιμοποιεί πανέμορφη.
Αντιθέτως, το κλίμα της εποχής, αποπειράται, με επιτυχία τολμώ να πω, να το παρουσιάσει μέσω της σιωπής αλλά και της απόστασης, που κρατά η πρωταγωνίστρια, από το κοινωνικό σύνολο, αλλά όχι από τους ανθρώπους που έχουν ανάγκη την βοήθειά της. Δείχνοντας ταυτόχρονα τις δυο πτυχές του χαρακτήρα της Barbara, την απομόνωση στην οποία η ίδια επιλέγει να ζήσει και την ανάγκη της να βοηθήσει τον συνάνθρωπό της, ο σκηνοθέτης καταφέρνει να παρουσιάσει στον θεατή έναν άνθρωπο που δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως αχώνευτος, υπερόπτης ιατρός, αλλά ως κάποιος που έχει καταφύγει στον εαυτό του, γιατί μόνο εκεί αισθάνεται ασφάλεια. Με αυτή του την επιλογή, πιστεύω δικαιώνεται και για την απονομή της Αργυρής Άρκτου καλύτερης σκηνοθεσίας, καθώς με έναν διαφορετικό, αλλά εξίσου ευθύ τρόπο καταφέρνει να υποβάλει τον θεατή σε μια βαριά ατμόσφαιρα.
Η εξαιρετική ερμηνεία της μούσας του Petzold, Nina Hoss, αλλά και των υπολοίπων ηθοποιών που πλαισιώνουν την ταινία, συντελούν στην ανάδειξη των ηρώων και συνεπώς της ίδιας της ιστορίας, που είναι βασισμένη στην ψυχολογία αυτών. Αξιέπαινο είναι ότι καταφέρνει να παρουσιάσει το ανθρώπινο και τσακισμένο πρόσωπο ακόμα κι ενός καθάρματος.
Το βασικό αρνητικό στοιχείο της ταινίας, βέβαια, που κατά την προσωπική μου άποψη αρκεί για ν' αντισταθμίσει όλα τα θετικά χαρακτηριστικά της, είναι οι αργοί της ρυθμοί, οι οποίοι σε συνδυασμό με τους μινιμαλιστικούς διαλόγους της, μπορούν κάλλιστα να κουράσουν ακόμα κι ένα σινεφίλ κοινό. Η ταινία, βρίσκεται στο μεταίχμιο του φυσικού και του επιτηδευμένου κινηματογράφου και γι' αυτό, προτείνεται κατά κύριο λόγο στους σινεφίλ της "Σχολής του Βερολίνου" κι έπειτα στους σινεφίλ του γενικότερου ευρωπαϊκού σινεμά.

Βαθμολογία: 2,5/5

Τα σχετικά
Γερμανικό δράμα του 2012, σε σενάριο των Christian Petzold και Harun Farocki και σκηνοθεσία του Christian Petzold, διάρκειας 105 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Nina Hoss, Ronald Zehrfeld, Rainer Bock, Jasna Fritzi Bauer και Mark Waschke.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

30 Σεπτεμβρίου 2012

(2008) Φθινόπωρο

Πρωτότυπος τίτλος: Sonbahar
Αγγλικός τίτλος: Autumn


Η υπόθεση
Ο Yusuf (Onur Saylak) μετά από δέκα χρόνια πολιτικής κράτησης αποφυλακίζεται, για ιατρικούς λόγους, κι επιστρέφει στο χωριό του, κάπου στη Μαύρη Θάλασσα. Εκεί θα βρει να τον περιμένει μονάχα η γριά κι άρρωστη μητέρα του κι ο παιδικός του φίλος, Mikail (Serkan Keskin). Κατά την παραμονή του στο χωριό, θα γνωρίσει την Eka (Megi Kobaladze), μια όμορφη γυναίκα από την Γεωργία που μέσω της πορνείας προσπαθεί να βγάλει χρήματα για να συντηρήσει την μητέρα και την κόρη της. Μεταξύ τους θα αναπτυχθεί μια ιδιόμορφη σχέση συμπάθειας κι αγάπης. Μια ταινία αφιέρωμα στα όμορφα παιδιά των ανυπόμονων καιρών που δεν κυνήγησαν ποτέ τα όνειρά τους.

Η κριτική
Το "Φθινόπωρο" θα μπορούσε κάλλιστα να περιγραφεί ως μια από τις ομορφότερες ποιητικές ταινίες που έχει βγάλει ο κινηματογράφος. Σ' αυτήν, δεν υπάρχει κάποιο μήνυμα που πρέπει να φτάσει στον παραλήπτη, είναι μια ταινία που μιλά μέσω της μουσικής και της φωτογραφίας της κι απευθύνεται στον καθένα μας ξεχωριστά.
Στην ταινία του αυτή, ο Özcan Alper, καταφέρνει να συνδυάσει έξοχα το πρόσφατο πολιτικό παρελθόν της Τουρκίας με το ηθογραφικό στοιχείο διαφόρων, ξεχασμένων απ' το Θεό, τόπων της χώρας του. Χωρίς ο ίδιος να ασκεί κάποιου είδους κριτική στα πολιτικά πεπραγμένα της χώρας του, προβάλλοντας απλώς ντοκουμέντα, αφήνει τη δυνατότητα στο θεατή να κρίνει τα γεγονότα που του παρουσιάζονται, όπως εκείνος νομίζει. Ακριβώς την ίδια τακτική ακολουθεί και με τη νοοτροπία των ανθρώπων στα χωριά. Ο Alper απλώς τους εμφανίζει, δεν τους αναλύει, αφήνει τη δουλειά αυτή στον θεατή.
Οι άνθρωποι που θα γνωρίσουμε στο αριστούργημα αυτό, είναι είτε φτωχοί γερασμένοι άνθρωποι που δεν έχουν τη δυνατότητα, πια, να αποδράσουν από την υπέροχη αυτή γη, είτε νέοι άνθρωποι που φοβούμενοι να κυνηγήσουν ένα καλύτερο μέλλον, συμβιβάζονται με ό,τι μπορεί να τους προσφέρει το παρόν, αφήνοντας τα όνειρά τους στην άκρη. Ακόμα κι ο Yusuf, όμως, που έχει κυνηγήσει τα όνειρά του κι έχει πληρώσει γι' αυτά με τη στέρηση της ελευθερίας του, θα δούμε ότι γυρίζοντας στην πατρίδα του, έχει πλέον χάσει την ταυτότητά του. Τα δέκα χρόνια που πέρασε στις φυλακές, τον κάνουν να μοιάζει με ξένο και τρελό, στα μάτια των συγχωριανών του.
Στην ταινία δεν θα δούμε την αντιθετική δύναμη του καλού και του κακού. Υπάρχουν μόνο οι άνθρωποι κι η μοναξιά τους. Παρόλα αυτά όμως, το "Φθινόπωρο" δεν αποτελεί την επιτομή του πεσιμισμού, όπως πολύ εύκολα μπορεί να φανταστεί κάποιος. Αντίθετα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι φέρει μια νότα αισιοδοξίας, αφού παρουσιάζει, παράλληλα με την παραίτηση και τον συμβιβασμό, την έμφυτη ανάγκη του ανθρώπου να προσπαθεί να βρει την ευτυχία, ακόμα και σε καταστάσεις προαποφασισμένες, όπως ο θάνατος. Ακόμα και στο χείλος του γκρεμού, όσο ο άνθρωπος αναπνέει, πάντα θα έχει τη θέληση να ζει και να ελπίζει.
Εντύπωση, κάνουν επίσης κι οι σκηνές που παρεμβάλλονται, μέσω της τηλεόρασης. Θα δούμε κινούμενα σχέδια, καλλιτεχνικό πατινάζ, αλλά και την τελευταία σκηνή από τον "Θείο Βάνια" του Anton Chekhov, η οποία λειτουργεί περισσότερο σαν σκηνή-κλειδί για την έκβαση και συμπλήρωση της ιστορίας. Ο Alper θα επιλέξει να κλείσει την ταινία του, προβάλλοντας ένα χειμωνιάτικο χιονισμένο τοπίο με τη συνοδεία ενός μοιρολογιού, μια σκηνή που με την απλότητά της θα συγκλονίσει το θεατή.
Το "Φθινόπωρο" του Özcan Alper είναι ένα πορτραίτο της ανθρώπινης ψυχής και της τούρκικης επαρχίας, που δικαίως έχει βραβευτεί κι επαινεθεί από αρκετά φεστιβάλ. Όντας μια ταινία αργή, αλλά με υπέροχη φωτογραφία και ρεαλιστικούς χαρακτήρες, προτείνεται κατά κύριο λόγο στους σινεφίλ του κινηματογραφικού χώρου, αλλά πιθανώς να είναι κατάλληλη και για όσους τους ελκύει η γνωριμία με τον πολιτισμό μιας Τουρκίας στο περιθώριο των συνόρων της.

Βαθμολογία: 4,5/5

Τα σχετικά
Τούρκικο δράμα του 2008, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Özcan Alper, διάρκειας 99 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές τους Onur Saylak, Megi Kobaladze, Serkan Keskin και Raife Yenigül.

Οι σύνδεσμοι
Trailer 
Imdb
Rotten Tomatoes

28 Σεπτεμβρίου 2012

(2012) Αγάπη

Πρωτότυπος τίτλος: Amour
Αγγλικός τίτλος: Love


Η υπόθεση
Η Anne (Emmanuelle Riva) κι ο Georges (Jean-Louis Trintignant) είναι ένα ηλικιωμένο ζευγάρι πρώην καθηγητών μουσικής. Στη ζωή τους όλα κυλούν φυσιολογικά, ώσπου, κάποια μέρα, η Anne θα χάσει για λίγα λεπτά την επαφή της με το περιβάλλον. Μετά από ένα αποτυχημένο χειρουργείο, η Anne, θα μείνει ανάπηρη από τη δεξιά της πλευρά. Φοβούμενη τους γιατρούς και τα νοσοκομεία βάζει τον Georges να της υποσχεθεί ότι δεν θα την ξαναστείλει εκεί κι ο Georges δεν απαντά. Έχοντας, πια, ως μοναδική υποχρέωση την φροντίδα της γυναίκας του, ο Georges, θα συνοδεύσει την Anne μέχρι το τέλος της.

Η κριτική
Η "Αγάπη" είναι μια ταινία, πολύ δυνατή, που καταφέρνει να μιλήσει γι' αγάπη, χωρίς να χρειάζεται να κάνει την παραμικρή αναφορά στον όρο αυτό. Στις δυο ώρες που έχει διάρκεια, μόνο σε μια φράση θα αναφερθεί η έννοια της αγάπης κι αυτή δεν θα είναι από το στόμα των πρωταγωνιστών. Η Anne κι ο Georges, δεν μιλούν για το συναίσθημα αυτό, αλλά μπορεί κανείς πολύ εύκολα να το εντοπίσει στις κινήσεις, στις εκφράσεις, στα μάτια, στις σκέψεις, στη συμπεριφορά τους.
Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που η ταινία καταφέρνει να μιλήσει για αγάπη, με την ταυτόχρονη απουσία της λέξης, θα δούμε τον Haneke να μιλά για μουσική μόνο μέσω των σκηνών όπου υπάρχει μουσική στο χώρο που βρίσκονται οι πρωταγωνιστές. Ο τρόπος που έχει επιλέξει ο μεγάλος Αυστριακός σκηνοθέτης, να χρησιμοποιήσει τη μουσική, σ' αυτή του την ταινία, είναι μαγευτικός. Ακόμα κι οι τίτλοι αρχής και τέλους, δεν συνοδεύονται, έστω, από μια μελωδία. Η μόνη σκηνή, στην οποία θα υπάρξει μουσική εκτός πλάνου, θα είναι η πρώτη νύχτα που θα τους παρακολουθήσουμε, μετά από ένα κονσέρτο και πριν την αρχή της περιπέτειας του ζεύγους. Ίσως με αυτόν τον τρόπο, ο Haneke, να θέλει να δείξει την αρμονία που υπήρχε στη ζωή των ηλικιωμένων πρωταγωνιστών του πριν το επεισόδιο της Anne.
Η ταινία, ομολογουμένως, στο μεγαλύτερο μέρος της, κινείται με αργούς ρυθμούς, οι οποίοι μπορεί να μην κουμπώνουν ιδιαίτερα με το στυλ του Haneke, αλλά ταιριάζουν απόλυτα στο ηλικιωμένο ζευγάρι που το κοινό καλείται να παρακολουθήσει. Επίσης, οι ιστορίες ηλικιωμένων ανθρώπων που ο ένας αποκτά την ευθύνη και των δυο, συμφωνώ ότι δεν είναι κάτι ξένο, που χρειαζόμαστε μια ταινία να μας την εξιστορήσει. Λίγο πολύ όλοι μας έχουμε ακούσει ή ακόμα και βιώσει κάτι ανάλογο κι αποτελεί μια κοινή, για τη σημερινή εποχή, θεματική ενότητα.
Παρόλα αυτά, αξίζει κάποιος να δει την ταινία, πολύ απλά γιατί ο λόγος για τον οποίο, ο Georges, μένει κι επιμένει, δεν είναι από υποχρέωση, αλλά από καθαρή κι αγνή αγάπη κι αυτό το συναίσθημα, ο μόνος τρόπος να το παρουσιάσει κανείς σ' όλο του το μεγαλείο, είναι δείχνοντας εικόνες από μια καθημερινότητα, της οποίας η φθορά δεν τον αγγίζει. Ο Georges χωρίς την Anne, δεν υπήρξε και δεν θα υπάρξει ποτέ. Ακόμα και μετά από τόσα χρόνια κοινής συμβίωσης, θα δούμε τον Georges, ο οποίος υποχρεώνεται τώρα να ζει και για τους δυο τους, να αφηγείται στην Anne ιστορίες από το παρελθόν του, τις οποίες ποτέ πριν δεν της έχει διηγηθεί.
Ο Haneke, μ' αυτή του την ταινία, καταφέρνει να συνθέσει ένα ποίημα, ή καλύτερα ένα μουσικό κονσέρτο για τις ανθρώπινες σχέσεις και το βάθος που μπορεί να έχουν αυτές. Είναι, ομολογουμένως, εξαιρετικά εύκολο, μέσα από μια ιστορία ανθρώπων που έχουνε ζήσει μαζί όλη τους τη ζωή να καταφέρεις να συγκινήσεις το θεατή. Είναι, όμως, εξαιρετικά δύσκολο να καταφέρεις να το πετύχεις αυτό, δείχνοντάς τους στο σήμερα, χωρίς αναδρομές στο κοινό τους παρελθόν, χωρίς, δηλαδή, να δείξεις τον έρωτα που σταδιακά έγινε αγάπη. Κι αυτό είναι το στοιχείο που αναδεικνύει τη μαεστρία του Αυστριακού σκηνοθέτη, που του ανοίγει τις πόρτες, διάπλατα, για βραβεία και διθυραμβικές κριτικές και που κάνει την ταινία του ξεχωριστή.
Μέσα από μια αφήγηση του Georges, θα τον ακούσουμε να λέει "Δεν θυμάμαι την ταινία, αλλά τα συναισθήματα". Ακριβώς αυτός είναι κι ο σκοπός ολόκληρης της ταινίας. Δεν είναι ένα σύνολο που στοχεύει σε αποτύπωση συγκεκριμένων σκηνών, αλλά σε μια ενιαία αίσθηση, από την οποία θ' αποκομίσεις κάτι πιο βαθύ κι ουσιαστικό. Υπάρχουν βέβαια, διασκορπισμένες, σκηνές που θα μείνουν στο μυαλό ως ρομαντικές εικόνες, όπως για παράδειγμα οι αναγκαίες μεταφορές της Anne που θυμίζουν χορό ή η σκηνή με το περιστέρι που το "ελευθερώνει" ο Georges, αλλά είναι λίγες και λειτουργούν συμπληρωματικά.
Όντας η φετινή νικήτρια του Χρυσού Φοίνικα στο φεστιβάλ των Κανών αποτελεί αδιαμφισβήτητα μια άριστη πρόταση για όλους τους σινεφίλ του κινηματογράφου. Παράλληλα είναι μια από τις πιο όμορφες προτάσεις, όχι μόνο του φετινού χειμώνα, για κάποιον που θέλει να δει μια διαφορετική ιστορία αγάπης και μπορεί ν' αντέξει τους, λίγο, αργούς ρυθμούς του Ευρωπαϊκού κινηματογράφου που στο τέλος θα αντικατασταθούν από την υπογραφή του Michael Haneke.

Βαθμολογία: 5/5

Τα σχετικά
Γαλλικό δράμα του 2012, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Michael Haneke, διάρκειας 127 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές τους Jean-Louis Trintignant, Emmanuelle Riva και Isabelle Huppert.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

22 Σεπτεμβρίου 2012

(2012) Ο Καίσαρας πρέπει να πεθάνει

Πρωτότυπος τίτλος: Cesare deve morire
Αγγλικός τίτλος: Ceasar must die


Η υπόθεση
Στις φυλακές Rebibbia, οι κρατούμενοι του τμήματος υψίστης ασφαλείας, θ' ανεβάσουν τον "Ιούλιο Καίσαρα" του William Shakespeare. Μετά από ένα απόσπασμα της τελευταίας σκηνής του έργου, στην αρχή της ταινίας, ο θεατής γυρνάει 6 μήνες πριν και καλείται να παρακολουθήσει, μέσα από τις πρόβες των κρατουμένων, την ιστορία του "Ιουλίου Καίσαρα" που αλληλεπιδρά με τις προσωπικότητες των κρατουμένων.

Η κριτική
Οι Αδελφοί Taviani, παρά το προχωρημένο της ηλικίας τους, έχουν καταφέρει να προσθέσουν στη πολύχρονη καριέρα τους, αλλά και να δώσουν, παράλληλα, στον Ευρωπαϊκό κινηματογράφο, άλλο ένα κινηματογραφικό αριστούργημα. Κι η ταινία τους, αυτή, είναι αριστουργηματική για τον εξής, απλούστατο, λόγο: Η πρώτη λέξη που έρχεται στο μυαλό του θεατή, αφού την έχει δει, είναι η λέξη "σεβασμός".
Οι δυο Ιταλοί αδελφοί έχουν καταφέρει στο νέο τους δημιούργημα να παρουσιάσουν κάτι κλασικό, που ταιριάζει στην ηλικία τους, με πρωτοποριακό τρόπο, που εκπλήσσει ως σύλληψη. Ταυτόχρονα, όμως, έχουν καταφέρει να δείξουν τον απόλυτο σεβασμό στο θεατρικό κείμενο, αλλά και στις ζωές των φυλακισμένων που το αναπαριστούν, χωρίς να έρχονται σε αντίθεση, ούτε στο ελάχιστο, στον τρόπο κινηματογράφισής τους και να θέτουν στην άκρη το προσωπικό τους ύφος.
Το έργο "Ο Καίσαρας πρέπει να πεθάνει" είναι ένα δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ, που βασίζεται σ' ένα κεντρικό σενάριο, από το οποίο, βέβαια, δε λείπουν οι αυτοσχεδιαστικές σκηνές, που στα γυρίσματα λειτούργησαν και συμπεριελήφθησαν στο τελικό αποτέλεσμα.
Η ταινία τους είναι γυρισμένη, κατά κύριο λόγο, με ασπρόμαυρη εικόνα. Αρχικά, ο διαχωρισμός, έγχρωμου κι ασπρόμαυρου, γίνεται βάσει της χρονικής τοποθέτησης. Το "σήμερα" είναι γυρισμένο με έγχρωμη εικόνα, ενώ το "παρελθόν" θα το δούμε σε αποχρώσεις του άσπρου και του μαύρου. Σε συνέντευξή τους, οι Taviani, όταν ερωτήθηκαν για ποιό λόγο επέλεξαν το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας τους να είναι ασπρόμαυρο, μεταξύ άλλων, απάντησαν ότι το χρώμα προσδίδει ρεαλισμό ενώ το ασπρόμαυρο όχι. Το γεγονός αυτό, τους έδινε μεγαλύτερη ελευθερία να παρουσιάσουν αυτόν τον "παράλογο" κόσμο της φυλακής της Rebibbia και τον Βρούτο (Salvatore Striano) στο κελί του να μονολογεί: "Ο Καίσαρας πρέπει να πεθάνει".
Ας μην ξεχνάμε, όμως, ότι ολόκληρη η ταινία αφορά την παρουσίαση ενός θεατρικού έργου με παράλληλη προβολή διαφόρων στοιχείων της σημερινής κοινωνίας. Το ασπρόμαυρο, όντας ανέκαθεν περισσότερο καλλιτεχνικό, τους δίνει, επίσης, τη δυνατότητα να δηλώσουν στο θεατή ότι αυτό που παρακολουθεί είναι ένα "θέατρο εν κινηματογράφω" (ανάλογο του "θέατρο εν θεάτρω").
Η επιλογή, δε, των Taviani να ξεκινήσουν την ταινία από την παράσταση κι απ' το τέλος του θεατρικού έργου, ενώ, στην αρχή, μοιάζει με σκηνοθετικό τερτίπι που τους βοηθά να εισάγουν το θεατή σε μια κατάσταση, έτσι ώστε να μην εκλάβει ως εισαγωγή την παρουσίαση των πρωταγωνιστών του θιάσου στις οντισιόν, καταλήγει να έχει κι άλλη σκοπιμότητα. Επαναλαμβάνοντας την τελική σκηνή του θεατρικού έργου, λίγο πριν το κλείσιμο της ταινίας τους, έχουν καταφέρει να δώσουν στο θεατή να καταλάβει ότι το εκπληκτικό αποτέλεσμα που έχει δει στην αρχή την κινηματογραφικής προβολής, δεν είναι αποτέλεσμα σκληρών προβών κι ενός καλού έργου, αλλά αποτελεί, παράλληλα, φυσική απόρροια του πάθους με το οποίο καταπιάνονται οι φυλακισμένοι με το project αυτό, αλλά, περισσότερο, οι ρόλοι αποτελούνται από κομμάτια των ιδίων.
Μιας κι οι ηθοποιοί δεν είναι επαγγελματίες, αλλά ερασιτέχνες, θα προτιμήσω να αναφέρω, μόνο, ότι οι Taviani δεν θα μπορούσαν να έχουν διαλέξει καλύτερο ερασιτεχνικό θίασο για να παρουσιάσει το συγκεκριμένο έργο. Η συνοδεία της μουσικής, πάλι, όπως σε κάθε τους ταινία, παίζει πολύ σημαντικό ρόλο, προσθέτοντας στο τελικό αποτέλεσμα συναισθηματικό βάθος.
Θα κλείσω αναφερόμενη, και πάλι, σε ένα απόσπασμα από συνέντευξη των Ιταλών αδελφών. Ο Paolo Taviani, όταν ρωτήθηκε για τη σχέση της ταινίας με την πολιτική κατάσταση της Ιταλίας του σήμερα, απάντησε, μεταξύ άλλων, ότι είναι πολύ λιγότερο "πολιτικοί" απ' όσο οι κριτικοί θέλουν να πιστεύουν για το έργο τους. Θέλω να σταθώ εδώ, για να κλείσω, με αυτό τον τρόπο, το εγκώμιο. Ίσως, οι Taviani, να έχουν θεωρηθεί από το κοινό και τους κριτικούς άκρως "πολιτικοί", μόνο και μόνο, γιατί σε κάθε τους ταινία έχουν κάτι να πούνε. Κι ίσως, πάλι, ακριβώς αυτό να είναι και το μυστικό της επιτυχίας τους, δεν στοχεύουν να κάνουν σαφές το μήνυμά τους κι ακριβώς επειδή οι ταινίες τους δεν είναι επιτηδευμένα πολιτικές, το κοινωνικο-πολιτικό τους μήνυμα γίνεται ευκολότερα αποδεκτό.
Η ταινία προτείνεται σε όλους τους θαυμαστές των Αδελφών Taviani, στους λάτρεις του Ευρωπαϊκού κινηματογράφου, στους σινεφίλ φίλους, αλλά και σε όσους θεατρόφιλους, έχουν τη διάθεση να δούνε έναν ελαφρώς, αλλά με πολύ όμορφο και κομψό τρόπο, πειραγμένο Shakespeare.

Βαθμολογία: 4,5/5

Τα σχετικά
Ιταλικό δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ, παραγωγής του 2012, βασισμένο στο θεατρικό έργο "Ιούλιος Καίσαρας" του William Shakespeare, σε σενάριο και σκηνοθεσία των Paolo και Vittorio Taviani, διάρκειας 76 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Cosimo Rega, Salvatore Striano, Giovanni Arcuri, Antonio Frasca, Juan Dario Bonetti, Vincenzo Gallo, Rosario Majorana, Francesco De Masi, Gennaro Solito, Vittorio Parrella, Pasquale Crapetti και Francesco Carusone.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

12 Σεπτεμβρίου 2012

(1982) Η νύχτα του Σαν Λορέντζο

Πρωτότυπος τίτλος: La notte di San Lorenzo
Αγγλικός τίτλος: The night of San Lorenzo
Δευτερεύων αγγλικός τίτλος: The night of the shooting stars


Η υπόθεση
Μια μητέρα, τη νύχτα του Σαν Λορέντζο, με αφορμή την ημέρα αυτή, θα αφηγηθεί στο νεογέννητο γιο της μια πραγματική ιστορία από το 1944. Η ιστορία, μιλά για μια ομάδα κατοίκων του San Martino, που κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου ξεκίνησε να βρει τους Αμερικάνους συμμάχους. Στο δρόμο, θα περιγράψει τις περιπέτειες, τις χαρές, τις λύπες, την ελπίδα αλλά και τις απώλειες αυτής της ομάδας.

Η κριτική
Οι Paolo και Vittorio Taviani, έδωσαν το 1982 στον κινηματογράφο, ένα αριστούργημα, βασισμένο σε μια προσωπική ιστορία. Η ταινία, αφορά τους κατοίκους του San Martino (το χωριό από το οποίο κατάγονται οι Taviani) κι η ιστορία που εκτυλίσσεται είναι η πραγματική ιστορία των κατοίκων του, η οποία με τα χρόνια έγινε μέρος της λαϊκής παράδοσης αυτού του χωριού της Τοσκάνης.
Ως κεντρικό πρόσωπο της ταινίας, αν και δεν έχουν θέσει κάποιον συγκεκριμένο πρωταγωνιστή, οι δυο αδελφοί, έχουν επιλέξει να βάλουν ένα παιδί. Η Cecilia (Micol Guidelli), η γυναίκα που μετά από χρόνια θ' αφηγηθεί την ιστορία στο γιο της, είναι μόλις έξι χρονών όταν αναγκάζεται να εγκαταλείψει το χωριό της και να περιπλανηθεί στην ιταλική επαρχία. Το γεγονός ότι παρουσιάζουν τα γεγονότα, μέσα από τη ματιά ενός μικρού παιδιού, τους δίνει τη δυνατότητα να κάνουν μια έμμεση, αλλά σαφή κριτική στη φρικαλεότητα του πολέμου. Παρουσιάζουν τον πόλεμο με λυρικό τρόπο, ως αυτό που στην πραγματικότητα είναι: Ένα έγκλημα της ανθρωπότητας προς την ίδια την ανθρωπότητα.
Άλλο ένα εκπληκτικό στοιχείο της ταινίας, είναι τα χρώματα που χρησιμοποιούν σ' αυτήν οι Taviani. Κινηματογραφώντας την ιταλική επαρχία, δεν προσπαθούν να διαστρεβλώσουν το τοπίο, χρησιμοποιώντας τεχνητό φωτισμό, αλλά αντίθετα κόντρα στα γεγονότα του πολέμου, αφήνουν το ζωντανό σταχί χρώμα και τα έντονα χρώματα από τα ρούχα των κατοίκων του χωριού να πρωταγωνιστήσουν στην κάμερα. Καθιστούν έτσι σαφές ότι έχουν γυρίσει την ταινία για να τιμήσουν τον τόπο τους, αλλά και τους ανθρώπους που έζησαν τότε. Μόνο για λίγο, θα δούμε στην ταινία, το μαύρο χρώμα να πρωταγωνιστεί κι μόνο μέχρι να έρθει το προσωρινό τέλος του San Martino, τουλάχιστον του San Martino όπως το γνώριζαν μέχρι τότε οι χωρικοί. Μετά, θα πετάξουν από πάνω τους τη μαυρίλα και θα συνεχίσουν ακάθεκτοι μέσα στο χρώμα, αποδεικνύοντας πως η ανθρώπινη δύναμη είναι ικανή να ξεπεράσει κάθε δυσκολία.
Τη νύχτα που θ' ανατιναχτεί το San Martino, επίσης, θα δούμε για πρώτη φορά ξεκάθαρα, κάτι που υπάρχει καθ' όλη τη διάρκεια της ταινίας. Οι πρωταγωνιστές, η ομάδα αυτή της οποίας τη ζωή καλούμαστε να παρακολουθήσουμε για ένα μικρό χρονικό διάστημα, αποτελείται από πολλές διάσπαρτες προσωπικότητες. Το κάθε ένα από τα άτομα που την απαρτίζουν, κάνει διαφορετικές σκέψεις, έχει διαφορετικές ελπίδες, πιστεύει διαφορετικά πράγματα, σκέφτεται διαφορετικά από τον διπλανό του, αλλά παρόλα αυτά καταφέρνουν να μείνουν ενωμένοι, έχοντας ένα κοινό στόχο κι αυτό είναι πάνω απ' όλα.
Το νεορεαλιστικό στοιχείο της ταινίας, η αψεγάδιαστη φωτογραφία της, η οπερατική μουσική που ντύνει με τόση πληρότητα την ιστορία, οι αργοί ρυθμοί της, σε κάποια σημεία, που αφήνουν το χρόνο στο θεατή να κατανοήσει καλύτερα τη χρησιμότητα των σκηνών αυτών, αλλά και οι γρήγοροι ρυθμοί της, σε άλλα, που δεν τον αφήνουν να βαρεθεί, έρχονται να πλέξουν το έξοχο αυτό έργο, που παρέδωσαν οι δυο Ιταλοί αδελφοί στην ιστορία του κινηματογράφου. Μια τόσο ποιητική, αλλά παράλληλα και ρεαλιστική ιστορία.

Βαθμολογία: 4/5

Τα σχετικά
Ιταλικό ιστορικό δράμα του 1982, σε σενάριο των Paolo Taviani, Vittorio Taviani, Giuliani G. De Negri, με τη συνεργασία του Tonino Guerra και σκηνοθεσία των Paolo Taviani και Vittorio Taviani, διάρκειας 105 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Micol Guidelli, Norma Martelli, Claudio Bigagli, Miriam Guidelli, Massimo Bonetti, Sabina Vannucchi, Enrica Maria Modugno, Omero Antonutti και Margarita Lozano.

Οι σύνδεσμοι

27 Αυγούστου 2012

(1928) Ο κινηματογραφιστής

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: The cameraman


Η υπόθεση
Ένας πλανόδιος φωτογράφος, ο Buster (Buster Keaton), συναντά κι ερωτεύεται τη Sally (Marceline Day). Της ζητά να τη φωτογραφίσει, όμως εκείνη μέχρι να εμφανιστεί η φωτογραφία, εξαφανίζεται με κάποιο νεαρό κινηματογραφιστή της MGM. Ο Buster, πηγαίνει στα γραφεία της MGM, αναζητώντας τη Sally κι αφού τη βρίσκει, αποφασίζει να δουλέψει ως κινηματογραφιστής, για να είναι κοντά της. Ακολουθούν μια σειρά από αστεία σκετσάκια (γκαγκς), στα οποία ο Buster, προσπαθεί να αποδείξει την ικανότητά του ως κινηματογραφιστής, αλλά και να κερδίσει την καρδιά της Sally.

Η κριτική
Αντί κριτικής, θα προτιμήσω ν' αναφερθώ με δυο λόγια στο δημιουργό της ταινίας. O Buster Keaton, αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του Αμερικανικού μπουρλέσκ. Από πολλούς, θεωρείται μάλιστα, ανώτερος του Charlie Chaplin, ενώ, λόγω του παιξίματός του, έχει λάβει το παρατσούκλι "Το μεγάλο πέτρινο πρόσωπο".
Ο Keaton, προερχόμενος από το χώρο του τσίρκου, κάνει ταινίες που βασίζονται σ' ένα χαρακτήρα Αρλεκίνου κι είναι κυρίως "κινητικές". Το κυριότερο χαρακτηριστικό του όμως, είναι η ανέκφραστη κι ατάραχη έκφραση του προσώπου του, την οποία καταφέρνει να διατηρεί σ' όλη τη διάρκεια των ταινιών του. Ο ίδιος ο Keaton, είχε δηλώσει, πως ως παιδί, όταν ακόμα δούλευε μαζί με τους γονείς του στο τσίρκο, είχε παρατηρήσει πως κάθε φορά που ο πατέρας του τον πετούσε στο σκηνικό, την ορχήστρα ή τους θεατές, αν ο ίδιος κατάφερνε να πνίξει το γέλιο του, το σκετς προκαλούσε περισσότερο γέλιο στο κοινό.
Στις ταινίες του, σημαντικό ρόλο, έχουν οι χώροι των γυρισμάτων, που κατά κύριο λόγο είναι εξωτερικοί. Επίσης, το χαρακτήρα του, μοιάζει να τον ακολουθεί, συνεχώς, ένα μαύρο συννεφάκι, αφού η μια ατυχία, έπεται της άλλης, δημιουργώντας έτσι ένα σύνολο από γκαγκς (αστεία περιστατικά), που στο τέλος, συνήθως, καταφέρνει να ξεπεράσει και να βρει, επιτέλους, το δίκιο του.
Παρ' όλη την επιτυχία που γνώρισε ο Buster Keaton, στα χρόνια του βωβού κινηματογράφου, δεν μπόρεσε να προσαρμοστεί κατάλληλα στις απαιτήσεις του ομιλούντος, κι έγινε έτσι ο πρώτος star, που έμεινε εκτός του κινηματογραφικού συστήματος.
Από τις σημαντικότερες ταινίες του, είναι: "Η φιλοξενία μας/Our hospitality" του 1923, "Ο θαλασσοπόρος/The navigator" του 1924, "Σέρλοκ, ο νεότερος/Sherlock Jr." επίσης του 1924, "Επτά ευκαιρίες/Ο τυχερός/Seven chances" του 1925, "Ο στρατηγός/The general" του 1927, "Ο κινηματογραφιστής/The cameraman" του 1928 και "Απόφοιτος κολλεγίου/Steamboat Bill, Jr." επίσης του 1928.
Προσωπικά, τη συγκεκριμένη ταινία, θα την πρότεινα μόνο σε λάτρεις του βωβού και σε σινεφίλ, καθώς δεν πιστεύω πως αποτελεί μια απ' τις καλύτερες ταινίες του είδους της, ενώ παράλληλα υπάρχουν αρκετά δείγματα σλάπστικ, καταλληλότερα για κάποιον που θέλει απλώς να πειραματιστεί.

Βαθμολογία: 4/5

Τα σχετικά
Αμερικάνικη, βωβή, κωμωδία του 1928, σε ιστορία των Clyde Bruckman, Lew Lipton, Richard Schayer, Joseph Farnham, Al Boasberg και Byron Morgan και σκηνοθεσία των Edward Sedgwick και Buster Keaton, διάρκειας 69 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές τους Buster Keaton, Marceline Day, Harold Goodwin, Sidney Bracey και Harry Gribbon.

Οι σύνδεσμοι
Αντί για trailer
Imdb
Rotten Tomatoes