16 Ιανουαρίου 2013

(2012) Ιστορίες της ζωής μας

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: Stories we tell


Η υπόθεση
Τα μέλη της οικογένειας Polley, αλλά κι οι γνωστοί και φίλοι της Diane Polley, μιλούν για την πρόσχαρη αυτή γυναίκα, σύζυγο, μάνα κι ηθοποιό και παρουσιάζουν την ιδιαίτερη ιστορία της οικογένειας αυτής. Κατά τη διάρκεια εξέλιξης των γεγονότων, όμως, αποκαλύπτεται η πραγματική ταυτότητα του βιολογικού πατέρα της νεαρής σκηνοθέτιδας κι ηθοποιού, Sarah Polley.

Η κριτική
Οι "Ιστορίες της ζωής μας" είναι ένα δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ με κεντρικό θέμα την ιστορία μιας οικογένειας καλλιτεχνών και πυρήνα την μητέρα της δημιουργού του. Η Sarah Polley, έχοντας καταφέρει να συγκεντρώσει αρκετές μαρτυρίες από τα πρόσωπα που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ζωή της μητέρας της, Diane Polley, ξεκινά ν' αφηγείται την ιστορία της οικογένειάς της και σταδιακά, παρουσιάζει μέσω της μητέρας της, το δικό της προσωπικό δράμα, μ' ένα αρκετά ενδιαφέροντα τρόπο.
Με μια πρώτη ματιά, το ντοκιμαντέρ αυτό, μοιάζει μ' ένα καλογυρισμένο επεισόδιο από τις "Οικογενειακές ιστορίες" ή με ένα εξαιρετικά προσωπικό ντοκουμέντο της δημιουργού, που δεν υπάρχει λόγος να το εκθέσει σε κοινή θέα. Όμως αλήθεια τώρα, ποιός δεν έχει κολλήσει, έστω και για λίγο χρόνο, στην τηλεόρασή του παρακολουθώντας αυτά τα κακότεχνα οικογενειακά δράματα και πόσες ταινίες έχουν γυριστεί, βασιζόμενες σε πραγματικές ιστορίες, έχοντας κάνει τεράστια επιτυχία;
Η Polley, λοιπόν, στην προσπάθειά της να προσαρμοστεί στα όσα της αποκαλύφθηκαν, για τον πραγματικό της πατέρα, πριν λίγα χρόνια, θεώρησε πως θα μπορούσε να ξεκινήσει τα γυρίσματα ένα ντοκιμαντέρ, με κεντρικό θέμα την ίδια και την μητέρα της, χωρίς να γνωρίζει εξ αρχής αν θα το κρατήσει για προσωπική χρήση ή θα το προβάλλει στις κινηματογραφικές αίθουσες. Αυτή η ειλικρίνεια που έχει λοιπόν, στην αφήγησή της, καταφέρνει να κερδίσει σε πρώτο στάδιο τον κινηματογραφικό θεατή.
Η ταινία της, ξεκινά με έναν ιδιαίτερα όμορφο τρόπο. Αρχικά παρουσιάζονται στον θεατή οι διάφοροι αφηγητές, που δεν είναι άλλοι από τα παιδιά της Diane Polley, τον σύζυγό της, αλλά και τον κοινωνικό της περίγυρο. Εκτός όμως από τις προσωπικές μαρτυρίες, την ιστορία, αναλαμβάνει να παρουσιάσει ένας κεντρικός αφηγητής, ο οποίος θα συνδέσει τα διάφορα κομμάτια από την ζωή της Diane και δεν είναι άλλος από τον σύζυγό της, Michael Polley. Ακόμα, αξίζει ν' αναφέρουμε ότι συνεχώς προβάλλονται βίντεο τα οποία μοιάζουν να προέρχονται από το προσωπικό αρχείο της οικογενείας και προσδίδουν ακόμα περισσότερο ρεαλισμό στην ταινία.
Ίσως το πιο όμορφο κομμάτι της υπόθεσης, όμως, είναι ότι κατά την σκιαγράφηση του πορτραίτου της Diane Polley, από τα διάφορα πρόσωπα που την γνώριζαν, η σκηνοθέτης καταφέρνει να παρουσιάσει την ιστορία μέσα από τα μάτια της πρωταγωνίστριάς της, η οποία δεν βρίσκεται εν ζωή για να μπορέσει να διηγηθεί τα γεγονότα από την δική της οπτική. Παρόλο λοιπόν, που η μητέρα της, κράτησε κρυφή απ' όλη την οικογένειά της την ταυτότητα του πραγματικού πατέρα της μικρότερης κόρης της, κανένας δεν την κατηγορεί γι' αυτό, αλλά αντιθέτως όλοι κατανοούν τους λόγους που την ώθησαν στην απιστία κι έπειτα στο μεγάλο αυτό μυστικό και κατ' αυτόν τον τρόπο προβάλλεται ακόμη πιο έντονα ο θεσμός της οικογένειας και της αγάπης.
Αν λοιπόν, ψάχνετε για ένα ενδιαφέρον δράμα και δεν σας ενοχλεί να το παρακολουθήσετε σε μορφή ντοκιμαντέρ, το οποίο όμως είναι καλογυρισμένο, οι "Ιστορίες της ζωής μας" είναι από τις καλύτερες επιλογές για σας, καθώς δεν θ' αργήσει να σας κερδίσει, με τον ιδιαίτερα προσεγμένο τρόπο που είναι δομημένο.

Βαθμολογία: 2,5/5

Τα σχετικά
Καναδικό δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ του 2012, σε σενάριο και σκηνοθεσία της Sarah Polley, διάρκειας 108 λεπτών και βασικούς πρωταγωνιστές, τους Michael Polley, Sarah Polley, Pixie Bigelow, Deirdre Bowen, Geoffrey Bowes, John Buchan, Susy Buchan, Tom Butler, Cathy Gulkin, Harry Gulkin, Robert Macmillan, Victoria Mitchell, Marie Murphy, Joanna Polley, Mark Polley, Mort Ransen, Anne Tait, Claire Walker, Rebecca Jenkins, Peter Evans, Alex Hatz, Andrew Church, Justin Goodhand και Mairtin O'Carrigan.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

(2012) Django: Ο τιμωρός

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: Django unchained


Η υπόθεση
Βρισκόμαστε στο Τέξας του 1858, δυο χρόνια πριν ξεσπάσει ο εμφύλιος, όπου ο Δόκτωρ King Schultz (Christoph Waltz), ένας Γερμανός κυνηγός επικηρυγμένων, αναζητά κάποιον σκλάβο από την φυτεία Carrucan, ο οποίος να γνωρίζει πώς είναι οπτικά οι αδελφοί Brittle. Αυτόν που ψάχνει, τον βρίσκει στο πρόσωπο του Django (Jamie Foxx), τον οποίο κι αγοράζει με συνοπτικές διαδικασίες. Έπειτα από αυτή τη δουλειά, ο Schultz, θα προσφερθεί να δώσει στον Django την ελευθερία του κι αφού συνεργαστούν μέχρι το τέλος του χειμώνα, θα έρθει η σειρά του Schultz να βοηθήσει τον Django να εντοπίσει, αλλά και ν' αγοράσει την ελευθερία της γυναίκας του, Broomhilda (Kerry Washington). Έτσι οι δυο άντρες αφού ερευνήσουν τα αρχεία πώλησης των σκλάβων, ταξιδεύουν σε μια από τις πιο απάνθρωπες φυτείες, την Candyland, έχοντας καταστρώσει το τέλειο σχέδιο εξαπάτησης του ιδιοκτήτη της, Calvin Candie (Leonardo DiCaprio).

Η κριτική
Το "Django: Ο τιμωρός" είναι η καινούργια μαύρη κωμωδία, σε μορφή western αυτή τη φορά, του εκπληκτικού Quentin Tarantino. Από πολλούς κριτικούς, αυτή η ταινία, θεωρείται ίσως η καλύτερη δουλειά του ιδιαίτερου αυτού σκηνοθέτη. Χωρίς να μπορώ να πω με σιγουριά ότι είναι όντως "η" καλύτερη, καθώς έχει δημιουργήσει αξεπέραστες ταινίες κατά τη διάρκεια της καριέρας του, θα συμφωνήσω με όσους ισχυρίζονται ότι είναι από τις πιο καλογυρισμένες ταινίες ενός λατρεμένου δημιουργού, που σίγουρα θα ξετρελάνει τους φανατικούς θαυμαστές του.
Έχοντας εμπνευστεί από τον "Django: Ο τρομοκράτης του Πάσο-Ντόμπλε", ο Tarantino, δημιουργεί τη δική του εκδοχή αυτού του κλασικού ήρωα, αποδίδοντας παράλληλα κι ένα φόρο τιμής στον χαρακτήρα που πρωτο-ενσάρκωσε ο Franco Nero στο western του Sergio Corbucci, το 1966. Πρέπει να τονιστεί, όμως, ότι δεν μιλάμε για ένα remake μιας κλασικής ταινίας, αλλά για μια άκρως διαφορετική σύλληψη, που τυγχάνει να κάνει αναφορές στην πρωτότυπη ταινία, διακωμωδώντας κατά κύριο λόγο διάφορους αντιπαθείς χαρακτήρες κι αποδίδοντας δικαιοσύνη.
Από την αρχή της, λοιπόν, η ταινία, προϊδεάζει τον θεατή για το αριστούργημα που ακολουθεί, καθώς ξεκινά με το κλασικό τραγούδι "Django" των Luis Bacalov και Rocky Roberts, με τους τίτλους αρχής του Sergio Corbucci και με την παρουσίαση των σκλάβων, αντί του φέρετρου. Μετά από την πανέμορφη αυτή εισαγωγή, η οποία θα θυμίσει στον γνώστη το σημείο αναφοράς, συνεπαίρνοντας όμως κι όποιον δεν είχε την τύχη να παρακολουθήσει ένα από τα ωραιότερα ιταλικά western της δεκαετίας του 1960, θα περάσει αμέσως στο στοιχείο που χαρακτηρίζει τ' αριστουργήματά του, αυτό της μαύρης κωμωδίας.
Έχοντας το χάρισμα να παρουσιάζει ωραιοποιημένη βία, αποδίδοντάς την μάλλον καλλιτεχνικά, παρά ρεαλιστικά και μπλέκοντας ενδιάμεσα το στοιχείο ενός εύθυμου ξαφνιάσματος του θεατή, ο Tarantino, έχει δώσει στον κινηματογράφο κανονικά έργα τέχνης πάνω στην βία και την μαύρη κωμωδία και σ' αυτή του την ταινία, έχοντας σαν πρωταγωνιστή έναν μαύρο σκλάβο που ζητά δικαίωση, ίσως να συστήνει ένα είδος "κατράμικης" κωμωδίας.
Αυτό που κάνει εντύπωση, όμως, και παράλληλα είναι και το στοιχείο που θα σας κάνει να παρακολουθήσετε αυτή την τρίωρη, σχεδόν, παραγωγή του ακούραστα, είναι το γεγονός της αρμονικής εναλλαγής του περιβάλλοντος της ταινίας. Και τι εννοώ μ' αυτό: Κατά την διάρκεια της πρώτης ώρας, ο θεατής καλείται να παρακολουθήσει μια Ταραντινική εκδοχή ενός western, δηλαδή πολύ πιστολίδι, πολύ γέλιο κι αρκετό αίμα. Αφού όμως, περάσει αυτή η φάση του κυνηγιού επικηρυγμένων κι αφού έχει κερδίσει τον θεατή, ο σκηνοθέτης, αλλάζει το περιβάλλον της ταινίας, μετατρέποντάς το σ' ένα ιστορικό δράμα, το οποίο και καλύπτει τη δεύτερη ώρα της. Τέλος, τα τελευταία 40 λεπτά περίπου, το δράμα, θ' αρχίσει να αποκτά στοιχεία Tarantino, προετοιμάζοντας για ένα άκρως χαρακτηριστικό κλείσιμο του έργου, που θα ξετρελάνει τους πιστούς.
Οι παραπάνω εναλλαγές, λοιπόν, που γίνονται με υπέροχο τρόπο, σε συνδυασμό με την καταπληκτική ματιά του σκηνοθέτη, τις μουσικές επιλογές του και τις εξαίρετες ερμηνείες των Jamie Foxx, Christoph Waltz, Leonardo DiCaprio, Samuel L. Jackson, Kerry Washington και φυσικά την φιλική συμμετοχή του Franco Nero, συνιστούν μια ταινία που πρέπει να δει το κοινό του ιδιόμορφου αυτού Αμερικανού δημιουργού. Αν πάλι, δεν συμπεριλαμβάνετε τον εαυτό σας στους φανατικούς ακολούθους του Tarantino, αλλά είστε θαυμαστές των ηθοποιών που συμμετέχουν κι έχετε σκοπό να την παρακολουθήσετε, θα ήθελα να σας ενημερώσω ότι ο χαρακτήρας του DiCaprio, εμφανίζεται μετά την πρώτη ώρα και να σας προτείνω να οπλιστείτε με υπομονή κατά το τελευταίο μέρος της ταινίας.

Βαθμολογία: 4/5

Τα σχετικά
Αμερικάνικο κράμα μαύρης κωμωδίας και spaghetti western, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Quentin Tarantino, διάρκειας 165 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Jamie Foxx, Christoph Waltz, Leonardo DiCaprio, Samuel L. Jackson, Kerry Washington και Franco Nero.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

15 Ιανουαρίου 2013

(1966) Django: Ο τρομοκράτης του Πάσο-Ντόμπλε

Πρωτότυπος/ Αγγλικός τίτλος: Django
Ελληνικός τίτλος έκδοσης DVD: Django
Ελληνικός τίτλος έκδοσης VHS: Γεύση από εκδίκηση


Η υπόθεση
Ο Django (Franco Nero) είναι ένας μοναχικός Αμερικάνος, που τον συναντάμε να συνοδεύει ένα φέρετρο, το οποίο περιέχει, όπως αναφέρει, τον ίδιο. Κατά την περιπλάνησή του στην Άγρια Δύση, σώζει από τους άντρες του Ταγματάρχη Jackson (Eduardo Fajardo), την όμορφη Maria (Loredana Nusciak). Έπειτα, σε άλλες δυο μάχες, μια στο πανδοχείο και μια στους δρόμους της πόλης, σκοτώνει όλους τους άντρες του "προστάτη" της πόλης, του Ταγματάρχη Jackson και συμμαχεί με τον Μεξικανό Στρατηγό Hugo (José Bódalo). Όμως, σύντομα, ο Django, θα θελήσει να κινήσει πάλι για το μοναχικό του ταξίδι, κάτι το οποίο ο Στρατηγός Hugo, δεν είναι διατεθειμένος να επιτρέψει.

Η κριτική
Το "Django: Ο τρομοκράτης του Πάσο-Ντόμπλε" ανήκει στην κατηγορία των spaghetti western, που ξεκίνησαν να γυρίζονται κατά την δεκαετία του 1960 από Ιταλούς σκηνοθέτες. Αν κι όλα τα ιταλικά western, γυρίζονται υπό τη σκιά του Sergio Leone, ο Sergio Corbucci, καταφέρνει με την συγκεκριμένη ταινία να δημιουργήσει έναν θρύλο του συγκεκριμένου υπο-είδους και την πρώτη μιας σειράς ταινιών που αποτελούν ανεπίσημες συνέχειές της.
Η εναρκτήρια σκηνή του έργου, αλλά και το τραγούδι που ακούγεται κατά την διάρκεια των τίτλων αρχής, έμελλε να γραφτούν στην ιστορία του κινηματογράφου. Ξεκινώντας η ταινία, μας συστήνει έναν άντρα, του οποίου εμείς βλέπουμε μόνο την πλάτη, που περπατά μέσα στις λάσπες. Όσο ο Django, όπως μας ενημερώνει κι ο τραγουδιστής, απομακρύνεται από την κάμερα, διακρίνουμε ότι πίσω του σέρνει ένα φέρετρο, στο οποίο, όπως αποκαλύπτεται στην συνέχεια, μεταφέρει ένα πολυβόλο που θα τον βοηθήσει να γίνει ήρωας στα μάτια των βασανισμένων κατοίκων της πόλης-φάντασμα που θα ξαποστάσει για λίγο.
Ο Django, αν και δεν αποτελεί το πρότυπο του ευγενούς ήρωα, αλλά ταιριάζει περισσότερο σ' αυτό του ευγενούς αντι-ήρωα, θα σώσει από βέβαιο θάνατο μια νεαρή γυναίκα που το έχει σκάσει από μια ομάδα Μεξικανών, την Maria. Με την πανέμορφη αυτή ύπαρξη, ο πρωταγωνιστής θ' αναπτύξει αμοιβαία αισθήματα συμπάθειας, όμως, όπως είναι λογικό, απαγορεύει στον εαυτό του να την αγαπήσει, καθώς φοβάται ότι η παρουσία του κοντά της μπορεί να προκαλέσει τον θάνατό της.
Ο μυστηριώδης Django, κατά τη διάρκεια του έργου, αποδεικνύεται, ουκ ολίγες φορές, ιδιαίτερα ευρηματικός στον τρόπο με τον οποίο καταφέρνει να ξεγελάσει τους γύρω του, για να πετύχει τον στόχο του. Εκείνος είναι που ωθεί τους Μεξικανούς να τον βοηθήσουν να ληστέψει το χρυσάφι που θα τον βοηθήσει να κάνει μια καινούργια αρχή, με μια σκηνή που χρησιμοποιείται η τεχνική του Δούρειου Ίππου, κι έπειτα τους ξεγελά και καταφέρνει ν' αποδράσει με τον θησαυρό, αλλά και την επίμονη Maria, η οποία δεν σταματά τις προσπάθειες να τον διεκδικήσει.
Ο Corbucci, γυρίζοντας μια ταινία που περιέχει όλα τα στοιχεία ενός western, τον μοναχικό καβαλάρη, το πανδοχείο, τις πόρνες, την πόλη φάντασμα, το νεκροταφείο, τα έρημα τοπία, τους Βόρειους, τους Νότιους, τους Μεξικανούς, κ.α., δημιουργεί ένα έργο, με απίστευτη, για την εποχή, βία, η οποία όμως είναι δοσμένη με αριστουργηματικό τρόπο. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι σε πολλές χώρες, ο "Django: Ο τρομοκράτης του Πάσο-Ντόμπλε" απαγορεύτηκε, αλλά παρόλα αυτά ενέπνευσε πολλούς δημιουργούς να γράψουν συνέχειές της και συνέδεσε άρρηκτα τ' όνομα του Franco Nero με αυτό του Django.
Αν λοιπόν, είστε λάτρεις των ταινιών western κι η συγκεκριμένη σας έχει διαφύγει της προσοχής, σας την προτείνω ανεπιφύλακτα. Αν επίσης, ανήκετε στο φανατικό κοινό του Quentin Tarantino, θα σας πρότεινα πριν δείτε το "Django: Ο τιμωρός" να δείτε το πρωτότυπο αυτό φιλμ, καθώς θα απολαύσετε πολύ περισσότερο την νέα δημιουργία του, η οποία έχει επηρεαστεί, σε αρκετά μεγάλο βαθμό από την ταινία του Corbucci.

Βαθμολογία: 3,5/5

Τα σχετικά
Ιταλικό spaghetti western του 1966, σε σενάριο των Sergio Corbucci, Bruno Corbucci, Franco Rossetti, José Gutiérrez Maesso και Piero Vivarelli και σκηνοθεσία του Sergio Corbucci, διάρκειας 87 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Franco Nero, Loredana Nusciak, Ángel Álvarez, Eduardo Fajardo και José Bódalo.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

12 Ιανουαρίου 2013

(1926) Η μάνα

Πρωτότυπος τίτλος: Мать (Mat)
Αγγλικός τίτλος: Mother


Η υπόθεση
Κατά τη διάρκεια του 1905, μια μάνα (Vera Baranovskaya) χάνει τον αυταρχικό της σύζυγο σε μια διαμάχη των δυο αντίπαλων στρατοπέδων της Ρωσίας της εποχής. Έχοντας πλέον ως μόνο της μέλημα τη φροντίδα του γιου της, Pavel (Nikolai Batalov), ο οποίος είναι μέλος της ομάδας των επαναστατών, παραδίδει στις αρχές, που έχουν έρθει να συλλάβουν τον νεαρό Pavel, τα κρυμμένα όπλα, θεωρώντας πως με αυτόν τον τρόπο θα γλυτώσει τη ζωή του. Αντίθετα απ' αυτό που νομίζει, όμως, αποδεικνύει ότι ο γιος της είναι όντως ένοχος και συμβάλλει στην καταδίκη του. Μετά από αυτό της το σφάλμα, συνειδητοποιεί ότι οι επαναστάτες έχουν συνείδηση κι ενώνει τις δυνάμεις της μαζί τους, προσπαθώντας να βοηθήσει τον γιο της να επανακτήσει την ελευθερία του.

Η κριτική
"Η μάνα" είναι ένα από τα σημαντικότερα πολιτικά δράματα που έδωσε στον κινηματογράφο η σοβιετική πρωτοπορία κι αποτελεί διασκευή του ομώνυμου βιβλίου, του 1907, του σπουδαίου Maxim Gorky. Παράλληλα, δε, αποτελεί και την πρώτη ταινία μυθοπλασίας, ενός εκ των κυριότερων εκφραστών του κινήματος αυτού, του Vsevolod Pudovkin.
Η αλήθεια είναι πως η συγκεκριμένη ταινία, δεν συνιστά ακριβώς την μεταφορά του λογοτεχνικού κειμένου του Gorky στην μεγάλη οθόνη, αλλά αντίθετα είναι κατάλληλα προσαρμοσμένη έτσι ώστε να περνά, όσο το δυνατόν καλύτερα, τα ίδια νοήματα μ' αυτά της έντυπης έκδοσής της, πράγμα αδύνατον στην περίπτωση της πιστής αναπαράστασης του περιεχομένου της. Το πείραμα αυτό λοιπόν, τόσο σεναριακά, όσο και σκηνοθετικά, πετυχαίνει, γράφοντας ιστορία στον κινηματογράφο, κυρίως λόγω της εξαίρετης χρήσης του μοντάζ.
Ο Pudovkin, ξεκινά την ταινία του παρουσιάζοντας τον χρόνο εξέλιξης του δράματος με την προβολή της χρονολογίας, αλλά και τον τόπο, μέσω διαφόρων φωτογραφιών που απεικονίζουν το τοπίο της περιόδου. Έπειτα, στους τίτλους της, παράλληλα με τα ονόματα των συντελεστών εμφανίζει και τις φωτογραφίες τους, γεγονός που καταφέρνει να εκπλήξει ακόμα και σήμερα. Κατά την εισαγωγή του θεατή στο δράμα, επίσης, φροντίζει να ενημερώσει, μέσω της χρήσης λεζάντας, για την ιδιότητα των προσώπων, αποφεύγοντας περιττές σπατάλες του κινηματογραφικού χρόνου.
Σε γενικές γραμμές, αξίζει ν' αναφέρουμε ότι χαρακτηριστικό γνώρισμα της συγκεκριμένης ταινίας, είναι η λιτή, αλλά και ταυτόχρονα ορθή χρήση του χρόνου της διάρκειάς της, κάτι που δεν οφείλεται μόνο στην απίστευτη σύνδεση των σκηνών της, αλλά και στις εκπληκτικές κι εκφραστικές ερμηνείες των ηθοποιών της.
Το συγκεκριμένο έργο, βέβαια, χωρίς να παρουσιάζει ακραία απομάκρυνση από τους κανόνες της σοβιετικής πρωτοπορίας, που ήθελαν το πλήθος να πρωταγωνιστεί και να μην συμμετέχουν επαγγελματίες ηθοποιοί, καταφέρνει με εκπληκτικό τρόπο να περάσει από το προσωπικό δράμα, που προβάλλει στην αρχή, της απώλειας της μάνας, στο συλλογικό δράμα του φτωχού εργάτη, μεταμορφώνοντας παράλληλα την μάνα, σε σύμβολο της Πρώτης Ρώσικης επανάστασης του 1905.
Αξίζει τέλος, να σταθούμε περισσότερο και στον διαφορετικό, αλλά εξαίσιο, τρόπο, με τον οποίο ο Pudovkin χρησιμοποιεί το μοντάζ. Σε αντίθεση με τον μεγαλύτερο εκφραστή του κινήματος αυτού, του Sergei M. Eisenstein, αντί να ενώνει άκρως αντιθετικές σκηνές, που μεταφέρουν την αναταραχή ενός επαναστατημένου λαού στον κινηματογραφικό θεατή, χρησιμοποιεί το μοντάζ, συμπληρωματικά, έχοντας ως κύριο μέλημα την πλήρη κατανόηση των νοημάτων της ταινίας του κι έτσι, ανάμεσα σε όλες τις αριστουργηματικές εικόνες που χρησιμοποιεί επεξηγηματικά, βλέπουμε κι αυτήν της θραύσης των πάγων, όταν οι εργάτες ξεσηκώνονται.
Ακόμη κι αν αποτελεί την πρώτη ταινία μεγάλου μήκους του Vsevolod Pudovkin και το πρώτο κινηματογραφικό σενάριο του Nathan Zarkhi, "Η μάνα", είναι ένα από τα ωραιότερα, ίσως όχι από τα πιο χαρακτηριστικά, έργα της σοβιετικής πρωτοπορίας και ταυτόχρονα συγκαταλέγεται, από πολλούς κριτικούς, στις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών. Αν ανήκετε, λοιπόν, στο σινεφίλ κοινό και δεν έχει τύχει να την παρακολουθήσετε μέχρι στιγμής, προτείνεται ανεπιφύλακτα. Αν πάλι, δεν έχει τύχει να παρακολουθήσετε πολλές ταινίες της σοβιετικής πρωτοπορίας, πιστεύω ότι είναι μια καλή ευκαιρία ν' ανακαλύψετε την μαγεία του συγκεκριμένου είδους. Τέλος, αν δεν έχετε τριφτεί και πολύ με το βωβό σινεμά, δεν θα σας πρότεινα να επιλέξετε την συγκεκριμένη γι' αρχή, λόγω της ιδιόμορφης πολιτικής θεματικής της.

Βαθμολογία: 4/5

Τα σχετικά
Σοβιετικό πολιτικό δράμα του 1926, βασισμένο στο ομώνυμο βιβλίο του Maxim Gorky, σε σενάριο του Nathan Zarkhi και σκηνοθεσία του Vsevolod Pudovkin, διάρκειας 89 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Vera Baranovskaya, Nikolai Batalov, Aleksandr Chistyakov και Anna Zemtsova.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

10 Ιανουαρίου 2013

(2013) Ο δολοφόνος με το πριόνι

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: Texas chainsaw 3D


Η υπόθεση
Στις 19 Αυγούστου, ολόκληρη η οικογένεια Sawyer πεθαίνει σε επίθεση που δέχεται από τους κατοίκους της περιοχής. Ένα νεογέννητο μωρό όμως, η Heather (Alexandra Daddario) σώζεται κι υιοθετείται από τo ζεύγος Miller. Πολλά χρόνια αργότερα, η Heather, έχοντας ενηλικιωθεί πια, θα μάθει την πραγματική της ταυτότητα, όταν η βιολογική της γιαγιά πεθαίνει και της αφήνει κληρονομιά το σπίτι της οικογενείας της, μαζί με ό,τι περιέχει αυτό. Έτσι, η Heather, θα ξεκινήσει με την παρέα της για ένα ταξίδι στην γενέτειρά της, το Texas, όπου θ' ανακαλύψει όλη τη φρικτή αλήθεια που της κρατούσαν κρυφή οι θετοί γονείς της. Το κακό όμως είναι ότι η Heather, θα μάθει ποιά στ' αλήθεια είναι, αφού έχει ελευθερωθεί απ' το υπόγειο του σπιτιού της ο σχιζοφρενής δολοφόνος με το πριόνι, ο οποίος δεν πέθανε ποτέ.

Η κριτική
"Ο δολοφόνος με το πριόνι" κάνει σαφή τον στόχο του να γίνει το καλύτερο sequel της πρωτότυπης ταινίας του 1974 και νομίζω ότι η προσπάθειά του είναι αρκετά επιτυχημένη. Χωρίς να μιλάμε για μια αριστουργηματική ταινία τρόμου, όπως είναι "Ο σχιζοφρενής δολοφόνος με το πριόνι", παρά για μια σημερινή ταινία του είδους, η εκδοχή του John Luessenhop θα έλεγε κανείς ότι είναι πολύ καλά μελετημένη.
Το κυριότερο στοιχείο που την κάνει να ξεχωρίσει από τις υπόλοιπες ταινίες που έχουν ως κεντρικό πρωταγωνιστή τον Leatherface, είναι το γεγονός ότι δεν αποτελεί ακριβώς ούτε συνέχεια της πρώτης, αλλά ούτε remake αυτής. Και τι εννοώ μ' αυτό: Φυσικά, κατά την έναρξη του συγκεκριμένου φιλμ, ο θεατής καταλαβαίνει ότι αυτό που παρακολουθεί έπεται του πρωτότυπου φιλμ. Όμως, αν κάποιος έχει παρακολουθήσει την ταινία του 1974, θα παρατηρήσει ότι υπάρχουν εκπληκτικές ομοιότητες, τόσο στην ιστορία, όσο και στην εικόνα της, με την αρχική.
Ως κεντρικός άξονας δηλαδή, χρησιμοποιείται ένα πρόσωπο που έχει άμεση σχέση με την αρρωστημένη οικογένεια του σχιζοφρενούς δολοφόνου, αλλά είναι "άγραφος χάρτης", καθώς δεν γνωρίζει τίποτα περί δολοφονιών ή ό,τι άλλο. Η Heather λοιπόν, θα δούμε ότι εργάζεται στο τμήμα συσκευασμένων κρεάτων ενός super market και στον ελεύθερο χρόνο της δημιουργεί πίνακες από κοκαλάκια ζώων. Παρόλα αυτά, όμως, η σχιζοφρένεια δεν χτυπά την δική της πόρτα, όπως μπορεί να υποπτευθούμε, αλλά αποτελεί κι η ίδια ένα από τα θύματα του μανιακού δολοφόνου. Επίσης, ο ρόλος της, έχει στοιχεία από τον Nubbins Sawyer (Edwin Neal), την Sally (Marilyn Burns) αλλά και τον Drayton Sawyer.
Όπως θα δούμε, όμως, η παρέα εδώ είναι τετραμελής και το πέμπτο μέλος της, θα γίνει ο νεαρός που θα κάνει autostop. Έχοντας λοιπόν κατά νου ότι ένα καλλιτεχνικό θρίλερ δεν θα τραβήξει τα βλέμματα του σημερινού κοινού, η χρήση εικόνων splatter είναι διάχυτη κατά τη διάρκεια της ταινίας, όπως επίσης και τα ημίγυμνα καλλίγραμμα σώματα, τόσο των αντρών, όσο και των γυναικών, που κάνουν την εμφάνισή τους.
Φυσικά, σε μια εποχή που τα βαμπίρ και τα ζόμπι έχουνε γίνει της μόδας, δεν αναμένεται να τρομοκρατήσει η εικόνα ενός νεκροζώντανου παππού που πίνει ανθρώπινο αίμα, όπως επίσης δεν υπάρχει και κανένα απολύτως νόημα να γίνει αναφορά στο στοιχείο του κανιβαλισμού. Παρόλα αυτά, ο δεσμός των αρρωστημένων οικογενειακών δεσμών, προβάλλεται με άλλους τρόπους, πιο κατανοητούς από ένα σύγχρονο κοινό.
Αξιοπρόσεκτο όμως, είναι και το γεγονός ότι η ταινία δεν εστιάζει μόνο στα εγκλήματα του δολοφόνου με το πριόνι, αλλά και σ' αυτά που διέπραξε η κοινωνία, απέναντι στην οικογένεια Sawyer. Και φυσικά, η αναφορά στο όνομα του Hooper, του πρώτου σκηνοθέτη του "Σχιζοφενούς δολοφόνου με το πριόνι", δεν θα μπορούσε να έχει γίνει με ομορφότερο τρόπο, από αυτόν του εκφραστή της λογικής σκέψης και της επιβολής της τάξης. Επίσης, την γιαγιά Verna, θα δούμε να ενσαρκώνει η Marilyn Burns, ένα πρόσωπο που φέρει έντονα τον ρόλο του θύματος, απενοχοποιώντας κατ' αυτόν τον τρόπο τον θύτη.
Με δυο λόγια, μιλάμε για μια καλογυρισμένη, σύγχρονη ταινία τρόμου που ξεφεύγει από τα πλαίσια των μέτριων ταινιών του σήμερα, χωρίς όμως να πλησιάζει την αίγλη της πρώτης. Αν, λοιπόν, σας αρέσουν αυτού του είδους οι ταινίες, προτείνεται. Αν πάλι είστε λάτρεις της κλασικής ταινίας να ξέρετε ότι θα δείτε κάτι που απευθύνεται αρκετά στο σύγχρονο νεανικό κοινό, οπότε χαμηλώστε τις προσδοκίες σας, αν έχετε σκοπό να την παρακολουθήσετε.
Σημείωση: Όσον αφορά την τρισδιάστατη εκδοχή της, εκτός από ελάχιστες σκηνές που γίνεται υπέροχη χρήση του 3D, δεν μπορώ να πω ότι θα πρέπει να προτιμηθεί.

Βαθμολογία: 2,5/5

Τα σχετικά
Αμερικάνικη ταινία τρόμου του 2013, βασισμένη σε χαρακτήρες των Kim Henkel και Tobe Hooper και σε ιστορίων των Stephen Susco, Adam Marcus και Debra Sullivan, σε σενάριο των Adam Marcus, Debra Sullivan και Kirsten Elms και σκηνοθεσία του John Luessenhop, διάρκειας 92 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Alexandra Daddario, Trey Songz, Scott Eastwood, Tania Raymonde, Shaun Sipos, Dan Yeager, Thom Barry, Paul Rae, Keram Malicki-Sánchez, Richard Riehle, James MacDonald, Gunnar Hansen, Marilyn Burns, John Dugan, Allen Danziger, Paul A. Partain, William Vail, Teri McMinn και Edwin Neal.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

9 Ιανουαρίου 2013

(1974) Ο σχιζοφρενής δολοφόνος με το πριόνι

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: The Texas chain saw massacre


Η υπόθεση
Στις 18 Αυγούστου του 1973, δυο αδέλφια φτάνουν στο Texas, μαζί με τρεις φίλους τους, για να διαπιστώσουν αν ο τάφος του παππού τους συγκαταλέγεται σ' αυτούς που έχουν βεβηλωθεί από άγνωστους, μέχρι στιγμής, τυμβωρύχους. Κατά την παραμονή τους εκεί, θα συναντήσουν έναν ψυχοπαθή νεαρό και στη συνέχεια ένας-ένας θα γνωρίσουν τον σχιζοφρενή δολοφόνο με το πριόνι. Θα καταφέρει έστω κι ένας απ' τους πέντε τους να επιβιώσει της σφαγής;

Η κριτική
"Ο σχιζοφρενής δολοφόνος με το πριόνι" ανήκει στην κατηγορία των κλασικών ταινιών τρόμου, που κάθε φανατικός θεατής του συγκεκριμένου είδους οφείλει να έχει δει. Ο Tobe Hooper, χρησιμοποιώντας σαν βάση την ιστορία ενός πραγματικού δολοφόνου, του Ed Gein, δημιούργησε μια πλασματική ιστορία για το σενάριο της ταινίας του, που επρόκειτο να γίνει θρύλος στις επόμενες γενιές.
Από την αρχή της η ταινία, δημιουργεί μια υποβλητική ατμόσφαιρα που τραβά το βλέμμα του θεατή σαν μαγνήτης. Πρώτα απ' όλα, η φωνή του αφηγητή ξεκινά να εισάγει τον θεατή σε μια, φαινομενικά, πραγματική ιστορία. Έπειτα, ακολουθεί μια σκηνή όπου ο φακός φωτογραφίζει αποσπασματικά τα αποσυντεθειμένα σώματα και σιγά-σιγά θ' αρχίσουμε παράλληλα με την εικόνα ν' ακούμε μια ραδιοφωνική εκπομπή που θα συμπληρώσει την εισαγωγή που άφησε λειψή ο αφηγητής.
Η συνέχεια της ταινίας είναι λίγο πολύ γνωστή, η παρέα θα περάσει από το παλαιό σφαγείο, θα μαζέψει έναν τρελό που κάνει autostop κι όταν αυτός δώσει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες για τον ίδιο και την οικογένειά του, θα βγει εκτός ελέγχου, θα τραυματίσει τον ανάπηρο Franklin (Paul A. Partain), θα φοβήσει τους πέντε ήρωες και θα βρεθεί εκτός πλάνου για ένα μεγάλο μέρος της υπόλοιπης ταινίας. Όμως, η μικρή του εμφάνιση αρκεί για να σπείρει τον τρόμο στο κοινό της εποχής και να προϊδεάσει τον θεατή για έναν ακόμη πιο τρομερό χαρακτήρα, αλλά και για την αποκάλυψη μιας αφάνταστα αρρωστημένης κατάστασης.
Φυσικά, για τον τωρινό θεατή, δεν τίθεται καν σαν ζητούμενο η πρόκληση φόβου. Αντίθετα, όπως και στις ταινίες του Hitchcock, αυτό που κρατάει τον θεατή καθηλωμένο είναι η εκπληκτική, και καλλιτεχνικά δοσμένη, φοβική κατάσταση στην οποία έχει φροντίσει ο σκηνοθέτης να τον θέσει. Η αλήθεια είναι ότι αρκετές από τις σκηνές που παρουσιάζονται, για ένα μάτι που έχει μάθει στα σημερινά εφέ και στις ακραίες προσπάθειες ν' αποδοθεί ρεαλιστικά μια σκηνή, φαντάζουν ψεύτικες. Όμως, οι εξαίρετες ερμηνείες των άγνωστων πρωταγωνιστών, αλλά κι η σκηνοθετική γραμμή που ακολουθείται, κάνουν το φιλμ να ξεχωρίσει από αυτά της σειράς.
Στην ταινία, μπλέκονται δολοφονίες, ζόμπι, τυμβωρυχία και κανιβαλισμός, με έναν εξαίρετο τρόπο που δεν οδηγεί στην υπερβολή. Εκτός όμως, όλων αυτών, αξίζει να προσέξει κανείς την ύπαρξη του σαλού, που εδώ παρουσιάζεται ως μεθυσμένος, ο οποίος εκφράζει την αλήθεια που κανείς δεν ξεστομίζει και που παραπέμπει λίγο σε σαιξπηρικό ήρωα.
Με άλλα λόγια, αν σας αρέσουν οι καλές ταινίες τρόμου κι η συγκεκριμένη έχει ξεφύγει της προσοχής σας, προτείνεται ανεπιφύλακτα, καθώς αποτελεί μια από τις αρτιότερες ταινίες του είδους της.

Βαθμολογία: 4/5

Τα σχετικά
Αμερικάνικη ταινία τρόμου του 1974, σε σενάριο των Kim Henkel και Tobe Hooper και σκηνοθεσία του Tobe Hooper, διάρκειας 83 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Paul A. Partain, Marilyn Burns, Allen Danziger, Teri McMinn, William Vail, Gunnar Hansen, Edwin Neal, Jim Siedow και John Dugan.

Οι σύνδεσμοι
Trailer 
Imdb 
Rotten Tomatoes

8 Ιανουαρίου 2013

(2011) Breath of the Gods: A journey to the origins of modern yoga

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: Breath of the Gods: A journey to the origins of modern yoga


Η υπόθεση
Ο Jan Schmidt-Garre ταξιδεύει στην Ινδία και συναντά τους ανθρώπους που μαθήτευσαν κοντά στον πατέρα της μοντέρνας yoga, τον Tirumalai Krishnamacharya. Παρακολουθώντας τον τρόπο που διδάσκουν και συνομιλώντας μαζί τους, αποπειράται να δημιουργήσει ένα ντοκιμαντέρ που ερευνά τις ρίζες της σύγχρονης yoga, μέσα στους αιώνες, αλλά και την συμβολή του Krishnamacharya  στην εισαγωγή της, ως είδος εκγύμνασης, στον δυτικό κόσμο.

Η κριτική
Το "Breath of the Gods: A journey to the origins of modern yoga" είναι ένα ντοκιμαντέρ που απευθύνεται σ' ένα πολύ συγκεκριμένο μέρος του κινηματογραφικού κοινού κι αυτό όχι με ιδιαίτερη επιτυχία. Καθώς η yoga έχει αναδειχθεί σε παγκόσμιο φαινόμενο τις τελευταίες δεκαετίες και παράλληλα με την πάροδο του χρόνου, παρατηρούμε πως ο αριθμός των ανθρώπων που την επιλέγουν ως μέσο εκγύμναστης αυξάνεται συνεχώς, τί θα μπορούσε να είναι καλύτερο από το να δημιουργήσει κάποιος ένα ντοκιμαντέρ που ερευνά την προέλευση αυτής της ανατολίτικης μόδας;
Ο Jan Schmidt-Garre, έχοντας λοιπόν κατά νου, ότι ένα ντοκιμαντέρ στο οποίο θα παρελαύνουν κάποιοι από τους μεγαλύτερους, εν ζωή και μη, δασκάλους της yoga, θα τραβήξει την προσοχή του κόσμου που είτε ασχολείται μ' αυτό το είδος εκγύμνασης, είτε έχει την επιθυμία να ερευνήσει, αν όχι να κατανοήσει, τους λόγους της μαζικής της εξάπλωσης στον δυτικό κόσμο, δίνει πνοή σε μια, αν μη τί άλλο εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ιδέα, θεωρώντας πιθανώς πως η ιδέα και μόνο αρκεί για ν' αποτελέσει το έργο του εμπορική επιτυχία. Βέβαια, για όσους έχουν ήδη μπει στη διαδικασία να ψάξουν από μόνοι τους την φιλοσοφία πίσω από την κινησιολογία, νομίζω πως η συγκεκριμένη ταινία δεν έχει να τους διδάξει κάτι περισσότερο απ' όσα ήδη έχουν μάθει. Αντίστοιχα βέβαια, όσοι κάνουν πρακτική κι επιλέξουν να έρθουν για πρώτη φορά σ' επαφή με την θεωρία της yoga μέσω αυτού του ντοκιμαντέρ πιστεύω ότι δεν θα πάρουν μαζί τους κάτι το ουσιαστικό που θα τους βοηθήσει να εξελιχθούν. Παράλληλα επίσης, όσοι επιλέξουν την συγκεκριμένη ταινία ως μέσο γνωριμίας με την έννοια της yoga γενικά, θεωρώ ότι θα βρεθούν αντιμέτωποι μ' ένα ντοκιμαντέρ ιδιαίτερα δυσνόητο, ίσως κι αδιάφορο.
Βέβαια, επειδή προσωπικά ανήκω στην κατηγορία του κοινού που δεν ήρθε για πρώτη φορά σ' επαφή με την yoga και τη φιλοσοφία της, οφείλω να παραδεχτώ ότι σε προσωπικό επίπεδο, βρήκα την ταινία ιδιαίτερα απολαυστική. Τονίζω βέβαια ότι είχα την τύχη να έχω διδαχτεί για κάποιο χρονικό διάστημα ένα από τα είδη yoga που διδάσκονται κι ότι ανήκω στην κατηγορία των θεατών που έχουν λατρέψει αυτή την πρακτική. Το ζήτημα όμως είναι ότι ως έργο μου φάνηκε απολαυστικό γιατί συνεχώς ανέτρεχα σε προσωπικά μου βιώματα κι όχι γιατί έπαιρνα πράγματα από την ίδια την ταινία.
Το κακό με την συγκεκριμένη προσέγγιση, είναι ότι εστιάζει περισσότερο στην παρουσίαση ευφάνταστων εικόνων ευλυγισίας και δεν στέκεται τόσο στην φιλοσοφία της yoga καθεαυτής. Με άλλα λόγια, τα όσα πήρα από τα δυο μου πρώτα μαθήματα καθαρής πρακτικής, κι όχι θεωρίας, της yoga, το συγκεκριμένο ντοκιμαντέρ δεν κατάφερε να μου τα περάσει στη μιάμιση ώρα που διαρκεί. Έτσι, ένας κοινός θεατής, θα γίνει, απλώς, μάρτυρας ενός ανθρώπου που μπορεί και περιστρέφει το σώμα του σαν δαιμονισμένος κι ένας έμπειρος/μαθητής-της-yoga θεατής, δεν θα φύγει πλήρης μετά την θέασή της.
Εν ολίγοις, αν οι προσδοκίες σας είναι να κατανοήσετε τι εστί yoga μέσω μιας ταινίας, δεν πιστεύω πως η συγκεκριμένη αποτελεί την καταλληλότερη επιλογή, ούτε ότι έχει την δυνατότητα ν' απαντήσει στα ερωτήματά σας, παρά μόνο επιφανειακά. Αν πάλι, ασχολείστε με αυτό το υπέροχο κράμα φιλοσοφίας και κινησιολογίας, που αναζωογονεί σώμα και πνεύμα, θα σας πρότεινα να την δείτε μόνο και μόνο γιατί έχει κάποια ντοκουμέντα του Krishnamacharya, του Krishna Pattabhi Jois, κ.α. που σε κάνουν να θαυμάσεις την άρτια τεχνική και την ταχύτητα εκτέλεσης διαφόρων vinyāsas κι āsanas.

Βαθμολογία: 2/5

Τα σχετικά
Γερμανικό ντοκιμαντέρ του 2011, σε σκηνοθεσία του Jan Schmidt-Garre, διάρκειας 100 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Jan Schmidt-Garre, Tirumalai Krishnamacharya, Krishna Pattabhi Jois, Bellur Krishnamachar Sundararaja Iyengar και Sri T. K. Sribhashyam.

Οι σύνδεσμοι
Imdb