30 Νοεμβρίου 2012

(2010) Στην καρδιά του χειμώνα

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: Winter's bone


Η υπόθεση
Η Ree (Jennifer Lawrence), είναι μια 17χρονη κοπέλα που έχει αναλάβει να σηκώσει στις πλάτες της όλα τα οικογενειακά βάρη. Έχοντας έναν πατέρα που είναι απών και μια μητέρα με σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα, προσπαθεί να κάνει ό,τι καλύτερο, για ν' αναθρέψει τα δυο μικρότερα αδέλφια της. Κάποια μέρα, θα την επισκεφθεί ο σερίφης της πόλης και θα την ενημερώσει για ένα δικαστήριο στο οποίο, προκειμένου να μην χάσουν το σπίτι και τη γη τους, θα πρέπει να παραστεί ο πατέρας της, ο οποίος, εν αγνοία της οικογένειάς του, έχει βάλει υποθήκη την περιουσία τους. Η Ree, αγνοώντας τις φιλικές συμβουλές όσων της λένε να σταματήσει, θα ψάξει τον πατέρα της, για να καταφέρει να κρατήσει τα λιγοστά υπάρχοντα της οικογένειάς της.

Η κριτική
Η ταινία, είναι ένα καθαρόαιμο δράμα της ανεξάρτητης αμερικάνικης κινηματογραφίας, με κύριο πρωταγωνιστικό πρόσωπο, την κοινωνία που συγκροτούν οι κάτοικοι μιας μίζερης επαρχίας. Μια κοινωνία που διέπεται από δικούς της κανόνες και νόμους, οι οποίοι δεν συνάδουν απαραίτητα με αυτούς που ορίζει η Πολιτεία.
Αρχικά, θα γνωρίσουμε την 17χρονη Ree και θα παρακολουθήσουμε την σχέση που έχει η νεαρή με τα μικρότερα αδέλφια της, αλλά και τους γείτονές της, οι οποίοι προμηθεύουν την οικογένεια με τ' απαραίτητα και δεν αρνούνται να φιλοξενήσουν τα ζώα της, όταν εκείνη αδυνατεί να τα θρέψει. Παρόλο που η Ree είναι κόρη ενός άντρα, ο οποίος είναι γνωστό ότι είναι μπλεγμένος με τον κόσμο των ναρκωτικών, ότι κατασκευάζει και κάνει χρήση μεθαδόνης, εκείνη επιλέγει να μείνει μακριά από τον υπόκοσμο και προσπαθεί να διδάξει στα μικρότερα αδέλφια της, παράλληλα με τα μαθήματα του σχολείου, τα βασικά στοιχεία ανεξαρτησίας, όπως το κυνήγι και το μαγείρεμα.
Όταν η νεαρή Ree, μαθαίνει για την υποθήκη και την έξωση που πρόκειται να γίνει στην οικογένειά της σε μια βδομάδα, αποφασίζει να πάει κόντρα σε όλους και, με έναν ιδιαίτερα ήρεμο τρόπο, προσπαθεί να βρει τον άνθρωπο που ευθύνεται για την ψυχολογική αστάθεια της μητέρας της, αλλά και για την οικονομική κατάσταση στην οποία βρίσκονται. Παρόλα αυτά, αξίζει να σημειώσουμε ότι πουθενά η νεαρή πρωταγωνίστρια δεν φαίνεται ν' αποδίδει ευθύνες σ' αυτόν τον άνθρωπο. Είναι απολύτως συμβιβασμένη με τα όσα συμβαίνουν στη ζωή της κι ο μόνος λόγος που είναι αποφασισμένη να βρει τον πατέρα της είναι από ανάγκη. Όπως επίσης, από ανάγκη θέλει να καταταγεί στον στρατό, χωρίς να έχει την παραμικρή ιδέα των όσων θα χρειαστεί να θυσιάσει, επιπλέον.
Ο κόσμος των ναρκωτικών, των ξεπεσμένων ανθρώπων, που σταδιακά θα γνωρίσουμε, δεν διαφέρει ιδιαίτερα από τους απλούς και καθαρούς γείτονες της νεαρής Ree. Ίσως, η μόνη τους διαφορά να είναι η έλλειψη φιλοξενίας των πρώτων, όμως οι κώδικες τιμής είναι ίδιοι για όλους. Για παράδειγμα, το ίδιο κατακριτέο θεωρείται απ' όλους τους κατοίκους το "κάρφωμα". Επίσης, αν εξαιρέσει κανείς την αρχική πρόθεση όλων ν' αποτρέψουν την νεαρή Ree να ψάξει για τον αγνοούμενο πατέρα της, κανένας δεν την αφήνει πλήρως αβοήθητη. Σιγά-σιγά, όλοι ξαναγυρίζουν και της προσφέρουν τη βοήθεια που της αρνήθηκαν ή κάνουν τα στραβά μάτια και μοιράζονται διάφορες πληροφορίες.
Τα ψυχρά χρώματα που χρησιμοποιούνται, τα ερειπωμένα τοπία, η αργή εξέλιξη κι οι άκρως ρεαλιστικές ερμηνείες των ηθοποιών, συμβάλουν στην κατανόηση του ψυχισμού της ηρωίδας, αλλά και των υπολοίπων κατοίκων. Βρισκόμαστε σ' ένα μέρος άγονο, που βρίθει από ακαλλιέργητους ανθρώπους που απλώς ζουν τις ζωές τους, όσο καλύτερα μπορούν, μέχρι να φύγουν από τούτο τον κόσμο. Όμως, βλέπουμε ότι πέρα από αυτόν τον δυσάρεστο συμβιβασμό με τη ζωή, που κατά μια έννοια κρατά φυλακισμένους τους ανθρώπους της πόλης αυτής στη μιζέρια τους, όλοι οι κάτοικοι, κατά έναν τρόπο έχουν αναπτύξει δεσμούς συγγένειας μεταξύ τους κι είναι όλοι αληθινοί. Ο μόνος που ξεχωρίζει, αρνητικά, είναι ο σερίφης, ο οποίος σε αντίθεση με τους κατοίκους, είναι ένας  δειλός ψευτό-μαγκας που καταπατά τους άγραφους νόμους των υπολοίπων.
Το "Στην καρδιά του χειμώνα" είναι μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα ταινία, που προτείνεται κυρίως στο σινεφίλ κοινό, λόγω των αργών ρυθμών του, αλλά και στους λάτρεις της αμερικάνικης επαρχίας, καθώς ολόκληρη η ταινία αποτελεί ένα ψυχογράφημα αυτής.

Βαθμολογία: 2,5/5

Τα σχετικά
Αμερικάνικο δράμα του 2010, βασισμένο στο ομώνυμο βιβλίο του Daniel Woodrell, σε σενάριο των Debra Granik και Anne Rosellini και σκηνοθεσία της Debra Granik, διάρκειας 100 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Jennifer Lawrence, John Hawkes Garret Dillahunt και Dale Dickey.

Οι σύνδεσμοι
Trailer 
Imdb
Rotten Tomatoes

29 Νοεμβρίου 2012

(2011) Επιστροφή στον έρωτα

Πρωτότυπος τίτλος: La délicatesse
Αγγλικός τίτλος: Delicacy


Η υπόθεση
Η Nathalie (Audrey Tautou) κι ο François (Pio Marmaï) είναι ένα νεαρό ζευγάρι, που ζει την μαγεία του έρωτα στο έπακρο. Οι δυο νέοι δεν θ' αργήσουν να ενωθούν με τα δεσμά του γάμου κι όταν πια η Nathalie βρίσκει μόνιμη δουλειά, όλα μοιάζουν ιδανικά. Κάποια μέρα, όμως, η ευτυχία του ζεύγους θα λήξει άδοξα, καθώς ο François θα πεθάνει σ' ένα δυστύχημα. Η Nathalie, για χρόνια, ακολουθεί τη μέθοδο της εργασιοθεραπείας, καταφέρνοντας ν' ανέλθει επαγγελματικά. Μια μέρα, όμως, θ' ανοίξει την πόρτα ένας άσχημος, ψηλός κι άχαρος άντρας, ο Markus (François Damiens), τον οποίο, για έναν ανεξήγητο λόγο, θα σηκωθεί από το γραφείο της και θα φιλήσει με πάθος. Μπορεί ο έρωτας να σου χτυπήσει την πόρτα δυο φορές;

Η κριτική
Η "Επιστροφή στον έρωτα" είναι μια γλυκιά κομεντί, που μιλά για τον έρωτα και την απώλεια και ξανά για τον έρωτα, μ' έναν σχεδόν ονειρικό τρόπο, που θυμίζει πολύ το παραμυθικό στοιχείο της "Amélie". Παράλληλα, όμως θίγει και διάφορες μικρότητες που συναντάμε καθημερινά στους κύκλους μας.
Τον πρωταγωνιστικό ρόλο, φυσικά, έχει αναλάβει η Audrey Tautou, μια ηθοποιός που έχει αποδείξει την αξία της σε ρόλους που οι χαρακτήρες πατάνε με το ένα πόδι στη γη και με το άλλο είναι έτοιμοι να εκτοξευθούν στα ουράνια. Τον ρόλο του Markus, του άσχημου, πλην καλόκαρδου, άντρα που θα ξανα-φέρει τον έρωτα στην καρδιά της νεαρής χήρας, Nathalie, αναλαμβάνει ο François Damiens, ένας άντρας που σωματικά φέρνει αρκετά στην άχαρη μορφή του κεντρικού ήρωα.
Η Nathalie, προτού ακόμα μείνει χήρα, μοιάζει να είναι το άπιαστο όνειρο κάθε άντρα, αφού η πρόσληψή της στη νέα δουλειά, δεν θα 'λεγε κανείς ότι γίνεται με αντικειμενικά κριτήρια. Ο διευθυντής της, Charles (Bruno Todeschini), είναι φανερά γοητευμένος από την υπέροχη παρουσία της. Παράλληλα, όμως, μετά τον θάνατο του François, η Nathalie, μετατρέπεται σε γυναικείο πρότυπο, καθώς καταφέρνει να είναι ταυτόχρονα μια υπέροχη φίλη αλλά και γυναίκα καριέρας. Το μυστικό της, φαίνεται να είναι η ψυχική δύναμη που κρύβει μέσα της, η οποία όπως αποδεικνύεται, είναι μέρος ενός οχυρού που έχει χτίσει, για να προστατευτεί από τον κόσμο. Με αυτόν τον τρόπο, γίνεται ακόμα πιο ποθητή, από το ανδρικό φίλο, ακόμα πιο θαυμαστή, από το γυναικείο και δίνει ακόμα περισσότερες λαβές για κουτσομπολιά στους διάφορους κύκλους της.
Δεν γνωρίζουμε αν ισχύουν πραγματικά όλα όσα ακούγονται για τον έρωτα, δηλαδή ότι είναι τυφλός ή ότι είναι δυνατόν να ερωτευτείς κάποιον με την πρώτη ματιά, πάντως στη συγκεκριμένη ταινία και οι δυο αυτές απόψεις επιβεβαιώνονται όταν, χωρίς να καταλαβαίνει το λόγο, η πρωταγωνίστρια σηκώνεται από την καρέκλα της και διεκδικεί την αγνή ψυχή που κάνει την εμφάνισή της στη ζωή της. Φυσικά, όντας μπερδεμένη και χωρίς να μπορεί να εξηγήσει λογικά τις πράξεις της, ο Markus, είναι αυτός που αναλαμβάνει να διεκδικήσει την αιθέρια αυτή ύπαρξη και ν' αποδείξει στην ίδια, αλλά και σ' όλους τους υπόλοιπους, ότι δεν είναι απλά ένας λεκές στο ρούχο της Nathalie.
Η ταινία, σε γενικές γραμμές, είναι μια όμορφη κι αισιόδοξη κομεντί, με μια υπέροχη μουσική σαν από μουσικό κουτί, που κάνει τον θεατή να περάσει ευχάριστα κατά τη διάρκειά της. Χωρίς να είναι κάτι το θεσπέσιο, προτείνεται σε όσους θεατές αρέσουν τα ρομαντικά, σύγχρονα παραμύθια, αλλά και στους θαυμαστές της Audrey Tautou, καθώς γι' ακόμα μια φορά την βλέπουμε σ' ένα ρόλο που της ταιριάζει γάντι.

Βαθμολογία: 2/5

Τα σχετικά
Γαλλική κομεντί του 2011, βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του David Foenkinos, σε σενάριο του ιδίου και σκηνοθεσία των David Foenkinos και Stéphane Foenkinos, διάρκειας 108 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Audrey Tautou, François Damiens, Bruno Todeschini, Pio Marmaï, Joséphine de Meaux, Mélanie Bernier και Monique Chaumette.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

28 Νοεμβρίου 2012

(2012) Οι πέντε θρύλοι

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: Rise of the guardians


Η υπόθεση
Ο Jack Πάγος (φωνή: Chris Pine) ξυπνά απ' το κάλεσμα του Φεγγαρούλη μέσα σε μια παγωμένη λίμνη. Χωρίς να θυμάται τίποτα από την μέχρι τότε ζωή του, ανακαλύπτει πως έχει την ικανότητα να παγώνει ό,τι θέλει, μόνο που, δυστυχώς, κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να τον δει. 300 χρόνια μετά από 'κείνη τη νύχτα, κάπου στο Βόρειο Πόλο, Ο Φεγγαρούλης, μέσω της υδρογείου που εμφανίζει ως φωτάκια τα παιδιά που πιστεύουν στους θρύλους, θα προειδοποιήσει τον Βόρειο (φωνή: Alec Baldwin), για μια επερχόμενη απειλή. Ο Βόρειος με τη σειρά του θα ειδοποιήσει τους άλλους τρεις θρύλους, την Νεράιδα των δοντιών (φωνή: Isla Fisher), τον Αμμούλη και τον Λαγό του Πάσχα (φωνή: Hugh Jackman) για να τον βοηθήσουν. Όταν οι τέσσερις θρύλοι, συγκεντρωθούν στο σπίτι του Βόρειου, ο Φεγγαρούλης θα τους ενημερώσει ότι θα πρέπει να ζητήσουν και τη βοήθεια ενός πέμπτου θρύλου, του Jack Πάγου. Χωρίς να ξέρουν τι ακριβώς πρόκειται ν' αντιμετωπίσουν, οι τέσσερις θρύλοι ενσωματώνουν στην ομάδα τους τον άτακτο νεοφερμένο Jack. Η απειλή, που ακούει στ' όνομα Πίσσας (φωνή: Jude Law), δεν θ' αργήσει να κάνει την εμφάνισή της και να προσπαθήσει να κλέψει τα όνειρα και την πίστη των παιδιών, σκορπώντας το φόβο. Οι πέντε θρύλοι, θα πρέπει να προλάβουν να σταματήσουν την καταστροφή προτού πάψει να πιστεύει και το τελευταίο παιδί.

Η κριτική
"Οι πέντε θρύλοι" είναι μια ταινία κινουμένων σχεδίων, γεμάτη νοήματα για το νεανικό κοινό, αλλά και με μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα υπόθεση για όλους τους θεατές, ανεξαρτήτως ηλικίας. Όλα όσα μας δίνανε ελπίδα ως παιδιά, ο Άγιος Βασίλης, το πασχαλινό λαγουδάκι, η νεράιδα των δοντιών, τα όνειρα και τα διάφορα παιχνίδια με το χιόνι και τον πάγο, παίρνουν σάρκα και οστά με τους χαρακτήρες του Βόρειου, του Λαγού του Πάσχα, της Νεράιδας των δοντιών, του Αμμούλη και του Jack Πάγου.
Όμως ό,τι αποτελεί τη χαρά της ζωής για τα μικρά παιδιά, θ' αρχίσει να κινδυνεύει, όταν κάνει την εμφάνισή του ο Πίσσας, που αντιπροσωπεύει τον ανθρώπινο φόβο, τους εφιάλτες και το σκότος, κι είναι ένας χαρακτήρας που από τον Μεσαίωνα έχει να κάνει αισθητή την παρουσία του. Τώρα λοιπόν, θέλει να γυρίσει τον χρόνο πίσω στα σκοτεινά χρόνια και να σβήσει κάθε φως στις παιδικές ψυχές. Πρώτα μετατρέπει τα όνειρα σ' εφιάλτες, έπειτα κλέβει τις αναμνήσεις και τέλος καταφέρνει να φυλακίσει τα όνειρα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον όμως, έχει το γεγονός ότι η απειλή δεν χτυπά μια μέρα την πόρτα τον ηρώων μας, αλλά ο Φεγγαρούλης, η ανώτατη δύναμη της ιστορίας, φροντίζει να τους προειδοποιήσει για το τι μέλει γενέσθαι.
Φυσικά, όλα τα παραπάνω, μπορούν κάλλιστα να φέρουν στο μυαλό την ισχύουσα παγκόσμια ύφεση που σιγά-σιγά περνά μέσω του άγχους των γονέων, στα παιδιά και σταδιακά σκοτώνει τα όνειρα, τις ελπίδες και τη φαντασία όλο και περισσότερων παιδιών στον πλανήτη, κάνοντάς τα να μεγαλώσουν απότομα, να πάψουν να πιστεύουν στο καλό αυτού του κόσμου και να γεμίσουν φόβο και οργή, γυρίζοντας, όπως χαρακτηριστικά λέει κι ο Πίσσας πίσω στον Μεσαίωνα.
Το πρόσωπο κλειδί της υπόθεσης, είναι βέβαια ο μικρός Jack Πάγος, ένας θρύλος, ο οποίος έχοντας χάσει την μνήμη του, δεν μπορεί να κατανοήσει τον λόγο που τον επέλεξε ο Φεγγαρούλης. Κι όντας ένας θρύλος χωρίς ταυτότητα, δεν γίνεται αποδεκτός από τους υπόλοιπους. Έτσι κυκλοφορεί μόνος του, σκορπίζοντας χαρά στα παιδιά, μέχρι ο Φεγγαρούλης να επιβάλλει στους άλλους τέσσερις θρύλους να τον κάνουν μέλος της ομάδας τους. Ο λόγος για τον οποίο ο Jack, δεν θεωρείται καλή παρέα, είναι γιατί όπου βρεθεί σκορπά τον πανικό με τις πλάκες και τις φάρσες του, αλλά αν κάποιος σκεφτεί σοβαρά την αξία του γέλιου στην ανθρώπινη ζωή, τότε μπορεί εύκολα να καταλάβει και την αξία του θρύλου αυτού.
Ο Jack Πάγος, έχοντας καλή ψυχή, θα δείξει ιδιαίτερα πρόθυμος να βοηθήσει τους σπουδαίους θρύλους. Παράλληλα όμως, ο Πίσσας, όταν θ' ανακαλύψει ότι ο νεαρός ήρωας έχει περισσότερη δύναμη απ' όσο θα περίμενε, θα προσπαθήσει να τον πάρει με το μέρος του, λέγοντάς του πως είναι ουδέτερος κι ότι οι υπόλοιποι, μόνο όταν βρέθηκαν σε ανάγκη στράφηκαν σ' αυτόν. Δεν έχει σημασία αν ο Jack Πάγος συμφωνεί ή όχι με τον Πίσσα, σημασία έχει ότι οι υπόλοιποι θρύλοι δεν του δίνουν την ευκαιρία να δώσει εξηγήσεις κι ο Jack βρίσκεται πάλι στο περιθώριο, έχοντας καταφέρει όμως πλέον να μάθει ποιός στην πραγματικότητα είναι.
Ξέροντας πια ολόκληρη την ιστορία του, ο Jack Πάγος βρίσκει το μοναδικό παιδί που συνεχίζει να πιστεύει στους θρύλους και το βοηθά να μην σταματήσει να πιστεύει. Μ' αυτή του την ανιδιοτελή κίνηση, το μικρό παιδί πλέον αρχίζει να πιστεύει και στον ίδιο κι επιτέλους ο ήρωας μας γίνεται εμφανής. Όλοι μαζί τώρα, άνθρωποι και θρύλοι θα πρέπει να νικήσουν το φόβο και ν' αρχίσουν να διαδίδουν ξανά την ελπίδα, να ελευθερώσουν τον Αμμούλη, με τα όνειρά του, και να στείλουν το κακό μακριά για πολλά χρόνια ακόμα.
Μια πανέμορφη ιστορία που με δυο λόγια θέλει να πει στους ενήλικους φίλους ότι σ' ένα κόσμο που όλα δείχνουν να οδεύουν προς την καταστροφή, η μόνη ελπίδα είναι τα παιδιά. Είναι κρίμα λοιπόν να τους γεμίζουμε το κεφάλι με φόβο, να στερούμε κάθε αισιοδοξία και να βοηθάμε το κακό να διαιωνιστεί. Αντίστοιχα, στους μικρούς φίλους, διδάσκει ότι ακόμα κι όταν όλα μοιάζουν μαύρα, οι ίδιοι έχουν τη δύναμη ν' αλλάξουν το μαύρο σε άσπρο, πιστεύοντας και κάνοντας και τους άλλους να πιστέψουν. Γιατί όλοι μαζί μπορούμε να νικήσουμε.
Μια υπέροχη, αλλά κυρίως διδακτική και διασκεδαστική ταινία, με πολύ προσεγμένα γραφικά κι αρκετές σκηνές που προκαλούν γέλιο. Προτείνεται ανεπιφύλακτα σε όλους τους μικρούς φίλους, όπως και στους μεγάλους που συνειδητά παραμένουν παιδιά στην ψυχή. Μια ιδιαίτερα καλή επιλογή που ξεπερνά τα όρια του καλού και συμπαθητικού κινουμένου σχεδίου.
Σημείωση: Η μεταγλώττιση της ταινίας είναι ικανοποιητική κι η τρισδιάστατη εκδοχή της δεν κρίνεται απαραίτητη.

Βαθμολογία: 3,5/5

Τα σχετικά
Αμερικάνικη παιδική ταινία του 2012, βασισμένη στο βιβλίο "The guardians of childhood" του William Joyce, σε σενάριο του David Lindsay-Abaire και σκηνοθεσία του Peter Ramsey, διάρκειας 97 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Chris Pine, Alec Baldwin, Isla Fisher, Hugh Jackman και Jude Law.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

26 Νοεμβρίου 2012

(2012) Σώμα με σώμα

Πρωτότυπος τίτλος: De rouille et d'os
Αγγλικός τίτλος: Rust and bone


Η υπόθεση
Ο Ali (Matthias Schoenaerts) είναι ένας φτωχός κι άστεγος νεαρός άντρας, που ταξιδεύει μαζί με τον γιό του, Sam (Armand Verdure), προς τη νότια Γαλλία, με σκοπό να βρει την αδελφή του, Anna (Corinne Masiero), η οποία θα του παράσχει στέγη στο γκαράζ του σπιτιού της, θ' αναλάβει την φροντίδα του μικρού Sam και θα τον βοηθήσει να βρει δουλειά ως υπεύθυνος ασφάλειας σ' ένα club. Εκεί, ο Ali, θα γνωρίσει την Stéphanie (Marion Cotillard), την οποία λόγω ενός τραυματισμού, θα συνοδεύσει σπίτι και θα της αφήσει το τηλέφωνό του. Η Stéphanie είναι μια γυναίκα από διαφορετική κοινωνική τάξη, η οποία εργάζεται ως εκπαιδεύτρια στο Marineland, ένα θαλάσσιο πάρκο με όρκες. Μετά από ένα ατύχημα στη δουλειά της, το οποίο θα της στερήσει τα δυο της πόδια, η Stéphanie θα καλέσει τον Ali, σε μια ανάγκη επικοινωνίας με κάποιον άνθρωπο. Έτσι, θα ξεκινήσει ν' αναπτύσσεται μια ειλικρινής σχέση, ανάμεσα στους δυο ήρωες.

Η κριτική
Το "Σώμα με σώμα" είναι μια ταινία που μιλά για την έννοια της αγάπης, προβάλλοντας την αστείρευτη ψυχική δύναμη του ανθρώπου, η οποία δεν γνωρίζει όρια. Ως πρωταγωνιστές, θα γνωρίσουμε δυο κατεστραμμένες ψυχές, τον Ali και τη Stéphanie. Ο πρώτος είναι ένας ψυχολογικά ανάπηρος άντρας κι η δεύτερη, μια σωματικά ανάπηρη γυναίκα. Σημαντική λεπτομέρεια για τον χαρακτήρα της Stéphanie, παίζει το γεγονός ότι η σωματική αναπηρία της είναι επίκτητη, κατά τη διάρκεια της ενήλικης ζωής της.
Ο Ali, είναι ένας άντρας που ενώ δεν έχει καταφέρει ακόμα να βρει την δική του ταυτότητα, φορτώνεται στις πλάτες του, τον 5χρονο γιό του, τον οποίο δεν ξέρει πώς να φροντίσει και κυρίως πώς ν' αγαπήσει. Ξέρει βέβαια, ότι είναι χρέος του, να παράσχει στο παιδί μια στέγη και όλα τ' απαραίτητα για να ζήσει, αλλά δεν ξέρει πώς να το πράξει αυτό. Έτσι, καταλήγει να ζητήσει βοήθεια από την αδελφή του, η οποία είναι μια εξίσου βασανισμένη ψυχή, που όμως, έχει καταφέρει να κουτσοφέρει βόλτα τη ζωή της. Εκείνη αναλαμβάνει το παιδί και βοηθά τον αδελφό της όσο μπορεί στην εύρεση εργασίας, αλλά πέρα από την πρακτική συνεισφορά της στη σωτηρία του, δεν έχει τα μέσα να τον βοηθήσει ψυχολογικά.
Τον ρόλο του ψυχολογικού υποστηρικτή του Ali, αν κι αρχικά εκείνος μοιάζει να βοηθά την κοπέλα, αναλαμβάνει η Stéphanie, όταν, μετά το ατύχημα, νιώθει την ανάγκη να σταματήσει να αισθάνεται τον οίκτο και την λύπηση του κύκλου της. Γι' αυτό το λόγο, μέσα στις απεγνωσμένες προσπάθειές της, ν' αυτοκτονήσει ή ν' απωθήσει τους δικούς της ανθρώπους, μένοντας απαθής, θα καλέσει εκείνον τον άντρα που είχε μεν την ευγένεια να τη συνοδέψει στο σπίτι της, αλλά και το θράσος να της πει ευθέως ότι το ντύσιμό της είναι τόσο προκλητικό όσο μιας πόρνης. Πράγματι, η συναισθηματική ανικανότητα που έχει ο Ali, της δίνει το κουράγιο που χρειάζεται να συνεχίσει τη ζωή της και πλέον εκείνη είναι που έχει το χρέος ν' αναλάβει τον ρόλο του παιδαγωγού του Ali, κάνοντάς τον να ενδιαφερθεί για τη ζωή και τους γύρω του, ουσιαστικά κι όχι σαρκικά.
Τη συγκεκριμένη ταινία χαρακτηρίζει μια ρεαλιστική ωμότητα, η οποία, χωρίς να συνδέεται με τη σωματική βία, παρουσιάζει σε όλη της την έκταση την ανθρώπινη δυστυχία. Το γεγονός, όμως, ότι επιλέγει να δείξει την ανθρώπινη δύναμη που πάει κόντρα στη μιζέρια της ζωής με τον πιο σκληρό τρόπο, την κάνει μεγαλειώδη. Έκπληξη προκαλεί η σκηνή που η Stéphanie επισκέπτεται μετά το ατύχημα το θαλάσσιο πάρκο και βλέπει κάποια από τις όρκες που της προκάλεσαν το ατύχημα. Νομίζω ότι αυτή η εικόνα κάλλιστα θα μπορούσε ν' αποτελέσει έναν ύμνο στον αναγκαστικό συμβιβασμό που πρέπει να κάνει ο άνθρωπος με κάποιες καταστάσεις, για να μπορέσει, συγχωρώντας, να προχωρήσει παρακάτω. Την δύναμη να ζήσουμε την έχουμε όλοι, η αποδοχή του εαυτού μας είναι αυτή που μας βοηθά να την ζήσουμε πραγματικά.
Έχοντας μια συμπαθητική και σε κάποιες στιγμές εξαίσια φωτογραφία, μια υπέροχη σκηνοθεσία, που σταματά κάποιες στιγμές την κανονική ροή της για να εντείνει τις αισθήσεις του θεατή, μια πανέμορφη μουσική κι εξαιρετικές ερμηνείες, με την Marion Cotillard να δίνει ρεσιτάλ, το έργο αποτελεί ένα ρεαλιστικό δράμα που δίνει στους ήρωές του το καρπούζι και το μαχαίρι και τους αφήνει να βρουν τον δρόμο τους.
Προτείνεται κατά κύριο λόγο στο σινεφίλ κοινό, στους λάτρεις του γαλλικού κινηματογράφου, στους θαυμαστές της Marion Cotillard, αλλά και σ' όσους ψάχνουν για μια καλή δραματική ταινία, που δεν αφήνει περιθώρια για ψυχοπλάκωμα, καθώς βουτάει τη ζωή απ' τα μαλλιά.

Βαθμολογία: 3,5/5

Τα σχετικά
Γαλλικό δράμα του 2012, βασισμένο σε ιστορία του Craig Davidson, σε σενάριο των Jacques Audiard και Thomas Bidegain και σκηνοθεσία του Jacques Audiard, διάρκειας 120 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Marion Cotillard, Matthias Schoenaerts, Armand Verdure, Corinne Masiero, Jean-Michel Correia και Bouli Lanners.

Οι σύνδεσμοι
Trailer
Imdb
Rotten Tomatoes

(2012) Αν...

Πρωτότυπος τίτλος: Αν...
Αγγλικός τίτλος: What if...


Η υπόθεση
Ο Δημήτρης (Χριστόφορος Παπακαλιάτης) είναι ένας νεαρός σκηνοθέτης, ιδιοκτήτης ενός θηλυκού γερμανικού ποιμενικού, το οποίο αποκαλεί "Μοναξιά". Ένα βράδυ η Μοναξιά θα ζητήσει επίμονα να βγει βόλτα. Η απόφαση που θα πάρει ο Δημήτρης, θα επηρεάσει δραματικά τη ζωή του. "Αν..." επιλέξει να βγάλει βόλτα τη Μοναξιά, θα γνωρίσει τον έρωτα της ζωής του, την Χριστίνα, μια νεαρή αρχιτεκτόνισσα, και θ' ανακαλύψει έναν όγκο στην κοιλιακή χώρα της Μοναξιάς. "Αν...", πάλι, βγάλει τον σκύλο στην αυλή, θα δεχτεί επίθεση από μια συμμορία ληστών, θα βιώσει την απώλεια της Μοναξιάς και θα συνεχίσει να ζει την εργένικη ζωή του.

Η κριτική
Η νέα ταινία του Χριστόφορου Παπακαλιάτη, όσο περίεργο κι αν ακούγεται, έχει τις βάσεις της στην οικονομική κρίση και προσπαθεί να παρουσιάσει τον τρόπο που αυτή εισχωρεί κι επηρεάζει τη ζωή ενός ζευγαριού, παρά το γεγονός ότι είναι δεμένο με μια βαθιά κι αληθινή αγάπη.
Μπορεί η ταινία να παρουσιάζει τις δυο διαφορετικές τροπές που θα μπορούσε να έχει πάρει η ζωή του πρωταγωνιστή, ανάλογα με μια στιγμιαία απόφαση που καλείται να πάρει, όμως ο χρόνος της ταινίας δεν διαιρείται ισόποσα και ως κεντρική ιστορία, παρουσιάζεται αυτή που ο Δημήτρης γνωρίζει κι επενδύει στον έρωτα της ζωής του.
Πριν συνεχίσω την κριτική της ταινίας, θα ήθελα ν' απευθυνθώ στους επικριτές του Παπακαλιάτη και να τους ενημερώσω ότι αν θέλουν να δουν την ταινία για να βγάλουν τ' άπλυτά της στη φόρα, δεν πιστεύω ότι το αποτέλεσμα θα τους εκπλήξει θετικά. Όποιος θέλει να κράξει, θα κράξει. Αν κι η επιτυχία που έχει καταφέρει να κάνει στον τηλεοπτικό χώρο ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης, δεν είναι τυχαία, επικριτές πάντα υπήρχαν και θα συνεχίσουν να υπάρχουν.
Και για να ξεκαθαρίσω τη θέση μου, δεν ανήκω, ακριβώς, στους φανατικούς Παπακαλιατικούς θεατές. Παραδέχομαι ότι κάθε φορά που έκανε μια καινούργια τηλεοπτική παραγωγή, την περιμένα πώς και πώς για να τον κράξω υποκριτικά, αλλά ο τρόπος που σκηνοθετεί με έκανε ν' αναβάλλω τις δουλειές μου κάθε Δευτέρα βράδυ και να στήνομαι μπροστά απ' το χαζοκούτι για να παρακολουθήσω την συνέχεια. Επειδή, δε, είμαι ένας άνθρωπος που έχει κόψει την επικοινωνία με το χαζοκούτι, χρόνια τώρα, οφείλω να του αναγνωρίσω το ταλέντο του κλέβειν-από-παντού και του να συνθέτει δράματα που κρατάνε το κοινό. Οπότε με θράσος θα πω ότι μου άρεσε εξίσου και το κινηματογραφικό του ντεμπούτο, όπως πρόκειται ν' αρέσει σε όλους όσους "κολλάνε" με τις σειρές του.
Εντάξει, το κεντρικό θέμα είναι κλεμμένο ή αποτελεί απλώς μια παραλλαγή του "Απρόσμενου έρωτα" του Peter Howitt, με κυριότερη αλλαγή την εστίαση του "Αν..." στη ζωή του άντρα κι όχι της γυναίκας. Βέβαια, το γεγονός αυτό, από μόνο του δεν σημαίνει κάτι, καθώς αναμιγνύοντας κι άλλα στοιχεία, όπως τους χαρακτήρες της Ελενίτσας (Μάρως Κοντού) και του Αντωνάκη (Γιώργου Κωνσταντίνου) από την ταινία "Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα" ή τις εικόνες μιας Αθήνας απ' τα παλιά και μιας Αθήνας που καταρρέει στο σήμερα, ο Παπακαλιάτης, συνθέτει ένα μοναδικό δράμα, όπως μόνο εκείνος ξέρει και πετυχαίνει να παρουσιάσει μια ιστορία που θα πουλήσει, γιατί ακόμα και στην κρίση, ασχολείται με κάτι που αφορά μια συντριπτική πλειοψηφία του κοινού, τον έρωτα και την μοίρα.
Αν όχι όλοι, οι περισσότεροι έχουμε αναρωτηθεί κατά τη διάρκεια της ζωής μας αν τα πράγματα που βιώνουμε είναι προδιαγεγραμμένα ή αν όλα βασίζονται στις επιλογές που κάνουμε. Απάντηση σ' αυτό το ερώτημα κανείς μας δεν μπορεί να δώσει, γιατί κανείς δεν ξέρει αν κάναμε κάτι διαφορετικά, πώς θα ήταν οι ζωές μας σήμερα. Αλλά, αν, υπήρχε η δυνατότητα να κρυφοκοιτάξουμε την άλλη εκδοχή της ζωής μας, δεν θα θέλαμε να δούμε αν κάποια πράγματα είναι μοιραία ή επιλεγμένα από μας;
Με την κλασική ευθύτητα που χαρακτηρίζει και τους τηλεοπτικούς του διαλόγους, την πολυλογία με (αμπελο)φιλοσοφικό υπόβαθρο, τις απρόσμενες καταστάσεις που δίνουν μια κωμική νότα στην πλοκή, τα διάφορα οικογενειακά δράματα, την εξαιρετική φωτογραφία του, τις προσεγμένες μουσικές επιλογές του, το ασυνήθιστα λίγο, για Παπακαλιάτη, γυμνό, τον έρωτα δυο νέων και την ζυμωμένη αγάπη δυο αξιολάτρευτων προσώπων, την εκπληκτική ερμηνεία της Μαρίνας Καλογήρου και τα υπέροχα περάσματα ηθοποιών όπως η Θέμις Μπαζάκα, ο Φάνης Μουρατίδης, ο Βασίλης Χαραλαμπόπουλος κι ο Τάκης Σπυριδάκης, ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης παρουσιάζει μια παραγωγή που ξεφεύγει από τα πρότυπα των ελληνικών ταινιών, όντας ιδιαίτερα εμπορική. Χωρίς όμως, αυτό να είναι κακό. 
Αν είστε θαυμαστής του τηλεοπτικού Παπακαλιάτη, μην την χάσετε. Αν πάλι ανήκετε σ' αυτούς που θέλουν να δουν ένα ανάλαφρο ερωτικό δράμα που να τους κρατήσει μέχρι το τέλος ή είστε λάτρης της Πλάκας, αυτής της πλευράς της Αθήνας που μένει ανέγγιχτη απ' το χρόνο, δείτε την. Αν πάλι ανήκετε σ' αυτούς που αντιπαθούν τις δουλειές του Παπακαλιάτη, δεν υπάρχει κανένας λόγος ν' αποπειραθείτε να την δείτε, σας το λέω εγώ ότι δεν θα σας αρέσει και θα χάσετε το χρόνο σας.

Βαθμολογία: 3/5

Τα σχετικά
Ελληνικό δράμα του 2012, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Χριστόφορου Παπακαλιάτη, διάρκειας 111 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Χριστόφορο Παπακαλιάτη, Μαρίνα Καλογήρου, Μάρω Κοντού, Γιώργο Κωνσταντίνου, Μαρία Σολωμού, Θέμιδα Μπαζάκα, Βασίλη Χαραλαμπόπουλο και Φάνη Μουρατίδη.

Οι σύνδεσμοι
Trailer 
Imdb 

25 Νοεμβρίου 2012

(2011) Απ' τα κόκαλα βγαλμένα

Πρωτότυπος τίτλος: Απ' τα κόκαλα βγαλμένα
Αγγλικός τίτλος: Welcome to "All Saints"


Η υπόθεση
Ο Γιώργος Σπυράτος (Αργύρης Ξάφης) καταφέρνει επιτέλους, μετά από πέντε χρόνια αναμονής, να πάρει ειδίκευση κοντά στον διευθυντή της Β' Ορθοπεδικής των Αγίων Πάντων, Κωνσταντίνο Θεοτόκη (Μηνά Χατζησάββα). Εκεί, θα γνωρίσει τον Κύπριο επιμελητή Πάμπο Κολοκάση (Δημήτρη Ήμελλο), την αναισθησιολόγο Δώρα (Άννα Κουτσαφτίκη), κ.α., το χάος που επικρατεί στα ελληνικά δημόσια νοσοκομεία και θα έρθει σε επαφή με διάφορους ανθρώπους/ασθενείς του νοσοκομείου, για την υγεία των οποίων κάποιες φορές φαίνεται να ενδιαφέρεται περισσότερο κι απ' τους ίδιους.

Η κριτική
Το "Απ' τα κόκαλα βγαλμένα" είναι μια κατ' εξοχήν ελληνική σάτιρα, πάνω στην ισχύουσα κατάσταση των ελληνικών νοσοκομείων. Παρουσιάζοντας, σε διάφορα χρονικά διαστήματα, τη ζωή ενός γιατρού που μπαίνει στον τομέα δημόσιας υγείας με σκοπό να παράγει έργο, καταφέρνει να δείξει το χάος που επικρατεί στο Ε.Σ.Υ., αλλά και την γενική άποψη που επικρατεί για τους γιατρούς του δημοσίου, η οποία όμως δεν είναι καθολική.
Θεωρώ ότι το στοιχείο που με κέντρισε περισσότερο στη συγκεκριμένη ταινία και παράλληλα το ίδιο στοιχείο που την κάνει να είναι μια πετυχημένη σάτιρα, είναι ότι, χωρίς να φουσκώνει τα πράγματα, καταφέρνει να δείξει με κωμικό τρόπο την ελληνική τραγική, για όποιον την έχει βιώσει, κατάσταση των ελληνικών νοσοκομείων.
Όλοι γνωρίζουμε για τους γιατρούς που κινούνται μονάχα με φακελάκια, όλοι έχουμε δει τις ουρές που σχηματίζονται στα εξωτερικά ιατρεία, όλοι γνωρίζουμε για την έλλειψη κλινών στις διάφορες πτέρυγες, για τις εφημερίες που τηρούνται και δεν τηρούνται, για το μπαχαλεμένο Ε.Σ.Υ. με πιο απλά λόγια. Επίσης, όλοι γνωρίζουμε ότι μέσα σε όλο αυτό το χαοτικό ιατρικό σύστημα, υπάρχουν κάποιοι από τους καλύτερους γιατρούς, σε παγκόσμιο επίπεδο. Κι αυτό έλειπε, με τόσα επείγοντα περιστατικά σε καθημερινή βάση, αν δεν αποκτά κανείς αξιοζήλευτη εμπειρία, πώς αλλιώς την αποκτά;
Μια ταινία, λοιπόν, για να μιλήσει στην καρδιά του θεατή, δεν είναι ανάγκη να έχει να του συστήσει κάποιο δίδαγμα ή κάποια λύση στα προβλήματά του. Μπορεί εξίσου ικανοποιητικά, να πετύχει τον σκοπό της, παρουσιάζοντας απλά ένα πρόβλημα με σατιρικό τρόπο και να το απενοχοποιήσει, να κάνει τον ασθενή, την επόμενη φορά που θα βρεθεί στην καρέκλα αναμονής, να γελάσει λίγο με την τραγικότητα της κατάστασής του. Δεν είναι ανάγκη κάποιες φορές να παίρνουμε τη ζωή τόσο σοβαρά, ακόμα κι όταν πρόκειται για τη δική μας ζωή.
Η ταινία, βασιζόμενη στο ομώνυμο βιβλίο του ιατρού Γιώργου Δενδρινού, του οποίου την σεναριακή και σκηνοθετική μεταφορά έχει αναλάβει ο Σωτήρης Γκορίτσας, εκτός του περιεχομένου της, είναι πλαισιωμένη από έμπειρους κι ικανότατους συντελεστές, που ξέρουν ακριβώς τι θέλουν να παρουσιάσουν στο κοινό και ξέρουν και τον τρόπο που μπορούν να το πετύχουν αυτό. Η μουσική, βασίζεται σε μια πετυχημένη, κωμική, διασκευή του εθνικού μας ύμνου κι οι ηθοποιοί που αναλαμβάνουν να δώσουν σάρκα και οστά στους χαρακτήρες, όντας ένας κι ένας, δεν αφήνουν περιθώρια για μετριότητες: Αργύρης Ξάφης, Δημήτρης Ήμελλος, Κώστας Μπερικόπουλος, Γεράσιμος Σκιαδαρέσης, Μάκης Παπαδημητρίου, Μηνάς Χατζησάββας, Στέλιος Μάινας, κ.α.
Με απλά λόγια, αν υποστηρίζετε την ελληνική κινηματογραφική βιομηχανία, δείτε την γιατί είναι μια ιδιαίτερα ευχάριστη ταινία. Αν πάλι δεν έχετε καλή εικόνα για τον ελληνικό κινηματογράφο, δείτε την, γιατί θ' αλλάξετε σίγουρα γνώμη για τις ελληνικές παραγωγές. Αν όμως, θέλετε μια βαθυστόχαστη ταινία με πολλά νοήματα, ίσως θα πρέπει να την αποφύγετε, καθώς η ταινία αποτελεί μια ευχάριστη κι ανάλαφρη απεικόνιση της πραγματικότητας και τίποτα παραπάνω.

Βαθμολογία: 3,5/5

Τα σχετικά
Ελληνική σάτιρα του 2011, βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του Γιώργου Δενδρινού, σε σενάριο των Σωτήρη Γκορίτσα και Νίκου Παναγιωτόπουλου και σκηνοθεσία του Σωτήρη Γκορίτσα, διάρκειας 89 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Αργύρη Ξάφη, Δημήτρη Ήμελλο, Άννα Κουτσαφτίκη, Κώστα Μπερικόπουλο, Γεράσιμο Σκιαδαρέση, Μάκη Παπαδημητρίου, Μηνά Χατζησάββα, Στέλιο Μάινα, Βαγγέλη Μουρίκη, Κώστα Τριανταφυλλόπουλο, Μπέσυ Μάλφα και Τιτίκα Σαριγκούλη.

Οι σύνδεσμοι
Trailer 
Imdb 
Rotten Tomatoes 

24 Νοεμβρίου 2012

(2012) Μ' εξοργίζει η απουσία του

Πρωτότυπος τίτλος: J'enrage de son absence
Αγγλικός τίτλος: Maddened by his absence


Η υπόθεση
Ο Jacques (William Hurt) 8 χρόνια μετά το θάνατο του τετράχρονου γιού του, σε αυτοκινητιστικό όπου οδηγούσε ο ίδιος, επιστρέφει στην πόλη που ζούσε με την οικογένειά του, για να διευθετήσει την κληρονομιά που του έφερε ο θάνατος του πατέρα του. Κατά την παραμονή του, θα γνωρίσει τον Paul (Jalil Mehenni), τον επτάχρονο γιό της πρώην γυναίκας του, Mado (Alexandra Lamy), με τον οποίο θ' αναπτύξει μια ιδιαίτερη σχέση αγάπης.

Η κριτική
Το "Μ' εξοργίζει η απουσία σου" είναι ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον δραματικό έργο που παρουσιάζει τις ανθρώπινες σχέσεις ανάμεσα στην ζωή και τον θάνατο, την οικογένεια και τη φιλία. Θα έλεγε κανείς ότι είναι μια αρκετά γλυκιά ταινία, βασισμένη σε μια πολύ σκληρή ιστορία.
Ο Jacques είναι ένας άντρας που κουβαλά στις πλάτες του τον χαμό του τετράχρονου γιού του, καθώς στο θανατηφόρο αυτοκινητιστικό, οδηγός ήταν ο ίδιος. Μην έχοντας την ικανότητα ν' αποτινάξει από πάνω του την ευθύνη, επιλέγει να ξεφύγει από τον φρικτό εφιάλτη, μετακομίζοντας στην έτερη πατρίδα του, την Αμερική, μαζί με την μητέρα του, όμως ποτέ δεν καταφέρνει να ξαναφτιάξει την ζωή του.
Όταν, για κληρονομικούς λόγους, επιστρέψει στο σπίτι του πατέρα του, δεν θα μπορέσει ν' αντισταθεί στον πειρασμό ν' επισκεφτεί την πρώην γυναίκα του, η οποία έχει προχωρήσει τη ζωή της, δημιουργώντας μια νέα οικογένεια κι έχοντας έναν επτάχρονο γιό, τον Paul.
Ο Paul, κεντρίζει το ενδιαφέρον του Jacques, καθώς αποτελεί το γιό που ποτέ δεν είχε την ευκαιρία να δει να μεγαλώνει, κι οι δυο τους χτίζουν μια αμοιβαία σχέση αγάπης κι ανάγκης. Βοηθώντας κάποια μέρα τον μικρό Paul να βγάλει το ποδήλατό του από το υπόγειο, ο Jacques, θα δει φυλαγμένα τα παιχνίδια του γιού του σε μια κούτα. Από τότε, η αποθήκη στο σπίτι της Mado γίνεται ένας μαγνήτης γι' αυτόν και καταλήγει να μείνει σιγά-σιγά εκεί.
Αυτή την εμμονή είναι που βλέπει ο Paul και καταλαβαίνει ότι ο "άλλος μπαμπάς" χρειάζεται τη βοήθειά του και δένεται μαζί του, για να τον βοηθήσει να θρηνήσει, ν' αποκτήσει ξανά το χαμένο παιδί του ή να συμβιβαστεί κάποια στιγμή και να ζήσει. Ο αθώος αυτός τρόπος, που βλέπει την ζωή και τους άλλους ανθρώπους, ο μικρός αυτός ήρωας, εκπλήσσει και συνταράσσει τον θεατή, καθώς απ' όλους τους ενήλικες που θα μπορούσαν να έχουν προσφέρει στον Jacques μια χείρα βοηθείας, ο μόνος που δεν φοβάται ν' ασχοληθεί με μια κατεστραμμένη ψυχή, είναι ο νεαρός Paul, ο οποίος έχει απόλυτη συναίσθηση της σχέσης που θα έπρεπε να "μην" έχει με αυτόν τον άνθρωπο, αλλά που παρόλα αυτά, επιλέγει να παραβεί τους κανόνες και να φερθεί πολύ πιο ώριμα και πολύ πιο ανθρώπινα από ένα παιδί της ηλικίας του.
Οι χαρακτήρες του πατέρα και της μητέρας του μικρού Paul, θα έλεγε κανείς ότι είναι περισσότερο βοηθητικοί στον έργο, καθώς είναι τα πρόσωπα που άτυπα ή τυπικά, θέτουν τα όρια και δίνουν στον θεατή την εικόνα της παραβίασής τους. Παράλληλα η Mado αποτελεί την αφορμή της γνωριμίας των δυο ηρώων κι είναι αυτή που συστήνει στο μικρό γιό της, το καλό που μπορεί να κάνει ένα αθώο ψέμα, ή έστω η απόκρυψη της αλήθειας.
Από πλευράς φωτογραφίας, μουσικής και χρωμάτων η ταινία είναι εκπληκτική. Καταφέρνει να περάσει σε λίγα δευτερόλεπτα στον θεατή τις διάφορες ψυχολογίες των ηρώων της. Ο Jacques, βρισκόμενος συνεχώς σ' ένα κλειστοφοβικό υπόγειο, ξέρουμε ότι αφήνει την απώλεια να τον συντρίψει, ενώ τον Paul, τον συναντάμε συνήθως σε μια ανοιχτή και καταπράσινη αυλή, κάνοντας σαφή την καλή του διάθεση και την ανοιχτόκαρδη, γεμάτη αγάπη, ψυχή του.
Από σκηνοθετικής πλευράς όμως, χωρίς να θέλω να την χαρακτηρίσω μια κακή ταινία, μπορώ να πω ότι μου φάνηκε ότι έπασχε. Και με το ρήμα "πάσχει", θέλω να πω ότι οι ταινίες που έχουν συνήθως παραπάνω του ενός, πρωταγωνιστικά πρόσωπα, επικεντρώνονται από την αρχή τους στις διάφορες ζωές των χαρακτήρων, ενώ εδώ επικεντρωνόμαστε πρώτα στην ζωή του Jacques κι έπειτα περνάμε στην ζωή του Paul.
Εκτός αυτού, βέβαια, που μπορεί να μην ενοχλήσει ιδιαίτερα, θα δούμε ότι στις αρχές της ταινίας, οι σκηνές κόβονται απότομα. Αυτό μπορεί να οφείλεται σε σκηνοθετική απειρία ή μέσω του τρόπου αυτού, να δίνεται η κοφτή οπτική του Jacques, μιας και στις αρχές της ταινίας ειδικά, ο νεαρός Paul δεν έχει κάνει ακόμα την εμφάνισή του στη ζωή του, για να γλυκάνει κάπως ο συναισθηματικός του κόσμος.
Αν εξαιρέσει κανείς, λοιπόν, την απουσία ενός πεπειραμένου σκηνοθέτη που θα είχε την δυνατότητα να παρουσιάσει τη συγκεκριμένη ιστορία, μ' έναν εκπληκτικό τρόπο, νομίζω ότι μιλάμε για μια ταινία που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον κι είναι πολύ γλυκιά κι ανθρώπινη. Προτείνεται κατά κύριο λόγο, στους λάτρεις του γαλλικού κινηματογράφου, αλλά και στους θαυμαστές των ελαφρώς πρωτότυπων οικογενειακών δραμάτων.

Βαθμολογία: 2,5/5

Τα σχετικά
Γαλλικό δράμα του 2012, σε σενάριο των Sandrine Bonnaire και Jérôme Tonnerre και σκηνοθεσία της Sandrine Bonnaire, διάρκειας 98 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους William Hurt, Jalil Mehenni, Alexandra Lamy, Augustin Legrand, Françoise Oriane και Matteo Trevisan.

Οι σύνδεσμοι
Trailer 
Imdb 
Rotten Tomatoes 

22 Νοεμβρίου 2012

(1922) Nosferatu: Μια συμφωνία τρόμου

Πρωτότυπος τίτλος: Nosferatu: Eine symphonie des grauens
Αγγλικός τίτλος: Nosferatu: A symphony of horror


Η υπόθεση
Ο Hutter (Gustav von Wangenheim) κι η Ellen (Greta Schröder) είναι ένα παντρεμένο ζευγάρι που ζει στο Wisborg του 1838. Κάποια στιγμή, ο Knock (Alexander Granach), ένας πράκτορας ακινήτων, θα παρουσιάσει στον Hutter μια επιστολή, στην οποία ο κόμης Orlok (Max Schreck) αναφέρει πως ενδιαφέρεται ν' αγοράσει κάποιο ακίνητο στην περιοχή. Χωρίς δεύτερη σκέψη, ο Hutter θα ξεκινήσει να βρει τον κόμη στη μακρινή Transylvania, για να του πουλήσει το σπίτι απέναντι από το δικό του. Φτάνοντας στην Transylvania, ο Hutter θ' ακούσει τους μύθους για τον βρικόλακα Nosferatu, θ' αψηφίσει όμως τον κίνδυνο και θα πάει στο σπίτι του κόμη. Αφού υπογραφούν τα χαρτιά της πώλησης, ο Hutter θα βρεθεί αντιμέτωπος με τη φρίκη που φέρει ο κόμης κι αφού νοσηλευτεί για λίγο στο τοπικό νοσοκομείο, θα τρέξει να προλάβει την αρρώστια που πρόκειται να σπείρει ο Orlok στην πόλη του, αλλά και να σώσει τη ζωή της αγαπημένης του.

Η κριτική
Οφείλω να παραδεχτώ πως οι κριτικές, όταν αφορούν τέτοια αριστουργήματα, είναι περιττές. Μια ταινία που εξακολουθεί να παίζεται στις κινηματογραφικές αίθουσες, ολόκληρου του κόσμου, 90 χρόνια μετά την πρώτη της έξοδο, δεν χρειάζεται την οποιαδήποτε ανάλυση για να καταφέρει ν' αποδείξει την αξία της στο κινηματογραφικό στερέωμα. Ο χρόνος έχει μιλήσει και την έχει χαρακτηρίσει διαχρονικό κομψοτέχνημα. Ωστόσο, θα αποπειραθώ να παρουσιάσω ένα δείγμα της μαγείας της.
Το "Nosferatu: Μια συμφωνία τρόμου" είναι μια ταινία που ανήκει στο κίνημα του γερμανικού εξπρεσιονισμού, αλλά που φέρει κάποιες πρωτοποριακές ιδέες, για την εποχή. Όπως είναι γνωστό, κάποια από τα κυριότερα στοιχεία του κινήματος αυτού, ήταν ο τρόμος που προκαλούσε το έντονο μακιγιάζ των ηθοποιών, οι σκιές, η έντονη αντίθεση του άσπρου με το μαύρο και τα εξπρεσιονιστικά σκηνικά, που συνήθως ήταν ζωγραφισμένα στο χέρι. Ο Murnau, αν εξαιρέσει κανείς τη χρήση των σκιών, θα επέμβει και στις υπόλοιπες τρεις τεχνικές, καταφέρνοντας να δώσει, όπως αναφέρεται από πολλούς, ένα έπος του γερμανικού εξπρεσιονισμού.
Κατ' αρχήν, όπως βλέπουμε από τον τρόπο που έχει δημιουργήσει τον χαρακτήρα του Nosferatu, παρατηρούμε ότι σε σχέση με αντίστοιχες ταινίες της εποχής, η χρήση του μακιγιάζ στον κεντρικό ήρωα της ιστορίας, είναι περιορισμένη. Ο Murnau, έχοντας βασιστεί στα χαρακτηριστικά του Max Schreck, αναπαριστά μια ιδιαίτερα ανατριχιαστική φιγούρα, με δόντια ποντικού κι αυτιά και νύχια νυχτερίδας, η οποία μέχρι και σήμερα επηρεάζει το κοινό, αφού από πολύ κόσμο πιστεύεται ότι ο Schreck ήταν όντως βρικόλακας.
Έπειτα, η χρωματική αντίθεση είναι ιδιαίτερα έντονη, καθώς ο σκηνοθέτης της, δεν διστάζει να κάνει χρήση αρνητικού, στο οποίο το σκοτάδι κυριαρχεί. Τέλος, κι αυτή είναι η μεγαλύτερη πρωτοπορία του φιλμ, αντί των κινηματογραφικών στούντιο, ο Murnau, προτιμά σ' αυτή του την ταινία τα πλάνα σε φυσικό περιβάλλον, διατηρώντας με την stop-motion τεχνική του, που εδώ χρησιμεύει για να δείξει ότι ο Nosferatu κινεί τα πράγματα με τη σκέψη, το αλλόκοτο περιβάλλον.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, βέβαια, παρουσιάζουν οι σκηνές ντοκιμαντερίστικου χαρακτήρα, τις οποίες παραθέτει ο μεγαλοφυής σκηνοθέτης για να δείξει ότι το "κακό" υπάρχει ελεύθερο στη φύση. Στην αρχή, θα δούμε μια ύαινα να καραδοκεί το θήραμά της. Στη συνέχεια θα παρακολουθήσουμε την αφροδίτη, ένα σαρκοφάγο φυτό, πώς κατασπαράζει ένα έντομο. Θα ακολουθήσει η εικόνα ενός μικροοργανισμού που με τον ίδιο τρόπο, βρίσκει την τροφή του και τέλος, θα γίνει αναφορά στις αράχνες, οι οποίες επίσης, εγκλωβίζουν με τον ιστό τους το φαγητό τους. Όλες αυτές οι διαβολικές μορφές, που υπάρχουν ελεύθερες στη φύση, είναι κατά κάποιον τρόπο οι άλλες εκδοχές του τέρατος Nosferatu, μιας ύπαρξης καταραμένης.
Αξίζει εδώ, ν' αναφερθούμε στην ετυμολογία του ονόματος Nosferatu, η οποία βρίσκεται στην ελληνική λέξη "νοσοφόρος". Ο κόμης Orlok, είναι μια ύπαρξη που νοσεί, όπως κι ολόκληρη η Ευρώπη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Κατά μια έννοια, ο Nosferatu θα μπορούσε να είναι μια προφητεία του ναζισμού, καθώς όπως αντιλαμβανόμαστε κι από την ταινία, χωρίς την ανθρώπινη βοήθεια του Knock και του Hutter, το κακό δεν θα είχε εισβάλει ποτέ στις ζωές των κατοίκων του χωριού. Από την άλλη, όμως, κι αυτή είναι μια πιο λογική εξήγηση, ο Nosferatu, ταξιδεύει μαζί με ποντικούς κι απ' όπου περνά, σπέρνει θανατικό. Δεν αποκλείεται λοιπόν, το πρόσωπο αυτό να αντιπροσωπεύει την πανώλη (ή πανούκλα) που θέριζε την μεταπολεμική Ευρώπη. Ας μην ξεχνάμε επίσης και τη σκηνή που ο κόμης κουβαλά το φέρετρό του, δηλώνοντας εμμέσως ότι μόνο θάνατο μπορεί να φέρει η παρουσία του.
Τέλος, σημαντικό στοιχείο της ταινίας, επίσης, είναι ότι καινοτομεί και στην επιλογή του φύλου του ατόμου που θα δώσει τη λύση, καθώς και στην κατάληξη του δράματος, στα οποία θ' αποφύγω να επεκταθώ. Θα σταθώ όμως, στο γεγονός ότι η γνωστή εικόνα του βαμπίρ που πεθαίνει στον ήλιο, έχει εισαχθεί από τον Murnau, καθώς στο μυθιστόρημα του Bram Stoker, ο ήλιος απλώς αποδυναμώνει τα βαμπίρ.
Αν κι ο Nosferatu είναι δύσκολο να τρομάξει έναν σημερινό θεατή, ειδικά κάποιον που δεν είναι εξοικειωμένος με τον βωβό κινηματογράφο, η εικόνα του κόμη Orlok, του παράφρονα Knock ή η μαγική εικόνα του πλήθους που επαναστατεί, μένουν ανεξίτηλες στο μυαλό. Το "Nosferatu: Μια ταινία τρόμου" είναι ένα έργο που απευθύνεται πρωτίστως στο σινεφίλ κοινό κι έπειτα σ' όποιον θέλει να εξερευνήσει τις αρχές της σύγχρονης αυτής μόδας με πρωταγωνιστές τους αθάνατους βρικόλακες.

Βαθμολογία: 4,5/5

Τα σχετικά
Γερμανική ταινία τρόμου του 1922, βασισμένη στο μυθιστόρημα "Δράκουλας" του Bram Stoker, σε σενάριο του Henrik Galeen και σκηνοθεσία του F.W. Murnau, διάρκειας 94 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Max Schreck, Greta Schröder, Gustav von Wangenheim και Alexander Granach.

Οι σύνδεσμοι
Trailer 
Imdb 
Rotten Tomatoes 

21 Νοεμβρίου 2012

(2012) Holy motors

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: Holy motors


Η υπόθεση
Ο Oscar (Denis Lavant) είναι ένας ηθοποιός που μέσα σε 24 ώρες καλείται να παίξει διάφορους ρόλους σε μια σειρά ετερόκλητων σεναρίων. Ως μεταφορικό μέσο, χρησιμοποιεί μια λιμουζίνα, στην οποία τρώει, κοιμάται κι αλλάζει κι ως οδηγό, και μοναδική σταθερή συντροφιά στη διάρκεια της ατελείωτης ημέρας του, έχει την Céline (Edith Scob). Εκτός των άλλων, θα του ζητηθεί να ενσαρκώσει, μια ζητιάνα, έναν σάτυρο/καλικάντζαρο, έναν πατέρα, ένα δολοφόνο, έναν ετοιμοθάνατο, έναν οικογενειάρχη, κ.α.

Η κριτική
Το "Holy motors" δεν είναι μόνο μια ανατρεπτική ταινία στην οποία είναι δύσκολο ν' ασκηθεί κριτική, αλλά είναι μια ταινία που είναι εξ' ίσου δύσκολο να οριστεί. Με μια πρώτη ματιά, ο χαρακτηρισμός που ενδέχεται να της αποδοθεί είναι αυτός μιας σουρεαλιστικής ταινίας. Με μια δεύτερη ματιά, όμως, είναι απίστευτα ευδιάκριτος ο βαθύς ρεαλισμός που την διέπει.
Το έργο, από την εναρκτήρια σκηνή του, κάνει σαφές το περιεχόμενό του, καθώς προβάλλει μια σκηνή από βωβό φιλμ. Έπειτα βλέπουμε σε μια σκοτεινή κινηματογραφική αίθουσα τους θεατές να παρακολουθούν μια ταινία και τέλος, ένας άνθρωπος ξυπνά, σηκώνεται από το κρεβάτι του, κατευθύνεται σε ένα τοίχο, στον οποίο μ' έναν αλλόκοτο τρόπο θ' ανακαλύψει και θ' ανοίξει μια κρυφή πόρτα, που θα τον οδηγήσει στο θεωρείο του κινηματογράφου, απ' όπου θα παρακολουθήσει το κοινό που παρακολουθεί την ταινία.
Αξίζει εδώ ν' αναφέρω ότι ο άνθρωπος που ξυπνά και καταλήγει να παρακολουθεί το κοινό, είναι ο ίδιος ο συγγραφέας και σκηνοθέτης της ταινίας, Leos Carax. Με αυτόν τον τρόπο, μέσα σε λίγα λεπτά ο θεατής γνωρίζει ότι το περιεχόμενο του έργου που πρόκειται να παρακολουθήσει έχει έναν καθαρά αυτο-αναφορικό χαρακτήρα, δοσμένο μ' έναν τρόπο λίγο παρανοϊκό.
Προσωπικά, πάντα με μάγευαν τ' αυτο-αναφορικά έργα τέχνης. Αυτό τ' ομολογώ. Θεωρώ μαγικό, όταν ένας καλλιτέχνης καταφέρνει να εντάξει εντός της άτυπης θεατρικής ή κινηματογραφικής σύμβασης, κοινού και θεάματος, έναν ακόμη όρο, αυτόν της διπλής σύμβασης που προϋποθέτει την ανάδειξη της διαδικασίας παραγωγής του έργου αυτού. Μπορεί το "Holly motors" να μην είναι ακριβώς ένας καθαρός "κινηματογράφος εν κινηματογράφω", έχει όμως αυτούσιες αυτο-αναφορικές σκηνές και βασίζεται στην παρουσίαση της πρώτης ύλης της έβδομης τέχνης, αυτής του ηθοποιού.
Το παραπάνω σχόλιο, κάλλιστα, θα μπορούσε να παραπέμψει λοιπόν σε μια σινεφίλ ταινία, την οποία μόνο λίγοι θα βρουν ενδιαφέρουσα. Τα πράγματα όμως δεν είναι έτσι. Το έργο παρακολουθείται ευχάριστα και καταφέρνει να κρατήσει τον υποψήφιο θεατή του, λόγω μιας συνεχούς αλλαγής που εξηγείται μ' έναν παράλογο αλλά αποδεκτό τρόπο, λόγω των εύληπτων συμβολισμών της και κυρίως λόγω των μηνυμάτων που καταφέρνει να περάσει στον κινηματογραφικό θεατή. Χωρίς να καταλαβαίνεις το λόγο, το "Holy motors" σε ρουφά και μένεις να το παρακολουθείς καθηλωμένος, στην αρχή προσπαθώντας να καταλάβεις κι έπειτα από απόλαυση.
Η λιμουζίνα που εκτελεί τα χρέη μεταφορέα, είναι ουσιαστικά η ζωή του Oscar. Η ζωή ενός ηθοποιού στην οποία συνεχώς μασκαρεύεται και γίνεται ένα με τους ρόλους του, συναντά ανθρώπους, οδηγείται στις καταχρήσεις για ν' αντέξει αυτή τη σύγχυση ταυτοτήτων, καταλήγει κάποια στιγμή να χάσει τον εαυτό του μέσα σε όλες τις αλλαγές, τρελαίνεται για λίγο και θυμάται την ζωή του. Όλα τα παραπάνω, με ένα ρεαλιστικό δράμα, δεν θα μπορούσαν να παρουσιαστούν με τόση σαφήνεια. Σ' ένα σουρεαλιστικό δράμα, αντιθέτως, υπάρχει η δυνατότητα ν' απευθυνθείς ευθέως στο θεατή και να μην περιμένεις να κατανοήσει την πραγματικότητα που βλέπει μπροστά του.
Μέσα σ' αυτή τη "γιορτή" χαρακτήρων που μας παρουσιάζει ο Carax, θα δούμε ότι εκτός όλων των μορφών που μπορεί να έχει ένας άνθρωπος στη ζωή του, σύζυγος, πατέρας, σάτυρος, ζητιάνος, ετοιμοθάνατος, δολοφόνος, περνάνε παράλληλα διάφορα σημαντικά μηνύματα και στιγμές της ζωής. Για παράδειγμα, η κάμερα θα εστιάσει κάποια στιγμή σ' έναν γάμο, ενώ αργότερα σ' ένα όνειρο του Oscar, γίνεται σαφέστατη αναφορά στο θάνατο. Επίσης, ο Oscar θα δούμε ότι στην πραγματική του ζωή, παρακολουθεί την καθημερινότητα του Παρισιού, μέσα από μια οθόνη.
Ίσως ο πιο σοκαριστικός ρόλος του ηθοποιού επίσης, να είναι αυτός του σάτυρου/καλικάντζαρου, αφού εκεί παρουσιάζεται η ανθρώπινη αδηφαγία, η ανάγκη να γυρίσουμε σε μια παλαιότερη εποχή, στα έγκατα της πόλης, που όλα επιτρέπονται, όπως επίσης κι ο χώρος της μόδας και της show-biz γενικότερα. Όμως, η κάθε ιστορία έχει κι από ένα σαφές μήνυμα. Ακόμα κι η σκηνή που ο Oscar παίζει απλά ακορντεόν, φωνάζει ότι αυτό το μουσικό διάλειμμα είναι απαραίτητο τόσο για τον ηθοποιό, όσο και για το θεατή.
Επίσης, αυτή η συνεχής εναλλαγή ρόλων, νομίζω σκόπιμα προσπαθεί να μπερδέψει τον θεατή, έτσι ώστε κάποιες στιγμές να μην μπορεί να καταλάβει τι είναι πραγματική ζωή και τι ρόλος. Κι αυτό, όχι επειδή με το μπέρδεμα θα τον κερδίσει κι άλλο, αλλά γιατί θέλει να δείξει ότι όλοι στη ζωή μας παίζουμε ρόλους και το πιο όμορφο, είναι ότι ακόμα κι αν σου περάσει από το μυαλό η σκέψη ότι το φιλμ που παρακολουθείς, ίσως να δείχνει κι ένα κομμάτι της δικής σου ζωής, ο σκηνοθέτης, φροντίζει πριν το τελείωμα να επιβεβαιώσει αυτή σου την υποψία.
Σε γενικές γραμμές, απευθύνεται σίγουρα σ' ολόκληρο τον καλλιτεχνικό χώρο κι έπειτα στον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά. Η προσωπική μου άποψη, είναι ότι πιθανότατα θ' αρέσει στην πλειοψηφία των θεατών, καθώς μου φαίνεται απίθανο να χαρακτηριστεί από κάποιον "ακατανόητη". Σίγουρα δεν απευθύνεται στους πολύ συμβατικούς θεατές αλλά σ' ένα λίγο πιο ανοιχτόμυαλο κοινό κι οφείλω να ομολογήσω ότι ακόμα κι αν δεν αρέσει, σίγουρα προκαλεί κι εφόσον προκαλεί, πετυχαίνει.

Βαθμολογία: 4/5

Τα σχετικά
Γαλλικό μυθοπλαστικό δράμα, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Leos Carax, διάρκειας 115 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Denis Lavant, Edith Scob, Kylie Minogue, Eva Mendes, Nastya Golubeva Carax, Elise Lhomeau, Jeanne Disson, Reda Oumouzoune, Zlata, Michel Piccoli, Geoffrey Carey, Annabelle Dexter-Jones και Leos Carax.

Οι σύνδεσμοι
Trailer 
Imdb 
Rotten Tomatoes 

20 Νοεμβρίου 2012

(2003) Το δάσος

Πρωτότυπος τίτλος: Rengeteg
 Αγγλικός τίτλος: Forest


Η υπόθεση
Κάπου στη Βουδαπέστη, σ' ένα χώρο απ' όπου διέρχονται καθημερινά εκατομμύρια πολίτες, μια κάμερα θ' ακολουθήσει μερικά πρόσωπα κι έπειτα θα επικεντρωθεί στα προσωπικά τους δράματα. Ένας άντρας περιμένει μια κοπέλα στο σπίτι της, για να της αφήσει το σκύλο του. Δυο νεαροί συζητούν για κάτι απροσδιόριστο. Ένας πατέρας μονολογεί, απευθυνόμενος στη μάνα, για τη σεξουαλική φύση της 10χρονης κόρης τους. Σ' ένα ποτάμι, δυο άντρες διηγούνται σε μια γυναίκα την ιστορία ενός ατυχήματος που είχε γίνει στην περιοχή πριν από 6 χρόνια. Μια γυναίκα επιτίθεται στον σύντροφό της, ζητώντας εξηγήσεις για το πορνογραφικό υλικό που βρίσκει στο σακίδιό του. Μια νεαρή κοπέλα ξεκινά ν' αφηγείται στον σύντροφό της ένα όνειρο που την τρόμαξε. Τέλος, δυο κοπέλες έχουν χαθεί σ' ένα δάσος, καθώς ψάχνουν για έναν άντρα, που εξαφανίστηκε πριν 5 χρόνια.

Η κριτική
"Το δάσος" είναι μια ταινία που αποτελείται από μια συρραφή διαφόρων καθημερινών ή αλλόκοτων ιστοριών, με κεντρικό άξονα τον εκνευρισμό των ηρώων της. Ο κύριος στόχος της πάντως, φαίνεται να είναι η ενόχληση του κινηματογραφικού θεατή κι όχι τόσο η ανάδειξη κάποιων προβληματικών.
Η ταινία ξεκινά σ' έναν χώρο, του οποίου δεν προσδιορίζεται η ακριβής λειτουργία, απ' όπου περνούν διάφοροι άνθρωποι κι η κάμερα κεντράρει κάθε φορά σε ένα πρόσωπο και μετά από ελάχιστο χρόνο, περνά στο επόμενο. Αφού λοιπόν ολοκληρωθεί αυτή η ιδιαίτερη παρουσίαση των πρωταγωνιστών, ο σκηνοθέτης περνά στην πρώτη ιστορία, μετά στην δεύτερη, την τρίτη, κτλ., προβάλλοντας κάποιες φορές ενδιάμεσα, εικόνες από περασμένες ή επόμενες ιστορίες.
Τα πλάνα της ταινίας είναι κοντινά και δεν δίνουν στον θεατή την δυνατότητα να παρατηρήσει τον χώρο στον οποίο κινούνται τα πρόσωπα αυτά. Με αυτόν τον τρόπο, ο σκηνοθέτης, δημιουργεί αμέσως-αμέσως μια κλειστοφοβική ατμόσφαιρα από την οποία το κοινό, είναι πρακτικά αδύνατον να ξεφύγει.
Η εικόνα της κάμερας, σε συνδυασμό με τους συνεχείς μονολόγους των πρωταγωνιστών, οι οποίοι είναι έντονα φορτισμένοι κι αφορούν καταστάσεις ή πρόσωπα εκτός του σκηνικού χώρου ή εντός, χωρίς όμως να έχουν τη δυνατότητα να επέμβουν, εγκλωβίζουν τον θεατή σε μια κατάσταση σύγχυσης κι ενός συνεχούς εκνευρισμού, που δεν βρίσκει τρόπο να διοχετευτεί.
Η σειρά, επίσης, που παρουσιάζονται οι ιστορίες συντείνει στο παραπάνω συμπέρασμα, καθώς μετά την πρώτη ιστορία, με τον άντρα που θέλει ν' αφήσει τον σκύλο του σε μια κοπέλα και την φίλη της, η δεύτερη που παρουσιάζεται, είναι αυτή των δυο νεαρών που μιλούν για ένα ζώο, ένα αντικείμενο ή έναν άνθρωπο, που ο θεατής δεν θα μάθει ποτέ τι είναι. Αυτός ο ανούσιος διάλογος, είναι που πυροδοτεί το συνεχές αίσθημα του ανικανοποίητου που υπάρχει και στην υπόλοιπη ταινία.
Αξίζει εδώ να πούμε ότι "Το δάσος" είναι η πρώτη ταινία μεγάλου μήκους του Ούγγρου σκηνοθέτη Benedek Fliegauf, η οποία έχει γυριστεί με μηδενικό προϋπολογισμό, με κάμερα στο χέρι και με ερασιτέχνες ηθοποιούς. Η αλήθεια είναι ότι οι ηθοποιοί δεν δίνουν την αίσθηση ερασιτεχνών. Οι σκηνές, όμως, είναι καθαρά αυτοσχεδιαστικές, δίνοντας έτσι μια σαφή εικόνα ενός σκηνοθέτη που ακόμα ψάχνει να βρει το προσωπικό του ύφος, έχοντας ομολογουμένως μερικές καλές στιγμές, τις οποίες θα πρέπει να θες πολύ να τις δεις, για να τις ανακαλύψεις, όπως η επιλογή της επανάληψης της πρώτης σκηνής πριν τους τίτλους τέλους, όπου πια ο θεατής καταφέρνει ν' αναγνωρίσει μέσα στο πλήθος τους πρωταγωνιστές.
Επίσης, άξιος αναφοράς, νομίζω πως είναι κι ο τίτλος. Η τελευταία ιστορία εξελίσσεται σ' ένα δάσος, όμως η προτελευταία, η πιο συνταρακτική ιστορία και παράλληλα η μόνη που εκφράζεται με ήρεμο τρόπο, αναφέρεται στον χαμό ενός προσώπου σ' ένα δάσος. Η εναρκτήρια σκηνή, επίσης, παρουσιάζει ένα πλήθος ανθρώπων, που συγκροτούν ένα κοινωνικό σύνολο, τους οποίους θα γνωρίσουμε σιγά-σιγά και θα επιστρέψουμε στο τελείωμα στην ίδια σκηνή, όπου θα κληθούμε να τους αναγνωρίσουμε μέσα στο πλήθος. Το οδοιπορικό αυτό προς την έννοια του δάσους, αφήνει περιθώρια να γίνει ένας παραλληλισμός της ανθρώπινης κοινωνίας, την οποία συγκροτούν οι άνθρωποι, ακριβώς όπως συγκροτούν τα δέντρα το δάσος.
Σε γενικές γραμμές, νομίζω ότι μιλάμε για μια καθαρά φεστιβαλική ταινία που απευθύνεται κατά κύριο λόγο στους κριτικούς και σ' ένα αρκετά εξοικειωμένο κινηματογραφικό κοινό που ενδιαφέρεται να παρακολουθήσει μια ταινία φόρμας κι όχι μια γραμμική ιστορία που να έχει κάτι να πει.

Βαθμολογία: 1/5

Τα σχετικά
Ουγγρικό δράμα, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Benedek Fliegauf, διάρκειας 90 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Rita Braun, Barbara Csonka, Laszlo Cziffer, Gábor Dióssy, Bálint Kenyeres, Edit Lipcsei, Péter Félix Mátyási, Katalin Mészáros, Péter Pfenig, Lajos Szakács, Fanni Szoljer, Juli Széphelyi, Ilka Sós, Márton Tamás, Barbara Thurzó, Dusán Vitanovics και Katalin Vörös.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

19 Νοεμβρίου 2012

(2012) Cloud atlas

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: Cloud atlas


Η υπόθεση
Έξι ιστορίες, που εξελίσσονται παράλληλα σε παρόν, παρελθόν και μέλλον, συνδέονται μεταξύ τους μ' έναν αδιόρατο τρόπο κι αλληλοσυμπληρώνονται. Η πρώτη ιστορία εξελίσσεται στις Νήσους του Ειρηνικού το 1849, η δεύτερη στο Cambridge κι έπειτα στη Σκωτία του 1936, η τρίτη λαμβάνει χώρα στο San Francisco του 1973, η τέταρτη στη σύγχρονη Αγγλία, στην πέμπτη βρισκόμαστε στο 2144 στη Νέα Seoul και για τις ανάγκες της έκτης θ' ακολουθήσουμε τους ήρωες 106 χειμώνες μετά την πτώση του πολιτισμού και θα παρακολουθήσουμε πώς τελειώνει μια ιστορία που έχει διάρκεια 500 περίπου ετών.

Η κριτική
Το "Cloud atlas" είναι αδιαμφισβήτητα μια φαντασμαγορική παραγωγή, επιστημονικής φαντασίας, που μπλέκει έξι ιστορίες, φαινομενικά άσχετες μεταξύ τους, σε μια ενιαία, με κεντρικό θέμα την εξέλιξη του ανθρώπινου γένους.
Η τρίωρη ταινία των Tom Tykwer, Andy και Lana Wachowski, σίγουρα δεν περνά απαρατήρητη και σίγουρα δεν είναι μια κακή ταινία, αφού έχει ως μπούσουλα το best seller βιβλίο του David Mitchell. Παρόλα αυτά, όμως, θες λίγο η διάρκειά της, λίγο η παραπομπή στο Matrix, το Avatar κι άλλες υπερπαραγωγές, λίγο οι χαοτικές αλλαγές από τη μια χρονική περίοδο στην άλλη, μπερδεύουν και σίγουρα κουράζουν τον θεατή.
Η ταινία, ξεκινά με μια σύντομη σύσταση των πρωταγωνιστών της και των έξι ιστοριών που θα δούμε σιγά-σιγά να μπλέκονται μεταξύ τους. Αξίζει εδώ να πούμε, ότι ο κάθε ηθοποιός, έχει αναλάβει παραπάνω από έναν ρόλο στην ταινία κι οι περισσότεροι έχουν έστω κι από ένα μικρό ρόλο, στην κάθε ιστορία. Εδώ, οφείλω ν' αναφέρω ότι πιθανότατα μιλάμε για το φετινό oscar μακιγιάζ, καθώς οι αλλαγές των ηθοποιών για τον κάθε ρόλο είναι ριζικές, σε σημείο να κοιτάς την οθόνη και ν' αμφιβάλλεις για τον αν πράγματι η Halle Berry, είναι όντως αυτή.
Επίσης, αξιέπαινο είναι το γεγονός ότι η κάθε ιστορία έχει τον δικό της χαρακτήρα και φέρει τα δικά της μηνύματα. Για παράδειγμα, η ιστορία που εξελίσσεται το 1849, μιλά για την σχέση των σκουρόχρωμων δούλων με τους λευκούς αφέντες τους. Η ιστορία του 1936, μέσω ενός φιλόδοξου συνθέτη που θα εκδώσει το έργο του σε ελάχιστα αντίτυπα, κάνει αναφορά, εκτός των άλλων, στην ομοφυλοφιλία. Η ιστορία του 1973 έχει ως πρωταγωνίστρια μια ρεπόρτερ της εποχής που στην προσπάθειά της να ασκήσει ορθά το επάγγελμά της, θέτει τη ζωή της σε κίνδυνο. Η σύγχρονη ιστορία (2012), αποτελεί μια κωμική νότα στο υπόλοιπο σύνολο. Η ιστορία του 2144 αποτελεί τον ανθρώπινο φόβο για τον ερχόμενο μελλοντικό κόσμο, όπου ο άνθρωπος θα είναι ο απόλυτος δούλος του καταναλωτισμού και τέλος η ιστορία των 106 χειμώνων μετά την πτώση του πολιτισμού περιέχει ένα σαφές μήνυμα για την αναγκαστική επιστροφή του ανθρώπου στη φύση και σε μια πρωτόγονη μορφή πολιτισμού.
Η αλήθεια είναι ότι σαν ιστορία, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Σε συνδυασμό, δε, με το εμφανές κόστος παραγωγής της, μιλάμε σίγουρα για μια συνολικά καλή παραγωγή. Το ζήτημα, όμως, είναι ότι ακόμα και με μια διάρκεια τριών ωρών, που όπως προανέφερα, μόνο να κουράσει καταφέρνει, είναι πρακτικά αδύνατον να μεταφερθεί ένα βιβλίο 500 σελίδων στην μεγάλη οθόνη. Έτσι, ένα πολλά υποσχόμενο έργο, καταλήγει να είναι απλώς ένα καλό έργο, που κρύβει πολλά μηνύματα στο κείμενό του, αλλά που δυστυχώς χάνονται στην χαώδη κινηματογραφική μεταφορά του κι εν τέλει, μένει μόνο να σε κρατά, η απορία του τρόπου σύνδεσης των ιστοριών αυτών.
Εάν λοιπόν, σας αρέσουν όλα τα κινηματογραφικά είδη (εποχής, επιστημονικής φαντασίας, ταινίες με εγκλήματα, κωμωδίες) κι έχετε την περιέργεια να δείτε την τρίωρη αυτή υπερπαραγωγή, δεν θα κλάψετε τα λεφτά σας. Αν πάλι, έχετε στο μυαλό σας κάτι εξαιρετικό, που για τρεις συνεχείς ώρες θα σας κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον, φοβάμαι ότι θα απογοητευτείτε. Κι αυτό όχι λόγω αργής, αλλά λόγω γρήγορης εξέλιξης της ιστορίας που κάνει τον θεατή να χαθεί στα πήγαινε-έλα στο χωρο-χρόνο.

Βαθμολογία: 3/5

Τα σχετικά
Αμερικάνικη ταινία επιστημονικής φαντασίας, βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του David Mitchell, σε σενάριο και σκηνοθεσία των Tom Tykwer, Andy Wachowski και Lana Wachowski, διάρκειας 172 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Tom Hanks, Halle Berry, Jim Broadbent, Hugo Weaving, Jim Sturgess, Doona Bae, Ben Whishaw, James D'Arcy, Xun Zhou, Keith David, David Gyasi, Susan Sarandon και Hugh Grant.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

18 Νοεμβρίου 2012

(2011) Buenos Aires σ' αγαπώ

Πρωτότυπος τίτλος: SuperClásico


Η υπόθεση
Ο Christian (Anders W. Berthelsen) είναι ένας ιδιοκτήτης κάβας από τη Δανία, που βρίσκεται στα τελευταία στάδια του διαζυγίου από τη σύζυγό του Anna (Paprika Steen). Η Anna, έχει εγκαταλείψει εδώ κι 11 μήνες τον Christian, για έναν άσο του αργεντίνικου ποδοσφαίρου και ζει πια μόνιμα στο Buenos Aires. Ο Christian, όμως, πριν υπογράψει τα χαρτιά του διαζυγίου, θα θελήσει να κάνει μια τελευταία προσπάθεια να ξανακερδίσει την γυναίκα του και θα ξεκινήσει μαζί με τον γιό του, για ένα ταξίδι στην πρωτεύουσα της Αργεντινής. Εκεί, θα έρθει σ' επαφή με τους ανθρώπους και την λατινο-αμερικάνικη κουλτούρα και θα πάρει ένα μάθημα για τη ζωή. Θα καταφέρει, όμως, να κερδίσει και πάλι την καρδιά της Anna;

Η κριτική
Το "Buenos Aires σ' αγαπώ" πραγματεύεται την ιστορία ενός διαζυγίου, με έναν ιδιαίτερα κωμικό κι ανορθόδοξα αισιόδοξο τρόπο. Χωρίς να μπορώ να πω ότι με άγγιξε ή έστω ότι μου άρεσε αυτό το κράμα δράματος και κωμωδίας, οφείλω να παραδεχτώ ότι κατά τη διάρκειά της, αρκετές φορές, γέλασα αβίαστα, αλλά κι εκνευρίστηκα από την υπερβολή της σε κάποια θέματα. Ας πάρω, όμως, τα πράγματα με τη σειρά, για να εξηγήσω τους λόγους που η ταινία είτε θ' αρέσει αρκετά, είτε καθόλου.
Το έργο, έχει αναθέσει την εξήγηση των γεγονότων σ' έναν αφηγητή εκτός της ιστορίας, σ' ένα τρίτο μάτι που έχει την ικανότητα να βλέπει κάποια πράγματα πιο αποστασιοποιημένα, να τα κρίνει καταλλήλως, αλλά και που παράλληλα παίζει τον ρόλο του εκφραστή των συναισθημάτων των Ευρωπαίων ηρώων, μιας κι οι ίδιοι αδυνατούν να το πράξουν.
Άλλο ένα στοιχείο που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι το γέλιο που ακούγεται στην έναρξη της ταινίας, με φόντο μια μαύρη οθόνη. Ένα γέλιο που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το πρώτο πλάνο της ταινίας, το οποίο παρουσίαζει τον Christian να ζει το δράμα του διαζυγίου του, έχοντας παρατήσει τελείως τον εαυτό του. Με αυτόν τον τρόπο, νομίζω ότι ο σκηνοθέτης προσπαθεί να δείξει ότι πάντα υπάρχει και η κωμική πλευρά στο κάθε δράμα. Μια πλευρά που αν κοιτάξουμε καλά, θα την δούμε εύκολα.
Στην επόμενη σκηνή, ο αφηγητής, θα μας κάνει μια γρήγορη εισαγωγή στην υπόθεση και, μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, θα βρεθούμε μαζί με τον Christian και τον γό του, Oscar (Jamie Morton), στην πανέμορφη Αργεντινή, όπου θα παρακολουθήσουμε την εξέλιξη δυο διαφορετικών ιστοριών, οι οποίες έχουν κοινό άξονα τον έρωτα.
Το πάθος, όπως θα δούμε, έχει πρωταρχικό ρόλο στην εξέλιξη της υπόθεσης. Όπως μπορούμε πολύ εύκολα να διακρίνουμε κι από τον πρωτότυπο τίτλο (SuperClásico), στην ταινία κυριαρχεί η αγάπη για το ποδόσφαιρο κι έπειτα θα δούμε να περνάνε από τις οθόνες μας, όλα όσα χαρακτηρίζουν την Αργεντινή: το κρασί, το τανγκό, το φαγητό και το κυριότερο, την αγάπη του λαού αυτού για την ζωή.
Βέβαια, όλα τα παραπάνω, είναι δοσμένα από την οπτική ενός Δανού κι όχι ενός γηγενούς σκηνοθέτη. Όπως είναι αναμενόμενο, δε, στα μάτια ενός Βορειο-Ευρωπαίου πολίτη, όλο αυτό το πάθος, μοιάζει περισσότερο ως μια, απαραίτητη στο άνθρωπο, ελευθεριότητα, παρά ως τρόπος ζωής και φυσικά έτσι παρουσιάζεται και στο έργο. Η μεγέθυνση των κύριων χαρακτηριστικών των ανθρώπων αυτών θα προκαλέσει το γέλιο του θεατή, ταυτόχρονα όμως, η σάτιρα που ασκείται στον τρόπο ζωής των Αργεντίνων, αν και δεν γίνεται με κακή πρόθεση, δεν αποκλείεται να εκληφθεί ως δείγμα ασέβειας στον πολιτισμό τους.
Τα κυρίαρχα πρόσωπα που εκφράζουν το πρόσωπο της Αργεντινής, είναι ο ποδοσφαιρικός αστέρας, Juan Diaz (Sebastián Estevanez), η οικονόμος Fernanda (Adriana Mascialino) κι η οικογένεια της 17χρονης Veronica (Dafne Schiling).
Ο Diaz, είναι ένας λατίνος με θρησκευτικές αρχές, που ζει την κάθε στιγμή της ζωής του σαν να μην έχει μεγαλώσει ποτέ. Λατρεύει το ποδόσφαιρο και παίζει επαγγελματικά για την ευχαρίστηση κι όχι για τα χρήματα. Επίσης, αγαπά την Anna και συμπεριφέρεται στον Christian σαν να 'ταν φίλοι από τα παλιά. Η Fernanda πάλι, είναι μια γυναίκα μεγάλης ηλικίας, που εκφράζεται με αποστομωτική ειλικρίνεια κι αγαπά το σεξ. Τέλος η Veronica, είναι μια 17χρονη κοπέλα, που εργάζεται ως ξεναγός κι η οικογένειά της είναι η κλασική οικογένεια της Λατινικής Αμερικής, που κάθε μέρα κάθεται στο τραπέζι μαζεμένη κι είναι πρόθυμη να υποδεχτεί τον όποιο ξένο έρθει απρόσκλητος.
Ο Diaz, κατά μια έννοια είναι το άτομο που συμπληρώνει την υστερική Anna, η Fernanda είναι η γυναίκα που, με την αμεσότητά της, θα δείξει τον δρόμο στον χαμένο στη δυστυχία Christian κι η Veronica, μαζί με την οικογένειά της, θα δώσουν νόημα στη ζωή του 16χρονου Oscar.
Σε γενικές γραμμές, αν δεν σας ενοχλεί η υπερβολή και σας αρέσει να κοιτάτε τη ζωή από μια αισιόδοξη, όχι απαραίτητα ουτοπική, ματιά, νομίζω είναι ότι η συγκεκριμένη ταινία αποτελεί μια καλή επιλογή για 'σας. Αν πάλι, θέλετε μια ταινία που να έχει να σας πει κάτι περισσότερο από τ' ότι ακόμα και στις δυσκολότερες καταστάσεις η ζωή δεν χάνει την ουσία της ή σας εκνευρίζουν οι υπερβολές, ίσως θα πρέπει να κάνετε κάποια άλλη επιλογή.

Βαθμολογία: 2/5

Τα σχετικά
Δανέζικη δραματική κωμωδία του 2012, σε σενάριο των Ole Christian Madsen και Anders Frithiof August και σκηνοθεσία του Ole Christian Madsen, διάρκειας 99 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Anders W. Berthelsen, Paprika Steen, Jamie Morton, Sebastián Estevanez, Adriana Mascialino και Dafne Schiling.

Οι σύνδεσμοι
Trailer 
Imdb 
Rotten Tomatoes