Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βαλκανικός κινηματογράφος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βαλκανικός κινηματογράφος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

21 Μαρτίου 2013

(2012) Άνεμος ψυχής

Πρωτότυπος τίτλος: Csak a szél
Αγγλικός τίτλος: Just the wind
Ελληνικός τίτλος στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης του 2012: Μονάχα ο άνεμος


Η υπόθεση
Μετά από μια σειρά στοχευμένων επιθέσεων που είχαν ως αποτέλεσμα τον θάνατο πέντε οικογενειών Ρομά, ο φόβος αρχίζει και κάνει εντονότερα την εμφάνισή του στην κοινωνία των Αθίγγανων. Η Mari (Katalin Toldi), μια γυναίκα Ρομά που ζει μαζί με την οικογένειά της στο δάσος κι αγωνίζεται να κερδίσει τίμια τα προς το ζην για την ίδια, τα παιδιά και τον πατέρα της, προσπαθεί να συνεχίσει κανονικά την ζωή της. Το ίδιο κάνουν και τα δυο παιδιά της, η έφηβη Anna (Gyöngyi Lendvai) κι ο μικρός Rió (Lajos Sárkány), ελπίζοντας σύντομα να συγκεντρώσουν τα χρήματα που χρειάζονται για να ταξιδέψουν στο Toronto και να επανενωθούν με τον πατέρα τους που βρίσκεται εκεί.

Η κριτική
Μέσα στο 2008-2009 πραγματοποιείται στην Ουγγαρία μια σειρά αιματηρών επιθέσεων σε σπίτια της κοινότητας των Ρομά, θύματα της οποίας υπήρξαν 55 άνθρωποι. Το αξιοπρόσεκτο σ' αυτήν την υπόθεση ήταν το γεγονός ότι τα άτομα που δέχτηκαν τις επιθέσεις δεν ανήκαν στην κατηγορία των "παρασίτων" της υπόλοιπης ουγγρικής κοινότητας, άλλα ήταν φτωχές οικογένειες τσιγγάνων, τα μέλη των οποίων προσπαθούσαν να ζήσουν τίμια, δουλεύοντας ή πηγαίνοντας σχολείο. Αν κι εκ πρώτης όψεως, η συγκεκριμένη πράξη βίας μοιάζει αδύνατον ν' απαντηθεί λογικά, η στόχευση οικογενειών που δεν ζουν σε γκέτο, όπως οι "Ρομά-παράσιτα", ήταν ο μόνος προσιτός στόχος της ακραίας ρατσιστικής αυτής ενέργειας.
Επηρεασμένος λοιπόν από τα πραγματικά αυτά γεγονότα που συνέβησαν στην χώρα του, ο ανερχόμενος Ούγγρος δημιουργός Benedek Fliegauf, ένιωσε την ανάγκη να γυρίσει μια ταινία στην οποία να εστιάζει στην ανάδειξη των ανθρώπων οι οποίοι υπήρξαν θύματα της βίαιης αυτής ενέργειας, στον καθημερινό ρατσισμό που αναγκάζονται να υπομένουν εντός κι εκτός της κοινότητάς τους, αλλά και στην κατάργηση των στερεοτύπων που παρουσιάζουν όλους τους Ρομά ως μια αυτόνομη κοινότητα που λειτουργεί πάντοτε ομαδικά και παρασιτεί στις διάφορες χώρες που ενίοτε κατοικεί.
Έτσι λοιπόν ο Fliegauf, καταγράφει με τον φακό του μια ημέρα από την ζωή τριών ανθρώπων της ίδιας οικογένειας, διαφορετικών όμως ηλικιακών ομάδων, καταφέρνοντας κατ' αυτόν τον τρόπο ν' αναδείξει όλες τις πτυχές που μπορεί να συναντήσει κανείς στην καθημερινότητα ενός Ρομ. Μέσω της μάνας και της κόρης, παρουσιάζεται η σχέση που έχουν οι οικογένειες των τσιγγάνων με τον έξω κόσμο, αλλά κι η υγιής σχέση που μπορεί να κρατηθεί ανάμεσα σ' έναν Ρομ και την στερεοτυπική κοινότητα των "Ρομά-αποβλήτων". Μέσω του γιου όμως, ο οποίος βρίσκεται σε μια ηλικία που μπορεί εύκολα να παρασυρθεί, γίνεται εμφανής ο τρόπος με τον οποίο δημιουργείται και λειτουργεί το γκέτο των αθίγγανων.
Μέσω των τριών αυτών ατόμων συνεπώς, ο καλλιτέχνης καταφέρνει να παρουσιάσει μέσα στο έργο του τα σημάδια του ρατσισμού που κάνουν την εμφάνισή τους, εντός κι εκτός της κοινότητας των Ρομά, ν' αναδείξει τον τρόπο με τον οποίο είναι δομημένο το εκπαιδευτικό σύστημα της Ουγγαρίας και στ' οποίο τα παιδιά Ρομά αποτελούν απλώς τον τελευταίο κρίκο της αλυσίδας, να παρουσιάσει την βοήθεια που ενδέχεται να δεχθούν, σε κάποιες περιπτώσεις, οι τσιγγάνοι και την εκτίμηση που δείχνουν σ' αυτούς που τους την προσφέρουν, όπως επίσης και την υγιή κι απόλυτα φυσιολογική αντίδρασή τους απέναντι στην καταπίεση και την κριτική που δέχονται συνεχώς.
Με την δημιουργία επομένως ενός δραματοποιημένου ντοκιμαντέρ που εκπληρώνει την ανάγκη του εμπνευστή του να τιμήσει τους ανθρώπους που χάθηκαν άδικα στις ρατσιστικές αυτές επιθέσεις, καταρρίπτοντας την άποψη που έχει γι' αυτούς μια μερίδα του ουγγρικού λαού, ότι δηλαδή ο θάνατός τους είναι ένα πρόβλημα λιγότερο στις ζωές τους, καταφέρνει να δικαιώσει την μνήμη τους.
Το ζήτημα βέβαια είναι ότι οι αργοί ρυθμοί, σε συνδυασμό με την έλλειψη ενός στοιχείου που προάγει εμφανώς την εξέλιξη της πλοκής και τα συνεχή γκρο-πλαν καθιστούν το συγκεκριμένο πόνημα δύσκολο να παρακολουθηθεί, ακόμα κι από το εν γένει σινεφίλ κοινό, καθώς από ένα σημείο κι έπειτα η έκβαση του δράματος κρίνεται απολύτως απαραίτητη για ν' αποκτήσει νόημα το υπόλοιπο σύνολο. Συνοπτικά λοιπόν, το έργο απευθύνεται κατά κύριο λόγο στο κοινωνικά ευαισθητοποιημένο σινεφίλ κοινό της πειραματικής βαλκανικής κινηματογραφίας, καθώς το θέμα του παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

Βαθμολογία: 2,5/5

Τα σχετικά
Ουγγρικό δράμα του 2012, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Benedek Fliegauf, διάρκειας 86 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Katalin Toldi, Gyöngyi Lendvai, Lajos Sárkány και György Toldi.

Οι σύνδεσμοι

27 Φεβρουαρίου 2013

(2011) Man at sea

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: Man at sea


Η υπόθεση
Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του πετρελαιοφόρου Sea Voyager, ο καπετάνιος του Άλεξ (Aντώνης Καρυστινός) θα σώσει μια ομάδα νεαρών ναυαγών μουσουλμανικής καταγωγής, αγνοώντας τις εντολές που του δίνει από τον ασύρματο η ιδιοκτήτρια εταιρεία. Μετά από μια σειρά αποτυχημένων προσπαθειών να οδηγήσει σε στέρεο έδαφος τους φιλοξενούμενούς του και με την ένταση ανάμεσα στους "λαθρεπιβάτες" και το πλήρωμά του ν' αυξάνεται συνεχώς, ο Άλεξ βρίσκεται αντιμέτωπος με τις συνέπειες των πράξεών του, τον προ τετραετίας μυστηριώδη χαμό του γιου του και την σκιά του ίδιου του του εαυτού που υψώνεται απειλητικά απέναντί του.

Η κριτική
Η νέα ταινία του Κωνσταντίνου Γιάνναρη αποτελεί αδιαμφισβήτητα μια ιδιαίτερα αμφιλεγόμενη παραγωγή, καθώς πραγματεύεται μ' έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο το σοβαρό μεταναστευτικό πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι αναπτυγμένες χώρες και κυρίως η Ελλάδα. Μέσω ενός άκρατου συμβολισμού που αντιπροσωπεύει με μεγάλη πληρότητα την ισχύουσα κατάσταση, ο δημιουργός ωθεί τον θεατή του να φέρει στην επιφάνεια το ρατσιστικό θηρίο που κρύβει μέσα του, ν' αναγνωρίσει την ύπαρξή του και να πορευτεί μ' αυτό επιλέγοντας ο ίδιος την κατεύθυνση που θέλει ν' ακολουθήσει.
Κατά την έναρξη του έργου, ο θεατής βρίσκεται αντιμέτωπος με μια εικόνα ναυαγίου και με πολλούς νεαρούς μουσουλμάνους να θαλασσοπνίγονται, καθώς το πλοίο στο οποίο επέβαιναν έχει ναυαγήσει. Για καλή τους τύχη βέβαια, όσοι εκ των ναυαγών έχουν καταφέρει να επιβιώσουν διασώζονται από ένα πλοίο, του οποίου το πλήρωμα είναι, στην πλειοψηφία, του ελληνικής καταγωγής. Ο καπετάνιος, παραβαίνοντας τις απάνθρωπες εντολές της πλοιοκτήτριας εταιρείας που τον διατάσσει να μην τους ανεβάσει στο πλοίο, δρα με βάση την συνείδησή του, ελπίζοντας ότι θα καταφέρει γρήγορα να ξεφορτωθεί το "φορτίο" που με δική του ευθύνη αναλαμβάνει να μεταφέρει. Όσο όμως οι προσπάθειές του καταλήγουν στο κενό, τόσο αυξάνεται η απόγνωση των μελών του πληρώματος, αλλά και των "λαθραίων" επιβατών κι η σύγκρουση ανάμεσά τους δεν αργεί να έρθει.
Παραλληλίζοντας φανερά λοιπόν το βυθισμένο πλοίο με τις κατεστραμμένες μουσουλμανικές χώρες του Πακιστάν, του Αφγανιστάν, του Ιράν, του Ιράκ, κ.α. που έχουν αφήσει τους πολίτες τους να πνίγονται και το Sea Voyager με το ελληνικό κράτος που "απερίσκεπτα" δέχτηκε να βοηθήσει τους ανθρώπους αυτούς και τώρα δεν μπορεί να τους διώξει, γιατί κανένας άλλος δεν αναλαμβάνει να τους δεχτεί, ο Γιάνναρης απεικονίζει ρεαλιστικά το αδιέξοδο στο οποίο έχει βυθιστεί σταδιακά η χώρα κι εγείρει ερωτήματα φιλοσοφικά που αντιπαραθέτουν την έμφυτη ανάγκη για επιβίωση κι επικράτηση του ισχυρότερου και την ουμανιστική αντίληψη ότι όλοι είμαστε παιδιά ενός Θεού.
Χωρίς να ωραιοποιεί τις καταστάσεις, ο δημιουργός του "Man at sea" κάνει τον θεατή του να αισθανθεί άβολα με τον ίδιο του τον εαυτό, όταν τον ωθεί να λάβει θέση απέναντι στο ζήτημα αυτό, παρουσιάζοντάς του τα θύματα ως ανθρώπους με βούληση, που αντί να ευγνωμονούν τους σωτήρες τους, απαιτούν από εκείνους να τους βοηθήσουν να σωθούν και δυσανασχετούν όταν τους ανακοινώνεται ότι αντί της Ευρώπης το μέλλον τους πιθανώς και να είναι κάπου στην Αφρική. Και ταυτόχρονα αυτή η φωνή από τον ασύρματο που συνεχώς πιέζει τον πρωταγωνιστή να δώσει μια λύση στο πρόβλημα, πιέζει και τον θεατή να επιλέξει ανάμεσα στην καλή και την κακή του πλευρά, δημιουργώντας του έναν εκνευρισμό από τον οποίο είναι αδύνατον να ξεφύγει.
Η δευτερεύουσα ιστορία με την γυναίκα του καπετάνιου και τον χαμένο τους γιο, αν και προσωπικά μου φάνηκε περιττή κι αρκετά κουραστική, καθώς προσεγγίζεται με στυλιζαρισμένους διαλόγους, ενισχύει την εσωτερική σύγκρουση του πρωταγωνιστή και παρουσιάζει τα προσωπικά βάρη που φέρει, από τα οποία ο ίδιος έχει την ανάγκη να εξιλεωθεί.
Φέρνοντας στην επιφάνεια λοιπόν ερωτήματα που δεν είναι δυνατόν ν' απαντηθούν σ' ένα σύντομο χρονικό διάστημα, αλλά αποτελούν βορά για στοχασμό, το "Man at sea" αποτελεί μια ενδιαφέρουσα πρόταση για το σινεφίλ κοινό του ελληνικού κινηματογράφου, με έφεση σε ταινίες κοινωνικού περιεχομένου κι την ανάγκη ν' αποδεχτεί όλα τα κομμάτια που συντελούν την προσωπικότητά του.

Βαθμολογία: 2,5/5

Τα σχετικά
Ελληνικό δράμα του 2011, σε σενάρο και σκηνοθεσία του Κωνσταντίνου Γιάνναρη, διάρκειας 92 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές τους Aντώνη Καρυστινό, Θεοδώρα Τζήμου, Στάθη Παπαδόπουλο, Νίκο Τσουράκη, Κωνσταντίνο Αβαρικιώτη, Θανάση Ταταύλαλη, Κωνσταντίνο Σειραδάκη, Rahim Rahimi και Chalil Ali Zada.

Οι σύνδεσμοι

(2012) Ξημέρωμα

Πρωτότυπος τίτλος: Agon


Η υπόθεση
Ο Saimir (Marvin Tafaj) κι ο Vini (Guliem Kotorri) είναι δυο αδελφοί από την Αλβανία, οι οποίοι έχουν έρθει στην Ελλάδα προς αναζήτηση ενός καλύτερου μέλλοντος. Ο Saimir έχοντας καταφέρει να βρει μια αξιοπρεπή δουλειά σ' ένα συνεργείο αυτοκινήτων κι όντας στα σκαριά ενός γάμου με την κόρη του ιδιοκτήτη μοιάζει να έχει πετύχει τ' όνειρό του. Για τον Vini όμως τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά, καθώς αρνείται να συμβιβαστεί με μια μίζερη ζωή κι αναζητά κάτι καλύτερο. Έτσι θα μπλεχτεί με την αλβανική μαφία της Θεσσαλονίκης, όπου θα γνωρίσει και θα ερωτευτεί την γυναίκα του αρχηγού της, κάτι που κρύβει πολλούς κινδύνους και για τους δυο αδελφούς.

Η κριτική
Το "Ξημέρωμα" αποτελεί την ιστορία δυο αδελφών από την Αλβανία, οι οποίοι έχουν έρθει στην Ελλάδα, διεκδικώντας με πολύ διαφορετικά μέσα μια καλύτερη ζωή. Ο Robert Budina, επιλέγοντας να τοποθετήσει μέσα στην ίδια οικογένεια και τους δυο τύπους του έντιμου Αλβανού μετανάστη, συνθέτει ένα δράμα, στο οποίο παρουσιάζεται το μεταναστευτικό πρόβλημα από μια πολύ διαφορετική κι ενδιαφέρουσα οπτική γωνία.
Αρχικά οι δυο πρωταγωνιστές της ταινίας, ανταποκρίνονται στους χαρακτήρες του έντιμου και δουλοπρεπή μετανάστη και του ανυπότακτου και μαχόμενου ονειροπόλου νέου. Ο Saimir, ο μεγαλύτερος αδελφός, έχει καταφέρει ν' αποκτήσει μια ήρεμη και φιλήσυχη ζωή στην Ελλάδα, καθώς έχει συμβιβαστεί πλήρως με τη δουλειά του μηχανικού στο συνεργείο αυτοκινήτων του μέλλοντα πεθερού του κι ετοιμάζεται να κάνει μια νέα αρχή, ως μέλος μιας οικογένειας Ελλήνων. Ο Vini από την άλλη, ο μικρός αδελφός, αποζητά μια ευκαιρία να ζήσει με πάθος την ζωή του κι αρνείται να υποταχθεί, όπως ο αδελφός του, σ' αυτούς που τον θεωρούν κατώτερο άνθρωπο και δεν του δείχνουν ούτε δείγμα σεβασμού.
Ο θεατής λοιπόν, μέσω των διαφορετικών επιλογών του καθενός, έχει την ευκαιρία να έρθει σ' επαφή τόσο με τον μετανάστη που έχει κατορθώσει να γίνει αποδεκτός από τον περίγυρό του, βρισκόμενος όμως σε συνεχή σύγκρουση με τον ίδιο του τον εαυτό και τις ρίζες του, όσο και με τον μετανάστη που δεχόμενος την αρνητική στάση των γύρω του, καταλήγει ν' αντιδράσει βίαια κι ανάρμοστα, όμως πλήρως δικαιολογημένα, απέναντι στο χέρι που τον ταΐζει.
Σημαντικό ρόλο στην υπόθεση όμως, παίζει και η εμφάνιση της αλβανικής μαφίας, στην οποία καταλήγει να μπλεχτεί άθελά του ο νεαρός Vini. Αν κι ο δημιουργός της δεν εστιάζει τόσο στο πρόβλημα που αποτελεί το κύκλωμα αυτό τόσο για την αλβανική, όσο και για την ελληνική κοινότητα της βορείου Ελλάδος, αλλά την χρησιμοποιεί ως μέσο για να προωθήσει την πλοκή και να μετατρέψει το κοινωνικό δράμα σε μελοδραματική ιστορία αγάπης, η αναφορά και μόνο στα εγκλήματα που διαπράττονται από την συγκεκριμένη κατηγορία ανθρώπων, αρκεί για να γίνει εμφανής η διαφορά ανάμεσα σ' αυτούς που έχουν δημιουργήσει το άσχημο όνομα στους Αλβανούς μετανάστες και σ' αυτούς που υπομένουν τις συνέπειες του ονόματος αυτού.
Σε γενικές γραμμές λοιπόν, το έργο παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον καθώς δίνει την ευκαιρία στην άλλη πλευρά να εκφράσει πώς αντιλαμβάνεται εκείνη, την προβληματική συνύπαρξη των δυο γειτονικών λαών. Χωρίς να δίνεται βάρος στον ρατσισμό με τον οποίο αντιμετωπίζουν οι Έλληνες τους ξένους, αλλά εστιάζοντας στον τρόπο που αντιμετωπίζει την συμπεριφορά αυτή ο κάθε ήρωας χωριστά, η ταινία μοιάζει να έχει όλα τα εφόδια να εκφράσει σφαιρικά την ισχύουσα κατάσταση. Δυστυχώς όμως, η εξέλιξη της ιστορίας σε μελόδραμα, καταφέρνει ν' ακυρώσει τις καλές κοινωνικές της βάσεις, καθώς δίνει την αίσθηση ότι χρησιμοποιεί το πρόβλημα των μεταναστών απλώς για ν' αναπτύξει μια ιστορία που θα εκβιάσει το συναίσθημα του κοινού, ξεπερνώντας τα όρια του υπερβολικού. Παρά λοιπόν τις καλές προδιαγραφές του, αλλά και τους ικανούς ηθοποιούς που το στελεχώνουν, το "Ξημέρωμα" δεν είναι κάτι περισσότερο από μια μέτρια βαλκανική παραγωγή που χάνεται στις εναλλαγές του ύφους της.

Βαθμολογία: 2/5

Τα σχετικά
Αλβανικό δράμα του 2012, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Robert Budina, διάρκειας 106 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές τους Guliem Kotorri, Marvin Tafaj, Αντώνη Καφετζόπουλο, Ιζαμπέλλα Κογιεβίνα, Dzevdet Jasari, Eglantina Cenomeri και Λαέρτη Βασιλείου.

Οι σύνδεσμοι

7 Ιανουαρίου 2013

(2012) Πίσω από τους λόφους

Πρωτότυπος τίτλος: După dealuri
Αγγλικός τίτλος: Beyond the hills


Η υπόθεση
Η Alina (Cristina Flutur) κι η Voichiţa (Cosmina Stratan) γνωρίζονται από τα παιδικά τους χρόνια στ' ορφανοτροφείο κι έχουν αναπτύξει μια σχέση, σχεδόν, αδελφική. Η Alina, στα 19 της υιοθετήθηκε από μια οικογένεια και πλέον ζει κι εργάζεται μόνιμα στην Γερμανία. Η Voichiţa, από την άλλη, φεύγοντας από τ' ορφανοτροφείο, βρήκε την χαμένη της οικογένεια στο πρόσωπο του Θεού. Κάποια στιγμή, η Alina θα επιστρέψει στην Ρουμανία για να πάρει μαζί της τον μόνο άνθρωπο που αγάπησε πραγματικά στην ζωή της, την Voichiţa. Η Voichiţa, όμως, θεωρεί πια οικογένειά της το μοναστήρι και διστάζει να κάνει μια νέα αρχή με την καρδιακή της φίλη. Μ' αυτόν τον τρόπο, άθελά της, θέτει σε κίνδυνο την ζωή της ήδη άρρωστης Alina, καθώς ο Ηγούμενος (Valeriu Andriuţă) κι οι υπόλοιπες μοναχές, βλέπουν στο πρόσωπο της φιλοξενούμενης τον σατανά.

Η κριτική
Το "Πίσω από τους λόφους" είναι μια δραματική ταινία που επικεντρώνεται στον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η θρησκοληψία στις αναπτυσσόμενες, ακόμη, βαλκανικές χώρες. Βασιζόμενος σε δυο βιβλία που πραγματεύονται την πραγματική ιστορία μιας τελετής εξορκισμού έξω από το Βουκουρέστι, η οποία συγκλόνισε την ρουμάνικη κοινωνία, ο Cristian Mungiu, έχει δημιουργήσει μια ταινία που αναδεικνύει τα όρια του ενδιαφέροντος και της αδιαφορίας, αλλά και της πίστης με την τυφλή υποταγή στις γραφές.
Στην ιστορία γνωρίζουμε ως κεντρικά πρόσωπα δυο φίλες, που τρέφουν μεγάλη αγάπη η μια για την άλλη. Παρόλα αυτά, οι δρόμοι που έχουν επιλέξει ν' ακολουθήσουν, διαφέρουν κατά πολύ. Όταν λοιπόν η Alina επισκεφτεί την Voichiţa, με σκοπό να μην την αποχωριστεί ποτέ ξανά, θα δημιουργηθούν πολλά προβλήματα στις ζωές των δυο γυναικών. Αν και κατά τη διάρκεια της ταινίας, δεν μας δίνονται πολλές πληροφορίες για την ζωή της μοναχής Voichiţa, μαθαίνουμε πως η Alina, κατέληξε στ' ορφανοτροφείο μετά από μια δραματική εμπειρία κι ότι κατά τη διάρκεια της ζωής της έχει αναπτύξει τάσεις κακοποίησης του εαυτού της κι αυτοκτονίας. Η κατεστραμμένη της ψυχολογία, σε συνδυασμό με την μετανάστευσή της στην Γερμανία και τον πυρετό, που την οδηγεί σε κρίσεις, κάνουν τους ανθρώπους της μονής να πιστέψουν ότι η Alina είναι δαιμονισμένη.
Βέβαια, εκτός από την φερόμενη ως κεντρική θεματολογία της θρησκείας, οι επισκέψεις της Ηγουμένης (Dana Tapalagă) και της Voichiţa στ' ορφανοτροφείο, η επίσκεψη της γυναίκας που υιοθέτησε την Alina στο μοναστήρι, η παρουσία του πλήρως άβουλου αδελφού της Alina κι η αδιαφορία του θρησκόληπτου γιατρού, που αναλαμβάνει την θεραπεία της Alina κατά την νοσηλεία της στο κρατικό νοσοκομείο, δείχνουν εμφανώς τα σημάδια μιας ετοιμόρροπης κοινωνίας που με την έλλειψη ενδιαφέροντος που δείχνει στους αβοήθητους πολίτες της, τους δίνει ως μόνες διεξόδους την απόσυρση από τα εγκόσμια, ή την τυφλή πίστη στον Θεό, και την μετανάστευση.
Χρησιμοποιώντας λοιπόν, ως βάση, τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί, μέσα σ' αυτό το σύστημα, η ορθόδοξη εκκλησία, ο Mungiu, δημιουργεί μια ταινία 2.30 ωρών, η οποία με αργούς ρυθμούς, ξεδιπλώνει, ουσιαστικά, την ιστορία της Voichiţa, την οποία θα δούμε να περνά, σταδιακά, από την απόλυτη και τυφλή υπακοή στους κανόνες της εκκλησίας, στην αμφιβολία, καθώς η νέα της οικογένεια, βλάπτει την αγαπημένη της Alina. Η ιδιαιτερότητα της συγκεκριμένης ταινίας και παράλληλα η αρμονία που υπάρχει ανάμεσα στους ρυθμούς εξέλιξης της ιστορίας και την απλότητά της, είναι ότι ο σκηνοθέτης της, μόνο στο τέλος παίρνει σαφή θέση απέναντι στα "πιστεύω" της εκκλησίας και κατά τη διάρκεια των 2 ωρών της, παρουσιάζει σε λογικά πλαίσια τον παραλογισμό με τον οποίο δρα ορισμένες φορές αυτή η κοινότητα.
Έχοντας λοιπόν, ένα πολύ ενδιαφέρον θέμα, που μπορεί να συναντήσουμε και στην σημερινή ελληνική κοινωνία, εκπληκτικές ερμηνείες και μια υπέροχη, λιτή, σκηνοθετική γραμμή, η ταινία αποτελεί μια από τις καλύτερες προτάσεις για το σινεφίλ κοινό κι ιδιαίτερα για τους λάτρεις του βαλκανικού κινηματογράφου. Επίσης, για όσους βρίσκουν ενδιαφέρουσα μια ταινία που πραγματεύεται την έννοια της θρησκείας, αλλά και του εξορκισμού, με δραματικό τρόπο, προτείνεται ανεπιφύλακτα, καθώς η διάρκειά της, μόνο κουραστική δεν είναι.

Βαθμολογία: 3,5/5

Τα σχετικά
Ρουμάνικο δράμα του 2012, βασιζόμενο σε βιβλία της Tatiana Niculescu, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Cristian Mungiu, διάρκειας 150 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Cosmina Stratan, Cristina Flutur, Valeriu Andriuţă και Dana Tapalagă.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

5 Δεκεμβρίου 2012

(1964) Άμλετ

Πρωτότυπος τίτλος: Гамлет (Gamlet)
Αγγλικός τίτλος: Hamlet


Η υπόθεση
Η Δανία θρηνεί τον θάνατο του βασιλιά της, όμως μέσα σ' ένα διάστημα δυο μηνών μόλις, ο νέος βασιλιάς κι αδελφός του αποθανόντος, Κλαύδιος (Mikhail Nazvanov), διοργανώνει γιορτή στο παλάτι, για να γιορτάσει τον γάμο του με την χήρα βασίλισσα και μητέρα του πρίγκιπα Άμλετ (Innokentiy Smoktunovskiy), Γερτρούδη (Elza Radzina). Το φάντασμα του νεκρού βασιλιά, θα εμφανιστεί στον πρίγκιπα Άμλετ, αποκαλύπτοντάς του ότι στην πραγματικότητα δολοφονήθηκε από τον Κλαύδιο και θα του ζητήσει να πάρει εκδίκηση για τον φόνο. Ο Άμλετ, διχασμένος, σχεδιάζει ν' αποκαλύψει την σκευωρία του Κλαύδιου και ν' αποδώσει δικαιοσύνη, όπως τον διέταξε το φάντασμα του πατέρα του. Μέσα από μια σειρά αλληλένδετων γεγονότων, το βασίλειο της Δανίας, καλύπτεται από ένα πέπλο θανάτου, του οποίου θύματα είναι κι αθώα πλάσματα, όπως η Οφηλία (Anastasiya Vertinskaya).

Η κριτική
Ο "Άμλετ" του Grigori Kozintsev θεωρείται, από πολλούς κριτικούς, η καλύτερη μεταφορά του θεατρικού έργου του William Shakespeare, στην μεγάλη οθόνη, κι αυτό όχι άδικα. Όντας, δε, ένα κλασικό πια, δημιούργημα, του οποίου η αρτιότητα αγγίζει την κινηματογραφική τελειότητα, χωρίς να διαβρώνει ούτε στο ελάχιστο, το θεατρικό κείμενο, είναι πρακτικά αδύνατον ν' ασκηθεί κριτική, χωρίς αυτή να καταλήγει να πλέκει, ουσιαστικά, εγκώμιο στον σκηνοθέτη.
Επειδή, επίσης, δεν αξίζει τον κόπο να σταθεί κάποιος στην ανάλυση των χαρακτήρων του έργου, μιας κι ο "Άμλετ" έχει υποστεί άπειρες αναλύσεις με το πέρας των χρόνων, καθώς θεωρείται από πολλούς το ύψιστο αριστούργημα του Άγγλου δραματουργού, θα κάνω μια αναγωγή στην βασική διαφορά θεάτρου και κινηματογράφου για να εξηγήσω, μετά, τον λόγο που η συγκεκριμένη απόδοση του έργου, αξίζει αντικειμενικά να συγκαταλέγεται στα αριστουργήματα της έβδομης τέχνης.
Με την έναρξη του κινηματογράφου, τα θέατρα, σε παγκόσμια κλίμακα, υπέστησαν μεγάλο πλήγμα. Κι αυτό, γιατί ήταν πολύ δύσκολο ένας θίασος να συναγωνιστεί τα κοντινά πλάνα στα πρόσωπα των ηθοποιών, που έκαναν εμφανή τα συναισθήματα των χαρακτήρων σε όλη την αίθουσα κι όχι μόνο στους προνομιούχους των πρώτων σειρών ή των πλουσίων αρχόντων που, από τα θεωρεία τους, μπορούσαν, με τα κιάλια, να έχουν μια καθαρή εικόνα των προσώπων των ηθοποιών. Το κυριότερο όμως, ήταν φύσει αδύνατον, ένας θίασος να συναγωνιστεί τις μαγικές εικόνες, εξωτικών τοπίων, που είχε τη δυνατότητα ο κινηματογράφος να παρουσιάσει στον θεατή.
Γι' αυτό το λόγο, οι θίασοι σταδιακά αναγκάστηκαν να προσαρμόσουν το ρεπερτόριό τους, ανεβάζοντας κλασικά δράματα, των οποίων το περιεχόμενο είχε τη δυνατότητα να συγκινήσει και να παιδεύσει τον θεατή. Έτσι, σταδιακά, επήλθε ένας διαχωρισμός του κοινού. Τα λαϊκά στρώματα, έδειχναν μια ξεκάθαρη προτίμηση στον κινηματογράφο, του οποίου ο κύριος στόχος ήταν η ψυχαγωγία, ενώ οι ανώτερες τάξεις, συνέχιζαν να επιλέγουν το θέατρο στις εξόδους τους, καθώς εκτός από ψυχαγωγία, προσέφερε παράλληλα και παίδευση του κοινού.
Σήμερα, βέβαια, οι εποχές έχουν αλλάξει. Ο κινηματογράφος είναι μια αναγνωρισμένη μορφή τέχνης, που έχει δώσει πολλά ποιοτικά διαμάντια. Παρόλα αυτά, όμως, η αντίληψη ότι το μέσο αυτό αποτελεί μια πιο ευτελή μορφή τέχνης, συγκριτικά με το θέατρο, δεν έχει εκλείψει. Το γεγονός αυτό, δεν μπορώ να το χαρακτηρίσω παράλογο, καθώς αν αναλογιστεί κανείς το χρονικό διάστημα που καλύπτει η ιστορία του θεάτρου, συγκριτικά με του κινηματογράφου, εύκολα καταλαβαίνει ότι τα θεατρικά έργα που έχουν διασωθεί μέχρι και σήμερα, έχουν μια αρτιότητα διαχρονική που, πολύ δύσκολα, θα μπορέσει να τα συναγωνιστεί μια τέχνη που γεννήθηκε πριν έναν αιώνα.
Κι έρχομαι, λοιπόν, στο προκείμενο. Τα έργα του Shakespeare, διακρίνονται για την τραγικότητα των ηρώων τους. Τραγικότητα που, όμοια με αυτή των αρχαίων τραγωδιών, οφείλονται στη σύγκρουση του ήρωα με τη μοίρα του κι οδηγούν στην κάθαρση της ψυχής του θεατή. Ο κορυφαίος τραγικός ήρωας, επίσης, του κορυφαίου Άγγλου δραματουργού, θεωρείται ο Άμλετ κι έπειτα ο Βασιλιάς Ληρ.
Αν και τα έργα του γνωστού τραγικού ποιητή, είναι πολυπρόσωπα κι η σκηνή απαιτεί πολλές εισόδους κι εξόδους, οπότε θεωρητικά είναι ένας εύκολος δραματουργός για κινηματογραφική μεταφορά, η πραγματικότητα μάλλον αναιρεί την άποψη αυτή. Η τραγικότητα των έργων του Shakespeare, δυστυχώς, δεν βρίσκεται μόνο στους ήρωές του, αλλά και στον λυρισμό του λόγου τους. Έναν λυρισμό καθαρά θεατρικό, που, αν δεν είχα δει τον "Άμλετ" του Kozintsev θα έλεγα ότι είναι αδύνατο να μεταφερθεί κινηματογραφικά, χωρίς ίχνος θεατρικής αναφοράς και να διατηρήσει το μεγαλείο του αρχικού κειμένου.
Ο Kozintsev, έχοντας κάνει μια επεξεργασία οχτώ ετών στο σενάριο και έχοντας σπαταλήσει δυο χρόνια για τα γυρίσματα του σοβιετικού "Άμλετ", έχει καταφέρει να διατηρήσει τον λυρισμό του σαιξπηρικού κειμένου, συμπληρωμένου με μια εικόνα τόσο ρεαλιστική, που κάνει τον θεατή να ξεχάσει τη θεατρική αναφορά και τον ωθεί ν' αναγνωρίσει τον καθημερινό άνθρωπο κι όχι τον τραγικό ήρωα, στον κινηματογραφικό χαρακτήρα του Άμλετ.
Η ερμηνεία του Innokentiy Smoktunovskiy, ως Άμλετ, είναι κάτι παραπάνω από εξαιρετική. Η πλαισίωσή του, δε, από εφάμιλλες ερμηνείες, όπως αυτή του Mikhail Nazvanov, ως Κλαύδιος, ή της Anastasiya Vertinskaya, ως Οφηλία και της Elza Radzina, ως Γερτρούδη, συνθέτουν ένα δράμα υποκριτικής αρτιότητας, το οποίο, συμπληρώνει η ευφάνταστη μουσική επένδυση του κορυφαίου συνθέτη, Dmitri Shostakovich. Η μουσική του έργου, χωρίς να έχει την λειτουργία της συνοδείας, μεταφέρει στον θεατή τη συναισθηματική φόρτιση των σκηνών, αιχμαλωτίζοντάς τον.
Όσον αφορά τη σκηνοθεσία τώρα, το κυριότερο στοιχείο της αριστουργηματικότητάς της, είναι ότι προσανατολίζεται κινηματογραφικά κι όχι θεατρικά. Όμως, αξίζει ν' αναφέρουμε τις υπέροχες εμπνεύσεις εικόνας, που μένουν ανεξίτηλες στο μυαλό του θεατή. Κάποιες από αυτές, είναι η αντίθεση της βραχώδους στεριάς με την τρικυμισμένη θάλασσα, της τεράστιας σκιάς του βασιλιά που καλύπτει ολόκληρο το κάστρο της Δανίας ή της θεατρικής αναπαράστασης του φόνου του βασιλιά, που γίνεται υπό το φως της δάδας και με φόντο την θάλασσα.
Κατά κύριο λόγο, προτείνεται στο σινεφίλ κινηματογραφικό κοινό, αλλά και στους λάτρεις του θεάτρου, καθώς το συγκεκριμένο έργο αποτελεί την απόδειξη ότι ο κινηματογράφος, είναι μια ισάξια μορφή τέχνης.

Βαθμολογία: 5/5
Τα σχετικά
Σοβιετικό δράμα του 1964, βασισμένο στο ομώνυμο θεατρικό έργο του  William Shakespeare, σε μετάφραση του Boris Pasternak, σενάριο και σκηνοθεσία του Grigori Kozintsev και μουσική του Dmitri Shostakovich, διάρκειας 140 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Innokentiy Smoktunovskiy, Anastasiya Vertinskaya, Mikhail Nazvanov, Elza Radzina, Vladimir Erenberg και Stepan Oleksenko.

Οι σύνδεσμοι
Trailer 
Imdb 
Rotten Tomatoes 

20 Νοεμβρίου 2012

(2003) Το δάσος

Πρωτότυπος τίτλος: Rengeteg
 Αγγλικός τίτλος: Forest


Η υπόθεση
Κάπου στη Βουδαπέστη, σ' ένα χώρο απ' όπου διέρχονται καθημερινά εκατομμύρια πολίτες, μια κάμερα θ' ακολουθήσει μερικά πρόσωπα κι έπειτα θα επικεντρωθεί στα προσωπικά τους δράματα. Ένας άντρας περιμένει μια κοπέλα στο σπίτι της, για να της αφήσει το σκύλο του. Δυο νεαροί συζητούν για κάτι απροσδιόριστο. Ένας πατέρας μονολογεί, απευθυνόμενος στη μάνα, για τη σεξουαλική φύση της 10χρονης κόρης τους. Σ' ένα ποτάμι, δυο άντρες διηγούνται σε μια γυναίκα την ιστορία ενός ατυχήματος που είχε γίνει στην περιοχή πριν από 6 χρόνια. Μια γυναίκα επιτίθεται στον σύντροφό της, ζητώντας εξηγήσεις για το πορνογραφικό υλικό που βρίσκει στο σακίδιό του. Μια νεαρή κοπέλα ξεκινά ν' αφηγείται στον σύντροφό της ένα όνειρο που την τρόμαξε. Τέλος, δυο κοπέλες έχουν χαθεί σ' ένα δάσος, καθώς ψάχνουν για έναν άντρα, που εξαφανίστηκε πριν 5 χρόνια.

Η κριτική
"Το δάσος" είναι μια ταινία που αποτελείται από μια συρραφή διαφόρων καθημερινών ή αλλόκοτων ιστοριών, με κεντρικό άξονα τον εκνευρισμό των ηρώων της. Ο κύριος στόχος της πάντως, φαίνεται να είναι η ενόχληση του κινηματογραφικού θεατή κι όχι τόσο η ανάδειξη κάποιων προβληματικών.
Η ταινία ξεκινά σ' έναν χώρο, του οποίου δεν προσδιορίζεται η ακριβής λειτουργία, απ' όπου περνούν διάφοροι άνθρωποι κι η κάμερα κεντράρει κάθε φορά σε ένα πρόσωπο και μετά από ελάχιστο χρόνο, περνά στο επόμενο. Αφού λοιπόν ολοκληρωθεί αυτή η ιδιαίτερη παρουσίαση των πρωταγωνιστών, ο σκηνοθέτης περνά στην πρώτη ιστορία, μετά στην δεύτερη, την τρίτη, κτλ., προβάλλοντας κάποιες φορές ενδιάμεσα, εικόνες από περασμένες ή επόμενες ιστορίες.
Τα πλάνα της ταινίας είναι κοντινά και δεν δίνουν στον θεατή την δυνατότητα να παρατηρήσει τον χώρο στον οποίο κινούνται τα πρόσωπα αυτά. Με αυτόν τον τρόπο, ο σκηνοθέτης, δημιουργεί αμέσως-αμέσως μια κλειστοφοβική ατμόσφαιρα από την οποία το κοινό, είναι πρακτικά αδύνατον να ξεφύγει.
Η εικόνα της κάμερας, σε συνδυασμό με τους συνεχείς μονολόγους των πρωταγωνιστών, οι οποίοι είναι έντονα φορτισμένοι κι αφορούν καταστάσεις ή πρόσωπα εκτός του σκηνικού χώρου ή εντός, χωρίς όμως να έχουν τη δυνατότητα να επέμβουν, εγκλωβίζουν τον θεατή σε μια κατάσταση σύγχυσης κι ενός συνεχούς εκνευρισμού, που δεν βρίσκει τρόπο να διοχετευτεί.
Η σειρά, επίσης, που παρουσιάζονται οι ιστορίες συντείνει στο παραπάνω συμπέρασμα, καθώς μετά την πρώτη ιστορία, με τον άντρα που θέλει ν' αφήσει τον σκύλο του σε μια κοπέλα και την φίλη της, η δεύτερη που παρουσιάζεται, είναι αυτή των δυο νεαρών που μιλούν για ένα ζώο, ένα αντικείμενο ή έναν άνθρωπο, που ο θεατής δεν θα μάθει ποτέ τι είναι. Αυτός ο ανούσιος διάλογος, είναι που πυροδοτεί το συνεχές αίσθημα του ανικανοποίητου που υπάρχει και στην υπόλοιπη ταινία.
Αξίζει εδώ να πούμε ότι "Το δάσος" είναι η πρώτη ταινία μεγάλου μήκους του Ούγγρου σκηνοθέτη Benedek Fliegauf, η οποία έχει γυριστεί με μηδενικό προϋπολογισμό, με κάμερα στο χέρι και με ερασιτέχνες ηθοποιούς. Η αλήθεια είναι ότι οι ηθοποιοί δεν δίνουν την αίσθηση ερασιτεχνών. Οι σκηνές, όμως, είναι καθαρά αυτοσχεδιαστικές, δίνοντας έτσι μια σαφή εικόνα ενός σκηνοθέτη που ακόμα ψάχνει να βρει το προσωπικό του ύφος, έχοντας ομολογουμένως μερικές καλές στιγμές, τις οποίες θα πρέπει να θες πολύ να τις δεις, για να τις ανακαλύψεις, όπως η επιλογή της επανάληψης της πρώτης σκηνής πριν τους τίτλους τέλους, όπου πια ο θεατής καταφέρνει ν' αναγνωρίσει μέσα στο πλήθος τους πρωταγωνιστές.
Επίσης, άξιος αναφοράς, νομίζω πως είναι κι ο τίτλος. Η τελευταία ιστορία εξελίσσεται σ' ένα δάσος, όμως η προτελευταία, η πιο συνταρακτική ιστορία και παράλληλα η μόνη που εκφράζεται με ήρεμο τρόπο, αναφέρεται στον χαμό ενός προσώπου σ' ένα δάσος. Η εναρκτήρια σκηνή, επίσης, παρουσιάζει ένα πλήθος ανθρώπων, που συγκροτούν ένα κοινωνικό σύνολο, τους οποίους θα γνωρίσουμε σιγά-σιγά και θα επιστρέψουμε στο τελείωμα στην ίδια σκηνή, όπου θα κληθούμε να τους αναγνωρίσουμε μέσα στο πλήθος. Το οδοιπορικό αυτό προς την έννοια του δάσους, αφήνει περιθώρια να γίνει ένας παραλληλισμός της ανθρώπινης κοινωνίας, την οποία συγκροτούν οι άνθρωποι, ακριβώς όπως συγκροτούν τα δέντρα το δάσος.
Σε γενικές γραμμές, νομίζω ότι μιλάμε για μια καθαρά φεστιβαλική ταινία που απευθύνεται κατά κύριο λόγο στους κριτικούς και σ' ένα αρκετά εξοικειωμένο κινηματογραφικό κοινό που ενδιαφέρεται να παρακολουθήσει μια ταινία φόρμας κι όχι μια γραμμική ιστορία που να έχει κάτι να πει.

Βαθμολογία: 1/5

Τα σχετικά
Ουγγρικό δράμα, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Benedek Fliegauf, διάρκειας 90 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Rita Braun, Barbara Csonka, Laszlo Cziffer, Gábor Dióssy, Bálint Kenyeres, Edit Lipcsei, Péter Félix Mátyási, Katalin Mészáros, Péter Pfenig, Lajos Szakács, Fanni Szoljer, Juli Széphelyi, Ilka Sós, Márton Tamás, Barbara Thurzó, Dusán Vitanovics και Katalin Vörös.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

26 Οκτωβρίου 2012

(2007) California dreamin'

Πρωτότυπος τίτλος: Nesfarsit
Αγγλικός τίτλος: California dreamin' (Nesfarsit)


Η υπόθεση
Στην Ρουμανία του 1999, ένα τρένο που μεταφέρει αξιωματικούς του ΝΑΤΟ κι έναν εξοπλισμό βοήθειας προς την βομβαρδιζόμενη Γιουγκοσλαβία, θα ξεκινήσει με κατεύθυνση το Κόσοβο. Το τρένο, αν κι έχουν δοθεί σαφείς οδηγίες από το Βουκουρέστι να μην εμποδίσει κανείς τη διέλευσή του, θα σταματήσει και θα κολλήσει για πέντε μέρες σ' ένα χωριό της Ρουμανίας, την Καπαλνίτα. Η παραμονή των Αμερικανών στο μικρό αυτό χωριό θα γίνει η αφορμή για την εμφάνιση διαφόρων κωμικο-τραγικών, αλλά άκρως ρεαλιστικών καταστάσεων.

Η κριτική
Το "California dreamin'" είναι μια ταινία, κατά βάση, γλυκό-πικρη που αποτελεί έναν ύμνο αλήθειας για την επαρχιώτικη νοοτροπία όλων των βαλκανικών χωρών. Παράλληλα, όμως, είναι μια ταινία που καταφέρνει να δείξει το αληθινό πρόσωπο των ειρηνικών αμερικανικών επεμβάσεων και τις ταραχές που "άθελά τους" προκαλούν αυτές. Το έργο βασίζεται εξίσου σε μια σάτιρα χαρακτήρων, αλλά και καταστάσεων, οι οποίες καταφέρνουν να κρατήσουν αμείωτο το ενδιαφέρον του θεατή.
Αρχικά, όπως θα δούμε, η ταινία ξεκινά με μια αναδρομή στον Μάιο του 1944, όπου θα γνωρίσουμε τον σταθμάρχη της πόλης Καπαλνίτα σε μικρή ηλικία. Η ταινία θα συνεχίσει στο σήμερα, δείχνοντάς μας μια σκηνή από το γραφείο του Υπουργού Εξωτερικών της Ρουμανίας, θα περάσει στις ετοιμασίες του επικείμενου τρένου και θα καταλήξει στην επαρχία της Καπαλνίτα, όπου θα γνωρίσουμε τους βασικούς ήρωες της ιστορίας μας.
Πρώτο και καλύτερο, από τους κατοίκους του χωριού, θα γνωρίσουμε τον Doiaru (Razvan Vasilescu), τον διεφθαρμένο διευθυντή του σιδηροδρομικού σταθμού κι υπεύθυνο της παραμονής των Αμερικανών στο χωριό και την κόρη του, Monica (Maria Dinulescu), μια νεαρή κοπέλα που ψάχνει απεγνωσμένα να βρει έναν τρόπο ν' αποδράσει από την μικροαστική, μίζερη ζωή του χωριού.
Ο Doiaru, προφασιζόμενος την έλλειψη των τελωνειακών εγγράφων, που θα έπρεπε να φέρει μαζί του ο αρχηγός της αμερικάνικης αποστολής, captain Doug Jones (Armand Assante), θα χρησιμοποιήσει την γραφειοκρατία και τον νόμο της χώρας του για προσωπικό του όφελος, να πάρει δηλαδή την πολυπόθητη εκδίκησή του από τους Αμερικάνους συμμάχους. Κανείς δεν μπορεί να πει, βέβαια, ότι ο Doiaru κακώς λειτουργεί έτσι, αλλά σίγουρα το πρόσωπό του δεν μπορεί να χαρακτηριστεί συμπαθές, καθώς συσχετίζεται με λεηλασίες και μεταπωλήσεις προϊόντων από τα τρένα, σε βάρος των συγχωριανών του.
Το δεύτερο πρόσωπο που θα μας απασχολήσει είναι ο καιροσκόπος, εκμεταλλευτής, δήμαρχος του χωριού (Ion Sapdaru), ο οποίος φέρει πάνω του όλα τα χαρακτηριστικά της βαλκανικής ξενομανίας. Οι Αμερικάνοι για τον δήμαρχο, και στη συνέχεια για όλους τους χωριανούς, αποτελούν τον από μηχανής Θεό. Όπως και το 1944, οι Αμερικανοί είναι αυτοί που αναμένεται να λύσουν όλα τα εσωτερικά προβλήματα του ρουμάνικου λαού, που πρόκειται να βγάλουν τον τόπο από το οικονομικό αδιέξοδο και που θα λυτρώσουν τον λαό από τον δυνάστη που τους εκμεταλλεύεται.
Μέσω της φιλοξενίας, λοιπόν, και των ψεμάτων που χρησιμοποιεί για να φουσκώσει τα μυαλά των χωριανών, ο δήμαρχος θα οργανώσει γλέντια, πάρτυ και παραστάσεις για να καλωσορίσει και να καλοπιάσει τους σωτήρες. Με τον τρόπο αυτό, ένα ολόκληρο χωριό, βλέπουμε να δηλώνει υποταγή και να δίνει την άδειά του, χωρίς κανένα ενδοιασμό, να θεωρηθεί "τριτοκοσμικό" από τους μεγαλοπρεπείς Αμερικάνους. Το πείσμα του Doiaru παράλληλα, ενώ θεωρητικά αποτελεί την ύστατη προσπάθεια να δείξει την υπεροχή του, καταφέρνει μόνο να γίνει αντιληπτό ως ένα χωριάτικο κόμπλεξ, που θα λειτουργήσει σε βάρος του, αφού στο μόνο που βοηθά τελικά η παρουσία των Αμερικανών είναι το ξεμπρόστιασμα των θαμμένων προβλημάτων κι η δύναμη που δίνει η παρουσία τους στους ντόπιους να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους.
Αν κι η ταινία είναι ένα κράμα αλήθειας και μυθοπλασίας, δράματος και σάτιρας, υπερβολής και πραγματικότητας, καταφέρνει να σταθεί γερά στα πόδια της και να κάνει σαφές το αντιπολεμικό της μήνυμα, την ευθύνη των Η.Π.Α. για διαφόρους πολέμους, αλλά και τη σαθρότητα του συστήματος που επιτρέπει σε κάποιες δυσμενείς καταστάσεις να εκκολαφθούν.
Με μοναδικό αρνητικό στοιχείο τη μεγάλη της διάρκεια, η οποία πιθανώς να ήταν μικρότερη αν ο σκηνοθέτης της, Cristian Nemescu, είχε προλάβει να ολοκληρώσει το μοντάζ της προτού πεθάνει, η ταινία προτείνεται στους σινεφίλ του βαλκανικού κινηματογράφου κατά κύριο λόγο, καθώς αποτελεί μια σύγχρονη και νεανική ματιά πάνω στην καθημερινότητα και το παγκόσμιο κοινωνικο-πολιτικό γίγνεσθαι.

Βαθμολογία: 3/5

Τα σχετικά
Ρουμάνικο σατιρικό δράμα του 2007, σε σενάριο των Cristian Nemescu, Tudor Voican και Catherine Linstrum και σκηνοθεσία του Cristian Nemescu, διάρκειας 155 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Razvan Vasilescu, Armand Assante, Ion Sapdaru, Maria Dinulescu, Jamie Elman και Alexandru Margineanu.

Οι σύνδεσμοι
Trailer 
Imdb 
Rotten Tomatoes

18 Σεπτεμβρίου 2012

(2011) Νικώντας το σκοτάδι

Πρωτότυπος τίτλος: W ciemności
Αγγλικός τίτλος: In darkness


Η υπόθεση
Ο Leopold Socha (Robert Wieckiewicz) ζει κι εργάζεται ως επιθεωρητής των υπονόμων, στην Πολωνία, όσο αυτή βρίσκεται υπό γερμανική κατοχή (Μάρτιος του 1943). Παράλληλα, κάνει διάφορες μικροκλοπές και φυλάει τα κλοπιμαία στους υπονόμους, με σκοπό όταν αρχίσει να υπάρχει κίνηση, πάλι, στην αγορά, να τα πουλήσει και να θησαυρίσει. Στο δρόμο του, όμως, θα βρεθούν μια μέρα μια ομάδα Εβραίων που καταφεύγει στους υπονόμους για να σωθεί. Ο Socha, αμέσως, αρπάζει την ευκαιρία κι υπόσχεται να τους βοηθήσει να κρυφτούν σ' ένα ασφαλές μέρος, στον υπόγειο κόσμο του, με το αζημίωτο φυσικά. Η ταινία παρουσιάζει τη ζωή αυτών των Εβραίων στις υπόγειες σήραγγες, τη ζωή του Socha, αλλά και το δέσιμο μεταξύ τους.

Η κριτική
Πιστεύω πως όλο το ζουμί της ταινίας, θα μπορούσε κάλλιστα να συνοψιστεί στη λέξη "σκοτάδι" του τίτλου της. Σκοπός της, φαίνεται να είναι να δημιουργήσει περισσότερο, στο θεατή, μια αίσθηση της μαυρίλας, στην οποία οι Εβραίοι της πόλης Lvov αναγκάστηκαν να ζήσουν για 14 ολόκληρους μήνες, παρά να παρουσιάσει τα γεγονότα του πολέμου.
Η Agnieszka Holland (σκηνοθέτης) με την επιλογή της διάρκειάς της ταινίας, της ποσότητας των προσώπων που, αρχικά, συμμετέχουν στο έργο, την αναλογία των πλάνων που είναι κάτω από την επιφάνεια της γης με τα εκτός των υπονόμων, το φωτισμό και τα χρώματα που έχει επιλέξει να χρησιμοποιήσει, εμφυτεύει, ουσιαστικά, στο θεατή μια ψυχολογία παρόμοια με αυτή της ομάδας των πρωταγωνιστών της.
Αξίζει ν' αναφέρω ότι αρκετές φορές, ο θεατής, θα νιώσει, με την αλλαγή του χώρου εξέλιξης της πλοκής (πάνω-κάτω), μια ενόχληση στα μάτια του, παρόλο που τα χρώματα που χρησιμοποιεί στην επιφάνεια της γης δεν είναι έντονα και φωτεινά, αλλά βασίζεται περισσότερο στο λευκό του πάγου και την ψυχρότητά του.
Στην ταινία, παράλληλα, αναπτύσσονται διάφορα νοήματα και παρουσιάζονται οι ανθρώπινες σχέσεις, αλλά κι η ανθρώπινη αντοχή και θέληση. Η διάρκεια της, όμως, που όπως προανέφερα αποσκοπεί κι αυτή, με τη σειρά της, στην δημιουργία μιας αίσθησης σκοταδισμού, δεν τα αφήνει να γίνουν εύκολα κατανοητά, με μια μόνο προβολή, από το θεατή. Χρησιμοποιεί, βέβαια, διάφορα μοτίβα, που αν μη τι άλλο, επειδή δεν είναι αναμενόμενα, θα μείνουν στο μυαλό του κοινού. Για παράδειγμα, υπάρχει μια σκηνή στην οποία βλέπουμε ότι ακόμα κι εν καιρώ πολέμου μπορεί να υπάρξουν ανθρώπινες και προσωπικές διαφωνίες, όπως και το γεγονός ότι τα παιδιά, ακόμα και στους υπονόμους, έχουν το δικαίωμα της αθωότητας και του παιχνιδιού.
Οι ηθοποιοί που πλαισιώνουν την ταινία είναι καταπληκτικοί κι άκρως αληθινοί. Ο Robert Wieckiewicz δίνει ρεσιτάλ ως ο σύνδεσμος του πάνω και του κάτω κόσμου. Δεν αφήνει να φανεί στο βλέμμα του ο φόβος, μήπως τον ανακαλύψουν οι Γερμανοί, αλλά παρόλα αυτά με κάποιον περίεργο τρόπο, ο θεατής, νιώθει ότι ο ήρωας φοβάται, όμως, είναι αποφασισμένος να επιβιώσει και το κρύβει. Οι Εβραίοι, πάλι, αλλά κι οι ήρωες που ζουν και κινούνται στον πάνω κόσμο, μοιάζουν σα να 'ναι βγαλμένοι από την Πολωνία της δεκαετίας του '40.
Η δουλειά που έχει γίνει στην ταινία είναι εξαιρετική, όμως, καταφέρνει "σκοπίμως" να κουράσει τον θεατή, με τους αργούς ρυθμούς της, τη διάρκειά της, αλλά και τα συνεχή σκουρόχρωμα πλάνα της και δεν μπορώ να πω ότι, εν τέλει, ο ντόρος που έχει γίνει γύρω από το όνομά της ή ακόμα κι η υποψηφιότητά της για Oscar ξενόγλωσσης, της αξίζουν πραγματικά. Δεν είναι, σίγουρα, κάτι περισσότερο από μια απλώς καλή ταινία για το είδος της κι ειδικά σε σύγκριση με παλαιότερες, που πραγματεύονται το ίδιο θέμα, σαφώς και δεν μπορεί να υπερισχύσει.
Παρόλα αυτά, όμως, θα την πρότεινα σε όποιον αρέσει ο Ευρωπαϊκός κινηματογράφος κι οι αργοί ρυθμοί του, τονίζοντας, όμως, ότι εδώ η επιλογή της ταχύτητας δεν αποσκοπεί στην εντύπωση της φωτογραφίας, στο μυαλό του θεατή, αλλά στη δημιουργία μιας αίσθησης, όχι ιδιαίτερα επιθυμητής. Μπορεί όντως, να μην μπορεί να συγκριθεί με τον "Πιανίστα" ή με τη "Λίστα του Σίντλερ", αλλά ακριβώς το ότι είναι διαφορετική, αν μη τι άλλο, είναι ενδιαφέρον.

Βαθμολογία: 2,5/5

Τα σχετικά
Πολωνικό ιστορικό δράμα του 2011, βασισμένο σε βιβλίο του Robert Marshall, σε σενάριο του David F. Shamoon και σκηνοθεσία της Agnieszka Holland, διάρκειας 145 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Robert Wieckiewicz, Kinga Preis, Benno Fürmann, Agnieszka Grochowska, Maria Schrader, Herbert Knaup, Marcin Bosak και Krzysztof Skonieczny.

Οι σύνδεσμοι
Trailer
Imdb
Rotten Tomatoes