6 Νοεμβρίου 2012

(2012) Skyfall

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: Skyfall


Η υπόθεση
Ο James Bond (Daniel Craig) βρίσκεται στην Κωνσταντινούπολη, όπου καταδιώκει έναν άντρα, ο οποίος έχει κλέψει τον σκληρό δίσκο που περιέχονται όλα τα στοιχεία για τις ταυτότητες των μυστικών πρακτόρων που έχουν εισχωρήσει σε τρομοκρατικές οργανώσεις ανά τον πλανήτη. Η καταδίωξη λήγει άδοξα, καθώς η M (Judi Dench) δίνει εντολή στην συνάδελφο του Bond, Eve (Naomie Harris), να ρίξει στον στόχο, ακόμα κι αν δεν έχει καθαρό πεδίο βολής. Η σφαίρα πετυχαίνει τον Bond και τρεις μήνες μετά, ο δίσκος έχει κάνει φτερά κι ο πράκτορας 007 θεωρείται νεκρός. Ο Bond θα επιστρέψει στη βάση του, όταν η είδηση για βομβιστική επίθεση στα κεντρικά γραφεία της MI6 θα κάνει το γύρο του κόσμου και θα καταλάβει ότι η υπηρεσία χρειάζεται τη βοήθειά του. Αποτυγχάνοντας σε όλα τα τεστ, θα κριθεί κατάλληλος να επιστρέψει στην ενεργό δράση, να βρει τους τρομοκράτες που απειλούν τις μυστικές υπηρεσίες και να τους αφανίσει.

Η κριτική
Το "Skyfall" είναι μια υπερπαραγωγή υψηλών προδιαγραφών, καθώς το τραγούδι των τίτλων έχει αναλάβει η βασίλισσα της βρετανικής μουσικής σκηνής, Adele, στην καρέκλα του σκηνοθέτη κάθεται ο Sam Mendes και στον ρόλο του κακού θα συναντήσουμε τον Javier Bardem, που κάνει επίδειξη των ικανοτήτων του, γι' ακόμη μια φορά.
Δεν ξέρω αν μπορούμε να μιλήσουμε ανοιχτά για την καλύτερη ταινία Bond που έχει ποτέ γυριστεί, σίγουρα όμως μπορούμε να την θεωρήσουμε την καλύτερη της τριλογίας με πρωταγωνιστή τον Daniel Craig και μια από τις καλύτερες εκ των εικοσιτριών ταινιών που εμφανίζεται ο θρυλικός πράκτορας.
Εδώ βέβαια, θα χρειαστεί να επιστήσω την προσοχή σας. Το γεγονός ότι από πολλούς, ακούγονται εγκωμιαστικά σχόλια για τη συγκεκριμένη ταινία, δεν συνεπάγεται αυτόματα και την επιστροφή της στις παλιές καλές εποχές, που οι ταινίες Bond ήταν γεμάτες gadgets, αυτοκίνητα και γυναίκες. Αντίθετα, μιλάμε για έναν Bond σύγχρονο που, επιτέλους, πείθει εξίσου το νεώτερο και το πιστό κοινό του θρυλικού πράκτορα και που αναλαμβάνει να διαιωνίσει το είδωλο αυτό, οδεύοντας τώρα προς τα 100 χρόνια επιτυχημένης παρουσίας του στον κινηματογραφικό χώρο.
Απόλυτα προσαρμοσμένος στις ανάγκες της σημερινής εποχής, ο Bond εδώ, επιλέγει τον δύσκολο δρόμο της αναδρομής. Αντί των gadgets λοιπόν, τα οποία πλέον αποτελούν κομμάτι της σύγχρονης κοινωνίας και πολύ δύσκολα εκπλήσσουν, ο Bond θα επιστρέψει στις ρίζες του και στους παλιούς, καλούς, πατροπαράδοτους τρόπους που φέρνουν στο μυαλό μια άλλη εποχή, στην οποία οι ηθικές αξίες ήταν εμφανείς και στέρεες. Η επανεμφάνιση, δε, της θρυλικής Aston Martin DB5 αναπληρώνει την όποια απώλεια σύγχρονων μοντέλων αυτοκινήτων.
Βέβαια, η επιλογή της επιστροφής στα παλιά, αφήνει ένα μεγάλο περιθώριο για συγκρίσεις, από τις οποίες ο Craig θα μπορούσε να βγει ηττημένος. Όμως για πρώτη φορά, ο Daniel και ο James συνυπάρχουν τόσο αρμονικά, που δεν αφήνουν κανένα περιθώριο για συγκρίσεις. Προσωπικά ο Daniel Craig, μέχρι στιγμής δεν είχε καταφέρει να με πείσει ως James Bond και δεν ξέρω αν μπορούμε να μιλάμε, πλέον, για έναν καλύτερο πράκτορα από τον Sean Connery, σίγουρα όμως μιλάμε για έναν χαρακτήρα που έρχεται σε σύγκρουση με τις σκιές τις ΜΙ6 (όταν δείτε την ταινία θα καταλάβετε πού αναφέρομαι) και βγαίνει, επιτέλους, αλώβητος από τη σημαντικότερη όλων των σκιών, αυτή του Connery.
Η ανάγκη της κοινωνίας να επιστρέψει σ' ένα παρελθόν καλύτερο απ' το παρόν και να ξεκινήσει από την αρχή, υπάρχει διάχυτη σ' όλη τη διάρκεια της ταινίας, ακόμα και στον τίτλο της. Το "Skyfall", θα μπορούσε να θεωρηθεί ακόμα κι ως φόρος τιμής στην παρουσία της Judi Dench στον ρόλο της M, καθώς σταδιακά, θα τη δούμε να μετατρέπεται στο επίμαχο πρόσωπο της ταινίας. Από τις αρχές του έργου κιόλας, θα δούμε το πρόσωπό της να έχει αντικαταστήσει το πρόσωπο της βασίλισσας Ελισάβετ κι ένα μήνυμα θα κάνει την εμφάνισή του που θα την παροτρύνει να σκεφτεί τις αμαρτίες της.
Παράλληλα, ο Q (Ben Whishaw) κι η Δεσποινίς Moneypenny επιστρέφουν μετά από δυο ταινίες κι οι διάλογοι, εκτός από την σπιρτάδα τους, που προκαλεί ένα ελαφρύ μειδίαμα στον θεατή, περνάνε σε άλλο επίπεδο, ωθώντας το κοινό να γελάσει με την ψυχή του, κάποιες στιγμές. Κορυφαία, είναι η παρουσία του Javier Bardem σε ρόλο κακού, ο οποίος σίγουρα είναι ο καλύτερος υποχθόνιος αντίπαλος και των εικοσιτριών ταινιών Bond.
Η σκηνοθετική άποψη του Sam Mendes κι η φωτογραφία της συγκεκριμένης ταινίας, είναι καταπληκτικές, έχοντας επιτύχει να βρουν τη χρυσή τομή της σύγχρονης τεχνολογίας γραφικών και των παλιών καλών, λόγω της απλότητάς τους, εφέ.
Με δυο λόγια, συστήνεται ανεπιφύλακτα, στους λάτρεις της περιπέτειας δράσης, του James Bond, του Daniel Craig και του Javier Bardem, σημειώνοντας και τονίζοντας στους παλιούς θεατές, ότι μιλάμε για έναν σύγχρονο Bond κι όχι για μια φτηνή κόπια του Sean Connery.

Βαθμολογία: 4/5

Τα σχετικά
Βρετανική περιπέτεια κατασκοπείας του 2012, βασισμένη στους χαρακτήρες του Ian Fleming, σε σενάριο των Neal Purvis, Robert Wade και John Logan και σκηνοθεσία του Sam Mendes, διάρκειας 143 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Daniel Craig, Judi Dench, Javier Bardem, Naomie Harris, Ralph Fiennes, Bérénice Marlohe, Ben Whishaw και Albert Finney.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

5 Νοεμβρίου 2012

(2008) Quantum of solace

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: Quantum of solace


Η υπόθεση
Ο James Bond (Daniel Craig) φεύγει από την Lago di Garda και κατευθύνεται προς τη Siena της Ιταλίας με τον White (Jesper Christensen) στο πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου του. Κατά την προσπάθεια ανάκρισής του, οι άνθρωποι της MI6 ανακαλύπτουν ότι η οργάνωση με την οποία σχετίζεται ο White, έχει ανθρώπους παντού, ακόμα και στην ίδια την MI6. Με τη βοήθεια του προσωπικού σωματοφύλακα της M (Judi Dench), o White προσπαθεί ν' αποδράσει. Όταν ο Bond σκοτώσει τον συνεργό του White και σωματοφύλακα της M, μέσω ενός χαρτονομίσματος στο πορτοφόλι του, θα βρεθεί στην Αϊτή. Εκεί θα φτάσει στον Dominic Greene (Mathieu Amalric), ένα μέλος της οργάνωσης που συνεργαζόταν ο White και που προτίθεται, τώρα, να βοηθήσει τον Στρατηγό Medrano (Joaquín Cosio) να επανακτήσει το αξίωμα του κυβερνήτη της Βολιβίας, σε αντάλλαγμα μιας έκτασης στην έρημο. Ο Bond έχοντας προσωπικές υποθέσεις να κλείσει, θ' ασχοληθεί με την οργάνωση και θα προσπαθήσει να φτάσει στο στόχο του, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει τον αφορισμό του από την MI6.

Η κριτική

Καθώς το "Quantum of solace" αποτελεί την άμεση συνέχεια του "Casino Royale", το κατά πόσο θα σας αρέσει ή όχι η 22η ταινία της σειράς, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την εντύπωση που σας έκανε η πρώτη παραγωγή, με τον Daniel Craig σε ρόλο πρωταγωνιστή.
Σίγουρα, όμως, ακόμα κι αν σας άρεσε το "Casino Royale", αυτή η ταινία είναι πολύ κατώτερή της. Και πώς να μην είναι, όταν μέσα σε δυο μόλις χρόνια από την μεταφορά ενός, κατά τη γνώμη μου και συγκριτικά πάντα, καθαρά λογοτεχνικού μυθιστορήματος, οι σεναριογράφοι του αποπειρώνται να καλύψουν τα όποια κενά θεωρούν ότι αφήνει το τέλος της πρώτης ταινίας, μ' ένα δικό τους σενάριο που σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να πλησιάσει τις ιστορίες του Fleming;
Αυτή η ταινία, με άλλα λόγια, βασιζόμενη στην τεράστια εισπρακτική επιτυχία του "Casino Royal", δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια προσπάθεια να τραβήξουν από τα μαλλιά τον τρόπο που ο Bond κατέληξε να γίνει ο γνωστός σε όλους μας πράκτορας 007 και να δώσουν στο κοινό αχρείαστες επεξηγήσεις, στοχεύοντας μόνο στο οικονομικό όφελος κι όχι στην δημιουργία μιας ταινίας που ν' αξίζει να μπει στο αρχείο των ταινιών Bond.
Ο James ακόμα, θυμίζει και δεν θυμίζει τον γνωστό πράκτορα. H προσωπική του ιστορία εκδίκησης, πάλι, ενδιαφέρει και δεν ενδιαφέρει τον θεατή και για να μην υπάρξει έντονη δυσαρέσκεια, οι τρύπες μπαλώνονται με την ιστορία της συμπρωταγωνίστριάς του, Camille (Olga Kurylenko), η οποία έχει κι ένα σοβαρό λόγο να γυρέψει εκδίκηση. Ο Bond πάλι, ψάχνει να εκδικηθεί στα τυφλά και βρίσκει τις απαραίτητες πληροφορίες που θα τον οδηγήσουν στο στόχο του, εκεί που εσύ έχεις ξεχάσει ότι για κάποιο λόγο θέλει να πάρει εκδίκηση για κάτι.
Βέβαια, ο Craig εδώ είναι λιγάκι πιο πιστευτός ως James Bond, η παρουσία της M είναι περισσότερο ουσιαστική και γνώριμη, περιέχονται πολιτικά και περιβαλλοντολογικά μηνύματα, οι γυναικείες παρουσίες είναι ταιριαστές και φυσικά την ταινία σώζει η αστείρευτη δράση, άνευ νοήματος, που υπάρχει σε στέρεο, υδάτινο κι εναέριο έδαφος, με τις διάφορες καταδιώξεις πεζή, σ' αυτοκίνητο, σε σκάφος κι αεροσκάφος, που δεν μπορούν ν' αφήσουν κανέναν παραπονεμένο.
Όντας περισσότερο μια περιπέτεια δράσης της σειράς, αν δεν σας άρεσε ή σας φάνηκε μέτριο το "Casino Royale" μην την προτιμήσετε. Αν πάλι, η προηγούμενή της, σας φάνηκε μια αποκάλυψη, δείτε την, αλλά να ξέρετε πως θα σας απογοητεύσει, συγκριτικά. Προσωπικά η πρώτη, δεν με ενθουσίασε και τη συγκεκριμένη έπρεπε να την ξαναδώ, όχι μόνο για να μπορέσω να γράψω την κριτική, αλλά γιατί μου φάνηκε τόσο αδιάφορη που δεν θυμόμουν ούτε μια σκηνή της... και συνέχιζα να μην την θυμάμαι όση ώρα την ξαναέβλεπα.

Βαθμολογία: 1,5/5

Τα σχετικά
Βρετανική περιπέτεια κατασκοπείας του 2008, σε σενάριο των Neal Purvis, Robert Wade και Paul Haggis και σκηνοθεσία του Marc Forster, διάρκειας 106 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Daniel Craig, Judi Dench, Mathieu Amalric, Olga Kurylenko, Gemma Arterton, Jeffrey Wright, Giancarlo Giannini, Joaquín Cosio και Jesper Christensen.

Οι σύνδεσμοι
Trailer 
Imdb 
Rotten Tomatoes 

4 Νοεμβρίου 2012

(2006) Casino Royale

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: Casino Royale


Η υπόθεση
Ο James Bond (Daniel Craig), εκτελώντας τον δεύτερο φόνο που χρειάζεται για να ανέβει κλίμακα ως πράκτορας, θα πάρει τον πολυπόθητο τίτλο 00. Στην πρώτη του αποστολή ως 007, ο Bond, θα βρεθεί στη Μαδαγασκάρη, όπου θα πρέπει, μέσω ενός βομβιστή που παρακολουθείται, ν' ανακαλύψει ένα ολόκληρο δίκτυο τρομοκρατίας, που κρύβεται από πίσω. Τα γεγονότα δεν εξελίσσονται ακριβώς όπως θα ήθελε η MI6, αλλά ο Bond καταφέρνει, πριν σκοτώσει τον βομβιστή και καταστρέψει την πρεσβεία της Nambutu, στην οποία καταφεύγει ο τρομοκράτης κάποια στιγμή στην καταδίωξη, να πάρει το κινητό του. Μέσω διαφόρων στοιχείων που θα συλλέξει στην πορεία, ο θρυλικός πράκτορας θα φτάσει στον Le Chiffre (Mads Mikkelsen), έναν τραπεζίτη που αναλαμβάνει τη φύλαξη των χρημάτων διεθνών τρομοκρατών. Ο Bond, με την βοήθεια της MI6, θα εισχωρήσει, ως αντικαταστάτης, σ' ένα παιχνίδι του Casino Royale και θα βάλει τα δυνατά του να μην επιτρέψει στον Le Chiffre να κερδίσει για λογαριασμό της τρομοκρατίας τα 150 εκατομμύρια που θα μαζευτούν στο παιχνίδι.

Η κριτική
Η κινηματογραφική μεταφορά του εισαγωγικού βιβλίου μιας σειράς μυθιστορημάτων με πρωταγωνιστή τον James Bond, σίγουρα δεν είναι μικρή κι εύκολη υπόθεση. Ο χαρακτήρας του Ian Fleming, έπρεπε ν' αναπαρασταθεί όσο το δυνατόν πιο ρεαλιστικά κι η λογοτεχνική ατμόσφαιρα έπρεπε να περάσει μ' έναν ωραίο τρόπο στην μεγάλη οθόνη. Αυτό είναι το μόνο σίγουρο.
Ο Martin Campbell ξεκινά την ταινία του με μια ασπρόμαυρη εικόνα, που περνά άμεσα στον θεατή το μήνυμα του παλαιού. Η εναρκτήρια σκηνή, επίσης, που ο Bond παίρνει τον τίτλο του 00, δεν αφήνει περιθώρια στο κοινό να θεωρήσει ότι η συγκεκριμένη ταινία ακολουθεί τις προηγούμενες, παρά κάνει σαφές το γεγονός ότι είναι ένας πρόλογος όλων των ταινιών που έχουν, μέχρι στιγμής, προβληθεί.
Ο χαρακτήρας του Bond αρχίζει να διαγράφεται και να παρουσιάζει κοινά χαρακτηριστικά με τον Bond των επόμενων ταινιών, που έχουν προηγηθεί χρονικά, αλλά σίγουρα δεν μπορεί να ταυτιστεί, τουλάχιστον όχι μέχρι να τελειώσει η ταινία, με τον Bond που έχουμε ήδη γνωρίσει. Στη συγκεκριμένη ταινία, αυτό που ενδιαφέρει είναι ο τρόπος με τον οποίο διαμορφώθηκε ο χαρακτήρας του πράκτορα 007 κι όχι τόσο η σύλληψη του κακού κι η απόδοση δικαιοσύνης.
Σαν εγχείρημα, θεωρώ ότι δικαιολογημένα, τόσα χρόνια, κανείς δεν αποπειράθηκε ν' αγγίξει την συγκεκριμένη ιστορία και να την μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη, χωρίς να την διακωμωδεί. Όμως όταν τα prequel γίνονται τις μόδας, ο James Bond δεν μπορεί να μείνει χωρίς την κινηματογραφική μεταφορά του πρώτου του βιβλίου. Έτσι λοιπόν, ξεκινά το πείραμα και το αποτέλεσμα, δυστυχώς, αποτυγχάνει.
Η ταινία, είναι φανερό ότι είναι βασισμένη σ' ένα λογοτεχνικό κείμενο, καθώς οι πληροφορίες που μας δίνονται είναι τόσο μπερδεμένες κι οι έντονες σκηνές μάχης γίνονται χωρίς την ύπαρξη όπλων, αλλά πάνω σ' ένα τραπέζι, ποντάροντας. Επίσης, ο υπερβολικός χρόνος που αναλώνεται στην ανάπτυξη του ερωτικού δεσμού του Bond και της Vesper (Eva Green), δεν θα μπορούσε να δικαιολογηθεί σε μια ταινία, αν δεν ήταν γνωστό ότι αυτή βασίζεται σ' ένα μυθιστόρημα.
Η εισαγωγή, παράλληλα, ενός νέου ηθοποιού στον ρόλο του θρυλικού 007, είναι ακόμα ένα στοιχείο που δυσκολεύει την ταινία να λειτουργήσει. Από τη μια είναι πιο εύκολο να παρουσιάσεις ένα prequel έχοντας ένα φρέσκο πρωταγωνιστή, από την άλλη, όμως, μήπως είναι πιο λογικό να έχεις φροντίσει να γίνει αποδεκτός στο ρόλο του από την κοινή γνώμη, όταν ξέρεις ότι το αντικείμενο που προσπαθείς να παρουσιάσεις είναι κατώτερο όσων έχουν ήδη δει το φως; Κι ο μόνος λόγος που το αναφέρω, είναι γιατί ο Craig, παρόλο που είναι πολύ καλός ηθοποιός, δεν πείθει για Bond, αλλά πώς να πείσει όταν ο ίδιος ο Bond δεν πείθει για Bond;
Αντίθετα, αν ξεγυμνώσεις την ταινία από τα τεχνικά χαρακτηριστικά της και μείνεις μόνος με το σκελετό της, μπορείς να διακρίνεις το μεγαλείο του κειμένου που έκανε τον θρυλικό πράκτορα της MI6 να προηγείται της φήμης του. Μόνο που το κείμενο, είναι τόσο ατμοσφαιρικό, που οι μόνες σκηνές που ο θεατής μένει καθηλωμένος, είναι οι σκηνές στο τραπέζι του πόκερ. Από 'κεί κι έπειτα, μιλάμε για μια ικανοποιητική ταινία, με κάποιες ανατροπές, κάποιες καταστροφές, κάποιες γυναικείες παρουσίες, που αν δεν είχε το βιβλίο του Ian Fleming να τη στηρίζει, θα κάναμε λόγο για ένα πρώτο "Quantum of solace", ποιοτικά κι εισπρακτικά.
Σαν ταινία, σίγουρα δεν συγκαταλέγεται σ' αυτές που ένας θαυμαστής του Bond θα πρέπει να έχει στην ταινιοθήκη του. Όντας όμως ο θεμέλιος λίθος της σειράς, ένας φανατικός θαυμαστής του Άγγλου πράκτορα, δεν είναι δυνατόν να μην την έχει δει. Αν και προσωπικά, η προβολή της δεν μπορώ να πω πως μου προσέφερε κάτι, δεν γίνεται κιόλας να μην αναγνωρίσω ότι η προσπάθεια μεταφοράς της ήταν ιδιαίτερα αξιόλογη, άσχετα από το αποτέλεσμα... το οποίο δεν χαρακτηρίζεται και κακό, αλλά όχι κι αντίστοιχο ενός Bond. Τελικό συμπέρασμα: Κάποια βιβλία δεν πρέπει ν' αγγίζονται και σίγουρα δεν πρέπει να συμπληρώνονται με ακόλουθες ταινίες, όπως έγινε με το "Casino Royale" και την συνέχειά του εν έτει 2008.

Βαθμολογία: 2,5/5

Τα σχετικά
Βρετανική περιπέτεια κατασκοπείας του 2006, βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίου του Ian Fleming, σε σενάριο των Neal Purvis, Robert Wade και Paul Haggis και σκηνοθεσία του Martin Campbell, διάρκειας 144 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Daniel Craig, Judi Dench, Mads Mikkelsen, Eva Green, Giancarlo Giannini, Jeffrey Wright, Simon Abkarian και Caterina Murino.

Οι σύνδεσμοι
Trailer 
Imdb 
Rotten Tomatoes 

(2012) Encardia: Η πέτρα που χορεύει

Πρωτότυπος τίτλος: Encardia: Η πέτρα που χορεύει
Αγγλικός τίτλος: Encardia: The dancing stone


Η υπόθεση
Με τη συνοδεία του συγκροτήματος "Encardia", πραγματοποιείται μια ξενάγηση στα ελληνόφωνα χωριά της Κάτω Ιταλίας, κυρίως της Grecìa Salentina στην Νότια Puglia, στην γλώσσα, τον πολιτισμό και τις μουσικο-χορευτικές τους παραδόσεις.

Η κριτική
Οι "Encardia" είναι ένα συγκρότημα μ' έναν πολύ όμορφο κι ιδιαίτερο ήχο, άμεσα επηρεασμένο από τις μουσικές παραδόσεις των διαφόρων χωριών της Κάτω Ιταλίας κι ειδικότερα της Grecìa Salentina, στα οποία από αρχαιοτάτων χρόνων έως το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο μιλούσαν μ' ένα ελληνικό ιδίωμα με προσμίξεις ιταλικών λέξεων, γνωστό ως "Griko".
Σήμερα, το ιδίωμα αυτό, κοντεύει να εκλείψει, καθώς μιλιέται μονάχα από τους υπερήλικες κατοίκους των περιοχών αυτών και παρόλο που οι δάσκαλοι στα σχολεία ακόμα το διδάσκουν, δεν καταφέρνει να επιβιώσει, καθώς εκτός των σχολικών συγκροτημάτων, οι μαθητές σπάνια το εξασκούν για να το κάνουν κτήμα τους.
Έτσι λοιπόν, ο μόνος λόγος που η "Griko" δεν είναι ήδη μια νεκρή διάλεκτος, είναι τα διάφορα τραγούδια, αλλά κι οι πολιτιστικές εκδηλώσεις που διοργανώνονται ακόμα και σήμερα και βασίζονται σ' αυτήν. Αυτά, την κρατούν ακόμα ζωντανή. Μια γλώσσα των φτωχών γεωργών, που είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το έδαφος και παρόλο που οι σύγχρονοι Έλληνες κι Ιταλοί δεν έχουν τη δυνατότητα να την κατανοήσουν πλήρως, μέσω της μουσικής, μιλά στις καρδιές των ανθρώπων.
Στο οδοιπορικό αυτό, στον θεατή δίνεται η ευκαιρία να γνωρίσει ανθρώπους που μιλούν ή μιλούσαν κάποτε το ιδίωμα των "Griko", ν' ακούσουν ειδήμονες να μιλούν για έναν πολιτισμό που κοντεύει να εκλείψει, αλλά και μέσω διαφόρων ντοκουμέντων κι αφηγήσεων να πάρει μια γεύση του πολιτισμού αυτού και να τον αγαπήσει.
Η μουσική, σ' αυτό το ντοκιμαντέρ, έχει πρωτεύοντα ρόλο, καθώς αποτελεί την αφορμή, αλλά και τον συνδετικό κρίκο του και μας εισάγει σιγά-σιγά σ' έναν κόσμο λίγο γνωστό ή ακόμα κι άγνωστο, εδώ στην Ελλάδα.
Τεχνικά βέβαια, κι αυτό είναι το κύριο μειονέκτημα της ταινίας, ο θεατής καλείται να παρακολουθήσει ένα ντοκιμαντέρ που δίνει την αίσθηση ενός home-made video διακοπών, στο οποίο δεν υπάρχει κάποιος αφηγητής να εξηγήσει τον ρόλο των ανθρώπων που μιλούν στην κάμερα ή τον επόμενο σταθμό της ταινίας και τον λόγο παραμονής στο συγκεκριμένο μέρος.
Στοχεύοντας περισσότερο στην αίσθηση που θέλει ν' αφήσει στο κοινό, ο σκηνοθέτης της, παραλείπει την σύνθεση μιας ιστορίας που λειτουργεί προοδευτικά κι εξηγεί. Το κοινό στο οποίο απευθύνεται λοιπόν, είναι το ήδη εξοικειωμένο μ' αυτό το είδος μουσικής. Δεν απευθύνεται σε κάποιον που θα ήθελε να γνωρίσει τους "Encardia" ή τον πολιτισμό της Κάτω Ιταλίας μέσω ενός ντοκιμαντέρ, καθώς πολύ εύκολα χάνεται μέσα σ' ένα κράμα Griko, Ελληνικών, Ιταλικών, ειδικών και καθημερινών ανθρώπων.

Βαθμολογία: 2/5

Τα σχετικά
Ελληνικό ντοκιμαντέρ του 2012, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Άγγελου Κοβότσου, διάρκειας 80 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές τα μέλη του συγκροτήματος "Encardia".

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

2 Νοεμβρίου 2012

(2011) Η πόλη των παιδιών

Πρωτότυπος τίτλος: Η πόλη των παιδιών
Αγγλικός τίτλος: The city of children


Η υπόθεση
Σε μια πόλη που ταλανίζεται από κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά ζητήματα, εξελίσσονται τέσσερις ιστορίες εγκύων. Η Nadine (Κίκα Γεωργίου) είναι μια ετοιμόγεννη Ιρακινή μετανάστης. Η Βάσω (Μαρία Τσιμά) κι ο Αντώνης (Γιώργος Ζιόβας) είναι ένα ζευγάρι μέσης ηλικίας, μ' ένα έφηβο γιο. Η Ντίνα (Αννα Καλαϊτζίδου) κι ο Σπύρος (Λεωνίδας Κακούρης), προσπαθούν, με τη βοήθεια της Μαρίνας (Υρώ Λούπη), ν' αποκτήσουν ένα παιδί μ' εξωσωματική γονιμοποίηση. Και τέλος, η Λίζα (Ναταλία Καλημερατζή) θα ενημερώσει τον Φώτη (Βασίλης Μπισμπίκης) ότι περιμένει παιδί και της έχει περάσει απ' το μυαλό να το κρατήσει.

Η κριτική
Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Γιώργου Γκικαπέππα, ξεκινά με μια φράση του Γερμανού φιλοσόφου Friedrich Nietzsche, η οποία παρουσιάζει, σε λίγες μόνο λέξεις, τον κεντρικό άξονα στον οποίο κινούνται κι οι τέσσερις ιστορίες: "Στα άτομα η παραφροσύνη είναι κάτι σπάνιο. Στις εποχές είναι ο κανόνας."
Ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος της ταινίας, έχοντας επιλέξει να τοποθετήσει την ιστορία του μέσα και γύρω από μια πόλη που βρίσκεται στα όρια της παράνοιας και με την παράλληλη απεικόνιση τεσσάρων ιστοριών με κεντρικό άξονα την παραγωγή μιας καινούργιας ζωής, δεν θα μπορούσε να έχει διαλέξει έναν πιο αντιπροσωπευτικό τίτλο για το έργο του.
Ο δημιουργός, όπως βλέπουμε, έχει επιλέξει με πολύ μεγάλη προσοχή τα πρόσωπα που συνθέτουν το δράμα του. Οι τέσσερις μυθοπλασίες καλύπτουν όλο το ηλικιακό φάσμα που μπορεί να συμμετάσχει στην δημιουργία μιας ζωής. Δυο ανώριμοι νεαροί γύρω στα 25 που ζουν επιπόλαια, μια γυναίκα κοντά στα 30 που πρόκειται να αποκτήσει ένα παιδί, ουσιαστικά μόνη της, ένα ζευγάρι κοντά στα 40 που ελπίζει σ' ένα θαύμα και δυο άνθρωποι σ' έναν διαλυμένο γάμο που τους δίνεται η τελευταία ευκαιρία να ξαναγίνουν γονείς. Ταυτόχρονα, όμως, οι χαρακτήρες καλύπτουν κι ολόκληρο το κοινωνικό φάσμα που συναντά κανείς στις σύγχρονες μεγαλουπόλεις. Μετανάστες, χαμηλή κοινωνική τάξη, μεσοαστοί κι υψηλά αμειβόμενοι, όλοι φέρουν το προσωπικό τους δράμα.
Στο έργο, θα δούμε να παρεμβάλλονται πλάνα της πυκνοκατοικημένης πόλης, αλλά και διάφορες ραδιοφωνικές συνομιλίες ή εκπομπές, που αναφέρονται στη σύγχρονη κοινωνικο-πολιτική κατάπτωση της Ελλάδας. Σε πρώτο πλάνο, αυτά τα στοιχεία, θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την ανείπωτη οργή που φέρουν οι ήρωες στις τρεις από τις τέσσερις ιστορίες που παρακολουθούμε και κάνει τους διάλογούς τους να φαίνονται επιτηδευμένοι κι ίσως σ' ένα βαθμό στυλιζαρισμένοι.
Η μόνη ιστορία που βλέπουμε να κυλά ομαλά και να δίνει την αίσθηση του φυσιολογικού, είναι η ιστορία της Nadine, της κοπέλας από το χαμηλότερο των χαμηλοτέρων κοινωνικών στρωμάτων, η οποία αν και βρίσκεται εξ αρχής στην χειρότερη κατάσταση απ' όλους, είναι η μοναδική της οποίας ο ψυχισμός είναι σταθερός κι η ελπίδα κι η θέλησή της, ισχυρές. Ίσως γιατί για 'κείνη, που δεν καταλαβαίνει λέξη ελληνικά, τίποτα δεν έχει αλλάξει τα τελευταία χρόνια.
Σε όλες τις άλλες ιστορίες, ο θυμός σταδιακά εξωτερικεύεται και μαζί του τα προβλήματα της σύγχρονης Ελλάδας κάνουν την εμφάνισή τους, δημιουργώντας κατ' αυτόν τον τρόπο ένα όμορφο δράμα που μιλά για μια χώρα που διανύει μια εποχή που όλα ρημάζονται, αλλά που η ελπίδα, παρόλα αυτά, δεν χάνεται. Παράλληλα, η κάθε ιστορία εξελίσσεται διαφορετικά, αφήνοντας το κοινό να επιλέξει αυτήν που του ταιριάζει καλύτερα.
Μια αξιόλογη ελληνική παραγωγή, με πολύ καλές ως άριστες ερμηνείες, που δείχνει ένα ρεαλιστικό πρόσωπο της σύγχρονης Ελλάδας. Προτείνεται σε όλους τους θαυμαστές του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου, αλλά και στους σινεφίλ που αναζητούν καλές ελληνικές παραγωγές.

Βαθμολογία: 3/5

Τα σχετικά
Ελληνικό δράμα του 2011, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Γιώργου Γκικαπέππα, διάρκειας 96 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Κίκα Γεωργίου, Ιωσήφ Πολυζωίδη, Μαρία Τσιμά, Γιώργο Ζιόβα, Μιχάλη Σαράντη, Αννα Καλαϊτζίδου, Λεωνίδα Κακούρη, Υρώ Λούπη, Ναταλία Καλημερατζή, Βασίλη Μπισμπίκη και Δημήτρη Κοτζιά.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

30 Οκτωβρίου 2012

(1946) Ο άγνωστος

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: The stranger
Εναλλακτικός ελληνικός τίτλος: Ο ξένος


Η υπόθεση
Ο κύριος Wilson (Edward G. Robinson) είναι ένας από τους επικεφαλείς της "Επιτροπής Εγκλημάτων Πολέμου". Με δική του εντολή, το κελί ενός καταδίκου, του Meinike (Konstantin Shayne), θα παραμείνει "κατά λάθος" ανοιχτό, δίνοντάς του την δυνατότητα να δραπετεύσει και να οδηγήσει την Επιτροπή σ' έναν από τους εγκεφάλους του ολοκαυτώματος, ο οποίος μετά την εξαφάνισή του, έχει φροντίσει να διαγράψει τα ίχνη του κι είναι, πλέον, αδύνατον να εντοπιστεί διαφορετικά. Ο Meinike, πράγματι, θα οδηγήσει τον Wilson στην πόλη που βρίσκεται ο Franz Kindler (Orson Welles), ο νεαρός ναζί που αναζητά. Πριν προλάβει, όμως, ο επιθεωρητής ν' ανακαλύψει την καινούργια ταυτότητα του Kindler, ο Meinike εξαφανίζεται κι ο Wilson θα πρέπει μόνος του ν' ανακαλύψει ποιός είναι το πρόσωπο που αναζητά.

Η κριτική
Αν κι "Ο άγνωστος" δεν θεωρείται μια από τις ποιοτικότερες δουλειές του Orson Welles, δεν παύει να είναι ένα υπέροχο φιλμ νουάρ, στο οποίο ο δημιουργός του καταφέρνει να κρατήσει με εξαιρετικό τρόπο την προσοχή των θεατών του και να εντείνει την αγωνία τους για την εξέλιξη της ιστορίας.
Ακόμη κι αν αυτή η ταινία του Welles, δεν είναι από τις ταινίες που ο θεατής προσπαθεί ν' ανακαλύψει με την βοήθεια του πρωταγωνιστή τον δολοφόνο, αλλά μαθαίνει την ταυτότητά του στις πρώτες σκηνές, το σασπένς δεν παύει να είναι παρόν σ' όλη τη διάκρειά της, δίνοντας έτσι μια νότα τραγικής ειρωνείας σε αρκετά σημεία της. Ο θεατής γνωρίζει τα πάντα, κι όμως, ακριβώς επειδή γνωρίζει και δεν μπορεί να επέμβει, μένει καθηλωμένος να παρακολουθεί και να ελπίζει ότι ο Wilson θα καταφέρει να κάνει ό,τι ο ίδιος δεν μπορεί.
Ήδη από την πρώτη μέρα της άφιξης του, ο Wilson, θα πληροφορηθεί για την ταυτότητα του ανθρώπου που ψάχνει. Στο μαγαζί του κύριου Potter (Billy House), τη στιγμή που θα ρωτήσει για τον άντρα που παντρεύεται η Mary (Loretta Young), κόρη του Δικαστή του Ανώτατου Δικαστηρίου, θα λάβει δυο απαντήσεις, η μια θα είναι του κυρίου Potter: "Έναν καθηγητή εδώ" κι η άλλη είναι μια γυναικεία φωνή που θα του πει: "Έναν ξένο"... σε μια πόλη που όλοι γνωρίζονται με όλους. Κι όμως, ο Wilson, ενώ ξέρει, θα πρέπει ν' ανακαλύψει τον ξένο, πριν να είναι πολύ αργά για την σύζυγό του.
Αισθητικά, πιστεύω ότι η νουάρ αίσθηση, δεν θα μπορούσε να δίνεται με πιο μεγαλειώδη τρόπο. Στο έργο, κυριαρχούν οι τεράστιες σκιές, που τις νιώθεις να πλησιάζουν απειλητικά όποιον βρεθεί στο δρόμο τους κι έχει τόσο έντονο κοντράστ, που πολλές φορές είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις το ανθρώπινο σώμα με χαμηλό φωτισμό, από τη σκιά του. Από την ταινία, δεν λείπουν επίσης κι οι αντανακλάσεις μέσω διαφόρων επιφανειών που καθρεφτίζουν.
Αξιοπρόσεκτο είναι, δε, και το χαρακτηριστικό που θα προδώσει την πραγματική ταυτότητα του Charles Rankin (Orson Welles), η εμμονή του με τα ρολόγια. Το ρολόι είναι αυτό που θα μιλήσει στον επιθεωρητή και θα τον ωθήσει να ψάξει ένα άτομο που έχει λατρεία με το συγκεκριμένο αντικείμενο και το ρολόι θ' αποτελέσει τον τόπο εξέλιξης των πιο έντονων κι αξιομνημόνευτων σκηνών της ταινίας. Ακόμα, όλη η αγανάκτηση των κατοίκων της πόλης για τις δολοφονίες και την αναστάτωση που έχουν υποστεί από τον Rankin, μπορεί κάλλιστα να συνοψιστεί στην εξής φράση: "Μακάρι ν' αφήνατε ήσυχο το ρολόι. Το Harper ήταν τόσο ήρεμο πριν." Και τέλος, το ρολόι είναι αυτό που έχει τον τελευταίο λόγο στην ζωή του Rankin.
Εκτός βέβαια, από την αρτιότητα των τεχνικών χαρακτηριστικών της ταινίας, στα οποία θα πρέπει να προσθέσω και την εκπληκτική λειτουργία της μουσικής επένδυσης, έντονο ενδιαφέρον παρουσιάζει η επιλογή των συγγραφέων να καταπιαστούν μ' ένα Γερμανό εγκληματία. Ένα θέμα αρκετά επίκαιρο, για την εποχή. Το στοιχείο που θα προδώσει, έστω και καθυστερημένα, τον Rankin, θα είναι η αναφορά του Karl Marx ως Εβραίου κι όχι Γερμανού. Η αναφορά στον γερμανικό ναζισμό και τις ιδέες που πρεσβεύει αυτός, σε συνδυασμό με τις εικόνες από το ολοκαύτωμα, που με τόσο θράσος προβάλει ο Welles στον θεατή, αποτελούν ίσως δυο από τους λόγους της τεράστιας εμπορικής επιτυχίας της ταινίας.
Η παρουσία, βεβαίως, του Edward G. Robinson σε ρόλο ντετέκτιβ, η επιλογή της Loretta Young ως η αθώα και διχασμένη σύζυγος ενός ναζί κι η ερμηνεία του Orson Welles ως ψυχωτικός Γερμανός, που είναι ικανός να κάνει τα πάντα προκειμένου να σωθεί, σε συνδυασμό με την σκηνοθετική επιλογή των κοντινών πλάνων, δίνουν στην ταινία όλα τα απαραίτητα στοιχεία για την συμπλήρωση ενός εκπληκτικού φιλμ νουάρ.
Με λίγα λόγια, η ταινία προτείνεται σε όλους τους θαυμαστές του παλιού καλού νουάρ, του σασπένς και των καλών ερμηνειών. Μια ιδιαίτερα καλή πρόταση για τους σινεφίλ, που μπορεί να μην αποτελεί μια αντικειμενικά κορυφαία ταινία, αλλά που σίγουρα συγκαταλέγεται στις καλές κινηματογραφικές παραγωγές του ασπρόμαυρου κινηματογράφου.

Βαθμολογία: 4/5

Τα σχετικά
Αμερικάνικο φιλμ νουάρ του 1946, σε ιστορία του Victor Trivas, σενάριο των Victor Trivas, Decla Dunning, Anthony Veiller, John Huston και Orson Welles και σκηνοθεσία του Orson Welles, διάρκειας 95 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Edward G. Robinson, Orson Welles, Loretta Young, Konstantin Shayne, Richard Long, Philip Merivale και Billy House.

Οι σύνδεσμοι

29 Οκτωβρίου 2012

(2010) Banksy: Η τέχνη στο δρόμο

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: Exit through the gift shop
Ελληνικός τίτλος στις Νύχτες Πρεμιέρας του 2010: Όπως εξέρχεσθε από το πωλητήριο


Η υπόθεση
Ο μεγάλος street artist, Banksy, αναλαμβάνει να παρουσιάσει την ιστορία του Thierry Guetta, ενός ανθρώπου που ξεκίνησε να κινηματογραφεί διάφορους σπουδαίους street artists, όπως τους Space Invader, Monsieur André, Zeus, Shepard Fairey, Swoon, Banksy, λέγοντας πως ετοιμάζει ένα ντοκιμαντέρ για την "Τέχνη του δρόμου", ενώ στην πραγματικότητα τον ενδιέφερε μόνο η κινηματογράφησή τους. Ο Banksy, παίρνοντας στην κατοχή του τις κασέτες του Thierry, μοντάρει το υλικό, πραγματοποιώντας, έτσι, ένα μεγάλο όνειρο πολλών καλλιτεχνών του δρόμου και παρουσιάζοντας ένα μέρος μιας τέχνης πολύ διαφορετικής απ' ό,τι έχουμε συνηθίσει.

Η κριτική
Το 2010 το graffiti έχει καταφέρει ν' αναγνωριστεί ως μια μορφή τέχνης κι έχει πάψει να θεωρείται, από πολλούς, ως είδος βανδαλισμού. Πολλά έργα του δρόμου, έχουν καταφέρει να μπουν στα σπίτια συλλεκτών, σε γκαλερί και πωλούνται έναντι υπέρογκων ποσών. Το θέμα, όμως, είναι ότι η αναγνώριση δεν συνεπάγεται και νομιμότητα, κάτι που σημαίνει πως πολλά από τα έργα αυτά δεν καταφέρνουν να διασωθούν, όπως γίνεται με διάφορους πίνακες ή γλυπτά. Ο μόνος τρόπος, λοιπόν, τα έργα αυτά να μείνουν στην ιστορία, να γίνουν διαχρονικά, είναι μέσω της κινηματογράφησής τους.
Το ντοκιμαντέρ αυτό, από την αρχή του, παρουσιάζει μια ενδιαφέρουσα ιδιαιτερότητα. Μια ταινία που φέρει το όνομα του Banksy, έργα του οποίου σίγουρα έχουμε δει όλοι είτε σε εικόνες στο internet, είτε σε κάποια εφημερίδα, θα ξεκινήσει με το επίμαχο πρόσωπο να εμφανίζεται στην κάμερα και να μας ανακοινώνει ότι η ταινία είναι αφιερωμένη στον άνθρωπο που ήθελε να γυρίσει μια ταινία γι' αυτόν. Λίγα λεπτά μετά, όταν ο θεατής γνωρίσει τον επιτήδειο κινηματογραφιστή, θ' αρχίσει να σκέφτεται τι δουλειά έχει ένας τρελάρας Γάλλος με το street art και για ποιό λόγο η ταινία είναι βασισμένη πάνω του;
Κι όμως, το "Banksy: Η τέχνη στο δρόμο" είναι ένα καταπληκτικό ντοκιμαντέρ, που μέσω ενός νοητικού παιχνιδιού επιτυγχάνει να παρουσιάσει την τέχνη του δρόμου και να θίξει διάφορα κοινωνικά θέματα, χωρίς ασύνδετες μεταπηδήσεις, αλλά με μια γραμμική ροή, που ομολογουμένως κεντρίζει την περιέργεια του κοινού.
Η αλήθεια είναι ότι κατά την διάρκεια της ταινίας, σου περνάνε διάφορα πράγματα από το μυαλό. Για παράδειγμα: "Είναι πράγματι το street art μια μορφή τέχνης ή είναι μια παροδική μόδα που με τα χρόνια θα ξεχαστεί ή θ' αντικατασταθεί από κάτι άλλο; Τι είναι η φήμη; Τι είναι η αναγνωρισιμότητα; Τι πάει να πει στ' αλήθεια η λέξη τέχνη; Όσο ανεβαίνει η αξία ενός κομματιού, τόσο περισσότερο έργο τέχνης είναι; Ο Banksy κι ο Picasso είναι καλλιτέχνες του ίδιου βεληνεκούς; Παρακολουθώ ταινία ή μήπως μια φάρσα;" Σε κανένα από αυτά τα ερωτήματα δεν δίνεται απάντηση, γιατί κανένα από αυτά δεν θίγεται ευθέως. Όλες αυτές οι ερωτήσεις ξεκινάνε ως προβληματισμοί του κάθε θεατή και θα παραμείνουν σκέψεις του καθενός.
Για του λόγου το αληθές, μπορεί κάποιοι από εσάς να έχετε συναντήσει, στο διαδίκτυο, κάποιες από τις φήμες που κυκλοφορούν και ταυτίζουν τον Banksy με τον Thierry Guetta κι ίσως να έχει πέσει στα χέρια σας μια φωτογραφία του Banksy, στην οποία μοιάζει εκπληκτικά με τον Guetta. Δεν αποκλείεται, λοιπόν, η ταινία να είναι όντως μια αυτοβιογραφία του πασίγνωστου Banksy και παράλληλα ένα τρικ που του επιτρέπει να πει, όλα όσα έχει να πει, με έναν ιδιαίτερα εύστοχο τρόπο... ακριβώς ό,τι κάνει και με τα έργα του.
Η αλήθεια είναι ότι δεν μας αφορά αν ο Banksy είναι ο Robert Banks ή ένα ψευδώνυμο του Thierry Guetta. Δεν μας αφορά καν, αν ο Mr. Brainwash (Thierry Guetta) είναι ένα τέχνασμα του Banksy ή δημιούργημά του. Η αλήθεια είναι ότι πουθενά στο φιλμ δεν βλέπουμε το πραγματικό πρόσωπο του Banksy και πουθενά στο φιλμ δεν βλέπουμε τον Mr. Brainwash να δημιουργεί... οπότε κάλλιστα ο Thierry Guetta κι ο Banksy μπορεί να είναι το ίδιο πρόσωπο... μπορεί όμως κι όχι.
Αυτό που αξίζει στην ταινία, και γι' αυτόν το λόγο προτείνεται σε όλους όσους έχουν κοινωνικο-πολιτικές ή καλλιτεχνικές ανησυχίες, είναι ο άμεσος τρόπος που καταφέρνει να περάσει, ο δημιουργός, το μήνυμά του στο κοινό. Προσωπικά την λάτρεψα, γιατί μ' έναν ανορθόδοξο τρόπο, καταφέρνει να προβληματίσει τον θεατή και με την δημιουργία ενός ευχάριστου κλίματος, καταφέρνει να διεισδύσει, εξ' ίσου αποτελεσματικά με τα "σοβαρά" ντοκιμαντέρ, στο μυαλό ενός ανθρώπου και να τον κάνει να σκεφτεί για πράγματα που τον αφορούν άμεσα.

Βαθμολογία: 4/5

Τα σχετικά
Αμερικάνικο ντοκιμαντέρ του 2010, σε σκηνοθεσία του Banksy, διάρκειας 87 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές τους Banksy, Thierry Guetta (Mr. Brainwash), Shepard Fairey και Space Invader.

Οι σύνδεσμοι
Trailer 
Imdb 
Rotten Tomatoes