Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κωμωδία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κωμωδία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

3 Απριλίου 2013

(2011) Hasta la vista

Πρωτότυπος τίτλος: Hasta la vista
Αγγλικός τίτλος: Come as you are


Η υπόθεση
Τρεις 20χρονοι φίλοι, όλοι τους άτομα με ειδικές ανάγκες, παίρνουν την εξωφρενική απόφαση να πραγματοποιήσουν ένα ταξίδι στην Ισπανία, προκειμένου να συνευρεθούν για πρώτη φορά στην ζωή τους με το αντίθετο φύλο. Το ταξίδι τους όμως, δεν ξεκινά, ούτε και συνεχίζει όπως το είχανε προσχεδιάσει.

Η κριτική
Ο Βέλγος Geoffrey Enthoven, το ίδιο έτος που προβαλλόταν στις κινηματογραφικές αίθουσες το γαλλικό αριστούργημα "Άθικτοι", δημιουργεί μια ταινία με παρόμοια θεματολογία, στην οποία πραγματεύεται από μια πολύ διαφορετική οπτική, το δικαίωμα που έχουν τα άτομα με ειδικές ανάγκες στην ζωή.
Βασιζόμενος σε πραγματική ιστορία και επικεντρώνοντας το έργο του περισσότερο στο δραματικό στοιχείο, το οποίο φροντίζει να διανθίσει με κάποιες κωμικές καταστάσεις όπου εμπλέκονται οι ήρωές του, ο Enthoven, συστήνει μια σινεφίλ δραματική κωμωδία που ερευνά, εκτός από το προφανές πρόβλημα της αναπηρίας, τις ανάγκες του κάθε νέου ανθρώπου ν' απογαλακτιστεί από το οικογενειακό του περιβάλλον και να ζήσει την ζωή του, όπως ο ίδιος επιθυμεί.
Έτσι, μια απολύτως φυσική ανάγκη τριών νέων ανδρών κι η κάρτα ενός πορνείου που ειδικεύεται στα άτομα με αναπηρία, θ' αποτελέσουν την αφορμή για ένα κωμικο-τραγικό ταξίδι, κατά τ' οποίο ζητούμενο είναι η εκπλήρωση ενός σημαντικού ονείρου τους. Επίσης, η απειλή του αναπόφευκτου θανάτου ενός εκ των πρωταγωνιστών, συμβάλλει δραστικά στην επιτακτική ανάγκη να πραγματοποιηθεί άμεσα αυτό το ταξίδι, παρά την απαγόρευση της κοινής λογικής. Μπορεί βέβαια, η κατάληξη της ιστορίας να μην εμπεριέχει το στοιχείο της έκπληξης, καθώς η έκβασή της είναι από λίγο έως πολύ προβλέψιμη, όμως τα μηνύματα που καταφέρνει να περάσει μέσα από αυτήν, εκφράζουν απόλυτα την πραγματικότητα και την ανθρώπινη ψυχοσύνθεση.
Οι τρεις ήρωες εκπροσωπούμενοι από τρεις ταλαντούχους ηθοποιούς, ψυχογραφούνται μ' έναν πολύ όμορφο τρόπο, που αφήνει την κάθε ατομικότητα να διαγραφεί ξεχωριστά, αλλά που παράλληλα προωθεί και την εικόνα μιας ενιαίας παρέας νεαρών αντρών. Παράλληλα όμως, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει κι ο χαρακτήρας της οδηγού των τριών φίλων, αυτός της μεσήλικης Claude (Isabelle de Hertogh), η οποία έχοντας το δικό της βεβαρυμένο παρελθόν, κάνει ό,τι περνά απ' το χέρι της για να βοηθήσει τους τρεις φίλους μας να εκπληρώσουν τον στόχο τους. Ταυτόχρονα όμως, η παρουσία της, δίνει την δυνατότητα στον δημιουργό να εισάγει και το στοιχείο της Βαβέλ, καθώς η Claude, σε αντίθεση με τους Φλαμανδούς πρωταγωνιστές, ανήκει στους γαλλόφωνους κατοίκους του Βελγίου.
Αν λοιπόν ανήκετε στο σινεφίλ κοινό κι αυτή η ιδιότυπη κωμικο-τραγική ιστορία σας μοιάζει ενδιαφέρουσα, τότε σίγουρα θα βρείτε το αποτέλεσμα αξιοπρεπές. Χωρίς να μπορεί να συγκριθεί με τους υπέροχους "Άθικτους", αλλά ούτε και με τα μεταγενέστερα "Μαθήματα ενηλικίωσης", το "Hasta la vista" είναι μια όμορφη κι αισιόδοξη ιστορία τριών ανάπηρων ατόμων που πραγματοποιούν ένα ταξίδι ενηλικίωσης.

Βαθμολογία: 2/5

Τα σχετικά
Βελγικο δράμα του 2011, βασισμένο σε ιδέα του Asta Philpot κι ιστορία του Mariano Vanhoof, σε σενάριο του Pierre De Clercq και σκηνοθεσία του Geoffrey Enthoven, διάρκειας 115 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Robrecht Vanden Thoren, Gilles De Schrijver, Tom Audenaert και Isabelle de Hertogh.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

21 Μαρτίου 2013

(2012) Δεν κρατιέμαι

Πρωτότυπος τίτλος: Los amantes pasajeros
Αγγλικός τίτλος: I'm so excited


Η υπόθεση
Οι φροντιστές της υπερατλαντικής πτήσης 2549, με προορισμό την πόλη του Mexico, ξεχνάνε ν' απομακρύνουν τους τάκους από το αεροσκάφος, με αποτέλεσμα κατά την απογείωσή του να προκληθεί σοβαρή βλάβη στο σύστημα προσγείωσης. Μίαμιση ώρα μετά το συμβάν το αεροπλάνο κάνει κύκλους πάνω από το Toledo, μέχρι να του δοθεί άδεια να προσγειωθεί σε κάποιον πλήρως ελεύθερο αερολιμένα. Η άδεια δεν είναι δυνατόν να δοθεί όσο στην Μαδρίτη διεξάγεται το συνέδριο του Ο.Η.Ε., οι επιβάτες κι οι αεροσυνοδοί της οικονομικής θέσης είναι ναρκωμένοι από τα μυοχαλαρωτικά που τους χορήγησαν οι αεροσυνοδοί της business class και μόνοι ξύπνιοι κατά την κρίσιμη πτήση είναι οι δυο αλλοπρόσαλλοι πιλότοι, τρεις gay αεροσυνοδοί κι οι επιβάτες τις business class, οι οποίοι θα πρωταγωνιστήσουν σε μια τρελή κωμωδία με άγνωστη κατάληξη.

Η κριτική
Η φαινομενικά ρηχή και φτηνιάρικη νέα κωμωδία που αποφάσισε να γυρίσει και να παρουσιάσει στο κοινό του ο ιδιόμορφος και λατρεμένος Ισπανός δημιουργός Pedro Almodóvar, μοιάζει, για όσους θελήσουν να την δουν τοιουτοτρόπως, με μια όαση μέσα στην έρημο των δραμάτων που με αφορμή την παγκόσμια οικονομική κρίση έχουν αρχίσει να κάνουν την εμφάνισή τους στον κινηματογράφο, προσπαθώντας να αφυπνίσουν το κοινό.
Μέσω του νέου του αυτού πονήματος, ο Pedro Almodóvar κάνει μια στροφή στις ταινίες που τον χαρακτήρισαν και κέντρισαν το ενδιαφέρον του διεθνούς κινηματογραφικού χώρου και σχολιάζει το εγχώριο σε πρώτη φάση, και παγκόσμιο σε δεύτερη, αλλοπρόσαλλο κοινωνικο-πολιτικό γίγνεσθαι. Έτσι, αυτό που καταφέρνει ο σπουδαίος Ισπανός καλλιτέχνης είναι να χωρίσει το κοινό σε δυο κατηγορίες, σ' αυτούς που ποτέ δεν εκτίμησαν το πρώιμο έργο του και σ' αυτούς που τον αγάπησαν από την πρώτη του εμφάνιση στον κινηματογραφικό χώρο.
Οι μεν πρώτοι λοιπόν, το μόνο που θα διακρίνουν στην συγκεκριμένη παραγωγή είναι μια διαδοχή από ασυνάρτητα σκετς που έχουν ως επίκεντρο το σεξουαλικό στοιχείο και παρουσιάζουν την αδιάφορη προσωπική ζωή των χαρακτήρων που επιβαίνουν στο αεροσκάφος. Ο μόνος λόγος δε που κάποιοι από αυτούς ίσως δεν κλάψουν τα λεφτά και τον χρόνο τους είναι η παρουσία ενός άκρατου αλμοδοβαρικού στοιχείου, το οποίο συμπεριλαμβάνει τις γνωστές χρωματικές αποχρώσεις, τον καθημερινό χαρακτήρα και το γνωστό επιτελείο ηθοποιών που ανακυκλώνεται στις ταινίες του, κάτι που ενδέχεται να σώσει ένα κατά τ' άλλα πεζό κωμικό εγχείρημα.
Η άλλη κατηγορία όμως, αυτή του φανατικού κοινού του λαμπρού Ισπανού, θα μπορέσει εύκολα να διαβάσει την ουσία της ταινίας, που δεν είναι άλλη από την ανάδειξη της απογυμνωμένης πραγματικότητας, στην οποία αναγκάζεται να ζήσει ο λαός της Ισπανίας, αλλά κι ο υπόλοιπος ευρωπαϊκός Νότος. Άκρως συμβολικός κι εύστοχος, ο Pedro Almodóvar θέτει υπό την ευθύνη της γκέι κοινότητας την διάσωση της κατάστασης, αφού οι πραγματικοί χειριστές του αεροσκάφους, ονόματι Ισπανία, το μόνο που σκέφτονται να κάνουν σε περίοδο κρίσης, είναι να βάλουν τον αυτόματο πιλότο και να κάνουν κύκλους γύρω από μια κατάσταση που συνεχώς επιδεινώνεται, όσο αυτοί περιμένουν μια από πύργου (κατά το από μηχανής) λύση των προβλημάτων τους.
Ο Ο.Η.Ε. στέκεται εμπόδιο στην όποια λύση θα μπορούσε να τους δοθεί, οι επιβάτες της οικονομικής θέσης έχουν πέσει σκόπιμα σε λήθαργο έτσι ώστε να μην μπορούν ν' αντιδράσουν και να προσθέσουν κι άλλα προβλήματα στα ήδη υπάρχοντα κι οι προνομιούχοι επιβάτες της ανώτερης τάξης/θέσης είναι οι μόνοι που μένουν ξύπνιοι, αδιαφορώντας για το πρόβλημα που αφορά όλους κι ασχολούμενοι ο καθένας με τα δικά του προσωπικά θέματα, τα οποία θέλωντας και μη, αναγκάζονται να μοιραστούν και με τους υπολοίπους επιβάτες. Αυτή είναι λοιπόν η κατάσταση στην οποία βρίσκεται αυτή τη στιγμή ολόκληρη η Ευρώπη κι αυτή την τρέλα είναι που αποπειράται μέσω του γέλιου να προβάλλει στους θεατές του ο Almodóvar. Τι άλλο μένει λοιπόν εκτός από την εφορία που φέρνουν οι υλικές απολαύσεις της εικονικής ευδαιμονίας του '80, που ίσως να είναι κι ο μοναδικός τρόπος να έρθει η πολυπόθητη στιγμή αναλαμπής που θα μας δώσει τη λύση σ' όλα μας τα προβλήματα;
Με δυο λόγια, αν ο Almodóvar σας κέντρισε το ενδιαφέρον από την περίοδο των πιο συμβατικών ταινιών του και βρίσκετε την αισθητική των πρώτων του από λίγο ως πολύ κιτς, αποφύγετε το "Δεν κρατιέμαι". Αν πάλι σας έχει λείψει η αυθεντικότητα των πρώτων ταινιών του, τότε σίγουρα θα σας ικανοποιήσει το νέο του δημιούργημα. Μπορεί να μην είναι αριστούργημα, όμως είναι σίγουρα καλός και γνήσιος Almodóvar.

Βαθμολογία: 3/5

Τα σχετικά
Ισπανική κωμωδία του 2013, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Pedro Almodóvar, διάρκειας 95 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Javier Cámara, Carlos Areces, Raúl Arévalo, Antonio de la Torre, Hugo Silva, Lola Dueñas, Guillermo Toledo, Blanca Suárez, Paz Vega, Cecilia Roth, José Luis Torrijo, José María Yazpik, Miguel Ángel Silvestre, Laya Martí, Antonio Banderas και Penélope Cruz.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

31 Ιανουαρίου 2013

(2013) Αγάπησα ένα ζόμπι

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: Warm bodies


Η υπόθεση
Ολόκληρη η ανθρωπότητα έχει χωριστεί στα δυο, καθώς ένας ιός έχει μετατρέψει ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού σε ζόμπι. Σ' αυτές τις συνθήκες, ο R (Nicholas Hoult), ένας ασυνήθιστος νεκρός, θα γνωρίσει και θα ερωτευτεί την Julie (Teresa Palmer). Στην προσπάθειά του να την προστατέψει από τους όμοιούς του, θα την κρατήσει κοντά του, περνώντας αρκετό χρόνο μαζί της. Το παράξενο είναι ότι όσο περισσότερο χρόνο συναναστρέφονται οι δυο νέοι, τόσο περισσότερο αυξάνεται η ικανότητά του R να συμπεριφερθεί ανθρώπινα. Μήπως η ειρηνική συνύπαρξη των δυο ειδών αποτελεί το κλειδί στην θεραπεία του ιού;

Η κριτική
Αδιαμφισβήτητα τα τελευταία χρόνια διανύουμε μια περίοδο όπου τα ρομάντζα μεταξύ ανθρώπων και τεράτων έχουν την τιμητική τους, τόσο στον κινηματογραφικό, όσο και στο τηλεοπτικό χώρο. Αλλά πόσες παραλλαγές του ίδιου μοτίβου μπορούν να προκύψουν για να μην κουραστεί ο θεατής να βλέπει συνεχώς τα ίδια και τα ίδια;
Η αλήθεια είναι ότι τα βαμπίρ, κυρίως στον χώρο της τηλεόρασης, έχουν κορεστεί. Έτσι λοιπόν, ως πρωταγωνιστής της συγκεκριμένης παραγωγής μας συστήνεται ένα άλλο τέρας που, το τελευταίο διάστημα, έχει αρχίσει ν' ανακτά την χαμένη του δημοτικότητα, το ζόμπι. Πώς όμως είναι δυνατόν ένα ζόμπι να συμμετάσχει σε μια ιστορία αγάπης; Γιατί το πιο πιθανό, αν σας παρουσίαζαν ένα πτώμα να διεκδικεί μια νεαρή κι όμορφη ξανθιά, αντί να προσπαθεί να την φάει, κι εκείνη με τη σειρά της ν' ανταποκρίνεται, είναι να χαρακτηρίζατε, δικαιολογημένα, το θέαμα "αστείο" ή ακόμα και "γελοίο".
Όμως μια ταινία που δεν είναι ακριβώς ρομαντική, αλλά ούτε και καθαρά κωμική ή αυτο-σατιρική, γίνεται σίγουρα πολύ πιο εύκολα αποδεκτή από το ευρύ κοινό. Έτσι λοιπόν, με άγνωστους ηθοποιούς, ψεύτικα γραφικά, συμπαθητικό μακιγιάζ και το γνωστό μοτίβο της "πεντάμορφης και τους τέρατος", ο Jonathan Levine υπογράφει το σενάριο και τη σκηνοθεσία του "Αγάπησα ένα ζόμπι", μιας ταινίας που αποτελεί κράμα περιπέτειας, ρομάντζου, κωμωδίας κι ελπίδας.
Με την δημιουργία λοιπόν μιας σάτιρας πάνω στην κινηματογραφική σειρά "Λυκόφως", στην κλασική ιστορία του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας και στα B-movies με πρωταγωνιστές σάπια σώματα που προσπαθούν να κατασπαράξουν την ανθρωπότητα, ο Levine κατορθώνει να κάνει μια συμπαθητική κι ειλικρινή ταινία, στην οποία επιδεικνύει τις γνώσεις του στο κινηματογραφικό στερέωμα και ταυτόχρονα διασκεδάζει τον θεατή της.
Αξιοσημείωτο όμως, είναι το γεγονός ότι το στοιχείο της σάτιρας λειτουργεί περισσότερο ως δίχτυ ασφαλείας για την ευκολότερη αποδοχή της ταινίας, καθώς όπως βλέπουμε η χρήση του γίνεται μόνο όπου αυτό κρίνεται απαραίτητο. Κατά την διάρκεια της ταινίας, θα κάνουν επίσης, την εμφάνισή τους διδακτικά στοιχεία, καθώς προωθούνται οι έννοιες της συνεργασίας, της αγάπης και της ενοποίησης των λαών για την επίτευξη του αδυνάτου, το οποίο δεν είναι άλλο από την θεραπεία της ασθένειας αυτής.
Ακόμα, η πλευρά των ζόμπι χωρίζεται σε δυο υποκατηγορίες, στα απλά ζόμπι και στους κοκαλιάρηδες. Όπως μας ενημερώνει λοιπόν ο πρωταγωνιστής της, τα απλά ζόμπι δεν έχουν χάσει εντελώς τον εαυτό τους, αφού, εν μέρει, μπορούν να ελέγξουν ακόμα κάποιες από τις σκέψεις και τις πράξεις τους και δεν καταβροχθίζουν ασυνείδητα ό,τι βρεθεί στον δρόμο τους. Ο λόγος όμως που δεν αντιστέκονται στην πείνα και τρώνε ανθρώπινα μυαλά, όπως μαθαίνουμε, είναι γιατί οι αναμνήσεις των θυμάτων τους περνάνε σ' εκείνους και τους κάνουν να νιώθουν και πάλι άνθρωποι για λίγο. Με τον καιρό βέβαια, όσο τα ζόμπι υποκύπτουν στην πείνα, αρχίζουν να χάνουν την δυνατότητα επιλογής και μετατρέπονται σε υποχείρια της φύσης τους, δηλαδή σε κοκαλιάρηδες.
Με άλλα λόγια, αν σας αρέσουν τα ρομαντικά, εφηβικά love stories, μπορείτε να παρακολουθήσετε ταινίες με ζόμπι και σας κερδίζουν οι ισορροπημένες σατιρικές απόπειρες, προτιμήστε την για μια ευχάριστη έξοδο.

Βαθμολογία: 2/5

Τα σχετικά
Αμερικάνικη ρομαντική κωμωδία, βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του Isaac Marion, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Jonathan Levine, διάρκειας 97 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Nicholas Hoult, Teresa Palmer, Dave Franco, John Malkovich, Analeigh Tipton, Cory Hardrict κι Rob Corddry.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

(2012) Οδηγός αισιοδοξίας

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: Silver linings playbook


Η υπόθεση
Οκτώ μήνες μετά τον εγκλεισμό του σε ψυχιατρικό ίδρυμα, ο Pat (Bradley Cooper) καταφέρνει να πάρει εξιτήριο, με την υποχρέωση να τηρεί ορισμένους κανόνες. Έχοντας χάσει το σπίτι, την γυναίκα και την δουλειά του, γυρνά στο πατρικό του, αποφασισμένος να διεκδικήσει πίσω την παλιά του ζωή και ν' αποδείξει στην πρώην γυναίκα του, Nikki (Brea Bee), ότι έχει αλλάξει κι αξίζει μια δεύτερη ευκαιρία. Στην πορεία μάλιστα, θα βρεθεί στον δρόμο του μια νεαρή κοπέλα, η Tiffany (Jennifer Lawrence), η οποία θα προσφερθεί να τον βοηθήσει να επικοινωνήσει με την Nikki. Η Tiffany, έχοντας τα δικά της σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα θα εισχωρήσει στην ζωή του Pat, δίνοντάς του έναν λόγο να δει την ζωή από την θετική της πλευρά.

Η κριτική
Βλέποντας τον "Οδηγό αισιοδοξίας" ομολογώ ότι το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα ήταν εάν η ταινία συγκαταλέγεται στο είδος της κωμωδίας ή του δράματος. Πολύ γρήγορα βέβαια, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι οι εναλλαγές που παρουσιάζονται ανάμεσα στο κωμικό και το δραματικό στοιχείο κι ο τρόπος που απεικονίζεται η γλυκό-πικρη αλήθεια της ζωής, είναι κι ο λόγος που έχει δημιουργηθεί τόσο μεγάλο σούσουρο γύρω απ' τ' όνομά της. Γιατί τα πράγματα από μόνα τους ποτέ δεν είναι "έτσι" ή "αλλιώς". Εμείς επιλέγουμε πώς θα τα δούμε, πώς θα τα διαχειριστούμε και πώς θα τα βαφτίσουμε.
Έτσι λοιπόν εδώ, θα κληθούμε να παρακολουθήσουμε την ζωή ενός συζύγου, που βρήκε την γυναίκα του να τον απατά με έναν άλλον άντρα, αντέδρασε βιαίως σε βάρος του εραστή της, και γι' αυτή του την πράξη κλείστηκε σε ψυχιατρικό ίδρυμα. Φυσικά, εφόσον ο μισός αντρικός πληθυσμός θα έπραττε αναλόγως, αξίζει να σημειώσουμε ότι στον εγκλεισμό του συνετέλεσε το γεγονός ότι πάσχει από διπολικό σύνδρομο ή αλλιώς "μανιοκατάθλιψη". Γι' αυτόν τον λόγο λοιπόν, ο Pat θα πρέπει ν' ακολουθεί φαρμακευτική αγωγή και να βρίσκεται υπό συνεχή ιατρική παρακολούθηση, μέχρι να θεραπευτεί πλήρως από αυτή την νευρολογική ασθένεια.
Η Tiffany τώρα, μπορεί να μην έχει νοσηλευτεί, όπως ο Pat, σε ψυχιατρείο, αλλά κι εκείνη με την σειρά της παίρνει αντικαταθλιπτικά, καθώς πριν από σύντομο χρονικό διάστημα έχασε σε ατύχημα τον σύζυγό της κι έκτοτε έχει αναπτύξει ένα είδος νυμφομανίας, γεγονός που την οδήγησε σε απόλυση και στην απόκτηση μιας κακής φήμης. Ίσως βέβαια, ψυχιατρικά, το πρόβλημα της Tiffany να μην μοιάζει τόσο σοβαρό όσο αυτό του Pat και παράλληλα ο δυναμισμός που δείχνει να μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα βρίσκεται στον πρωταγωνιστή. Αν όμως αναλογιστούμε τους στόχους που έχει θέσει ο καθένας τους μακροπρόθεσμα, θα δούμε ότι ο Pat έχει δώσει στον εαυτό του περισσότερες πιθανότητες να ξεπεράσει την "αρρώστια" του απ' ό,τι η Tiffany.
Υπό αυτές τις συνθήκες, οι δυο βαριά τραυματισμένοι άνθρωποι γνωρίζονται και μετά από μερικές συναντήσεις με χαρακτηριστικούς κωμικούς κι ειλικρινείς διαλόγους, συμφωνούν να βοηθήσουν ο ένας τον άλλον να πετύχουν τα όνειρά τους. Το αξιοπερίεργο βέβαια είναι ότι η συνύπαρξη δυο ψυχολογικά ασταθών ατόμων, αντί να τους βυθίσει περισσότερο στην κατάθλιψη και την μιζέρια, τους κάνει να χαμογελάσουν και πάλι, καθώς η κοινή τους προσπάθεια να πετύχουν κάτι, τους δίνει ένα λόγο να ελπίζουν και να ζουν.
Έχοντας ως βάση μια βαριά ψυχολογική ατμόσφαιρα, η ταινία καταφέρνει να περάσει σταδιακά από το σκοτάδι στο φως, χτίζοντας με υπέροχο τρόπο έναν οδηγό πάνω στην αισιοδοξία. Η σεναριακή προσαρμογή του David O. Russell, αλλά κι ο τρόπος με τον οποίο έχει σκηνοθετήσει την ταινία του, παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς ακόμα κι όταν οι καταστάσεις μοιάζουν να είναι απαγορευτικές, ο Russell καταφέρνει να δημιουργήσει ένα θετικό κλίμα, κάνοντας τον θεατή να έχει ένα συνεχές αίσθημα ευφορίας.
Λόγος φυσικά για τις εξαίρετες ερμηνείες των ηθοποιών δεν χρειάζεται καν να γίνει. Η Jennifer Lawrence, παρά το νεαρό της ηλικίας της, αποδεικνύει γι' ακόμη μια φορά πόσο ικανή ηθοποιός είναι, ο Bradley Cooper κατορθώνει να σταθεί στο ύψος των απαιτήσεων ενός δύσκολου ρόλου, ενώ οι ερμηνείες των δευτεραγωνιστών είναι εξίσου απολαυστικές, με τον Robert De Niro να ξεχωρίζει, ίσως λίγο περισσότερο.
Όντας μια καλογυρισμένη και προσεγμένη, σε όλους τους τομείς της, δραματική κωμωδία, προτείνεται σε όλους για μια ευχάριστη έξοδο, που δεν αποκλείεται να σας επηρεάσει θετικά στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεστε την τραγικότητα μερικών γεγονότων στην ζωή σας.

Βαθμολογία: 3,5/5

Τα σχετικά
Αμερικάνικο κωμικό δράμα, βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Matthew Quick, σε σενάριο και σκηνοθεσία του David O. Russell, διάρκειας 122 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Bradley Cooper, Jennifer Lawrence, Robert De Niro, Jacki Weaver, Chris Tucker, Julia Stiles, Paul Herman και Brea Bee.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

22 Δεκεμβρίου 2012

(2012) Εντιμότατοι απατεώνες

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: Gambit


Η υπόθεση
Ο Harry Deane (Colin Firth) είναι ένας Λονδρέζος εκτιμητής έργων τέχνης που είναι υπεύθυνος της προσωπικής συλλογής του πάμπλουτου επιχειρηματία, Lionel Shahbandar (Alan Rickman). Με τη βοήθεια του Ταγματάρχη (Tom Courtenay), ενός εξαίρετου πλαστογράφου μεγάλων ζωγράφων, βάζει σε εφαρμογή το υπέρτατο σχέδιο εκδίκησης κι εξαπάτησης του αφεντικού του. Με τη βοήθεια της PJ Puznowski (Cameron Diaz), μιας Τεξανής καουμπόισας, θα αποπειραθεί να πουλήσει στον Shahbandar έναν πλαστό, σπάνιο πίνακα του Monet, έναντι 11.000.000 δολαρίων. Τα πάντα είναι οργανωμένα μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια στο μυαλό του Harry. Τι γίνεται όμως όταν τα πράγματα δεν πάνε όπως τα έχει σχεδιάσει;

Η κριτική
Οι "Εντιμότατοι απατεώνες" είναι η νέα ταινία των Αδελφών Coen, της οποίας την σκηνοθεσία έχει αναλάβει ο Michael Hoffman. Η κεντρική ιδέα της ιστορίας, βασίζεται στην ομώνυμη, ως προς τον αγγλικό της τίτλο, ταινία "Η κλέφτρα" του 1966, η οποία ήταν ένα κράμα κωμωδίας και ταινίας μυστηρίου. Παρόλα αυτά, όμως, η συγκεκριμένη εκδοχή των Αδελφών Coen, πολύ λίγο μοιάζει στην πρωτότυπη κι ανήκει αποκλειστικά στο είδος της κωμωδίας.
Αν κι η συγκεκριμένη ταινία, συγκριτικά με αυτή του 1966, υστερεί κατά πολύ σε ερμηνείες κι ατμόσφαιρα, καθώς έχει προσαρμοστεί στα τωρινά αμερικάνικα πρότυπα, που θέλουν τις κωμωδίες να μπαίνουν σ' ένα συγκεκριμένο καλούπι, καταφέρνει να διατηρήσει την βασική πρωτοτυπία της αρχικής, χωρίς όμως να την αντιγράφει και χωρίς να παραλείπει παραλλαγές όλων των πετυχημένων χαρακτήρων και σκηνών αυτής. Με άλλα λόγια μπορεί να μην μιλάμε για ένα αριστούργημα, αλλά η κεντρική ιδέα της κι οι προσαρμογές που έχουν γίνει, την κατατάσσουν στις καλές κι ευχάριστες ταινίες της κατηγορίας της.
Για να συνοψίσω τις διαφορές με την πρωτότυπη, ο Harry Dean, εδώ, δεν είναι ένας εύπορος Βρετανός ευγενής, αλλά ένας φτωχός, και φαινομενικά άβουλος, εκτιμητής έργων τέχνης, ο οποίος βρίσκεται στην δούλεψη του Shahbandar. Επίσης, ο Ταγματάρχης, έχει αναλάβει ν' αντικαταστήσει τον Emile κι η ορφανή Nicole απ' το Hong Kong, έχει αντικατασταθεί από την πανέμορφη PJ Puznowski απ' το Texas. Παράλληλα, το ζητούμενο εδώ δεν είναι κάποια κλοπή, αλλά η εξαπάτηση του θύματος και δεν υπάρχει ουδεμία σχέση ανάμεσα στην PJ και τον Shahbandar.
Τέλος, ενώ στην πρώτη το επίμαχο αντικείμενο ήταν ένα κινέζικο γλυπτό, εδώ είναι ένας πίνακας. Υπάρχει όμως και μια μικρή σκηνή, στην οποία αναπαριστάται η κλοπή ενός βάζου Ming, που φέρνει στο μυαλό την κλοπή της προτομής, στην ταινία του 1966. Ο αραβικός κόσμος των βαθύπλουτων επιχειρηματιών, έχει αντικατασταθεί, εν μέρει, από μια ομάδα σχιστομάτηδων επενδυτών κι η τελική ανατροπή, είναι αδύνατον να προβλεφθεί ακόμα κι από αυτούς που έχουν παρακολουθήσει την παλαιότερη.
Σαν υπόθεση τώρα, καλούμαστε να παρακολουθήσουμε την ζωή ενός πολύ ικανού ανθρώπου, ο οποίος όμως δεν έχει το θάρρος να διεκδικήσει αυτά που του πρέπουν και συνεχώς απειλείται να χάσει κι αυτά τα λίγα που έχει αποκτήσει. Έτσι λοιπόν, με την βοήθεια του φίλου του, σκαρφίζεται το τέλειο σχέδιο εξαπάτησης, το οποίο όμως, δεν εξελίσσεται όπως θα περίμενε. Σ' αυτή την σάτιρα που του ετοιμάζει η πραγματικότητα, ο Harry θα βρεθεί χτυπημένος, ταπεινωμένος, απολυμένος, καταχρεωμένος κι ημίγυμνος να προσπαθεί να διεκδικήσει την αξιοπρέπειά του, μέσα από μια θύελλα κωμικών περιστατικών.
Από σκηνοθετικής πλευράς, η ταινία είναι λίγο-πολύ αναμενόμενη. Όπως επίσης κι οι ερμηνείες των ηθοποιών, δεν είναι ούτε κακές, ούτε καλές, είναι ανάλογες μιας καλής κωμικής ταινίας. Το σενάριο, επίσης, κρατά την αρχική του ευστροφία, έχοντας προσαρμοστεί κατάλληλα στα σημερινά δεδομένα. Μπορεί οι Αδελφοί Coen, για κάποιους, να έχουν ξεπέσει παρουσιάζοντας ένα έργο της σειράς, όμως, προσωπικά θεωρώ ότι αξίζει κάποιος να τους βγάλει το καπέλο που έχουν κάνει μια όμορφη προσαρμογή ενός υπέροχου έργου, χωρίς να καταστρέφουν αυτό ή το όνομά τους.
Με άλλα λόγια, αν θέλετε να δείτε μια έξυπνη κι ευχάριστη αμερικάνικη κωμωδία, με κάποια ανεκτά σεξουαλικά αστεία, προτιμήστε την. Έχει τις ανατροπές και τις ατάκες της κι είναι αρκετά καλά δουλεμένη συγκριτικά με ανάλογες ταινίες. Μπορεί να μην είναι το θαύμα των φετινών Χριστουγέννων, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είναι μια εξαιρετική κωμωδία.

Βαθμολογία: 3/5

Τα σχετικά
Αμερικάνικη κωμωδία του 2012, σε σενάριο των Ethan Coen και Joel Coen και σκηνοθεσία του Michael Hoffman, διάρκειας 89 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Colin Firth, Cameron Diaz, Alan Rickman, Tom Courtenay και Stanley Tucci.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

(1966) Η κλέφτρα

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: Gambit


Η υπόθεση
Ο Harry Dean (Michael Caine) είναι ένας επίδοξος κλέφτης έργων τέχνης, που έχει καταστρώσει το τέλειο σχέδιο για την κλοπή ενός κινέζικου γλυπτού, ανεκτίμητης αξίας. Το σχέδιό του, βέβαια, προϋποθέτει και τη συνεργασία της Nicole Chang (Shirley MacLaine), μιας γυναίκας που μοιάζει απίστευτα με την νεκρή σύζυγο του ζάπλουτου ιδιοκτήτη του επικείμενου γλυπτού, Shahbandar (Herbert Lom). Οι δυο τους θα ταξιδέψουν στην Μέση Ανατολή, όπου θα γνωρίσουν τον Shahbandar, θα εισχωρήσουν στο πολυτελές διαμέρισμά του και θα πραγματοποιήσουν την κλοπή. Το ζήτημα είναι ότι η πραγματικότητα απέχει πολύ από το εξιδανικευμένο σχέδιο του Harry.

Η κριτική
"Η κλέφτρα" είναι μια ιδιότυπη ταινία, καθώς ανήκει παράλληλα και στο είδος της κωμωδίας, αλλά και σ' αυτό των ταινιών μυστηρίου. Ατμοσφαιρική κι έξυπνα δουλεμένη και στα δυο είδη που πρεσβεύει, καταφέρνει να κρατήσει απ' αρχής ως τέλους το ενδιαφέρον του θεατή της, με τις διάφορες μικρο-ανατροπές της.
Ξεκινώντας, βλέπουμε ότι το κωμικό στοιχείο έγκειται στο γεγονός ότι, όταν ο Harry προσεγγίζει την Nicole, δεν της εξηγεί απλά το σχέδιό του, αλλά το φαντασιώνεται, αφήνοντας τον θεατή να εισχωρήσει στις σκέψεις του και να τις δει να ζωντανεύουν μπροστά του. Έτσι, έχοντας παρακολουθήσει, με τα ίδια του τα μάτια, πώς έχουν τα πράγματα στο κεφάλι αυτού του μικρο-εγκληματία, δεν μπορεί παρά να γελάσει όταν βλέπει ότι τα πράγματα δεν εξελίσσονται, ούτε στο ελάχιστο, όπως θα περίμενε ο πρωταγωνιστής.
Οφείλω, δε, να ομολογήσω ότι η παραπλάνηση του θεατή, ο οποίος πιστεύει όσο παρακολουθεί την αρχή της ταινίας ότι το κόλπο καλύπτει μόνο ένα μικρό μέρος της, είναι ευφυέστατη, καθώς όχι μόνο στοχεύει στη μετέπειτα σύγκριση των διαφόρων σκηνών που θα προκαλέσουν το γέλιο, αλλά τραβάει την προσοχή του κοινού σαν μαγνήτης, αφού κατάφερε να το ξεγελάσει ήδη μια φορά.
Όσον αφορά το μυστήριο τώρα, ακριβώς επειδή εμείς έχουμε παρακολουθήσει την τέλεια εκτέλεση του σχεδίου, η κάθε ανατροπή του σεναρίου που έχει στο μυαλό του ο Harry, περιπλέκει τα πράγματα και δημιουργεί εμπόδια τα οποία δύσκολα θα ξεπεραστούν. Ίσως η μεγαλύτερη ανατροπή όλων, να είναι το γεγονός ότι ο Shahbandar, δεν μαγεύεται από την ομοιότητα της Nicole με την πρώην γυναίκα του, αλλά αντιθέτως την βρίσκει αρκετά ύποπτη. Το ζήτημα, όμως, είναι ότι ο σπουδαίος Shahbandar, δείχνει δείγματα αλαζονείας καθώς αντί να προσπαθήσει ν' αποκαλύψει την απάτη, παίζει στο έργο του Harry, προσπαθώντας να ξεγελάσει τον επιτήδειο εγκληματία.
Από σκηνοθετικής πλευράς, αλλά κι από πλευράς φωτογραφίας, το έργο έχει μια αισθητική αρκετά ατμοσφαιρική, καθώς τα χρώματα κυριαρχούν στην εικόνα, αλλά παράλληλα, όταν η πλοκή το απαιτεί, η εικόνα βυθίζεται στο σκοτάδι ή εκτυλίσσεται σε ένα σκηνικό με πιο χλωμές χρωματικές αποχρώσεις, στον οποίο τονίζεται η επικινδυνότητα της στιγμής. Με τον ίδιο τρόπο, βλέπουμε ότι λειτουργεί κι η χρήση της μουσικής, η οποία κατά μια έννοια συμπληρώνει την εικόνα.
Επίσης, το γεγονός ότι ο κύριος τόπος δράσης είναι μια πλασματική χώρα της Μέσης Ανατολής, το Damuz, που ως γνωστόν από εκείνη την περίοδο οι Άραβες συγκέντρωναν στα χέρια τους μεγάλες περιουσίες και διευρύνονταν επιχειρηματικά, σε παγκόσμιο επίπεδο, αποτελεί μια ιδιαίτερα έξυπνη ιδέα, όπως παράλληλα και το γεγονός ότι η Nicole κατοικεί κι εργάζεται σε μια εξωτική Βρετανική πρώην αποικία (κι εκείνης της περιόδου μέλος της Βρετανικής κοινοπολιτείας) της Κίνας, το Hong Kong.
Από υποκριτικής άποψης, οι πρωταγωνιστές της είναι καταπληκτικοί, με τον Michael Caine να δίνει ρέστα ως φερόμενος ευγενής κακοποιός και την Shirley MacLaine να είναι εξίσου απολαυστική ως άλαλο υποχείριο του Harry κι ατίθαση συνεργός του. Ο Herbert Lom, επίσης, είναι εξαιρετικός στον ρόλο του Άραβα μεγιστάνα κι οι υπόλοιποι ηθοποιοί που συμπληρώνουν το cast, αντάξιοι των πρωταγωνιστών.
Με άλλα λόγια, προτείνεται σε όσους ψάχνουν για μια καλογυρισμένη ταινία μυστηρίου, με αρκετό χιούμορ κι άριστες ερμηνείες.

Βαθμολογία: 3,5/5

Τα σχετικά
Αμερικάνικη κωμωδία του 1966, βασισμένη σε ιστορία του Sidney Carroll, σε σενάριο των Jack Davies και Alvin Sargent και σκηνοθεσία του Ronald Neame, διάρκειας 109 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Michael Caine, Shirley MacLaine, Herbert Lom, John Abbott, Roger C. Carmel κι Arnold Moss.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

15 Δεκεμβρίου 2012

(2012) Παπαδόπουλος & ΣΙΑ

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: Papadopoulos & sons


Η υπόθεση
Ο Χάρης Παπαδόπουλος (Stephen Dillane) τα έχει όλα. Κατοικεί σε μια έπαυλη, η επιχείρησή του είναι μια από τις μεγαλύτερες της Βρετανικής χερσονήσου και βρίσκεται στα πρόθυρα ενός ακόμα πιο κερδοφόρου ανοίγματος. Η παγκόσμια ύφεση, όμως, δεν αργεί να πλήξει την ήρεμη ζωή του, καθώς λόγω ενός υπέρογκου δανείου η τράπεζα δεσμεύει οτιδήποτε βρίσκεται στην κατοχή του, αφήνοντας τον ίδιο και την οικογένειά του στους πέντε δρόμους. Η μόνη του επιλογή τώρα, είναι να στραφεί στον αδελφό του, Σπύρο (Γιώργο Χωραφά), και να επαναλειτουργήσει μαζί του την, για χρόνια κλειστή, fish & chips επιχείρησή τους, με την ονομασία "Τα τρία αδέλφια". Αναγκασμένος απ' τα σαλόνια να βρεθεί, έστω και προσωρινά, πίσω στ' αλώνια, ο Χάρης θα επαναπροσδιορίσει την έννοια της επιτυχίας, αλλά και της ευτυχίας.

Η κριτική
Το "Παπαδόπουλος & ΣΙΑ" είναι μια ταινία για την Ελλάδα της κρίσης, που δεν διαδραματίζεται, μεν, στην χώρα μας, αλλά χρησιμοποιεί ως πρώτη ύλη τους Έλληνες, για να μιλήσει για την σημερινή παγκόσμια ύφεση με επίκεντρο την Ελλάδα, μέσω μιας ευχάριστης κι ιδιαίτερα εύστοχης κωμωδίας, χωρίς να κουράζει ψυχολογικά τον ήδη κουρασμένο, από τα δικά του προβλήματα, θεατή.
Η ταινία, βασίζεται στο γνωστό πρότυπο του Έλληνα μετανάστη, ο οποίος ξεκινώντας από χαμηλά, ως σερβιτόρος, μεγαλοπιάνεται, κάνει καριέρα και καταφέρνει να γίνει ένας από τους σημαντικότερους επιχειρηματίες της Ευρώπης. Η απληστία του ανθρώπου, όμως, που επιζητά την κοινωνικο-οικονομική καταξίωση σε βάρος της ικανοποίησης που προσφέρει η ενασχόληση μ' αυτό που πραγματικά τον γεμίζει, έστω κι αν τα κέρδη που του αποφέρει αυτό είναι λίγα, λειτουργεί σε βάρος του, αφού μια μέρα αναγκάζεται να γυρίσει πίσω στις ρίζες του, να ξανασυστηθεί στον εαυτό του και ν' αρχίσει πάλι απ' την αρχή, τουλάχιστον για όσο χρονικό διάστημα θα πάρει να συμφωνηθεί η επαναγορά του χρέους του.
Με λίγα λόγια, ο Χάρης, κάλλιστα θα μπορούσε να παρομοιαστεί με μια ολόκληρη χώρα που φοβάται να τα τινάξει όλα στον αέρα, να πει στις τράπεζες να τα βρούνε μόνες τους και να ξεκινήσει να παράγει πάλι αυτά που ξέρει καλύτερα απ' τον οποιονδήποτε πώς να παράγει. Κι όπως κι η Ελλάδα, έτσι κι ο Χάρης χρησιμοποιεί ως πρόσχημα το ευ ζην των παιδιών του, τα οποία δεν πρέπει να ζήσουν την ζωή που έζησε εκείνος μέχρι να γίνει μεγάλος και τρανός... όμως, για μισό λεπτό... γιατί τα παιδιά του μοιάζουν να το διασκεδάζουν, όταν για πρώτη φορά στη ζωή τους ξεκινάνε οι ετοιμασίες για το άνοιγμα των "Τριών αδελφιών";
Ο Σπύρος, πάλι, ίσως θυμίζει το αθάνατο ελληνικό πνεύμα, που πίνει, τρώει, χορεύει, γλεντάει, σπαταλάει, αλλά ζει. Όταν λοιπόν, ένα ολόκληρο έθνος χάνει τη γη κάτω από τα πόδια του θα στραφεί σ' αυτό το πρόσωπο, για να του θυμίσει τον λόγο της ύπαρξής του και να το βοηθήσει να σωθεί ξανά.
Με μια πρώτη ματιά, η ταινία, θυμίζει αρκετά την πετυχημένη ταινία "Γάμος αλά Ελληνικά", εστιάζοντας όμως περισσότερο στην ελληνική νοοτροπία κι όχι τόσο στα έθιμά μας ή στον τρόπο που λειτουργεί μια ελληνική κοινότητα στο εξωτερικό. Άλλωστε στην Μεγάλη Βρετανία δεν υπάρχει τόση ανάγκη να διατηρηθούν άθικτες οι παραδόσεις της πατρίδας. Έτσι, ως κεντρικούς πρωταγωνιστές έχουμε ουσιαστικά μια οικογένεια με πατέρα έναν αγγλοποιημένο Έλληνα και παιδιά τρία Αγγλάκια, στα οποία ρέει αίμα ελληνικό.
Αν και πιστεύω ότι στο εξωτερικό θα έχει αρκετά μεγάλη επιτυχία, γιατί ο τρόπος που μιλάει για την παγκόσμια ύφεση είναι πολύ απλός, κατανοητός και λογικός, νομίζω ότι στον Έλληνα της σημερινής εποχής δεν αποκλείεται να φανεί άλλη μια ελπιδοφόρα ταινία που προσπαθεί να του αφυπνίσει τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε εθνικά την έννοια της ζωής και που όλοι γύρω μας, τον έχουν κάνει να μοιάζει με τον λόγο που βρισκόμαστε σήμερα σ' αυτήν την κατάσταση. Ε, λοιπόν, νομίζω ότι ισχύει το αντίθετο κι η ταινία το δείχνει με μεγάλη ειλικρίνεια.
Έχοντας μια εξαιρετική φωτογραφία, νοσταλγικά ελληνικά τραγούδια κι εξαιρετικές ερμηνείες, νομίζω ότι η ταινία είναι μια ιδανική πρόταση για τον οποιονδήποτε θέλει να περάσει ευχάριστα κάτι λιγότερο από δυο ώρες ή για όσους χρειάζονται μια αναπτέρωση του ηθικού τους. Γιατί όπως και να το κάνεις, μόνο ο θάνατος κι οι φόροι είναι αδύνατον ν' αποφευχθούν σ' αυτή τη ζωή... εκτός κι αν είσαι Έλληνας... τότε είναι μόνο ο θάνατος.

Βαθμολογία: 3/5

Τα σχετικά
Βρετανική κωμωδία του 2012, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Μάρκου Μάρκου, διάρκειας 105 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Stephen Dillane, Γιώργο Χωραφά, Georgia Groome, Frank Dillane, Thomas Underhill, Selina Cadell, Ed Stoppard, Cosima Shaw, George Savvides και Cesare Taurasi.

Οι σύνδεσμοι

(2012) Το μερίδιο των αγγέλων

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: The angels' share


Η υπόθεση
Ο Robbie (Paul Brannigan) είναι ένας νεαρός Σκωτσέζος, ο οποίος κατάγεται από μια οικογένεια εγκληματιών και του είναι αδύνατον να ξεμπλέξει από τον κόσμο αυτό. Όταν, υπό την επήρρεια ναρκωτικών, ξυλοκοπήσει άγρια έναν νεαρό φοιτητή, θα του επιβληθεί, χαρισματικά, ποινή 300 ωρών κοινωφελούς εργασίας, μιας και, σε λιγότερο από 10 μέρες, πρόκειται να γίνει πατέρας. Κατά τη διάρκεια της πρώτης του μέρας έκτισης της ποινής του, η κοπέλα του, Leonie (Siobhan Reilly), θα γεννήσει τον γιό του κι ο οδηγός του φορτηγού που μεταφέρει τους εγκληματίες, Harry (John Henshaw), θ' αναλάβει να τον πάει στο νοσοκομείο. Εκεί ο Harry, βλέποντας τον κόσμο στον οποίο ζει ο νεαρός, θα θελήσει να τον βοηθήσει και σταδιακά θ' ανακαλύψει ότι ο Robbie έχει την ικανότητα ενός έμπειρου δοκιμαστή whisky. Ίσως αυτή να είναι κι η ευκαιρία του νεαρού Robbie να αφήσει πίσω του, μια για πάντα, τη ζωή του μκρο-κακοποιού και να ξεκινήσει απ' την αρχή.

Η κριτική
"Το μερίδιο των αγγέλων" είναι μια δραματική κωμωδία, που βασίζεται στην ζωή κάποιων Σκωτσέζων του υποκόσμου και παρουσιάζει την δική τους οπτική πάνω στην εγκληματικότητα και την κοινωνία γενικότερα, με έναν πολύ ανάλαφρο, διασκεδαστικό και ρεαλιστικό τρόπο.
Ως κεντρικό ήρωα, γνωρίζουμε τον Robbie, ένα παιδί που φέρει στο πρόσωπο μια ουλή, που του στερεί κάθε πιθανότητα να ζήσει μια φυσιολογική ζωή, με μια φυσιολογική δουλειά, που θα τον βοηθήσει ν' αφήσει πίσω του το κατεστραμμένο παρελθόν του, το οποίο ορίζει το παρόν και πιθανώς και το μέλλον του.
Ευτυχώς, βέβαια, για τον Robbie, στην ζωή του θα βρεθεί κάποια στιγμή η Leonie, μια κοπέλα που παραβλέπει το περιτύλιγμα αυτού του νεαρού και θέλει να δημιουργήσει, μαζί του, μια οικογένεια. Αν κι ο πατέρας της, δεν θεωρεί το παλικάρι, το κατάλληλο πρόσωπο για την κόρη του και κάνει τα πάντα για να τους χωρίσει, η εμπιστοσύνη που δείχνει στο πρόσωπο του Robbie η Leonie, αλλά κι η ευθύνη ενός μωρού, του δίνουν την θέληση να διεκδικήσει κάτι καλύτερο στην ζωή του.
Για συνοδοιπόρους στο ταξίδι του προς ένα καλύτερο αύριο, θ' αποκτήσει κι άλλους απόβλητους της κοινωνίας. Ένας χαζούλης αλκοολικός, ένας βάνδαλος και μια κλεπτομανής, αποτελούν την παρέα του νεαρού Robbie και με οδηγό έναν λάτρη του whisky, θα μυηθούν στον κόσμο του πιο διάσημου προϊόντος της Σκωτίας. Όταν ο Robbie ανακαλύψει το έμφυτο ταλέντο της όσφρησης και της γεύσης του, όλοι οι μικρο-εγκληματίες θα ξεκινήσουν για μια περιπέτεια που θα τους ξελασπώσει οικονομικά κι επαγγελματικά. Στόχος, λοιπόν, είναι να κλέψουν το τελευταίο βαρέλι ενός από τα αρτιότερα whisky που έχουν παραχθεί στην ιστορία και να το πουλήσουν στην μαύρη αγορά.
Μέσα από αυτή την κωμικο-τραγική προσπάθεια να πραγματοποιήσουν το όνειρό τους, θα οργανώσουν το πιο απλό, αλλά ταυτόχρονα πανέξυπνο, σχέδιο που θα τους δώσει πρόσβαση στην τοποθεσία που φυλάσσεται το βαρέλι. Με την παρουσία τους εκεί, θ' αποκαλύψουν στον θεατή την υποκρισία ενός νόμιμου κυκλώματος που δεν έχει αναστολές να ξεγελάσει τους υποψήφιους αγοραστές ή ενός κόσμου, ο οποίος είναι πρόθυμος να ξοδέψει ένα σκασμό λεφτά για ένα προϊόν, την αξία του οποίου είναι ανίκανος να εκτιμήσει.
Η ταινία, στο σύνολό της, είναι ιδιαίτερα απλή, ειλικρινής κι αρκετά πρωτότυπη. Η ιστορία της, αν κι αρχικά μοιάζει αδιάφορη, καταφέρνει να κρατήσει το ενδιαφέρον του θεατή, παρουσιάζοντας την καθημερινότητα ενός ξοφλημένου ανθρώπου με ξεχωριστά χαρίσματα. Ακριβώς με τον ίδιο, φυσικό τρόπο, είναι προσανατολισμένη κι η σκηνοθεσία, η μουσική που χρησιμοποιείται, αλλά κι οι ερμηνείες των ηθοποιών, τα οποία συνθέτουν ένα δράμα με αρκετά κωμικά στοιχεία, που ωθεί τον θεατή ν' αναλογιστεί τι είναι παράβαση, τι νομιμότητα, τι εξαπάτηση και ποιά η διαφορά τους.
Εφόσον κυρίαρχο θέμα της, είναι το whisky, θα έλεγα ότι αποτελεί μια ιδιαίτερα καλή επιλογή για όλους τους λάτρεις του σκωτσέζικου αυτού ποτού, καθώς μέσα από την μύηση των πρωταγωνιστών θα σας ξυπνήσει γεύσεις και αρώματα των πιο ακριβών προϊόντων του είδους. Έπειτα, προτείνεται σε όλους όσους ψάχνουν για μια διαφορετική ταινία, που φέρει κάποιο μήνυμα, αλλά που δεν θα κουράσει ο τρόπος με τον οποίο το μεταδίδει.

Βαθμολογία: 3/5

Τα σχετικά
Βρετανική κωμωδία του 2012, σε σενάριο του Paul Laverty και σκηνοθεσία του Ken Loach, διάρκειας 101 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Paul Brannigan, Siobhan Reilly, John Henshaw, John Henshaw, Gary Maitland και asmin Riggins.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

18 Νοεμβρίου 2012

(2011) Buenos Aires σ' αγαπώ

Πρωτότυπος τίτλος: SuperClásico


Η υπόθεση
Ο Christian (Anders W. Berthelsen) είναι ένας ιδιοκτήτης κάβας από τη Δανία, που βρίσκεται στα τελευταία στάδια του διαζυγίου από τη σύζυγό του Anna (Paprika Steen). Η Anna, έχει εγκαταλείψει εδώ κι 11 μήνες τον Christian, για έναν άσο του αργεντίνικου ποδοσφαίρου και ζει πια μόνιμα στο Buenos Aires. Ο Christian, όμως, πριν υπογράψει τα χαρτιά του διαζυγίου, θα θελήσει να κάνει μια τελευταία προσπάθεια να ξανακερδίσει την γυναίκα του και θα ξεκινήσει μαζί με τον γιό του, για ένα ταξίδι στην πρωτεύουσα της Αργεντινής. Εκεί, θα έρθει σ' επαφή με τους ανθρώπους και την λατινο-αμερικάνικη κουλτούρα και θα πάρει ένα μάθημα για τη ζωή. Θα καταφέρει, όμως, να κερδίσει και πάλι την καρδιά της Anna;

Η κριτική
Το "Buenos Aires σ' αγαπώ" πραγματεύεται την ιστορία ενός διαζυγίου, με έναν ιδιαίτερα κωμικό κι ανορθόδοξα αισιόδοξο τρόπο. Χωρίς να μπορώ να πω ότι με άγγιξε ή έστω ότι μου άρεσε αυτό το κράμα δράματος και κωμωδίας, οφείλω να παραδεχτώ ότι κατά τη διάρκειά της, αρκετές φορές, γέλασα αβίαστα, αλλά κι εκνευρίστηκα από την υπερβολή της σε κάποια θέματα. Ας πάρω, όμως, τα πράγματα με τη σειρά, για να εξηγήσω τους λόγους που η ταινία είτε θ' αρέσει αρκετά, είτε καθόλου.
Το έργο, έχει αναθέσει την εξήγηση των γεγονότων σ' έναν αφηγητή εκτός της ιστορίας, σ' ένα τρίτο μάτι που έχει την ικανότητα να βλέπει κάποια πράγματα πιο αποστασιοποιημένα, να τα κρίνει καταλλήλως, αλλά και που παράλληλα παίζει τον ρόλο του εκφραστή των συναισθημάτων των Ευρωπαίων ηρώων, μιας κι οι ίδιοι αδυνατούν να το πράξουν.
Άλλο ένα στοιχείο που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι το γέλιο που ακούγεται στην έναρξη της ταινίας, με φόντο μια μαύρη οθόνη. Ένα γέλιο που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το πρώτο πλάνο της ταινίας, το οποίο παρουσίαζει τον Christian να ζει το δράμα του διαζυγίου του, έχοντας παρατήσει τελείως τον εαυτό του. Με αυτόν τον τρόπο, νομίζω ότι ο σκηνοθέτης προσπαθεί να δείξει ότι πάντα υπάρχει και η κωμική πλευρά στο κάθε δράμα. Μια πλευρά που αν κοιτάξουμε καλά, θα την δούμε εύκολα.
Στην επόμενη σκηνή, ο αφηγητής, θα μας κάνει μια γρήγορη εισαγωγή στην υπόθεση και, μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, θα βρεθούμε μαζί με τον Christian και τον γό του, Oscar (Jamie Morton), στην πανέμορφη Αργεντινή, όπου θα παρακολουθήσουμε την εξέλιξη δυο διαφορετικών ιστοριών, οι οποίες έχουν κοινό άξονα τον έρωτα.
Το πάθος, όπως θα δούμε, έχει πρωταρχικό ρόλο στην εξέλιξη της υπόθεσης. Όπως μπορούμε πολύ εύκολα να διακρίνουμε κι από τον πρωτότυπο τίτλο (SuperClásico), στην ταινία κυριαρχεί η αγάπη για το ποδόσφαιρο κι έπειτα θα δούμε να περνάνε από τις οθόνες μας, όλα όσα χαρακτηρίζουν την Αργεντινή: το κρασί, το τανγκό, το φαγητό και το κυριότερο, την αγάπη του λαού αυτού για την ζωή.
Βέβαια, όλα τα παραπάνω, είναι δοσμένα από την οπτική ενός Δανού κι όχι ενός γηγενούς σκηνοθέτη. Όπως είναι αναμενόμενο, δε, στα μάτια ενός Βορειο-Ευρωπαίου πολίτη, όλο αυτό το πάθος, μοιάζει περισσότερο ως μια, απαραίτητη στο άνθρωπο, ελευθεριότητα, παρά ως τρόπος ζωής και φυσικά έτσι παρουσιάζεται και στο έργο. Η μεγέθυνση των κύριων χαρακτηριστικών των ανθρώπων αυτών θα προκαλέσει το γέλιο του θεατή, ταυτόχρονα όμως, η σάτιρα που ασκείται στον τρόπο ζωής των Αργεντίνων, αν και δεν γίνεται με κακή πρόθεση, δεν αποκλείεται να εκληφθεί ως δείγμα ασέβειας στον πολιτισμό τους.
Τα κυρίαρχα πρόσωπα που εκφράζουν το πρόσωπο της Αργεντινής, είναι ο ποδοσφαιρικός αστέρας, Juan Diaz (Sebastián Estevanez), η οικονόμος Fernanda (Adriana Mascialino) κι η οικογένεια της 17χρονης Veronica (Dafne Schiling).
Ο Diaz, είναι ένας λατίνος με θρησκευτικές αρχές, που ζει την κάθε στιγμή της ζωής του σαν να μην έχει μεγαλώσει ποτέ. Λατρεύει το ποδόσφαιρο και παίζει επαγγελματικά για την ευχαρίστηση κι όχι για τα χρήματα. Επίσης, αγαπά την Anna και συμπεριφέρεται στον Christian σαν να 'ταν φίλοι από τα παλιά. Η Fernanda πάλι, είναι μια γυναίκα μεγάλης ηλικίας, που εκφράζεται με αποστομωτική ειλικρίνεια κι αγαπά το σεξ. Τέλος η Veronica, είναι μια 17χρονη κοπέλα, που εργάζεται ως ξεναγός κι η οικογένειά της είναι η κλασική οικογένεια της Λατινικής Αμερικής, που κάθε μέρα κάθεται στο τραπέζι μαζεμένη κι είναι πρόθυμη να υποδεχτεί τον όποιο ξένο έρθει απρόσκλητος.
Ο Diaz, κατά μια έννοια είναι το άτομο που συμπληρώνει την υστερική Anna, η Fernanda είναι η γυναίκα που, με την αμεσότητά της, θα δείξει τον δρόμο στον χαμένο στη δυστυχία Christian κι η Veronica, μαζί με την οικογένειά της, θα δώσουν νόημα στη ζωή του 16χρονου Oscar.
Σε γενικές γραμμές, αν δεν σας ενοχλεί η υπερβολή και σας αρέσει να κοιτάτε τη ζωή από μια αισιόδοξη, όχι απαραίτητα ουτοπική, ματιά, νομίζω είναι ότι η συγκεκριμένη ταινία αποτελεί μια καλή επιλογή για 'σας. Αν πάλι, θέλετε μια ταινία που να έχει να σας πει κάτι περισσότερο από τ' ότι ακόμα και στις δυσκολότερες καταστάσεις η ζωή δεν χάνει την ουσία της ή σας εκνευρίζουν οι υπερβολές, ίσως θα πρέπει να κάνετε κάποια άλλη επιλογή.

Βαθμολογία: 2/5

Τα σχετικά
Δανέζικη δραματική κωμωδία του 2012, σε σενάριο των Ole Christian Madsen και Anders Frithiof August και σκηνοθεσία του Ole Christian Madsen, διάρκειας 99 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Anders W. Berthelsen, Paprika Steen, Jamie Morton, Sebastián Estevanez, Adriana Mascialino και Dafne Schiling.

Οι σύνδεσμοι
Trailer 
Imdb 
Rotten Tomatoes 

27 Οκτωβρίου 2012

(2011) Κι αν ζούσαμε όλοι μαζί;

Πρωτότυπος τίτλος: Et si on vivait tous ensemble?
Αγγλικός τίτλος: And if we all lived together


Η υπόθεση
Ο Claude (Claude Rich), η Jeanne (Jane Fonda), ο Albert (Pierre Richard), η Annie (Geraldine Chaplin) κι ο Jean (Guy Bedos), είναι μια παρέα 75άρηδων που έχουν καταφέρει να παραμείνουν φίλοι για περισσότερο από 40 χρόνια. Όταν τα προβλήματα της ηλικίας αρχίζουν να γίνονται εμφανή κι ο θάνατος αρχίζει να πλησιάζει απειλητικά τις ζωές τους, ο εργένης Claude κι οι, για χρόνια παντρεμένοι, Albert και Jeanne, παίρνουν την απόφαση να μετακομίσουν στο σπίτι της Annie και του Jean, επιλέγοντας οι ίδιοι τον τρόπο με τον οποίο θα περάσουν το υπόλοιπο της ζωής τους. Μαζί τους, θα μετακομίσει στο σπίτι ένας νεαρός Γερμανός, ο Dirk (Daniel Brühl), ο οποίος στα πλαίσια μιας πανεπιστημιακής έρευνας, μελετά τη ζωή των ηλικιωμένων Ευρωπαίων.

Η κριτική
Το "Κι αν ζούσαμε όλοι μαζί;" αποτελεί μια κατ' εξοχήν γλυκιά γαλλική δραματική κωμωδία για τους ανθρώπους της τρίτης ηλικίας. Ο Stéphane Robelin, συγγραφέας και σκηνοθέτης της, έχει επιλέξει να γυρίσει μια ταινία για μια ηλικιακή ομάδα που, φαινομενικά μόνο, η ζωή των μελών της δεν έχει κανένα ενδιαφέρον. Πρακτικά, όπως θα δούμε, η ζωή ποτέ δεν χάνει το ενδιαφέρον της, σε όποια ηλικία κι αν βρισκόμαστε.
Σε μια εποχή που οι θεσμοί κι οι αξίες περνάνε κρίση και καταρρέουν, ακριβώς όπως γίνεται και με την παγκόσμια οικονομία, μια παρέα διεθνών star, που έχουνε μπει πια για τα καλά στην τρίτη ηλικία, θα μας παρουσιάσει την ζωή με ένα διαφορετικό βλέμμα, που όπως θα δούμε δεν διαφέρει ιδιαίτερα από αυτό ενός νεαρού ατόμου ή ενός μεσήλικα.
Έχοντας αποκτήσει κι οι πέντε τους οικογένειες, στα 75 τους θα συνειδητοποιήσουν ότι για τα παιδιά τους δεν αποτελούν πλέον "οικογένεια", παρά μόνο ένα πρόβλημα, που πρέπει να σταλεί σε γηροκομείο ή πρέπει να απαρνηθεί τ' αγαπημένα του πρόσωπα για να μην κινδυνεύει. Ακόμα, μπορεί απλά οι γονείς να έχουν παραμεγαλώσει για να τους επισκεπτόμαστε.
Αποδεχόμενοι λοιπόν την φυσική κατάσταση στην οποία βρίσκονται, κάποια στιγμή, οι πέντε φίλοι, θα ενώσουν τα πράγματα και τις συνήθειές τους και θα δημιουργήσουν μια κοινότητα, ανάλογη ενός γηροκομείου, με τη μόνη διαφορά ότι αντί για νοσοκόμες θα έχουν ο ένας τον άλλο κι αντί για καινούργιους φίλους, θα πρέπει να καταφέρουν να διατηρήσουν τους παλιούς. Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι με δική τους απόφαση θα δημιουργηθεί μια καινούργια οικογένεια, πιο ανθεκτική από τις βιολογικές τους.
Οι διάφορες συνήθειες, αλλά και τα διάφορα προβλήματα του καθενός, θ' αποτελέσουν την αφορμή για κάποιες όμορφες κωμικο-τραγικές καταστάσεις, που είναι κι αυτές που, κατά κύριο λόγο, κρατάνε το ενδιαφέρον του θεατή. Η κεντρική ιστορία, βέβαια, είναι λίγο-πολύ προβλέψιμη, καθώς από την αρχή μπορούμε να μαντέψουμε το τέλος. Η Jeanne βρίσκεται στα τελευταία στάδια του καρκίνου, ο σύζυγός της, Albert, βρίσκεται στα πρώτα στάδια της άνοιας, ο Claude είναι ένας γηραιός, καρδιακός, σεξομανής εργένης κι η Annie με τον Jean, είναι ένα ζευγάρι που ενώ φαινομενικά τα έχει όλα, ουσιαστικά είναι δυο άνθρωποι μόνοι.
Σημαντικό ρόλο, επίσης, θα δούμε ότι έχει κι η σεξουαλικότητα της τρίτης ηλικίας. Αφορμή για την ενασχόληση με το θέμα, αλλά και τις διάφορες αποκαλύψεις που έπονται, θα είναι η προτροπή της Jeanne στον νεαρό Dirk, να ρωτήσει για το θέμα. Όπως μας λέει κι η Jeanne, οι γέροι δεν είναι άγιοι.
Τα γηρατειά, με λίγα λόγια δεν συνεπάγονται την παραίτηση από τη ζωή. Όσα δικαιώματα έχει ένας νέος άνθρωπος ν' απολαύσει τη ζωή, άλλα τόσα έχουν και τα άτομα προχωρημένης ηλικίας να φύγουν όπως οι ίδιοι επιλέξουν να φύγουν. Κι αφού οι νεαροί της παρέας, αρνούνται να δώσουν μια χείρα βοηθείας, κανείς δεν μπορεί να τους απαγορεύσει να πάρουν τις ζωές τους στα χέρια τους.
Σε γενικές γραμμές, οι ερμηνείες είναι συμπαθητικές, με φωτεινές εξαιρέσεις τους Geraldine Chaplin και Pierre Richard και απογοητευτική την συμμετοχή της Jane Fonda, η οποία παίζει τον εαυτό της και δεν δείχνει την παραμικρή διάθεση να τσαλακώσει την εικόνα της και να παραστήσει, πειστικά, την άρρωστη.
Άλλο ένα αρνητικό της ταινίας, είναι επίσης το γεγονός ότι είναι ιδιαίτερα γαλλική για να μπορέσει να θεωρηθεί συμπαθητική η πλειοψηφία των χαρακτήρων, από ένα κοινό εκτός των συνόρων της. Στο έργο, υπάρχει διάχυτη η γαλλική αγένεια κι αμεσότητα που άλλοτε λειτουργεί θετικά κι ανθρώπινα, άλλοτε πάλι ωθεί τον θεατή ν' αδιαφορήσει.
Εν ολίγοις, αν σας αρέσει το γαλλικό σινεμά, το θέμα παρουσιάζει αρκετό ενδιαφέρον. Αν σας αρέσει, επίσης, η Geraldine Chaplin, είναι και πάλι μια πολύ όμορφη επιλογή. Αν πάλι, ανήκετε στο σινεφίλ κοινό, είναι μια ενδιαφέρουσα κι ιδιαίτερη ταινία, που αν δεν έχετε κάποια καλύτερη πρόταση, σίγουρα δεν θα σας δυσαρεστήσει.

Βαθμολογία: 2,5/5

Τα σχετικά
Γαλλική δραματική κωμωδία του 2011, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Stéphane Robelin, διάρκειας 96 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Geraldine Chaplin, Jane Fonda, Pierre Richard, Guy Bedos, Claude Rich και Daniel Brühl.

Οι σύνδεσμοι

19 Οκτωβρίου 2012

(2012) Αστερίξ + Οβελίξ στη Βρετανία

Πρωτότυπος τίτλος: Astérix et Obélix: Au service de sa majesté
Αγγλικός τίτλος: Astérix and Obélix: God save Britannia 
Δευτερεύων αγγλικός τίτλος: Astérix and Obélix: On her majesty's secret service


Η υπόθεση
Η Μεγάλη Βρετανία βρίσκεται υπό την πολιορκία Ρωμαίων στρατιωτών. Όταν η πολιορκία φτάσει πια στο χωριό της Βασίλισσας Cordelia, οι κάτοικοι θα στείλουν έναν απεσταλμένο, τον Jolitorax (Guillaume Gallienne), στους, ξακουστούς για την δύναμή τους, Γαλάτες. Στον Astérix (Edouard Baer) και τον Obélix (Gérard Depardieu) θ' ανατεθεί, παράλληλα με την εκπαίδευση του Goudurix (Vincent Lacoste) για να γίνει άντρας, η ασφαλής μεταφορά ενός βαρελιού με μαγικό φίλτρο, αλλά και του Jolitorax, πίσω στην πατρίδα του. Οι Ρωμαίοι με τη σειρά τους, θα καταφύγουν στους Νορμανδούς και όλοι μαζί θα βρεθούν σε μια κωμωδία καταστάσεων, με έδρα την Μεγάλη Βρετανία.

Η κριτική
Η τέταρτη ταινία Astérix κι Obélix με τον Gérard Depardieu στον ρόλο του δευτέρου, οφείλω να ομολογήσω ότι καταφέρνει ν’ ανακτήσει την χαμένη αίγλη των δυο πρώτων ταινιών της σειράς, παρουσιάζοντας μια κωμωδία καταστάσεων που προκαλεί το άκρατο γέλιο του θεατή.
Οι παραγωγοί, αλλάζοντας για τρίτη φορά τον ηθοποιό που ενσαρκώνει τον Astérix και κρατώντας τον καταπληκτικό Gérard Depardieu σ’ έναν από τους πιο ταιριαστούς ρόλους της καριέρας του, πετυχαίνουν να δημιουργήσουν ένα δυνατό δίδυμο, ίσως καλύτερο κι από το αρχικό.
Η ταινία, βασιζόμενη στα comic "Ο Αστερίξ κι οι Βρετανοί" κι "Ο Αστερίξ κι οι Νορμανδοί", εμφανίζει έναν Astérix κι έναν Obélix, που θυμίζουν αρκετά τους χαρακτήρες της πρώτης ταινίας. Εμβαθύνει, παράλληλα, στη φιλία των δυο ηρώων, αλλά και στην σχέση που έχουν αυτοί με άλλους χαρακτήρες της ταινίας. Στα πρότυπα του comic, δεν παραλείπει να συμπεριλάβει τους χαζούς Ρωμαίους που συνέχεια "τις τρώνε", τον καπετάνιο των πειρατών που συνέχεια "την παθαίνει" από τους Γαλάτες, αλλά και τα διάφορα gadgets της σημερινής εποχής, καμουφλαρισμένα καταλλήλως για να ταιριάζουν με το υπόλοιπο σύνολο.
Το κυριότερο, όμως, στοιχείο που κάνει την ταινία άκρως κωμική είναι αυτό της σάτιρας. Μπορεί ο Astérix κι o Obélix να είναι μια παιδική σειρά ταινιών, αλλά ας μην ξεχνάμε την αιώνια έχθρα που τρέφουν Άγγλοι και Γάλλοι. Όντας μια γαλλική ταινία λοιπόν, δεν χάνει την ευκαιρία να δείξει όλα τα στοιχεία για τα οποία φημίζονται οι "εχθροί (την αγένεια, την ευθύτητα, τους τρόπους, την εμμονή με το τσάι, τα άγευστα φαγητά, την αδυναμία τους να εξωτερικεύσουν τα συναισθήματά τους, την ατάραχη εικόνα τους, κ.α.), μ’ έναν τρόπο τόσο εύστοχο, που ακόμα κι οι ίδιοι οι Άγγλοι δεν θα μπορούσαν να κακιώσουν στους δημιουργούς της.
Επίσης, άλλο ένα έξυπνο στοιχείο είναι η εμβόλιμη διακωμώδηση των Νορβηγών, που βοηθά να μην καταντήσει κουραστική η ταινία, αλλά κι ο έμμεσoς σχολιασμός που αποπειράται να κάνει σε διάφορα καθημερινά προβλήματα, όπως αυτό της λαθρομετανάστευσης.
Μια ταινία γυρισμένη στα πρότυπα των Astérix κι Obélix, που συστήνεται ανεπιφύλακτα στις οικογένειες, στους φανατικούς θαυμαστές των δυο παντοδύναμων ηρώων, αλλά και σε όσους επιθυμούν να δουν μια καλή κωμωδία με ήρωες δυο κλασικούς χαρακτήρες comic.
Σημείωση: Αν επιλέξετε να δείτε την ταινία στην τρισδιάστατη έκδοσή της, το σίγουρο είναι πως δεν θα κλάψετε τα λεφτά σας. Όμως, καθώς δεν παρουσιάζει ιδιαίτερα μεγάλες διαφορές από την δισδιάστατη έκδοση, το 3D δεν κρίνεται απαραίτητο.

Βαθμολογία: 3/5

Τα σχετικά
Γαλλική κωμωδία του 2012, βασισμένη σε comic των René Goscinny και Albert Uderzo, σε σενάριο των Laurent Tirard και Grégoire Vigneron και σκηνοθεσία του Laurent Tirard, διάρκειας 100 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Edouard Baer, Gérard Depardieu, Vincent Lacoste, Guillaume Gallienne, Charlotte Lebon, Valérie Lemercier, Catherine Deneuve και Fabrice Luchini.

Οι σύνδεσμοι
Trailer 
Imdb
Rotten Tomatoes

(2008) Ο Αστερίξ στους ολυμπιακούς αγώνες

Πρωτότυπος τίτλος: Astérix aux jeux olympiques
Αγγλικός τίτλος: Asterix at the olympic games


Η υπόθεση
Ο Alafolix (Stéphane Rousseau), ένας νεαρός Γαλάτης, στέλνει ερωτικούς παπύρους στην πριγκίπισσα Ειρήνη (Vanessa Hessler), η οποία δηλώνει ερωτευμένη με τον κρυφό θαυμαστή της. Το πρόβλημα είναι ότι την καρδιά της Ειρήνης διεκδικεί ταυτόχρονα κι ο γιος του Ιουλίου Καίσαρα (Alain Delon), Βρούτος (Benoît Poelvoorde), τον οποίο η όμορφη πριγκίπισσα δεν αντέχει ούτε λεπτό. Προκειμένου, λοιπόν, να μην αναγκαστεί να παντρευτεί τον Βρούτο με το έτσι θέλω, ανακοινώνει πως θα δεχτεί για σύζυγό της όποιον καταφέρει να κερδίσει στους Ολυμπιακούς Αγώνες που πρόκειται να γίνουν σε σύντομο χρονικό διάστημα. Ο Βρούτος θα ανακοινώσει στον πατέρα του πως θα εκπροσωπήσει την Ρώμη, ενώ ο Alafolix θα ζητήσει την βοήθεια των συμπατριωτών του. Ο Astérix (Clovis Cornillac), ο Obélix (Gérard Depardieu) κι ο Panoramix (Jean-Pierre Cassel) θα ξεκινήσουν ένα ακόμα ταξίδι, αυτή τη φορά με προορισμό την Ελλάδα. Στόχος τώρα είναι να κερδίσουν τους Αγώνες και να βοηθήσουν τον Alafolix να κερδίσει το χέρι της ωραίας Ειρήνης.

Η κριτικής
Η τρίτη ταινία της κινηματογραφικής μεταφοράς του Astérix και Obélix στην μεγάλη οθόνη, παρά τις προσπάθειες που καταβάλει, δυστυχώς δεν καταφέρνει να διατηρήσει το ίδιο επίπεδο με τις δυο προηγούμενές της. Κρίμα για την ταινία και διπλό κρίμα για 'μας τους Έλληνες που περιμέναμε πώς και πώς την συγκεκριμένη παραγωγή.
Αυτή την φορά η ταινία θα ξεκινήσει με την ιστορία του γαλατικού χωριού και θα συνεχίσει συστήνοντας στο κοινό τους νέους ήρωες που θα πλαισιώσουν το σύνολο. Παράλληλα, παρά το ταξίδι που πραγματοποιούν οι φημισμένοι Γαλάτες, το επεισόδιο, της συγκεκριμένης ιστορίας, με τους πειρατές παραλείπεται κι ακόμα παρατηρούμε ότι τους χαζούς Ρωμαίους, ουσιαστικά αντικαθιστά ο Βρούτος, ο οποίος παρουσιάζεται τόσο βλάκας που αγγίζει, πια, τα όρια της υπερβολής.
Οι συντελεστές δίνουν την αίσθηση ότι σκοπίμως αποφεύγουν τις σκηνές πλήθους κι ίσως αυτό να γίνεται για να εστιάσουν περισσότερο στα διεθνή ονόματα που έχουν καταφέρει να συμπεριλάβουν στην παραγωγή. Βέβαια, αξίζει ν' αναγνωρίσουμε ότι μια ταινία που καταφέρνει να επαναφέρει τον Alain Delon σε βασικό ρόλο και να δώσει στον Michael Schumacher ρόλο ανάλογο της πραγματικής του ιδιότητας, δεν είναι κάτι που μπορεί να περάσει απαρατήρητο.
Η αλήθεια, βέβαια, είναι ότι σε μια ταινία διάρκειας δυο ωρών, οι μόνες σκηνές που αξίζουν από κωμικής άποψης, με εξαίρεση κάποιες λίγες σκηνές που τα ηνία αναλαμβάνει ο Gérard Depardieu, είναι αυτές με τον Καίσαρα και τον Βρούτο, οι οποίες, όπως προανέφερα, κάπου χάνουν την μαγεία τους με την υπερβολή που διαθέτουν. Από το έργο, δεν λείπουν παράλληλα και διάφορες σκηνές με τις οποίες, εμμέσως, ασκείται αρνητική σάτιρα σε διάφορα αθλήματα, τα οποία ποτέ δεν έγιναν αποδεκτά από ένα μέρος του παγκόσμιου πληθυσμού (body-building, ποδόσφαιρο, κ.α.).
Τέλος, η ξαφνική αλλαγή του ηθοποιού που ενσαρκώνει τον Astérix, μοιάζει πλήρως ανούσια. Ο Clovis Cornillac παρουσιάζει έναν χαρακτήρα πεζό κι αδιάφορο, αφήνοντας τους δευτεραγωνιστές να κερδίσουν την παράσταση και τους θαυμαστές του comic με μια πικρή γεύση στο στόμα.
Αν και την συγκεκριμένη ταινία δύσκολα θα την πρότεινα σε κάποιον, αν έχετε δει τις δυο προηγούμενες και δεν έχετε κάποια άλλη, καλύτερη πρόταση, δεν αποτελεί ιδιαίτερα κακή επιλογή για ένα χαλαρωτικό δίωρο.

Βαθμολογία: 1,5/5

Τα σχετικά
Γαλλική κωμωδία του 2008, βασισμένη σε comic των René Goscinny και Albert Uderzo, σε σενάριο των Thomas Langmann, Olivier Dazat, Alexandre Charlot και Franck Magnier, σε διαλόγους των Thomas Langmann, Alexandre Charlot και Franck Magnier και σκηνοθεσία των Frédéric Forestier και Thomas Langmann, διάρκειας 116 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Clovis Cornillac, Gérard Depardieu, Jean-Pierre Cassel, Stéphane Rousseau, Vanessa Hessler, Benoît Poelvoorde και Alain Delon.

Οι σύνδεσμοι
Imdb