30 Οκτωβρίου 2012

(1946) Ο άγνωστος

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: The stranger
Εναλλακτικός ελληνικός τίτλος: Ο ξένος


Η υπόθεση
Ο κύριος Wilson (Edward G. Robinson) είναι ένας από τους επικεφαλείς της "Επιτροπής Εγκλημάτων Πολέμου". Με δική του εντολή, το κελί ενός καταδίκου, του Meinike (Konstantin Shayne), θα παραμείνει "κατά λάθος" ανοιχτό, δίνοντάς του την δυνατότητα να δραπετεύσει και να οδηγήσει την Επιτροπή σ' έναν από τους εγκεφάλους του ολοκαυτώματος, ο οποίος μετά την εξαφάνισή του, έχει φροντίσει να διαγράψει τα ίχνη του κι είναι, πλέον, αδύνατον να εντοπιστεί διαφορετικά. Ο Meinike, πράγματι, θα οδηγήσει τον Wilson στην πόλη που βρίσκεται ο Franz Kindler (Orson Welles), ο νεαρός ναζί που αναζητά. Πριν προλάβει, όμως, ο επιθεωρητής ν' ανακαλύψει την καινούργια ταυτότητα του Kindler, ο Meinike εξαφανίζεται κι ο Wilson θα πρέπει μόνος του ν' ανακαλύψει ποιός είναι το πρόσωπο που αναζητά.

Η κριτική
Αν κι "Ο άγνωστος" δεν θεωρείται μια από τις ποιοτικότερες δουλειές του Orson Welles, δεν παύει να είναι ένα υπέροχο φιλμ νουάρ, στο οποίο ο δημιουργός του καταφέρνει να κρατήσει με εξαιρετικό τρόπο την προσοχή των θεατών του και να εντείνει την αγωνία τους για την εξέλιξη της ιστορίας.
Ακόμη κι αν αυτή η ταινία του Welles, δεν είναι από τις ταινίες που ο θεατής προσπαθεί ν' ανακαλύψει με την βοήθεια του πρωταγωνιστή τον δολοφόνο, αλλά μαθαίνει την ταυτότητά του στις πρώτες σκηνές, το σασπένς δεν παύει να είναι παρόν σ' όλη τη διάκρειά της, δίνοντας έτσι μια νότα τραγικής ειρωνείας σε αρκετά σημεία της. Ο θεατής γνωρίζει τα πάντα, κι όμως, ακριβώς επειδή γνωρίζει και δεν μπορεί να επέμβει, μένει καθηλωμένος να παρακολουθεί και να ελπίζει ότι ο Wilson θα καταφέρει να κάνει ό,τι ο ίδιος δεν μπορεί.
Ήδη από την πρώτη μέρα της άφιξης του, ο Wilson, θα πληροφορηθεί για την ταυτότητα του ανθρώπου που ψάχνει. Στο μαγαζί του κύριου Potter (Billy House), τη στιγμή που θα ρωτήσει για τον άντρα που παντρεύεται η Mary (Loretta Young), κόρη του Δικαστή του Ανώτατου Δικαστηρίου, θα λάβει δυο απαντήσεις, η μια θα είναι του κυρίου Potter: "Έναν καθηγητή εδώ" κι η άλλη είναι μια γυναικεία φωνή που θα του πει: "Έναν ξένο"... σε μια πόλη που όλοι γνωρίζονται με όλους. Κι όμως, ο Wilson, ενώ ξέρει, θα πρέπει ν' ανακαλύψει τον ξένο, πριν να είναι πολύ αργά για την σύζυγό του.
Αισθητικά, πιστεύω ότι η νουάρ αίσθηση, δεν θα μπορούσε να δίνεται με πιο μεγαλειώδη τρόπο. Στο έργο, κυριαρχούν οι τεράστιες σκιές, που τις νιώθεις να πλησιάζουν απειλητικά όποιον βρεθεί στο δρόμο τους κι έχει τόσο έντονο κοντράστ, που πολλές φορές είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις το ανθρώπινο σώμα με χαμηλό φωτισμό, από τη σκιά του. Από την ταινία, δεν λείπουν επίσης κι οι αντανακλάσεις μέσω διαφόρων επιφανειών που καθρεφτίζουν.
Αξιοπρόσεκτο είναι, δε, και το χαρακτηριστικό που θα προδώσει την πραγματική ταυτότητα του Charles Rankin (Orson Welles), η εμμονή του με τα ρολόγια. Το ρολόι είναι αυτό που θα μιλήσει στον επιθεωρητή και θα τον ωθήσει να ψάξει ένα άτομο που έχει λατρεία με το συγκεκριμένο αντικείμενο και το ρολόι θ' αποτελέσει τον τόπο εξέλιξης των πιο έντονων κι αξιομνημόνευτων σκηνών της ταινίας. Ακόμα, όλη η αγανάκτηση των κατοίκων της πόλης για τις δολοφονίες και την αναστάτωση που έχουν υποστεί από τον Rankin, μπορεί κάλλιστα να συνοψιστεί στην εξής φράση: "Μακάρι ν' αφήνατε ήσυχο το ρολόι. Το Harper ήταν τόσο ήρεμο πριν." Και τέλος, το ρολόι είναι αυτό που έχει τον τελευταίο λόγο στην ζωή του Rankin.
Εκτός βέβαια, από την αρτιότητα των τεχνικών χαρακτηριστικών της ταινίας, στα οποία θα πρέπει να προσθέσω και την εκπληκτική λειτουργία της μουσικής επένδυσης, έντονο ενδιαφέρον παρουσιάζει η επιλογή των συγγραφέων να καταπιαστούν μ' ένα Γερμανό εγκληματία. Ένα θέμα αρκετά επίκαιρο, για την εποχή. Το στοιχείο που θα προδώσει, έστω και καθυστερημένα, τον Rankin, θα είναι η αναφορά του Karl Marx ως Εβραίου κι όχι Γερμανού. Η αναφορά στον γερμανικό ναζισμό και τις ιδέες που πρεσβεύει αυτός, σε συνδυασμό με τις εικόνες από το ολοκαύτωμα, που με τόσο θράσος προβάλει ο Welles στον θεατή, αποτελούν ίσως δυο από τους λόγους της τεράστιας εμπορικής επιτυχίας της ταινίας.
Η παρουσία, βεβαίως, του Edward G. Robinson σε ρόλο ντετέκτιβ, η επιλογή της Loretta Young ως η αθώα και διχασμένη σύζυγος ενός ναζί κι η ερμηνεία του Orson Welles ως ψυχωτικός Γερμανός, που είναι ικανός να κάνει τα πάντα προκειμένου να σωθεί, σε συνδυασμό με την σκηνοθετική επιλογή των κοντινών πλάνων, δίνουν στην ταινία όλα τα απαραίτητα στοιχεία για την συμπλήρωση ενός εκπληκτικού φιλμ νουάρ.
Με λίγα λόγια, η ταινία προτείνεται σε όλους τους θαυμαστές του παλιού καλού νουάρ, του σασπένς και των καλών ερμηνειών. Μια ιδιαίτερα καλή πρόταση για τους σινεφίλ, που μπορεί να μην αποτελεί μια αντικειμενικά κορυφαία ταινία, αλλά που σίγουρα συγκαταλέγεται στις καλές κινηματογραφικές παραγωγές του ασπρόμαυρου κινηματογράφου.

Βαθμολογία: 4/5

Τα σχετικά
Αμερικάνικο φιλμ νουάρ του 1946, σε ιστορία του Victor Trivas, σενάριο των Victor Trivas, Decla Dunning, Anthony Veiller, John Huston και Orson Welles και σκηνοθεσία του Orson Welles, διάρκειας 95 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Edward G. Robinson, Orson Welles, Loretta Young, Konstantin Shayne, Richard Long, Philip Merivale και Billy House.

Οι σύνδεσμοι

29 Οκτωβρίου 2012

(2010) Banksy: Η τέχνη στο δρόμο

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: Exit through the gift shop
Ελληνικός τίτλος στις Νύχτες Πρεμιέρας του 2010: Όπως εξέρχεσθε από το πωλητήριο


Η υπόθεση
Ο μεγάλος street artist, Banksy, αναλαμβάνει να παρουσιάσει την ιστορία του Thierry Guetta, ενός ανθρώπου που ξεκίνησε να κινηματογραφεί διάφορους σπουδαίους street artists, όπως τους Space Invader, Monsieur André, Zeus, Shepard Fairey, Swoon, Banksy, λέγοντας πως ετοιμάζει ένα ντοκιμαντέρ για την "Τέχνη του δρόμου", ενώ στην πραγματικότητα τον ενδιέφερε μόνο η κινηματογράφησή τους. Ο Banksy, παίρνοντας στην κατοχή του τις κασέτες του Thierry, μοντάρει το υλικό, πραγματοποιώντας, έτσι, ένα μεγάλο όνειρο πολλών καλλιτεχνών του δρόμου και παρουσιάζοντας ένα μέρος μιας τέχνης πολύ διαφορετικής απ' ό,τι έχουμε συνηθίσει.

Η κριτική
Το 2010 το graffiti έχει καταφέρει ν' αναγνωριστεί ως μια μορφή τέχνης κι έχει πάψει να θεωρείται, από πολλούς, ως είδος βανδαλισμού. Πολλά έργα του δρόμου, έχουν καταφέρει να μπουν στα σπίτια συλλεκτών, σε γκαλερί και πωλούνται έναντι υπέρογκων ποσών. Το θέμα, όμως, είναι ότι η αναγνώριση δεν συνεπάγεται και νομιμότητα, κάτι που σημαίνει πως πολλά από τα έργα αυτά δεν καταφέρνουν να διασωθούν, όπως γίνεται με διάφορους πίνακες ή γλυπτά. Ο μόνος τρόπος, λοιπόν, τα έργα αυτά να μείνουν στην ιστορία, να γίνουν διαχρονικά, είναι μέσω της κινηματογράφησής τους.
Το ντοκιμαντέρ αυτό, από την αρχή του, παρουσιάζει μια ενδιαφέρουσα ιδιαιτερότητα. Μια ταινία που φέρει το όνομα του Banksy, έργα του οποίου σίγουρα έχουμε δει όλοι είτε σε εικόνες στο internet, είτε σε κάποια εφημερίδα, θα ξεκινήσει με το επίμαχο πρόσωπο να εμφανίζεται στην κάμερα και να μας ανακοινώνει ότι η ταινία είναι αφιερωμένη στον άνθρωπο που ήθελε να γυρίσει μια ταινία γι' αυτόν. Λίγα λεπτά μετά, όταν ο θεατής γνωρίσει τον επιτήδειο κινηματογραφιστή, θ' αρχίσει να σκέφτεται τι δουλειά έχει ένας τρελάρας Γάλλος με το street art και για ποιό λόγο η ταινία είναι βασισμένη πάνω του;
Κι όμως, το "Banksy: Η τέχνη στο δρόμο" είναι ένα καταπληκτικό ντοκιμαντέρ, που μέσω ενός νοητικού παιχνιδιού επιτυγχάνει να παρουσιάσει την τέχνη του δρόμου και να θίξει διάφορα κοινωνικά θέματα, χωρίς ασύνδετες μεταπηδήσεις, αλλά με μια γραμμική ροή, που ομολογουμένως κεντρίζει την περιέργεια του κοινού.
Η αλήθεια είναι ότι κατά την διάρκεια της ταινίας, σου περνάνε διάφορα πράγματα από το μυαλό. Για παράδειγμα: "Είναι πράγματι το street art μια μορφή τέχνης ή είναι μια παροδική μόδα που με τα χρόνια θα ξεχαστεί ή θ' αντικατασταθεί από κάτι άλλο; Τι είναι η φήμη; Τι είναι η αναγνωρισιμότητα; Τι πάει να πει στ' αλήθεια η λέξη τέχνη; Όσο ανεβαίνει η αξία ενός κομματιού, τόσο περισσότερο έργο τέχνης είναι; Ο Banksy κι ο Picasso είναι καλλιτέχνες του ίδιου βεληνεκούς; Παρακολουθώ ταινία ή μήπως μια φάρσα;" Σε κανένα από αυτά τα ερωτήματα δεν δίνεται απάντηση, γιατί κανένα από αυτά δεν θίγεται ευθέως. Όλες αυτές οι ερωτήσεις ξεκινάνε ως προβληματισμοί του κάθε θεατή και θα παραμείνουν σκέψεις του καθενός.
Για του λόγου το αληθές, μπορεί κάποιοι από εσάς να έχετε συναντήσει, στο διαδίκτυο, κάποιες από τις φήμες που κυκλοφορούν και ταυτίζουν τον Banksy με τον Thierry Guetta κι ίσως να έχει πέσει στα χέρια σας μια φωτογραφία του Banksy, στην οποία μοιάζει εκπληκτικά με τον Guetta. Δεν αποκλείεται, λοιπόν, η ταινία να είναι όντως μια αυτοβιογραφία του πασίγνωστου Banksy και παράλληλα ένα τρικ που του επιτρέπει να πει, όλα όσα έχει να πει, με έναν ιδιαίτερα εύστοχο τρόπο... ακριβώς ό,τι κάνει και με τα έργα του.
Η αλήθεια είναι ότι δεν μας αφορά αν ο Banksy είναι ο Robert Banks ή ένα ψευδώνυμο του Thierry Guetta. Δεν μας αφορά καν, αν ο Mr. Brainwash (Thierry Guetta) είναι ένα τέχνασμα του Banksy ή δημιούργημά του. Η αλήθεια είναι ότι πουθενά στο φιλμ δεν βλέπουμε το πραγματικό πρόσωπο του Banksy και πουθενά στο φιλμ δεν βλέπουμε τον Mr. Brainwash να δημιουργεί... οπότε κάλλιστα ο Thierry Guetta κι ο Banksy μπορεί να είναι το ίδιο πρόσωπο... μπορεί όμως κι όχι.
Αυτό που αξίζει στην ταινία, και γι' αυτόν το λόγο προτείνεται σε όλους όσους έχουν κοινωνικο-πολιτικές ή καλλιτεχνικές ανησυχίες, είναι ο άμεσος τρόπος που καταφέρνει να περάσει, ο δημιουργός, το μήνυμά του στο κοινό. Προσωπικά την λάτρεψα, γιατί μ' έναν ανορθόδοξο τρόπο, καταφέρνει να προβληματίσει τον θεατή και με την δημιουργία ενός ευχάριστου κλίματος, καταφέρνει να διεισδύσει, εξ' ίσου αποτελεσματικά με τα "σοβαρά" ντοκιμαντέρ, στο μυαλό ενός ανθρώπου και να τον κάνει να σκεφτεί για πράγματα που τον αφορούν άμεσα.

Βαθμολογία: 4/5

Τα σχετικά
Αμερικάνικο ντοκιμαντέρ του 2010, σε σκηνοθεσία του Banksy, διάρκειας 87 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές τους Banksy, Thierry Guetta (Mr. Brainwash), Shepard Fairey και Space Invader.

Οι σύνδεσμοι
Trailer 
Imdb 
Rotten Tomatoes 

27 Οκτωβρίου 2012

(2011) Κι αν ζούσαμε όλοι μαζί;

Πρωτότυπος τίτλος: Et si on vivait tous ensemble?
Αγγλικός τίτλος: And if we all lived together


Η υπόθεση
Ο Claude (Claude Rich), η Jeanne (Jane Fonda), ο Albert (Pierre Richard), η Annie (Geraldine Chaplin) κι ο Jean (Guy Bedos), είναι μια παρέα 75άρηδων που έχουν καταφέρει να παραμείνουν φίλοι για περισσότερο από 40 χρόνια. Όταν τα προβλήματα της ηλικίας αρχίζουν να γίνονται εμφανή κι ο θάνατος αρχίζει να πλησιάζει απειλητικά τις ζωές τους, ο εργένης Claude κι οι, για χρόνια παντρεμένοι, Albert και Jeanne, παίρνουν την απόφαση να μετακομίσουν στο σπίτι της Annie και του Jean, επιλέγοντας οι ίδιοι τον τρόπο με τον οποίο θα περάσουν το υπόλοιπο της ζωής τους. Μαζί τους, θα μετακομίσει στο σπίτι ένας νεαρός Γερμανός, ο Dirk (Daniel Brühl), ο οποίος στα πλαίσια μιας πανεπιστημιακής έρευνας, μελετά τη ζωή των ηλικιωμένων Ευρωπαίων.

Η κριτική
Το "Κι αν ζούσαμε όλοι μαζί;" αποτελεί μια κατ' εξοχήν γλυκιά γαλλική δραματική κωμωδία για τους ανθρώπους της τρίτης ηλικίας. Ο Stéphane Robelin, συγγραφέας και σκηνοθέτης της, έχει επιλέξει να γυρίσει μια ταινία για μια ηλικιακή ομάδα που, φαινομενικά μόνο, η ζωή των μελών της δεν έχει κανένα ενδιαφέρον. Πρακτικά, όπως θα δούμε, η ζωή ποτέ δεν χάνει το ενδιαφέρον της, σε όποια ηλικία κι αν βρισκόμαστε.
Σε μια εποχή που οι θεσμοί κι οι αξίες περνάνε κρίση και καταρρέουν, ακριβώς όπως γίνεται και με την παγκόσμια οικονομία, μια παρέα διεθνών star, που έχουνε μπει πια για τα καλά στην τρίτη ηλικία, θα μας παρουσιάσει την ζωή με ένα διαφορετικό βλέμμα, που όπως θα δούμε δεν διαφέρει ιδιαίτερα από αυτό ενός νεαρού ατόμου ή ενός μεσήλικα.
Έχοντας αποκτήσει κι οι πέντε τους οικογένειες, στα 75 τους θα συνειδητοποιήσουν ότι για τα παιδιά τους δεν αποτελούν πλέον "οικογένεια", παρά μόνο ένα πρόβλημα, που πρέπει να σταλεί σε γηροκομείο ή πρέπει να απαρνηθεί τ' αγαπημένα του πρόσωπα για να μην κινδυνεύει. Ακόμα, μπορεί απλά οι γονείς να έχουν παραμεγαλώσει για να τους επισκεπτόμαστε.
Αποδεχόμενοι λοιπόν την φυσική κατάσταση στην οποία βρίσκονται, κάποια στιγμή, οι πέντε φίλοι, θα ενώσουν τα πράγματα και τις συνήθειές τους και θα δημιουργήσουν μια κοινότητα, ανάλογη ενός γηροκομείου, με τη μόνη διαφορά ότι αντί για νοσοκόμες θα έχουν ο ένας τον άλλο κι αντί για καινούργιους φίλους, θα πρέπει να καταφέρουν να διατηρήσουν τους παλιούς. Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι με δική τους απόφαση θα δημιουργηθεί μια καινούργια οικογένεια, πιο ανθεκτική από τις βιολογικές τους.
Οι διάφορες συνήθειες, αλλά και τα διάφορα προβλήματα του καθενός, θ' αποτελέσουν την αφορμή για κάποιες όμορφες κωμικο-τραγικές καταστάσεις, που είναι κι αυτές που, κατά κύριο λόγο, κρατάνε το ενδιαφέρον του θεατή. Η κεντρική ιστορία, βέβαια, είναι λίγο-πολύ προβλέψιμη, καθώς από την αρχή μπορούμε να μαντέψουμε το τέλος. Η Jeanne βρίσκεται στα τελευταία στάδια του καρκίνου, ο σύζυγός της, Albert, βρίσκεται στα πρώτα στάδια της άνοιας, ο Claude είναι ένας γηραιός, καρδιακός, σεξομανής εργένης κι η Annie με τον Jean, είναι ένα ζευγάρι που ενώ φαινομενικά τα έχει όλα, ουσιαστικά είναι δυο άνθρωποι μόνοι.
Σημαντικό ρόλο, επίσης, θα δούμε ότι έχει κι η σεξουαλικότητα της τρίτης ηλικίας. Αφορμή για την ενασχόληση με το θέμα, αλλά και τις διάφορες αποκαλύψεις που έπονται, θα είναι η προτροπή της Jeanne στον νεαρό Dirk, να ρωτήσει για το θέμα. Όπως μας λέει κι η Jeanne, οι γέροι δεν είναι άγιοι.
Τα γηρατειά, με λίγα λόγια δεν συνεπάγονται την παραίτηση από τη ζωή. Όσα δικαιώματα έχει ένας νέος άνθρωπος ν' απολαύσει τη ζωή, άλλα τόσα έχουν και τα άτομα προχωρημένης ηλικίας να φύγουν όπως οι ίδιοι επιλέξουν να φύγουν. Κι αφού οι νεαροί της παρέας, αρνούνται να δώσουν μια χείρα βοηθείας, κανείς δεν μπορεί να τους απαγορεύσει να πάρουν τις ζωές τους στα χέρια τους.
Σε γενικές γραμμές, οι ερμηνείες είναι συμπαθητικές, με φωτεινές εξαιρέσεις τους Geraldine Chaplin και Pierre Richard και απογοητευτική την συμμετοχή της Jane Fonda, η οποία παίζει τον εαυτό της και δεν δείχνει την παραμικρή διάθεση να τσαλακώσει την εικόνα της και να παραστήσει, πειστικά, την άρρωστη.
Άλλο ένα αρνητικό της ταινίας, είναι επίσης το γεγονός ότι είναι ιδιαίτερα γαλλική για να μπορέσει να θεωρηθεί συμπαθητική η πλειοψηφία των χαρακτήρων, από ένα κοινό εκτός των συνόρων της. Στο έργο, υπάρχει διάχυτη η γαλλική αγένεια κι αμεσότητα που άλλοτε λειτουργεί θετικά κι ανθρώπινα, άλλοτε πάλι ωθεί τον θεατή ν' αδιαφορήσει.
Εν ολίγοις, αν σας αρέσει το γαλλικό σινεμά, το θέμα παρουσιάζει αρκετό ενδιαφέρον. Αν σας αρέσει, επίσης, η Geraldine Chaplin, είναι και πάλι μια πολύ όμορφη επιλογή. Αν πάλι, ανήκετε στο σινεφίλ κοινό, είναι μια ενδιαφέρουσα κι ιδιαίτερη ταινία, που αν δεν έχετε κάποια καλύτερη πρόταση, σίγουρα δεν θα σας δυσαρεστήσει.

Βαθμολογία: 2,5/5

Τα σχετικά
Γαλλική δραματική κωμωδία του 2011, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Stéphane Robelin, διάρκειας 96 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Geraldine Chaplin, Jane Fonda, Pierre Richard, Guy Bedos, Claude Rich και Daniel Brühl.

Οι σύνδεσμοι

(2012) ΤίνκερΜπελ: Το μυστικό των νεραϊδοφτερών

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: Secret of the wings


Η υπόθεση
Η Tinker Bell (Mae Whitman) πάντοτε ήθελε να δει από κοντά το δάσος του χειμώνα, αλλά ο νόμος απαγορεύει ρητά το πέρασμα απ' τη μια πλευρά στην άλλη. Μια μέρα, όμως, θα της δοθεί η ευκαιρία να πλησιάσει στα σύνορα κι έχοντας τόσο μεγάλη περιέργεια να γνωρίσει τον άγνωστο τόπο, περνά για λίγο στο δάσος του χειμώνα. Τα φτερά της Tinker Bell θα αρχίσουν να λαμπυρίζουν με μια πρωτόγνωρη ομορφιά, αλλά, δυστυχώς, θα παγώσουν απ' το πολύ κρύο. Όταν η μικρή νεράιδα επανέλθει στη φυσιολογική της θερμοκρασία, θα θελήσει να μάθει τα πάντα γύρω από αυτό το περίεργο λαμπύρισμα. Το μόνο που θα καταφέρει να βρει, όμως, είναι μια σκοροφαγωμένη σελίδα σ' ένα βιβλίο φτερολογίας. Έτσι, θα πρέπει ν' αναζητήσει την αλήθεια στην άλλη πλευρά των συνόρων, όπου κατοικεί ο Φύλακας (Jeff Bennet), ο συγγραφέας όλων των βιβλίων.

Η κριτική
Η ταινία, αν και κατά κύριο λόγο απευθύνεται σε παιδάκια προσχολικής ηλικίας, είναι πολύ όμορφα γυρισμένη κι, όπως κάθε ταινία Disney που σέβεται τον εαυτό της, κρύβει αρκετά μηνύματα για τους μικρούς μας φίλους, μένοντας πιστή στο παιδευτικό έργο της εταιρίας.
Η νέα ταινία της Tinker Bell, όπως βλέπουμε, ξεκινά με το πέρασμα από το καλοκαίρι στο χειμώνα και στη συνέχεια θα δούμε να συμβαίνει το αντίστροφο. Με αυτόν τον απλούστατο τρόπο οι δημιουργοί καταφέρνουν να εισάγουν τους μικρούς θεατές στο κυρίως θέμα που θα ακολουθήσει, αλλά και να τους δημιουργήσουν ένα αίσθημα της φυσιολογικής αλληλουχίας των εποχών. Η επιλογή, δε, να προβληθεί στη χώρα μας την περίοδο που μπαίνει σιγά-σιγά η χειμερινή περίοδος, ταιριάζει ιδιαίτερα με το κλίμα της ταινίας.
Αφού λοιπόν η μικρή νεράιδα διασχίσει τα σύνορα κι αρχίσει ν' αναζητά τον λόγο για τον οποίο λαμπύρισαν τα φτερά της, θα πρέπει να βρει ένα τρόπο να ξαναπεράσει τα σύνορα και να φτάσει στον Φύλακα, αναζητώντας σ' αυτόν την πολυπόθητη απάντηση. Εκεί, στο δάσος του χειμώνα, θα τύχει να γνωρίσει ένα ξωτικό του χειμώνα, την Κυάνα (Lucy Hale), κι όταν οι δυο τους συναντηθούν τα φτερά τους θα αρχίσουν να λάμπουν ξανά.
Ο Φύλακας θα εξηγήσει στις δυο νεράιδες/ξωτικά ότι ο λόγος που λάμπουν τα φτερά τους όταν βρίσκονται μαζί είναι γιατί έχουν γεννηθεί από το ίδιο γέλιο ή πιο απλά γιατί είναι αδελφές. Όταν μαθαίνουν την αλήθεια, η Κυάνα κι η Tinker Bell αποφασίζουν να δείξουν η μια στην άλλη τον κόσμο τους και δίνουν μια υπόσχεση να μην χωρίσουν ποτέ. Άλλωστε όταν σε κάποιον δίνεται η ευκαιρία να γνωρίσει το διαφορετικό δεν αποκλείεται ν' ανακαλύψει αρκετά κοινά μ' αυτό.
Ένα άλλο στοιχείο στο οποίο δίνει πολύ μεγάλη έμφαση η ταινία, είναι η αξία της οικογένειας και το γεγονός ότι τ' αδέλφια δεν πρέπει να χωρίζονται το ένα από το άλλο, αλλά αντίθετα, πρέπει πάσει θυσία να μεγαλώνουνε μαζί. Το πρόβλημα, όμως, είναι ότι διασχίζοντας η μια τον κόσμο της άλλης, αυτομάτως θέτει σε κίνδυνο τη ζωή της, καθώς οι νεράιδες δεν αντέχουν στο κρύο και τα ξωτικά του χιονιού δεν αντέχουν στη ζέστη.
Το πρόβλημα, βέβαια, μοιάζει να μπορεί να λυθεί με τη βοήθεια διαφόρων κατασκευών που σκαρφίζεται η Tinker Bell. Η ανθρώπινη παρέμβαση, όμως, όπως θα δούμε μπορεί να προκαλέσει σοβαρότερα προβλήματα από τον ατομικό κίνδυνο. Η Tinker Bell, για να μπορέσει η Κυάνα να επισκεφτεί τον κόσμο της, θα κατασκευάσει μια μηχανή παραγωγής πάγου. Όταν, όμως, αυτή η μηχανή θα βρεθεί στο ποτάμι που χωρίζει τις δυο εποχές, το κρύο που θα παράγει θ' αποτελέσει απειλή για όλες τις εποχές.
Έμμεσα και με αντίστροφο τρόπο, βλέπουμε πως γίνεται νύξη στο φαινόμενο του θερμοκηπίου, το οποίο δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια ανεπιθύμητη συνέπεια που προκάλεσε, και συνεχίζει να προκαλεί, η ανθρώπινη παρέμβαση στην φύση. Σαφώς, όμως, η συνεργασία κι η καλή θέληση, λειτουργούν με σωτήριο τρόπο για την προστασία της εποχής του καλοκαιριού, αλλά και την προστασία του δέντρου που παράγει την νεραϊδόσκονη, δίνοντας ένα όμορφο μάθημα στα μικρά παιδάκια που θα την παρακολουθήσουν.
Όντας μια ταινία με νεραϊδούλες και ξωτικά, θα έλεγα μάλλον ότι προτείνεται σε κοριτσάκια προσχολικής ηλικίας. Σε γενικές γραμμές είναι μια όμορφη παιδική ταινία, με χρήσιμα μηνύματα, ωραία γραφικά, αρκετά συμπαθητικό 3D, χωρίς όμως να θεωρείται απαραίτητο, κι ικανοποιητική μεταγλώττιση.

Βαθμολογία: 2/5

Τα σχετικά
Αμερικάνικη παιδική ταινία του 2012, σε σενάριο των Roberts Gannaway, Peggy Holmes, Ryan Rowe και Tom Rogers και σκηνοθεσία των Roberts Gannaway και Peggy Holmes, διάρκειας 75 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Mae Whitman, Lucy Hale, Timothy Dalton, Anjelica Huston και Jeff Bennet.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

(2012) Αγριότητα

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: Savages


Η υπόθεση
O Chon (Taylor Kitsch) κι ο Ben (Aaron Taylor-Johnson) είναι δυο πολύ διαφορετικοί άνθρωποι, που μαζί έχουν καταφέρει να δημιουργήσουν μια από τις μεγαλύτερες και ποιοτικότερες επιχειρήσεις παραγωγής μαριχουάνα στον κόσμο.  Μαζί τους, στον παράδεισο, κατοικεί η O. (Blake Lively), η γυναίκα που αποτελεί το μόνο κοινό σημείο των δυο ανδρών. Όταν το μεγαλύτερο καρτέλ του Μεξικού θελήσει να αγοράσει την μέθοδό τους κι οι δυο τους αρνηθούν, η O. θ' απαχθεί, προκειμένου να επιτευχθεί η ζητούμενη συνεργασία. Ο Chon κι ο Ben θα πρέπει να καταφέρουν να βρουν ένα τρόπο για να σώσουν τη ζωή της O., κατά προτίμηση, χωρίς να χρειαστεί να συνεργαστούν με την Βασίλισσα Elena (Salma Hayek).

Η κριτική
Η "Αγριότητα" είναι η νέα, πολλά υποσχόμενη, παραγωγή του Oliver Stone, που τάζει στον θεατή δυο ώρες γεμάτες ναρκωτικά, καρτέλ, συμφωνίες κάτω από το τραπέζι, απαγωγές, προδοσίες, χρήμα, σεξ, αλλά κι ένα μοιρασμένο (νέοι κι ανερχόμενοι πρωταγωνιστές, έναντι παλιών κι ιδιαίτερα ικανών εχθρών) cast ηθοποιών.
Ας τα πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Οφείλω να πω ότι η ταινία, αρχικά, μου φάνηκε ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα (αν όχι σχεδόν αριστουργηματική), καθώς έτυχε να παρακολουθήσω μόνο το τελευταίο μισάωρό της. Φυσικά βέβαια μ' ένα μισάωρο, και δη το τελευταίο, κριτική δεν γράφεται, οπότε έπρεπε να την δω εξ αρχής για να μπορέσω να έχω μια ολοκληρωμένη άποψη. Δυστυχώς η αρχική μου εντύπωση διαψεύστηκε κι η ταινία μου άφησε μια γεύση αδιάφορη, ακριβώς ό,τι είναι και το ανερχόμενο πρωταγωνιστικό cast, με βασίλισσα της αδιαφορίας την νεαρή Blake Lively, που έχει και τον ρόλο αφηγητή και με τους Taylor Kitsch και Aaron Taylor-Johnson να την ακολουθούν.
Η ταινία ξεκινά παρουσιάζοντάς μας την ιστορία των δυο ανδρών, του Chon και του Ben, την θέση της O. ανάμεσά τους, αλλά και την ιστορία της επιχείρησης που έχουν καταφέρει να στήσουν οι δυο τους. Η Blake Lively, από την αρχή της ταινίας γίνεται εκνευριστική, παίζοντάς το μοιραία γυναίκα, τη στιγμή που ο τόνος της φωνής της είναι τόσο, μα τόσο άνευρος. Θα μου πείτε, δικαιολογημένα, τι ήθελα να είναι, αφού η πρωταγωνίστρια είναι εθισμένη από μικρή ηλικία στα ναρκωτικά; Το δέχομαι, αλλά η σκηνική της παρουσία δείχνει έναν υγιή άνθρωπο, οπότε τον τόνο της φωνής δεν δύναμαι να τον αποδώσω σε σκηνοθετική οδηγία, αλλά στην ίδια την ηθοποιό.
Το δεύτερο σημείο που λειτουργεί αρνητικά, είναι η υπέρτατη φαντασίωση που ζει η O., η οποία στην πλειοψηφία του ανδρικού κοινού, στο οποίο παρεμπιπτόντως απευθύνεται η ταινία, νομίζω θα φανεί το λιγότερο "υπερβολή". Η O., η οποία χωρίς να προσφέρει απολύτως τίποτα στην επιχείρηση, μαστουρώνει και καλοπερνά, αναφέρει στα πρώτα λεπτά της ταινίας ότι οι δυο άντρες της ανήκουν. Δεν λέω, η κοπέλα είναι πανέμορφη και δικαιολογημένα την θέλουν κι οι δυο, αλλά αλήθεια τώρα, αν την θέλανε πραγματικά, σε σημείο να κάνουν όλα όσα θα κάνουν στη συνέχεια γι' αυτήν... θα δεχόντουσαν να τη μοιράζονται αν ήταν πραγματικοί άντρες; Μήπως τσαλακώνουν, λέω εγώ τώρα με το φτωχό μυαλό μου, υπερβολικά την εικόνα του κατακτητή αρσενικού; Κι όλο αυτό το αναφέρω για να δικαιολογήσω την ανεπάρκεια των δυο πρωταγωνιστών, που ουσιαστικά είναι ανεπάρκεια χαρακτήρων κι όχι υποκριτικής ικανότητας.
Συνεχίζω με το επόμενο θέμα που απασχολεί την ταινία, αυτό της προδοσίας. Εδώ, θα δούμε ότι το ενδιαφέρον του θεατή αναζωπυρώνεται με τα διάφορα ψίχουλα προδοσίας που πετάει ο Stone στην διάρκεια της ταινίας, κεντρίζοντας κατ' αυτόν τον τρόπο το ενδιαφέρον του θεατή να καταλάβει ποιός είναι με ποιόν, ποιός ευθύνεται για τί και ποιό είναι το κίνητρο για όλη την αναστάτωση. Βέβαια, αξίζει ν' αναφέρουμε ότι στο πλαίσιο της προδοσίας συμπεριλαμβάνονται και τα μεγάλα ονόματα της ταινίας, ο Benicio Del Toro, η Salma Hayek κι ο John Travolta, με τον τελευταίο ν' αποτελεί μια αδιάφορη παρουσία στο χώρο.
Όλα τα υπόλοιπα στοιχεία που περιλαμβάνονται στην ταινία, ναρκωτικά, σεξ, καρτέλ, κ.α., παρουσιάζονται τόσο εξιδανικευμένα, ψεύτικα κι ωμά, αγγίζοντας σε κάποια σημεία τα όρια του αηδιαστικού, που αν μη τι άλλο χάνουν την ουσία τους.
Για να μην γίνομαι, όμως, υπερβολική, όντας μια ταινία του Oliver Stone, σίγουρα παρουσιάζει ένα ενδιαφέρον. Στην θέση της ωραίας Ελένης, θα δούμε την O., στην θέση του Μενελάου και του Αχιλλέα, τον Ben και τον Chon και στη θέση του Έκτορα και του Πάρη, την Βασίλισσα Elena και τον Lado. Χωρίς να υπάρχει σαφής αναφορά στην τρωικό πόλεμο, επωφελούμαι της αναφοράς στην σαιξπηρική Οφηλία (O.), της επιλογής ν' αντιπαραθέσει California-Μεξικό και της χρήσης του ονόματος Elena, για ν' αναφερθώ σε μια πιο ταιριαστή τραγωδία.
Ωραίο στοιχείο, επίσης, αποτελεί κι η αναζήτηση των "Savages (Άγριοι)". Ποιοί είναι οι άγριοι στην πραγματικότητα; Είναι οι απάνθρωποι Μεξικανοί (τι κοινότυπο!) που με την βία αποκτούν αυτό που θέλουν; Μήπως πάλι, είναι οι πρωτόγονοι φίλοι που μοιράζονται την ίδια γυναίκα; Ίσως στο τέλος να καταφέρει να το ανακαλύψει το κοινό.
Σε γενικές γραμμές, η ταινία προτείνεται στους θαυμαστές του Benicio Del Toro και με μια μικρή επιφύλαξη στους πιστούς ακολούθους του Oliver Stone. Για τους υπόλοιπους που είστε στο μεταίχμιο του να την δείτε ή όχι, θα σας πρότεινα να περιμένετε για το DVD καλύτερα.

Βαθμολογία: 2/5

Τα σχετικά
Αμερικάνικο crime film του 2012, βασισμένο σε μυθιστόρημα του Don Winslow, σε σενάριο των Don Winslow, Shane Salerno και Oliver Stone και σκηνοθεσία του Oliver Stone, διάρκειας 131 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Taylor Kitsch, Aaron Taylor-Johnson, Blake Lively, Benicio Del Toro, Salma Hayek και John Travolta.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

26 Οκτωβρίου 2012

(2007) California dreamin'

Πρωτότυπος τίτλος: Nesfarsit
Αγγλικός τίτλος: California dreamin' (Nesfarsit)


Η υπόθεση
Στην Ρουμανία του 1999, ένα τρένο που μεταφέρει αξιωματικούς του ΝΑΤΟ κι έναν εξοπλισμό βοήθειας προς την βομβαρδιζόμενη Γιουγκοσλαβία, θα ξεκινήσει με κατεύθυνση το Κόσοβο. Το τρένο, αν κι έχουν δοθεί σαφείς οδηγίες από το Βουκουρέστι να μην εμποδίσει κανείς τη διέλευσή του, θα σταματήσει και θα κολλήσει για πέντε μέρες σ' ένα χωριό της Ρουμανίας, την Καπαλνίτα. Η παραμονή των Αμερικανών στο μικρό αυτό χωριό θα γίνει η αφορμή για την εμφάνιση διαφόρων κωμικο-τραγικών, αλλά άκρως ρεαλιστικών καταστάσεων.

Η κριτική
Το "California dreamin'" είναι μια ταινία, κατά βάση, γλυκό-πικρη που αποτελεί έναν ύμνο αλήθειας για την επαρχιώτικη νοοτροπία όλων των βαλκανικών χωρών. Παράλληλα, όμως, είναι μια ταινία που καταφέρνει να δείξει το αληθινό πρόσωπο των ειρηνικών αμερικανικών επεμβάσεων και τις ταραχές που "άθελά τους" προκαλούν αυτές. Το έργο βασίζεται εξίσου σε μια σάτιρα χαρακτήρων, αλλά και καταστάσεων, οι οποίες καταφέρνουν να κρατήσουν αμείωτο το ενδιαφέρον του θεατή.
Αρχικά, όπως θα δούμε, η ταινία ξεκινά με μια αναδρομή στον Μάιο του 1944, όπου θα γνωρίσουμε τον σταθμάρχη της πόλης Καπαλνίτα σε μικρή ηλικία. Η ταινία θα συνεχίσει στο σήμερα, δείχνοντάς μας μια σκηνή από το γραφείο του Υπουργού Εξωτερικών της Ρουμανίας, θα περάσει στις ετοιμασίες του επικείμενου τρένου και θα καταλήξει στην επαρχία της Καπαλνίτα, όπου θα γνωρίσουμε τους βασικούς ήρωες της ιστορίας μας.
Πρώτο και καλύτερο, από τους κατοίκους του χωριού, θα γνωρίσουμε τον Doiaru (Razvan Vasilescu), τον διεφθαρμένο διευθυντή του σιδηροδρομικού σταθμού κι υπεύθυνο της παραμονής των Αμερικανών στο χωριό και την κόρη του, Monica (Maria Dinulescu), μια νεαρή κοπέλα που ψάχνει απεγνωσμένα να βρει έναν τρόπο ν' αποδράσει από την μικροαστική, μίζερη ζωή του χωριού.
Ο Doiaru, προφασιζόμενος την έλλειψη των τελωνειακών εγγράφων, που θα έπρεπε να φέρει μαζί του ο αρχηγός της αμερικάνικης αποστολής, captain Doug Jones (Armand Assante), θα χρησιμοποιήσει την γραφειοκρατία και τον νόμο της χώρας του για προσωπικό του όφελος, να πάρει δηλαδή την πολυπόθητη εκδίκησή του από τους Αμερικάνους συμμάχους. Κανείς δεν μπορεί να πει, βέβαια, ότι ο Doiaru κακώς λειτουργεί έτσι, αλλά σίγουρα το πρόσωπό του δεν μπορεί να χαρακτηριστεί συμπαθές, καθώς συσχετίζεται με λεηλασίες και μεταπωλήσεις προϊόντων από τα τρένα, σε βάρος των συγχωριανών του.
Το δεύτερο πρόσωπο που θα μας απασχολήσει είναι ο καιροσκόπος, εκμεταλλευτής, δήμαρχος του χωριού (Ion Sapdaru), ο οποίος φέρει πάνω του όλα τα χαρακτηριστικά της βαλκανικής ξενομανίας. Οι Αμερικάνοι για τον δήμαρχο, και στη συνέχεια για όλους τους χωριανούς, αποτελούν τον από μηχανής Θεό. Όπως και το 1944, οι Αμερικανοί είναι αυτοί που αναμένεται να λύσουν όλα τα εσωτερικά προβλήματα του ρουμάνικου λαού, που πρόκειται να βγάλουν τον τόπο από το οικονομικό αδιέξοδο και που θα λυτρώσουν τον λαό από τον δυνάστη που τους εκμεταλλεύεται.
Μέσω της φιλοξενίας, λοιπόν, και των ψεμάτων που χρησιμοποιεί για να φουσκώσει τα μυαλά των χωριανών, ο δήμαρχος θα οργανώσει γλέντια, πάρτυ και παραστάσεις για να καλωσορίσει και να καλοπιάσει τους σωτήρες. Με τον τρόπο αυτό, ένα ολόκληρο χωριό, βλέπουμε να δηλώνει υποταγή και να δίνει την άδειά του, χωρίς κανένα ενδοιασμό, να θεωρηθεί "τριτοκοσμικό" από τους μεγαλοπρεπείς Αμερικάνους. Το πείσμα του Doiaru παράλληλα, ενώ θεωρητικά αποτελεί την ύστατη προσπάθεια να δείξει την υπεροχή του, καταφέρνει μόνο να γίνει αντιληπτό ως ένα χωριάτικο κόμπλεξ, που θα λειτουργήσει σε βάρος του, αφού στο μόνο που βοηθά τελικά η παρουσία των Αμερικανών είναι το ξεμπρόστιασμα των θαμμένων προβλημάτων κι η δύναμη που δίνει η παρουσία τους στους ντόπιους να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους.
Αν κι η ταινία είναι ένα κράμα αλήθειας και μυθοπλασίας, δράματος και σάτιρας, υπερβολής και πραγματικότητας, καταφέρνει να σταθεί γερά στα πόδια της και να κάνει σαφές το αντιπολεμικό της μήνυμα, την ευθύνη των Η.Π.Α. για διαφόρους πολέμους, αλλά και τη σαθρότητα του συστήματος που επιτρέπει σε κάποιες δυσμενείς καταστάσεις να εκκολαφθούν.
Με μοναδικό αρνητικό στοιχείο τη μεγάλη της διάρκεια, η οποία πιθανώς να ήταν μικρότερη αν ο σκηνοθέτης της, Cristian Nemescu, είχε προλάβει να ολοκληρώσει το μοντάζ της προτού πεθάνει, η ταινία προτείνεται στους σινεφίλ του βαλκανικού κινηματογράφου κατά κύριο λόγο, καθώς αποτελεί μια σύγχρονη και νεανική ματιά πάνω στην καθημερινότητα και το παγκόσμιο κοινωνικο-πολιτικό γίγνεσθαι.

Βαθμολογία: 3/5

Τα σχετικά
Ρουμάνικο σατιρικό δράμα του 2007, σε σενάριο των Cristian Nemescu, Tudor Voican και Catherine Linstrum και σκηνοθεσία του Cristian Nemescu, διάρκειας 155 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Razvan Vasilescu, Armand Assante, Ion Sapdaru, Maria Dinulescu, Jamie Elman και Alexandru Margineanu.

Οι σύνδεσμοι
Trailer 
Imdb 
Rotten Tomatoes

24 Οκτωβρίου 2012

(2012) Παράνομοι

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: Lawless


Η υπόθεση
Το 1931 στην αμερικάνικη επαρχιακή πόλη Franklin της Virginia, λίγο καιρό πριν τη λήξη της ποτοαπαγόρευσης, οι αδελφοί Bondurant παρασκευάζουν και διακινούν παράνομα ουίσκι. Ο Forrest Bondurant (Tom Hardy) είναι ο μεγαλύτερος αδελφός κι ο υπεύθυνος της επιχείρησης Bondurant. Ο Howard Bondurant (Jason Clarke) είναι ο μεσαίος αδελφός και στην ουσία το δεξί χέρι του Forrest, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά υποθέσεις που απαιτούν σωματική βία για να λυθούν. Ο Jack Bondurant (Shia LaBeouf), τέλος, είναι ο μικρότερος αδελφός κι αν κι είναι ο πιο άβγαλτος από τους τρεις, είναι ίσως ο πιο φιλόδοξος. Τα πράγματα λειτουργούν μ' ένα συγκεκριμένο τρόπο σ' αυτήν την πόλη, έως την έλευση του Charlie Rakes (Guy Pearce), ενός ελεγκτή της επιτροπής οινοπνεύματος, ο οποίος θέλει όλοι να δείξουν υποταγή στο πρόσωπό του. Οι αδελφοί Bondurant, όμως, αρνούνται να γίνουν υποτελείς του Rakes κι έτσι ξεσπά μια διαμάχη που απαιτεί χρόνο για να λυθεί.

Η κριτική
Η ταινία "Παράνομοι", αν κι αναφέρεται σε μια εποχή που η εγκληματικότητα στην Αμερική ήταν αρκετά αυξημένη, αποτελεί περισσότερο μια ήρεμη ταινία του είδους, που επικεντρώνεται στις ζωές και τις σχέσεις των τριών αδελφών, όχι μόνο μεταξύ τους αλλά και με την κοινότητα, της οποίας ήταν μέλη.
Το έργο, όπως αναφέρεται και στην αρχή, είναι βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα κι εμπνευσμένο από το μυθιστόρημα του Matt Bondurant "The wettest county in the world", εγγονού ενός εκ των τριών ηρώων, που θα γνωρίσει ο θεατής κατά τη διάρκεια της προβολής. Στα πλαίσια, λοιπόν, της κινηματογραφικής μεταφοράς ενός λογοτεχνικού κειμένου, οι συντελεστές, ορθά θεωρώ, έχουν επιλέξει να αρκεστούν στις απαραίτητες σκηνές βίας, που λειτουργούν βοηθητικά στην εξέλιξη της πλοκής, αποφεύγοντας τυχόν υπερβολές, που θα χρησίμευαν αποκλειστικά και μόνο στο να μετατραπεί η ταινία σε υπερπαραγωγή.
Οι "Παράνομοι" είναι τρεις άντρες που μέσω αυτών, δίνεται η ευκαιρία στον θεατή να πάρει μια γεύση για την παρανομία της εποχής, την ανοχή/συνεργασία του νόμου με τους παρανόμους, αλλά και τον κόσμο των Αμερικανών ποτοπαραγωγών, που δεν διαφέρει ιδιαίτερα από τον κόσμο των υπολοίπων κατοίκων μιας πόλης. Άλλωστε, η παράνομη παραγωγή αλκοόλ, ήταν μια δουλειά, που μπορεί να μην είχε την αποδοχή όλων των κατοίκων, αλλά είχε των περισσοτέρων. Σε κάποιο σημείο, μάλιστα, θ' ακούσουμε και μια αναφορά στο όνομα του θρύλου της εποχής, του Αλ Καπόνε.
Η αλήθεια είναι ότι η ταινία δεν προσπαθεί να εμβαθύνει καθόλου στους χαρακτήρες της ιστορίας. Ίσως γιατί με λίγα λόγια κι απλά είναι δυνατόν να παρουσιαστεί στο κοινό ένας άρτιος χαρακτήρας. Ίσως πάλι ένας απλός άντρας ή ένας μύθος, γιατί αυτό ήταν ουσιαστικά οι τρεις αδελφοί, να μην χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις. Παρόλα αυτά, κανένας από τους τρεις αδελφούς δεν έχει τον ίδιο χαρακτήρα με τους άλλους δυο. Ο καθένας με τον τρόπο του γίνεται ξεχωριστός, απαραίτητος και μυθικός.
Η γενικότερη αίσθηση που αφήνει σε κάποιον η ταινία είναι ότι τα πάντα είναι απολύτως μετρημένα. Οι συντελεστές, έχουν επιλέξει προσεκτικά τις σκηνές που θα συνθέσουν το σύνολο, χωρίς να πλατειάζουν και να κουράζουν και βλέπουμε ότι πολλά στοιχεία από τις ζωές των ηρώων παραλείπονται, για να αφήσουν τον κάθε θεατή να πλάσει ο ίδιος μια εικόνα στο μυαλό του.
Οι εκπληκτικές ερμηνείες των Shia LaBeouf, Tom Hardy, Guy Pearce, Gary Oldman και Jessica Chastain, σε συνδυασμό με την εξαιρετικά πειστική αναπαράσταση της εποχής, λειτουργούν ακόμα περισσότερο βοηθητικά στην σωστή αναπαράσταση του δράματος. Κι η μουσική επένδυση, λειτουργεί υποβλητικά, καθώς εμφανίζεται σε κάποιες σκηνές έντασης και σβήνει σταδιακά στις αρχές της ακόλουθης.
Το μόνο αρνητικό στοιχείο που θα μπορούσε να προσάψει κάποιος στην ταινία, βέβαια, είναι το γεγονός ότι από το trailer ή την περίληψη της υπόθεσης, δεν είναι δυνατόν να καταλάβει κάποιος ότι η ταινία είναι περισσότερο βιογραφική και δραματική και δεν έχει τόσο γρήγορη πλοκή ή τόσο κυνηγητό, για να ικανοποιήσει τους λάτρεις της περιπέτειας και της δράσης.
Θα την προτείνω λοιπόν στους φανατικούς των αυτοδημιούργητων ηρώων και στους λάτρεις της αμερικάνικης παλαιάς επαρχίας. Σε γενικές γραμμές, πιστεύω ότι στοχεύει περισσότερο στο ανδρικό κοινό που σέβεται τον ανδρισμό του και που καταλαβαίνει, όπως λέει κι ένας ήρωας, ότι τον άντρα δεν τον κάνει η βία, αλλά η απόσταση που είναι διατεθειμένος να διανύσει.

Βαθμολογία: 3/5

Τα σχετικά
Αμερικάνικο crime film του 2012, βασισμένο σε αληθινά γεγονότα κι εμπνευσμένο από μυθιστόρημα του Matt Bondurant, σε σενάριο του Nick Cave και σκηνοθεσία του John Hillcoat, διάρκειας 116 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Tom Hardy, Jason Clarke, Shia LaBeouf, Jessica Chastain, Mia Wasikowska, Dane DeHaan, Guy Pearce και Gary Oldman.

Οι σύνδεσμοι
Trailer 
Imdb 
Rotten Tomatoes 

21 Οκτωβρίου 2012

(2012) Η παράξενη ζωή του Τίμοθι Γκριν

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: The odd life of Timothy Green


Η υπόθεση
Η Cindy (Jennifer Garner) κι ο Jim (Joel Edgerton) είναι ένα ζευγάρι, που μετά από χρόνιες προσπάθειες να αποκτήσουν ένα δικό τους παιδί κι αφού έχουν εξαντλήσει όλες τις πιθανότητες, μαθαίνουν ότι είναι αδύνατον πλέον να τα καταφέρουν. Προτού εγκαταλείψουν μια για πάντα την ιδέα του να γίνουν κάποια μέρα βιολογικοί γονείς, θα φανταστούν για τελευταία φορά πώς θα μπορούσε να είναι το παιδί τους, θα γράψουν σε χαρτάκια όλα όσα θα ήθελαν να έχει κληρονομήσει, θα τα κλείσουν σε ένα κουτί και θα τα θάψουν στον κήπο. Εκείνο το βράδυ ένα θαύμα θα συμβεί και θα μπει στις ζωές τους ο Timothy (CJ Adams), ο βιολογικός γιος που πάντα ήθελαν ν' αποκτήσουν. Ο Timothy έχοντας στην κυριολεξία φυτρώσει από το πουθενά, είναι ένα ιδιαίτερο παιδί, που θα δεχτεί πολλή αγάπη από τους γονείς του, αλλά παράλληλα θα βοηθήσει τον κόσμο γύρω του να βελτιώσει τη ζωή του.

Η κριτική
Η ταινία ξεκινά με τους δυο πρωταγωνιστές, την Cindy και τον Jim, να αφηγούνται την απίστευτη ιστορία τους σε μια κοινωνική λειτουργό, η οποία θα είναι κι αυτή που θα κρίνει αν είναι οι δυο τους κατάλληλοι για να υιοθετήσουν κάποιο παιδάκι.
Από την αρχή της, η ταινία, κάνει σαφές το κοινωνικό της μήνυμα. Σε μια εποχή που οι άνθρωποι δυσκολεύονται ν' αποκτήσουν βιολογικά παιδιά, η διαδικασία της υιοθεσίας, αποτελεί την μόνη φυσιολογική λύση του προβλήματος. Το έργο, λοιπόν, επικεντρώνεται στο να δείξει στον θεατή τα θετικά στοιχεία της υιοθεσίας μέσω του καλύτερου κι ευκολότερου τρόπου που θα μπορούσε να σκαρφιστεί κάποιος. Παρουσιάζει, λοιπόν, το βιολογικό παιδί ενός ζευγαριού που καλείται να ενσωματωθεί στο οικογενειακό, αλλά και το ευρύτερο, περιβάλλον, ακριβώς όπως ένα υιοθετημένο, για να δείξει με αυτόν τον τρόπο ότι ο ρόλος των γονέων δεν περιορίζεται μόνο στα κληρονομικά χαρακτηριστικά, αλλά είναι κάτι πολύ περισσότερο από αυτό.
Παράλληλα, θα δούμε ότι προσπαθεί να κάνει τον σημερινό θεατή να δει μια αισιόδοξη πλευρά της ζωής, που άμα πιστέψει σ' αυτήν, όλα τα θαύματα είναι δυνατά. Ο Timothy, εκτός από το θαύμα της ύπαρξής του, θα είναι υπεύθυνος για διάφορα άλλα μικρά θαύματα που θα δούμε. Θα δώσει την απαραίτητη δύναμη στους γονείς, αλλά και σ' όσους βρεθούν στον δρόμο του, να πραγματοποιήσουν τα όνειρά τους, να αποδεχτούν την διαφορετικότητά τους και θα καταφέρει, ακόμα, ν' άρει το σταθερό οικονομικό αδιέξοδο, στο οποίο βρίσκονται οι κάτοικοι της επαρχίας που θα "γεννηθεί".
Βέβαια, η ταινία έχει ένα βασικό πρόβλημα. Όλες οι παραπάνω λεπτομέρειες, μπορούν, εν δυνάμει μόνο, να συνθέσουν ένα ενδιαφέρον έργο, το οποίο θα μπορούσε να σταθεί αξιοπρεπώς στις κινηματογραφικές αίθουσες, αλλά η προσαρμογή της ιστορίας κι η σκηνοθετική γραμμή που ακολουθεί, καταστρέφουν μια κατά τ' άλλα συμπαθητική ιστορία.
Η ταινία από την αρχή μέχρι το τέλος της είναι καθ' όλα ψεύτικη. Ακόμα κι αν εξαιρέσει κανείς το ανυπόστατο θαύμα του ερχομού του Timothy, ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζεται η ιστορία, αλλά κι οι χαρακτήρες, δίνει ένα αποτέλεσμα εκνευριστικά υπερβολικό και προσπαθεί με καταστάσεις τραβηγμένες από τα μαλλιά να εκβιάσει το συναίσθημα του θεατή. Ακόμα κι η κοινωνική λειτουργός, που θεωρητικά θα πρέπει να κρατήσει σταθερό χαρακτήρα, σπάει κι αγωνιά ν' ακούσει την συνέχεια της πλασματικής ιστορίας, που μπάζει από παντού.
Σε γενικές γραμμές δεν συγκαταλέγεται στις καλές παραγωγές με την υπογραφή της Disney, αλλά μάλλον στις κακές επιλογές της μεγάλης εταιρίας. Ωστόσο, επειδή θεματικά θίγει ένα καίριο κοινωνικό ζήτημα, δεν αποτελεί και μια τόσο κακή πρόταση για όσους αντέχουν την υπερβολική αισιοδοξία κι αναζητούν μια ταινία για να χαλαρώσουν.

Βαθμολογία: 1,5/5

Τα σχετικά
Αμερικάνικο οικογενειακό δράμα του 2012, βασισμένο σε ιστορία του Ahmet Zappa, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Peter Hedges, διάρκειας 105 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους CJ Adams, Jennifer Garner, Joel Edgerton, Odeya Rush, Shohreh Aghdashloo και Dianne Wiest.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

(2012) Σκότωσέ τους γλυκά

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: Killing them softly


Η υπόθεση
Ο Frankie (Scoot McNairy) κι ο Russell (Ben Mendelsohn) είναι δυο τελειωμένοι αλήτες που θα προσληφθούν από τον "Squirrel" (Vincent Curatola) για να ληστέψουν ένα παράνομο παιχνίδι, στημένο από τον Markie Trattman (Ray Liotta). Ο Markie, όμως, είχε σκηνοθετήσει στο παρελθόν μια ληστεία σε κάποιο παιχνίδι του, η οποία για κακή του τύχη αποκαλύφθηκε. Ο Markie έμεινε ατιμώρητος, χαριστικά, λόγω της συμπάθειας που έτρεφαν οι γύρω του για το πρόσωπό του. Όταν η ληστεία, λοιπόν, επαναλαμβάνεται, ο Jackie Cogan (Brad Pitt) προσλαμβάνεται για να εκτελέσει τον Markie, ως παραδειγματισμό και τον πραγματικό ένοχο, ως απόδοση δικαιοσύνης.

Η κριτική
Η ταινία από την στιγμή που ξεκινά δίνει στον θεατή της να καταλάβει ακριβώς τι πρόκειται να παρακολουθήσει στην συνέχεια. Στην εναρκτήρια σκηνή κιόλας ο θεατής παρακολουθεί τον Russell, ένα απόβρασμα της κοινωνίας, να περπατάει σ' ένα έρημο τοπίο. Η μουσική νιώθουμε ότι είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ταινίας, ενώ η σκηνή διακόπτεται συνεχώς από τους τίτλους. Όσο, δε, βλέπουμε τον Russell να περπατά, ακούμε παράλληλα μια ομιλία του νυν προέδρου των Η.Π.Α., Barack Obama, και τέλος η σκηνή κλείνει με τις δυο αφίσες του McCain και του Obama, αφήνοντας να εννοηθεί ότι η ιστορία τοποθετείται κάπου κοντά στις αμερικανικές εκλογές του 2008.
Μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος της ταινίας, Andrew Dominik, καταφέρνει να εισάγει τον θεατή, άμεσα, στο κεντρικό θέμα της ταινίας του, που δεν είναι άλλο από το έντονο πολιτικό/κοινωνικό μήνυμα, που θα αναδειχτεί σταδιακά μέσα από τις μίζερες ζωές μιας χούφτας αποβρασμάτων της αμερικάνικης επαρχίας. Το θέμα αυτό, επίσης, είναι δοσμένο με μια εκπληκτική σκηνοθετική άποψη πάνω στο μοντάζ, κάνοντας την ταινία να μοιάζει σε ορισμένες στιγμές με κομψοτέχνημα του είδους και με μια μουσική που δένει άριστα με το όλο σύνολο.
Το "Σκότωσέ τους γλυκά" είναι μια αρκετά ιδιαίτερη ταινία. Αρχικά, βλέποντας κάποιος το trailer έχει την αίσθηση ότι θα δει μια ταινία με κεντρικό άξονα την μαφία, το πιστολίδι και στυγνές δολοφονίες. Η αλήθεια είναι ότι όντως η ταινία με μια πρώτη ματιά, αυτά τα θέματα πραγματεύεται. Όμως, δεν είναι μια γρήγορη γκανγκστερική ταινία, όπως αυτές που έχουμε συνηθίσει, καθώς σε δεύτερο, αλλά ουσιαστικότερο επίπεδο, θα την δούμε να βασίζεται περισσότερο στο πολιτικό σύστημα, αλλά και στην ψυχογραφική σκιαγράφηση των πληρωμένων δολοφόνων, έτσι ώστε να γίνει σαφέστερο το μήνυμά της.
Από την άλλη πλευρά, όμως, η ταινία δεν κινείται αποκλειστικά και σ' έναν καθαρό πολιτικό επίπεδο. Μπορεί να πραγματεύεται το αμερικάνικο όνειρο, αλλά αυτό το κάνει μέσω μιας ομάδας ανθρώπων που αποτελούν το κοινωνικό κατακάθι του αμερικανικού λαού και παράλληλα περιέχει κάποιες σκηνές, κοντινών πλάνων σε slow-motion που απευθύνονται σε όσους αρέσουν οι γκανγκστερικές-splatter ταινίες.
Η υπέροχη αντίθεση, βέβαια, που κάνει την ταινία να ξεχωρίσει και ταυτόχρονα αποτελεί το στοιχείο που είτε θα κάνει τον θεατή να λατρέψει το φιλμ, είτε θα τον κάνει να μετανιώσει τον χρόνο που ξόδεψε, είναι το άμεσο πολιτικό μήνυμα που εκφράζεται εν συντομία κι ευθέως, μαζί με τους ευθείς και "καθαρούς" χαρακτήρες που παρουσιάζονται, έναντι μιας ανούσιας πολυλογίας, για πράγματα τόσο μικρά και πεζά, συγκριτικά με το κεντρικό νόημα, που, όμως, για τους χαρακτήρες, όπως θα δούμε, αποτελούν θέματα υψίστης σημασίας, σημαντικότερης του θανάτου.
Οι εκπληκτικές ερμηνείες τον ηθοποιών, σε συνδυασμό με την μουσική της δεκαετίας '60, τις αμφιέσεις των δεκαετιών '60-'70 και κάποιες απίστευτες λήψεις κάμερας που προβάλλονται σε πολύ αργό slow-motion, μπορούν ν' αφήσουν έναν εξοικειωμένο θεατή άφωνο. Το ζήτημα, βέβαια, είναι οι πολλοί αργοί ρυθμοί της ταινίας, αλλά κι οι ανούσιοι διάλογοί της, που για έναν μέσο όρο θεατών, οι οποίοι προτιμούν καθαρές γκανγκστερικές ταινίες, θ' αποτελέσει απλώς μια ταινία που κάτι θέλει να πει κι εν τέλει το λέει, αλλά κουράζει πολύ μέχρι να φτάσει στο επιθυμητό αποτέλεσμα.
Σε γενικές γραμμές, είναι μια ιδιαίτερα καλή παραγωγή, αλλά προτείνεται μόνο σε όσους μπορούν εύκολα να δουν ταινίες με πρωταγωνιστή τον υπόκοσμο κι έχουν την διάθεση να παρακολουθήσουν μια ταινία που ξεφεύγει από τα στεγανά στερεότυπα των ταινιών του είδους, έχοντας πιο αργούς ρυθμούς από τις περισσότερες κι ένα συμπέρασμα ουσίας.

Βαθμολογία: 2,5/5

Τα σχετικά
Αμερικάνικο δράμα του 2012, βασισμένο στο βιβλίο του George V. Higgins, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Andrew Dominik, διάρκειας 97 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Brad Pitt, James Gandolfini, Scoot McNairy, Ben Mendelsohn, Vincent Curatola, Ray Liotta και Richard Jenkins.

Οι σύνδεσμοι
Trailer 
Imdb 
Rotten Tomatoes 

19 Οκτωβρίου 2012

(2012) Αστερίξ + Οβελίξ στη Βρετανία

Πρωτότυπος τίτλος: Astérix et Obélix: Au service de sa majesté
Αγγλικός τίτλος: Astérix and Obélix: God save Britannia 
Δευτερεύων αγγλικός τίτλος: Astérix and Obélix: On her majesty's secret service


Η υπόθεση
Η Μεγάλη Βρετανία βρίσκεται υπό την πολιορκία Ρωμαίων στρατιωτών. Όταν η πολιορκία φτάσει πια στο χωριό της Βασίλισσας Cordelia, οι κάτοικοι θα στείλουν έναν απεσταλμένο, τον Jolitorax (Guillaume Gallienne), στους, ξακουστούς για την δύναμή τους, Γαλάτες. Στον Astérix (Edouard Baer) και τον Obélix (Gérard Depardieu) θ' ανατεθεί, παράλληλα με την εκπαίδευση του Goudurix (Vincent Lacoste) για να γίνει άντρας, η ασφαλής μεταφορά ενός βαρελιού με μαγικό φίλτρο, αλλά και του Jolitorax, πίσω στην πατρίδα του. Οι Ρωμαίοι με τη σειρά τους, θα καταφύγουν στους Νορμανδούς και όλοι μαζί θα βρεθούν σε μια κωμωδία καταστάσεων, με έδρα την Μεγάλη Βρετανία.

Η κριτική
Η τέταρτη ταινία Astérix κι Obélix με τον Gérard Depardieu στον ρόλο του δευτέρου, οφείλω να ομολογήσω ότι καταφέρνει ν’ ανακτήσει την χαμένη αίγλη των δυο πρώτων ταινιών της σειράς, παρουσιάζοντας μια κωμωδία καταστάσεων που προκαλεί το άκρατο γέλιο του θεατή.
Οι παραγωγοί, αλλάζοντας για τρίτη φορά τον ηθοποιό που ενσαρκώνει τον Astérix και κρατώντας τον καταπληκτικό Gérard Depardieu σ’ έναν από τους πιο ταιριαστούς ρόλους της καριέρας του, πετυχαίνουν να δημιουργήσουν ένα δυνατό δίδυμο, ίσως καλύτερο κι από το αρχικό.
Η ταινία, βασιζόμενη στα comic "Ο Αστερίξ κι οι Βρετανοί" κι "Ο Αστερίξ κι οι Νορμανδοί", εμφανίζει έναν Astérix κι έναν Obélix, που θυμίζουν αρκετά τους χαρακτήρες της πρώτης ταινίας. Εμβαθύνει, παράλληλα, στη φιλία των δυο ηρώων, αλλά και στην σχέση που έχουν αυτοί με άλλους χαρακτήρες της ταινίας. Στα πρότυπα του comic, δεν παραλείπει να συμπεριλάβει τους χαζούς Ρωμαίους που συνέχεια "τις τρώνε", τον καπετάνιο των πειρατών που συνέχεια "την παθαίνει" από τους Γαλάτες, αλλά και τα διάφορα gadgets της σημερινής εποχής, καμουφλαρισμένα καταλλήλως για να ταιριάζουν με το υπόλοιπο σύνολο.
Το κυριότερο, όμως, στοιχείο που κάνει την ταινία άκρως κωμική είναι αυτό της σάτιρας. Μπορεί ο Astérix κι o Obélix να είναι μια παιδική σειρά ταινιών, αλλά ας μην ξεχνάμε την αιώνια έχθρα που τρέφουν Άγγλοι και Γάλλοι. Όντας μια γαλλική ταινία λοιπόν, δεν χάνει την ευκαιρία να δείξει όλα τα στοιχεία για τα οποία φημίζονται οι "εχθροί (την αγένεια, την ευθύτητα, τους τρόπους, την εμμονή με το τσάι, τα άγευστα φαγητά, την αδυναμία τους να εξωτερικεύσουν τα συναισθήματά τους, την ατάραχη εικόνα τους, κ.α.), μ’ έναν τρόπο τόσο εύστοχο, που ακόμα κι οι ίδιοι οι Άγγλοι δεν θα μπορούσαν να κακιώσουν στους δημιουργούς της.
Επίσης, άλλο ένα έξυπνο στοιχείο είναι η εμβόλιμη διακωμώδηση των Νορβηγών, που βοηθά να μην καταντήσει κουραστική η ταινία, αλλά κι ο έμμεσoς σχολιασμός που αποπειράται να κάνει σε διάφορα καθημερινά προβλήματα, όπως αυτό της λαθρομετανάστευσης.
Μια ταινία γυρισμένη στα πρότυπα των Astérix κι Obélix, που συστήνεται ανεπιφύλακτα στις οικογένειες, στους φανατικούς θαυμαστές των δυο παντοδύναμων ηρώων, αλλά και σε όσους επιθυμούν να δουν μια καλή κωμωδία με ήρωες δυο κλασικούς χαρακτήρες comic.
Σημείωση: Αν επιλέξετε να δείτε την ταινία στην τρισδιάστατη έκδοσή της, το σίγουρο είναι πως δεν θα κλάψετε τα λεφτά σας. Όμως, καθώς δεν παρουσιάζει ιδιαίτερα μεγάλες διαφορές από την δισδιάστατη έκδοση, το 3D δεν κρίνεται απαραίτητο.

Βαθμολογία: 3/5

Τα σχετικά
Γαλλική κωμωδία του 2012, βασισμένη σε comic των René Goscinny και Albert Uderzo, σε σενάριο των Laurent Tirard και Grégoire Vigneron και σκηνοθεσία του Laurent Tirard, διάρκειας 100 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Edouard Baer, Gérard Depardieu, Vincent Lacoste, Guillaume Gallienne, Charlotte Lebon, Valérie Lemercier, Catherine Deneuve και Fabrice Luchini.

Οι σύνδεσμοι
Trailer 
Imdb
Rotten Tomatoes

(2008) Ο Αστερίξ στους ολυμπιακούς αγώνες

Πρωτότυπος τίτλος: Astérix aux jeux olympiques
Αγγλικός τίτλος: Asterix at the olympic games


Η υπόθεση
Ο Alafolix (Stéphane Rousseau), ένας νεαρός Γαλάτης, στέλνει ερωτικούς παπύρους στην πριγκίπισσα Ειρήνη (Vanessa Hessler), η οποία δηλώνει ερωτευμένη με τον κρυφό θαυμαστή της. Το πρόβλημα είναι ότι την καρδιά της Ειρήνης διεκδικεί ταυτόχρονα κι ο γιος του Ιουλίου Καίσαρα (Alain Delon), Βρούτος (Benoît Poelvoorde), τον οποίο η όμορφη πριγκίπισσα δεν αντέχει ούτε λεπτό. Προκειμένου, λοιπόν, να μην αναγκαστεί να παντρευτεί τον Βρούτο με το έτσι θέλω, ανακοινώνει πως θα δεχτεί για σύζυγό της όποιον καταφέρει να κερδίσει στους Ολυμπιακούς Αγώνες που πρόκειται να γίνουν σε σύντομο χρονικό διάστημα. Ο Βρούτος θα ανακοινώσει στον πατέρα του πως θα εκπροσωπήσει την Ρώμη, ενώ ο Alafolix θα ζητήσει την βοήθεια των συμπατριωτών του. Ο Astérix (Clovis Cornillac), ο Obélix (Gérard Depardieu) κι ο Panoramix (Jean-Pierre Cassel) θα ξεκινήσουν ένα ακόμα ταξίδι, αυτή τη φορά με προορισμό την Ελλάδα. Στόχος τώρα είναι να κερδίσουν τους Αγώνες και να βοηθήσουν τον Alafolix να κερδίσει το χέρι της ωραίας Ειρήνης.

Η κριτικής
Η τρίτη ταινία της κινηματογραφικής μεταφοράς του Astérix και Obélix στην μεγάλη οθόνη, παρά τις προσπάθειες που καταβάλει, δυστυχώς δεν καταφέρνει να διατηρήσει το ίδιο επίπεδο με τις δυο προηγούμενές της. Κρίμα για την ταινία και διπλό κρίμα για 'μας τους Έλληνες που περιμέναμε πώς και πώς την συγκεκριμένη παραγωγή.
Αυτή την φορά η ταινία θα ξεκινήσει με την ιστορία του γαλατικού χωριού και θα συνεχίσει συστήνοντας στο κοινό τους νέους ήρωες που θα πλαισιώσουν το σύνολο. Παράλληλα, παρά το ταξίδι που πραγματοποιούν οι φημισμένοι Γαλάτες, το επεισόδιο, της συγκεκριμένης ιστορίας, με τους πειρατές παραλείπεται κι ακόμα παρατηρούμε ότι τους χαζούς Ρωμαίους, ουσιαστικά αντικαθιστά ο Βρούτος, ο οποίος παρουσιάζεται τόσο βλάκας που αγγίζει, πια, τα όρια της υπερβολής.
Οι συντελεστές δίνουν την αίσθηση ότι σκοπίμως αποφεύγουν τις σκηνές πλήθους κι ίσως αυτό να γίνεται για να εστιάσουν περισσότερο στα διεθνή ονόματα που έχουν καταφέρει να συμπεριλάβουν στην παραγωγή. Βέβαια, αξίζει ν' αναγνωρίσουμε ότι μια ταινία που καταφέρνει να επαναφέρει τον Alain Delon σε βασικό ρόλο και να δώσει στον Michael Schumacher ρόλο ανάλογο της πραγματικής του ιδιότητας, δεν είναι κάτι που μπορεί να περάσει απαρατήρητο.
Η αλήθεια, βέβαια, είναι ότι σε μια ταινία διάρκειας δυο ωρών, οι μόνες σκηνές που αξίζουν από κωμικής άποψης, με εξαίρεση κάποιες λίγες σκηνές που τα ηνία αναλαμβάνει ο Gérard Depardieu, είναι αυτές με τον Καίσαρα και τον Βρούτο, οι οποίες, όπως προανέφερα, κάπου χάνουν την μαγεία τους με την υπερβολή που διαθέτουν. Από το έργο, δεν λείπουν παράλληλα και διάφορες σκηνές με τις οποίες, εμμέσως, ασκείται αρνητική σάτιρα σε διάφορα αθλήματα, τα οποία ποτέ δεν έγιναν αποδεκτά από ένα μέρος του παγκόσμιου πληθυσμού (body-building, ποδόσφαιρο, κ.α.).
Τέλος, η ξαφνική αλλαγή του ηθοποιού που ενσαρκώνει τον Astérix, μοιάζει πλήρως ανούσια. Ο Clovis Cornillac παρουσιάζει έναν χαρακτήρα πεζό κι αδιάφορο, αφήνοντας τους δευτεραγωνιστές να κερδίσουν την παράσταση και τους θαυμαστές του comic με μια πικρή γεύση στο στόμα.
Αν και την συγκεκριμένη ταινία δύσκολα θα την πρότεινα σε κάποιον, αν έχετε δει τις δυο προηγούμενες και δεν έχετε κάποια άλλη, καλύτερη πρόταση, δεν αποτελεί ιδιαίτερα κακή επιλογή για ένα χαλαρωτικό δίωρο.

Βαθμολογία: 1,5/5

Τα σχετικά
Γαλλική κωμωδία του 2008, βασισμένη σε comic των René Goscinny και Albert Uderzo, σε σενάριο των Thomas Langmann, Olivier Dazat, Alexandre Charlot και Franck Magnier, σε διαλόγους των Thomas Langmann, Alexandre Charlot και Franck Magnier και σκηνοθεσία των Frédéric Forestier και Thomas Langmann, διάρκειας 116 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Clovis Cornillac, Gérard Depardieu, Jean-Pierre Cassel, Stéphane Rousseau, Vanessa Hessler, Benoît Poelvoorde και Alain Delon.

Οι σύνδεσμοι
Imdb