13 Δεκεμβρίου 2012

(2012) Marley

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: Marley


Η υπόθεση
Ο Bob Marley ήταν μια εξέχουσα προσωπικότητα της διεθνούς μουσικής σκηνής και παράλληλα ένα από τα σημαντικότερα πρόσωπα του περασμένου αιώνα. Το όνομά του, έχει ταυτιστεί με την reggae, την μαριχουάνα, την Jamaica και την ειρήνη, όμως όλα όσα τον χαρακτηρίζουν, δεν περιορίζονται μόνο σ' αυτά.

Η κριτική
Η επιτυχία ενός βιογραφικού ντοκιμαντέρ δεν εξαρτάται μόνο από το κατά πόσο θ' αρέσει στους θαυμαστές του προσώπου στ' οποίο αφορά, αλλά κυρίως από το κατά πόσο θα καταφέρει να δώσει ένα ολοκληρωμένο πορτραίτο της προσωπικότητάς του, δίνοντας την ευκαιρία στον οποιονδήποτε να έρθει σ' επαφή μ' αυτό και ν' αναγνωρίσει την αξία του. Το "Marley" σίγουρα ανήκει λοιπόν, σ' αυτήν την κατηγορία, καθώς μέσα από ένα οδοιπορικό στον κόσμο του μουσικού, ο θεατής έρχεται σ' επαφή με πολλά στοιχεία που συνθέτουν την εξέχουσα προσωπικότητα του διεθνώς αναγνωρισμένου Τζαμαϊκανού.
Ο Bob Marley, δεν ήταν απλώς μια περσόνα της διεθνούς μουσικής σκηνής που έκανε επιτυχία στην εποχή της ή που απλώς θεωρείται ο βασιλιάς της reggae και συνδέεται αποκλειστικά μ' αυτό το μουσικό είδος. Ο Marley έχει καταφέρει να γίνει ένα σύμβολο, που 30 χρόνια μετά το θάνατό του, συνεχίζει να μιλά μέσω των στίχων του, και να γίνεται ολοένα και πιο σύγχρονος και δημοφιλής στις νεώτερες γενειές.
Ένας μιγάς από την Jamaica, λοιπόν, ένας νεαρός του περιθωρίου, καθώς δεν αναγνωρίστηκε ποτέ ως λευκός από τους λευκούς ή μαύρος απ' τους μαύρους, με τεράστια αγάπη για την μουσική, κατάφερε να συνδέσει το επώνυμο Marley, που παρέπεμπε μέχρι εκείνη την εποχή στην Jamaica, σε μια κατασκευαστική εταιρεία, με το δικό του πρόσωπο. Όπως αναφέρεται στην ταινία, η απόρριψή του από τους συγγενείς του πατέρα του, τον ώθησε να γράψει το "Corner stone" κι όπως λέει η ετεροθαλής αδελφή του, οι στίχοι του τραγουδιού αυτού μοιάζουν προφητικοί, καθώς όντως, σήμερα, ένας είναι ο Marley και σίγουρα δεν σχετίζεται με την κατασκευαστική εταιρεία. Ίσως, σ' αυτό το γεγονός να βασίζεται κι η επιλογή του επιθέτου μονάχα, του μεγάλου καλλιτέχνη, ως τίτλος του ντοκιμαντέρ.
Το ντοκιμαντέρ ξεκινά εισάγοντας τον θεατή στην κοινωνικο-πολιτική κατάσταση της Jamaica των παιδικών χρόνων του Marley. Ύστερα, αναφέρεται στα πρώτα βήματα του νεαρού καλλιτέχνη στον μουσικό χώρο, στην σχέση του με το κίνημα του ρασταφαριανισμού, το οποίο όπως αναφέρει κι ο ίδιος, σε απόσπασμα συνέντευξής του, είναι η ταυτότητά του. Έπειτα συνεχίζει με την γνωριμία και τον γάμο του με την Rita Marley κι ακολουθεί μια γραμμική πορεία της αναπτυσσόμενης καριέρας του.
Το σημαντικότερο στοιχείο του ντοκιμαντέρ, όμως, είναι ότι δεν προβάλλει τον star, αλλά τον θνητό Bob Marley. Μέσα από μια ποικιλία συνεντεύξεων από τη γυναίκα, τις ερωμένες, του φίλους, τους συνεργάτες, τους συγγενείς, τα παιδιά του ή όσους είχαν την τύχη να γνωρίσουν τον Marley, προβάλλεται η ικανότητα του ανθρώπου αυτού να συναναστραφεί τον οποιονδήποτε συνάνθρωπό του και να προσφέρει στον καθένα, κάτι εντελώς διαφορετικό κι αναγκαίο. Κι ίσως να είναι αυτή του η ανάγκη για προσφορά στην κοινωνία και στον καθένα προσωπικά, που σε συνδυασμό με το μουσικό του ταλέντο, τον ώθησαν στο να γίνει διάσημος.
Ο τρόπος με τον οποίο είναι γυρισμένο το έργο, επίσης, διατηρεί τον χαρακτήρα του μεγάλου μουσικού, αναδεικνύοντας ακόμα περισσότερο τον κόσμο του ανθρώπου που απέκτησε μια ντουζίνα παιδιά, που ζούσε ελεύθερα με τους δικούς του κανόνες, που σχετίστηκε με την πολιτική στην προσπάθειά του να προσφέρει στην κοινωνία και που έκανε την Jamaica γνωστή σε όλη την υφήλιο. Ακόμα, με την επιλογή των καταπράσινων εικόνων που προβάλλει, χωρίς λόγια, αφήνει τον θεατή να κατανοήσει τον λόγο που το μεγάλο αστέρι, ποτέ δεν απαρνήθηκε την πατρίδα του και που, παρά τα όσα αντιμετώπισε εκεί, πάντα αγαπούσε την Αφρική και θεωρούσε ολόκληρη την ήπειρο γενέτειρά του.
Έχοντας καταφέρει ν' αποδώσει το κλίμα της εποχής που έλαμψε ο Bob Marley, το μεγαλείο της προσωπικότητάς του και το λόγο που ακόμα και σήμερα τα τραγούδια του συνεχίζουν ν' ακούγονται και να περνάνε στις επόμενες γενιές, η ταινία, προτείνεται στους λάτρεις του σπουδαίου μουσικού, αλλά και σε όσους ενδιαφέρονται να κατανοήσουν τον λόγο που το όνομά του δεν έσβησε με τον θάνατό του.

Βαθμολογία: 3,5/5

Τα σχετικά
Αμερικανικο-βρετανικό βιογραφικό ντοκιμαντέρ του 2012, σε σκηνοθεσία του Kevin Macdonald, διάρκειας 144 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Bob Marley, Ziggy Marley, Jimmy Cliff, Rita Marley, Cedella Marley, Lee "Scratch" Perry και Cindy Breakspeare.

Οι σύνδεσμοι
Trailer 
Imdb 
Rotten Tomatoes 

12 Δεκεμβρίου 2012

(2012) Teddy bear

Πρωτότυπος τίτλος: 10 timer til paradis
Αγγλικός τίτλος: Teddy bear


Η υπόθεση
Ο Dennis (Kim Kold) είναι ένας 38χρονος body-builder, που ζει στο ίδιο σπίτι με την δεσποτική μητέρα του. Κάποια μέρα, ο θείος του, θα του προτείνει να τεξιδέψει για λίγες μέρες στην Ταϊλάνδη, ένα μέρος που οι κοινωνικές συναναστροφές με το αντίθετο φύλο είναι πιο εύκολες. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του εκεί, ο Dennis θα γνωρίσει την Toi (Lamaiporn Hougaard), μια χήρα, ιδιοκτήτρια ενός γυμναστηρίου κι ανάμεσά τους θ' αναπτυχθεί μια πολύ όμορφη σχέση.

Η κριτική
Το "Teddy bear" με δυο λέξεις μπορεί να περιγραφεί ως μια ιδιαίτερα αληθινή και γλυκιά δραματική ταινία, που βασίζεται στην ζωή ενός άντρα, του οποίου το τερατώδες μέγεθος ξεγελά. Ο Dennis είναι ένας καλοκάγαθος ενήλικας, μ' ένα εξαιρετικά γυμνασμένο σώμα, που διαθέτει, όμως, την αθωότητα ενός παιδιού.
Ο Mads Matthiesen από την πρώτη σκηνή της ταινίας του παρουσιάζει το πρόβλημα του Dennis να επικοινωνήσει ουσιαστικά με το αντίθετο φύλο, κάτι που αποτελεί μεγάλο πρόβλημα για τον ίδιο, όταν, έχοντας φτάσει 38 χρονών, δεν έχει μάθει ακόμα πώς να διεκδικήσει μια γυναίκα και, φυσικά, δεν έχει μπορέσει να δημιουργήσει μια οικογένεια.
Στην ακόλουθη σκηνή, χωρίς περιττά λόγια, ο θεατής θα γνωρίσει την μητέρα του συνεσταλμένου αυτού γίγαντα, κι αμέσως θ' αντιληφθεί την επιρροή που ασκεί αυτή πάνω του και θα καταλάβει τον λόγο που ο Dennis συμπεριφέρεται ακόμα σαν έφηβος. Στην συνέχεια, βέβαια, ο σκηνοθέτης, φροντίζει να κάνει σαφή και τον βαθμό στον οποίο ο συμπαθητικός αυτός άντρας είναι ευνουχισμένος, με την προβολή σκηνών, όπου η μάνα μπαίνει στην τουαλέτα όσο ο γιός κάνει μπάνιο ή που τον στέλνει πίσω να ελέγξει αν έχει, όντως, κλειδώσει την πόρτα.
Η ζωή του Dennis, με απλά λόγια περιστρέφεται γύρω από το σπίτι, την δουλειά και τις λίγες στιγμές ευτυχίας που βρίσκει στο γυμναστήριο, οι οποίες όσο περνάνε τα χρόνια, σταματούν να καλύπτουν το συναισθηματικό κενό που έχει δημιουργήσει η απώλεια της ανθρώπινης επαφής. Κατά τη διάρκεια του γάμου ενός θείου του, ο Dennis, θα παρατηρήσει την ευτυχία του νεόνυμφου ζεύγους και σ' ένα σύντομο χρονικό διάστημα, με την βοήθεια του γαμπρού, θα κάνει ένα ταξίδι αναψυχής στην χώρα καταγωγής της νύφης, την Ταϊλάνδη.
Έχοντας πει, λοιπόν, ψέματα στην μητέρα του για τον πραγματικό προορισμό του, ο Dennis, ταξιδεύει στην Ασία, όπου θα συναντήσει αρκετές εκπορνευόμενες γυναίκες, οι οποίες πρόθυμα θα μείνουν στον ίδιο χώρο μαζί του. Όμως, ο Dennis, δεν έχει ανάγκη από σαρκική επαφή κι από την ικανοποίηση που θα του δώσει η αντίδραση της αποκάλυψης του σώματός του στις νεαρές κοπέλες. Έτσι, όντας δυσαρεστημένος από την ανικανότητά του να "επικοινωνήσει" με το άλλο φύλο, θα καταφύγει στο μόνο μέρος που θα του δώσει λίγες στιγμές απόλαυσης, που δεν είναι άλλο από το τοπικό γυμναστήριο.
Εκεί, θα τον υποδεχτεί με χαρά ένας νεαρός θαυμαστής του και μέσω αυτού, θα γνωρίσει την ιδιοκτήτρια του γυμναστηρίου, την Toi. Η αμοιβαία συμπάθεια των δυο βασανισμένων πλασμάτων, θα εξελιχθεί σε μια αγνή αγάπη, η οποία θα λειτουργήσει σωτήρια και για τους δυο, καθώς θα δώσει την δύναμη στον Dennis να διεκδικήσει τα αυτονόητα και θα βγάλει από την μίζερη κι άνευ ουσίας ζωή της την Toi.
O Mads Matthiesen, πέντε χρόνια μετά την μικρού μήκους ταινία του "Dennis" αποφασίζει να γυρίσει την πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους, με κεντρικό ήρωα τον ίδιο αξιολάτρευτο χαρακτήρα. Με μια πρώτη ματιά, ο θεατής, καταλαβαίνει ότι τα φαινόμενα, πολλές φορές, απατούν, καθώς αυτό το 38χρονο τέρας, συμπεριφέρεται ως ένα αγνό πρόβατο. Σε δεύτερο πλάνο, όμως, σε όλη τη διάρκεια της ταινίας, βρισκόμαστε απέναντι σε μια βαριά τραυματισμένη ψυχή που βρίσκει επιτέλους το κουράγιο να κάνει μερικά μικρά κι αργά βήματα για την ικανοποίηση των φυσικών αναγκών της.
Το "Teddy bear" διαθέτει άκρως φυσικές ερμηνείες, με τον Kim Kold να αγγίζει τα όρια του αξιολάτρευτου, και μια ήρεμη σκηνοθεσία. Η ταινία είναι τραβηγμένη με κάμερα στο χέρι, χωρίς όμως να μοιάζει με τις ταινίες του Δόγματος, καθώς με τους χαρακτήρες που παρουσιάζει καταφέρνει να δημιουργήσει μια γλυκιά ατμόσφαιρα, η οποία ενισχύεται κι από τη μουσική επένδυση, κι εστιάζει περισσότερο στο να πει την ιστορία του ανθρώπου αυτού, παρά στο να κάνει κάποια δήλωση. Έχοντας αργούς ρυθμούς, κατά κύριο λόγο προτείνεται στο σινεφίλ κοινό, που έχει την διάθεση να δει μια όμορφη, αλλά καθυστερημένη ιστορία ενηλικίωσης.

Βαθμολογία: 3,5/5

Τα σχετικά
Δανέζικο δράμα του 2012, σε σενάριο των Mads Matthiesen και Martin Zandvliet και σκηνοθεσία του Mads Matthiesen, διάρκειας 92 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Kim Kold, Lamaiporn Hougaard και Elsebeth Steentoft.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

11 Δεκεμβρίου 2012

(2012) Τα πλεονεκτήματα του να είσαι στο περιθώριο

Πρωτότυπος/Αγγλικος τίτλος: The perks of being a wallflower


Η υπόθεση
Ο Charlie (Logan Lerman) είναι ένα 15χρονο αγόρι, όχι ιδιαίτερα κοινωνικό, που όνειρο του είναι να γίνει μια μέρα συγγραφέας. Όταν ξεκινά το σχολείο, προσπαθεί να προσεγγίσει κάποιους παλιούς γνωστούς του, όμως κανείς δεν θέλει να κάνει παρέα μαζί του. Έτσι, κάποια μέρα θα πάει μόνος του σ' ένα γήπεδο, όπου θα συναντήσει δυο ετεροθαλή αδέλφια, τελειόφοιτους, τον Patrick (Ezra Miller) και την Sam (Emma Watson). Αποκαλύπτοντάς τους, ότι ο κολλητός του αυτοκτόνησε πριν λίγο καιρό, ο Charlie, θα γίνει μέλος της παρέας τους και μέχρι να τελειώσει η χρονιά, θα έχει αναπτυχθεί μια πολύ δυνατή σχέση που ενώνει τους τρεις τους.

Η κριτική
"Τα πλεονεκτήματα του να είσαι στο περιθώριο" είναι μια πολύ γλυκιά και πολύ αληθινή ταινία που μιλά για τις ανησυχίες κάθε έφηβου νέου. Άσχετα από το αν κάποιος είναι δημοφιλής ή αφανής, η εφηβεία είναι μια ηλικιακή περίοδος που όλοι προβληματιζόμαστε κι αναζητούμε την σεξουαλική μας ταυτότητα ή την θέση μας στην κοινωνία. Έτσι, εδώ, θα γνωρίσουμε τρία νεαρά παιδιά, όπου το καθένα με τον τρόπο του κι ανάλογα με τον χαρακτήρα του, προσπαθεί να γίνει αποδεκτό από τους γύρω του και να πετύχει τους στόχους του, έστω κι αν έχει καθυστερήσει ν' ανακαλύψει ποιοί είναι αυτοί.
Ο κεντρικός ήρωας, ο Charlie, είναι κι αυτός με τον οποίο ταυτίζεται η πλειοψηφία των νεαρών εφήβων. Ο Charlie είναι ένα εσωστρεφές παιδί, μη αποδεκτό από την κοινωνία του σχολείου του, ο οποίος βιώνει την απώλεια του καλύτερού του φίλου αλλά κι έναν παλαιότερο θάνατο ενός συγγενικού του προσώπου. Παρόλα αυτά όμως, βλέπουμε τον νεαρό ήρωα να προσπαθεί με κάθε τρόπο να σταθεί στα πόδια του και να μην αντιμετωπίσει τον εαυτό του ως κοινωνικό απόβλητο. Αυτή η θέληση που έχει να γνωρίσει καινούργια άτομα και να συνεχίσει να ζει την ζωή του, είναι που τον οδηγεί να πάει μόνος του στον ποδοσφαιρικό αγώνα που θα γνωρίσει τον Patrick και την Sam.
Η Sam τώρα, είναι μια κοπέλα που έχει περάσει από το στάδιο του δημοφιλούς κοριτσιού, αλλά που έχει κάνει πολλές θυσίες σε βάρος του εαυτού της για ν' ανήκει σ' αυτήν την ελιτίστικη κατηγορία παιδιών. Τώρα λοιπόν, έχοντας μια λίγο πιο ώριμη σκέψη, καταλαβαίνει ότι αυτό που χρειάζεται πραγματικά, δεν είναι τα πάρτυ, τα μεθύσια και τα ακατάλληλα αγόρια, αλλά μια δεύτερη ευκαιρία να κάνει κάτι για τον εαυτό της, περνώντας στο πανεπιστήμιο.  Φυσικά τα κενά που έχει στην μόρφωσή της, αποτελούν μεγάλο πρόβλημα για την ίδια, αφού δεν καταφέρνει να πιάσει τη βαθμολογία που χρειάζεται, όμως με την βοήθεια του Charlie, μελετά και συνεχίζει να προσπαθεί.
Φυσικά, στο τέλος, θα γνωρίσουμε τον Patrick, το αγόρι που έχει αποδεχτεί τον εαυτό του γι' αυτό που πραγματικά είναι και που βγάζει την αυτοπεποίθησή του μέσω του χιούμορ. Με άλλα λόγια, ο Patrick, είναι ο κλόουν της παρέας, το παιδί που φαινομενικά δεν αντιμετωπίζει κανένα πρόβλημα κατά την εφηβεία του και που τα έχει βρει με τον εαυτό του. Η αλήθεια είναι ότι ο Patrick έχει όντως αποδεχτεί τον εαυτό του γι' αυτό που πραγματικά είναι, ομοφυλόφιλος δηλαδή. Όμως, συνάπτει μια σχέση, την οποία αναγκάζεται να κρατήσει μυστική, καθώς ο φίλος του δεν έχει αποκαλύψει τις σεξουαλικές του προτιμήσεις στον κύκλο και την οικογένειά του. Έτσι, ο Patrick αντιπροσωπεύει όλους τους εφήβους που αναγκάζονται να καταπιέσουν τους εαυτούς τους, για χάρη κάποιου άλλου προσώπου. Σαφώς κι ο Patrick, έχει ανασφάλειες, όπως κάθε παιδί της ηλικίας του, απλώς δεν είναι οι δικές του ανασφάλειες, είναι αυτές της κοινωνίας στην οποία ζούμε.
Μέσω αυτών των τριών βασικών ηρώων, θα γνωρίσουμε και τα υπόλοιπα μέλη της παρέας τους, οι οποίοι είναι εξίσου ρεαλιστικοί χαρακτήρες και θα συμβάλλουν ο καθένας με τον τρόπο του στην εξέλιξη της ιστορίας. Επίσης, θα έρθουμε σε επαφή με την οικογένεια του Charlie, η οποία προσπαθεί να υποστηρίξει το νεαρότερο μέλος της με όποιον τρόπο είναι δυνατόν, αλλά και με τον καθηγητή λογοτεχνίας του νεαρού παιδιού, που αναγνωρίζει τις δυνατότητές του και προσπαθεί να ενισχύσει το έμφυτο ταλέντο του.
Η σκηνοθεσία του έργου, είναι κι αυτή με τη σειρά της πολύ γλυκιά κι όμορφη κι επικεντρώνεται στην ανάδειξη της ιστορίας του. Πολύ σημαντικό στοιχείο είναι ότι γίνεται αναφορά στα ναρκωτικά και τα αλκοολούχα ποτά που ρέουν ελεύθερα στα πάρτυ ανηλίκων, χωρίς όμως το γεγονός να κατακρίνεται. Αντίθετα, ίσως σε κάποιο σημείο να φαίνεται πως υπερασπίζεται την χρησιμότητά τους, χωρίς όμως να την επιβραβεύει. Είναι σημαντικό, πάντως, σ' ένα έργο που απευθύνεται στο νεανικό κοινό να μην δείχνεις μια ατόφια παιδευτική διάθεση, αλλά να προσπαθήσεις να πιάσεις τον παλμό του, δείχνοντας την πραγματική εικόνα του κόσμου του και συμπάσχοντας μαζί του. Η επιλογή των ηθοποιών να ενσαρκώσουν τους ρόλους, επίσης, δεν θα μπορούσε να είναι περισσότερο ταιριαστή. Όλοι οι νεαροί ηθοποιοί, ανταποκρίνονται άψογα στους ρόλους τους, δίνοντας ακόμα περισσότερο ρεαλισμό μέσω αυτών.
Χωρίς να μιλάμε για κάτι το εξωφρενικά πρωτότυπο ή για μια ταινία σταθμό στην ιστορία του κινηματογράφου, "Τα πλεονεκτήματα του να είσαι στο περιθώριο" είναι μια γλυκιά ταινία της νιότης, που απευθύνεται σε όλους τους χαμένους εφήβους που ψάχνουν να βρουν το νόημα της ζωής, αλλά και σε όλους τους ενήλικες νοσταλγούς της γλυκιάς αυτής περιόδου, καθώς το μόνο σίγουρο είναι ότι θα θυμηθούν τα δικά τους προσωπικά βιώματα, μέσω αυτής.

Βαθμολογία: 3/5

Τα σχετικά
Αμερικάνικο δράμα του 2012, βασισμένο στο ομώνυμο βιβλίο του Stephen Chbosky, σε σενάριο και σκηνοθεσία του ιδίου, διάρκειας 102 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές τους, Logan Lerman, Emma Watson, Ezra Miller, Mae Whitman, Erin Wilhelmi, Johnny Simmons, Dylan McDermott, Kate Walsh, Melanie Lynskey, Nina Dobrev, Paul Rudd και Joan Cusack.

Οι σύνδεσμοι
Trailer 
Imdb 
Rotten Tomatoes 

9 Δεκεμβρίου 2012

(2012) Έγκλημα στη λίμνη

Πρωτότυπος τίτλος: La sirga
Αγγλικός τίτλος: The towrope


Η υπόθεση
Η Alicia (Joghis Seudin Arias) είναι μια νεαρή κοπέλα που έχασε και τους δυο γονείς της κατά την τελευταία επίθεση στο χωριό της. Μην έχοντας πια πού να μείνει, ξεκινά να βρει τον μοναδικό συγγενή της, τον αδελφό του πατέρα της, Oscar (Julio César Roble), κι ιδιοκτήτη ενός εγκαταλελειμμένου κι ετοιμόρροπου πανδοχείου στην άκρη μιας λίμνης. Κατά την παραμονή της εκεί, θα βοηθήσει τον Oscar να επιδιορθώσει τις ζημιές, που έχουν προκληθεί από τον χρόνο και τις καιρικές συνθήκες.

Η κριτική
Το "Έγκλημα στη λίμνη" είναι ένα δραματικό έργο, που εστιάζει στην καταγραφή της καθημερινής ζωής μιας ολόκληρης κοινότητας, η οποία προσπαθεί, με τα όποια μέσα διαθέτει, να ξαναφτιάξει όλα όσα έχουν καταστραφεί.
Η ταινία ξεκινά, δείχνοντας εικόνες από τα απομεινάρια κάποιας επίθεσης, έπειτα ακολουθεί μια εικόνα του τοπίου της περιοχής και μετά εμφανίζει την εικόνα ενός "λόφου", ο οποίος παρά τα όσα συμβαίνουν στον περιβάλλοντα χώρο, συνεχίζει να επιπλέει στο νερό της λίμνης και να κατευθύνεται προς έναν άγνωστο τόπο. Η εισαγωγή στο κεντρικό θέμα του έργου, ολοκληρώνεται με δυο γαλότσες που διασχίζουν το υγρό έδαφος και με την Alicia να σωριάζεται, από την ταλαιπωρία, στη γη.
Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι ολόκληρο το έργο είναι ένας συνεχής συμβολισμός κι ότι η Alicia δεν είναι στην πραγματικότητα κάποιο πρόσωπο, αλλά μια ιδέα ή μια έμφυτη ανάγκη του ανθρώπου να καλυτερεύσει την ζωή του, ακόμα κι όταν η απειλή μιας επικείμενης εχθρικής εισβολής είναι πιο κοντά από ποτέ, καθώς η παρουσία της, γεννά ταυτόχρονα ελπίδα και φόβο.
Με το που θα μεταφερθεί η Alicia στο πανδοχείο του θείου της κι αφού γίνουν οι απαραίτητες συστάσεις, βλέπουμε ότι η κοπέλα θα παραμείνει ως φιλοξενούμενη εκεί, όμως για την στέγη που της προσφέρεται θα πρέπει να προσφέρει κι αυτή τα ελάχιστα στον οικοδεσπότη της. Έτσι, ξεκινά με το μαγείρεμα και σιγά-σιγά, θα πάρει την πρωτοβουλία να βοηθήσει στις επιδιορθώσεις του κτηρίου.
Η Alicia, είναι ένα βασανισμένο πλάσμα, με μόνο δείγμα των τραυμάτων που φέρει, το γεγονός ότι μετά από πολλά χρόνια, ξεκινά πάλι να υπνοβατεί. Παρόλα αυτά, η παρουσία της σ' ένα μέρος που οι κάτοικοί του είναι συμβιβασμένοι με την ρουτίνα της καθημερινότητας, λειτουργεί ανανεωτικά. Η Alicia θα ξυπνήσει την περιέργεια των κατοίκων, θα τους κάνει να την ερωτευτούν και να ονειρευτούν κάτι διαφορετικό απ' αυτό που ζουν, αλλά ταυτόχρονα, η παρουσία της εκεί, θα σημάνει για πολλούς τον κίνδυνο μιας επίθεσης.
Η διάθεση, όμως, που δείχνει αυτό το πλάσμα για τη ζωή, λειτουργεί ανανεωτικά για όλα τα άτομα που θα την συναναστραφούν. Μετά την έλευσή της και με την βοήθεια που θα προσφέρει ως αντάλλαγμα, θα δούμε ότι το πανδοχείο θα πάρει την καλύτερη μορφή που είχε ποτέ, ο, για καιρό εξαφανισμένος ξάδελφός, της επιστρέφει, ο θείος της ξεκινά να εκτρέφει πέστροφες, ο νεαρός βαρκάρης την ερωτεύεται κι όλα γύρω της παρουσιάζουν μια ρεαλιστική τάση καλυτέρευσης. Μπορεί οι άνθρωποι του χωριού να κάνουν συνεχώς προσπάθειες για βελτίωση και να ονειρεύονται, όμως, κανείς δεν ξέρει αν τα όνειρά τους θα πραγματοποιηθούν τελικά.
Ο William Vega έχει δημιουργήσει ένα έργο που μιλά μέσω των εικόνων που παρουσιάζει κι όχι τόσο μέσω της αφήγησης. Προβάλλοντας μια καθημερινότητα κι εστιάζοντας σε κάποιες ανεπαίσθητες λεπτομέρειες του περιβάλλοντος, που χάνονται στην συνολική εικόνα, δίνει στο κοινό ένα περισσότερο ποιητικό και τεχνικό έργο, με θέμα την ζωή των ανθρώπων στις απομακρυσμένες και τρομοκρατούμενες περιοχές γύρω από τις Άνδεις. Όντας λοιπόν μια ρεαλιστική, αλλά ταυτόχρονα κι άκρως αλληγορική ταινία, προτείνεται κατά κύριο λόγο στους σινεφίλ θεατές του χώρου.

Βαθμολογία: 2,5/5

Τα σχετικά
Κολομβιανό δράμα του 2012, σε σενάριο και σκηνοθεσία του William Vega, διάρκειας 88 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Joghis Seudin Arias, Julio César Roble, David Guacas, Floralba Achicanoy και Heraldo Romero.

Οι σύνδεσμοι
Trailer 
Imdb 
Rotten Tomatoes

(2012) Άνθρωποι σαν κι εμάς

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: People like us



Η υπόθεση
Ο Sam (Chris Pine) είναι ένας από τους καλύτερους συμβούλους εμπορίου μιας μεγάλης εταιρίας του κλάδου. Την ημέρα που κλείνει την μεγαλύτερη συμφωνία του, από της οποίας την προμήθεια ελπίζει να ξεχρεώσει, το αφεντικό του μαθαίνει ότι εξαιτίας των περικοπών που έκανε ο νεαρός, για να εξασφαλίσει στην εταιρία μεγαλύτερο κέρδος, εξερράγη ένα τρένο με ντοματόσουπες στο Μεξικό. Όλη η εταιρία απειλείται με μήνυση και γι' αυτό, ο Sam θα πρέπει τώρα ν' αναλάβει, με τα χρήματα της πολυπόθητης προμήθειας, να λαδώσει κάποιον αρμόδιο. Την ίδια μέρα, η μητέρα του, καλεί επίμονα στο κινητό, όμως εκείνος της το κλείνει. Φτάνοντας σπίτι, η κοπέλα του, του ανακοινώνει ότι πέθανε ο πατέρας του. Αναγκαστικά, μέσα σε όλα του τα προβλήματα, ο Sam, θα πρέπει να ταξιδέψει στο πατρικό του για τα συλλυπητήρια. Αν και δεν έχει σκοπό να μείνει παραπάνω από μια διανυκτέρευση, πριν την αναχώρησή του, θα του δοθεί ένα ποσό 150.000 δολαρίων μ' ένα σημείωμα από τον πατέρα του, να τα παραδώσει σε κάποιον Josh (Michael Hall D'Addario). Στην προσπάθειά του να καταλάβει για ποιό λόγο ο αποθανών, αντί ν' αφήσει τα χρήματα σ' εκείνον, επέλεξε κάποιον άγνωστο, θα γνωρίσει την Frankie (Elizabeth Banks), την μητέρα του Josh, η οποία μοιάζει καταπληκτικά με τον πατέρα του. Στην ανάγκη του να μάθει περισσότερα γι' αυτήν την γυναίκα, θα παρατείνει την παραμονή του εκεί και θ' αναθεωρήσει τις απόψεις του για την οικογένεια.

Η κριτική
Το "Άνθρωποι σαν κι εμάς" είναι ένα δράμα που μιλά για τους δεσμούς της οικογένειας και προβάλλει την ανθρώπινη αδυναμία ως μέρος των λανθασμένων αποφάσεων που παίρνουν μερικές φορές οι γονείς κι επηρεάζουν μ' αυτές τα παιδιά τους. Παρόλα αυτά, ακόμα και μετά θάνατον, μπορεί να δοθεί σε κάποιον η ευκαιρία να διορθώσει τα λάθη του και να λάβει άφεση αμαρτιών.
Στην συγκεκριμένη ταινία, θα δούμε δυο παράλληλες ιστορίες να ξετυλίγονται, με τον πρωταγωνιστικό ρόλο να έχει αναλάβει ο νόμιμος γιός του αποθανόντος μουσικού παραγωγού Jerry Harper (Dean Chekvala). Ο Jerry, όντας ένας άνθρωπος της μουσικής ροκ σκηνής, θα μπορούσαμε να πούμε ότι είχε έναν χαρακτήρα πιο απελευθερωμένο απ' αυτόν ενός απλού οικογενειάρχη. Έτσι, παρόλη την αγάπη που έτρεφε για το πρόσωπο της γυναίκας του, Lillian (Michelle Pfeiffer), είχε παράλληλα και μια κόρη, εκτός γάμου, την Frankie, την οποία κι εγκατέλειψε όταν εκείνη ήταν 8 χρονών.
Με τις επιλογές του αυτές, βέβαια, ο Jerry, κατάφερε απλώς από την μια ν' απομακρυνθεί από το γιό του και να του  δημιουργήσει μια απέχθεια για οτιδήποτε τείνει να μοιάσει σε οικογένεια κι από την άλλη, η εγκατάλειψη της Frankie, ώθησε την νεαρή κοπέλα να κατηγορήσει τον εαυτό της και να οδηγηθεί στις καταχρήσεις. Το καθένα από τα δυο του παιδιά, μεγάλωσε με την δική του προσωπική ιστορία απώλειας του πατρικού προτύπου και τα δυο όμως, εξαιτίας αυτού, φέρουν πληγές που επηρεάζουν την ενήλικη συμπεριφορά τους.
Όταν οι δρόμοι των δυο ετεροθαλών αδελφών, διασταυρωθούν, τον Sam, θα τον τραβήξει κάτι πολύ οικείο στην Frankie, αλλά κι εκείνη, χωρίς να γνωρίζει την πραγματική ταυτότητα του νεαρού αγνώστου, θα νιώσει σαν να τον γνωρίζει από παλιά. Σιγά-σιγά, θα δούμε ότι θ' αρχίσει ν' αναπτύσσεται ένας αληθινός δεσμός, ανάμεσα στα δυο ετεροθαλή αδέλφια, ο οποίος θα τους βοηθήσει να κατανοήσουν την συμπεριφορά του πατέρα τους, ν' αναθεωρήσουν τις ζωές τους και να βρουν επιτέλους τη γαλήνη που λείπει κι απ' τους δυο τους.
Το έργο, βασίζεται κατά κύριο λόγο στην γνωστή παροιμία: "Αμαρτίες γονέων παιδεύουσι τέκνα", χωρίς όμως να στοχεύει σ' ένα "κατηγορώ" των γονεϊκών αποφάσεων που μας οδηγούν να εξελιχθούμε σ' αυτό που είμαστε σήμερα. Αντίθετα, η ταινία προσπαθεί μ' έναν πολύ όμορφο τρόπο, να δείξει ότι για το ίδιο πρόσωπο, υπάρχουν διάφορες αλήθειες, οι οποίες μπορεί κάποιες φορές να μοιάζουν αντικρουόμενες, όμως αν τις συνθέσει κανείς καταλλήλως, μπορεί να φτάσει σε μια κοινή αλήθεια και να κατανοήσει επιτέλους τα "γιατί" που θα τον βοηθήσουν να λυτρωθεί.
Ενδιαφέρον, παρουσιάζει το γεγονός ότι η ταινία, δεν είναι ένα καθαρό οικογενειακό δράμα, αλλά τείνει λίγο σε ρομαντική κομεντί, γεγονός που την κάνει λίγο πιο ανάλαφρη κι ευχάριστη. Έχοντας ταυτόχρονα μια συμπαθητική σκηνοθεσία κι ικανοποιητικές ερμηνείες, με αυτήν της Michelle Pfeiffer να ξεχωρίζει ευχάριστα γι' ακόμα μια φορά, κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει τους δημιουργούς της για κάποιες μικρές ατέλειες της ταινίας. Για παράδειγμα, η Elizabeth Banks, είναι τόσο περιποιημένη που είναι αδύνατον να πιστέψει κανείς ότι είναι πρώην αλκοολική ή η συμπεριφορά του μικρού Josh, μοιάζει μ' αυτήν ενός αρκετά συνειδητοποιημένου παιδιού, κάτι το οποίο δεν δικαιολογεί τα προβλήματα που δημιουργεί, αλλά ούτε και το πώς ένα ορφανό αγόρι, με μια προβληματική μάνα, απέκτησε τέτοιον σταθερό χαρακτήρα.
Αλλά όπως προείπα, το επίκεντρο του έργου, δεν είναι η ανάδειξη των προβληματικών τόσο, όσο η δημιουργία μιας όμορφης αίσθησης κι η ανάπτυξη ενός θετικού τρόπου σκέψης για την ζωή, αλλά και για τα όσα μας έχουν διαμορφώσει. Γι' αυτό το λόγο, προτείνεται σε όσους ψάχνουν για μια καλή δραματική, αλλά παράλληλα κι ανάλαφρη ταινία που θα τους ταξιδέψει για δυο ώρες περίπου.

Βαθμολογία: 3/5

Τα σχετικά
Αμερικάνικο δράμα του 2012, σε σενάριο των Alex Kurtzman, Roberto Orci και Jody Lambert και σκηνοθεσία του Alex Kurtzman, διάρκειας 114 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές τους Chris Pine, Elizabeth Banks, Michael Hall D'Addario, Michelle Pfeiffer και Olivia Wilde.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

6 Δεκεμβρίου 2012

(2012) Το αγόρι στο τελευταίο θρανίο

Πρωτότυπος τίτλος: Dans la maison
Αγγλικός τίτλος: In the house


Η υπόθεση
Ο Claude (Ernst Umhauer), είναι ένας 16χρονος νέος, ο οποίος με μια έκθεσή του θα κεντρίσει το ενδιαφέρον του καθηγητή λογοτεχνίας του, Germain (Fabrice Luchini), καθώς από το κείμενό του, φαίνεται πως, ο μαθητής αυτός, έχει εξαιρετικό ταλέντο στο γράψιμο. Ο Germain θέλοντας να βοηθήσει τον νεαρό Claude να βελτιώσει την τεχνική γραφής του, θα του παράσχει επιπλέον ώρες ιδιαιτέρων μαθημάτων, στις οποίες θα του δίνει οδηγίες για τον τρόπο που πρέπει να συνεχίσει την ιστορία του και θα του επισημαίνει τα λάθη του. Το ζήτημα είναι ότι ο Claude χρησιμοποιεί ως κεντρικούς ήρωες της ιστορίας του τα πρόσωπα της οικογένειας ενός συμμαθητή του, του Rapha (Bastien Ughetto), στο σπίτι του οποίου έχει καταφέρει να εισχωρήσει, βοηθώντας τον στα μαθηματικά. Όμως, μήπως αυτή η ιδιότυπη σχέση που αναπτύσσει σταδιακά ο Claude με τα μέλη της οικογένειας του Rapha, δεν είναι και τόσο αθώα όσο δείχνει;

Η κριτική
Το νέο έργο του François Ozon, είναι κατά βάση μια μυστηριώδης δραματική ιστορία, που αφορά ένα έφηβο αγόρι, το οποίο εισχωρεί, μ' έναν αρκετά έξυπνο τρόπο, στην ζωή μιας, φαινομενικά, τέλειας οικογένειας. Βασιζόμενο στο θεατρικό έργο του Juan Mayorga, "Το αγόρι στο τελευταίο θρανίο", θα έλεγε κανείς ότι σαν θέμα, η ιστορία παρουσιάζει αρκετό ενδιαφέρον, το οποίο όμως δεν καταφέρνει να διατηρηθεί ακέραιο στην κινηματογραφική μεταφορά του έργου.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, παρουσιάζει το γεγονός, ότι ο νεαρός Claude, καθώς εισχωρεί, σταδιακά όλο και περισσότερο, στην ζωή της οικογένειας του Rapha, δεν αρκείται στην απλή καταγραφή κάποιων συμπεριφορών ή στην χρήση της φαντασίας του, για να γράψει την συνέχεια της ιστορίας του, αλλά αντίθετα, προσπαθεί να τροποποιήσει την καθημερινότητα των μελών της, έτσι ώστε να γίνει κι ο ίδιος μέλος της και να καλύψει με αυτόν τον τρόπο και τις δικές του ανάγκες, χρησιμοποιώντας ως πρόφαση την ικανοποίηση των επιθυμιών του κεντρικού ήρωα, που δεν είναι άλλος από τον ίδιο.
Έχοντας ένα ιδιαίτερο χάρισμα, αυτό της συγγραφής, καταφέρνει να μαγέψει με το ταλέντο του τον καθηγητή λογοτεχνίας, Germain, ωθώντας τον να συμμετάσχει κι αυτός στο διεστραμμένο σχέδιό του, να κατακτήσει την καρδιά της μητέρας του Rapha, Esther (Emmanuelle Seigner), να γίνει ο πατέρας Rapha (Denis Ménochet) στην θέση του πατέρα και ταυτόχρονα κι ο γιός Rapha στην θέση του γιού.
Μην έχοντας ο ίδιος μια φυσιολογική οικογένεια, καθώς η μητέρα του τον εγκατέλειψε σε μικρή ηλικία κι ο πατέρας του έμεινε ανάπηρος, κι όντας, παράλληλα, σε μια ηλικία που αναζητά έντονα την ταυτότητά του, μαγεύεται από την εικόνα της στοργικής μητέρας, του φιλικού πατέρα και του αδύναμου γιού, που ενώ τα έχει όλα δεν έχει εξελιχθεί στο δυναμικό άτομο που θα έπρεπε, κι, αρχικά από περιέργεια κι έπειτα επειδή απλώς μπορεί, αποφασίζει να γνωρίσει καλύτερα τον κάθε χαρακτήρα και στην πορεία να τους χρησιμοποιήσει για να εξυπηρετήσει τους σκοπούς του.
Η αλήθεια είναι ότι στην ταινία, κυριαρχεί η αίσθηση μιας δραματικής ιστορίας κι όχι τόσο το στοιχείο του ψυχολογικού θρίλερ και το γεγονός ότι δεν προσανατολίζεται κάπου συγκεκριμένα, είναι και το βασικότερό της ελάττωμα. Το μόνο πράγμα που παραπέμπει σε θρίλερ, είναι αυτή η διαστροφή που υπάρχει, αρχικά στον Claude ότι μπορεί να χειραγωγήσει τους πάντες, κι έπειτα, θα δούμε ότι γεννιέται και στον καθηγητή ένα διαφορετικό είδος διαστροφής, αυτό του ηδονοβλεψία στην ζωή ενός άλλου ζεύγους. Το κοινό τους όμως στοιχείο διαστροφής, είναι αυτός ο αλλόκοτος τρόπος που διαλέγουν να εκπληρώσουν τις επιθυμίες τους. Ο Claude αποκτά την οικογένεια που του στερήθηκε κι ο Germain, με τη σειρά του, αποκτά το γιό που ποτέ δεν αξιώθηκε ν' αποκτήσει. Οι δυό τους, χάνονται μέσα στην φαντασίωση και καταλήγουν να ζουν κυρίως μέσα σ' αυτήν. Ωστόσο, όπως ανέφερα, τα παραπάνω δεν είναι τόσο ευδιάκριτα, καθώς δίνεται περισσότερη έμφαση στο ονειρικό στοιχείο της φαντασίωσης κι όχι τόσο στα σκοτεινά της κομμάτια.
Έχοντας μια συμπαθητική, αλλά όχι ιδιαίτερη, σκηνοθεσία κι εξίσου συμπαθητική φωτογραφία, μουσική επένδυση κι ερμηνείες, προτείνεται κατά κύριο λόγο, σε όσους αρέσει το γαλλικό σινεμά και δεν τους ενοχλεί η φλυαρία στην οποία εμπίπτει κάποιες φορές αυτό.

Βαθμολογία: 2,5/5

Τα σχετικά
Γαλλικό δράμα του 2012, βασισμένο στο θεατρικό έργο "Το αγόρι στο τελευταίο θρανίο" του Juan Mayorga, σε σενάριο και σκηνοθεσία του François Ozon, διάρκειας 105 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Ernst Umhauer, Fabrice Luchini, Kristin Scott Thomas, Emmanuelle Seigner, Bastien Ughetto και Denis Ménochet.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

5 Δεκεμβρίου 2012

(1964) Άμλετ

Πρωτότυπος τίτλος: Гамлет (Gamlet)
Αγγλικός τίτλος: Hamlet


Η υπόθεση
Η Δανία θρηνεί τον θάνατο του βασιλιά της, όμως μέσα σ' ένα διάστημα δυο μηνών μόλις, ο νέος βασιλιάς κι αδελφός του αποθανόντος, Κλαύδιος (Mikhail Nazvanov), διοργανώνει γιορτή στο παλάτι, για να γιορτάσει τον γάμο του με την χήρα βασίλισσα και μητέρα του πρίγκιπα Άμλετ (Innokentiy Smoktunovskiy), Γερτρούδη (Elza Radzina). Το φάντασμα του νεκρού βασιλιά, θα εμφανιστεί στον πρίγκιπα Άμλετ, αποκαλύπτοντάς του ότι στην πραγματικότητα δολοφονήθηκε από τον Κλαύδιο και θα του ζητήσει να πάρει εκδίκηση για τον φόνο. Ο Άμλετ, διχασμένος, σχεδιάζει ν' αποκαλύψει την σκευωρία του Κλαύδιου και ν' αποδώσει δικαιοσύνη, όπως τον διέταξε το φάντασμα του πατέρα του. Μέσα από μια σειρά αλληλένδετων γεγονότων, το βασίλειο της Δανίας, καλύπτεται από ένα πέπλο θανάτου, του οποίου θύματα είναι κι αθώα πλάσματα, όπως η Οφηλία (Anastasiya Vertinskaya).

Η κριτική
Ο "Άμλετ" του Grigori Kozintsev θεωρείται, από πολλούς κριτικούς, η καλύτερη μεταφορά του θεατρικού έργου του William Shakespeare, στην μεγάλη οθόνη, κι αυτό όχι άδικα. Όντας, δε, ένα κλασικό πια, δημιούργημα, του οποίου η αρτιότητα αγγίζει την κινηματογραφική τελειότητα, χωρίς να διαβρώνει ούτε στο ελάχιστο, το θεατρικό κείμενο, είναι πρακτικά αδύνατον ν' ασκηθεί κριτική, χωρίς αυτή να καταλήγει να πλέκει, ουσιαστικά, εγκώμιο στον σκηνοθέτη.
Επειδή, επίσης, δεν αξίζει τον κόπο να σταθεί κάποιος στην ανάλυση των χαρακτήρων του έργου, μιας κι ο "Άμλετ" έχει υποστεί άπειρες αναλύσεις με το πέρας των χρόνων, καθώς θεωρείται από πολλούς το ύψιστο αριστούργημα του Άγγλου δραματουργού, θα κάνω μια αναγωγή στην βασική διαφορά θεάτρου και κινηματογράφου για να εξηγήσω, μετά, τον λόγο που η συγκεκριμένη απόδοση του έργου, αξίζει αντικειμενικά να συγκαταλέγεται στα αριστουργήματα της έβδομης τέχνης.
Με την έναρξη του κινηματογράφου, τα θέατρα, σε παγκόσμια κλίμακα, υπέστησαν μεγάλο πλήγμα. Κι αυτό, γιατί ήταν πολύ δύσκολο ένας θίασος να συναγωνιστεί τα κοντινά πλάνα στα πρόσωπα των ηθοποιών, που έκαναν εμφανή τα συναισθήματα των χαρακτήρων σε όλη την αίθουσα κι όχι μόνο στους προνομιούχους των πρώτων σειρών ή των πλουσίων αρχόντων που, από τα θεωρεία τους, μπορούσαν, με τα κιάλια, να έχουν μια καθαρή εικόνα των προσώπων των ηθοποιών. Το κυριότερο όμως, ήταν φύσει αδύνατον, ένας θίασος να συναγωνιστεί τις μαγικές εικόνες, εξωτικών τοπίων, που είχε τη δυνατότητα ο κινηματογράφος να παρουσιάσει στον θεατή.
Γι' αυτό το λόγο, οι θίασοι σταδιακά αναγκάστηκαν να προσαρμόσουν το ρεπερτόριό τους, ανεβάζοντας κλασικά δράματα, των οποίων το περιεχόμενο είχε τη δυνατότητα να συγκινήσει και να παιδεύσει τον θεατή. Έτσι, σταδιακά, επήλθε ένας διαχωρισμός του κοινού. Τα λαϊκά στρώματα, έδειχναν μια ξεκάθαρη προτίμηση στον κινηματογράφο, του οποίου ο κύριος στόχος ήταν η ψυχαγωγία, ενώ οι ανώτερες τάξεις, συνέχιζαν να επιλέγουν το θέατρο στις εξόδους τους, καθώς εκτός από ψυχαγωγία, προσέφερε παράλληλα και παίδευση του κοινού.
Σήμερα, βέβαια, οι εποχές έχουν αλλάξει. Ο κινηματογράφος είναι μια αναγνωρισμένη μορφή τέχνης, που έχει δώσει πολλά ποιοτικά διαμάντια. Παρόλα αυτά, όμως, η αντίληψη ότι το μέσο αυτό αποτελεί μια πιο ευτελή μορφή τέχνης, συγκριτικά με το θέατρο, δεν έχει εκλείψει. Το γεγονός αυτό, δεν μπορώ να το χαρακτηρίσω παράλογο, καθώς αν αναλογιστεί κανείς το χρονικό διάστημα που καλύπτει η ιστορία του θεάτρου, συγκριτικά με του κινηματογράφου, εύκολα καταλαβαίνει ότι τα θεατρικά έργα που έχουν διασωθεί μέχρι και σήμερα, έχουν μια αρτιότητα διαχρονική που, πολύ δύσκολα, θα μπορέσει να τα συναγωνιστεί μια τέχνη που γεννήθηκε πριν έναν αιώνα.
Κι έρχομαι, λοιπόν, στο προκείμενο. Τα έργα του Shakespeare, διακρίνονται για την τραγικότητα των ηρώων τους. Τραγικότητα που, όμοια με αυτή των αρχαίων τραγωδιών, οφείλονται στη σύγκρουση του ήρωα με τη μοίρα του κι οδηγούν στην κάθαρση της ψυχής του θεατή. Ο κορυφαίος τραγικός ήρωας, επίσης, του κορυφαίου Άγγλου δραματουργού, θεωρείται ο Άμλετ κι έπειτα ο Βασιλιάς Ληρ.
Αν και τα έργα του γνωστού τραγικού ποιητή, είναι πολυπρόσωπα κι η σκηνή απαιτεί πολλές εισόδους κι εξόδους, οπότε θεωρητικά είναι ένας εύκολος δραματουργός για κινηματογραφική μεταφορά, η πραγματικότητα μάλλον αναιρεί την άποψη αυτή. Η τραγικότητα των έργων του Shakespeare, δυστυχώς, δεν βρίσκεται μόνο στους ήρωές του, αλλά και στον λυρισμό του λόγου τους. Έναν λυρισμό καθαρά θεατρικό, που, αν δεν είχα δει τον "Άμλετ" του Kozintsev θα έλεγα ότι είναι αδύνατο να μεταφερθεί κινηματογραφικά, χωρίς ίχνος θεατρικής αναφοράς και να διατηρήσει το μεγαλείο του αρχικού κειμένου.
Ο Kozintsev, έχοντας κάνει μια επεξεργασία οχτώ ετών στο σενάριο και έχοντας σπαταλήσει δυο χρόνια για τα γυρίσματα του σοβιετικού "Άμλετ", έχει καταφέρει να διατηρήσει τον λυρισμό του σαιξπηρικού κειμένου, συμπληρωμένου με μια εικόνα τόσο ρεαλιστική, που κάνει τον θεατή να ξεχάσει τη θεατρική αναφορά και τον ωθεί ν' αναγνωρίσει τον καθημερινό άνθρωπο κι όχι τον τραγικό ήρωα, στον κινηματογραφικό χαρακτήρα του Άμλετ.
Η ερμηνεία του Innokentiy Smoktunovskiy, ως Άμλετ, είναι κάτι παραπάνω από εξαιρετική. Η πλαισίωσή του, δε, από εφάμιλλες ερμηνείες, όπως αυτή του Mikhail Nazvanov, ως Κλαύδιος, ή της Anastasiya Vertinskaya, ως Οφηλία και της Elza Radzina, ως Γερτρούδη, συνθέτουν ένα δράμα υποκριτικής αρτιότητας, το οποίο, συμπληρώνει η ευφάνταστη μουσική επένδυση του κορυφαίου συνθέτη, Dmitri Shostakovich. Η μουσική του έργου, χωρίς να έχει την λειτουργία της συνοδείας, μεταφέρει στον θεατή τη συναισθηματική φόρτιση των σκηνών, αιχμαλωτίζοντάς τον.
Όσον αφορά τη σκηνοθεσία τώρα, το κυριότερο στοιχείο της αριστουργηματικότητάς της, είναι ότι προσανατολίζεται κινηματογραφικά κι όχι θεατρικά. Όμως, αξίζει ν' αναφέρουμε τις υπέροχες εμπνεύσεις εικόνας, που μένουν ανεξίτηλες στο μυαλό του θεατή. Κάποιες από αυτές, είναι η αντίθεση της βραχώδους στεριάς με την τρικυμισμένη θάλασσα, της τεράστιας σκιάς του βασιλιά που καλύπτει ολόκληρο το κάστρο της Δανίας ή της θεατρικής αναπαράστασης του φόνου του βασιλιά, που γίνεται υπό το φως της δάδας και με φόντο την θάλασσα.
Κατά κύριο λόγο, προτείνεται στο σινεφίλ κινηματογραφικό κοινό, αλλά και στους λάτρεις του θεάτρου, καθώς το συγκεκριμένο έργο αποτελεί την απόδειξη ότι ο κινηματογράφος, είναι μια ισάξια μορφή τέχνης.

Βαθμολογία: 5/5
Τα σχετικά
Σοβιετικό δράμα του 1964, βασισμένο στο ομώνυμο θεατρικό έργο του  William Shakespeare, σε μετάφραση του Boris Pasternak, σενάριο και σκηνοθεσία του Grigori Kozintsev και μουσική του Dmitri Shostakovich, διάρκειας 140 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Innokentiy Smoktunovskiy, Anastasiya Vertinskaya, Mikhail Nazvanov, Elza Radzina, Vladimir Erenberg και Stepan Oleksenko.

Οι σύνδεσμοι
Trailer 
Imdb 
Rotten Tomatoes