16 Ιανουαρίου 2013

(2012) Pieta

Πρωτότυπος τίτλος: Pietà
Αγγλικός τίτλος: Pieta


Η υπόθεση
Ο Lee Kang-do (Lee Jung-jin) για να κερδίσει τα προς το ζην, εισπράττει τα χρήματα που έχουν δανειστεί διάφοροι μικροεπιχειρηματίες από τοκογλύφους. Στην περίπτωση που αυτοί, αδυνατούν να πληρώσουν, τους σακατεύει, εισπράττοντας την αποζημίωσή τους για την κάλυψη του χρέους τους. Κάποια μέρα, στην πόρτα του Lee Kang-do θα εμφανιστεί μια γυναίκα που ισχυρίζεται πως είναι η βιολογική του μητέρα και θα του ζητήσει να την αφήσει να βρίσκεται κοντά του, για να τον φροντίζει. Ο Lee Kang-do, σταδιακά, πείθεται για την ταυτότητα της Jang Mi-sun (Jo Min-su) κι αποφασίζει να εγκαταλείψει την βρώμικη κι αιματοβαμμένη δουλειά του και να ζήσει μια φυσιολογική ζωή, δίπλα στον άνθρωπο που έχει περισσότερη ανάγκη, την μάνα του. Όμως, μια μέρα, γυρνώντας σπίτι, δεν βρίσκει την Jang Mi-sun να τον περιμένει και αρχίζει να την αναζητά στα μέρη που σακάτεψε τα θύματά του.

Η κριτική
Η "Pieta" είναι ένα καταπληκτικό δραματικό έργο, που ασκεί, όμως, τρομερή ψυχολογική βία στον θεατή. Χωρίς να προβάλλει σκληρές εικόνες, αλλά υπαινίσσοντάς τες, τοποθετεί τον θεατή στην δυσάρεστη θέση του παρατηρητή της ζωής ενός σαδιστή, αφήνοντας στην φαντασία του καθενός την δημιουργία εικόνων που συγκλονίζουν. Όπως θα δούμε, όμως, κατά την εξέλιξή του δράματος, όλο αυτό το φρικτό σκηνικό που έχει πλάσει ο θεατής στο μυαλό του και που τον ωθεί να αποδοκιμάσει την σύλληψη ενός τέτοιου έργου, μετατρέπεται σε μια μεγαλειώδη αγάπη μιας μάνας προς τον γιο της.
Αξίζει εδώ, όμως, να σταθούμε για λίγο στον τίτλο του έργου: "Pietà", στα ιταλικά, σημαίνει "οίκτος". Παράλληλα, βέβαια, εκτός απ' αυτήν την ερμηνεία, η λέξη αυτή έχει καταλήξει να συμβολίζει μια συγκεκριμένη θρησκευτική εικόνα, που αναπαριστά την μορφή της Παναγίας να κρατά στα χέρια της το σώμα του άψυχου Ιησού. Δίνοντας λοιπόν, τον συγκεκριμένο τίτλο στο έργο του, ο Kim Ki-duk, αποδίδει σε μια μόνο λέξη όλο το νόημα της ταινίας του και θέτει υπό το θρησκευτικό πρίσμα, το δημιούργημά του.
Η ταινία, ξεκινά με την εικόνα ενός νεαρού άντρα, που αυτοκτονεί. Ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζεται το σώμα του, σε συνδυασμό με τον τίτλο, δεν αποκλείεται να φέρει στο μυαλό την εικόνα του Εσταυρωμένου, δημιουργώντας διάφορους παραλληλισμούς στο μυαλό του θεατή. Παράλληλα, ο φωτισμός της συγκεκριμένης σκηνής είναι μηδαμινός, προϊδεάζοντας έτσι για την ψυχοφθόρα συνέχειά της.
Έπειτα, μέχρι να παρουσιαστούν κι οι δυο κεντρικοί χαρακτήρες, αυτοί της μητέρας και του γιου, οι σκηνές που ακολουθούν είναι αρκετά στιλιζαρισμένες, αποδίδοντας έτσι τον αλλοπρόσαλλο τρόπο με τον οποίο είναι δομημένη η καθημερινότητα του ορφανού αυτού σαδιστή. Το μίσος που τρέφει για το γυναικείο φύλο είναι εμφανές, όπως επίσης κι η κατάσταση στην οποία βρίσκεται το σπίτι του, παρουσιάζει έναν άνδρα που δεν έχει καμία ανάγκη να ζήσει μια φυσιολογική ζωή.
Όλα όμως στην ζωή του θ' ανατραπούν, όταν εισβάλλει σ' αυτήν μια γυναίκα, που προσπαθεί να τον διεκδικήσει και να προσφέρει στον άντρα αυτόν, την χαμένη του αθωότητα και που μας φέρνει στο μυαλό τον τρόπο με τον οποίο θα ενεργούσε μια αγία. Η Jang Mi-sun, παρουσιάζει τεράστια υπομονή και δέχεται την όποια ταπείνωση, προκειμένου ν' αποδείξει στον γιό της ότι του λέει αλήθεια.
Αφού λοιπόν, ο γιος της την δεχτεί, αρχίζουμε να διακρίνουμε τη μεταμόρφωση ενός ανθρωπόμορφου τέρατος σε παιδί. Η αλλαγή αυτή, βέβαια, που συμβαίνει στην ζωή του Lee Kang-do, μπορεί να φέρνει στην επιφάνεια όλα τα θετικά και καλά κρυμμένα στοιχεία του άνδρα αυτού, όμως παράλληλα δημιουργεί κι αδυναμίες σ' έναν άνδρα που έχει βλάψει, όχι επειδή πρέπει, αλλά επειδή θέλει, πολύ κόσμο.
Έτσι λοιπόν, μέσα από ένα οδοιπορικό, το οποίο αναγκάζεται να κάνει ο ήρωάς μας στον κόσμο των ψυχικά τραυματισμένων σακάτηδων που έχει δημιουργήσει, προκειμένου να βρει την μητέρα του που θ' απαχθεί στην πορεία, καλείται ν' ανακαλύψει τις απαντήσεις στα ερωτήματα "τι είναι ο θάνατος;" και "τι είναι το χρήμα;".
Ο Kim Ki-duk, σ' αυτή του την ταινία, ξεδιπλώνει όλο το ταλέντο και το μεγαλείο του και δημιουργεί μια σοκαριστική δραματική ιστορία, η οποία εμφανίζεται, ουσιαστικά, στο δεύτερο μέρος της. Αν λοιπόν είστε λάτρεις αυτού του εξαίρετου Νοτιοκορεάτη δημιουργού, σας την συστήνω ανεπιφύλακτα καθώς είναι μια από τις καλύτερες ταινίες της καριέρας του. Αν πάλι, ανήκετε στο σινεφίλ κοινό, αλλά δεν αντέχετε ιδιαίτερα την ψυχολογική βία, θα σας πρότεινα είτε να οπλιστείτε με υπομονή, όπως η πρωταγωνίστρια, και να υπομείνετε το πρώτο μισό, είτε καλύτερα να την αποφύγετε, αν ξέρετε ότι υπάρχει περίπτωση να σηκωθείτε να φύγετε από την κινηματογραφική αίθουσα.

Βαθμολογία: 4/5

Τα σχετικά
Νοτιοκορεάτικο δράμα του 2012, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Kim Ki-duk, διάκρειας 104 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Lee Jung-jin και Jo Min-su.

Οι σημειώσεις
Τα πλήρη ονόματα, τόσο των χαρακτήρων, όσο και των πραγματικών προσώπων, αναγράφονται με το επώνυμο να προηγείται του κύριου ονόματος, καθώς αυτός είναι ο κορεάτικος τρόπος γραφής τους.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

(2003) Ψάχνοντας τον Νέμο

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: Finding Nemo


Η υπόθεση
Ο Marlin (φωνή: Albert Brooks) είναι ένα κλοουνόψαρο που χάνει την σύζυγό του και σχεδόν όλα τα ψαράκια τους σε μια επίθεση ενός σαρκοφάγου ψαριού. Ευτυχώς για 'κεινον, ένα από τα ψαράκια του καταφέρνει να γλυτώσει από την επίθεση κι ο Marlin του δίνει το μοναδικό όνομα που είχε προτείνει η γυναίκα του, "Nemo". Η ιστορία θα συνεχιστεί λίγα χρόνια αργότερα, όταν ο Nemo (φωνή: Alexander Gould), ο οποίος έχει αποκτήσει από την επίθεση ένα ασχημάτιστο φτερό, πάει για πρώτη φορά στο σχολείο. Εκείνη την ημέρα, ο Nemo για να γλυτώσει από την υπερ-προστατευτικότητα του πατέρα του θα κατευθυνθεί προς μια βάρκα, όπου και θα πιαστεί από κάποιους δύτες. Ο Marlin, απελπισμένος θα κινήσει όλον τον ωκεανό για να βρει τον γιο του και στην πορεία θ' αποκτήσει έναν πολύτιμο σύμμαχο, την Dory (φωνή: Ellen DeGeneres) που βλέπει την ζωή μ' έναν πολύ αισιόδοξο και διαφορετικό τρόπο. Παράλληλα ο Nemo θα βρεθεί σ' ένα ενυδρείο, απ' όπου τ' άλλα ψάρια θα προσπαθήσουν να τον βοηθήσουν να δραπετεύσει. Το ερώτημα είναι: Θα καταφέρουν πατέρας και γιος να ξανασυναντηθούν στον αχανή ωκεανό;

Η κριτική
Το "Ψάχνοντας τον Νέμο" είναι μια υπέροχη ταινία κινουμένων σχεδίων κι από τα λίγα αριστουργήματα της Disney, μετά το 2000, που μπορεί να παρακολουθηθεί άνετα απ' όλα τα μέλη μιας οικογένειας ή που μπορεί, μετά από μια δεκαετία σχεδόν, να συναγωνιστεί επάξια τις τωρινές παραγωγές κινουμένων σχεδίων. Δικαίως λοιπόν, μετά τον "Βασιλιά των λιονταριών" μιλάμε για την μεγαλύτερη εισπρακτική επιτυχία παιδικής ταινίας και για μια από τις καλύτερες ταινίες κινουμένων σχεδίων όλων των εποχών.
Έχοντας μια διάρκεια λίγο μεγαλύτερη της μιάμισης ώρας, το "Ψάχνοντας τον Νέμο", καταφέρνει να μείνει πιστό στον διδακτισμό που χαρακτηρίζει τις ταινίες της γνωστής εταιρείας, αλλά και να συνδυάσει συγκίνηση και χιούμορ, μέσω των χαρακτήρων, αλλά και των καταστάσεων στις οποίες μπλέκονται αυτοί.
Τα ηνία της κωμωδίας, φαίνεται ν' αναλαμβάνει ο χαρακτήρας της Dory, ένα ψάρι το οποίο στην κυριολεξία έχει μνήμη χρυσόψαρου, αλλά είναι τόσο ευγενικό και πρόσχαρο που είναι αδύνατον να μην το συμπαθήσεις. Η απώλεια μνήμης του γλυκού αυτού ψαριού, σε συνδυασμό με την μεγαλοψυχία της, θα οδηγήσουν τον πατέρα του Nemo, σε μεγάλους μπελάδες, αλλά παράλληλα το ένστικτο κι η ευγένεια που διακρίνει την Dory, δεν θα τον βγάλουν εκτός πορείας, αντίθετα σε αρκετές περιπτώσεις θα του φανούν ιδιαίτερα χρήσιμα για να φτάσει γρηγορότερα στον προορισμό του. Φυσικά ας μην ξεχνάμε τους δευτερεύοντες κωμικούς ρόλους, των τριών καρχαριών, των γλάρων και του φιλικού πελεκάνου, που δίνουν την δική τους νότα γέλιου.
Ως προς το δραματικό και διδακτικό κομμάτι, πρωταρχικό ρόλο παίζουν πατέρας και γιος. Ο φοβισμένος Marlin, είναι ένας πατέρας που προκειμένου να προστατεύσει τον γιο του απ' όλα τα κακά όντα που κολυμπούν στον ωκεανό, πρακτικά τον κρατά φυλακισμένο από τον έξω κόσμο. Έτσι, όταν δοθεί η ευκαιρία στον νεαρό Nemo να ζήσει μια νέα εμπειρία, είναι απρόσεκτος, καθώς δεν έχει αναπτύξει το αίσθημα του φόβου, που σε πολλές περιπτώσεις προστατεύει. Ο Nemo λοιπόν, είναι ένα νεαρό κλοουνόψαρο που, λόγω της έλλειψης φόβου, ποτέ δεν εγκαταλείπει τις προσπάθειες να καταφέρει αυτό που θέλει. Αλλά όπως λέει μια γνωστή παροιμία "ο επιμένων νικά". Αντίθετα, ο Marlin, είναι ένα απαισιόδοξο ψάρι, που λόγω της τραγικής απώλειας που έχει βιώσει, πάει κόντρα στην ευχάριστη φύση του και κλείνεται στον εαυτό του. Η περιπέτεια λοιπόν, στην οποία οικειοθελώς μπαίνει, για να βρει τον γιο του, είναι παράλληλα κι ένα ταξίδι σε όλα τα πράγματα και τις εμπειρίες που έχει απαρνηθεί όλα αυτά τα χρόνια, με κυριότερο το αίσθημα πληρότητας που προσφέρει μια φιλία.
Το "Ψάχνοντας τον Νέμο" αποτελεί, πλέον, μια κλασική ταινία και παράλληλα μια από τις ποιοτικότερες παραγωγές που έχουν γυριστεί στα studio της Disney. Η απόφαση της μεγάλης εταιρείας, δε, να το διανείμει εκ νέου σε τρισδιάστατη μορφή, μόνο ευχαρίστηση θα μπορούσε να προκαλέσει, καθώς δίνει την ευκαιρία στην τωρινή νέα γενιά να το παρακολουθήσει κι εκείνη στα μεγάλο πανί. Προτείνεται λοιπόν, σε όλα τα παιδιά και τις οικογένειές τους, αλλά και στους λάτρεις των καλών ταινιών κινουμένων σχεδίων, που θέλουν να περάσουν ένα ευχάριστο απόγευμα ή βράδυ.
Σημείωση: Αξίζει ν' αναφέρω ότι στη συγκεκριμένη ταινία, η μεταγλώττιση δεν έχει να ζηλέψει απολύτως τίποτα από την πρωτότυπη εκδοχή της, με τις φωνές των Δήμητρα Παπαδοπούλου και Θοδωρή Αθερίδη να κλέβουν την παράσταση. Το 3D επίσης, σε μια ταινία που δεν έχει δημιουργηθεί πάνω σ' αυτές τις βάσεις, δεν παρουσιάζει κάποια σημαντική διαφορά από την κανονική εκδοχή της, αλλά στην περίπτωση που έχετε την οικονομική δυνατότητα και δεν επαναπροβληθεί και σε 2D, θα σας συμβούλευα να την προτιμήσετε από κάποιο άλλο κινούμενο σχέδιο.

Βαθμολογία: 4/5

Τα σχετικά
Αμερικανικο-Αυστραλιανό παιδικό του 2003, βασισμένο σε ιστορία του Andrew Stanton, σε σενάριο των Andrew Stanton, Bob Peterson και David Reynolds και σκηνοθεσία των Andrew Stanton και Lee Unkrich, διάρκειας 100 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Alexander Gould, Albert Brooks και Ellen DeGeneres.

Οι σημειώσεις
Η ανάρτηση δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το Σάββατο της 1ης Δεκεμβρίου του 2012 στις 10:25 μ.μ.. Οι όποιες προσθήκες, αφορούν αποκλειστικά στο τρισδιάστατο κομμάτι, με αφορμή την επανέκδοσή της σε 3D και την κυκλοφορία της στις κινηματογραφικές αίθουσες, από 17/01/2013.

Οι σύνδεσμοι

(2012) Άλλοθι

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: Arbirtage


Η υπόθεση
Ο Robert Miller (Richard Gere) είναι ένας πετυχημένος επιχειρηματίας μέσης ηλικίας, που αποφασίζει να πουλήσει την εταιρεία του, υπογράφοντας μια καλή συμφωνία που θα διασφαλίζει την καριέρα των παιδιών του, και ν' αφοσιωθεί στην οικογένειά του και τις φιλανθρωπικές εκδηλώσεις που διοργανώνει, στ' όνομά του, η γυναίκα του, Ellen Miller (Susan Sarandon). Κατά τα φαινόμενα, ο Robert Miller τα έχει όλα. Στην πραγματικότητα, βέβαια, η επιχείρησή του έχει χρεοκοπήσει, από μια λανθασμένη επένδυση, τα επαγγελματικά του βιβλία έχουν παραποιηθεί, καλύπτοντας τις τρύπες με ένα δανεικό ποσό που θ' αποπληρωθεί μετά την πώληση του ομίλου και παράλληλα από την ζωή του δεν λείπει μια ερωμένη, την οποία σκοτώνει, άθελά του, σε αυτοκινητιστικό. Όλα τα παραπάνω, φυσικά, απειλούν να καταστρέψουν τον ίδιο, αλλά και την οικογένειά του, στην περίπτωση που αποκαλυφθούν.

Η κριτική
Το "Άλλοθι" είναι ένα θρίλερ, που παρουσιάζει, εμμέσως, τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί το χρηματο-οικονομικό σύστημα των αμερικάνικων επιχειρήσεων, αλλά και τη δύναμη που δίνει σε κάποιον η κατοχή του χρήματος, ακόμη κι αν αυτή είναι φαινομενική.
Ο Richard Gere, σ' αυτήν την ταινία, καλείται να ενσαρκώσει έναν πετυχημένο μεσήλικα, που αγωνίζεται ενάντια στο χρόνο, προκειμένου να καταφέρει να γλυτώσει την οικονομική καταστροφή του. Ακόμα κι αν ο χαρακτήρας του Robert Miller, αποπνέει τον αέρα ενός σωστού και αυτοδημιούργητου κροίσου, ο οποίος αποτελεί τον ορισμό του αμερικάνικου ονείρου, η αλήθεια βρίσκεται πολύ μακριά από αυτή την πλαστή εικόνα που δείχνει στην κοινή γνώμη αλλά και στον ίδιο του τον εαυτό και δεν θ' αργήσει ν' αποκαλυφθεί. Για τον Miller λοιπόν, ολόκληρος ο κόσμος είναι μια επιχείρηση, ένα παιχνίδι, στο οποίο η δύναμη που κατέχει μπορεί ν' αγοράσει τα πάντα.
Στην προσπάθειά του λοιπόν, ν' αποδείξει στον εαυτό του πόσο άξιος είναι, θα κάνει μια λανθασμένη επένδυση, η οποία, αντί να του αποφέρει το τεράστιο κέρδος που περιμένει, θ' αποδειχτεί μια φούσκα, φέρνοντάς τον στο χείλος της καταστροφής. Αρνούμενος ν' αποδεχτεί ότι κατάφερε με μια του επένδυση να καταστρέψει ό,τι έχει πασχίσει να χτίσει, αποκρύπτει από την οικογένειά του το οικονομικό αδιέξοδο στο οποίο έχει οδηγηθεί κι επιλέγει να εξαπατήσει τους ελεγκτές των φορολογικών του βιβλίων, αλλά και την κοινή γνώμη και ν' αποσυρθεί, εξασφαλίζοντας με τα λεφτά της πώλησης τους πάντες.
Όμως, πέραν του αδιεξόδου αυτού, το οποίο σταδιακά θ' αρχίσει ν' αποκαλύπτεται στα διάφορα άτομα που τον περιτριγυρίζουν, ο Miller, κινδυνεύει να σπιλώσει τ' όνομά του με μια σύλληψη για δολοφονία. Όπως είναι λογικό βέβαια κάτι τέτοιο, θα κατέστρεφε τις όποιες πιθανότητες είχε να πουλήσει την κερδοφόρα εταιρεία του. Για ν' αποφύγει έτσι, σοβαρές απώλειες, μπλέκει στην υπόθεση τον γιο του έμπιστου, πρώην, οδηγού του, τον Jimmy Grant (Nate Parker), έναν νέγρο με βεβαρυμένο ποινικό μητρώο.
Έχοντας φορτώσει την ευθύνη σε αθώα χέρια, λοιπόν, ο Miller, τρέχει να προλάβει τις προθεσμίες που λήγουν, με απώτερο στόχο του, να καταφέρει να κλείσει όλες τις ανοιχτές υποθέσεις του, χωρίς την παραμικρή απώλεια. Φυσικά, ακόμα κι αν τα καταφέρει να γλυτώσει την φήμη του, κανείς δεν ξέρει αν τα λάθη του θα κληθεί να τα πληρώσει σε προσωπικό επίπεδο.
Ο Nicholas Jarecki, καταφέρνει να δημιουργήσει ένα έργο που εκμεταλλεύεται στο έπακρο τον κινηματογραφικό χρόνο που διαθέτει, παρουσιάζοντας εν τάχει την κατάσταση στην οποία έχει θέσει τον εαυτό του ο πρωταγωνιστής κι εκθέτοντας παράλληλα την ισχύ που έχει η οικονομική ευημερία, ακόμα κι όταν η αντίπαλη πλευρά, επιλέγει να παίξει βρώμικα προκειμένου να κερδίσει. Έχοντας εξασφαλίσει, δε, και την συμμετοχή, στους γυναικείους ρόλους, της Susan Sarandon και της Laetitia Casta, πλαισιώνει με εξαίρετο τρόπο τον πρωταγωνιστή. 
Χωρίς να μιλάμε βέβαια για ένα γρήγορο ή εντυπωσιακό έργο, το "Άλλοθι" είναι ένα καλογυρισμένο κι αρκετά ενδιαφέρον θρίλερ, προβλέψιμο μεν κατά γενική ομολογία, αλλά με κάποιες ανατροπές που κρατάνε το βλέμμα του θεατή. Αν σας αρέσουν λοιπόν οι ταινίες, στις οποίες γίνεται επίδειξη οικονομικής δύναμης, αποτελεί για σας μια καλή επιλογή. Αν πάλι, σας φαίνεται ενδιαφέρουσα σαν θέμα, αλλά έχετε τις αμφιβολίες σας, σας διαβεβαιώ ότι σε γενικές γραμμές είναι καλύτερη από το αναμενόμενο.

Βαθμολογία: 2,5/5

Τα σχετικά
Αμερικάνικο θρίλερ του 2012, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Nicholas Jarecki, διάρκειας 107 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Richard Gere, Susan Sarandon, Brit Marling, Laetitia Casta, Nate Parker, Tim Roth και Graydon Carter.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

(2012) Ιστορίες της ζωής μας

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: Stories we tell


Η υπόθεση
Τα μέλη της οικογένειας Polley, αλλά κι οι γνωστοί και φίλοι της Diane Polley, μιλούν για την πρόσχαρη αυτή γυναίκα, σύζυγο, μάνα κι ηθοποιό και παρουσιάζουν την ιδιαίτερη ιστορία της οικογένειας αυτής. Κατά τη διάρκεια εξέλιξης των γεγονότων, όμως, αποκαλύπτεται η πραγματική ταυτότητα του βιολογικού πατέρα της νεαρής σκηνοθέτιδας κι ηθοποιού, Sarah Polley.

Η κριτική
Οι "Ιστορίες της ζωής μας" είναι ένα δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ με κεντρικό θέμα την ιστορία μιας οικογένειας καλλιτεχνών και πυρήνα την μητέρα της δημιουργού του. Η Sarah Polley, έχοντας καταφέρει να συγκεντρώσει αρκετές μαρτυρίες από τα πρόσωπα που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ζωή της μητέρας της, Diane Polley, ξεκινά ν' αφηγείται την ιστορία της οικογένειάς της και σταδιακά, παρουσιάζει μέσω της μητέρας της, το δικό της προσωπικό δράμα, μ' ένα αρκετά ενδιαφέροντα τρόπο.
Με μια πρώτη ματιά, το ντοκιμαντέρ αυτό, μοιάζει μ' ένα καλογυρισμένο επεισόδιο από τις "Οικογενειακές ιστορίες" ή με ένα εξαιρετικά προσωπικό ντοκουμέντο της δημιουργού, που δεν υπάρχει λόγος να το εκθέσει σε κοινή θέα. Όμως αλήθεια τώρα, ποιός δεν έχει κολλήσει, έστω και για λίγο χρόνο, στην τηλεόρασή του παρακολουθώντας αυτά τα κακότεχνα οικογενειακά δράματα και πόσες ταινίες έχουν γυριστεί, βασιζόμενες σε πραγματικές ιστορίες, έχοντας κάνει τεράστια επιτυχία;
Η Polley, λοιπόν, στην προσπάθειά της να προσαρμοστεί στα όσα της αποκαλύφθηκαν, για τον πραγματικό της πατέρα, πριν λίγα χρόνια, θεώρησε πως θα μπορούσε να ξεκινήσει τα γυρίσματα ένα ντοκιμαντέρ, με κεντρικό θέμα την ίδια και την μητέρα της, χωρίς να γνωρίζει εξ αρχής αν θα το κρατήσει για προσωπική χρήση ή θα το προβάλλει στις κινηματογραφικές αίθουσες. Αυτή η ειλικρίνεια που έχει λοιπόν, στην αφήγησή της, καταφέρνει να κερδίσει σε πρώτο στάδιο τον κινηματογραφικό θεατή.
Η ταινία της, ξεκινά με έναν ιδιαίτερα όμορφο τρόπο. Αρχικά παρουσιάζονται στον θεατή οι διάφοροι αφηγητές, που δεν είναι άλλοι από τα παιδιά της Diane Polley, τον σύζυγό της, αλλά και τον κοινωνικό της περίγυρο. Εκτός όμως από τις προσωπικές μαρτυρίες, την ιστορία, αναλαμβάνει να παρουσιάσει ένας κεντρικός αφηγητής, ο οποίος θα συνδέσει τα διάφορα κομμάτια από την ζωή της Diane και δεν είναι άλλος από τον σύζυγό της, Michael Polley. Ακόμα, αξίζει ν' αναφέρουμε ότι συνεχώς προβάλλονται βίντεο τα οποία μοιάζουν να προέρχονται από το προσωπικό αρχείο της οικογενείας και προσδίδουν ακόμα περισσότερο ρεαλισμό στην ταινία.
Ίσως το πιο όμορφο κομμάτι της υπόθεσης, όμως, είναι ότι κατά την σκιαγράφηση του πορτραίτου της Diane Polley, από τα διάφορα πρόσωπα που την γνώριζαν, η σκηνοθέτης καταφέρνει να παρουσιάσει την ιστορία μέσα από τα μάτια της πρωταγωνίστριάς της, η οποία δεν βρίσκεται εν ζωή για να μπορέσει να διηγηθεί τα γεγονότα από την δική της οπτική. Παρόλο λοιπόν, που η μητέρα της, κράτησε κρυφή απ' όλη την οικογένειά της την ταυτότητα του πραγματικού πατέρα της μικρότερης κόρης της, κανένας δεν την κατηγορεί γι' αυτό, αλλά αντιθέτως όλοι κατανοούν τους λόγους που την ώθησαν στην απιστία κι έπειτα στο μεγάλο αυτό μυστικό και κατ' αυτόν τον τρόπο προβάλλεται ακόμη πιο έντονα ο θεσμός της οικογένειας και της αγάπης.
Αν λοιπόν, ψάχνετε για ένα ενδιαφέρον δράμα και δεν σας ενοχλεί να το παρακολουθήσετε σε μορφή ντοκιμαντέρ, το οποίο όμως είναι καλογυρισμένο, οι "Ιστορίες της ζωής μας" είναι από τις καλύτερες επιλογές για σας, καθώς δεν θ' αργήσει να σας κερδίσει, με τον ιδιαίτερα προσεγμένο τρόπο που είναι δομημένο.

Βαθμολογία: 2,5/5

Τα σχετικά
Καναδικό δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ του 2012, σε σενάριο και σκηνοθεσία της Sarah Polley, διάρκειας 108 λεπτών και βασικούς πρωταγωνιστές, τους Michael Polley, Sarah Polley, Pixie Bigelow, Deirdre Bowen, Geoffrey Bowes, John Buchan, Susy Buchan, Tom Butler, Cathy Gulkin, Harry Gulkin, Robert Macmillan, Victoria Mitchell, Marie Murphy, Joanna Polley, Mark Polley, Mort Ransen, Anne Tait, Claire Walker, Rebecca Jenkins, Peter Evans, Alex Hatz, Andrew Church, Justin Goodhand και Mairtin O'Carrigan.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

(2012) Django: Ο τιμωρός

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: Django unchained


Η υπόθεση
Βρισκόμαστε στο Τέξας του 1858, δυο χρόνια πριν ξεσπάσει ο εμφύλιος, όπου ο Δόκτωρ King Schultz (Christoph Waltz), ένας Γερμανός κυνηγός επικηρυγμένων, αναζητά κάποιον σκλάβο από την φυτεία Carrucan, ο οποίος να γνωρίζει πώς είναι οπτικά οι αδελφοί Brittle. Αυτόν που ψάχνει, τον βρίσκει στο πρόσωπο του Django (Jamie Foxx), τον οποίο κι αγοράζει με συνοπτικές διαδικασίες. Έπειτα από αυτή τη δουλειά, ο Schultz, θα προσφερθεί να δώσει στον Django την ελευθερία του κι αφού συνεργαστούν μέχρι το τέλος του χειμώνα, θα έρθει η σειρά του Schultz να βοηθήσει τον Django να εντοπίσει, αλλά και ν' αγοράσει την ελευθερία της γυναίκας του, Broomhilda (Kerry Washington). Έτσι οι δυο άντρες αφού ερευνήσουν τα αρχεία πώλησης των σκλάβων, ταξιδεύουν σε μια από τις πιο απάνθρωπες φυτείες, την Candyland, έχοντας καταστρώσει το τέλειο σχέδιο εξαπάτησης του ιδιοκτήτη της, Calvin Candie (Leonardo DiCaprio).

Η κριτική
Το "Django: Ο τιμωρός" είναι η καινούργια μαύρη κωμωδία, σε μορφή western αυτή τη φορά, του εκπληκτικού Quentin Tarantino. Από πολλούς κριτικούς, αυτή η ταινία, θεωρείται ίσως η καλύτερη δουλειά του ιδιαίτερου αυτού σκηνοθέτη. Χωρίς να μπορώ να πω με σιγουριά ότι είναι όντως "η" καλύτερη, καθώς έχει δημιουργήσει αξεπέραστες ταινίες κατά τη διάρκεια της καριέρας του, θα συμφωνήσω με όσους ισχυρίζονται ότι είναι από τις πιο καλογυρισμένες ταινίες ενός λατρεμένου δημιουργού, που σίγουρα θα ξετρελάνει τους φανατικούς θαυμαστές του.
Έχοντας εμπνευστεί από τον "Django: Ο τρομοκράτης του Πάσο-Ντόμπλε", ο Tarantino, δημιουργεί τη δική του εκδοχή αυτού του κλασικού ήρωα, αποδίδοντας παράλληλα κι ένα φόρο τιμής στον χαρακτήρα που πρωτο-ενσάρκωσε ο Franco Nero στο western του Sergio Corbucci, το 1966. Πρέπει να τονιστεί, όμως, ότι δεν μιλάμε για ένα remake μιας κλασικής ταινίας, αλλά για μια άκρως διαφορετική σύλληψη, που τυγχάνει να κάνει αναφορές στην πρωτότυπη ταινία, διακωμωδώντας κατά κύριο λόγο διάφορους αντιπαθείς χαρακτήρες κι αποδίδοντας δικαιοσύνη.
Από την αρχή της, λοιπόν, η ταινία, προϊδεάζει τον θεατή για το αριστούργημα που ακολουθεί, καθώς ξεκινά με το κλασικό τραγούδι "Django" των Luis Bacalov και Rocky Roberts, με τους τίτλους αρχής του Sergio Corbucci και με την παρουσίαση των σκλάβων, αντί του φέρετρου. Μετά από την πανέμορφη αυτή εισαγωγή, η οποία θα θυμίσει στον γνώστη το σημείο αναφοράς, συνεπαίρνοντας όμως κι όποιον δεν είχε την τύχη να παρακολουθήσει ένα από τα ωραιότερα ιταλικά western της δεκαετίας του 1960, θα περάσει αμέσως στο στοιχείο που χαρακτηρίζει τ' αριστουργήματά του, αυτό της μαύρης κωμωδίας.
Έχοντας το χάρισμα να παρουσιάζει ωραιοποιημένη βία, αποδίδοντάς την μάλλον καλλιτεχνικά, παρά ρεαλιστικά και μπλέκοντας ενδιάμεσα το στοιχείο ενός εύθυμου ξαφνιάσματος του θεατή, ο Tarantino, έχει δώσει στον κινηματογράφο κανονικά έργα τέχνης πάνω στην βία και την μαύρη κωμωδία και σ' αυτή του την ταινία, έχοντας σαν πρωταγωνιστή έναν μαύρο σκλάβο που ζητά δικαίωση, ίσως να συστήνει ένα είδος "κατράμικης" κωμωδίας.
Αυτό που κάνει εντύπωση, όμως, και παράλληλα είναι και το στοιχείο που θα σας κάνει να παρακολουθήσετε αυτή την τρίωρη, σχεδόν, παραγωγή του ακούραστα, είναι το γεγονός της αρμονικής εναλλαγής του περιβάλλοντος της ταινίας. Και τι εννοώ μ' αυτό: Κατά την διάρκεια της πρώτης ώρας, ο θεατής καλείται να παρακολουθήσει μια Ταραντινική εκδοχή ενός western, δηλαδή πολύ πιστολίδι, πολύ γέλιο κι αρκετό αίμα. Αφού όμως, περάσει αυτή η φάση του κυνηγιού επικηρυγμένων κι αφού έχει κερδίσει τον θεατή, ο σκηνοθέτης, αλλάζει το περιβάλλον της ταινίας, μετατρέποντάς το σ' ένα ιστορικό δράμα, το οποίο και καλύπτει τη δεύτερη ώρα της. Τέλος, τα τελευταία 40 λεπτά περίπου, το δράμα, θ' αρχίσει να αποκτά στοιχεία Tarantino, προετοιμάζοντας για ένα άκρως χαρακτηριστικό κλείσιμο του έργου, που θα ξετρελάνει τους πιστούς.
Οι παραπάνω εναλλαγές, λοιπόν, που γίνονται με υπέροχο τρόπο, σε συνδυασμό με την καταπληκτική ματιά του σκηνοθέτη, τις μουσικές επιλογές του και τις εξαίρετες ερμηνείες των Jamie Foxx, Christoph Waltz, Leonardo DiCaprio, Samuel L. Jackson, Kerry Washington και φυσικά την φιλική συμμετοχή του Franco Nero, συνιστούν μια ταινία που πρέπει να δει το κοινό του ιδιόμορφου αυτού Αμερικανού δημιουργού. Αν πάλι, δεν συμπεριλαμβάνετε τον εαυτό σας στους φανατικούς ακολούθους του Tarantino, αλλά είστε θαυμαστές των ηθοποιών που συμμετέχουν κι έχετε σκοπό να την παρακολουθήσετε, θα ήθελα να σας ενημερώσω ότι ο χαρακτήρας του DiCaprio, εμφανίζεται μετά την πρώτη ώρα και να σας προτείνω να οπλιστείτε με υπομονή κατά το τελευταίο μέρος της ταινίας.

Βαθμολογία: 4/5

Τα σχετικά
Αμερικάνικο κράμα μαύρης κωμωδίας και spaghetti western, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Quentin Tarantino, διάρκειας 165 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Jamie Foxx, Christoph Waltz, Leonardo DiCaprio, Samuel L. Jackson, Kerry Washington και Franco Nero.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

15 Ιανουαρίου 2013

(1966) Django: Ο τρομοκράτης του Πάσο-Ντόμπλε

Πρωτότυπος/ Αγγλικός τίτλος: Django
Ελληνικός τίτλος έκδοσης DVD: Django
Ελληνικός τίτλος έκδοσης VHS: Γεύση από εκδίκηση


Η υπόθεση
Ο Django (Franco Nero) είναι ένας μοναχικός Αμερικάνος, που τον συναντάμε να συνοδεύει ένα φέρετρο, το οποίο περιέχει, όπως αναφέρει, τον ίδιο. Κατά την περιπλάνησή του στην Άγρια Δύση, σώζει από τους άντρες του Ταγματάρχη Jackson (Eduardo Fajardo), την όμορφη Maria (Loredana Nusciak). Έπειτα, σε άλλες δυο μάχες, μια στο πανδοχείο και μια στους δρόμους της πόλης, σκοτώνει όλους τους άντρες του "προστάτη" της πόλης, του Ταγματάρχη Jackson και συμμαχεί με τον Μεξικανό Στρατηγό Hugo (José Bódalo). Όμως, σύντομα, ο Django, θα θελήσει να κινήσει πάλι για το μοναχικό του ταξίδι, κάτι το οποίο ο Στρατηγός Hugo, δεν είναι διατεθειμένος να επιτρέψει.

Η κριτική
Το "Django: Ο τρομοκράτης του Πάσο-Ντόμπλε" ανήκει στην κατηγορία των spaghetti western, που ξεκίνησαν να γυρίζονται κατά την δεκαετία του 1960 από Ιταλούς σκηνοθέτες. Αν κι όλα τα ιταλικά western, γυρίζονται υπό τη σκιά του Sergio Leone, ο Sergio Corbucci, καταφέρνει με την συγκεκριμένη ταινία να δημιουργήσει έναν θρύλο του συγκεκριμένου υπο-είδους και την πρώτη μιας σειράς ταινιών που αποτελούν ανεπίσημες συνέχειές της.
Η εναρκτήρια σκηνή του έργου, αλλά και το τραγούδι που ακούγεται κατά την διάρκεια των τίτλων αρχής, έμελλε να γραφτούν στην ιστορία του κινηματογράφου. Ξεκινώντας η ταινία, μας συστήνει έναν άντρα, του οποίου εμείς βλέπουμε μόνο την πλάτη, που περπατά μέσα στις λάσπες. Όσο ο Django, όπως μας ενημερώνει κι ο τραγουδιστής, απομακρύνεται από την κάμερα, διακρίνουμε ότι πίσω του σέρνει ένα φέρετρο, στο οποίο, όπως αποκαλύπτεται στην συνέχεια, μεταφέρει ένα πολυβόλο που θα τον βοηθήσει να γίνει ήρωας στα μάτια των βασανισμένων κατοίκων της πόλης-φάντασμα που θα ξαποστάσει για λίγο.
Ο Django, αν και δεν αποτελεί το πρότυπο του ευγενούς ήρωα, αλλά ταιριάζει περισσότερο σ' αυτό του ευγενούς αντι-ήρωα, θα σώσει από βέβαιο θάνατο μια νεαρή γυναίκα που το έχει σκάσει από μια ομάδα Μεξικανών, την Maria. Με την πανέμορφη αυτή ύπαρξη, ο πρωταγωνιστής θ' αναπτύξει αμοιβαία αισθήματα συμπάθειας, όμως, όπως είναι λογικό, απαγορεύει στον εαυτό του να την αγαπήσει, καθώς φοβάται ότι η παρουσία του κοντά της μπορεί να προκαλέσει τον θάνατό της.
Ο μυστηριώδης Django, κατά τη διάρκεια του έργου, αποδεικνύεται, ουκ ολίγες φορές, ιδιαίτερα ευρηματικός στον τρόπο με τον οποίο καταφέρνει να ξεγελάσει τους γύρω του, για να πετύχει τον στόχο του. Εκείνος είναι που ωθεί τους Μεξικανούς να τον βοηθήσουν να ληστέψει το χρυσάφι που θα τον βοηθήσει να κάνει μια καινούργια αρχή, με μια σκηνή που χρησιμοποιείται η τεχνική του Δούρειου Ίππου, κι έπειτα τους ξεγελά και καταφέρνει ν' αποδράσει με τον θησαυρό, αλλά και την επίμονη Maria, η οποία δεν σταματά τις προσπάθειες να τον διεκδικήσει.
Ο Corbucci, γυρίζοντας μια ταινία που περιέχει όλα τα στοιχεία ενός western, τον μοναχικό καβαλάρη, το πανδοχείο, τις πόρνες, την πόλη φάντασμα, το νεκροταφείο, τα έρημα τοπία, τους Βόρειους, τους Νότιους, τους Μεξικανούς, κ.α., δημιουργεί ένα έργο, με απίστευτη, για την εποχή, βία, η οποία όμως είναι δοσμένη με αριστουργηματικό τρόπο. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι σε πολλές χώρες, ο "Django: Ο τρομοκράτης του Πάσο-Ντόμπλε" απαγορεύτηκε, αλλά παρόλα αυτά ενέπνευσε πολλούς δημιουργούς να γράψουν συνέχειές της και συνέδεσε άρρηκτα τ' όνομα του Franco Nero με αυτό του Django.
Αν λοιπόν, είστε λάτρεις των ταινιών western κι η συγκεκριμένη σας έχει διαφύγει της προσοχής, σας την προτείνω ανεπιφύλακτα. Αν επίσης, ανήκετε στο φανατικό κοινό του Quentin Tarantino, θα σας πρότεινα πριν δείτε το "Django: Ο τιμωρός" να δείτε το πρωτότυπο αυτό φιλμ, καθώς θα απολαύσετε πολύ περισσότερο την νέα δημιουργία του, η οποία έχει επηρεαστεί, σε αρκετά μεγάλο βαθμό από την ταινία του Corbucci.

Βαθμολογία: 3,5/5

Τα σχετικά
Ιταλικό spaghetti western του 1966, σε σενάριο των Sergio Corbucci, Bruno Corbucci, Franco Rossetti, José Gutiérrez Maesso και Piero Vivarelli και σκηνοθεσία του Sergio Corbucci, διάρκειας 87 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Franco Nero, Loredana Nusciak, Ángel Álvarez, Eduardo Fajardo και José Bódalo.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

12 Ιανουαρίου 2013

(1926) Η μάνα

Πρωτότυπος τίτλος: Мать (Mat)
Αγγλικός τίτλος: Mother


Η υπόθεση
Κατά τη διάρκεια του 1905, μια μάνα (Vera Baranovskaya) χάνει τον αυταρχικό της σύζυγο σε μια διαμάχη των δυο αντίπαλων στρατοπέδων της Ρωσίας της εποχής. Έχοντας πλέον ως μόνο της μέλημα τη φροντίδα του γιου της, Pavel (Nikolai Batalov), ο οποίος είναι μέλος της ομάδας των επαναστατών, παραδίδει στις αρχές, που έχουν έρθει να συλλάβουν τον νεαρό Pavel, τα κρυμμένα όπλα, θεωρώντας πως με αυτόν τον τρόπο θα γλυτώσει τη ζωή του. Αντίθετα απ' αυτό που νομίζει, όμως, αποδεικνύει ότι ο γιος της είναι όντως ένοχος και συμβάλλει στην καταδίκη του. Μετά από αυτό της το σφάλμα, συνειδητοποιεί ότι οι επαναστάτες έχουν συνείδηση κι ενώνει τις δυνάμεις της μαζί τους, προσπαθώντας να βοηθήσει τον γιο της να επανακτήσει την ελευθερία του.

Η κριτική
"Η μάνα" είναι ένα από τα σημαντικότερα πολιτικά δράματα που έδωσε στον κινηματογράφο η σοβιετική πρωτοπορία κι αποτελεί διασκευή του ομώνυμου βιβλίου, του 1907, του σπουδαίου Maxim Gorky. Παράλληλα, δε, αποτελεί και την πρώτη ταινία μυθοπλασίας, ενός εκ των κυριότερων εκφραστών του κινήματος αυτού, του Vsevolod Pudovkin.
Η αλήθεια είναι πως η συγκεκριμένη ταινία, δεν συνιστά ακριβώς την μεταφορά του λογοτεχνικού κειμένου του Gorky στην μεγάλη οθόνη, αλλά αντίθετα είναι κατάλληλα προσαρμοσμένη έτσι ώστε να περνά, όσο το δυνατόν καλύτερα, τα ίδια νοήματα μ' αυτά της έντυπης έκδοσής της, πράγμα αδύνατον στην περίπτωση της πιστής αναπαράστασης του περιεχομένου της. Το πείραμα αυτό λοιπόν, τόσο σεναριακά, όσο και σκηνοθετικά, πετυχαίνει, γράφοντας ιστορία στον κινηματογράφο, κυρίως λόγω της εξαίρετης χρήσης του μοντάζ.
Ο Pudovkin, ξεκινά την ταινία του παρουσιάζοντας τον χρόνο εξέλιξης του δράματος με την προβολή της χρονολογίας, αλλά και τον τόπο, μέσω διαφόρων φωτογραφιών που απεικονίζουν το τοπίο της περιόδου. Έπειτα, στους τίτλους της, παράλληλα με τα ονόματα των συντελεστών εμφανίζει και τις φωτογραφίες τους, γεγονός που καταφέρνει να εκπλήξει ακόμα και σήμερα. Κατά την εισαγωγή του θεατή στο δράμα, επίσης, φροντίζει να ενημερώσει, μέσω της χρήσης λεζάντας, για την ιδιότητα των προσώπων, αποφεύγοντας περιττές σπατάλες του κινηματογραφικού χρόνου.
Σε γενικές γραμμές, αξίζει ν' αναφέρουμε ότι χαρακτηριστικό γνώρισμα της συγκεκριμένης ταινίας, είναι η λιτή, αλλά και ταυτόχρονα ορθή χρήση του χρόνου της διάρκειάς της, κάτι που δεν οφείλεται μόνο στην απίστευτη σύνδεση των σκηνών της, αλλά και στις εκπληκτικές κι εκφραστικές ερμηνείες των ηθοποιών της.
Το συγκεκριμένο έργο, βέβαια, χωρίς να παρουσιάζει ακραία απομάκρυνση από τους κανόνες της σοβιετικής πρωτοπορίας, που ήθελαν το πλήθος να πρωταγωνιστεί και να μην συμμετέχουν επαγγελματίες ηθοποιοί, καταφέρνει με εκπληκτικό τρόπο να περάσει από το προσωπικό δράμα, που προβάλλει στην αρχή, της απώλειας της μάνας, στο συλλογικό δράμα του φτωχού εργάτη, μεταμορφώνοντας παράλληλα την μάνα, σε σύμβολο της Πρώτης Ρώσικης επανάστασης του 1905.
Αξίζει τέλος, να σταθούμε περισσότερο και στον διαφορετικό, αλλά εξαίσιο, τρόπο, με τον οποίο ο Pudovkin χρησιμοποιεί το μοντάζ. Σε αντίθεση με τον μεγαλύτερο εκφραστή του κινήματος αυτού, του Sergei M. Eisenstein, αντί να ενώνει άκρως αντιθετικές σκηνές, που μεταφέρουν την αναταραχή ενός επαναστατημένου λαού στον κινηματογραφικό θεατή, χρησιμοποιεί το μοντάζ, συμπληρωματικά, έχοντας ως κύριο μέλημα την πλήρη κατανόηση των νοημάτων της ταινίας του κι έτσι, ανάμεσα σε όλες τις αριστουργηματικές εικόνες που χρησιμοποιεί επεξηγηματικά, βλέπουμε κι αυτήν της θραύσης των πάγων, όταν οι εργάτες ξεσηκώνονται.
Ακόμη κι αν αποτελεί την πρώτη ταινία μεγάλου μήκους του Vsevolod Pudovkin και το πρώτο κινηματογραφικό σενάριο του Nathan Zarkhi, "Η μάνα", είναι ένα από τα ωραιότερα, ίσως όχι από τα πιο χαρακτηριστικά, έργα της σοβιετικής πρωτοπορίας και ταυτόχρονα συγκαταλέγεται, από πολλούς κριτικούς, στις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών. Αν ανήκετε, λοιπόν, στο σινεφίλ κοινό και δεν έχει τύχει να την παρακολουθήσετε μέχρι στιγμής, προτείνεται ανεπιφύλακτα. Αν πάλι, δεν έχει τύχει να παρακολουθήσετε πολλές ταινίες της σοβιετικής πρωτοπορίας, πιστεύω ότι είναι μια καλή ευκαιρία ν' ανακαλύψετε την μαγεία του συγκεκριμένου είδους. Τέλος, αν δεν έχετε τριφτεί και πολύ με το βωβό σινεμά, δεν θα σας πρότεινα να επιλέξετε την συγκεκριμένη γι' αρχή, λόγω της ιδιόμορφης πολιτικής θεματικής της.

Βαθμολογία: 4/5

Τα σχετικά
Σοβιετικό πολιτικό δράμα του 1926, βασισμένο στο ομώνυμο βιβλίο του Maxim Gorky, σε σενάριο του Nathan Zarkhi και σκηνοθεσία του Vsevolod Pudovkin, διάρκειας 89 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Vera Baranovskaya, Nikolai Batalov, Aleksandr Chistyakov και Anna Zemtsova.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

10 Ιανουαρίου 2013

(2013) Ο δολοφόνος με το πριόνι

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: Texas chainsaw 3D


Η υπόθεση
Στις 19 Αυγούστου, ολόκληρη η οικογένεια Sawyer πεθαίνει σε επίθεση που δέχεται από τους κατοίκους της περιοχής. Ένα νεογέννητο μωρό όμως, η Heather (Alexandra Daddario) σώζεται κι υιοθετείται από τo ζεύγος Miller. Πολλά χρόνια αργότερα, η Heather, έχοντας ενηλικιωθεί πια, θα μάθει την πραγματική της ταυτότητα, όταν η βιολογική της γιαγιά πεθαίνει και της αφήνει κληρονομιά το σπίτι της οικογενείας της, μαζί με ό,τι περιέχει αυτό. Έτσι, η Heather, θα ξεκινήσει με την παρέα της για ένα ταξίδι στην γενέτειρά της, το Texas, όπου θ' ανακαλύψει όλη τη φρικτή αλήθεια που της κρατούσαν κρυφή οι θετοί γονείς της. Το κακό όμως είναι ότι η Heather, θα μάθει ποιά στ' αλήθεια είναι, αφού έχει ελευθερωθεί απ' το υπόγειο του σπιτιού της ο σχιζοφρενής δολοφόνος με το πριόνι, ο οποίος δεν πέθανε ποτέ.

Η κριτική
"Ο δολοφόνος με το πριόνι" κάνει σαφή τον στόχο του να γίνει το καλύτερο sequel της πρωτότυπης ταινίας του 1974 και νομίζω ότι η προσπάθειά του είναι αρκετά επιτυχημένη. Χωρίς να μιλάμε για μια αριστουργηματική ταινία τρόμου, όπως είναι "Ο σχιζοφρενής δολοφόνος με το πριόνι", παρά για μια σημερινή ταινία του είδους, η εκδοχή του John Luessenhop θα έλεγε κανείς ότι είναι πολύ καλά μελετημένη.
Το κυριότερο στοιχείο που την κάνει να ξεχωρίσει από τις υπόλοιπες ταινίες που έχουν ως κεντρικό πρωταγωνιστή τον Leatherface, είναι το γεγονός ότι δεν αποτελεί ακριβώς ούτε συνέχεια της πρώτης, αλλά ούτε remake αυτής. Και τι εννοώ μ' αυτό: Φυσικά, κατά την έναρξη του συγκεκριμένου φιλμ, ο θεατής καταλαβαίνει ότι αυτό που παρακολουθεί έπεται του πρωτότυπου φιλμ. Όμως, αν κάποιος έχει παρακολουθήσει την ταινία του 1974, θα παρατηρήσει ότι υπάρχουν εκπληκτικές ομοιότητες, τόσο στην ιστορία, όσο και στην εικόνα της, με την αρχική.
Ως κεντρικός άξονας δηλαδή, χρησιμοποιείται ένα πρόσωπο που έχει άμεση σχέση με την αρρωστημένη οικογένεια του σχιζοφρενούς δολοφόνου, αλλά είναι "άγραφος χάρτης", καθώς δεν γνωρίζει τίποτα περί δολοφονιών ή ό,τι άλλο. Η Heather λοιπόν, θα δούμε ότι εργάζεται στο τμήμα συσκευασμένων κρεάτων ενός super market και στον ελεύθερο χρόνο της δημιουργεί πίνακες από κοκαλάκια ζώων. Παρόλα αυτά, όμως, η σχιζοφρένεια δεν χτυπά την δική της πόρτα, όπως μπορεί να υποπτευθούμε, αλλά αποτελεί κι η ίδια ένα από τα θύματα του μανιακού δολοφόνου. Επίσης, ο ρόλος της, έχει στοιχεία από τον Nubbins Sawyer (Edwin Neal), την Sally (Marilyn Burns) αλλά και τον Drayton Sawyer.
Όπως θα δούμε, όμως, η παρέα εδώ είναι τετραμελής και το πέμπτο μέλος της, θα γίνει ο νεαρός που θα κάνει autostop. Έχοντας λοιπόν κατά νου ότι ένα καλλιτεχνικό θρίλερ δεν θα τραβήξει τα βλέμματα του σημερινού κοινού, η χρήση εικόνων splatter είναι διάχυτη κατά τη διάρκεια της ταινίας, όπως επίσης και τα ημίγυμνα καλλίγραμμα σώματα, τόσο των αντρών, όσο και των γυναικών, που κάνουν την εμφάνισή τους.
Φυσικά, σε μια εποχή που τα βαμπίρ και τα ζόμπι έχουνε γίνει της μόδας, δεν αναμένεται να τρομοκρατήσει η εικόνα ενός νεκροζώντανου παππού που πίνει ανθρώπινο αίμα, όπως επίσης δεν υπάρχει και κανένα απολύτως νόημα να γίνει αναφορά στο στοιχείο του κανιβαλισμού. Παρόλα αυτά, ο δεσμός των αρρωστημένων οικογενειακών δεσμών, προβάλλεται με άλλους τρόπους, πιο κατανοητούς από ένα σύγχρονο κοινό.
Αξιοπρόσεκτο όμως, είναι και το γεγονός ότι η ταινία δεν εστιάζει μόνο στα εγκλήματα του δολοφόνου με το πριόνι, αλλά και σ' αυτά που διέπραξε η κοινωνία, απέναντι στην οικογένεια Sawyer. Και φυσικά, η αναφορά στο όνομα του Hooper, του πρώτου σκηνοθέτη του "Σχιζοφενούς δολοφόνου με το πριόνι", δεν θα μπορούσε να έχει γίνει με ομορφότερο τρόπο, από αυτόν του εκφραστή της λογικής σκέψης και της επιβολής της τάξης. Επίσης, την γιαγιά Verna, θα δούμε να ενσαρκώνει η Marilyn Burns, ένα πρόσωπο που φέρει έντονα τον ρόλο του θύματος, απενοχοποιώντας κατ' αυτόν τον τρόπο τον θύτη.
Με δυο λόγια, μιλάμε για μια καλογυρισμένη, σύγχρονη ταινία τρόμου που ξεφεύγει από τα πλαίσια των μέτριων ταινιών του σήμερα, χωρίς όμως να πλησιάζει την αίγλη της πρώτης. Αν, λοιπόν, σας αρέσουν αυτού του είδους οι ταινίες, προτείνεται. Αν πάλι είστε λάτρεις της κλασικής ταινίας να ξέρετε ότι θα δείτε κάτι που απευθύνεται αρκετά στο σύγχρονο νεανικό κοινό, οπότε χαμηλώστε τις προσδοκίες σας, αν έχετε σκοπό να την παρακολουθήσετε.
Σημείωση: Όσον αφορά την τρισδιάστατη εκδοχή της, εκτός από ελάχιστες σκηνές που γίνεται υπέροχη χρήση του 3D, δεν μπορώ να πω ότι θα πρέπει να προτιμηθεί.

Βαθμολογία: 2,5/5

Τα σχετικά
Αμερικάνικη ταινία τρόμου του 2013, βασισμένη σε χαρακτήρες των Kim Henkel και Tobe Hooper και σε ιστορίων των Stephen Susco, Adam Marcus και Debra Sullivan, σε σενάριο των Adam Marcus, Debra Sullivan και Kirsten Elms και σκηνοθεσία του John Luessenhop, διάρκειας 92 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Alexandra Daddario, Trey Songz, Scott Eastwood, Tania Raymonde, Shaun Sipos, Dan Yeager, Thom Barry, Paul Rae, Keram Malicki-Sánchez, Richard Riehle, James MacDonald, Gunnar Hansen, Marilyn Burns, John Dugan, Allen Danziger, Paul A. Partain, William Vail, Teri McMinn και Edwin Neal.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

9 Ιανουαρίου 2013

(1974) Ο σχιζοφρενής δολοφόνος με το πριόνι

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: The Texas chain saw massacre


Η υπόθεση
Στις 18 Αυγούστου του 1973, δυο αδέλφια φτάνουν στο Texas, μαζί με τρεις φίλους τους, για να διαπιστώσουν αν ο τάφος του παππού τους συγκαταλέγεται σ' αυτούς που έχουν βεβηλωθεί από άγνωστους, μέχρι στιγμής, τυμβωρύχους. Κατά την παραμονή τους εκεί, θα συναντήσουν έναν ψυχοπαθή νεαρό και στη συνέχεια ένας-ένας θα γνωρίσουν τον σχιζοφρενή δολοφόνο με το πριόνι. Θα καταφέρει έστω κι ένας απ' τους πέντε τους να επιβιώσει της σφαγής;

Η κριτική
"Ο σχιζοφρενής δολοφόνος με το πριόνι" ανήκει στην κατηγορία των κλασικών ταινιών τρόμου, που κάθε φανατικός θεατής του συγκεκριμένου είδους οφείλει να έχει δει. Ο Tobe Hooper, χρησιμοποιώντας σαν βάση την ιστορία ενός πραγματικού δολοφόνου, του Ed Gein, δημιούργησε μια πλασματική ιστορία για το σενάριο της ταινίας του, που επρόκειτο να γίνει θρύλος στις επόμενες γενιές.
Από την αρχή της η ταινία, δημιουργεί μια υποβλητική ατμόσφαιρα που τραβά το βλέμμα του θεατή σαν μαγνήτης. Πρώτα απ' όλα, η φωνή του αφηγητή ξεκινά να εισάγει τον θεατή σε μια, φαινομενικά, πραγματική ιστορία. Έπειτα, ακολουθεί μια σκηνή όπου ο φακός φωτογραφίζει αποσπασματικά τα αποσυντεθειμένα σώματα και σιγά-σιγά θ' αρχίσουμε παράλληλα με την εικόνα ν' ακούμε μια ραδιοφωνική εκπομπή που θα συμπληρώσει την εισαγωγή που άφησε λειψή ο αφηγητής.
Η συνέχεια της ταινίας είναι λίγο πολύ γνωστή, η παρέα θα περάσει από το παλαιό σφαγείο, θα μαζέψει έναν τρελό που κάνει autostop κι όταν αυτός δώσει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες για τον ίδιο και την οικογένειά του, θα βγει εκτός ελέγχου, θα τραυματίσει τον ανάπηρο Franklin (Paul A. Partain), θα φοβήσει τους πέντε ήρωες και θα βρεθεί εκτός πλάνου για ένα μεγάλο μέρος της υπόλοιπης ταινίας. Όμως, η μικρή του εμφάνιση αρκεί για να σπείρει τον τρόμο στο κοινό της εποχής και να προϊδεάσει τον θεατή για έναν ακόμη πιο τρομερό χαρακτήρα, αλλά και για την αποκάλυψη μιας αφάνταστα αρρωστημένης κατάστασης.
Φυσικά, για τον τωρινό θεατή, δεν τίθεται καν σαν ζητούμενο η πρόκληση φόβου. Αντίθετα, όπως και στις ταινίες του Hitchcock, αυτό που κρατάει τον θεατή καθηλωμένο είναι η εκπληκτική, και καλλιτεχνικά δοσμένη, φοβική κατάσταση στην οποία έχει φροντίσει ο σκηνοθέτης να τον θέσει. Η αλήθεια είναι ότι αρκετές από τις σκηνές που παρουσιάζονται, για ένα μάτι που έχει μάθει στα σημερινά εφέ και στις ακραίες προσπάθειες ν' αποδοθεί ρεαλιστικά μια σκηνή, φαντάζουν ψεύτικες. Όμως, οι εξαίρετες ερμηνείες των άγνωστων πρωταγωνιστών, αλλά κι η σκηνοθετική γραμμή που ακολουθείται, κάνουν το φιλμ να ξεχωρίσει από αυτά της σειράς.
Στην ταινία, μπλέκονται δολοφονίες, ζόμπι, τυμβωρυχία και κανιβαλισμός, με έναν εξαίρετο τρόπο που δεν οδηγεί στην υπερβολή. Εκτός όμως, όλων αυτών, αξίζει να προσέξει κανείς την ύπαρξη του σαλού, που εδώ παρουσιάζεται ως μεθυσμένος, ο οποίος εκφράζει την αλήθεια που κανείς δεν ξεστομίζει και που παραπέμπει λίγο σε σαιξπηρικό ήρωα.
Με άλλα λόγια, αν σας αρέσουν οι καλές ταινίες τρόμου κι η συγκεκριμένη έχει ξεφύγει της προσοχής σας, προτείνεται ανεπιφύλακτα, καθώς αποτελεί μια από τις αρτιότερες ταινίες του είδους της.

Βαθμολογία: 4/5

Τα σχετικά
Αμερικάνικη ταινία τρόμου του 1974, σε σενάριο των Kim Henkel και Tobe Hooper και σκηνοθεσία του Tobe Hooper, διάρκειας 83 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Paul A. Partain, Marilyn Burns, Allen Danziger, Teri McMinn, William Vail, Gunnar Hansen, Edwin Neal, Jim Siedow και John Dugan.

Οι σύνδεσμοι
Trailer 
Imdb 
Rotten Tomatoes

8 Ιανουαρίου 2013

(2011) Breath of the Gods: A journey to the origins of modern yoga

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: Breath of the Gods: A journey to the origins of modern yoga


Η υπόθεση
Ο Jan Schmidt-Garre ταξιδεύει στην Ινδία και συναντά τους ανθρώπους που μαθήτευσαν κοντά στον πατέρα της μοντέρνας yoga, τον Tirumalai Krishnamacharya. Παρακολουθώντας τον τρόπο που διδάσκουν και συνομιλώντας μαζί τους, αποπειράται να δημιουργήσει ένα ντοκιμαντέρ που ερευνά τις ρίζες της σύγχρονης yoga, μέσα στους αιώνες, αλλά και την συμβολή του Krishnamacharya  στην εισαγωγή της, ως είδος εκγύμνασης, στον δυτικό κόσμο.

Η κριτική
Το "Breath of the Gods: A journey to the origins of modern yoga" είναι ένα ντοκιμαντέρ που απευθύνεται σ' ένα πολύ συγκεκριμένο μέρος του κινηματογραφικού κοινού κι αυτό όχι με ιδιαίτερη επιτυχία. Καθώς η yoga έχει αναδειχθεί σε παγκόσμιο φαινόμενο τις τελευταίες δεκαετίες και παράλληλα με την πάροδο του χρόνου, παρατηρούμε πως ο αριθμός των ανθρώπων που την επιλέγουν ως μέσο εκγύμναστης αυξάνεται συνεχώς, τί θα μπορούσε να είναι καλύτερο από το να δημιουργήσει κάποιος ένα ντοκιμαντέρ που ερευνά την προέλευση αυτής της ανατολίτικης μόδας;
Ο Jan Schmidt-Garre, έχοντας λοιπόν κατά νου, ότι ένα ντοκιμαντέρ στο οποίο θα παρελαύνουν κάποιοι από τους μεγαλύτερους, εν ζωή και μη, δασκάλους της yoga, θα τραβήξει την προσοχή του κόσμου που είτε ασχολείται μ' αυτό το είδος εκγύμνασης, είτε έχει την επιθυμία να ερευνήσει, αν όχι να κατανοήσει, τους λόγους της μαζικής της εξάπλωσης στον δυτικό κόσμο, δίνει πνοή σε μια, αν μη τί άλλο εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ιδέα, θεωρώντας πιθανώς πως η ιδέα και μόνο αρκεί για ν' αποτελέσει το έργο του εμπορική επιτυχία. Βέβαια, για όσους έχουν ήδη μπει στη διαδικασία να ψάξουν από μόνοι τους την φιλοσοφία πίσω από την κινησιολογία, νομίζω πως η συγκεκριμένη ταινία δεν έχει να τους διδάξει κάτι περισσότερο απ' όσα ήδη έχουν μάθει. Αντίστοιχα βέβαια, όσοι κάνουν πρακτική κι επιλέξουν να έρθουν για πρώτη φορά σ' επαφή με την θεωρία της yoga μέσω αυτού του ντοκιμαντέρ πιστεύω ότι δεν θα πάρουν μαζί τους κάτι το ουσιαστικό που θα τους βοηθήσει να εξελιχθούν. Παράλληλα επίσης, όσοι επιλέξουν την συγκεκριμένη ταινία ως μέσο γνωριμίας με την έννοια της yoga γενικά, θεωρώ ότι θα βρεθούν αντιμέτωποι μ' ένα ντοκιμαντέρ ιδιαίτερα δυσνόητο, ίσως κι αδιάφορο.
Βέβαια, επειδή προσωπικά ανήκω στην κατηγορία του κοινού που δεν ήρθε για πρώτη φορά σ' επαφή με την yoga και τη φιλοσοφία της, οφείλω να παραδεχτώ ότι σε προσωπικό επίπεδο, βρήκα την ταινία ιδιαίτερα απολαυστική. Τονίζω βέβαια ότι είχα την τύχη να έχω διδαχτεί για κάποιο χρονικό διάστημα ένα από τα είδη yoga που διδάσκονται κι ότι ανήκω στην κατηγορία των θεατών που έχουν λατρέψει αυτή την πρακτική. Το ζήτημα όμως είναι ότι ως έργο μου φάνηκε απολαυστικό γιατί συνεχώς ανέτρεχα σε προσωπικά μου βιώματα κι όχι γιατί έπαιρνα πράγματα από την ίδια την ταινία.
Το κακό με την συγκεκριμένη προσέγγιση, είναι ότι εστιάζει περισσότερο στην παρουσίαση ευφάνταστων εικόνων ευλυγισίας και δεν στέκεται τόσο στην φιλοσοφία της yoga καθεαυτής. Με άλλα λόγια, τα όσα πήρα από τα δυο μου πρώτα μαθήματα καθαρής πρακτικής, κι όχι θεωρίας, της yoga, το συγκεκριμένο ντοκιμαντέρ δεν κατάφερε να μου τα περάσει στη μιάμιση ώρα που διαρκεί. Έτσι, ένας κοινός θεατής, θα γίνει, απλώς, μάρτυρας ενός ανθρώπου που μπορεί και περιστρέφει το σώμα του σαν δαιμονισμένος κι ένας έμπειρος/μαθητής-της-yoga θεατής, δεν θα φύγει πλήρης μετά την θέασή της.
Εν ολίγοις, αν οι προσδοκίες σας είναι να κατανοήσετε τι εστί yoga μέσω μιας ταινίας, δεν πιστεύω πως η συγκεκριμένη αποτελεί την καταλληλότερη επιλογή, ούτε ότι έχει την δυνατότητα ν' απαντήσει στα ερωτήματά σας, παρά μόνο επιφανειακά. Αν πάλι, ασχολείστε με αυτό το υπέροχο κράμα φιλοσοφίας και κινησιολογίας, που αναζωογονεί σώμα και πνεύμα, θα σας πρότεινα να την δείτε μόνο και μόνο γιατί έχει κάποια ντοκουμέντα του Krishnamacharya, του Krishna Pattabhi Jois, κ.α. που σε κάνουν να θαυμάσεις την άρτια τεχνική και την ταχύτητα εκτέλεσης διαφόρων vinyāsas κι āsanas.

Βαθμολογία: 2/5

Τα σχετικά
Γερμανικό ντοκιμαντέρ του 2011, σε σκηνοθεσία του Jan Schmidt-Garre, διάρκειας 100 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Jan Schmidt-Garre, Tirumalai Krishnamacharya, Krishna Pattabhi Jois, Bellur Krishnamachar Sundararaja Iyengar και Sri T. K. Sribhashyam.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

(2012) Επιχείρηση: Argo

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: Argo


Η υπόθεση
Στις 4 Νοεμβρίου του 1979, μια ομάδα επαναστατημένων Ιρανών εισβάλλει στην Αμερικάνικη πρεσβεία της Τεχεράνης και πιάνει ομήρους πάνω από πενήντα Αμερικανούς. Ωστόσο, έξι άτομα καταφέρνουν να δραπετεύσουν και να βρουν καταφύγιο στο σπίτι του Καναδού πρέσβη. 69 μέρες μετά το περιστατικό αυτό, η C.I.A., με την βοήθεια του ειδικού στις φυγαδεύσεις, Tony Mendez (Ben Affleck), θα καταστρώσει ένα απίστευτο σχέδιο σωτηρίας, σύμφωνα με το οποίο οι έξι δραπέτες είναι μέλη του κινηματογραφικού συνεργείου που ερευνά τον τόπο που θα γίνουν τα γυρίσματα μιας ταινίας με το όνομα "Argo". Το παράτολμο αυτό σχέδιο, αποτελεί την μόνη ελπίδα σωτηρίας των ανθρώπων αυτών κι η πιθανότητα να πετύχει η επιχείρηση, εξαρτάται από τον βαθμό που θα πιστέψει η κοινή γνώμη, αλλά κι οι ίδιοι οι δραπέτες, το απίστευτο σενάριο.

Η κριτική
Η "Επιχείρηση: Argo" ανήκει στην κατηγορία των ταινιών δράσης που σε κάνουν να γελάσεις, ν' αγωνιάς για την εξέλιξή της, αλλά και να θαυμάσεις το μεγαλείο της φαντασίας ενός ανθρώπινου μυαλού. Όλα τα παραπάνω, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η ιστορία της βασίζεται στα πραγματικά γεγονότα που έλαβαν χώρα στα πλαίσια της Ιρανικής επανάστασης του 1979, συνιστούν μια ταινία που χειρίζεται αριστουργηματικά το στοιχείο της περιπέτειας και που δικαίως έχει διεκδικήσει τόσες υποψηφιότητες.
Η αλήθεια είναι ότι η συγκεκριμένη ταινία, κάλλιστα μπορεί ν' αποτελέσει αντικείμενο διαμάχης ανάμεσα στο φιλο-αμερικάνικο κοινό, αλλά και σε όσους θα βιαστούν να την κατηγορήσουν για προβολή της "καλής Αμερικής". Όπως επίσης, σίγουρα υπάρχουν ανακρίβειες ιστορικές, καθώς δεν μιλάμε για κάποιο ντοκιμαντέρ, αλλά για μια ταινία που βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα. Παρόλα αυτά, όμως, επειδή στο σύνολό του, αυτό που παρουσιάζει είναι τόσο άρτια δεμένο, δεν θα σταθώ στις όποιες ανακρίβειες.
Το έργο, ξεκινά με διάφορα σκίτσα κι ασπρόμαυρα βίντεο/ντοκουμέντα κι ένας αφηγητής αναλαμβάνει να εισάγει τον θεατή στην υπόθεση. Η επιλογή να μπλεχτούν τα σκίτσα, που μοιάζουν σε απίστευτο βαθμό με αυτά που θα ετοιμαστούν για την ταινία, με τα βίντεο/ντοκουμέντα, προϊδεάζουν τον θεατή για μια εκπληκτική συνέχεια, καθώς ο σκηνοθέτης κάνει σαφές ότι πρόκειται να μπλέξει φαντασία και πραγματικότητα, για να καταφέρει να σώσει τους ήρωές του. Σ' αυτό το εισαγωγικό σημείο, όμως, αξίζει να σταθούμε και γι' ακόμη έναν λόγο. Ο Affleck, στο γρήγορο πέρασμα που κάνει στα ιστορικά γεγονότα που οδήγησαν στην αιχμαλωσία των ανθρώπων που βρίσκονταν στην πρεσβεία, δεν παρουσιάζει την Αμερική ως το θύμα της όλης υπόθεσης, αλλά της αποδίδει τις όποιες ευθύνες έχει για την κατάσταση στην οποία βρισκόταν ο λαός του Ιράν.
Επίσης, κατά τη διάρκεια της ταινίας, αξιοπρόσεκτη είναι κι η δουλειά που έχει γίνει για ν' αναπαρασταθεί με πιστότητα η εποχή που διαδραματίστηκαν τα γεγονότα. Δεν είναι μονάχα ο χώρος, τα κοστούμια, τ' αντικείμενα εποχής ή τα ντοκουμέντα, που έχουν φροντίσει να συμπεριλάβουν στην δημιουργία του έργου, αλλά παράλληλα, ακόμα κι ο τρόπος που κινούνται και μιλούν οι ηθοποιοί, παραπέμπει στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Αξίζει όμως, ν' αναφέρω ότι επειδή κινείται αρκετά στον χώρο των κινηματογραφικών παραγωγών, όσοι έχουν προλάβει την συγκεκριμένη δεκαετία, σίγουρα θα νιώσουν ένα αίσθημα νοσταλγίας.
Από υποκριτικής πλευράς, δεν υπάρχει κανένα ψεγάδι. Ακόμα κι ο Ben Affleck, που είναι ο πιο αδύναμος όλων, δίνει μια υπέροχη ερμηνεία, που δεν αφήνει περιθώρια για σχολιασμούς. Σε επίπεδο σκηνοθεσίας, νομίζω ότι είναι όσο αρτιότερη γίνεται, καθώς οι δυο ώρες που διαρκεί κυλάνε αβίαστα και κατά τη διάρκειά της, θα σας κάνει να γελάσετε με την καρδιά σας, αλλά και να βουλιάξετε στο κάθισμά σας, έχοντας πεθάνει από την αγωνία για το αν τελικά θα καταφέρουν να διαφύγουν οι ήρωες ή όχι. Από απόψεως φωτογραφίας, τέλος, είναι εξίσου εκπληκτική.
Έχοντας σαν βάση μια πραγματική ιστορία που ακόμα και σαν σενάριο ταινίας φαντάζει τρελή και μια παραγωγή δουλεμένη μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια, ο Ben Affleck αποδεικνύει γι' ακόμα μια φορά πόσο ικανός είναι πίσω από τις κάμερες. Αν σας αρέσουν οι ταινίες που αναφέρονται σε μια παλαιότερη εποχή ή θαυμάζετε τις εύστροφες και καλές περιπέτειες, προτείνεται ανεπιφύλακτα.

Βαθμολογία: 4/5

Τα σχετικά
Αμερικάνικη περιπέτεια του 2012, βασισμένη σε άρθρο του Joshuah Bearman, σε σενάριο του Chris Terrio και σκηνοθεσία του Ben Affleck, διάρκειας 120 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Ben Affleck, John Goodman, Alan Arkin, Bryan Cranston, Victor Garber, Tate Donovan, Christopher Denham, Clea DuVall, Scoot McNairy, Kerry Bishé και Rory Cochrane.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

7 Ιανουαρίου 2013

(2012) Πίσω από τους λόφους

Πρωτότυπος τίτλος: După dealuri
Αγγλικός τίτλος: Beyond the hills


Η υπόθεση
Η Alina (Cristina Flutur) κι η Voichiţa (Cosmina Stratan) γνωρίζονται από τα παιδικά τους χρόνια στ' ορφανοτροφείο κι έχουν αναπτύξει μια σχέση, σχεδόν, αδελφική. Η Alina, στα 19 της υιοθετήθηκε από μια οικογένεια και πλέον ζει κι εργάζεται μόνιμα στην Γερμανία. Η Voichiţa, από την άλλη, φεύγοντας από τ' ορφανοτροφείο, βρήκε την χαμένη της οικογένεια στο πρόσωπο του Θεού. Κάποια στιγμή, η Alina θα επιστρέψει στην Ρουμανία για να πάρει μαζί της τον μόνο άνθρωπο που αγάπησε πραγματικά στην ζωή της, την Voichiţa. Η Voichiţa, όμως, θεωρεί πια οικογένειά της το μοναστήρι και διστάζει να κάνει μια νέα αρχή με την καρδιακή της φίλη. Μ' αυτόν τον τρόπο, άθελά της, θέτει σε κίνδυνο την ζωή της ήδη άρρωστης Alina, καθώς ο Ηγούμενος (Valeriu Andriuţă) κι οι υπόλοιπες μοναχές, βλέπουν στο πρόσωπο της φιλοξενούμενης τον σατανά.

Η κριτική
Το "Πίσω από τους λόφους" είναι μια δραματική ταινία που επικεντρώνεται στον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η θρησκοληψία στις αναπτυσσόμενες, ακόμη, βαλκανικές χώρες. Βασιζόμενος σε δυο βιβλία που πραγματεύονται την πραγματική ιστορία μιας τελετής εξορκισμού έξω από το Βουκουρέστι, η οποία συγκλόνισε την ρουμάνικη κοινωνία, ο Cristian Mungiu, έχει δημιουργήσει μια ταινία που αναδεικνύει τα όρια του ενδιαφέροντος και της αδιαφορίας, αλλά και της πίστης με την τυφλή υποταγή στις γραφές.
Στην ιστορία γνωρίζουμε ως κεντρικά πρόσωπα δυο φίλες, που τρέφουν μεγάλη αγάπη η μια για την άλλη. Παρόλα αυτά, οι δρόμοι που έχουν επιλέξει ν' ακολουθήσουν, διαφέρουν κατά πολύ. Όταν λοιπόν η Alina επισκεφτεί την Voichiţa, με σκοπό να μην την αποχωριστεί ποτέ ξανά, θα δημιουργηθούν πολλά προβλήματα στις ζωές των δυο γυναικών. Αν και κατά τη διάρκεια της ταινίας, δεν μας δίνονται πολλές πληροφορίες για την ζωή της μοναχής Voichiţa, μαθαίνουμε πως η Alina, κατέληξε στ' ορφανοτροφείο μετά από μια δραματική εμπειρία κι ότι κατά τη διάρκεια της ζωής της έχει αναπτύξει τάσεις κακοποίησης του εαυτού της κι αυτοκτονίας. Η κατεστραμμένη της ψυχολογία, σε συνδυασμό με την μετανάστευσή της στην Γερμανία και τον πυρετό, που την οδηγεί σε κρίσεις, κάνουν τους ανθρώπους της μονής να πιστέψουν ότι η Alina είναι δαιμονισμένη.
Βέβαια, εκτός από την φερόμενη ως κεντρική θεματολογία της θρησκείας, οι επισκέψεις της Ηγουμένης (Dana Tapalagă) και της Voichiţa στ' ορφανοτροφείο, η επίσκεψη της γυναίκας που υιοθέτησε την Alina στο μοναστήρι, η παρουσία του πλήρως άβουλου αδελφού της Alina κι η αδιαφορία του θρησκόληπτου γιατρού, που αναλαμβάνει την θεραπεία της Alina κατά την νοσηλεία της στο κρατικό νοσοκομείο, δείχνουν εμφανώς τα σημάδια μιας ετοιμόρροπης κοινωνίας που με την έλλειψη ενδιαφέροντος που δείχνει στους αβοήθητους πολίτες της, τους δίνει ως μόνες διεξόδους την απόσυρση από τα εγκόσμια, ή την τυφλή πίστη στον Θεό, και την μετανάστευση.
Χρησιμοποιώντας λοιπόν, ως βάση, τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί, μέσα σ' αυτό το σύστημα, η ορθόδοξη εκκλησία, ο Mungiu, δημιουργεί μια ταινία 2.30 ωρών, η οποία με αργούς ρυθμούς, ξεδιπλώνει, ουσιαστικά, την ιστορία της Voichiţa, την οποία θα δούμε να περνά, σταδιακά, από την απόλυτη και τυφλή υπακοή στους κανόνες της εκκλησίας, στην αμφιβολία, καθώς η νέα της οικογένεια, βλάπτει την αγαπημένη της Alina. Η ιδιαιτερότητα της συγκεκριμένης ταινίας και παράλληλα η αρμονία που υπάρχει ανάμεσα στους ρυθμούς εξέλιξης της ιστορίας και την απλότητά της, είναι ότι ο σκηνοθέτης της, μόνο στο τέλος παίρνει σαφή θέση απέναντι στα "πιστεύω" της εκκλησίας και κατά τη διάρκεια των 2 ωρών της, παρουσιάζει σε λογικά πλαίσια τον παραλογισμό με τον οποίο δρα ορισμένες φορές αυτή η κοινότητα.
Έχοντας λοιπόν, ένα πολύ ενδιαφέρον θέμα, που μπορεί να συναντήσουμε και στην σημερινή ελληνική κοινωνία, εκπληκτικές ερμηνείες και μια υπέροχη, λιτή, σκηνοθετική γραμμή, η ταινία αποτελεί μια από τις καλύτερες προτάσεις για το σινεφίλ κοινό κι ιδιαίτερα για τους λάτρεις του βαλκανικού κινηματογράφου. Επίσης, για όσους βρίσκουν ενδιαφέρουσα μια ταινία που πραγματεύεται την έννοια της θρησκείας, αλλά και του εξορκισμού, με δραματικό τρόπο, προτείνεται ανεπιφύλακτα, καθώς η διάρκειά της, μόνο κουραστική δεν είναι.

Βαθμολογία: 3,5/5

Τα σχετικά
Ρουμάνικο δράμα του 2012, βασιζόμενο σε βιβλία της Tatiana Niculescu, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Cristian Mungiu, διάρκειας 150 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Cosmina Stratan, Cristina Flutur, Valeriu Andriuţă και Dana Tapalagă.

Οι σύνδεσμοι
Imdb