27 Μαρτίου 2013

(2013) Stoker

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: Stoker


Η υπόθεση
Μετά τον θάνατο του πατέρα της India (Mia Wasikowska), την ήρεμη ζωή της ίδιας και της μητέρας της, Evelyn (Nicole Kidman), θα ταράξει ο ξαφνικός ερχομός του άγνωστου αδελφού του αποθανόντα. Χωρίς να γνωρίζει τίποτα για τον θείο Charles (Matthew Goode), η Evelyn ανοίγει πρόσχαρα τις πόρτες του σπιτιού της για να υποδεχτεί το άγνωστο μέλος της οικογενείας. Η India όμως καταλαβαίνει ότι ο γοητευτικός αυτός άνδρας πίσω από το ευγενικό του χαμόγελο κρύβει πολλά κι επικίνδυνα μυστικά.

Η κριτική
Ο εκπληκτικός Chan-wook Park, ο δημιουργός του σκληρού, αλλά αριστουργηματικού "Oldboy", πραγματοποιεί την επιστροφή του στο κινηματογραφικό στερέωμα μ' ένα μεγάλου μήκους, αγγλόφωνο αυτή τη φορά θρίλερ, το οποίο καταφέρνει να ξεχωρίσει από τα υπόλοιπα έργα της κατηγορίας του.
Έχοντας κατ' αρχάς ένα αρκετά καλογραμμένο σενάριο, το οποίο επιτρέπει στον σκηνοθέτη του να ξεδιπλώσει το αστείρευτο ταλέντο του κι ένα επιτελείο ηθοποιών που δεν θα μπορούσε να είναι πιο ταιριαστό, ο Chan-wook Park κατορθώνει γι' ακόμα μια φορά να μεγαλουργήσει. Με την ιδιαίτερη σκηνοθεσία του και τις εκπληκτικές ερμηνείες που την συνοδεύουν, δεν αργεί να κερδίσει τις εντυπώσεις και το ενδιαφέρον του θεατή του, ο οποίος κουρασμένος πια από την συνεχή ανακύκλωση των κοινότυπων θρίλερ, επιζητά το διαφορετικό.
Κάνοντας χρήση εναλλασσόμενων εικόνων, που συμπληρώνουν η μια την άλλη μ' αξιοζήλευτο τρόπο, καθώς στοχεύουν στην αφύπνιση των αισθήσεων και τοιουτοτρόπως στην δημιουργία μιας άκρως ερωτικής και φοβικής ατμόσφαιρας, στην οποία αναπτύσσεται σχεδόν συνοδευτικά η ιστορία, ο Νοτιοκορεάτης δημιουργός δίνει στο έργο του μια παιχνιδιάρικη χροιά, άκρως ενδιαφέρουσα και σαδιστική την ίδια στιγμή. Η ολοκλήρωση των εικόνων αυτών δε, επιτυγχάνεται με την κατάλληλη μουσική επένδυση, η οποία εντείνει το φοβικό συναίσθημα και ταυτόχρονα οδηγεί τις σκηνές αυτές σε κορύφωση, βοηθώντας έτσι στην πληρέστερη κατανόησή τους, αλλά και σε ευρύτερη αποδοχή του έργου του.
Επίσης, η συνεχής παρεμβολή στοιχείων που παραπέμπουν στην παιδική ηλικία κι αναδεικνύουν την αθώα φύση των διαταραγμένων ηρώων του, προσδίδουν στο έργο μια ακόμα μεγαλύτερη δόση διαστροφής, καθώς η βιαιότητα εκλογικεύεται και παρουσιάζεται ως ενστικτώδης αντίδραση, μοιάζοντας ακόμα τρομακτικότερη στον μέσο θεατή. Παράλληλα δε, η χρήση έντονων χρωμάτων που κατά διαστήματα σπάει την γενικότερη χρωματική μονοτονία, κάνει τον θεατή να προσέξει περισσότερο την εικόνα και τον ωθεί να συγκρατήσει αρκετές σκηνές του έργου ως φωτογραφίες.
Με την Nicole Kidman λοιπόν να επιστρέφει, σ' έναν πολύ απαιτητικό δεύτερο γυναικείο ρόλο και τους νεαρούς Mia Wasikowska και Matthew Goode να κερδίζουν γι' ακόμα μια φορά τις εντυπώσεις, ο Chan-wook Park συστήνει ένα αισθητικό κομψοτέχνημα, που θα λατρέψει το κοινό των ψυχολογικών θρίλερ.

Βαθμολογία: 3,5/5

Τα σχετικά
Ψυχολογικό θρίλερ του 2013, σε σενάριο των Wentworth Miller και Erin Cressida Wilson και σκηνοθεσία του Chan-wook Park, διάρκειας 99 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Mia Wasikowska, Matthew Goode, Nicole Kidman, Jacki Weaver και Alden Ehrenreich.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

(2013) Welcome to the show: Η μουσική κληρονομιά του Παύλου Σιδηρόπουλου

Πρωτότυπος τίτλος: Welcome to the show: Η μουσική κληρονομιά του Παύλου Σιδηρόπουλου
Αγγλικός τίτλος: Welcome to the show


Η υπόθεση
Ο Παύλος Σιδηρόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα του 1948. Στην δεκαετία του '70 ξεκινά ν' ασχολείται με την μουσική και πιο συγκεκριμένα με τη ροκ σκηνή, κερδίζοντας τις εντυπώσεις ενός ανήσυχου νεανικού κοινού. Η προσπάθειά του να παντρέψει το πατροπαράδοτο με το ροκ κι η εμμονή του να γράφει τραγούδια μ' ελληνικό στίχο, είναι δυο από τα κυριότερα στοιχεία που τον βοήθησαν ν' αναδειχθεί σε είδωλο της ελληνικής ροκ μουσικής και να θεωρείται σήμερα "μύθος" από τη νέα γενιά μουσικών.

Η κριτική
Τ' όνομα του Παύλου Σιδηρόπουλου δεν είναι μονάχα ένα από αυτά που κοσμούν την ιστορία της ελληνικής ροκ μουσικής, αλλά αποδεικνύεται πως έχει κερδίσει δικαιολογημένα τον χαρακτηρισμό του "Πρίγκιπα της ροκ", καθώς συνέβαλε ενεργά στην ανάπτυξη του είδους στην χώρα μας. Η προσφορά του στον ευρύτερο μουσικό και καλλιτεχνικό χώρο όμως, ήταν τόσο σημαντική, που στην Ελλάδα του 21ου αιώνα, η φήμη του προηγείται του ονόματός του κι ο ίδιος έχει περάσει πια στην σφαίρα του μυθικού, αποτελώντας πηγή έμπνευσης για τους νέους μουσικούς.
Όμως ποιός ήταν στ' αλήθεια ο Παύλος Σιδηρόπουλος; Αυτό είναι κάτι που το "Welcome to the show: Η μουσική κληρονομιά του Παύλου Σιδηρόπουλου" δεν θα σας το απαντήσει, τουλάχιστον όχι άμεσα. Καθώς ο Σιδηρόπουλος, όπως όλοι οι μεγάλοι καλλιτέχνες, ήταν πολυεπίπεδος και πολύ μπροστά από την εποχή που έζησε, είναι σχεδόν αδύνατον να μπορέσει, μέσω ανέκδοτων ντοκουμέντων ή μαρτυριών, να δοθεί ένα πλήρες πορτραίτο της προσωπικότητάς του. Το κυριότερο όμως, νόημα δεν έχει να αποπειραθεί κάποιος να ερευνήσει την ζωή ενός καλλιτέχνη, αλλά το έργο του, αφού αυτό αποτέλεσε και συνεχίζει ν' αποτελεί τον τρόπο έκφρασής του.
Έτσι λοιπόν, επιλέγοντας ν' αφήσουν τον Παύλο να μιλήσει ο ίδιος μέσα από τα τραγούδια του, οι δημιουργοί του συγκεκριμένου ντοκιμαντέρ, επικεντρώνονται στην σημασία που είχε το τραγούδι του Παύλου για την εποχή, στην διαφορετικότητα του καλλιτέχνη, που τον οδήγησε να γράψει κάτι αλλιώτικο από τον πολιτικοποιημένο ή αγγλικό στίχο και στην απομυθοποίηση του "μύθου" που έχει δημιουργηθεί γύρω απ' τ' όνομά του, καθώς ο ίδιος ο Σιδηρόπουλος ποτέ δεν θα ενέκρινε κάτι τέτοιο.
Έτσι, με την συμμετοχή πολλών αναγνωρισμένων καλλιτεχνών και δημοσιογράφων, γίνεται μια συντονισμένη παρουσίαση της κληρονομιάς που κατάφερε ν' αφήσει πίσω του ο σπουδαίος καλλιτέχνης, πριν τον προλάβει ο θάνατος, και μέσω αυτής, γίνεται σαφής κι ο λόγος που η εικοσαετής παρουσία του στον μουσικό χώρο αποτελεί ακόμα και σήμερα πηγή έμπνευσης των νεώτερων. Χωρίς έτσι ν' αναλώνεται σε ανούσιες και κουραστικές περιγραφές, προτρέπει τον θεατή να έρθει σ' επαφή, εκ νέου ή για πρώτη φορά, με την μουσική του καλλιτέχνη και να συνδιαλεχτεί απευθείας μαζί του κι όχι μέσω ενός διαμεσολαβητή, ο οποίος ενδεχομένως να του παρουσιάσει έναν διαφορετικό Παύλο Σιδηρόπουλο.

Βαθμολογία: 2,5/5

Τα σχετικά
Ελληνικό ντοκιμαντέρ του 2013, σε σενάριο και σκηνοθεσία των Κώστα Πλιάκου και Αλέξη Πόνσε, διάρκειας 65 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Παύλο Σιδηρόπουλο, Μάκη Μηλάτο, Οδυσσέα Ιωάννου, Απροσάρμοστους, Σπυριδούλα, Γιάννη Αγγελάκα, Παύλο Παυλίδη, Δημήτρη Μητσοτάκη, Σπύρο Γραμμένο, Στάθη Δρογώση, Υπόγεια Ρεύματα, Κώστα Φέρρη, Κωνσταντίνο Τζούμα.

Οι σύνδεσμοι

(2012) Συγχαρητήρια στους αισιόδοξους?

Πρωτότυπος τίτλος: Συγχαρητήρια στους αισιόδοξους?
Αγγλικός τίτλος: A.C.A.B. All cats are brilliant


Η υπόθεση
Η Ηλέκτρα (Μαρία Γεωργιάδου), μια 32χρονη κοπέλα στην Αθήνα της κρίσης, προσπαθεί να βάλει σε μια τάξη την ζωή της. Όντας κόρη προοδευτικών αριστερών, με σπουδές στο εξωτερικό πάνω στην τέχνη, σύντροφος ενός πολιτικού κρατουμένου και κερδίζοντας τα προς το ζην προσέχοντας ένα 8χρονο αγόρι, του οποίου η μητέρα απουσιάζει συνεχώς από το σπίτι και τη ζωή του, η Ηλέκτρα βρίσκεται στο μέσο μιας συνεχούς σύγκρουσης των θέλω της και των πρέπει που της επιβάλλουν οι καιροί κι οι κοινωνία.

Η κριτική
Μέσω ενός αρκετά προσωπικού κι επίκαιρου δράματος, η Κωνσταντίνα Βούλγαρη επιλέγει να εκφραστεί μ' έναν πολύ γλυκό κι ιδιαίτερο τρόπο για όλα όσα χαρακτηρίζουν την σημερινή, συνεχώς μεταβαλλόμενη, ελληνική πραγματικότητα. Χωρίς να δίνει απαντήσεις, αλλά θίγοντας απλώς κάποιες αλήθειες που έχουν και συνεχίζουν να διαμορφώνουν την νέα γενιά, η δημιουργός κάνει μια απόπειρα να δώσει κάποια λύση στην αβεβαιότητα που χαρακτηρίζει την σύγχρονη κοινωνία και το μέλλον της.
Η κεντρική ηρωίδα, που μέσω της ιστορίας της θα κληθούμε να μετάσχουμε στον προβληματισμό της δημιουργού, βρίσκεται ίσως στην χειρότερη θέση που θα μπορούσε να βρεθεί ένας νέος άνθρωπος. Καθώς έχει ολοκληρώσει τις σπουδές της στο εξωτερικό, έχοντας σπαταλήσει χρήμα, χρόνο κι ενέργεια για να κάνει αυτό που η κοινωνία όριζε, μέχρι πρότινος, ορθό, γυρνά στην Ελλάδα για να μείνει με τους δικούς της, να δει τον σύντροφό της να τιμωρείται για τα πιστεύω του και να βρίσκεται συνεχώς στο στόχαστρο μιας επικριτικής και καταπιεστικής λογικής, για τις προσωρινές επαγγελματικές και προσωπικές επιλογές της, οι οποίες δεν συμβαδίζουν με αυτό που θεωρείται, ακόμα, κοινωνικώς αποδεκτό.
Ο τρόπος με τον οποίο κινηματογραφείται η ιστορία της κοπέλας αυτής δε, δίνει την αίσθηση ενός περιπάτου, στον οποία ο θεατής καλείται να συνοδεύσει για λίγο την πρωταγωνίστρια, αποκτώντας κατ' αυτόν τον τρόπο μια αισιόδοξη διάθεση, παρά το απαισιόδοξο της κατάστασης που απεικονίζεται. Ο αυτοσχεδιαστικός ρεαλισμός, με τον οποίο η Βούλγαρη αφήνει τους διαλόγους ανάμεσα στους ήρωές της ν' αναπτυχθούν, συμβάλλει ακόμα περισσότερο στην δημιουργία αυτής της γλυκιάς αίσθησης, καθώς οι λέξεις φέρουν κάτι το γνήσιο, που κάνει τον θεατή να νιώσει όμορφα κι οικεία ως προς αυτό που του παρουσιάζεται.
Με τις σκηνές κατά τις οποίες η Ηλέκτρα συνομιλεί με την ερχόμενη γενιά, που θα την διαδεχθεί σε λίγα χρόνια και την προηγούμενη γενιά, της οποίας τα λάθη πληρώνει τώρα, το έργο φτάνει στην κορύφωσή του. Ο αυθορμητισμός κι η ειλικρίνεια χαρακτηρίζουν και τα δυο διαλογικά μέρη, βοηθώντας τόσο την ηρωίδα όσο και τον θεατή να θωρακιστούν με λογική, μέσα στην παράνοια της κρίσης. Ακόμα βέβαια, εκπληκτικά συμπληρώνουν το δράμα κι οι δυο σκηνές που διαδραματίζονται στο μπάνιο και κάνουν εμφανή, μ' έναν εξαιρετικά απλό τρόπο, τον εσωτερικό κόσμο της πρωταγωνίστριας. Από την μια βλέπουμε την συνήθη παραβίαση του προσωπικού χώρου του νέου ανθρώπου κι από την άλλη βρισκόμαστε αντιμέτωποι με τα τραύματα που προκαλεί ο ίδιος στον εαυτό του, στην προσπάθειά του να νιώσει το οτιδήποτε.
Με την ιδιόμορφη, ονειρική απλότητα λοιπόν, που χαρακτηρίζει και την προηγούμενη μεγάλου μήκους ταινία της, αλλά και την συμμετοχή ενός ταλαντούχου επιτελείου ηθοποιών, η Κωνσταντίνα Βούλγαρη πραγματοποιεί ένα ταξίδι στην ελπίδα και την απαισιοδοξία, μιλώντας για έννοιες όπως η αλληλεγγύη κι η υπεράσπιση των ονείρων και της αξιοπρέπειάς μας, αφήνοντας την ελευθερία στον κάθε θεατή χωριστά φεύγοντας από την κινηματογραφική αίθουσα να πάρει μαζί του τ' απαραίτητα εφόδια που θα τον βοηθήσουν να χορέψει όσο καλύτερα μπορεί στο πανηγύρι της ζωής.

Βαθμολογία: 2,5/5

Τα σχετικά
Ελληνικό δράμα του 2012, σε σενάριο και σκηνοθεσία της Κωνσταντίνας Βούλγαρη, διάρκειας 83 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Μαρία Γεωργιάδου, Θέμις Μπαζάκα, Δημήτρη Πιατά, Αλέξη Χαρίση, Κώστα Γανωτή και Δημήτρη Ξανθόπουλο.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

21 Μαρτίου 2013

(2012) Δεν κρατιέμαι

Πρωτότυπος τίτλος: Los amantes pasajeros
Αγγλικός τίτλος: I'm so excited


Η υπόθεση
Οι φροντιστές της υπερατλαντικής πτήσης 2549, με προορισμό την πόλη του Mexico, ξεχνάνε ν' απομακρύνουν τους τάκους από το αεροσκάφος, με αποτέλεσμα κατά την απογείωσή του να προκληθεί σοβαρή βλάβη στο σύστημα προσγείωσης. Μίαμιση ώρα μετά το συμβάν το αεροπλάνο κάνει κύκλους πάνω από το Toledo, μέχρι να του δοθεί άδεια να προσγειωθεί σε κάποιον πλήρως ελεύθερο αερολιμένα. Η άδεια δεν είναι δυνατόν να δοθεί όσο στην Μαδρίτη διεξάγεται το συνέδριο του Ο.Η.Ε., οι επιβάτες κι οι αεροσυνοδοί της οικονομικής θέσης είναι ναρκωμένοι από τα μυοχαλαρωτικά που τους χορήγησαν οι αεροσυνοδοί της business class και μόνοι ξύπνιοι κατά την κρίσιμη πτήση είναι οι δυο αλλοπρόσαλλοι πιλότοι, τρεις gay αεροσυνοδοί κι οι επιβάτες τις business class, οι οποίοι θα πρωταγωνιστήσουν σε μια τρελή κωμωδία με άγνωστη κατάληξη.

Η κριτική
Η φαινομενικά ρηχή και φτηνιάρικη νέα κωμωδία που αποφάσισε να γυρίσει και να παρουσιάσει στο κοινό του ο ιδιόμορφος και λατρεμένος Ισπανός δημιουργός Pedro Almodóvar, μοιάζει, για όσους θελήσουν να την δουν τοιουτοτρόπως, με μια όαση μέσα στην έρημο των δραμάτων που με αφορμή την παγκόσμια οικονομική κρίση έχουν αρχίσει να κάνουν την εμφάνισή τους στον κινηματογράφο, προσπαθώντας να αφυπνίσουν το κοινό.
Μέσω του νέου του αυτού πονήματος, ο Pedro Almodóvar κάνει μια στροφή στις ταινίες που τον χαρακτήρισαν και κέντρισαν το ενδιαφέρον του διεθνούς κινηματογραφικού χώρου και σχολιάζει το εγχώριο σε πρώτη φάση, και παγκόσμιο σε δεύτερη, αλλοπρόσαλλο κοινωνικο-πολιτικό γίγνεσθαι. Έτσι, αυτό που καταφέρνει ο σπουδαίος Ισπανός καλλιτέχνης είναι να χωρίσει το κοινό σε δυο κατηγορίες, σ' αυτούς που ποτέ δεν εκτίμησαν το πρώιμο έργο του και σ' αυτούς που τον αγάπησαν από την πρώτη του εμφάνιση στον κινηματογραφικό χώρο.
Οι μεν πρώτοι λοιπόν, το μόνο που θα διακρίνουν στην συγκεκριμένη παραγωγή είναι μια διαδοχή από ασυνάρτητα σκετς που έχουν ως επίκεντρο το σεξουαλικό στοιχείο και παρουσιάζουν την αδιάφορη προσωπική ζωή των χαρακτήρων που επιβαίνουν στο αεροσκάφος. Ο μόνος λόγος δε που κάποιοι από αυτούς ίσως δεν κλάψουν τα λεφτά και τον χρόνο τους είναι η παρουσία ενός άκρατου αλμοδοβαρικού στοιχείου, το οποίο συμπεριλαμβάνει τις γνωστές χρωματικές αποχρώσεις, τον καθημερινό χαρακτήρα και το γνωστό επιτελείο ηθοποιών που ανακυκλώνεται στις ταινίες του, κάτι που ενδέχεται να σώσει ένα κατά τ' άλλα πεζό κωμικό εγχείρημα.
Η άλλη κατηγορία όμως, αυτή του φανατικού κοινού του λαμπρού Ισπανού, θα μπορέσει εύκολα να διαβάσει την ουσία της ταινίας, που δεν είναι άλλη από την ανάδειξη της απογυμνωμένης πραγματικότητας, στην οποία αναγκάζεται να ζήσει ο λαός της Ισπανίας, αλλά κι ο υπόλοιπος ευρωπαϊκός Νότος. Άκρως συμβολικός κι εύστοχος, ο Pedro Almodóvar θέτει υπό την ευθύνη της γκέι κοινότητας την διάσωση της κατάστασης, αφού οι πραγματικοί χειριστές του αεροσκάφους, ονόματι Ισπανία, το μόνο που σκέφτονται να κάνουν σε περίοδο κρίσης, είναι να βάλουν τον αυτόματο πιλότο και να κάνουν κύκλους γύρω από μια κατάσταση που συνεχώς επιδεινώνεται, όσο αυτοί περιμένουν μια από πύργου (κατά το από μηχανής) λύση των προβλημάτων τους.
Ο Ο.Η.Ε. στέκεται εμπόδιο στην όποια λύση θα μπορούσε να τους δοθεί, οι επιβάτες της οικονομικής θέσης έχουν πέσει σκόπιμα σε λήθαργο έτσι ώστε να μην μπορούν ν' αντιδράσουν και να προσθέσουν κι άλλα προβλήματα στα ήδη υπάρχοντα κι οι προνομιούχοι επιβάτες της ανώτερης τάξης/θέσης είναι οι μόνοι που μένουν ξύπνιοι, αδιαφορώντας για το πρόβλημα που αφορά όλους κι ασχολούμενοι ο καθένας με τα δικά του προσωπικά θέματα, τα οποία θέλωντας και μη, αναγκάζονται να μοιραστούν και με τους υπολοίπους επιβάτες. Αυτή είναι λοιπόν η κατάσταση στην οποία βρίσκεται αυτή τη στιγμή ολόκληρη η Ευρώπη κι αυτή την τρέλα είναι που αποπειράται μέσω του γέλιου να προβάλλει στους θεατές του ο Almodóvar. Τι άλλο μένει λοιπόν εκτός από την εφορία που φέρνουν οι υλικές απολαύσεις της εικονικής ευδαιμονίας του '80, που ίσως να είναι κι ο μοναδικός τρόπος να έρθει η πολυπόθητη στιγμή αναλαμπής που θα μας δώσει τη λύση σ' όλα μας τα προβλήματα;
Με δυο λόγια, αν ο Almodóvar σας κέντρισε το ενδιαφέρον από την περίοδο των πιο συμβατικών ταινιών του και βρίσκετε την αισθητική των πρώτων του από λίγο ως πολύ κιτς, αποφύγετε το "Δεν κρατιέμαι". Αν πάλι σας έχει λείψει η αυθεντικότητα των πρώτων ταινιών του, τότε σίγουρα θα σας ικανοποιήσει το νέο του δημιούργημα. Μπορεί να μην είναι αριστούργημα, όμως είναι σίγουρα καλός και γνήσιος Almodóvar.

Βαθμολογία: 3/5

Τα σχετικά
Ισπανική κωμωδία του 2013, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Pedro Almodóvar, διάρκειας 95 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Javier Cámara, Carlos Areces, Raúl Arévalo, Antonio de la Torre, Hugo Silva, Lola Dueñas, Guillermo Toledo, Blanca Suárez, Paz Vega, Cecilia Roth, José Luis Torrijo, José María Yazpik, Miguel Ángel Silvestre, Laya Martí, Antonio Banderas και Penélope Cruz.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

(2012) Άνεμος ψυχής

Πρωτότυπος τίτλος: Csak a szél
Αγγλικός τίτλος: Just the wind
Ελληνικός τίτλος στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης του 2012: Μονάχα ο άνεμος


Η υπόθεση
Μετά από μια σειρά στοχευμένων επιθέσεων που είχαν ως αποτέλεσμα τον θάνατο πέντε οικογενειών Ρομά, ο φόβος αρχίζει και κάνει εντονότερα την εμφάνισή του στην κοινωνία των Αθίγγανων. Η Mari (Katalin Toldi), μια γυναίκα Ρομά που ζει μαζί με την οικογένειά της στο δάσος κι αγωνίζεται να κερδίσει τίμια τα προς το ζην για την ίδια, τα παιδιά και τον πατέρα της, προσπαθεί να συνεχίσει κανονικά την ζωή της. Το ίδιο κάνουν και τα δυο παιδιά της, η έφηβη Anna (Gyöngyi Lendvai) κι ο μικρός Rió (Lajos Sárkány), ελπίζοντας σύντομα να συγκεντρώσουν τα χρήματα που χρειάζονται για να ταξιδέψουν στο Toronto και να επανενωθούν με τον πατέρα τους που βρίσκεται εκεί.

Η κριτική
Μέσα στο 2008-2009 πραγματοποιείται στην Ουγγαρία μια σειρά αιματηρών επιθέσεων σε σπίτια της κοινότητας των Ρομά, θύματα της οποίας υπήρξαν 55 άνθρωποι. Το αξιοπρόσεκτο σ' αυτήν την υπόθεση ήταν το γεγονός ότι τα άτομα που δέχτηκαν τις επιθέσεις δεν ανήκαν στην κατηγορία των "παρασίτων" της υπόλοιπης ουγγρικής κοινότητας, άλλα ήταν φτωχές οικογένειες τσιγγάνων, τα μέλη των οποίων προσπαθούσαν να ζήσουν τίμια, δουλεύοντας ή πηγαίνοντας σχολείο. Αν κι εκ πρώτης όψεως, η συγκεκριμένη πράξη βίας μοιάζει αδύνατον ν' απαντηθεί λογικά, η στόχευση οικογενειών που δεν ζουν σε γκέτο, όπως οι "Ρομά-παράσιτα", ήταν ο μόνος προσιτός στόχος της ακραίας ρατσιστικής αυτής ενέργειας.
Επηρεασμένος λοιπόν από τα πραγματικά αυτά γεγονότα που συνέβησαν στην χώρα του, ο ανερχόμενος Ούγγρος δημιουργός Benedek Fliegauf, ένιωσε την ανάγκη να γυρίσει μια ταινία στην οποία να εστιάζει στην ανάδειξη των ανθρώπων οι οποίοι υπήρξαν θύματα της βίαιης αυτής ενέργειας, στον καθημερινό ρατσισμό που αναγκάζονται να υπομένουν εντός κι εκτός της κοινότητάς τους, αλλά και στην κατάργηση των στερεοτύπων που παρουσιάζουν όλους τους Ρομά ως μια αυτόνομη κοινότητα που λειτουργεί πάντοτε ομαδικά και παρασιτεί στις διάφορες χώρες που ενίοτε κατοικεί.
Έτσι λοιπόν ο Fliegauf, καταγράφει με τον φακό του μια ημέρα από την ζωή τριών ανθρώπων της ίδιας οικογένειας, διαφορετικών όμως ηλικιακών ομάδων, καταφέρνοντας κατ' αυτόν τον τρόπο ν' αναδείξει όλες τις πτυχές που μπορεί να συναντήσει κανείς στην καθημερινότητα ενός Ρομ. Μέσω της μάνας και της κόρης, παρουσιάζεται η σχέση που έχουν οι οικογένειες των τσιγγάνων με τον έξω κόσμο, αλλά κι η υγιής σχέση που μπορεί να κρατηθεί ανάμεσα σ' έναν Ρομ και την στερεοτυπική κοινότητα των "Ρομά-αποβλήτων". Μέσω του γιου όμως, ο οποίος βρίσκεται σε μια ηλικία που μπορεί εύκολα να παρασυρθεί, γίνεται εμφανής ο τρόπος με τον οποίο δημιουργείται και λειτουργεί το γκέτο των αθίγγανων.
Μέσω των τριών αυτών ατόμων συνεπώς, ο καλλιτέχνης καταφέρνει να παρουσιάσει μέσα στο έργο του τα σημάδια του ρατσισμού που κάνουν την εμφάνισή τους, εντός κι εκτός της κοινότητας των Ρομά, ν' αναδείξει τον τρόπο με τον οποίο είναι δομημένο το εκπαιδευτικό σύστημα της Ουγγαρίας και στ' οποίο τα παιδιά Ρομά αποτελούν απλώς τον τελευταίο κρίκο της αλυσίδας, να παρουσιάσει την βοήθεια που ενδέχεται να δεχθούν, σε κάποιες περιπτώσεις, οι τσιγγάνοι και την εκτίμηση που δείχνουν σ' αυτούς που τους την προσφέρουν, όπως επίσης και την υγιή κι απόλυτα φυσιολογική αντίδρασή τους απέναντι στην καταπίεση και την κριτική που δέχονται συνεχώς.
Με την δημιουργία επομένως ενός δραματοποιημένου ντοκιμαντέρ που εκπληρώνει την ανάγκη του εμπνευστή του να τιμήσει τους ανθρώπους που χάθηκαν άδικα στις ρατσιστικές αυτές επιθέσεις, καταρρίπτοντας την άποψη που έχει γι' αυτούς μια μερίδα του ουγγρικού λαού, ότι δηλαδή ο θάνατός τους είναι ένα πρόβλημα λιγότερο στις ζωές τους, καταφέρνει να δικαιώσει την μνήμη τους.
Το ζήτημα βέβαια είναι ότι οι αργοί ρυθμοί, σε συνδυασμό με την έλλειψη ενός στοιχείου που προάγει εμφανώς την εξέλιξη της πλοκής και τα συνεχή γκρο-πλαν καθιστούν το συγκεκριμένο πόνημα δύσκολο να παρακολουθηθεί, ακόμα κι από το εν γένει σινεφίλ κοινό, καθώς από ένα σημείο κι έπειτα η έκβαση του δράματος κρίνεται απολύτως απαραίτητη για ν' αποκτήσει νόημα το υπόλοιπο σύνολο. Συνοπτικά λοιπόν, το έργο απευθύνεται κατά κύριο λόγο στο κοινωνικά ευαισθητοποιημένο σινεφίλ κοινό της πειραματικής βαλκανικής κινηματογραφίας, καθώς το θέμα του παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

Βαθμολογία: 2,5/5

Τα σχετικά
Ουγγρικό δράμα του 2012, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Benedek Fliegauf, διάρκειας 86 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Katalin Toldi, Gyöngyi Lendvai, Lajos Sárkány και György Toldi.

Οι σύνδεσμοι

20 Μαρτίου 2013

(2012) Passion

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: Passion


Η υπόθεση
H Christine (Rachel McAdams) κι η Isabelle (Noomi Rapace) είναι δυο γοητευτικές γυναίκες που δουλεύουν ως ομάδα σε μια μεγάλη πολυεθνική. Όταν η Isabelle κάνει το λάθος να συνάψει σχέση με κάποιον εραστή της Christine κι η Christine εκμεταλλευόμενη την ευκαιρία που της παρουσιάζεται να μετακομίσει στα κεντρικά γραφεία της Νέας Υόρκης, σφετερίζεται μια ιδέα της Isabelle, τότε θ' αρχίσει να ξετυλίγεται ένα ερωτικό παιχνίδι εξουσίας, παράνοιας, εξάρτησης κι ισχύος το οποίο μόνο με θάνατο μπορεί να λήξει.

Η κριτική
Το "Passion" αποτελεί το πολλά υποσχόμενο remake ενός σχετικά άνευρου, ενδιαφέροντος όμως από μια πλευρά, γαλλικού δραματικού θρίλερ ονόματι "Η αντίζηλος". Η ιστορία του, όπως και στο πρωτότυπο έργο του 2010, εξελίσσεται στον επιχειρηματικό κόσμο, με μόνη διαφορά των δυο εκδοχών, τον τρόπο προσέγγισης της πανομοιότυπης θεματικής τους.
Είναι αλήθεια πως στην πρωτότυπη ταινία, ως τη στιγμή του φόνου, ο σκηνοθέτης της αναλώνεται σε μια άτονη παρουσίαση της ευγενούς σφαγής που χαρακτηρίζει τον χώρο των πολυεθνικών. Από τη στιγμή όμως που πραγματοποιείται η δολοφονία, το έργο αμέσως αρχίζει ν' αποκτά ενδιαφέρον, καθώς ο θεατής από την αρχή γνωρίζει το πρόσωπο του δολοφόνου και καλείται να συμμετάσχει σ' ένα παιχνίδι αποδείξεων που θα καταδικάσουν ή θα αθωώσουν τον/την κατηγορούμενο/η από το έγκλημα.
Σ' αυτή την εκδοχή του De Palma όμως, ο οποίος αξίζει να πούμε ότι, παρά τα διαμάντια που έχει χαρίσει στον κινηματογραφικό χώρο στην διάρκεια της καριέρας του, μοιάζει να έχει χάσει την έμπνευσή του, γίνεται μια προσπάθεια να παρουσιαστεί μια πιο ενδιαφέρουσα εκδοχή της ίδιας ιστορίας. Κι ο τρόπος με τον οποίο προσπαθεί να το πετύχει, είναι μέσω της ανάδειξης του υπολανθάνοντος ερωτικού στοιχείου της αρχικής.
Εστιάζοντας στην άκρατη σεξουαλικότητα της Christine, που την βοηθά ν' ανέλθει επαγγελματικά, αλλά και στην σχέση εξάρτησης που καταφέρνει να δημιουργήσει αυτή με την Isabelle, ο De Palma, καταφέρνει μεν αντί για ένα άνευρο, αληθοφανές πάρ' αυτά, πρώτο μέρος να παρουσιάσει μια πιο ενδιαφέρουσα ιστορία που βρίθει από ψεύτικα ερωτικά φετίχ, καταλήγει όμως να μπλεχτεί μέσα στα ίδια του τα δίχτυα, αφού κατά τη διάρκεια του δεύτερου μέρους, αρνείται να αποτινάξει αυτήν την υπερβολή και παράλληλα εστιάζει στην εύρεση του προσώπου που διέπραξε το έγκλημα, χάνοντας το γενικότερο νόημα.
Το χειρότερο όλων όμως, είναι το εναλλακτικό τέλος που επιλέγει να δώσει στην δική του εκδοχή ο Αμερικάνος δημιουργός. Στην προσπάθειά του προφανώς, να καλύψει τις σεναριακές τρύπες που ο ίδιος έχει δημιουργήσει, καταλήγει να κάνει έναν επίλογο στον οποίο χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα. Δεν λέω, από καλλιτεχνικής απόψεως εκεί είναι που αποδίδεται εντονότερα η αίσθηση του νουάρ, όμως με αυτό το κλείσιμο ακόμα και τα ελάχιστα θετικά στοιχεία αυτού του φιλμ, γκρεμίζονται μέσα σε μερικά λεπτά κι είναι κρίμα να συμβαίνει αυτό όταν την σκηνοθεσία υπογράφει ένας καλλιτέχνης του ύψους του De Palma.
Εν συντομία λοιπόν, αν ανήκετε στους θαυμαστές του Brian De Palma, θα σας συνιστούσα να ρίξετε τις απαιτήσεις σας και να μην περιμένετε μια ταινία που θα σας ενθουσιάσει.

Βαθμολογία: 1/5

Τα σχετικά
Γαλλικό θρίλερ του 2012, βασισμένο σε ταινία των Natalie Carter και Alain Corneau, σε σενάριο των Brian De Palma και Natalie Carter και σκηνοθεσία του Brian De Palma, διάρκειας 100 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Rachel McAdams, Noomi Rapace, Karoline Herfurth, Paul Anderson, Rainer Bock και Ian T. Dickinson.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

19 Μαρτίου 2013

(2012) Μπιγκ χιτ

Πρωτότυπος τίτλος: Μπιγκ χιτ
Αγγλικός τίτλος: Big hit


Η υπόθεση
Μέσα στη νύχτα ο αστυνόμος Φαρμάκης (Σπύρος Μπιμπίλας) αυτοκτονεί κι η σύζυγός του, προτού ειδοποιήσει την αστυνομία, καλεί τον Μάικ Βαρδακαστάνη (Άλεξ Σπυρόπουλο). Όταν η αστυνομία καταφθάνει, ο επικεφαλής της ομάδας, υπαστυνόμος Αριστείδης Κορμάς (Μελέτης Γεωργιάδης), αποφαίνεται ότι πρόκειται για βέβαιη αυτοκτονία. Τα στοιχεία όμως που του εμφανίζονται στην πορεία τον κάνουν να πιστέψει ότι πίσω από τον θάνατο του Φαρμάκη κρύβεται ένα μεγάλο μυστικό που συνδέει το οργανωμένο έγκλημα και το αστυνομικό σώμα. Μπορεί ένας άνθρωπος μόνος του ν' αποδώσει δικαιοσύνη;

Η κριτική
Εξήντα χρόνια μετά την "Μεγάλη κάψα" του Fritz Lang, ένα ελληνικής παραγωγής remake πραγματοποιεί την έξοδό του στις εγχώριες κινηματογραφικές αίθουσες. Με τον όρο "νουάρ" να το προσδιορίζει και τ' όνομα του Fritz Lang να το χαρακτηρίζει, το εγχείρημα μοιάζει ταυτόχρονα σαγηνευτικό και ριψοκίνδυνο, διχάζοντας το σινεφίλ κοινό για το κατά πόσο η σύγχρονη μεταφορά μπορεί να είναι επιτυχημένη. Παρά τις όποιες επιφυλάξεις όμως, αποδεικνύεται ότι το "Μπιγκ χιτ" του Κάρολου Ζωναρά δεν θα μπορούσε να είναι καλύτερο, καθώς όντας καλά μελετημένο, εκπλήσσει ευχάριστα.
Έτσι λοιπόν παίρνοντας ως δεδομένο ότι η κοινωνία από την περίοδο της άνθισης του νουάρ έχει αλλάξει σε μεγάλο βαθμό, κάποιες σεναριακές προσαρμογές κρίνονται απαραίτητες. Αφενός οι χαρακτήρες που παρουσιάζονται επί της οθόνης, διαφέρουν κατά πολύ από τους σημερινούς νεοέλληνες. Αν εξαιρέσει κανείς τον χαρακτήρα του έντιμου αστυνομικού, αλλά κι αυτόν της μαύρης χήρας, όλα τα υπόλοιπα πρόσωπα είναι αδύνατον να εμφανιστούν με την ιδιοσυγκρασία του '50. Βέβαια από την άλλη, η όποια παραλλαγή των κύριων χαρακτηριστικών των δευτερευόντων ηρώων, μπορεί να παραπέμψει περισσότερο στο σήμερα, αλλά δύναται να διαστρεβλώσει τα πρόσωπα και την πλοκή. Γι' αυτό το λόγο συνεπώς, οι όποιες αλλαγές πραγματοποιούνται, παρουσιάζονται μέσα από μια χιουμοριστική διάθεση, κάτι που όχι μόνο επιτρέπει στον σκηνοθέτη μια ελευθερία κινήσεων, αλλά δίνει στον θεατή την ευκαιρία ν' απολαύσει το θέαμα χωρίς να επιζητά την ταύτιση. Αφετέρου, ο τρόπος με τον οποίο είναι δομημένη η σημερινή κοινωνία καθιστά το κωμικό στοιχείο απαραίτητο συστατικό για την επιτυχή πρόσληψη ενός αστυνομικού έργου, κάτι που για το κοινό των παλαιότερων εποχών δεν ήταν αναγκαίο.
Αυτό όμως που κερδίζει τον θεατή και κάνει το έργο να ισορροπεί και να μην χάνεται στην ελευθερία που του προσφέρει η έλλειψη ενός κώδικα Hays, αλλά κι η σάτιρα που ασκεί, είναι το γεγονός ότι τεχνικά βρισκόμαστε απέναντι σ' ένα άρτιο φιλμ νουάρ που τηρεί όλους του κανόνες του είδους. Η εικόνα του είναι ασπρόμαυρη, η παρουσία της femme fatale εμφανής, οι σκιές κυριαρχούν, οι φωνές κι οι ήχοι, όπως σε όλες τις ταινίες της εποχής, έχουν "πατηθεί" με έξοχο τρόπο από πάνω κι η εσωτερική σύγκρουση στην οποία βρίσκεται μοιραία ο ακέραιος χαρακτήρας του πρωταγωνιστή, δεν θα μπορούσε να παρουσιαστεί καταλληλότερα. Η επιλογή της χρήσης του voice off, κατά το οποίο δίνονται οι αυτονόητες για τον παλιό, αλλά πρωτόγνωρες για τον νέο θεατή πληροφορίες για τον χαρακτήρα του πρωταγωνιστή, αποδεικνύεται ευφυέστατη και κερδίζει σύσσωμο το κοινό, καθώς αποτελεί ακόμα μια προσθήκη του Ζωναρά στην πρωτότυπη εκδοχή.
Εν κατακλείδι, το "Μπιγκ χιτ" του Κάρολου Ζωναρά δεν παραπέμπει μόνο στον αγγλικό τίτλο της "Μεγάλης κάψας" του Fritz Lang, αλλά τηρεί όλες τις απαραίτητες προδιαγραφές για ν' αποτελέσει ένα big hit (μεγάλη επιτυχία) της ελληνικής κινηματογραφίας. Όντας τεχνικά άρτιο, κερδίζει τις εντυπώσεις του σινεφίλ κοινού, αλλά μέσω του κωμικού του στοιχείου καταφέρνει να κεντρίσει το ενδιαφέρον των θεατών των πιο ανάλαφρων ταινιών. Σίγουρα δεν γίνεται να εξισώσουμε την "Μεγάλη κάψα" και το "Μπιγκ χιτ", η προσπάθεια όμως έχει στεφθεί από επιτυχία, καθώς καταφέρνει ν' αποτελέσει μια πολύ καλή πρόταση για όλον τον κόσμο.

Βαθμολογία: 3,5/5

Τα σχετικά
Ελληνικό φιλμ νουάρ του 2012, βασισμένο στο "Η μεγάλη κάψα" του Fritz Lang, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Κάρολου Ζωναρά, διάρκειας 95 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Μελέτη Γεωργιάδη, Katia O'Wallis, Γρηγόρη Γαλάτη, Άλεξ Σπυρόπουλο, Δημήτρη Λιόλιο και Ευγενία Αποστόλου.

Οι σύνδεσμοι
Imdb