21 Μαρτίου 2013

(2012) Άνεμος ψυχής

Πρωτότυπος τίτλος: Csak a szél
Αγγλικός τίτλος: Just the wind
Ελληνικός τίτλος στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης του 2012: Μονάχα ο άνεμος


Η υπόθεση
Μετά από μια σειρά στοχευμένων επιθέσεων που είχαν ως αποτέλεσμα τον θάνατο πέντε οικογενειών Ρομά, ο φόβος αρχίζει και κάνει εντονότερα την εμφάνισή του στην κοινωνία των Αθίγγανων. Η Mari (Katalin Toldi), μια γυναίκα Ρομά που ζει μαζί με την οικογένειά της στο δάσος κι αγωνίζεται να κερδίσει τίμια τα προς το ζην για την ίδια, τα παιδιά και τον πατέρα της, προσπαθεί να συνεχίσει κανονικά την ζωή της. Το ίδιο κάνουν και τα δυο παιδιά της, η έφηβη Anna (Gyöngyi Lendvai) κι ο μικρός Rió (Lajos Sárkány), ελπίζοντας σύντομα να συγκεντρώσουν τα χρήματα που χρειάζονται για να ταξιδέψουν στο Toronto και να επανενωθούν με τον πατέρα τους που βρίσκεται εκεί.

Η κριτική
Μέσα στο 2008-2009 πραγματοποιείται στην Ουγγαρία μια σειρά αιματηρών επιθέσεων σε σπίτια της κοινότητας των Ρομά, θύματα της οποίας υπήρξαν 55 άνθρωποι. Το αξιοπρόσεκτο σ' αυτήν την υπόθεση ήταν το γεγονός ότι τα άτομα που δέχτηκαν τις επιθέσεις δεν ανήκαν στην κατηγορία των "παρασίτων" της υπόλοιπης ουγγρικής κοινότητας, άλλα ήταν φτωχές οικογένειες τσιγγάνων, τα μέλη των οποίων προσπαθούσαν να ζήσουν τίμια, δουλεύοντας ή πηγαίνοντας σχολείο. Αν κι εκ πρώτης όψεως, η συγκεκριμένη πράξη βίας μοιάζει αδύνατον ν' απαντηθεί λογικά, η στόχευση οικογενειών που δεν ζουν σε γκέτο, όπως οι "Ρομά-παράσιτα", ήταν ο μόνος προσιτός στόχος της ακραίας ρατσιστικής αυτής ενέργειας.
Επηρεασμένος λοιπόν από τα πραγματικά αυτά γεγονότα που συνέβησαν στην χώρα του, ο ανερχόμενος Ούγγρος δημιουργός Benedek Fliegauf, ένιωσε την ανάγκη να γυρίσει μια ταινία στην οποία να εστιάζει στην ανάδειξη των ανθρώπων οι οποίοι υπήρξαν θύματα της βίαιης αυτής ενέργειας, στον καθημερινό ρατσισμό που αναγκάζονται να υπομένουν εντός κι εκτός της κοινότητάς τους, αλλά και στην κατάργηση των στερεοτύπων που παρουσιάζουν όλους τους Ρομά ως μια αυτόνομη κοινότητα που λειτουργεί πάντοτε ομαδικά και παρασιτεί στις διάφορες χώρες που ενίοτε κατοικεί.
Έτσι λοιπόν ο Fliegauf, καταγράφει με τον φακό του μια ημέρα από την ζωή τριών ανθρώπων της ίδιας οικογένειας, διαφορετικών όμως ηλικιακών ομάδων, καταφέρνοντας κατ' αυτόν τον τρόπο ν' αναδείξει όλες τις πτυχές που μπορεί να συναντήσει κανείς στην καθημερινότητα ενός Ρομ. Μέσω της μάνας και της κόρης, παρουσιάζεται η σχέση που έχουν οι οικογένειες των τσιγγάνων με τον έξω κόσμο, αλλά κι η υγιής σχέση που μπορεί να κρατηθεί ανάμεσα σ' έναν Ρομ και την στερεοτυπική κοινότητα των "Ρομά-αποβλήτων". Μέσω του γιου όμως, ο οποίος βρίσκεται σε μια ηλικία που μπορεί εύκολα να παρασυρθεί, γίνεται εμφανής ο τρόπος με τον οποίο δημιουργείται και λειτουργεί το γκέτο των αθίγγανων.
Μέσω των τριών αυτών ατόμων συνεπώς, ο καλλιτέχνης καταφέρνει να παρουσιάσει μέσα στο έργο του τα σημάδια του ρατσισμού που κάνουν την εμφάνισή τους, εντός κι εκτός της κοινότητας των Ρομά, ν' αναδείξει τον τρόπο με τον οποίο είναι δομημένο το εκπαιδευτικό σύστημα της Ουγγαρίας και στ' οποίο τα παιδιά Ρομά αποτελούν απλώς τον τελευταίο κρίκο της αλυσίδας, να παρουσιάσει την βοήθεια που ενδέχεται να δεχθούν, σε κάποιες περιπτώσεις, οι τσιγγάνοι και την εκτίμηση που δείχνουν σ' αυτούς που τους την προσφέρουν, όπως επίσης και την υγιή κι απόλυτα φυσιολογική αντίδρασή τους απέναντι στην καταπίεση και την κριτική που δέχονται συνεχώς.
Με την δημιουργία επομένως ενός δραματοποιημένου ντοκιμαντέρ που εκπληρώνει την ανάγκη του εμπνευστή του να τιμήσει τους ανθρώπους που χάθηκαν άδικα στις ρατσιστικές αυτές επιθέσεις, καταρρίπτοντας την άποψη που έχει γι' αυτούς μια μερίδα του ουγγρικού λαού, ότι δηλαδή ο θάνατός τους είναι ένα πρόβλημα λιγότερο στις ζωές τους, καταφέρνει να δικαιώσει την μνήμη τους.
Το ζήτημα βέβαια είναι ότι οι αργοί ρυθμοί, σε συνδυασμό με την έλλειψη ενός στοιχείου που προάγει εμφανώς την εξέλιξη της πλοκής και τα συνεχή γκρο-πλαν καθιστούν το συγκεκριμένο πόνημα δύσκολο να παρακολουθηθεί, ακόμα κι από το εν γένει σινεφίλ κοινό, καθώς από ένα σημείο κι έπειτα η έκβαση του δράματος κρίνεται απολύτως απαραίτητη για ν' αποκτήσει νόημα το υπόλοιπο σύνολο. Συνοπτικά λοιπόν, το έργο απευθύνεται κατά κύριο λόγο στο κοινωνικά ευαισθητοποιημένο σινεφίλ κοινό της πειραματικής βαλκανικής κινηματογραφίας, καθώς το θέμα του παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

Βαθμολογία: 2,5/5

Τα σχετικά
Ουγγρικό δράμα του 2012, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Benedek Fliegauf, διάρκειας 86 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Katalin Toldi, Gyöngyi Lendvai, Lajos Sárkány και György Toldi.

Οι σύνδεσμοι

20 Μαρτίου 2013

(2012) Passion

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: Passion


Η υπόθεση
H Christine (Rachel McAdams) κι η Isabelle (Noomi Rapace) είναι δυο γοητευτικές γυναίκες που δουλεύουν ως ομάδα σε μια μεγάλη πολυεθνική. Όταν η Isabelle κάνει το λάθος να συνάψει σχέση με κάποιον εραστή της Christine κι η Christine εκμεταλλευόμενη την ευκαιρία που της παρουσιάζεται να μετακομίσει στα κεντρικά γραφεία της Νέας Υόρκης, σφετερίζεται μια ιδέα της Isabelle, τότε θ' αρχίσει να ξετυλίγεται ένα ερωτικό παιχνίδι εξουσίας, παράνοιας, εξάρτησης κι ισχύος το οποίο μόνο με θάνατο μπορεί να λήξει.

Η κριτική
Το "Passion" αποτελεί το πολλά υποσχόμενο remake ενός σχετικά άνευρου, ενδιαφέροντος όμως από μια πλευρά, γαλλικού δραματικού θρίλερ ονόματι "Η αντίζηλος". Η ιστορία του, όπως και στο πρωτότυπο έργο του 2010, εξελίσσεται στον επιχειρηματικό κόσμο, με μόνη διαφορά των δυο εκδοχών, τον τρόπο προσέγγισης της πανομοιότυπης θεματικής τους.
Είναι αλήθεια πως στην πρωτότυπη ταινία, ως τη στιγμή του φόνου, ο σκηνοθέτης της αναλώνεται σε μια άτονη παρουσίαση της ευγενούς σφαγής που χαρακτηρίζει τον χώρο των πολυεθνικών. Από τη στιγμή όμως που πραγματοποιείται η δολοφονία, το έργο αμέσως αρχίζει ν' αποκτά ενδιαφέρον, καθώς ο θεατής από την αρχή γνωρίζει το πρόσωπο του δολοφόνου και καλείται να συμμετάσχει σ' ένα παιχνίδι αποδείξεων που θα καταδικάσουν ή θα αθωώσουν τον/την κατηγορούμενο/η από το έγκλημα.
Σ' αυτή την εκδοχή του De Palma όμως, ο οποίος αξίζει να πούμε ότι, παρά τα διαμάντια που έχει χαρίσει στον κινηματογραφικό χώρο στην διάρκεια της καριέρας του, μοιάζει να έχει χάσει την έμπνευσή του, γίνεται μια προσπάθεια να παρουσιαστεί μια πιο ενδιαφέρουσα εκδοχή της ίδιας ιστορίας. Κι ο τρόπος με τον οποίο προσπαθεί να το πετύχει, είναι μέσω της ανάδειξης του υπολανθάνοντος ερωτικού στοιχείου της αρχικής.
Εστιάζοντας στην άκρατη σεξουαλικότητα της Christine, που την βοηθά ν' ανέλθει επαγγελματικά, αλλά και στην σχέση εξάρτησης που καταφέρνει να δημιουργήσει αυτή με την Isabelle, ο De Palma, καταφέρνει μεν αντί για ένα άνευρο, αληθοφανές πάρ' αυτά, πρώτο μέρος να παρουσιάσει μια πιο ενδιαφέρουσα ιστορία που βρίθει από ψεύτικα ερωτικά φετίχ, καταλήγει όμως να μπλεχτεί μέσα στα ίδια του τα δίχτυα, αφού κατά τη διάρκεια του δεύτερου μέρους, αρνείται να αποτινάξει αυτήν την υπερβολή και παράλληλα εστιάζει στην εύρεση του προσώπου που διέπραξε το έγκλημα, χάνοντας το γενικότερο νόημα.
Το χειρότερο όλων όμως, είναι το εναλλακτικό τέλος που επιλέγει να δώσει στην δική του εκδοχή ο Αμερικάνος δημιουργός. Στην προσπάθειά του προφανώς, να καλύψει τις σεναριακές τρύπες που ο ίδιος έχει δημιουργήσει, καταλήγει να κάνει έναν επίλογο στον οποίο χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα. Δεν λέω, από καλλιτεχνικής απόψεως εκεί είναι που αποδίδεται εντονότερα η αίσθηση του νουάρ, όμως με αυτό το κλείσιμο ακόμα και τα ελάχιστα θετικά στοιχεία αυτού του φιλμ, γκρεμίζονται μέσα σε μερικά λεπτά κι είναι κρίμα να συμβαίνει αυτό όταν την σκηνοθεσία υπογράφει ένας καλλιτέχνης του ύψους του De Palma.
Εν συντομία λοιπόν, αν ανήκετε στους θαυμαστές του Brian De Palma, θα σας συνιστούσα να ρίξετε τις απαιτήσεις σας και να μην περιμένετε μια ταινία που θα σας ενθουσιάσει.

Βαθμολογία: 1/5

Τα σχετικά
Γαλλικό θρίλερ του 2012, βασισμένο σε ταινία των Natalie Carter και Alain Corneau, σε σενάριο των Brian De Palma και Natalie Carter και σκηνοθεσία του Brian De Palma, διάρκειας 100 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Rachel McAdams, Noomi Rapace, Karoline Herfurth, Paul Anderson, Rainer Bock και Ian T. Dickinson.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

19 Μαρτίου 2013

(2012) Μπιγκ χιτ

Πρωτότυπος τίτλος: Μπιγκ χιτ
Αγγλικός τίτλος: Big hit


Η υπόθεση
Μέσα στη νύχτα ο αστυνόμος Φαρμάκης (Σπύρος Μπιμπίλας) αυτοκτονεί κι η σύζυγός του, προτού ειδοποιήσει την αστυνομία, καλεί τον Μάικ Βαρδακαστάνη (Άλεξ Σπυρόπουλο). Όταν η αστυνομία καταφθάνει, ο επικεφαλής της ομάδας, υπαστυνόμος Αριστείδης Κορμάς (Μελέτης Γεωργιάδης), αποφαίνεται ότι πρόκειται για βέβαιη αυτοκτονία. Τα στοιχεία όμως που του εμφανίζονται στην πορεία τον κάνουν να πιστέψει ότι πίσω από τον θάνατο του Φαρμάκη κρύβεται ένα μεγάλο μυστικό που συνδέει το οργανωμένο έγκλημα και το αστυνομικό σώμα. Μπορεί ένας άνθρωπος μόνος του ν' αποδώσει δικαιοσύνη;

Η κριτική
Εξήντα χρόνια μετά την "Μεγάλη κάψα" του Fritz Lang, ένα ελληνικής παραγωγής remake πραγματοποιεί την έξοδό του στις εγχώριες κινηματογραφικές αίθουσες. Με τον όρο "νουάρ" να το προσδιορίζει και τ' όνομα του Fritz Lang να το χαρακτηρίζει, το εγχείρημα μοιάζει ταυτόχρονα σαγηνευτικό και ριψοκίνδυνο, διχάζοντας το σινεφίλ κοινό για το κατά πόσο η σύγχρονη μεταφορά μπορεί να είναι επιτυχημένη. Παρά τις όποιες επιφυλάξεις όμως, αποδεικνύεται ότι το "Μπιγκ χιτ" του Κάρολου Ζωναρά δεν θα μπορούσε να είναι καλύτερο, καθώς όντας καλά μελετημένο, εκπλήσσει ευχάριστα.
Έτσι λοιπόν παίρνοντας ως δεδομένο ότι η κοινωνία από την περίοδο της άνθισης του νουάρ έχει αλλάξει σε μεγάλο βαθμό, κάποιες σεναριακές προσαρμογές κρίνονται απαραίτητες. Αφενός οι χαρακτήρες που παρουσιάζονται επί της οθόνης, διαφέρουν κατά πολύ από τους σημερινούς νεοέλληνες. Αν εξαιρέσει κανείς τον χαρακτήρα του έντιμου αστυνομικού, αλλά κι αυτόν της μαύρης χήρας, όλα τα υπόλοιπα πρόσωπα είναι αδύνατον να εμφανιστούν με την ιδιοσυγκρασία του '50. Βέβαια από την άλλη, η όποια παραλλαγή των κύριων χαρακτηριστικών των δευτερευόντων ηρώων, μπορεί να παραπέμψει περισσότερο στο σήμερα, αλλά δύναται να διαστρεβλώσει τα πρόσωπα και την πλοκή. Γι' αυτό το λόγο συνεπώς, οι όποιες αλλαγές πραγματοποιούνται, παρουσιάζονται μέσα από μια χιουμοριστική διάθεση, κάτι που όχι μόνο επιτρέπει στον σκηνοθέτη μια ελευθερία κινήσεων, αλλά δίνει στον θεατή την ευκαιρία ν' απολαύσει το θέαμα χωρίς να επιζητά την ταύτιση. Αφετέρου, ο τρόπος με τον οποίο είναι δομημένη η σημερινή κοινωνία καθιστά το κωμικό στοιχείο απαραίτητο συστατικό για την επιτυχή πρόσληψη ενός αστυνομικού έργου, κάτι που για το κοινό των παλαιότερων εποχών δεν ήταν αναγκαίο.
Αυτό όμως που κερδίζει τον θεατή και κάνει το έργο να ισορροπεί και να μην χάνεται στην ελευθερία που του προσφέρει η έλλειψη ενός κώδικα Hays, αλλά κι η σάτιρα που ασκεί, είναι το γεγονός ότι τεχνικά βρισκόμαστε απέναντι σ' ένα άρτιο φιλμ νουάρ που τηρεί όλους του κανόνες του είδους. Η εικόνα του είναι ασπρόμαυρη, η παρουσία της femme fatale εμφανής, οι σκιές κυριαρχούν, οι φωνές κι οι ήχοι, όπως σε όλες τις ταινίες της εποχής, έχουν "πατηθεί" με έξοχο τρόπο από πάνω κι η εσωτερική σύγκρουση στην οποία βρίσκεται μοιραία ο ακέραιος χαρακτήρας του πρωταγωνιστή, δεν θα μπορούσε να παρουσιαστεί καταλληλότερα. Η επιλογή της χρήσης του voice off, κατά το οποίο δίνονται οι αυτονόητες για τον παλιό, αλλά πρωτόγνωρες για τον νέο θεατή πληροφορίες για τον χαρακτήρα του πρωταγωνιστή, αποδεικνύεται ευφυέστατη και κερδίζει σύσσωμο το κοινό, καθώς αποτελεί ακόμα μια προσθήκη του Ζωναρά στην πρωτότυπη εκδοχή.
Εν κατακλείδι, το "Μπιγκ χιτ" του Κάρολου Ζωναρά δεν παραπέμπει μόνο στον αγγλικό τίτλο της "Μεγάλης κάψας" του Fritz Lang, αλλά τηρεί όλες τις απαραίτητες προδιαγραφές για ν' αποτελέσει ένα big hit (μεγάλη επιτυχία) της ελληνικής κινηματογραφίας. Όντας τεχνικά άρτιο, κερδίζει τις εντυπώσεις του σινεφίλ κοινού, αλλά μέσω του κωμικού του στοιχείου καταφέρνει να κεντρίσει το ενδιαφέρον των θεατών των πιο ανάλαφρων ταινιών. Σίγουρα δεν γίνεται να εξισώσουμε την "Μεγάλη κάψα" και το "Μπιγκ χιτ", η προσπάθεια όμως έχει στεφθεί από επιτυχία, καθώς καταφέρνει ν' αποτελέσει μια πολύ καλή πρόταση για όλον τον κόσμο.

Βαθμολογία: 3,5/5

Τα σχετικά
Ελληνικό φιλμ νουάρ του 2012, βασισμένο στο "Η μεγάλη κάψα" του Fritz Lang, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Κάρολου Ζωναρά, διάρκειας 95 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Μελέτη Γεωργιάδη, Katia O'Wallis, Γρηγόρη Γαλάτη, Άλεξ Σπυρόπουλο, Δημήτρη Λιόλιο και Ευγενία Αποστόλου.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

(2013) Νεοναζί: Το ολοκαύτωμα της μνήμης

Πρωτότυπος τίτλος: Νεοναζί: Το ολοκαύτωμα της μνήμης
Αγγλικός τίτλος: Neo-Nazi: The holocaust of memory


Η υπόθεση
Κατά την διάρκεια της γερμανικής κατοχής, πάνω από 100 ελληνικά χωριά και πόλεις λεηλατήθηκαν από τις ναζιστικές δυνάμεις. Στις εκλογές του Μαΐου του 2012 το κόμμα της Χρυσής Αυγής, όπως αναφέρεται από τα Μ.Μ.Ε., συγκεντρώνει στα Καλάβρυτα και το Δίστομο, περίπου 1000 ψήφους. Μέσα από την προβολή διαφόρων μαρτυριών των επιζώντων των γεγονότων στα Καλάβρυτα, στον Χορτιάτη, στο Auschwitz και στο Δίστομο, πραγματοποιείται στο Ενιαίο Λύκειο Διστόμου ένας διάλογος με κεντρικό θέμα τις τωρινές πολιτικές εξελίξεις. Παράλληλα, ο γιος ενός Υπουργού της Προπαγάνδας της κατοχικής κυβέρνησης και νυν μέλος του κόμματος της Χρυσής Αυγής, δίνει την δική του εκδοχή των γεγονότων.

Η κριτική
Είναι εξαιρετικά δύσκολο να μιλήσει κανείς για ένα ντοκιμαντέρ που χρησιμοποιεί ως βάση την κτηνωδία που διεπράχθη εις βάρος του ελληνικού λαού, για ν' αναδείξει μέσω αυτής τον παραλογισμό που εκφράζει την σημερινή πολιτική σκηνή, χωρίς να βρεθεί να γενικολογεί σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο. Άσχετα λοιπόν από το τί είναι, ή τί δεν είναι το κόμμα της Χρυσής Αυγής, αφού το πόρισμα βρίσκεται στην ευχέρεια του καθενός, στην συγκεκριμένη ταινία γίνεται μια προσπάθεια να έρθει σε διάλογο το παρόν με το παρελθόν και το μέλλον.
Μέσα από μια πολύ αξιόλογη απόπειρα, ο εξίσου αξιόλογος δημοσιογράφος Στέλιος Κούλογλου, προσπαθεί να ερευνήσει το κατά πόσο τ' αποτελέσματα που παρουσιάστηκαν στην κοινή γνώμη για την ψηφοφορία του Μαΐου 2012 είναι αληθή ή ψευδή και παράλληλα μέσα σ' ένα ντοκιμαντέρ που διαρκεί μιάμιση ώρα, έχει προσπαθήσει να συλλέξει και να παρουσιάσει στο κοινό το χρονικό των γεγονότων που οδήγησαν στην κυριολεκτική καταστροφή των ζωών των κατοίκων χωριών όπως τα Καλάβρυτα, ο Χορτιάτης ή το Δίστομο, μέσω μαρτυριών επιζησάντων ή άλλων ιστορικών πηγών, με μια περιγραφή που είναι κάτι παραπάνω από πλήρης και περιγραφική.
Κατά μια έννοια και μόνο ο τίτλος "Το ολοκαύτωμα της μνήμης" θα ήταν υπέρ-αρκετός για να προσδιορίσει επακριβώς τον κύριο στόχο αυτού του ντοκιμαντέρ, που δεν είναι άλλος από την ενημέρωση του νέου Έλληνα για το πρόσφατο παρελθόν της χώρας του, το οποίο υπάρχει μόνο ως απλή κι ελλιπής αναφορά στα βιβλία ιστορίας που διδάσκονται στα σχολεία.
Φέρνοντας στην επιφάνεια διάφορα σοβαρά ζητήματα της ελληνικής κοινωνίας, όπως αυτό της παραπληροφόρησης των Μ.Μ.Ε., της ελλιπούς (εσκεμμένης ή μη, αυτό είναι άλλο θέμα) παιδείας, το έργο εστιάζει στην συμπλήρωση του μαθήματος ιστορίας με μια πρόσφατη ιστορική αναδρομή, έτσι ώστε να καταλήξει σ' έναν εμφανή διάλογο, ανάμεσα σε γηραιούς και νέους, αλλά και σ' έναν διαφανή κι όμως υπαρκτό διάλογο ανάμεσα στην Χρυσή Αυγή και τους επιζώντες.
Χωρίς να υπάρχει η ανάγκη να το προτείνω ή όχι, καθώς το κοινό που θα ενδιαφερθεί να το παρακολουθήσει, θ' αποκομίσει σίγουρα κάτι από την προβολή του, θ' αρκεστώ ν' αναφέρω ότι καλό θα ήταν το συγκεκριμένο ντοκιμαντέρ να το παρακολουθήσει η νεολαία, διότι ένα μεγάλο κομμάτι αυτής αγνοεί το παρελθόν της, την στιγμή που καλείται να επιλέξει για το μέλλον της.

Βαθμολογία: 3/5

Τα σχετικά
Ελληνικό ντοκιμαντέρ του 2013, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Στέλιου Κούλογλου, διάρκειας 91 λεπτών.

Οι σύνδεσμοι

(2010) Ο Ρόμπερτ Μίτσαμ είναι νεκρός

Πρωτότυπος τίτλος: Robert Mitchum est mort
Αγγλικός τίτλος: Robert Mitchum is dead


Η υπόθεση
Ο Franky Pastor (Pablo Nicomedes), ένας άσημος Γάλλος ηθοποιός, ακολουθεί τον μάνατζέρ του Arsène (Olivier Gourmet), έναν τρελό μεσήλικα που ζει με τους κανόνες της rock & roll μουσικής, σ' ένα road trip με προορισμό κάποιο φεστιβάλ στον Αρκτικό Κύκλο. Εκεί θα παρευρίσκεται ένας διάσημος σκηνοθέτης, ο οποίος αποτελεί ίσως, την μοναδική ευκαιρία των δυο ανδρών να γίνουν διάσημοι, καθώς είναι ο μόνος που μπορεί να δώσει στον Franky την ευκαιρία να συμμετάσχει σε μια αμερικάνικη ταινία.

Η κριτική
"Ο Ρόμπερτ Μίτσαμ είναι νεκρός" είναι μια αρκετά ιδιόμορφη ταινία που παρακολουθεί την πορεία προς το "άγνωστο" που πραγματοποιούν οι δυο διαταραγμένοι, ο καθένας μ' έναν δικό του μοναδικό τρόπο, ήρωες τις ιστορίας.
Από την μια ως κεντρικό ήρωα γνωρίζουμε τον αγαθό κι ευκολόπιστο ηθοποιό Franky Pastor, δημιούργημα του ατζέντη του Arsène, που δεν έχει μεγάλη εμπιστοσύνη στις ικανότητές του και που παράλληλα μπορεί να κοιμηθεί μονάχα με την βοήθεια υπνωτικών χαπιών. Από την άλλη, ο δεύτερος ήρωας, ο μάνατζερ του Franky, είναι ένας αγράμματος αποτυχημένος μεσήλικας, που έχει εναποθέσει όλες του τις ελπίδες στο ταλέντο που πιστεύει ότι διαθέτει ο Franky κι ο οποίος καθ' όλη τη διάρκεια του ταξιδιού, φυλά σαν κόρη οφθαλμού μια βαλίτσα που, όπως ο ίδιος αναφέρει, περιέχει τα μυστικά του σύμπαντος.
Στην πορεία του ιδιόρρυθμου αυτού rock & roll ταξιδιού, που ξεκινά με την πώληση μιας κιθάρας και την κλοπή ενός αμαξιού, θα κάνουν την εμφάνισή τους κι άλλοι εξίσου παράξενοι χαρακτήρες, οι οποίοι θα συμπορευτούν για λίγο ή και για πολύ, μαζί με το πρωταγωνιστικό δίδυμο. Έτσι λοιπόν στην περιπέτειά τους θα τους συνοδέψει ένας Αφροαμερικανός μουσικός που αναζητά ένα καλύτερο μέλλον και μοιάζει να είναι μοιραίο οι τρεις τους να συναντηθούν, μια Πολωνή φοιτήτρια σχολής κινηματογράφου που θα ερωτευτεί τον Franky και μαζί με όλη την υπόλοιπη σχολή θα τον βοηθήσουν να γυρίσει ένα δοκιμαστικό βίντεο και τέλος, μια αιθέρια ύπαρξη που θα μπορούσε κάλλιστα να χαρακτηριστεί "μοιραία γυναίκα" κι η οποία θα είναι κι ο τελευταίος άνθρωπος που θα βοηθήσει ουσιαστικά τους πρωταγωνιστές να πλησιάσουν στον στόχο τους.
Δίνοντας την αίσθηση μιας ταινίας που αποτελεί περισσότερο έναν φόρο τιμής σ' ένα σινεμά παλαιότερων εποχών, όχι όμως κάποιου συγκεκριμένου κινηματογραφικού είδους, το "Ο Ρόμπερτ Μίτσαμ είναι νεκρός" μέσω μιας rock & roll διάθεσης, καταφέρνει να κάνει αναφορές στο φιλμ νουάρ, στο western, στις ταινίες του David Lynch, στις ταινίες δρόμου, στα B-movies, κ.α..
Η φωτογραφία της ταινίας δε, αλλά κι οι ερμηνείες των ηθοποιών μοιάζουν όντως να είναι βγαλμένες από άλλη εποχή, συμβάλλοντας κατ' αυτόν τον τρόπο στην δημιουργία μιας συγκεκριμένης αισθητικής. Η όλη διαδρομή των δυο ηρώων όμως, είναι αρκετά αργόσυρτη και κουραστική και νόημα μοιάζει ν' αποκτά μονάχα στο τέλος, όταν επιτέλους ο Franky κι ο Arsène καταφέρνουν να εντοπίσουν και να συναντήσουν τον πολυπόθητο Sarrineff (Nils Utsi).
Με την επιλογή έτσι μιας αργής εξέλιξης της πλοκής, οι Olivier Babinet και Fred Kihn έχουν δημιουργήσει ένα καθαρά σινεφίλ road trip movie, που απευθύνεται κατά κύριο λόγο στους νοσταλγούς ενός παλαιότερου κι ίσως αυθεντικότερου τρόπου κινηματογράφησης και διαβίωσης.

Βαθμολογία: 2/5

Τα σχετικά
Γαλλικό δράμα του 2010, σε σενάριο και σκηνοθεσία των Olivier Babinet και Fred Kihn, διάρκειας 91 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Pablo Nicomedes, Olivier Gourmet, Bakary Sangaré, Ewelina Walendziak, Wojciech Pszoniak, Danuta Stenka και Nils Utsi.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

15 Μαρτίου 2013

(2012) Τα παιδιά του πολέμου

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: Lore


Η υπόθεση
Μετά τη λήξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου οι γονείς της Lore (Saskia Rosendahl) συλλαμβάνονται και φυλακίζονται λόγω της ναζιστικής τους δράσης, αφήνοντας στην έφηβη κόρη τους την ευθύνη των μικρότερων παιδιών της οικογενείας. Μην έχοντας άλλη διέξοδο, η Lore αναγκάζεται να κατευθυνθεί, μαζί με τα τέσσερα αδέλφια της, προς το σπίτι της γιαγιάς της, διασχίζοντας όλη την γερμανική ύπαιθρο και βιώνοντας αμέτρητες κακουχίες. Στον δρόμο τους, θα συναντήσουν έναν νεαρό Εβραίο, ο οποίος βοηθώντας τους θα κάνει την Lore να έρθει σε σύγκρουση με τα όσα έχει διδαχθεί από την οικογένειά της.

Η κριτική
Μετά τα κινηματογραφικά αριστουργήματα που παρουσιάζουν την ωμότητα με την οποία η ναζιστική Γερμανία εγκλημάτησε απέναντι στην ίδια την ανθρωπότητα, η Cate Shortland δημιουργεί ένα εκπληκτικό δράμα που στέκεται στην αντίπερα όχθη, παρουσιάζοντας το πρόσωπο της ηττημένης και κατεστραμμένης αυτής χώρας, μέσα απ' το βλέμμα των παιδιών της. Γιατί κανένας δεν έχει το δικαίωμα να κατηγορήσει τα ίδια τα παιδιά για την ανατροφή τους και να νιώσει αγαλλίαση με τα δεινά που υπέστησαν αυτά εξ' αιτίας των επιλογών που έκαναν οι προηγούμενες γενιές.
Με την τοποθέτηση της έναρξης της ταινίας λίγο πριν την οριστική κατάλυση του ναζιστικού πολιτεύματος, ο θεατής προλαβαίνει να έρθει σ' επαφή με τη ζωή που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα παιδιά των Γερμανών στρατιωτικών και συνεπώς κι οι ήρωές μας. Ακόμα όμως, με την προβολή των αρχών με τις οποίες γαλουχήθηκαν όλοι οι νεαροί Γερμανοί και τις οποίες σταδιακά θ' αρχίσουν να καταπατούν όταν βρεθούν στην ανάγκη της επιβίωσης, γίνεται ακόμα εμφανέστερη η ηθική εξίσωση Γερμανών κι Εβραίων σε ανθρώπινο επίπεδο.
Αυτό όμως που τραβά την προσοχή του θεατή από το πρώτο λεπτό είναι η εξαίσια σκηνοθεσία του που βασίζεται κυρίως στην άρτια αισθητική της φωτογραφίας και της μουσικής που συνοδεύει το δράμα. Μέσω κοντινών πλάνων, που εστιάζουν σε συγκεκριμένα σημεία της φύσης ή του ανθρώπινου σώματος, οι αισθήσεις του κοινού οξύνονται κι έπειτα από κάποιο χρονικό διάστημα το κοινό δεν αποκλείεται να νιώσει ότι μπορεί ν' αντιληφθεί την δυσοσμία, το αίμα, την αίσθηση του χορταριού, κ.α. Σε συνδυασμό δε με τις έξοχες χρωματικές αποχρώσεις των διαφόρων φωτισμών, αλλά και την χρήση ενός ζωηρού και παιχνιδιάρικου μπλε και πράσινου, η φωτογραφία αναδεικνύεται στο έπακρο και κάνει το σύνολο να μοιάζει μ' ένα οπτικοποιημένο ποίημα.
Βέβαια, όπως θα ήταν αναμενόμενο κι ερμηνευτικά, οι ηθοποιοί ανταποκρίνονται έξοχα στις περιστάσεις, καθώς ο τρόπος με τον οποίο ενσαρκώνουν τους κεντρικούς ήρωες, αντικατοπτρίζει με απόλυτη ειλικρίνεια την άγνοια των παιδιών για τον πόλεμο και τις συνέπειές του. Παράλληλα όμως, μέσω της παιδικής τους αθωότητας κερδίζουν την εύνοια ενός αρνητικά διακείμενου, προς τον γερμανικό λαό, κοινού, κατορθώνοντας έτσι να προβληθεί και να γίνει πλήρως κατανοητό το σαφές αντιπολεμικό μήνυμα του έργου.
Μέσα από αυτό το μικρό διαμάντι της Αυστραλιανής δημιουργού, η Γερμανία επιχειρεί ακόμα μια αναδρομή στο μαύρο ναζιστικό παρελθόν της, παρουσιάζοντας αυτή τη φορά τις αρνητικές συνέπειες του Β' Παγκοσμίου Πολέμου για την ίδια την χώρα που τον προκάλεσε. Αν λοιπόν σας αρέσουν οι ταινίες που προβάλλουν τον άνθρωπο πίσω από τις όποιες ταμπέλες τον χαρακτηρίζουν, "Τα παιδιά του πολέμου" αποτελούν για εσάς μια άριστη πρόταση για την έξοδό σας.

Βαθμολογία: 3,5/5

Τα σχετικά
Γερμανο-Αυστραλιανό δράμα του 2012, βασισμένο σε μυθιστόρημα της Rachel Seiffert, σε σενάριο των Cate Shortland και Robin Mukherjee και σκηνοθεσία της Cate Shortland, διάρκειας 100 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές τους Saskia Rosendahl, Nele Trebs, André Frid, Mika Seidel, Nick Holaschke, Kai-Peter Malina, Ursina Lardi και Hans-Jochen Wagner.

Οι σύνδεσμοι

13 Μαρτίου 2013

(2012) Tad: Ο χαμένος εξερευνητής

Πρωτότυπος τίτλος: Las aventuras de Tadeo Jones
Αγγλικός τίτλος: Tad: The lost explorer


Η υπόθεση
Ο Tadeo (φωνή: Óscar Barberán) από μικρό παιδί ονειρευόταν κάποια μέρα να γίνει ένας σπουδαίος εξερευνητής και ν' ανακαλύψει σημαντικούς θησαυρούς, όπως τα είδωλά του. Δυστυχώς όμως, μεγαλώνοντας ο Tadeo καταφέρνει ν' ανακαλύψει μόνο κάποια αντίγραφα σπάνιων ευρημάτων, τα οποία δίνει για εξέταση στον καθηγητή Humbert (φωνή: Carles Canut). Όταν ο καθηγητής Lavrof (φωνή: Mac Macdonald) ενημερώσει μέσω ενός γράμματος τον Humbert για την ανακάλυψη της Paititi, της μυθικής χαμένης πόλης των Inca, ο Tadeo, από ένα λάθος, θα βρεθεί να ζει την μεγαλύτερη περιπέτεια της ζωής του και θα γνωρίσει τον έρωτα στο πρόσωπο της κόρης του καθηγητή Lavrof, της Sara (φωνή: Michelle Jenner).

Η κριτική
Όσοι έχει τύχει να παρακολουθήσουν τις δυο μικρού μήκους ταινίες που πρωταγωνιστεί ο αξιαγάπητος Tadeo Jones, σίγουρα γνωρίζουν περίπου τι να περιμένουν από την πρώτη ταινία μεγάλου μήκους του Enrique Gato, του εμπνευστή αυτού του συμπαθέστατου χαρακτήρα. Ακολουθώντας την ίδια πετυχημένη συνταγή της εύστοχης διακωμώδησης τόσο της καθημερινότητας, όσο και διαφόρων αναγνωρισμένων ηρώων και ταινιών, ο Gato παρουσιάζει μια τρισδιάστατη περιπέτεια που έχει την δυνατότητα να σταθεί περήφανα δίπλα στις πολυέξοδες παραγωγές των μεγάλων εταιριών.
Κατά μια έννοια το "Tad: Ο χαμένος εξερευνητής" αποτελεί το prequel των δυο προηγούμενων ταινιών που κέρδισαν τις εντυπώσεις, αλλά κατέκτησαν και τα ισπανικά βραβεία Goya της κατηγορίας τους. Έτσι λοιπόν η ταινία ξεκινά από την παιδική ηλικία του Tadeo, το πάθος του για τις ανασκαφές και την έρευνα, την πρώτη και σημαντικότερη ανακάλυψή του και τον φόβο του για τις μούμιες. Έπειτα, κατά την διάρκεια των τίτλων, παρακολουθούμε την εξέλιξη του Tadeo από παιδί σε ενήλικα, σε μια ακολουθία εικόνων που θυμίζουν έντονα τους τίτλους αρχής του "Ροζ πάνθηρα" και δεν αφήνουν τον θεατή να τραβήξει το βλέμμα του από την οθόνη.
Από άποψη γραφικών, η ταινία εκπλήσσει ευχάριστα καθώς βασίζεται στην τεχνολογία των video games, με κάποιους από τους χαρακτήρες να παραπέμπουν έντονα σε αντίστοιχους εικονικούς ήρωες αυτής της κατηγορίας. Για παράδειγμα η Sara θυμίζει αρκετά την ατρόμητη Lara Croft κι ο Belzoni μοιάζει να είναι βγαλμένος από παιχνίδι των Angry Birds.
Αντίστοιχα όμως κι οι υπόλοιποι ήρωες είναι βασισμένοι σε κλασικά πρότυπα. Ο Tadeo Jones είναι ένα κράμα Indiana Jones κι Αστυνόμου Σαΐνη κι ο φερόμενος ως αρχηγός της ομάδας "Οδυσσέας" παραπέμπει αρκετά στον κακό του Αστυνόμου Σαΐνη. Το σημαντικό βέβαια είναι ότι με την παράλληλη προσθήκη κι άλλων χαρακτήρων που ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα ή σε μια γενικότερη εικόνα κακού-καλού, το εγχείρημα δεν καταλήγει να είναι μια φτηνή αντιγραφή διάσημων προτύπων, αλλά ένα ξεχωριστό κι αυτόνομο δημιούργημα που επικεντρώνεται στην προβολή της έρευνας που ως στόχο έχει την πρόοδο της επιστήμης της ιστορίας και του πολιτισμού κι όχι το χρήμα και την δύναμη που μπορεί ν' αποφέρει αυτή και που συνάμα καταδικάζει την ανθρώπινη ματαιοδοξία.
Έχοντας ένα όμορφα δομημένο σενάριο, έξοχα γραφικά, τα οποία εκμεταλλεύονται καταλλήλως την τεχνολογία 3D για όσους την προτιμήσετε, μια αξιοσέβαστη μεταγλώττιση, η οποία όπως είναι αναμενόμενο υστερεί, όχι όμως σημαντικά, σε σύγκριση με την αυθεντική ισπανόφωνη εκδοχή της, το "Tad: Ο χαμένος εξερευνητής" αποτελεί μια πολύ καλή πρόταση τόσο για τα μικρά, όσο και για τα μεγάλα παιδιά.

Βαθμολογία: 3/5

Τα σχετικά
Ισπανικό παιδικό του 2012, βασισμένο σε ιστορία των Javier López Barreira και Gorka Magallón, σε σενάριο των Verónica Fernández, Jordi Gasull, Neil Landau, Ignacio del Moral και Diego San José και σε σκηνοθεσία του Enrique Gato, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Óscar Barberán,  Michelle Jenner, Jose Mota, Pep Anton Munoz, Miguel Angel Jenner και Luis Posada.

Οι σύνδεσμοι
Imdb