6 Μαρτίου 2013

(2012) Το πρόσωπο της ομίχλης

Πρωτότυπος τίτλος: В тумане (V tumane)
Αγγλικός τίτλος: In the fog


Η υπόθεση
Στην Σοβιετική Ένωση του 1942, ενώ η χώρα βρίσκεται υπό γερμανική κατοχή, δυο μέλη της αντίστασης, επισκέπτονται το σπίτι της οικογένειας του Sushenya (Vladimir Svirskiy) και παίρνουν μαζί τους τον νεαρό άντρα, με σκοπό να τον σκοτώσουν ως τιμωρία για την προδοσία που πιστεύεται ότι διέπραξε και που οδήγησε στην κρεμάλα τους τρεις αντιστασιακούς συνεργάτες του. Λίγο πριν την δολοφονία του όμως, οι τρεις άντρες δέχονται επίθεση με αποτέλεσμα τον τραυματισμό του Burov (Vladislav Abashin) κι ο Sushenya, με την συνοδεία του Voitik (Sergei Kolesov), θα πάρει την απόφαση να μεταφέρει τον μισο-πεθαμένο Burov εκεί που θα του ζητηθεί.

Η κριτική
Ο Sergei Loznitsa στηριζόμενος σε ένα ιστορικό μυθιστόρημα του Vasili Bykov, στην δεύτερη ταινία μυθοπλασίας που σκηνοθετεί, αποπειράται ν' αποδώσει όσο το δυνατόν πιστότερα το ηθικό δράμα που βίωσαν οι απλοί άνθρωποι που έζησαν την βιαιότητα της γερμανικής κατοχής.
Επιλέγοντας ως ήρωες τρεις άκρως διαφορετικούς χαρακτήρες, των οποίων τις ιστορίες θα δούμε να παρεμβάλλονται με την μορφή ιντερλούδιου κατά την διάρκεια εξέλιξης της πλοκής, εμπλουτίζοντας τοιουτοτρόπως την μακρόσυρτη πορεία των ηρώων προς μια "άγνωστη" κατεύθυνση, ο Loznitsa προσπαθεί να αναδείξει όλες τις ανθρώπινες φιγούρες που συμμετείχαν ενεργά ή μη στον αγώνα των αντιστασιακών.
Ως κεντρικό ήρωα έτσι, γνωρίζουμε τον Sushenya, έναν άντρα που έχει αδικηθεί από τον περίγυρό του, αλλά κι από τον ίδιο του τον εαυτό, ο οποίος σταδιακά οδεύει προς την αγιοποίησή του, καθώς το ηθικό του σθένος ξεπερνά το έμφυτο ένστικτο της επιβίωσης και τον υποχρεώνει να κρατήσει έναν ακέραιο χαρακτήρα ακόμα κι απέναντι σε έναν άνθρωπο που πρόθυμα θα τον θανάτωνε. Έπειτα παρουσιάζεται ο χαρακτήρας του Burov, ενός αντιστασιακού, που αρνείται ν' αφήσει την πατρίδα του στα χέρια ανάξιων ανδρών, χωρίς έστω να δώσει τον δικό του αγώνα να υπερασπιστεί αυτά που ανήκουν στον λαό του και τέλος, μας συστήνεται ο Voitik, ένα εγωκεντρικό πλάσμα που δίνει την αίσθηση ότι τυχαία βρέθηκε να υπηρετεί την αντίσταση.
Μέσα από την συνάντηση των τριών αυτών ανδρών και την πορεία τους στα ομιχλώδη δάση των δυτικών συνόρων της Σοβιετικής Ένωσης, ερχόμαστε αντιμέτωποι με μια προσπάθεια απεικόνισης της εμπόλεμης υπαίθρου, μέσα από ένα θρησκευτικό πρίσμα, στο οποίο ο πρωταγωνιστής προσομοιώνεται με τον Χριστό που εδώ, αντί να κουβαλά στον Γολγοθά του ένα σταυρό, κουβαλά με απαράμιλλη υπομονή τον παρ' ολίγον δολοφόνο του. Ταυτόχρονα όμως κι οι δυο αντάρτες μοιάζουν να αναπαριστούν τους δυο ληστές της Σταύρωσης.
Με την ιστορία του Burov να προηγείται, αυτή του Sushenya ν' ακολουθεί και του Voitik να κλείνει τον κύκλο των αναδρομών, είναι σαν να παρουσιάζεται στον θεατή η εικόνα της Σταύρωσης, όπου στην μέση βρίσκεται ο Μεσσίας, εκ δεξιών ο καλός κι εξ αριστερών ο κακός ληστής. Παρόλο το συμβολισμό της όμως, οι ρυθμοί της ταινίας είναι βασανιστικά αργοί, χωρίς παράλληλα η φωτογραφία της να εξισορροπεί στο ελάχιστο την αραιή αφηγηματική της, γεγονός που αφήνει τον θεατή να χαθεί στις σκέψεις του και δεν τον κρατά ενεργό κατά την διάρκειά της, κάνοντας έτσι την παραγωγή στο σύνολό της να μοιάζει ανούσια και ξεπερασμένη.
Για τους παραπάνω λόγους λοιπόν "Το πρόσωπο της ομίχλης" προτείνεται κυρίως στο φεστιβαλικό κοινό των κινηματογραφικών αιθουσών, καθώς δύσκολα θα εκτιμηθεί ακόμα κι από το εν γένει σινεφίλ κοινό.

Βαθμολογία: 1/5

Τα σχετικά
Ρώσικο δράμα του 2012, βασισμένο σε μυθιστόρημα του Vasili Bykov, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Sergei Loznitsa, διάρκειας 127 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Vladimir Svirskiy, Vladislav Abashin και Sergei Kolesov.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

(2013) Παρενέργειες

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: Side effects


Η υπόθεση
Μετά από τέσσερα χρόνια αναμονής, ο Martin Taylor (Channing Tatum) αποφυλακίζεται και ξανασμίγει με τη γυναίκα του, Emily (Rooney Mara). Η Emily όμως, αντί να πλέει σε πελάγη ευτυχίας, αποπειράται ανεπιτυχώς ν' αυτοκτονήσει, γνωρίζοντας έτσι τον ψυχίατρο Jonathan Banks (Jude Law), με τον οποίο ξεκινά θεραπεία για την καταπολέμηση της κατάθλιψής της. Έπειτα από διάφορες αγωγές, η Emily καταλήγει σ' ένα νέο αντικαταθλιπτικό, το Ablixa, το οποίο μοιάζει να έχει θαυματουργή επίδραση στην διάθεσή της. Οι παρενέργειες όμως δεν θ' αργήσουν να κάνουν την εμφάνισή τους, καθώς η Emily ξεκινά να υπνοβατεί, δολοφονώντας τον άντρα της σε ένα από τα περιστατικά υπνοβασίας. Πού όμως θα πρέπει ν' αποδοθούν οι ευθύνες;

Η κριτική
Σε μια περίοδο όπου τα θρίλερ έχουν αρχίσει να ανακυκλώνονται, αναπαράγοντας συνεχώς τα ίδια και τα ίδια, ο Steven Soderbergh σε συνεργασία με τον Scott Z. Burns, αναλαμβάνουν να δημιουργήσουν μια πρωτότυπη και εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ταινία του είδους, που θυμίζει σε κάποια σημεία της παλιό και συνεπώς καλό φιλμ νουάρ. Παίζοντας με διάφορες θεματικές, οι δημιουργοί της καταπιάνονται με τον χώρο της ψυχολογίας, και πιο συγκεκριμένα τα συνεχώς αυξανόμενα κρούσματα κατάθλιψης, και στην συνέχεια προσεγγίζουν τον σχετικά "παρθένο", αλλά πολύ αξιόλογο για εξερεύνηση, χώρο των φαρμακοβιομηχανιών.
Ξεκινώντας λοιπόν με μια σκηνή φόνου, μετά την οποία ο θεατής θα γυρίσει τρεις μήνες πίσω για να παρακολουθήσει το χρονικό που οδήγησε σ' αυτή τη στιγμή, ο Soderbergh κάνει μια εξαίρετη αρχή, κερδίζοντας το κινηματογραφικό κοινό από το πρώτο λεπτό. Χωρίς να γίνεται χρήση υπερβολών, η περιέργεια εξάπτεται κι έπειτα ο χρόνος που προσφέρεται στην προβολή των γεγονότων που έλαβαν χώρα στο προαναφερθέν διάστημα, αρκεί για την προβολή των απολύτως απαραίτητων, χωρίς επομένως να προλαβαίνει να κουράσει με εξηγήσεις και να χάσει το βλέμμα του θεατή πριν ξεκινήσει το πραγματικό θρίλερ.
Χρησιμοποιώντας ως αφετηρία την ανθρώπινη ψυχοσύνθεση, την οποία αποπειράται να παρουσιάσει όσο το δυνατόν ορθότερα, και την κατάθλιψη που εξαπλώνεται σε ολοένα και περισσότερους ανθρώπους του δυτικού κόσμου, πετυχαίνει να στήσει όμορφα τις βάσεις για το πέρασμα στον βρώμικο κόσμο των φαρμακοβιομηχανιών, γλιστρώντας ανεπαίσθητα από το ένα θέμα στο άλλο. Η παρουσίαση των ηρώων και των εξιλαστήριων θυμάτων που σε κάνουν ν' αμφιβάλλεις για τις προθέσεις του καθενός ωστόσο, δεν περιορίζονται μονάχα στον συγκεκριμένο χώρο αλλά αντικατοπτρίζουν όλον τον επιχειρηματικό κόσμο των μεγάλων κερδών και των αρρωστημένων παιχνιδιών συμφέροντος.
Έτσι επομένως έχουμε την συνταγή για ένα φαινομενικά διαφορετικό φιλμ, του οποίου η επιτυχία εξαρτάται, εκτός των άλλων, κι από την ερμηνευτική του πλαισίωση. Οι επιλογές λοιπόν της Rooney Mara και του Jude Law σε πρωταγωνιστικούς ρόλους είναι καίριας σημασίας κι αποδεικνύονται οι καταλληλότερες, καθώς κι οι δυο ανταποκρίνονται έξοχα στις απαιτήσεις των χαρακτήρων που ενσαρκώνουν. Οι Channing Tatum και Catherine Zeta-Jones επίσης, είναι εξίσου ικανοποιητικοί στους δευτερεύοντες ρόλους τους. Παράλληλα η φωτογραφία κι η μουσική επένδυση, αν και δεν κάνουν ιδιαίτερη αίσθηση, συμπληρώνουν αρμονικά το υπόλοιπο σύνολο.
Αν λοιπόν είστε λάτρεις των καλών θρίλερ ή των ταινιών που εστιάζουν στην ανθρώπινη ψυχοσύνθεση, οι "Παρενέργειες" αποτελούν μια αναπάντεχα καλή πρόταση για εσάς, καθώς σκηνοθετικά, ερμηνευτικά και χρονικά αποτελεί μια προσεγμένη παραγωγή που καταφέρνει ν' ανταποκριθεί στις προσδοκίες των θεατών της.

Βαθμολογία: 3/5

Τα σχετικά
Αμερικάνικο θρίλερ του 2013, σε σενάριο του Scott Z. Burns και σκηνοθεσία του Steven Soderbergh, διάρκειας 106 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Rooney Mara, Jude Law, Catherine Zeta-Jones και Channing Tatum.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

5 Μαρτίου 2013

(2012) Κατερίνα Γώγου: Για την αποκατάσταση του μαύρου

Πρωτότυπος τίτλος: Κατερίνα Γώγου: Για την αποκατάσταση του μαύρου
Αγγλικός τίτλος: Katerina Gogou: Reinstating the dark side


Η υπόθεση
Η Κατερίνα Γώγου γεννήθηκε το 1940. Στην αρχή της καριέρας της ασχολήθηκε με την υποκριτική κι έπειτα κυρίως με την συγγραφή αντισυμβατικών ποιημάτων που αναφέρονταν πάντα στους αντι-ήρωες των Εξαρχείων και των γύρω περιοχών. Λίγο καιρό πριν αυτοκτονήσει, μπλέκει στον κόσμο των ναρκωτικών και σήμερα, μαζί με τον Παύλο Σιδηρόπουλο και τον Νικόλα Άσιμο θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα ροκ είδωλα της ασυμβίβαστης γενιάς.

Η κριτική
Η Κατερίνα Γώγου είναι αδιαμφισβήτητα ένα από τα σημαντικότερα ροκ είδωλα που έζησαν κι επηρεάστηκαν βαθειά από τις κοινωνικο-πολιτικές αναταράξεις της Ελλάδας της περιόδου του 1960-1980, αφήνοντας πίσω της ένα σημαντικό όγκο ποιημάτων, στα οποία εκφράζει τον πόνο των αδυνάτων με έναν τρόπο άκρως αντισυμβατικό και ταυτόχρονα απόλυτα ποιητικό.
Αρκετά από τα ποιήματά της έχουν μελοποιηθεί από σημαντικούς καλλιτέχνες της εναλλακτικής μουσικής σκηνής κι η ίδια διεκδικεί τον σεβασμό, αλλά και τον θαυμασμό διεθνώς αναγνωρισμένων Ελλήνων, και μη, ποιητών. Ακόμα κι αν τ' όνομά της δεν είναι τόσο γνωστό στο ευρύ κοινό, όσο τα ονόματα άλλων ηρώων της ασυμβίβαστης γενιάς, τα ποιήματά της, το τελευταίο διάστημα, διαδίδονται όλο και περισσότερο στην νεολαία της κρίσης, αυξάνοντας το ενδιαφέρον τους να γνωρίσουν το πρόσωπο πίσω από τις λέξεις.
Για πολλούς βέβαια, το όνομα της Κατερίνας Γώγου δεν σημαίνει κάτι περισσότερο από μια ανάλαφρη και ζωηρή παρουσία στις ελληνικές ταινίες της δεκαετίας του '60, που έχει μείνει στην ιστορία για την φράση της: "Εγώ κοιτούσα την Γιαδικιάρογλου, που κοιτούσε την Πετροπούλου, που κοιτούσε την Πετροβασίλη". Αυτή η γλυκιά ύπαρξη όμως, είναι η ίδια γυναίκα που πρωταγωνιστεί στο "Βαρύ πεπόνι", στην "Παραγγελιά" και στο "Όστρια: Το τέλος του παιχνιδιού".
Όπως και να την έχει γνωρίσει βέβαια ο καθένας, η Γώγου των δευτερευόντων κωμικών ρόλων κι η Γώγου των πρωταγωνιστικών ρόλων και των αντισυμβατικών ποιημάτων δεν παύουν να είναι το ίδιο πρόσωπο κι αυτό αποπειράται να παρουσιάσει μέσα απ' αυτό το ντοκιμαντέρ, ο Αντώνης Μποσκοΐτης. Το ζήτημα όμως είναι ότι σαν αποτέλεσμα, το έργο του Μποσκοΐτη πλησιάζει περισσότερο σ' αυτό που θα χαρακτήριζε κάποιος "αφιέρωμα για ένα περιορισμένο κοινό" απ' ό,τι σ' ένα ντοκιμαντέρ που καταφέρνει να παρουσιάσει σφαιρικά την πολύπλευρη προσωπικότητά της.
Μέσω αποσπασμάτων από ταινίες στις οποίες συμμετέχει και πρωταγωνιστεί, σπάνιων ντοκουμέντων στα οποία την βλέπουμε να κινείται και να αλληλεπιδρά με τους γύρω της, μαρτυριών από άτομα που διασταυρώθηκαν απλώς οι δρόμοι τους ή μοιράστηκαν μαζί της ένα μέρος της ζωής τους, αναγνώσεων σημαντικών ποιημάτων της και εξιστόρηση των κοινωνικών αναταράξεων στις οποίες συμμετείχε ενεργά η ίδια, γίνεται μια προσπάθεια να δοθεί μια εικόνα του φαινομένου που ακούει στ' όνομα Γώγου. Δυστυχώς όμως, η έλλειψη γραμμικότητας, αλλά κι η ανεξήγητη παραβολή διάφορων δρώμενων με την Λουκία Μιχαλοπούλου να ενσαρκώνει την Κατερίνα Γώγου, η οποία ερμηνευτικά αξίζει ν' αναφερθεί ότι είναι εκπληκτική, συμβάλλουν στην δημιουργία μιας θολής εικόνας που περισσότερο μπερδεύει, παρά αναδεικνύει την προσωπικότητα της κεντρικής ηρωίδας.
Έτσι λοιπόν, το ασπρόμαυρο αυτό αφιέρωμα απευθύνεται αποκλειστικά σε όσους ήδη γνωρίζουν ποιά και τί ήταν η Κατερίνα Γώγου κι αναζητούν αφορμή να ξαναέρθουν, έστω και για λίγο, σ' επαφή με την ίδια και το έργο της.

Βαθμολογία: 1,5/5

Τα σχετικά
Ελληνικό ντοκιμαντέρ του 2012, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Αντώνη Μποσκοΐτη, διάρκειας 67 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Κατερίνα Γώγου, Λουκία Μιχαλοπούλου, Γιώργο Κορδέλα, Νάνο Βαλαωρίτη, Λένα Πλάτωνος, Βασίλη Παπακωνσταντίνου, Αντώνη Καφετζόπουλο, Όλια Λαζαρίδου, Εύα Κουμαριανού, Μαρία Λαγγουρέλη, Αντρέα Θωμόπουλο και Νίκο Καλογερόπουλο.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

4 Μαρτίου 2013

(2012) Χαμένος παράδεισος

Πρωτότυπος τίτλος: Tabu
Ελληνικός τίτλος στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης του 2012: Σαν σε όνειρο


Η υπόθεση
Η Pilar (Teresa Madruga) είναι μια καλοκάγαθη γυναίκα που προσπαθεί συνεχώς να φαίνεται χρήσιμη, αλλά και να χαροποιεί, τους ανθρώπους που την περιβάλλουν. Η κύρια έννοια της Pilar όμως, είναι η ηλικιωμένη γειτόνισσά της, η Aurora (Laura Soveral), η οποία φαίνεται να έχει χάσει τα λογικά της, είναι εξαρτημένη από τα τυχερά παιχνίδια κι έχει μια ιδιότυπη σχέση με την κόρη της. Όταν κάποια στιγμή η Aurora φτάσει κοντά στον θάνατο, θα ζητήσει από την Pilar και την υπηρέτριά της, την Santa (Isabel Muñoz Cardoso), να εντοπίσουν και να καλέσουν κοντά της έναν άγνωστο άνδρα που ακούει στ' όνομα Gian Luca Ventura (Henrique Espírito Santo), ο οποίος και θ' αφηγηθεί στις δυο γυναίκες την ιστορία του ίδιου και της Aurora.

Η κριτική
Η τρίτη μεγάλου μήκους ταινία του πολυτάλαντου Miguel Gomes αποδεικνύεται ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα για το σινεφίλ κοινό, καθώς μέσα από την αντιπαραβολή των δυο μερών στα οποία είναι χωρισμένη, παρουσιάζεται λιτά κι ωστόσο εξαίσια η διαφορά ανάμεσα στο σημερινό σουρεαλιστικό κόσμο στον οποίο κατοικούμε και σ' έναν παράδεισο που έχει παρέλθει κι έχει υπάρξει σ' έναν τόπο πολύ μακρινό και πολύ διαφορετικό απ' τον δικό μας.
Παραπέμποντας με τον τίτλο του στο ομώνυμο έργο ("Tabu") του F. W. Murnau, ο Gomes αποδίδει έναν φόρο τιμής στον μεγάλο Γερμανό δημιουργό, χρησιμοποιώντας όμως τις ενότητες του "Παραδείσου" και του "Χαμένου παραδείσου" με αντίστροφη σειρά απ' αυτή που προτιμά ο Murnau στην ταινία του 1931.
Ξεκινώντας με μια σουρεαλιστική προλογική σκηνή, την οποία παρακολουθεί η Pilar σε μια άδεια κινηματογραφική αίθουσα, ο Gomes, καταφέρνει μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα ν' αποδώσει τα κύρια στοιχεία του ψυχισμού αυτής της μεσήλικης γυναίκας, η οποία έχει επιλέξει ν' αναλάβει τον ρόλο ενός απλού παρατηρητή των ζωών των γύρω της. Με τον ίδιο μεστό τρόπο λοιπόν, ο σκηνοθέτης, συνεχίζει να παρουσιάζει έναν στυλιζαρισμένο και κουραστικό "Χαμένο παράδεισο" στην Λισαβόνα των Χριστουγέννων του 2010. Οι σκηνές μακρόσυρτες, ακαταλαβίστικες πολλές φορές, οι μονόλογοι τεράστιοι και κενοί, όπως κι η ζωή στα μεγάλα αστικά κέντρα κι ο θεατής προβληματισμένος και χαμένος στις δικές του σκέψεις να προσπαθεί να κατανοήσει τον λόγο και την εικόνα που παρακολουθεί.
Εκεί λοιπόν, είναι που κάνει την εμφάνισή του ο μυστηριώδης άνδρας από το παρελθόν της Aurora, ο Gian Luca Ventura, ο οποίος με την αφήγησή του θα δώσει χρώμα στην μουντή καθημερινότητα του σήμερα. Χωρίς το παραμικρό ίχνος διαλογικού μέρους, παρά μόνο με την voice off αφήγηση του Ventura, το κοινό θα κλιθεί να παρακολουθήσει μια ιστορία αγάπης, με διάρκεια όχι μεγαλύτερη του ενός έτους, η οποία άλλαξε σταδιακά τις ζωές και τις προσδοκίες των δυο εραστών.
Μέσω μιας εκπληκτικής σκηνοθεσίας, που χρησιμοποιεί το ανούσιο πρώτο μέρος ως "σκαλοπάτι" για ν' αναδείξει ακόμα περισσότερο το "παραδεισένιο" κι ωστόσο αληθοφανές δεύτερο μέρος της, ο "Χαμένος παράδεισος" καταφέρνει μέσα από την απλή εξιστόρηση μιας ανάμνησης, όμοια με ανάγνωση ενός λογοτεχνικού κειμένου, να παρασύρει τον θεατή σ' ένα υπέροχο ταξίδι που αναβιώνει ως ένα βαθμό την μαγεία που κρύβει η εικόνα του βωβού σινεμά. Σαν παιχνίδι ανάμεσα στο χτες και το σήμερα, τα δυο μέρη βρίσκονται σε συνεχή διάλογο, ωθώντας τον θεατή ν' ανατρέχει και ν' αναθεωρεί συνεχώς τα όσα έχει παρακολουθήσει κατά την διάρκεια του πρώτου μισού.
Συμπληρώνοντας επίσης την αφήγηση, με ήχους που προέρχονται από το φυσικό περιβάλλον ή με μουσικές που κάνουν τον θεατή ν' αναπολήσει περασμένες δεκαετίες, ο Miguel Gomes, κάνει το έργο του να μοιάζει πλήρες μέσα στην απλότητά του. Συνεπώς, ο "Χαμένος παράδεισος" αποτελεί μια ιδανική πρόταση για το σινεφίλ κοινό, που εκτιμά την άμεση και διαφορετική ματιά ενός εναλλακτικού σκηνοθέτη.

Βαθμολογία: 3/5

Τα σχετικά
Πορτογαλικό δράμα του 2012, σε σενάριο των Miguel Gomes και Mariana Ricardo και σκηνοθεσία του Miguel Gomes, διάρκειας 118 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Laura Soveral, Teresa Madruga, Isabel Muñoz Cardoso, Henrique Espírito Santo, Ana Moreira, Carloto Cotta, Manuel Mesquita και Ivo Müller.

Τα σχετικά

27 Φεβρουαρίου 2013

(2011) Man at sea

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: Man at sea


Η υπόθεση
Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του πετρελαιοφόρου Sea Voyager, ο καπετάνιος του Άλεξ (Aντώνης Καρυστινός) θα σώσει μια ομάδα νεαρών ναυαγών μουσουλμανικής καταγωγής, αγνοώντας τις εντολές που του δίνει από τον ασύρματο η ιδιοκτήτρια εταιρεία. Μετά από μια σειρά αποτυχημένων προσπαθειών να οδηγήσει σε στέρεο έδαφος τους φιλοξενούμενούς του και με την ένταση ανάμεσα στους "λαθρεπιβάτες" και το πλήρωμά του ν' αυξάνεται συνεχώς, ο Άλεξ βρίσκεται αντιμέτωπος με τις συνέπειες των πράξεών του, τον προ τετραετίας μυστηριώδη χαμό του γιου του και την σκιά του ίδιου του του εαυτού που υψώνεται απειλητικά απέναντί του.

Η κριτική
Η νέα ταινία του Κωνσταντίνου Γιάνναρη αποτελεί αδιαμφισβήτητα μια ιδιαίτερα αμφιλεγόμενη παραγωγή, καθώς πραγματεύεται μ' έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο το σοβαρό μεταναστευτικό πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι αναπτυγμένες χώρες και κυρίως η Ελλάδα. Μέσω ενός άκρατου συμβολισμού που αντιπροσωπεύει με μεγάλη πληρότητα την ισχύουσα κατάσταση, ο δημιουργός ωθεί τον θεατή του να φέρει στην επιφάνεια το ρατσιστικό θηρίο που κρύβει μέσα του, ν' αναγνωρίσει την ύπαρξή του και να πορευτεί μ' αυτό επιλέγοντας ο ίδιος την κατεύθυνση που θέλει ν' ακολουθήσει.
Κατά την έναρξη του έργου, ο θεατής βρίσκεται αντιμέτωπος με μια εικόνα ναυαγίου και με πολλούς νεαρούς μουσουλμάνους να θαλασσοπνίγονται, καθώς το πλοίο στο οποίο επέβαιναν έχει ναυαγήσει. Για καλή τους τύχη βέβαια, όσοι εκ των ναυαγών έχουν καταφέρει να επιβιώσουν διασώζονται από ένα πλοίο, του οποίου το πλήρωμα είναι, στην πλειοψηφία, του ελληνικής καταγωγής. Ο καπετάνιος, παραβαίνοντας τις απάνθρωπες εντολές της πλοιοκτήτριας εταιρείας που τον διατάσσει να μην τους ανεβάσει στο πλοίο, δρα με βάση την συνείδησή του, ελπίζοντας ότι θα καταφέρει γρήγορα να ξεφορτωθεί το "φορτίο" που με δική του ευθύνη αναλαμβάνει να μεταφέρει. Όσο όμως οι προσπάθειές του καταλήγουν στο κενό, τόσο αυξάνεται η απόγνωση των μελών του πληρώματος, αλλά και των "λαθραίων" επιβατών κι η σύγκρουση ανάμεσά τους δεν αργεί να έρθει.
Παραλληλίζοντας φανερά λοιπόν το βυθισμένο πλοίο με τις κατεστραμμένες μουσουλμανικές χώρες του Πακιστάν, του Αφγανιστάν, του Ιράν, του Ιράκ, κ.α. που έχουν αφήσει τους πολίτες τους να πνίγονται και το Sea Voyager με το ελληνικό κράτος που "απερίσκεπτα" δέχτηκε να βοηθήσει τους ανθρώπους αυτούς και τώρα δεν μπορεί να τους διώξει, γιατί κανένας άλλος δεν αναλαμβάνει να τους δεχτεί, ο Γιάνναρης απεικονίζει ρεαλιστικά το αδιέξοδο στο οποίο έχει βυθιστεί σταδιακά η χώρα κι εγείρει ερωτήματα φιλοσοφικά που αντιπαραθέτουν την έμφυτη ανάγκη για επιβίωση κι επικράτηση του ισχυρότερου και την ουμανιστική αντίληψη ότι όλοι είμαστε παιδιά ενός Θεού.
Χωρίς να ωραιοποιεί τις καταστάσεις, ο δημιουργός του "Man at sea" κάνει τον θεατή του να αισθανθεί άβολα με τον ίδιο του τον εαυτό, όταν τον ωθεί να λάβει θέση απέναντι στο ζήτημα αυτό, παρουσιάζοντάς του τα θύματα ως ανθρώπους με βούληση, που αντί να ευγνωμονούν τους σωτήρες τους, απαιτούν από εκείνους να τους βοηθήσουν να σωθούν και δυσανασχετούν όταν τους ανακοινώνεται ότι αντί της Ευρώπης το μέλλον τους πιθανώς και να είναι κάπου στην Αφρική. Και ταυτόχρονα αυτή η φωνή από τον ασύρματο που συνεχώς πιέζει τον πρωταγωνιστή να δώσει μια λύση στο πρόβλημα, πιέζει και τον θεατή να επιλέξει ανάμεσα στην καλή και την κακή του πλευρά, δημιουργώντας του έναν εκνευρισμό από τον οποίο είναι αδύνατον να ξεφύγει.
Η δευτερεύουσα ιστορία με την γυναίκα του καπετάνιου και τον χαμένο τους γιο, αν και προσωπικά μου φάνηκε περιττή κι αρκετά κουραστική, καθώς προσεγγίζεται με στυλιζαρισμένους διαλόγους, ενισχύει την εσωτερική σύγκρουση του πρωταγωνιστή και παρουσιάζει τα προσωπικά βάρη που φέρει, από τα οποία ο ίδιος έχει την ανάγκη να εξιλεωθεί.
Φέρνοντας στην επιφάνεια λοιπόν ερωτήματα που δεν είναι δυνατόν ν' απαντηθούν σ' ένα σύντομο χρονικό διάστημα, αλλά αποτελούν βορά για στοχασμό, το "Man at sea" αποτελεί μια ενδιαφέρουσα πρόταση για το σινεφίλ κοινό του ελληνικού κινηματογράφου, με έφεση σε ταινίες κοινωνικού περιεχομένου κι την ανάγκη ν' αποδεχτεί όλα τα κομμάτια που συντελούν την προσωπικότητά του.

Βαθμολογία: 2,5/5

Τα σχετικά
Ελληνικό δράμα του 2011, σε σενάρο και σκηνοθεσία του Κωνσταντίνου Γιάνναρη, διάρκειας 92 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές τους Aντώνη Καρυστινό, Θεοδώρα Τζήμου, Στάθη Παπαδόπουλο, Νίκο Τσουράκη, Κωνσταντίνο Αβαρικιώτη, Θανάση Ταταύλαλη, Κωνσταντίνο Σειραδάκη, Rahim Rahimi και Chalil Ali Zada.

Οι σύνδεσμοι

(2013) Όμορφα πλάσματα

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: Beautiful creatures


Η υπόθεση
O Ethan Wate (Alden Ehrenreich) είναι ένας νεαρός έφηβος που ονειρεύεται μια μέρα να καταφέρει να φύγει από την επαρχιακή πόλη όπου μεγάλωσε, το Gatlin, και να γυρίσει τον κόσμο. Ένα πρωί θα κάνει την εμφάνισή της, στην αίθουσα του σχολείου, η γοητευτική Lena Duchannes (Alice Englert), ανηψιά του μυστηριώδη Macon Ravenwood (Jeremy Irons) κι ο Ethan θα νιώσει αμέσως κάτι να τον τραβάει πάνω της σαν μαγνήτης. Στην προσπάθειά του να την προσεγγίσει και να την γνωρίσει, ανακαλύπτει ότι η Lena δεν είναι μια συνηθισμένη έφηβη, αλλά όπως όλη της η οικογένεια, έτσι κι εκείνη έχει υπερφυσικές δυνάμεις. Η ασυνήθιστη φύση της νεαρής κοπέλας, αντί να τρομοκρατήσει τον Ethan, τον ενθουσιάζει κι οι δυο τους ερωτεύονται παράφορα. Ο έρωτας όμως μιας "μάντισσας" κι ενός κοινού θνητού είναι καταραμένος και το πρόβλημα είναι ότι με την κατάρα αυτή να βαραίνει τις πλάτες της Lena, όταν θα κληθεί να υπηρετήσει την αλήθινή της φύση, στα 16α γενέθλια της, είναι σχεδόν απίθανο να κληθεί να υπηρετήσει το Φως αντί του Σκότους.

Η κριτική
Ακολουθώντας την ολοένα αυξανόμενη τάση κινηματογραφικών μεταφορών εφηβικών best seller, με στοιχεία μυθοπλασίας και ρομάντζου, ο Richard LaGravenese αποφασίζει να δώσει κι αυτός το στίγμα του γυρίζοντας την πρώτη ταινία από την δημοφιλή τετραλογία των Kami Garcia και Margaret Stohl, "Τα χρονικά των Κάστερ".
Ξεκινώντας όπως κάθε παρόμοια ταινία του είδους, οι δυο πρωταγωνιστές μοιάζει να είναι μοιραίο να συναντηθούν και να ερωτευτούν. Φυσικά από την ταινία δεν θα μπορούσε να απουσιάζει κι η ύπαρξη μιας ανώτερης δύναμης που καθιστά τον έρωτα των δυο αυτών νέων "απαγορευμένο", καθώς η συνύπαρξή τους μόνο κακές συνέπειες θα μπορούσε να έχει, τόσο για τους ίδιους, όσο και για τους γύρω τους. Επίσης τα κλασικά μοτίβα του καταπιεσμένου νέου που αποζητά την ευκαιρία ν' αποδράσει από τον μικρόκοσμό του, αλλά και της νεοφερμένης κοπέλας που αντιμετωπίζεται από τους συνομήλικους της ως κάτι το διαβολικό, δίνουν την αίσθηση ενός αναμασήματος, που βέβαια πολύ γρήγορα θα παραμεριστεί, αφού το αποτέλεσμα παρεκκλίνει πολύ από το αναμενόμενο.
Θέτοντας σε θέση ισχύος την γυναίκα κι αφήνοντας την μειονεκτική θέση για τον άντρα-κυνηγό, ο οποίος δεν παύει λόγω της κατωτερότητάς του να διεκδικεί αυτά που θέλει, οι συγγραφείς δημιουργούν μια όμορφη ισορροπία ανάμεσα στο αντρικό και το γυναικείο φύλο, απεικονίζοντας αρκετά ρεαλιστικά την σημερινή κοινωνία.
Παράλληλα βέβαια, μέσα απ' αυτήν την εφηβική ιστορία αγάπης, αρχίζει σταδιακά να ξεπροβάλλει το ηθικό δίλημμα ανάμεσα στο "καλό" και το "κακό", ένα δίλημμα που οι περισσότεροι ερχόμαστε αντιμέτωποι για πρώτη φορά στην εφηβεία μας και που ποτέ δεν σταματά να μας βασανίζει. Πάντα στην ζωή μας θα έρχεται η στιγμή της κρίσης στην οποία θ' αναγκαζόμαστε να παίξουμε τον ρόλο είτε του καλού, είτε του κακού και το αναπόφευκτο αυτής της κατάστασης, εμφανίζεται μέσα από την διαδικασία της Διεκδίκησης που πρόκειται να πραγματοποιηθεί κατά τα 16α γενέθλια της Lena.
Το σημαντικότερο όμως στοιχείο, είναι ότι οι έννοιες της ηθικής που προβάλλονται, δεν περνούν υποσυνείδητα στον θεατή, αλλά πρωτοστατούν στην πλοκή κι ο όρος "αγάπη" ξεπερνά τα τετριμμένα πλαίσια ενός ερωτικού δεσμού, περιγράφοντας κάτι πιο δυνατό, ανιδιοτελές, καθολικό κι αληθινό.
Από πλευράς ερμηνειών, οι συμμετοχές των Jeremy Irons, Emma Thompson, Viola Davis και Margo Martindale, προϊδεάζουν για κάτι ξεχωριστό, όπως επίσης κι οι δυο πρωτοεμφανιζόμενοι πρωταγωνιστές, χωρίς να συγκλονίζουν, ερμηνεύουν τους ρόλους τους μετρημένα και μεστά. Σκηνοθετικά επίσης, η αναπαράσταση της ιστορίας γίνεται πολύ σεμνά και με κάποια χιουμοριστική διάθεση, χωρίς ν' αφήνει έτσι περιθώρια γι' αρνητικές κριτικές. Όπως είναι αναμενόμενο δε, τα σκοτεινά χρώματα κυριαρχούν. Στα μειονεκτήματα βέβαια, ίσως να βρίσκονται τα ελαφρώς ψεύτικα εφέ της, τα οποία όμως χάνονται στο υπόλοιπο σύνολο.
Εν κατακλείδι λοιπόν, τα "Όμορφα πλάσματα" αποτελούν μια ευχάριστη έκπληξη των ταινιών του είδους που θα απολαύσουν οι φανατικοί. Στοχεύοντας, όπως όλες οι ταινίες αυτής της κατηγορίας, κατά κύριο λόγο στο εφηβικό κοινό, προτείνεται πρωτίστως σε άτομα νεαρής ηλικίας κι έπειτα ίσως κι οι λάτρεις των πιο ώριμων ταινιών μυθοπλασίας να την βρουν κάτι παραπάνω από ενδιαφέρουσα.

Βαθμολογία: 2,5/5

Τα σχετικά
Αμερικάνικο ρομαντικό δράμα του 2012, βασισμένο στο ομώνυμο βιβλίο των Kami Garcia και Margaret Stohl, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Richard LaGravenese, διάρκειας 124 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Alice Englert, Alden Ehrenreich, Jeremy Irons, Emma Thompson, Viola Davis, Margo Martindale και Emmy Rossum.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

(2012) Ξημέρωμα

Πρωτότυπος τίτλος: Agon


Η υπόθεση
Ο Saimir (Marvin Tafaj) κι ο Vini (Guliem Kotorri) είναι δυο αδελφοί από την Αλβανία, οι οποίοι έχουν έρθει στην Ελλάδα προς αναζήτηση ενός καλύτερου μέλλοντος. Ο Saimir έχοντας καταφέρει να βρει μια αξιοπρεπή δουλειά σ' ένα συνεργείο αυτοκινήτων κι όντας στα σκαριά ενός γάμου με την κόρη του ιδιοκτήτη μοιάζει να έχει πετύχει τ' όνειρό του. Για τον Vini όμως τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά, καθώς αρνείται να συμβιβαστεί με μια μίζερη ζωή κι αναζητά κάτι καλύτερο. Έτσι θα μπλεχτεί με την αλβανική μαφία της Θεσσαλονίκης, όπου θα γνωρίσει και θα ερωτευτεί την γυναίκα του αρχηγού της, κάτι που κρύβει πολλούς κινδύνους και για τους δυο αδελφούς.

Η κριτική
Το "Ξημέρωμα" αποτελεί την ιστορία δυο αδελφών από την Αλβανία, οι οποίοι έχουν έρθει στην Ελλάδα, διεκδικώντας με πολύ διαφορετικά μέσα μια καλύτερη ζωή. Ο Robert Budina, επιλέγοντας να τοποθετήσει μέσα στην ίδια οικογένεια και τους δυο τύπους του έντιμου Αλβανού μετανάστη, συνθέτει ένα δράμα, στο οποίο παρουσιάζεται το μεταναστευτικό πρόβλημα από μια πολύ διαφορετική κι ενδιαφέρουσα οπτική γωνία.
Αρχικά οι δυο πρωταγωνιστές της ταινίας, ανταποκρίνονται στους χαρακτήρες του έντιμου και δουλοπρεπή μετανάστη και του ανυπότακτου και μαχόμενου ονειροπόλου νέου. Ο Saimir, ο μεγαλύτερος αδελφός, έχει καταφέρει ν' αποκτήσει μια ήρεμη και φιλήσυχη ζωή στην Ελλάδα, καθώς έχει συμβιβαστεί πλήρως με τη δουλειά του μηχανικού στο συνεργείο αυτοκινήτων του μέλλοντα πεθερού του κι ετοιμάζεται να κάνει μια νέα αρχή, ως μέλος μιας οικογένειας Ελλήνων. Ο Vini από την άλλη, ο μικρός αδελφός, αποζητά μια ευκαιρία να ζήσει με πάθος την ζωή του κι αρνείται να υποταχθεί, όπως ο αδελφός του, σ' αυτούς που τον θεωρούν κατώτερο άνθρωπο και δεν του δείχνουν ούτε δείγμα σεβασμού.
Ο θεατής λοιπόν, μέσω των διαφορετικών επιλογών του καθενός, έχει την ευκαιρία να έρθει σ' επαφή τόσο με τον μετανάστη που έχει κατορθώσει να γίνει αποδεκτός από τον περίγυρό του, βρισκόμενος όμως σε συνεχή σύγκρουση με τον ίδιο του τον εαυτό και τις ρίζες του, όσο και με τον μετανάστη που δεχόμενος την αρνητική στάση των γύρω του, καταλήγει ν' αντιδράσει βίαια κι ανάρμοστα, όμως πλήρως δικαιολογημένα, απέναντι στο χέρι που τον ταΐζει.
Σημαντικό ρόλο στην υπόθεση όμως, παίζει και η εμφάνιση της αλβανικής μαφίας, στην οποία καταλήγει να μπλεχτεί άθελά του ο νεαρός Vini. Αν κι ο δημιουργός της δεν εστιάζει τόσο στο πρόβλημα που αποτελεί το κύκλωμα αυτό τόσο για την αλβανική, όσο και για την ελληνική κοινότητα της βορείου Ελλάδος, αλλά την χρησιμοποιεί ως μέσο για να προωθήσει την πλοκή και να μετατρέψει το κοινωνικό δράμα σε μελοδραματική ιστορία αγάπης, η αναφορά και μόνο στα εγκλήματα που διαπράττονται από την συγκεκριμένη κατηγορία ανθρώπων, αρκεί για να γίνει εμφανής η διαφορά ανάμεσα σ' αυτούς που έχουν δημιουργήσει το άσχημο όνομα στους Αλβανούς μετανάστες και σ' αυτούς που υπομένουν τις συνέπειες του ονόματος αυτού.
Σε γενικές γραμμές λοιπόν, το έργο παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον καθώς δίνει την ευκαιρία στην άλλη πλευρά να εκφράσει πώς αντιλαμβάνεται εκείνη, την προβληματική συνύπαρξη των δυο γειτονικών λαών. Χωρίς να δίνεται βάρος στον ρατσισμό με τον οποίο αντιμετωπίζουν οι Έλληνες τους ξένους, αλλά εστιάζοντας στον τρόπο που αντιμετωπίζει την συμπεριφορά αυτή ο κάθε ήρωας χωριστά, η ταινία μοιάζει να έχει όλα τα εφόδια να εκφράσει σφαιρικά την ισχύουσα κατάσταση. Δυστυχώς όμως, η εξέλιξη της ιστορίας σε μελόδραμα, καταφέρνει ν' ακυρώσει τις καλές κοινωνικές της βάσεις, καθώς δίνει την αίσθηση ότι χρησιμοποιεί το πρόβλημα των μεταναστών απλώς για ν' αναπτύξει μια ιστορία που θα εκβιάσει το συναίσθημα του κοινού, ξεπερνώντας τα όρια του υπερβολικού. Παρά λοιπόν τις καλές προδιαγραφές του, αλλά και τους ικανούς ηθοποιούς που το στελεχώνουν, το "Ξημέρωμα" δεν είναι κάτι περισσότερο από μια μέτρια βαλκανική παραγωγή που χάνεται στις εναλλαγές του ύφους της.

Βαθμολογία: 2/5

Τα σχετικά
Αλβανικό δράμα του 2012, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Robert Budina, διάρκειας 106 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές τους Guliem Kotorri, Marvin Tafaj, Αντώνη Καφετζόπουλο, Ιζαμπέλλα Κογιεβίνα, Dzevdet Jasari, Eglantina Cenomeri και Λαέρτη Βασιλείου.

Οι σύνδεσμοι