7 Ιανουαρίου 2013

(2012) Πίσω από τους λόφους

Πρωτότυπος τίτλος: După dealuri
Αγγλικός τίτλος: Beyond the hills


Η υπόθεση
Η Alina (Cristina Flutur) κι η Voichiţa (Cosmina Stratan) γνωρίζονται από τα παιδικά τους χρόνια στ' ορφανοτροφείο κι έχουν αναπτύξει μια σχέση, σχεδόν, αδελφική. Η Alina, στα 19 της υιοθετήθηκε από μια οικογένεια και πλέον ζει κι εργάζεται μόνιμα στην Γερμανία. Η Voichiţa, από την άλλη, φεύγοντας από τ' ορφανοτροφείο, βρήκε την χαμένη της οικογένεια στο πρόσωπο του Θεού. Κάποια στιγμή, η Alina θα επιστρέψει στην Ρουμανία για να πάρει μαζί της τον μόνο άνθρωπο που αγάπησε πραγματικά στην ζωή της, την Voichiţa. Η Voichiţa, όμως, θεωρεί πια οικογένειά της το μοναστήρι και διστάζει να κάνει μια νέα αρχή με την καρδιακή της φίλη. Μ' αυτόν τον τρόπο, άθελά της, θέτει σε κίνδυνο την ζωή της ήδη άρρωστης Alina, καθώς ο Ηγούμενος (Valeriu Andriuţă) κι οι υπόλοιπες μοναχές, βλέπουν στο πρόσωπο της φιλοξενούμενης τον σατανά.

Η κριτική
Το "Πίσω από τους λόφους" είναι μια δραματική ταινία που επικεντρώνεται στον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η θρησκοληψία στις αναπτυσσόμενες, ακόμη, βαλκανικές χώρες. Βασιζόμενος σε δυο βιβλία που πραγματεύονται την πραγματική ιστορία μιας τελετής εξορκισμού έξω από το Βουκουρέστι, η οποία συγκλόνισε την ρουμάνικη κοινωνία, ο Cristian Mungiu, έχει δημιουργήσει μια ταινία που αναδεικνύει τα όρια του ενδιαφέροντος και της αδιαφορίας, αλλά και της πίστης με την τυφλή υποταγή στις γραφές.
Στην ιστορία γνωρίζουμε ως κεντρικά πρόσωπα δυο φίλες, που τρέφουν μεγάλη αγάπη η μια για την άλλη. Παρόλα αυτά, οι δρόμοι που έχουν επιλέξει ν' ακολουθήσουν, διαφέρουν κατά πολύ. Όταν λοιπόν η Alina επισκεφτεί την Voichiţa, με σκοπό να μην την αποχωριστεί ποτέ ξανά, θα δημιουργηθούν πολλά προβλήματα στις ζωές των δυο γυναικών. Αν και κατά τη διάρκεια της ταινίας, δεν μας δίνονται πολλές πληροφορίες για την ζωή της μοναχής Voichiţa, μαθαίνουμε πως η Alina, κατέληξε στ' ορφανοτροφείο μετά από μια δραματική εμπειρία κι ότι κατά τη διάρκεια της ζωής της έχει αναπτύξει τάσεις κακοποίησης του εαυτού της κι αυτοκτονίας. Η κατεστραμμένη της ψυχολογία, σε συνδυασμό με την μετανάστευσή της στην Γερμανία και τον πυρετό, που την οδηγεί σε κρίσεις, κάνουν τους ανθρώπους της μονής να πιστέψουν ότι η Alina είναι δαιμονισμένη.
Βέβαια, εκτός από την φερόμενη ως κεντρική θεματολογία της θρησκείας, οι επισκέψεις της Ηγουμένης (Dana Tapalagă) και της Voichiţa στ' ορφανοτροφείο, η επίσκεψη της γυναίκας που υιοθέτησε την Alina στο μοναστήρι, η παρουσία του πλήρως άβουλου αδελφού της Alina κι η αδιαφορία του θρησκόληπτου γιατρού, που αναλαμβάνει την θεραπεία της Alina κατά την νοσηλεία της στο κρατικό νοσοκομείο, δείχνουν εμφανώς τα σημάδια μιας ετοιμόρροπης κοινωνίας που με την έλλειψη ενδιαφέροντος που δείχνει στους αβοήθητους πολίτες της, τους δίνει ως μόνες διεξόδους την απόσυρση από τα εγκόσμια, ή την τυφλή πίστη στον Θεό, και την μετανάστευση.
Χρησιμοποιώντας λοιπόν, ως βάση, τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί, μέσα σ' αυτό το σύστημα, η ορθόδοξη εκκλησία, ο Mungiu, δημιουργεί μια ταινία 2.30 ωρών, η οποία με αργούς ρυθμούς, ξεδιπλώνει, ουσιαστικά, την ιστορία της Voichiţa, την οποία θα δούμε να περνά, σταδιακά, από την απόλυτη και τυφλή υπακοή στους κανόνες της εκκλησίας, στην αμφιβολία, καθώς η νέα της οικογένεια, βλάπτει την αγαπημένη της Alina. Η ιδιαιτερότητα της συγκεκριμένης ταινίας και παράλληλα η αρμονία που υπάρχει ανάμεσα στους ρυθμούς εξέλιξης της ιστορίας και την απλότητά της, είναι ότι ο σκηνοθέτης της, μόνο στο τέλος παίρνει σαφή θέση απέναντι στα "πιστεύω" της εκκλησίας και κατά τη διάρκεια των 2 ωρών της, παρουσιάζει σε λογικά πλαίσια τον παραλογισμό με τον οποίο δρα ορισμένες φορές αυτή η κοινότητα.
Έχοντας λοιπόν, ένα πολύ ενδιαφέρον θέμα, που μπορεί να συναντήσουμε και στην σημερινή ελληνική κοινωνία, εκπληκτικές ερμηνείες και μια υπέροχη, λιτή, σκηνοθετική γραμμή, η ταινία αποτελεί μια από τις καλύτερες προτάσεις για το σινεφίλ κοινό κι ιδιαίτερα για τους λάτρεις του βαλκανικού κινηματογράφου. Επίσης, για όσους βρίσκουν ενδιαφέρουσα μια ταινία που πραγματεύεται την έννοια της θρησκείας, αλλά και του εξορκισμού, με δραματικό τρόπο, προτείνεται ανεπιφύλακτα, καθώς η διάρκειά της, μόνο κουραστική δεν είναι.

Βαθμολογία: 3,5/5

Τα σχετικά
Ρουμάνικο δράμα του 2012, βασιζόμενο σε βιβλία της Tatiana Niculescu, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Cristian Mungiu, διάρκειας 150 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Cosmina Stratan, Cristina Flutur, Valeriu Andriuţă και Dana Tapalagă.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

31 Δεκεμβρίου 2012

(2012) Ανάμεσα σε δυο κόσμους

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: Upside down


Η υπόθεση
Σε κάποιο άλλο σύμπαν, υπάρχουν δυο δίδυμοι πλανήτες, που περιστρέφονται μαζί γύρω από τον ήλιο, όμως ο καθένας έχει την δική του βαρύτητα και τους δικούς του φυσικούς νόμους που κάνουν αδύνατη τη συνύπαρξη των κατοίκων τους. Όπως και στον δικό μας πλανήτη, έτσι κι εδώ, οι πολίτες των δυο αυτών κόσμων χωρίζονται στους εύπορους επάνω και στους άπορους κάτω. Δυο νέοι όμως, ο Adam (Jim Sturgess) κι η Eden (Kirsten Dunst), που κατοικούν ο ένας στον επάνω κι ο άλλος στον κάτω κόσμο, θα ερωτευτούν και στην προσπάθειά τους να είναι μαζί, ίσως καταφέρουν ν' ανατρέψουν τους νόμους της φύσης.

Η κριτική
Το "Ανάμεσα σε δυο κόσμους", με δυο λόγια, είναι ένα γλυκανάλατο ρομάντζο επιστημονικής φαντασίας που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, μόνο και μόνο, γιατί μπορεί να είναι η πρώτη μιας σειράς ταινιών ανάλογης θεματολογίας. Η αλήθεια είναι ότι η συγκεκριμένη ταινία είναι πλούσια σε οπτικά εφέ, που είναι και το μόνο πράγμα που αξίζει στο σύνολό της, υστερεί όμως, σε όλα τα υπόλοιπα. Βέβαια, ποτέ δεν αποκλείεται, άλλοι δημιουργοί να εμπνευστούν από τη συγκεκριμένη ιδέα και να αποπειραθούν με τη σειρά τους να γυρίσουν κάτι αρτιότερο.
Η ταινία παρουσιάζει, μ' έναν διαφορετικό τρόπο, την χιλιοειπωμένη ιστορία ενός φτωχού, πλην έξυπνου, ταλαντούχου και πολλά υποσχόμενου νέου και μιας ευκατάστατης κοπέλας. Εφόσον βέβαια, τη σήμερον ημέρα, οι κοινωνικές δομές έχουν αλλάξει και δεν είναι πλέον απαγορευμένη η σύζευξη δυο ανθρώπων από διαφορετικές τάξεις, στο παιχνίδι, θα μπουν οι νόμοι της φυσικής, τους οποίους είναι αδύνατον να τους προσπεράσει κανείς με ευκολία, αλλά η ταινία προσπαθεί να αποδείξει ότι στον βωμό του έρωτα τα πάντα είναι εφικτά.
Η προβληματική της συγκεκριμένης ταινίας, όμως, είναι ότι προσπαθεί να γίνει αρεστή στο ευρύ κοινό, πράγμα αδύνατον, καταστρέφοντας, έτσι, και τις λίγες πιθανότητες που μπορεί να είχε να πιάσει, έστω, κάποιους από τους κινηματογραφικούς θεατές. Και τι εννοώ μ' αυτό: Μια ταινία επιστημονικής φαντασίας, απευθύνεται κατά κύριο λόγο στους λάτρεις της επιστημονικής φαντασίας, δηλαδή στο αντρικό κοινό. Ένα γλυκανάλατο ρομάντζο, απευθύνεται κατά κύριο λόγο στο γυναικείο φύλο κι όσο πιο γλυκανάλατο είναι τόσο μειώνεται και το ηλικιακό όριο της πλειοψηφίας του κοινού που θα την προτιμήσει. Όταν λοιπόν, ένας σκηνοθέτης αποφασίζει να γυρίσει μια ταινία επιστημονικής φαντασίας με κεντρικό θέμα μια άκρως γλυκανάλατη ρομαντική ιστορία, αντί μιας συνοδευτικής ιστορίας αγάπης, είναι αυτονόητο ότι το αποτέλεσμα είναι καταδικασμένο ν' αποτύχει παταγωδώς, μειώνοντας κατά πολύ το κοινό στ' οποίο απευθύνεται.
Ωστόσο για τους φανατικούς θαυμαστές της επιστημονικής φαντασίας η ταινία δεν παύει να είναι ενδιαφέρουσα, καθώς ο νεαρός πρωταγωνιστής, προκειμένου να βρει τρόπο να συνυπάρξει με την αγαπημένη του, κάνει τ' αδύνατα-δυνατά και αποδεικνύεται ιδιαίτερα πολυμήχανος. Το πρωταγωνιστικό δίδυμο της ταινίας, επίσης, είναι οι πολλά υποσχόμενοι Kirsten Dunst και Jim Sturgess, οι οποίοι για το είδος της ταινίας, αποδεικνύονται κάτι παραπάνω από ικανοποιητικοί.
Έχοντας στην θέση του συγγραφέα και σκηνοθέτη τον, σχετικά νέο, Juan Diego Solanas, θα έλεγα ότι τα οπτικά εφέ υπερκαλύπτουν την σκηνοθετική και σεναριακή απειρία του δημιουργού της. Από πλευράς φωτογραφίας, επίσης, έχει αρκετό ενδιαφέρον, καθώς υπάρχει πλήρης αντίθεση στην απεικόνιση των δυο κόσμων κι η μουσική της επένδυση είναι αδιάφορη.
Εν ολίγοις, η ταινία προτείνεται κυρίως σε νεαρά άτομα που προτιμούν τις ιστορίες αγάπης που έχουν τη δυνατότητα να νικήσουν τα πάντα, όπως επίσης και σε όσους έλκονται απ' οτιδήποτε καινούργιο μπορεί να αφορά στην επιστημονική φαντασία. Για τους υπόλοιπους, είναι χαμένος χρόνος. Αλλά επειδή με τέτοιου είδους ταινίες, ποτέ δεν ξέρεις, πιστεύω ότι από το trailer της, μπορεί κάποιος εύκολα να καταλάβει αν υπάρχει περίπτωση να του αρέσει ή όχι.

Βαθμολογία: 1,5/5

Τα σχετικά
Καναδικο-Γαλλική ρομαντική ταινία, επιστημονικής φαντασίας, του 2012, σε σενάριο των Santiago Amigorena και Juan Diego Solanas και σκηνοθεσία του Juan Diego Solanas, διάρκειας 107 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Kirsten Dunst και Jim Sturgess.

Οι σύνδεσμοι

(2012) The impossible

Πρωτότυπος τίτλος: Lo imposible
Αγγλικός τίτλος: The impossible


Η υπόθεση
Τον Δεκέμβριο του 2004, η Maria (Naomi Watts), ο σύζυγός της Henry (Ewan McGregor) και τα τρία παιδιά τους, θα ταξιδέψουν στην μαγευτική Ταϊλάνδη, με σκοπό να περάσουν ονειρεμένα τις χριστουγεννιάτικες διακοπές τους. Την επομένη των Χριστουγέννων, όμως, το πανέμορφο τοπίο θ' αντικαταστήσουν εικόνες καταστροφής και θανάτου, μετά το απρόσμενο χτύπημα ενός δεκάμετρου τσουνάμι που προκλήθηκε από έναν σεισμό στον Ινδικό ωκεανό. Μαζί με τα χιλιάδες θύματα της φυσικής καταστροφής, η οικογένεια της Maria και του Henry σκορπά κι οι ήρωές μας ξεκινούν ένα ταξίδι γεμάτο ελπίδες για την επανένωση και την επιβίωσή τους.

Η κριτική
Το "The impossible" ανήκει σ' αυτές τις ταινίες, που βλέποντας κανείς το trailer ή διαβάζοντας την υπόθεσή της, μπορεί, με μεγάλη ευκολία, να κρίνει το κατά πόσο θα του αρέσει ή όχι το περιεχόμενό της. Ο Sergio G. Sánchez, χρησιμοποιώντας, όχι μόνο την καταστροφή που προκάλεσε το τσουνάμι του 2004 στην Ταϊλάνδη, αλλά και την πραγματική ιστορία της οικογένειας Belon, που ήταν μια από τις πάμπολλες οικογένειες τουριστών που επλήγησαν από την φυσική καταστροφή, δημιουργεί ένα δράμα που υμνεί την πίστη και την ελπίδα.
Εφόσον λοιπόν δεν μιλάμε για ένα έργο ντοκιμαντερίστικου χαρακτήρα, αλλά για μια ταινία με πρωταγωνιστές τα πρόσωπα μιας οικογένειας, ο οποιοσδήποτε θα πρέπει να περιμένει μια επιτηδευμένη ταινία που στόχο έχει να συγκινήσει κι όχι να παρουσιάσει και ν' απαριθμήσει τις ζημιές και τα θύματα μιας καταστροφής. Δεδομένου, δε, ότι οι εικόνες που έφτασαν στους τηλεοπτικούς δέκτες ολόκληρου του πλανήτη, κατάφεραν να προκαλέσουν δάκρυα στα μάτια πολλών ανθρώπων, η ανάπτυξη μιας ιστορίας που διαδραματίζεται σ' αυτές τις συνθήκες, αναμένεται να στοχεύει στην ευαισθητοποίηση του κοινού.
Παράλληλα, όμως, ας μην ξεχνάμε ότι πάρα πολλές ταινίες που βασίζονται σε παρόμοιες ιστορίες, δίνουν ένα μέτριο αποτέλεσμα, πολύ απλά γιατί μια συγκινητική ιστορία, από μόνη της, δεν επαρκεί για την δημιουργία ενός συνολικά καλού αποτελέσματος. Παρόλα αυτά, η καταπληκτική σκηνοθεσία του Juan Antonio Bayona, συντελεί τα μέγιστα στην ανάλογη διαχείριση του συναισθήματος του θεατή, κάνοντάς την μια άριστη επιλογή για όποιον την προτιμήσει.
Η ταινία, ξεκινά με την παρουσίαση μιας ενωμένης κι ευτυχισμένης οικογένειας, τα μέλη της οποίας θα ζήσουν χωριστά την απόλυτη καταστροφή. Ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιείται η φωτογραφία, επίσης, εστιάζει στην τεράστια αλλαγή του παραδεισένιου τοπίου σε μια, επί γης, κόλαση κι η χρήση της μουσικής, εντείνει ή ακόμα και προκαλεί τα επιθυμητά συναισθήματα. Την ώρα που θα χτυπήσει η καταστροφή, ο σκηνοθέτης της, φροντίζει να επιβραδύνει την ροή, αναδεικνύοντας κατ' αυτόν τον τρόπο τα τελευταία δευτερόλεπτα ευτυχίας των ενοίκων του πολυτελούς ξενοδοχείου.
Από την στιγμή που το τσουνάμι χτυπά την πανέμορφη Ταϊλάνδη, ακολουθούν κάποια δευτερόλεπτα απόλυτου κενού, τα οποία όμως θ' αναπληρωθούν, με εξαίρετο τρόπο, στην συνέχεια της ιστορίας. Επίσης, ο Bayona, φροντίζει να βιώσουμε κι εμείς το δράμα της οικογένειας, καθώς δεν παρακολουθούμε παράλληλα την ιστορία του πατέρα και την μητέρας, αλλά πρώτα θ' ακολουθήσουμε την Maria και τον μεγάλο γιό της οικογενείας, τον Lucas (Tom Holland), κι έπειτα θα βρεθούμε να παρακολουθούμε την ιστορία από την πλευρά του πατέρα και των άλλων δυο παιδιών. Επίσης, αξιοπρόσεκτο είναι και το γεγονός ότι η σωτηρία του ενός, μπορεί να πατήσει πάνω στην δυστυχία του άλλου.
Οι καταπληκτικές ερμηνείες της Naomi Watts και του Ewan McGregor, εξυψώνουν την ήδη καλογυρισμένη ιστορία, σε ένα πάρα πολύ καλό κινηματογραφικό αποτέλεσμα. Οι Tom Holland, Samuel Joslin και Oaklee Pendergast, επίσης, είναι απόλυτα πειστικοί στους ρόλους των παιδιών της οικογένειας Belon.
Με άλλα λόγια, αν δεν ανήκετε στην κατηγορία των θεατών που θεωρούν ανούσιο να παρακολουθήσουν μια ταινία που αναβιώνει τα φονικά γεγονότα του 2004, μ' έναν τρόπο που βασίζεται στ' αμερικάνικα πρότυπα, αποτελεί για εσάς μια εξαίρετη επιλογή. Αν πάλι, σας αρέσουν οι ειλικρινείς ταινίες και μισείτε να σας βιάζουν το συναίσθημα, θα σας πρότεινα παρά τις εξαίρετες ερμηνείες των πρωταγωνιστών της να την αποφύγετε.

Βαθμολογία: 3,5/5

Τα σχετικά
Ισπανικό δράμα του 2012, βασισμένο σε ιστορία της Maria Belon, σε σενάριο του Sergio G. Sánchez και σκηνοθεσία του Juan Antonio Bayona, διάρκειας 114 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Naomi Watts, Ewan McGregor, Tom Holland, Samuel Joslin, Oaklee Pendergast και Johan Sundberg.

Οι σύνδεσμοι
Trailer 
Imdb 
Rotten Tomatoes 

(2012) Ο άνθρωπος που γελά

Πρωτότυπος τίτλος: L' homme qui rit
Αγγλικός τίτλος: The man who laughs


Η υπόθεση
Κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα, ο Gwynplaine (Marc-André Grondin), ένα αγόρι με παραμορφωμένο πρόσωπο, θα βρεθεί να περιπλανιέται μέσα στην παγωνιά του χειμώνα και θα σώσει, από βέβαιο θάνατο, ένα μωρό που έχει τυφλωθεί από το ψύχος, την Déa (Christa Theret). Στα δυο παιδιά θα δώσει στέγη ένας περιπλανώμενος σαλτιμπάγκος, ο Ursus (Gérard Depardieu), και με τα χρόνια, οι τρεις τους, θα γνωρίσουν τεράστια επιτυχία με τον θίασο του διάσημου "Ανθρώπου που γελά", δηλαδή του Gwynplaine. Ο Gwynplaine κι η Déa, έχοντας φτάσει σε ηλικία γάμου, ερωτεύονται. Όμως τον παραμορφωμένο νεαρό, θα βρουν τιμές κι αξιώματα, που θα του δώσουν την ευκαιρία να μιλήσει ενώπιον του κοινοβουλίου για την ζωή στις λαϊκές τάξεις, αλλά παράλληλα θα του στερήσουν την πραγματική του οικογένεια, τον Ursus και την Déa.

Η κριτική
Η νέα ταινία του Jean-Pierre Améris, αποτελεί την κινηματογραφική μεταφορά του ομώνυμου μυθιστορήματος του Victor Hugo, με πρωταγωνιστή έναν παραμορφωμένο νέο που αποκτά την ευκαιρία να μιλήσει στους ηγέτες για τις συνθήκες διαβίωσης του λαού.
Το λογοτεχνικό κείμενο του Hugo, τοποθετείται στο Λονδίνο του 18ου αιώνα, χωρίς όμως η πρόθεση του συγγραφέα να περιορίζει την κριτική, στον τρόπο άσκησης της εξουσίας στο Βρετανικό βασίλειο και μόνο. Γι' αυτόν τον λόγο, στην συγκεκριμένη κινηματογραφική μεταφορά, η τοποθέτηση του έργου, αφήνει να εννοηθεί μια οικουμενική κριτική στην εξουσία, καθώς, αν προσπεράσει κάποιος τα κοστούμια εποχής, έχει την αίσθηση ότι ο μεγάλος Γάλλος συγγραφέας, αναφέρεται τόσο στην δική του, όσο και στην δική μας εποχή.
Έχοντας λοιπόν, απέναντί του ένα διαχρονικό κι άκρως επίκαιρο λογοτεχνικό έργο, ο Améris, επιχειρεί ν' αποδώσει την εποχή στην οποία αναφέρεται ο Hugo, με μεγάλο ρεαλισμό και βασίζεται αρκετά στην μουσική και την φωτογραφία, της ταινίας του, για να διεγείρει τις αισθήσεις του θεατή, κάνοντάς τον να βιώσει εντονότερα, την δραματική ιστορία του νεαρού Gwynplaine.
Ο πρωταγωνιστής, σε πολύ μικρή ηλικία θ' απαχθεί από το σπίτι του κι από τότε θα φέρει στο πρόσωπό του τα σημάδια της εκδίκησης του βασιλιά. Καταδικασμένος να έχει στην έκφρασή του, χαραγμένο, ένα μόνιμο χαμόγελο, θα ζήσει μια μίζερη, αλλά γεμάτη ζωή, ως μέλος ενός περιφερόμενου θιάσου. Η ιστορία του τερατόμορφου αυτού ανθρώπου, έρχεται σε αντιδιαστολή με την γεμάτη πλούτη κι υποκρισία ζωή που του επιφύλασσε η μοίρα να χάσει. Όταν ο Gwynplaine, αρχίσει να συναναστρέφεται με τους άρχοντες, τότε θ' αποκαλυφθεί η πραγματική ασχήμια της ανθρωπότητας, αλλά κι η ομορφιά του νεαρού άντρα.
Εκτός του Gwynplaine, βέβαια, κι οι υπόλοιποι χαρακτήρες του έργου έχουν συμβολικό ρόλο. Η Déa, όντας τυφλή, αντιλαμβάνεται την ομορφιά του Gwynplaine με τα μάτια της ψυχής, ο Ursus, το όνομα του οποίου στα λατινικά σημαίνει "αρκούδα", έχει για συντροφιά έναν λύκο που ακούει στ' όνομα Homo, δηλαδή "άνθρωπος" κι η δούκισσα Josiane (Emmanuelle Seigner) δεν διστάζει να εκφράσει με λόγια την λατρεία της Αυλής στην ασχήμια του κόσμου.
Ακόμα, αξίζει ν' αναφέρουμε ότι ο χαρακτήρας του Joker, στον Batman, είναι εμπνευσμένος από τον χαρακτήρα του Gwynplaine του Hugo. Στην συγκεκριμένη απόδοση, δε, παρατηρούμε μια εξαίσια ομοιότητα του Joker του Christopher Nolan, με τον Gwynplaine του Jean-Pierre Améris, κάτι που σίγουρα δεν περνά απαρατήρητο.
Η αλήθεια είναι ότι η πλειοψηφία των ευσήμων, θα έπρεπε να δοθεί στον Victor Hugo, για την καταπληκτική και διαχρονική απεικόνιση της λειτουργίας της κοινωνίας. Όμως, οι συντελεστές του "Ανθρώπου που γελά", έχουν καταφέρει ν' αποδώσουν με μεγάλο ρεαλισμό το λογοτεχνικό κείμενο του σπουδαίου Γάλλου συγγραφέα. Ο Gérard Depardieu, ο Marc-André Grondin, η Christa Theret κι η Emmanuelle Seigner, επίσης, είναι υπέροχοι, αναδεικνύοντας τους χαρακτήρες της ιστορίας, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Με λίγα λόγια, προτείνεται σε όλους όσους ψάχνουν ένα κλασικό και προσεγμένο έργο εποχής, που μπορεί να τους προσφέρει μιάμιση ώρα κινηματογραφικής απόλαυσης, δίνοντάς τους παράλληλα την δυνατότητα να προβληματιστούν.

Βαθμολογία: 3,5/5

Τα σχετικά
Γαλλικό δράμα του 2012, βασισμένο στο ομώνυμο βιβλίο του Victor Hugo, σε σενάριο των Jean-Pierre Améris και Guillaume Laurant και σκηνοθεσία του Jean-Pierre Améris, διάρκειας 95 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Marc-André Grondin, Gérard Depardieu, Christa Theret και Emmanuelle Seigner.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

(2012) Άννα Καρένινα

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: Anna Karenina


Η υπόθεση
Η Anna Karenina (Keira Knightley) ζει στην τσαρική Ρωσία των τελών του 19ου αιώνα, μαζί με τον σύζυγό της, πολιτικό Alexei Karenin (Jude Law), και τον γιό τους, Serhoza (Oskar McNamara). Ως σύζυγος ενός επιφανούς προσώπου της ρωσικής καλής κοινωνίας, η Anna, ζει μια θεωρητικά ευτυχισμένη ζωή. Στην πραγματικότητα όμως, η ευτυχία της είναι πλασματική, καθώς η ίδια αισθάνεται να καταπιέζεται από τον περίγυρό της. Όταν στην ζωή της εμφανιστεί ένας γοητευτικός και πλούσιος, νεαρός στρατιωτικός, ο Vronsky (Aaron Taylor-Johnson), θα συνάψει, παράνομα, δεσμό μαζί του, θα μείνει έγκυος στο παιδί του και θα εγκαταλείψει την οικογένειά της για χάρη του. Έχοντας πλέον αποκοπεί από τους κύκλους της και ζώντας μόνη με τις τύψεις και τις φαντασιώσεις της, η Anna Karenina, θα βρει τραγικό θάνατο στις ράγες ενός διερχόμενου τρένου.

Η κριτική
Η "Anna Karenina" του Joe Wright είναι μια διαφορετική και πρωτότυπη προσέγγιση της, λίγο-πολύ, γνωστής ιστορίας της κλασικής, πια, ηρωίδας του  Leo Tolstoy. Το δράμα της Anna Karenina έγκειται στο γεγονός του έρωτά της με έναν νεαρό εύπορο στρατιωτικό, αλλά και στην μοιχεία που διαπράττει μαζί του, γεγονός που την καταδικάζει σε κοινωνική απομόνωση, καθώς κανένας επιφανής δεν θέλει να συναναστρέφεται με μια μιαρή γυναίκα. Κατά μια έννοια, λοιπόν, η μοίρα της ηρωίδας είναι τραγική, καθώς όποιο μονοπάτι κι αν διαλέξει ν' ακολουθήσει, η δυστυχία της είναι δεδομένη.
Ο Wright, έχοντας αποδείξει την αξία του στα ιστορικά δράματα κι έχοντας βρει, παράλληλα, την μούσα του στο πρόσωπο της Keira Knightley, αποπειράται, στην νέα του αυτή ταινία, να πειραματιστεί, εντάσσοντας ολόκληρο το έργο σε μια θεατρική σκηνή. Ίσως ο λόγος που έχει επιλέξει τη συγκεκριμένη συνθήκη, είναι για να μπορέσει να δικαιολογήσει το στιλιζάρισμα των ηθοποιών του. Ίσως πάλι γιατί η ζωή της Anna έχει για 'κείνον μια θεατρικότητα. 'Ισως με αυτόν τον τρόπο δημιουργεί μια όμορφη ατμόσφαιρα που με πραγματικά σκηνικά μόνο, είναι αδύνατον να υπάρξει ή γιατί έτσι κάνει το έργο του να βρoντο-φωνάξει ότι αυτή την εκδοχή πρέπει να προτιμήσει ο θεατής, αφού διαφέρει κατά πολύ από τις προηγούμενές της.
Με όποιο σκεπτικό κι αν έχει λειτουργήσει ο σκηνοθέτης, νομίζω ότι το έργο αντί να κάνει μια ευχάριστη έκπληξη, περισσότερο παραπέμπει στην υπερβολή και καταλήγει να δώσει ένα απλώς καλό αποτέλεσμα, στην θέση μιας πολλά υποσχόμενης δουλειάς. Σαφώς και μιλάμε για μια υπερπαραγωγή που δεν πρόκειται να δυσαρεστήσει την πλειοψηφία του κοινού που θα την προτιμήσει, όμως προσωπικά η ταινία μου φάνηκε ότι πάσχει, αφού δεν πρόκειται να ξετρελάνει τον μέσο θεατή και ταυτόχρονα πάει να γίνει κάτι που ίσως και να μην θέλει να γίνει.
Και τι εννοώ μ' αυτό: Το έργο δεν εκτυλίσσεται ακριβώς σε κάποια θεατρική σκηνή, αλλά συνεχώς παραπέμπει σ' αυτήν, καθώς στην πλειοψηφία του πλαισιώνεται από κανονικά σκηνικά που αναπαριστούν ρεαλιστικά την εποχή που διαδραματίζεται η ιστορία. Παρόλα αυτά όμως, συνεχώς μας θυμίζει ότι βρισκόμαστε σε μια σκηνή κι όχι σε κάποιο κινηματογραφικό πλατό. Παράλληλα, χωρίς να παρακολουθούμε κάποιο μιούζικαλ, παρατηρούμε τις κινήσεις των ηθοποιών, ακόμα κι εκτός των διαφόρων χορών, να είναι χορογραφημένες, κάνοντας έτσι κάτι το τόσο αληθινό να μοιάζει ψεύτικο.
Δεν λέω, όλα αυτά δημιουργούν μια ατμόσφαιρα πιο λυρική, όμως για 'μένα αυτό το ντεμί αποπροσανατολίζει. Ή κάνε κάτι πειραγμένο, που δεν απευθύνεται σε άτομα κάποιας ηλικίας, που περιμένουν πώς και πώς κάτι κλασικό για να πάνε στις κινηματογραφικές αίθουσες ή κάνε κάτι ρεαλιστικό που είναι για όλους, γιατί μ' αυτή σου την επιλογή σκηνοθέτα μου, ούτε στον ηλικιωμένο μπορεί να πει κανείς να μην πάει, ούτε και σε κάποιον που προτιμά τους μοντερνισμούς το προτείνεις με ευκολία.
Στα θετικά της συγκεκριμένης εκδοχής της μυθικής ηρωίδας του Tolstoy, βέβαια, είναι το γεγονός ότι έχει αναλυθεί περισσότερο η δευτερεύουσα ιστορία του Levin (Domhnall Gleeson) και της Kitty (Alicia Vikander), η οποία και συμπληρώνει, κατά μια έννοια, την κεντρική πλοκή. Επίσης, ο τρόπος με τον οποίο χειρίζεται ο Wright το πέρασμα από το πλατό στην θεατρική σκηνή, κι από την σκηνή στο πλατό είναι αξιολάτρευτος. Τέλος η παρεμβολή σκηνών στις οποίες βλέπουμε τις ρόδες του τρένου να κινούνται πάνω στις ράγες, είναι εξίσου εκπληκτική, καθώς όλοι γνωρίζουμε τον τραγικό θάνατο που πρόκειται να βρει η πρωταγωνίστρια κι οδηγούμαστε σταδιακά σ' αυτόν.
Όσον αφορά τους ηθοποιούς τώρα, η Keira Knightley, χωρίς να είναι κακή, δεν κάνει κάτι το διαφορετικό, αλλά αντίθετα την βλέπουμε να επαναλαμβάνει προηγούμενες ερμηνείες της. Ο συμπρωταγωνιστής της, Aaron Taylor-Johnson, είναι εξίσου συμπαθής, χωρίς να κάνει την έκπληξη. Αυτός που κλέβει την παράσταση είναι ο υπέρ-λαμπρος Jude Law, ο οποίος έχει εμβαθύνει τόσο πολύ στον ρόλο του που μαγεύει τον θεατή. Όλοι οι υπόλοιποι ηθοποιοί είναι αντάξιοι μιας υπερπαραγωγής.
Εν κατακλείδι, η "Anna Karenina" είναι μια ολίγον πειραγμένη ταινία εποχής, που προτείνεται σε όσους θαυμάζουν τον Jude Law, σε όσους γνωρίζουν το έργο του Joe Wright και προτίθενται να δουν κάτι διαφορετικό από αυτόν, αλλά και σε όσους ενδιαφέρει μια ιδιαίτερη εκδοχή ενός κλασικού έργου.

Βαθμολογία: 3/5

Τα σχετικά
Βρετανικό δράμα εποχής του 2012, βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Leo Tolstoy, σε σενάριο του Tom Stoppard και σκηνοθεσία του Joe Wright, διάρκειας 129 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Keira Knightley, Aaron Taylor-Johnson, Jude Law, Domhnall Gleeson, Alicia Vikander, Kelly Macdonald και Emily Watson.

Οι σύνδεσμοι
Trailer 
Imdb 
Rotten Tomatoes 

(1943) Και οι δήμιοι πεθαίνουν

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: Hangmen also die!


Η υπόθεση
Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής στην Πράγα, ο Reinhard Heydrich (Hans Heinrich von Twardowski), γνωστός κι ως "Δήμιος", δολοφονείται. Ο εκτελεστής του είναι ένας γιατρός, ονόματι Franticek Svoboda (Brian Donlevy), που είναι μέλος της αντίστασης. Κατά την προσπάθεια διαφυγής του, η Nasha Novotny (Anna Lee), κόρη του καθηγητή Stephen Novotny (Walter Brennan), θ' αποπροσανατολίσει την Γκεστάπο και θα βοηθήσει τον νεαρό γιατρό να γλυτώσει. Το ίδιο βράδυ, μην έχοντας καταφέρει να βρει κατάλυμα, ο Svoboda, θα επισκεφτεί το σπίτι της Nasha και θα ζητήσει για δεύτερη φορά τη βοήθειά της, θέτοντας την ίδια και την οικογένειά της σε μεγάλο κίνδυνο. Ο καθηγητής Novotny συλλαμβάνεται, μαζί με εκατοντάδες άλλους αθώους Τσεχοσλοβάκους, από την Γκεστάπο κι η Nasha, μην έχοντας άλλη επιλογή, σιωπά, ελπίζοντας στη σωτηρία του πατέρα της.

Η κριτική
Η ταινία "Και οι δήμιοι πεθαίνουν", είναι ένα μοναδικό δημιούργημα δυο μεγάλων προσωπικοτήτων των τεχνών, καθώς το σενάριό της υπογράφει, μέσω του John Wexley, ο Bertolt Brecht και την σκηνοθεσία της ο Fritz Lang. Όντας, λοιπόν, κράμα δυο πολύ διαφορετικών δημιουργών, το αποτέλεσμα δεν θα μπορούσε παρά να φέρει χαρακτηριστικά και των δυο και να μην αποτελεί χαρακτηριστικό έργο ενός εξ αυτών.
Κατά την περίοδο του 1942, ο Fritz Lang είχε ήδη γίνει αποδεκτός και αγαπητός στα Χολιγουντιανά πλατό, όμως ο Bertolt Brecht δεν ανήκε στην ίδια κατηγορία. Ο ρεαλισμός που προσπαθούσε ν' αποδώσει στα σενάριά του, αλλά κι η άρνησή του να συμβιβαστεί με τα αμερικάνικα κλισέ, έκαναν τους παραγωγούς ν' απορρίπτουν τα έργα του, παρά την ευρεία θεματική τους. Παρόλα αυτά, κανένας άλλος συγγραφέας δεν θα μπορούσε να έχει συμβάλλει, τόσο πετυχημένα, στο σενάριο της συγκεκριμένης ταινίας.
Βασιζόμενοι στην πραγματική δολοφονία του Reinhard Heydrich, στην Πράγα, ο Brecht κι ο Lang ξεκίνησαν να ερευνούν τον θάνατό του, έχοντας στο μυαλό τους τη δημιουργία μιας ταινίας, όταν θα κατάφερναν να συλλέξουν τα απαραίτητα στοιχεία. Από τις πολλές και διαφορετικές μαρτυρίες, όμως, στάθηκε αδύνατη η συλλογή των απαραίτητων πληροφοριών για την συγγραφή ενός σεναρίου που θ' αναπαριστούσε το πραγματικό χρονικό της δολοφονίας του Προστάτη του Γ' Ράιχ κι έτσι οι δυο τους, χρησιμοποίησαν το γεγονός της δολοφονίας για τη δημιουργία μιας πλασματικής, αντιφασιστικής, ιστορίας.
Στο έργο, εν τέλει, ως εκτελεστή γνωρίζουμε τον νεαρό γιατρό Franticek Svoboda, όμως ο Brecht, δεν αργεί να ταυτίσει το πρόσωπό του, μ' ολόκληρο το έθνος της τότε Τσεχοσλοβακίας, αφαιρώντας από πάνω του την όποια ευθύνη. Στην προσπάθεια των Γερμανών να συλλάβουν τον δράστη, βέβαια, θυσιάστηκαν ένα σωρό αθώοι πολίτες, οι οποίοι λειτούργησαν ως αφορμή για τον διχασμό ενός ολόκληρου έθνους. Αυτό που ζητούσαν, όμως, οι Γερμανοί και που κατάφερε να τους δώσει τελικά ο λαός, ήταν ένα εξιλαστήριο θύμα κι ουσιαστικά αυτή η ικανότητα μιας μεγάλης ομάδας ανθρώπων να νικήσει το κακό με την κατάλληλη συνεργασία, είναι που προβάλλεται πολύ έντονα στο έργο.
Φυσικά, όμως, αν αναλογιστεί κάποιος την εποχή, με μεγάλη ευκολία συνειδητοποιεί ότι ένα τέτοιο έργο ήταν αδύνατον να υπάρξει χωρίς τις κατάλληλες τροποποιήσεις που θα το έκαναν να μοιάζει λιγότερο επαναστατικό και περισσότερο θελκτικό στον θεατή της δεκαετίας του 1940. Έτσι, η ιστορία σώζεται με την εισαγωγή της δεσποινίδος Nasha Novotny και της οικογενείας της.
Η νεαρή δεσποινίς, από τις προετοιμασίες του γάμου της, μην έχοντας άλλη επιλογή, καταλήγει να βοηθά την αντίσταση και τον νούμερο ένα καταζητούμενο. Φυσικά η ίδια, πληρώνει το τίμημα με την σύλληψη του πατέρα της, καθηγητή Novotny, κι η κατάσταση της οικογενείας της, μετά την σύλληψη, μοιάζει τραγική. Καθώς οι μόνοι δυο που γνωρίζουν την ταυτότητα του δράστη είναι η Nasha κι ο συλληφθείς, όλοι οι υπόλοιποι, εκφράζουν ό,τι θα σκεφτόταν η οποιαδήποτε οικογένεια που κινδύνευε να χάσει κάποιο μέλος της, χωρίς να έχουν συναίσθηση ότι οι ίδιοι έχουν, εν αγνοία τους, υποθάλψει τον εγκληματία.
Η εξέλιξη της πλοκής, λοιπόν, στήνεται λιθαράκι-λιθαράκι, περιέχοντας οτιδήποτε θα μπορούσε να φανεί χρήσιμο στην εύκολη πρόσληψη του αντιπολεμικού μηνύματος και την αναγκαιότητα της συνεργασίας του λαού. Το "Και οι δήμιοι πεθαίνουν", με άλλα λόγια, αποτελεί ένα πολύ όμορφο δείγμα αντιναζιστικού φιλμ νουάρ, που παρά την μεγάλη του διάρκεια, προτείνεται σε όλους τους λάτρεις του καλού ασπρόμαυρου κινηματογράφου.

Βαθμολογία: 3,5/5

Τα σχετικά
Αμερικάνικο δράμα του 1943, βασισμένο σε ιστορία των Fritz Lang και Bertolt Brecht, σενάριο του John Wexley και σκηνοθεσία του Fritz Lang, διάρκειας 134 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Brian Donlevy, Anna Lee, Walter Brennan, Nana Bryant, William Roy, Margaret Wycherly, Gene Lockhart, Alexander Granach, Dennis O'Keefe και Hans Heinrich von Twardowski.

Οι σύνδεσμοι
Trailer
Imdb 
Rotten Tomatoes 

28 Δεκεμβρίου 2012

(2011) Ο κυνηγός

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: The hunter


Η υπόθεση
Ο Martin David (Willem Dafoe) είναι ένας αποτελεσματικός κυνηγός που συνηθίζει να δουλεύει μόνος. Στον άντρα αυτόν, θ' ανατεθεί να ταξιδέψει στην Τασμανία και να φέρει σε πέρας μια σχεδόν ακατόρθωτη δουλειά. Ο εργοδότης είναι μια στρατιωτική βιο-τεχνολογική εταιρεία, η RedLeaf, η οποία αναζητά δείγματα από την τίγρη της Τασμανίας, ένα είδος που θεωρείται εξαφανισμένο από το 1936, όμως υπάρχουν πληροφορίες ότι στην πραγματικότητα δεν έχει εκλείψει. Έχοντας σαν δεδομένο ότι υπάρχει μια τελευταία τίγρης του είδους, ο Martin θα προσπαθήσει να την εντοπίσει, όμως τα σχέδιά του θ' αλλάξουν, όταν η οικογένεια ενός εξαφανισμένου ακτιβιστή κι οι κάτοικοι της περιοχής, τον κάνουν να δει ότι αυτό που έχει αναλάβει είναι πολύ περισσότερο από μια απλή δουλειά.

Η κριτική
"Ο κυνηγός" αποτελεί μια πολύ ενδιαφέρουσα κοινωνικο-πολιτική, δραματική, περιπέτεια με έντονο οικολογικό χαρακτήρα. Το σενάριο της βασίζεται σε διάφορες ιστορίες που αφορούν ένα "μυθικό" πλάσμα, με προέλευση το νησί της Τασμανίας, που ενώ πιστεύεται ότι έχει εκλείψει, υπάρχουν πολλές μαρτυρίες ντόπιων, οι οποίοι ισχυρίζονται ότι το είδος αυτό βρίσκεται ακόμα εν ζωή, χωρίς όμως να έχει επιβεβαιωθεί, ποτέ, κάτι τέτοιο.
Ως κεντρικό ήρωα, γνωρίζουμε έναν άντρα που αποτελεί τον ορισμό του μοναχικού, συγκροτημένου και ψυχολογικά τραυματισμένου ανθρώπου. Παρόλο που οι σεναριογράφοι δεν εστιάζουν τόσο στην ψυχολογική σκιαγράφηση των χαρακτήρων, ο σκηνοθέτης της έχει φροντίσει να δώσει στον θεατή, μέσω της εικόνας και της σιωπής, τις πολύ βασικές πληροφορίες που χρειάζεται για να σκιαγραφήσει, από μόνος του, το προφίλ του καθενός ξεχωριστά.
Με αυτόν τον τρόπο, οι δημιουργοί της ταινίας, καταφέρνουν να εστιάσουν ταυτόχρονα στο οικογενειακό και προσωπικό δράμα των πρωταγωνιστών, στην οικολογική καταστροφή που προκαλεί το εμπόριο με την Δύση στο οικοσύστημα της Τασμανίας, αλλά και το οικονομικό πρόβλημα που προκαλεί στους κατοίκους της περιοχής η ύπαρξη ακτιβιστών, οι οποίοι εμποδίζουν τους γηγενείς να δουλέψουν με κανονικούς ρυθμούς. Η ταινία γίνεται ακόμα πιο ενδιαφέρουσα όταν, στο παιχνίδι, βλέπουμε να μπαίνουν τα συμφέροντα δυτικών εταιριών, για τις οποίες το μόνο που μετρά είναι το κέρδος και δεν διστάζουν, προκειμένου να πάρουν αυτό που θέλουν, να πατήσουν επί πτωμάτων.
Ο Martin, με την άφιξή του στην πανέμορφη αυτή γη, θα έρθει αντιμέτωπος με ένα παρατημένο σπίτι, στο οποίο θα πρέπει να ζήσει για όσο διάστημα εργάζεται πάνω στην εύρεση της τίγρης, αλλά και με τους αφιλόξενους κατοίκους της περιοχής. Η ατμόσφαιρα της ταινίας, αμέσως, δημιουργεί στον θεατή μια εχθρική αίσθηση, που αφήνει να εννοηθεί κάποια πιθανή απειλή κατά της ζωής του πρωταγωνιστή στη διάρκεια της εκεί παραμονής του. Σιγά-σιγά, βέβαια, τα δεδομένα αλλάζουν, καθώς τα παιδιά του εξαφανισμένου ακτιβιστή, θα κάνουν, με το "έτσι θέλω", μέλος της οικογενείας τους τον εσωστρεφή κυνηγό, κάνοντάς τον, ταυτόχρονα, ν' ανοίξει τα μάτια του και να θελήσει να μάθει, για την περιοχή, περισσότερα απ' τα όσα του έχει γνωστοποιήσει ο εργοδότης του.
Έχοντας έναν εξαίρετο Willem Dafoe σε ρόλο πρωταγωνιστή κι ανάλογο cast στους δευτερεύοντες ρόλους, ο Daniel Nettheim, παρουσιάζει μια περιπέτεια που αγγίζει τα όρια του ψυχολογικού θρίλερ και των ταινιών με κοινωνικό ή οικολογικό χαρακτήρα, χωρίς να συγκαταλέγεται όμως στις δυνατές ταινίες του είδους. Μεταφέροντας επί της οθόνης, ένα βιβλίο που έχει ως τόπο δράσης το μελαγχολικό, αλλά υπέροχο τοπίο της Τασμανίας και χρησιμοποιώντας με πολύ όμορφο τρόπο την μουσική, αλλά και την σιωπή ως μέσο έκφρασης, ο σκηνοθέτης της καταφέρνει να δημιουργήσει μια ταινία με πολλά νοήματα και συμβολισμούς, που λόγω των αναγκαίων, αργών ρυθμών της, απευθύνεται κατά βάση στους σινεφίλ θεατές της περιπέτειας.

Βαθμολογία: 2,5/5

Τα σχετικά
Αυστραλιανή περιπέτεια του 2011, βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο της Julia Leigh, σε σενάριο των Wain Fimeri και Alice Addison και σκηνοθεσία του Daniel Nettheim, διάρκειας 102 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Willem Dafoe, Sam Neill, Frances O'Connor, Morgana Davies, Finn Woodlock και Jacek Koman.

Οι σύνδεσμοι
Imdb