15 Ιανουαρίου 2013

(1966) Django: Ο τρομοκράτης του Πάσο-Ντόμπλε

Πρωτότυπος/ Αγγλικός τίτλος: Django
Ελληνικός τίτλος έκδοσης DVD: Django
Ελληνικός τίτλος έκδοσης VHS: Γεύση από εκδίκηση


Η υπόθεση
Ο Django (Franco Nero) είναι ένας μοναχικός Αμερικάνος, που τον συναντάμε να συνοδεύει ένα φέρετρο, το οποίο περιέχει, όπως αναφέρει, τον ίδιο. Κατά την περιπλάνησή του στην Άγρια Δύση, σώζει από τους άντρες του Ταγματάρχη Jackson (Eduardo Fajardo), την όμορφη Maria (Loredana Nusciak). Έπειτα, σε άλλες δυο μάχες, μια στο πανδοχείο και μια στους δρόμους της πόλης, σκοτώνει όλους τους άντρες του "προστάτη" της πόλης, του Ταγματάρχη Jackson και συμμαχεί με τον Μεξικανό Στρατηγό Hugo (José Bódalo). Όμως, σύντομα, ο Django, θα θελήσει να κινήσει πάλι για το μοναχικό του ταξίδι, κάτι το οποίο ο Στρατηγός Hugo, δεν είναι διατεθειμένος να επιτρέψει.

Η κριτική
Το "Django: Ο τρομοκράτης του Πάσο-Ντόμπλε" ανήκει στην κατηγορία των spaghetti western, που ξεκίνησαν να γυρίζονται κατά την δεκαετία του 1960 από Ιταλούς σκηνοθέτες. Αν κι όλα τα ιταλικά western, γυρίζονται υπό τη σκιά του Sergio Leone, ο Sergio Corbucci, καταφέρνει με την συγκεκριμένη ταινία να δημιουργήσει έναν θρύλο του συγκεκριμένου υπο-είδους και την πρώτη μιας σειράς ταινιών που αποτελούν ανεπίσημες συνέχειές της.
Η εναρκτήρια σκηνή του έργου, αλλά και το τραγούδι που ακούγεται κατά την διάρκεια των τίτλων αρχής, έμελλε να γραφτούν στην ιστορία του κινηματογράφου. Ξεκινώντας η ταινία, μας συστήνει έναν άντρα, του οποίου εμείς βλέπουμε μόνο την πλάτη, που περπατά μέσα στις λάσπες. Όσο ο Django, όπως μας ενημερώνει κι ο τραγουδιστής, απομακρύνεται από την κάμερα, διακρίνουμε ότι πίσω του σέρνει ένα φέρετρο, στο οποίο, όπως αποκαλύπτεται στην συνέχεια, μεταφέρει ένα πολυβόλο που θα τον βοηθήσει να γίνει ήρωας στα μάτια των βασανισμένων κατοίκων της πόλης-φάντασμα που θα ξαποστάσει για λίγο.
Ο Django, αν και δεν αποτελεί το πρότυπο του ευγενούς ήρωα, αλλά ταιριάζει περισσότερο σ' αυτό του ευγενούς αντι-ήρωα, θα σώσει από βέβαιο θάνατο μια νεαρή γυναίκα που το έχει σκάσει από μια ομάδα Μεξικανών, την Maria. Με την πανέμορφη αυτή ύπαρξη, ο πρωταγωνιστής θ' αναπτύξει αμοιβαία αισθήματα συμπάθειας, όμως, όπως είναι λογικό, απαγορεύει στον εαυτό του να την αγαπήσει, καθώς φοβάται ότι η παρουσία του κοντά της μπορεί να προκαλέσει τον θάνατό της.
Ο μυστηριώδης Django, κατά τη διάρκεια του έργου, αποδεικνύεται, ουκ ολίγες φορές, ιδιαίτερα ευρηματικός στον τρόπο με τον οποίο καταφέρνει να ξεγελάσει τους γύρω του, για να πετύχει τον στόχο του. Εκείνος είναι που ωθεί τους Μεξικανούς να τον βοηθήσουν να ληστέψει το χρυσάφι που θα τον βοηθήσει να κάνει μια καινούργια αρχή, με μια σκηνή που χρησιμοποιείται η τεχνική του Δούρειου Ίππου, κι έπειτα τους ξεγελά και καταφέρνει ν' αποδράσει με τον θησαυρό, αλλά και την επίμονη Maria, η οποία δεν σταματά τις προσπάθειες να τον διεκδικήσει.
Ο Corbucci, γυρίζοντας μια ταινία που περιέχει όλα τα στοιχεία ενός western, τον μοναχικό καβαλάρη, το πανδοχείο, τις πόρνες, την πόλη φάντασμα, το νεκροταφείο, τα έρημα τοπία, τους Βόρειους, τους Νότιους, τους Μεξικανούς, κ.α., δημιουργεί ένα έργο, με απίστευτη, για την εποχή, βία, η οποία όμως είναι δοσμένη με αριστουργηματικό τρόπο. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι σε πολλές χώρες, ο "Django: Ο τρομοκράτης του Πάσο-Ντόμπλε" απαγορεύτηκε, αλλά παρόλα αυτά ενέπνευσε πολλούς δημιουργούς να γράψουν συνέχειές της και συνέδεσε άρρηκτα τ' όνομα του Franco Nero με αυτό του Django.
Αν λοιπόν, είστε λάτρεις των ταινιών western κι η συγκεκριμένη σας έχει διαφύγει της προσοχής, σας την προτείνω ανεπιφύλακτα. Αν επίσης, ανήκετε στο φανατικό κοινό του Quentin Tarantino, θα σας πρότεινα πριν δείτε το "Django: Ο τιμωρός" να δείτε το πρωτότυπο αυτό φιλμ, καθώς θα απολαύσετε πολύ περισσότερο την νέα δημιουργία του, η οποία έχει επηρεαστεί, σε αρκετά μεγάλο βαθμό από την ταινία του Corbucci.

Βαθμολογία: 3,5/5

Τα σχετικά
Ιταλικό spaghetti western του 1966, σε σενάριο των Sergio Corbucci, Bruno Corbucci, Franco Rossetti, José Gutiérrez Maesso και Piero Vivarelli και σκηνοθεσία του Sergio Corbucci, διάρκειας 87 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Franco Nero, Loredana Nusciak, Ángel Álvarez, Eduardo Fajardo και José Bódalo.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

12 Ιανουαρίου 2013

(1926) Η μάνα

Πρωτότυπος τίτλος: Мать (Mat)
Αγγλικός τίτλος: Mother


Η υπόθεση
Κατά τη διάρκεια του 1905, μια μάνα (Vera Baranovskaya) χάνει τον αυταρχικό της σύζυγο σε μια διαμάχη των δυο αντίπαλων στρατοπέδων της Ρωσίας της εποχής. Έχοντας πλέον ως μόνο της μέλημα τη φροντίδα του γιου της, Pavel (Nikolai Batalov), ο οποίος είναι μέλος της ομάδας των επαναστατών, παραδίδει στις αρχές, που έχουν έρθει να συλλάβουν τον νεαρό Pavel, τα κρυμμένα όπλα, θεωρώντας πως με αυτόν τον τρόπο θα γλυτώσει τη ζωή του. Αντίθετα απ' αυτό που νομίζει, όμως, αποδεικνύει ότι ο γιος της είναι όντως ένοχος και συμβάλλει στην καταδίκη του. Μετά από αυτό της το σφάλμα, συνειδητοποιεί ότι οι επαναστάτες έχουν συνείδηση κι ενώνει τις δυνάμεις της μαζί τους, προσπαθώντας να βοηθήσει τον γιο της να επανακτήσει την ελευθερία του.

Η κριτική
"Η μάνα" είναι ένα από τα σημαντικότερα πολιτικά δράματα που έδωσε στον κινηματογράφο η σοβιετική πρωτοπορία κι αποτελεί διασκευή του ομώνυμου βιβλίου, του 1907, του σπουδαίου Maxim Gorky. Παράλληλα, δε, αποτελεί και την πρώτη ταινία μυθοπλασίας, ενός εκ των κυριότερων εκφραστών του κινήματος αυτού, του Vsevolod Pudovkin.
Η αλήθεια είναι πως η συγκεκριμένη ταινία, δεν συνιστά ακριβώς την μεταφορά του λογοτεχνικού κειμένου του Gorky στην μεγάλη οθόνη, αλλά αντίθετα είναι κατάλληλα προσαρμοσμένη έτσι ώστε να περνά, όσο το δυνατόν καλύτερα, τα ίδια νοήματα μ' αυτά της έντυπης έκδοσής της, πράγμα αδύνατον στην περίπτωση της πιστής αναπαράστασης του περιεχομένου της. Το πείραμα αυτό λοιπόν, τόσο σεναριακά, όσο και σκηνοθετικά, πετυχαίνει, γράφοντας ιστορία στον κινηματογράφο, κυρίως λόγω της εξαίρετης χρήσης του μοντάζ.
Ο Pudovkin, ξεκινά την ταινία του παρουσιάζοντας τον χρόνο εξέλιξης του δράματος με την προβολή της χρονολογίας, αλλά και τον τόπο, μέσω διαφόρων φωτογραφιών που απεικονίζουν το τοπίο της περιόδου. Έπειτα, στους τίτλους της, παράλληλα με τα ονόματα των συντελεστών εμφανίζει και τις φωτογραφίες τους, γεγονός που καταφέρνει να εκπλήξει ακόμα και σήμερα. Κατά την εισαγωγή του θεατή στο δράμα, επίσης, φροντίζει να ενημερώσει, μέσω της χρήσης λεζάντας, για την ιδιότητα των προσώπων, αποφεύγοντας περιττές σπατάλες του κινηματογραφικού χρόνου.
Σε γενικές γραμμές, αξίζει ν' αναφέρουμε ότι χαρακτηριστικό γνώρισμα της συγκεκριμένης ταινίας, είναι η λιτή, αλλά και ταυτόχρονα ορθή χρήση του χρόνου της διάρκειάς της, κάτι που δεν οφείλεται μόνο στην απίστευτη σύνδεση των σκηνών της, αλλά και στις εκπληκτικές κι εκφραστικές ερμηνείες των ηθοποιών της.
Το συγκεκριμένο έργο, βέβαια, χωρίς να παρουσιάζει ακραία απομάκρυνση από τους κανόνες της σοβιετικής πρωτοπορίας, που ήθελαν το πλήθος να πρωταγωνιστεί και να μην συμμετέχουν επαγγελματίες ηθοποιοί, καταφέρνει με εκπληκτικό τρόπο να περάσει από το προσωπικό δράμα, που προβάλλει στην αρχή, της απώλειας της μάνας, στο συλλογικό δράμα του φτωχού εργάτη, μεταμορφώνοντας παράλληλα την μάνα, σε σύμβολο της Πρώτης Ρώσικης επανάστασης του 1905.
Αξίζει τέλος, να σταθούμε περισσότερο και στον διαφορετικό, αλλά εξαίσιο, τρόπο, με τον οποίο ο Pudovkin χρησιμοποιεί το μοντάζ. Σε αντίθεση με τον μεγαλύτερο εκφραστή του κινήματος αυτού, του Sergei M. Eisenstein, αντί να ενώνει άκρως αντιθετικές σκηνές, που μεταφέρουν την αναταραχή ενός επαναστατημένου λαού στον κινηματογραφικό θεατή, χρησιμοποιεί το μοντάζ, συμπληρωματικά, έχοντας ως κύριο μέλημα την πλήρη κατανόηση των νοημάτων της ταινίας του κι έτσι, ανάμεσα σε όλες τις αριστουργηματικές εικόνες που χρησιμοποιεί επεξηγηματικά, βλέπουμε κι αυτήν της θραύσης των πάγων, όταν οι εργάτες ξεσηκώνονται.
Ακόμη κι αν αποτελεί την πρώτη ταινία μεγάλου μήκους του Vsevolod Pudovkin και το πρώτο κινηματογραφικό σενάριο του Nathan Zarkhi, "Η μάνα", είναι ένα από τα ωραιότερα, ίσως όχι από τα πιο χαρακτηριστικά, έργα της σοβιετικής πρωτοπορίας και ταυτόχρονα συγκαταλέγεται, από πολλούς κριτικούς, στις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών. Αν ανήκετε, λοιπόν, στο σινεφίλ κοινό και δεν έχει τύχει να την παρακολουθήσετε μέχρι στιγμής, προτείνεται ανεπιφύλακτα. Αν πάλι, δεν έχει τύχει να παρακολουθήσετε πολλές ταινίες της σοβιετικής πρωτοπορίας, πιστεύω ότι είναι μια καλή ευκαιρία ν' ανακαλύψετε την μαγεία του συγκεκριμένου είδους. Τέλος, αν δεν έχετε τριφτεί και πολύ με το βωβό σινεμά, δεν θα σας πρότεινα να επιλέξετε την συγκεκριμένη γι' αρχή, λόγω της ιδιόμορφης πολιτικής θεματικής της.

Βαθμολογία: 4/5

Τα σχετικά
Σοβιετικό πολιτικό δράμα του 1926, βασισμένο στο ομώνυμο βιβλίο του Maxim Gorky, σε σενάριο του Nathan Zarkhi και σκηνοθεσία του Vsevolod Pudovkin, διάρκειας 89 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Vera Baranovskaya, Nikolai Batalov, Aleksandr Chistyakov και Anna Zemtsova.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

10 Ιανουαρίου 2013

(2013) Ο δολοφόνος με το πριόνι

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: Texas chainsaw 3D


Η υπόθεση
Στις 19 Αυγούστου, ολόκληρη η οικογένεια Sawyer πεθαίνει σε επίθεση που δέχεται από τους κατοίκους της περιοχής. Ένα νεογέννητο μωρό όμως, η Heather (Alexandra Daddario) σώζεται κι υιοθετείται από τo ζεύγος Miller. Πολλά χρόνια αργότερα, η Heather, έχοντας ενηλικιωθεί πια, θα μάθει την πραγματική της ταυτότητα, όταν η βιολογική της γιαγιά πεθαίνει και της αφήνει κληρονομιά το σπίτι της οικογενείας της, μαζί με ό,τι περιέχει αυτό. Έτσι, η Heather, θα ξεκινήσει με την παρέα της για ένα ταξίδι στην γενέτειρά της, το Texas, όπου θ' ανακαλύψει όλη τη φρικτή αλήθεια που της κρατούσαν κρυφή οι θετοί γονείς της. Το κακό όμως είναι ότι η Heather, θα μάθει ποιά στ' αλήθεια είναι, αφού έχει ελευθερωθεί απ' το υπόγειο του σπιτιού της ο σχιζοφρενής δολοφόνος με το πριόνι, ο οποίος δεν πέθανε ποτέ.

Η κριτική
"Ο δολοφόνος με το πριόνι" κάνει σαφή τον στόχο του να γίνει το καλύτερο sequel της πρωτότυπης ταινίας του 1974 και νομίζω ότι η προσπάθειά του είναι αρκετά επιτυχημένη. Χωρίς να μιλάμε για μια αριστουργηματική ταινία τρόμου, όπως είναι "Ο σχιζοφρενής δολοφόνος με το πριόνι", παρά για μια σημερινή ταινία του είδους, η εκδοχή του John Luessenhop θα έλεγε κανείς ότι είναι πολύ καλά μελετημένη.
Το κυριότερο στοιχείο που την κάνει να ξεχωρίσει από τις υπόλοιπες ταινίες που έχουν ως κεντρικό πρωταγωνιστή τον Leatherface, είναι το γεγονός ότι δεν αποτελεί ακριβώς ούτε συνέχεια της πρώτης, αλλά ούτε remake αυτής. Και τι εννοώ μ' αυτό: Φυσικά, κατά την έναρξη του συγκεκριμένου φιλμ, ο θεατής καταλαβαίνει ότι αυτό που παρακολουθεί έπεται του πρωτότυπου φιλμ. Όμως, αν κάποιος έχει παρακολουθήσει την ταινία του 1974, θα παρατηρήσει ότι υπάρχουν εκπληκτικές ομοιότητες, τόσο στην ιστορία, όσο και στην εικόνα της, με την αρχική.
Ως κεντρικός άξονας δηλαδή, χρησιμοποιείται ένα πρόσωπο που έχει άμεση σχέση με την αρρωστημένη οικογένεια του σχιζοφρενούς δολοφόνου, αλλά είναι "άγραφος χάρτης", καθώς δεν γνωρίζει τίποτα περί δολοφονιών ή ό,τι άλλο. Η Heather λοιπόν, θα δούμε ότι εργάζεται στο τμήμα συσκευασμένων κρεάτων ενός super market και στον ελεύθερο χρόνο της δημιουργεί πίνακες από κοκαλάκια ζώων. Παρόλα αυτά, όμως, η σχιζοφρένεια δεν χτυπά την δική της πόρτα, όπως μπορεί να υποπτευθούμε, αλλά αποτελεί κι η ίδια ένα από τα θύματα του μανιακού δολοφόνου. Επίσης, ο ρόλος της, έχει στοιχεία από τον Nubbins Sawyer (Edwin Neal), την Sally (Marilyn Burns) αλλά και τον Drayton Sawyer.
Όπως θα δούμε, όμως, η παρέα εδώ είναι τετραμελής και το πέμπτο μέλος της, θα γίνει ο νεαρός που θα κάνει autostop. Έχοντας λοιπόν κατά νου ότι ένα καλλιτεχνικό θρίλερ δεν θα τραβήξει τα βλέμματα του σημερινού κοινού, η χρήση εικόνων splatter είναι διάχυτη κατά τη διάρκεια της ταινίας, όπως επίσης και τα ημίγυμνα καλλίγραμμα σώματα, τόσο των αντρών, όσο και των γυναικών, που κάνουν την εμφάνισή τους.
Φυσικά, σε μια εποχή που τα βαμπίρ και τα ζόμπι έχουνε γίνει της μόδας, δεν αναμένεται να τρομοκρατήσει η εικόνα ενός νεκροζώντανου παππού που πίνει ανθρώπινο αίμα, όπως επίσης δεν υπάρχει και κανένα απολύτως νόημα να γίνει αναφορά στο στοιχείο του κανιβαλισμού. Παρόλα αυτά, ο δεσμός των αρρωστημένων οικογενειακών δεσμών, προβάλλεται με άλλους τρόπους, πιο κατανοητούς από ένα σύγχρονο κοινό.
Αξιοπρόσεκτο όμως, είναι και το γεγονός ότι η ταινία δεν εστιάζει μόνο στα εγκλήματα του δολοφόνου με το πριόνι, αλλά και σ' αυτά που διέπραξε η κοινωνία, απέναντι στην οικογένεια Sawyer. Και φυσικά, η αναφορά στο όνομα του Hooper, του πρώτου σκηνοθέτη του "Σχιζοφενούς δολοφόνου με το πριόνι", δεν θα μπορούσε να έχει γίνει με ομορφότερο τρόπο, από αυτόν του εκφραστή της λογικής σκέψης και της επιβολής της τάξης. Επίσης, την γιαγιά Verna, θα δούμε να ενσαρκώνει η Marilyn Burns, ένα πρόσωπο που φέρει έντονα τον ρόλο του θύματος, απενοχοποιώντας κατ' αυτόν τον τρόπο τον θύτη.
Με δυο λόγια, μιλάμε για μια καλογυρισμένη, σύγχρονη ταινία τρόμου που ξεφεύγει από τα πλαίσια των μέτριων ταινιών του σήμερα, χωρίς όμως να πλησιάζει την αίγλη της πρώτης. Αν, λοιπόν, σας αρέσουν αυτού του είδους οι ταινίες, προτείνεται. Αν πάλι είστε λάτρεις της κλασικής ταινίας να ξέρετε ότι θα δείτε κάτι που απευθύνεται αρκετά στο σύγχρονο νεανικό κοινό, οπότε χαμηλώστε τις προσδοκίες σας, αν έχετε σκοπό να την παρακολουθήσετε.
Σημείωση: Όσον αφορά την τρισδιάστατη εκδοχή της, εκτός από ελάχιστες σκηνές που γίνεται υπέροχη χρήση του 3D, δεν μπορώ να πω ότι θα πρέπει να προτιμηθεί.

Βαθμολογία: 2,5/5

Τα σχετικά
Αμερικάνικη ταινία τρόμου του 2013, βασισμένη σε χαρακτήρες των Kim Henkel και Tobe Hooper και σε ιστορίων των Stephen Susco, Adam Marcus και Debra Sullivan, σε σενάριο των Adam Marcus, Debra Sullivan και Kirsten Elms και σκηνοθεσία του John Luessenhop, διάρκειας 92 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Alexandra Daddario, Trey Songz, Scott Eastwood, Tania Raymonde, Shaun Sipos, Dan Yeager, Thom Barry, Paul Rae, Keram Malicki-Sánchez, Richard Riehle, James MacDonald, Gunnar Hansen, Marilyn Burns, John Dugan, Allen Danziger, Paul A. Partain, William Vail, Teri McMinn και Edwin Neal.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

9 Ιανουαρίου 2013

(1974) Ο σχιζοφρενής δολοφόνος με το πριόνι

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: The Texas chain saw massacre


Η υπόθεση
Στις 18 Αυγούστου του 1973, δυο αδέλφια φτάνουν στο Texas, μαζί με τρεις φίλους τους, για να διαπιστώσουν αν ο τάφος του παππού τους συγκαταλέγεται σ' αυτούς που έχουν βεβηλωθεί από άγνωστους, μέχρι στιγμής, τυμβωρύχους. Κατά την παραμονή τους εκεί, θα συναντήσουν έναν ψυχοπαθή νεαρό και στη συνέχεια ένας-ένας θα γνωρίσουν τον σχιζοφρενή δολοφόνο με το πριόνι. Θα καταφέρει έστω κι ένας απ' τους πέντε τους να επιβιώσει της σφαγής;

Η κριτική
"Ο σχιζοφρενής δολοφόνος με το πριόνι" ανήκει στην κατηγορία των κλασικών ταινιών τρόμου, που κάθε φανατικός θεατής του συγκεκριμένου είδους οφείλει να έχει δει. Ο Tobe Hooper, χρησιμοποιώντας σαν βάση την ιστορία ενός πραγματικού δολοφόνου, του Ed Gein, δημιούργησε μια πλασματική ιστορία για το σενάριο της ταινίας του, που επρόκειτο να γίνει θρύλος στις επόμενες γενιές.
Από την αρχή της η ταινία, δημιουργεί μια υποβλητική ατμόσφαιρα που τραβά το βλέμμα του θεατή σαν μαγνήτης. Πρώτα απ' όλα, η φωνή του αφηγητή ξεκινά να εισάγει τον θεατή σε μια, φαινομενικά, πραγματική ιστορία. Έπειτα, ακολουθεί μια σκηνή όπου ο φακός φωτογραφίζει αποσπασματικά τα αποσυντεθειμένα σώματα και σιγά-σιγά θ' αρχίσουμε παράλληλα με την εικόνα ν' ακούμε μια ραδιοφωνική εκπομπή που θα συμπληρώσει την εισαγωγή που άφησε λειψή ο αφηγητής.
Η συνέχεια της ταινίας είναι λίγο πολύ γνωστή, η παρέα θα περάσει από το παλαιό σφαγείο, θα μαζέψει έναν τρελό που κάνει autostop κι όταν αυτός δώσει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες για τον ίδιο και την οικογένειά του, θα βγει εκτός ελέγχου, θα τραυματίσει τον ανάπηρο Franklin (Paul A. Partain), θα φοβήσει τους πέντε ήρωες και θα βρεθεί εκτός πλάνου για ένα μεγάλο μέρος της υπόλοιπης ταινίας. Όμως, η μικρή του εμφάνιση αρκεί για να σπείρει τον τρόμο στο κοινό της εποχής και να προϊδεάσει τον θεατή για έναν ακόμη πιο τρομερό χαρακτήρα, αλλά και για την αποκάλυψη μιας αφάνταστα αρρωστημένης κατάστασης.
Φυσικά, για τον τωρινό θεατή, δεν τίθεται καν σαν ζητούμενο η πρόκληση φόβου. Αντίθετα, όπως και στις ταινίες του Hitchcock, αυτό που κρατάει τον θεατή καθηλωμένο είναι η εκπληκτική, και καλλιτεχνικά δοσμένη, φοβική κατάσταση στην οποία έχει φροντίσει ο σκηνοθέτης να τον θέσει. Η αλήθεια είναι ότι αρκετές από τις σκηνές που παρουσιάζονται, για ένα μάτι που έχει μάθει στα σημερινά εφέ και στις ακραίες προσπάθειες ν' αποδοθεί ρεαλιστικά μια σκηνή, φαντάζουν ψεύτικες. Όμως, οι εξαίρετες ερμηνείες των άγνωστων πρωταγωνιστών, αλλά κι η σκηνοθετική γραμμή που ακολουθείται, κάνουν το φιλμ να ξεχωρίσει από αυτά της σειράς.
Στην ταινία, μπλέκονται δολοφονίες, ζόμπι, τυμβωρυχία και κανιβαλισμός, με έναν εξαίρετο τρόπο που δεν οδηγεί στην υπερβολή. Εκτός όμως, όλων αυτών, αξίζει να προσέξει κανείς την ύπαρξη του σαλού, που εδώ παρουσιάζεται ως μεθυσμένος, ο οποίος εκφράζει την αλήθεια που κανείς δεν ξεστομίζει και που παραπέμπει λίγο σε σαιξπηρικό ήρωα.
Με άλλα λόγια, αν σας αρέσουν οι καλές ταινίες τρόμου κι η συγκεκριμένη έχει ξεφύγει της προσοχής σας, προτείνεται ανεπιφύλακτα, καθώς αποτελεί μια από τις αρτιότερες ταινίες του είδους της.

Βαθμολογία: 4/5

Τα σχετικά
Αμερικάνικη ταινία τρόμου του 1974, σε σενάριο των Kim Henkel και Tobe Hooper και σκηνοθεσία του Tobe Hooper, διάρκειας 83 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Paul A. Partain, Marilyn Burns, Allen Danziger, Teri McMinn, William Vail, Gunnar Hansen, Edwin Neal, Jim Siedow και John Dugan.

Οι σύνδεσμοι
Trailer 
Imdb 
Rotten Tomatoes

8 Ιανουαρίου 2013

(2011) Breath of the Gods: A journey to the origins of modern yoga

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: Breath of the Gods: A journey to the origins of modern yoga


Η υπόθεση
Ο Jan Schmidt-Garre ταξιδεύει στην Ινδία και συναντά τους ανθρώπους που μαθήτευσαν κοντά στον πατέρα της μοντέρνας yoga, τον Tirumalai Krishnamacharya. Παρακολουθώντας τον τρόπο που διδάσκουν και συνομιλώντας μαζί τους, αποπειράται να δημιουργήσει ένα ντοκιμαντέρ που ερευνά τις ρίζες της σύγχρονης yoga, μέσα στους αιώνες, αλλά και την συμβολή του Krishnamacharya  στην εισαγωγή της, ως είδος εκγύμνασης, στον δυτικό κόσμο.

Η κριτική
Το "Breath of the Gods: A journey to the origins of modern yoga" είναι ένα ντοκιμαντέρ που απευθύνεται σ' ένα πολύ συγκεκριμένο μέρος του κινηματογραφικού κοινού κι αυτό όχι με ιδιαίτερη επιτυχία. Καθώς η yoga έχει αναδειχθεί σε παγκόσμιο φαινόμενο τις τελευταίες δεκαετίες και παράλληλα με την πάροδο του χρόνου, παρατηρούμε πως ο αριθμός των ανθρώπων που την επιλέγουν ως μέσο εκγύμναστης αυξάνεται συνεχώς, τί θα μπορούσε να είναι καλύτερο από το να δημιουργήσει κάποιος ένα ντοκιμαντέρ που ερευνά την προέλευση αυτής της ανατολίτικης μόδας;
Ο Jan Schmidt-Garre, έχοντας λοιπόν κατά νου, ότι ένα ντοκιμαντέρ στο οποίο θα παρελαύνουν κάποιοι από τους μεγαλύτερους, εν ζωή και μη, δασκάλους της yoga, θα τραβήξει την προσοχή του κόσμου που είτε ασχολείται μ' αυτό το είδος εκγύμνασης, είτε έχει την επιθυμία να ερευνήσει, αν όχι να κατανοήσει, τους λόγους της μαζικής της εξάπλωσης στον δυτικό κόσμο, δίνει πνοή σε μια, αν μη τί άλλο εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ιδέα, θεωρώντας πιθανώς πως η ιδέα και μόνο αρκεί για ν' αποτελέσει το έργο του εμπορική επιτυχία. Βέβαια, για όσους έχουν ήδη μπει στη διαδικασία να ψάξουν από μόνοι τους την φιλοσοφία πίσω από την κινησιολογία, νομίζω πως η συγκεκριμένη ταινία δεν έχει να τους διδάξει κάτι περισσότερο απ' όσα ήδη έχουν μάθει. Αντίστοιχα βέβαια, όσοι κάνουν πρακτική κι επιλέξουν να έρθουν για πρώτη φορά σ' επαφή με την θεωρία της yoga μέσω αυτού του ντοκιμαντέρ πιστεύω ότι δεν θα πάρουν μαζί τους κάτι το ουσιαστικό που θα τους βοηθήσει να εξελιχθούν. Παράλληλα επίσης, όσοι επιλέξουν την συγκεκριμένη ταινία ως μέσο γνωριμίας με την έννοια της yoga γενικά, θεωρώ ότι θα βρεθούν αντιμέτωποι μ' ένα ντοκιμαντέρ ιδιαίτερα δυσνόητο, ίσως κι αδιάφορο.
Βέβαια, επειδή προσωπικά ανήκω στην κατηγορία του κοινού που δεν ήρθε για πρώτη φορά σ' επαφή με την yoga και τη φιλοσοφία της, οφείλω να παραδεχτώ ότι σε προσωπικό επίπεδο, βρήκα την ταινία ιδιαίτερα απολαυστική. Τονίζω βέβαια ότι είχα την τύχη να έχω διδαχτεί για κάποιο χρονικό διάστημα ένα από τα είδη yoga που διδάσκονται κι ότι ανήκω στην κατηγορία των θεατών που έχουν λατρέψει αυτή την πρακτική. Το ζήτημα όμως είναι ότι ως έργο μου φάνηκε απολαυστικό γιατί συνεχώς ανέτρεχα σε προσωπικά μου βιώματα κι όχι γιατί έπαιρνα πράγματα από την ίδια την ταινία.
Το κακό με την συγκεκριμένη προσέγγιση, είναι ότι εστιάζει περισσότερο στην παρουσίαση ευφάνταστων εικόνων ευλυγισίας και δεν στέκεται τόσο στην φιλοσοφία της yoga καθεαυτής. Με άλλα λόγια, τα όσα πήρα από τα δυο μου πρώτα μαθήματα καθαρής πρακτικής, κι όχι θεωρίας, της yoga, το συγκεκριμένο ντοκιμαντέρ δεν κατάφερε να μου τα περάσει στη μιάμιση ώρα που διαρκεί. Έτσι, ένας κοινός θεατής, θα γίνει, απλώς, μάρτυρας ενός ανθρώπου που μπορεί και περιστρέφει το σώμα του σαν δαιμονισμένος κι ένας έμπειρος/μαθητής-της-yoga θεατής, δεν θα φύγει πλήρης μετά την θέασή της.
Εν ολίγοις, αν οι προσδοκίες σας είναι να κατανοήσετε τι εστί yoga μέσω μιας ταινίας, δεν πιστεύω πως η συγκεκριμένη αποτελεί την καταλληλότερη επιλογή, ούτε ότι έχει την δυνατότητα ν' απαντήσει στα ερωτήματά σας, παρά μόνο επιφανειακά. Αν πάλι, ασχολείστε με αυτό το υπέροχο κράμα φιλοσοφίας και κινησιολογίας, που αναζωογονεί σώμα και πνεύμα, θα σας πρότεινα να την δείτε μόνο και μόνο γιατί έχει κάποια ντοκουμέντα του Krishnamacharya, του Krishna Pattabhi Jois, κ.α. που σε κάνουν να θαυμάσεις την άρτια τεχνική και την ταχύτητα εκτέλεσης διαφόρων vinyāsas κι āsanas.

Βαθμολογία: 2/5

Τα σχετικά
Γερμανικό ντοκιμαντέρ του 2011, σε σκηνοθεσία του Jan Schmidt-Garre, διάρκειας 100 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Jan Schmidt-Garre, Tirumalai Krishnamacharya, Krishna Pattabhi Jois, Bellur Krishnamachar Sundararaja Iyengar και Sri T. K. Sribhashyam.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

(2012) Επιχείρηση: Argo

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: Argo


Η υπόθεση
Στις 4 Νοεμβρίου του 1979, μια ομάδα επαναστατημένων Ιρανών εισβάλλει στην Αμερικάνικη πρεσβεία της Τεχεράνης και πιάνει ομήρους πάνω από πενήντα Αμερικανούς. Ωστόσο, έξι άτομα καταφέρνουν να δραπετεύσουν και να βρουν καταφύγιο στο σπίτι του Καναδού πρέσβη. 69 μέρες μετά το περιστατικό αυτό, η C.I.A., με την βοήθεια του ειδικού στις φυγαδεύσεις, Tony Mendez (Ben Affleck), θα καταστρώσει ένα απίστευτο σχέδιο σωτηρίας, σύμφωνα με το οποίο οι έξι δραπέτες είναι μέλη του κινηματογραφικού συνεργείου που ερευνά τον τόπο που θα γίνουν τα γυρίσματα μιας ταινίας με το όνομα "Argo". Το παράτολμο αυτό σχέδιο, αποτελεί την μόνη ελπίδα σωτηρίας των ανθρώπων αυτών κι η πιθανότητα να πετύχει η επιχείρηση, εξαρτάται από τον βαθμό που θα πιστέψει η κοινή γνώμη, αλλά κι οι ίδιοι οι δραπέτες, το απίστευτο σενάριο.

Η κριτική
Η "Επιχείρηση: Argo" ανήκει στην κατηγορία των ταινιών δράσης που σε κάνουν να γελάσεις, ν' αγωνιάς για την εξέλιξή της, αλλά και να θαυμάσεις το μεγαλείο της φαντασίας ενός ανθρώπινου μυαλού. Όλα τα παραπάνω, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η ιστορία της βασίζεται στα πραγματικά γεγονότα που έλαβαν χώρα στα πλαίσια της Ιρανικής επανάστασης του 1979, συνιστούν μια ταινία που χειρίζεται αριστουργηματικά το στοιχείο της περιπέτειας και που δικαίως έχει διεκδικήσει τόσες υποψηφιότητες.
Η αλήθεια είναι ότι η συγκεκριμένη ταινία, κάλλιστα μπορεί ν' αποτελέσει αντικείμενο διαμάχης ανάμεσα στο φιλο-αμερικάνικο κοινό, αλλά και σε όσους θα βιαστούν να την κατηγορήσουν για προβολή της "καλής Αμερικής". Όπως επίσης, σίγουρα υπάρχουν ανακρίβειες ιστορικές, καθώς δεν μιλάμε για κάποιο ντοκιμαντέρ, αλλά για μια ταινία που βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα. Παρόλα αυτά, όμως, επειδή στο σύνολό του, αυτό που παρουσιάζει είναι τόσο άρτια δεμένο, δεν θα σταθώ στις όποιες ανακρίβειες.
Το έργο, ξεκινά με διάφορα σκίτσα κι ασπρόμαυρα βίντεο/ντοκουμέντα κι ένας αφηγητής αναλαμβάνει να εισάγει τον θεατή στην υπόθεση. Η επιλογή να μπλεχτούν τα σκίτσα, που μοιάζουν σε απίστευτο βαθμό με αυτά που θα ετοιμαστούν για την ταινία, με τα βίντεο/ντοκουμέντα, προϊδεάζουν τον θεατή για μια εκπληκτική συνέχεια, καθώς ο σκηνοθέτης κάνει σαφές ότι πρόκειται να μπλέξει φαντασία και πραγματικότητα, για να καταφέρει να σώσει τους ήρωές του. Σ' αυτό το εισαγωγικό σημείο, όμως, αξίζει να σταθούμε και γι' ακόμη έναν λόγο. Ο Affleck, στο γρήγορο πέρασμα που κάνει στα ιστορικά γεγονότα που οδήγησαν στην αιχμαλωσία των ανθρώπων που βρίσκονταν στην πρεσβεία, δεν παρουσιάζει την Αμερική ως το θύμα της όλης υπόθεσης, αλλά της αποδίδει τις όποιες ευθύνες έχει για την κατάσταση στην οποία βρισκόταν ο λαός του Ιράν.
Επίσης, κατά τη διάρκεια της ταινίας, αξιοπρόσεκτη είναι κι η δουλειά που έχει γίνει για ν' αναπαρασταθεί με πιστότητα η εποχή που διαδραματίστηκαν τα γεγονότα. Δεν είναι μονάχα ο χώρος, τα κοστούμια, τ' αντικείμενα εποχής ή τα ντοκουμέντα, που έχουν φροντίσει να συμπεριλάβουν στην δημιουργία του έργου, αλλά παράλληλα, ακόμα κι ο τρόπος που κινούνται και μιλούν οι ηθοποιοί, παραπέμπει στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Αξίζει όμως, ν' αναφέρω ότι επειδή κινείται αρκετά στον χώρο των κινηματογραφικών παραγωγών, όσοι έχουν προλάβει την συγκεκριμένη δεκαετία, σίγουρα θα νιώσουν ένα αίσθημα νοσταλγίας.
Από υποκριτικής πλευράς, δεν υπάρχει κανένα ψεγάδι. Ακόμα κι ο Ben Affleck, που είναι ο πιο αδύναμος όλων, δίνει μια υπέροχη ερμηνεία, που δεν αφήνει περιθώρια για σχολιασμούς. Σε επίπεδο σκηνοθεσίας, νομίζω ότι είναι όσο αρτιότερη γίνεται, καθώς οι δυο ώρες που διαρκεί κυλάνε αβίαστα και κατά τη διάρκειά της, θα σας κάνει να γελάσετε με την καρδιά σας, αλλά και να βουλιάξετε στο κάθισμά σας, έχοντας πεθάνει από την αγωνία για το αν τελικά θα καταφέρουν να διαφύγουν οι ήρωες ή όχι. Από απόψεως φωτογραφίας, τέλος, είναι εξίσου εκπληκτική.
Έχοντας σαν βάση μια πραγματική ιστορία που ακόμα και σαν σενάριο ταινίας φαντάζει τρελή και μια παραγωγή δουλεμένη μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια, ο Ben Affleck αποδεικνύει γι' ακόμα μια φορά πόσο ικανός είναι πίσω από τις κάμερες. Αν σας αρέσουν οι ταινίες που αναφέρονται σε μια παλαιότερη εποχή ή θαυμάζετε τις εύστροφες και καλές περιπέτειες, προτείνεται ανεπιφύλακτα.

Βαθμολογία: 4/5

Τα σχετικά
Αμερικάνικη περιπέτεια του 2012, βασισμένη σε άρθρο του Joshuah Bearman, σε σενάριο του Chris Terrio και σκηνοθεσία του Ben Affleck, διάρκειας 120 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Ben Affleck, John Goodman, Alan Arkin, Bryan Cranston, Victor Garber, Tate Donovan, Christopher Denham, Clea DuVall, Scoot McNairy, Kerry Bishé και Rory Cochrane.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

7 Ιανουαρίου 2013

(2012) Πίσω από τους λόφους

Πρωτότυπος τίτλος: După dealuri
Αγγλικός τίτλος: Beyond the hills


Η υπόθεση
Η Alina (Cristina Flutur) κι η Voichiţa (Cosmina Stratan) γνωρίζονται από τα παιδικά τους χρόνια στ' ορφανοτροφείο κι έχουν αναπτύξει μια σχέση, σχεδόν, αδελφική. Η Alina, στα 19 της υιοθετήθηκε από μια οικογένεια και πλέον ζει κι εργάζεται μόνιμα στην Γερμανία. Η Voichiţa, από την άλλη, φεύγοντας από τ' ορφανοτροφείο, βρήκε την χαμένη της οικογένεια στο πρόσωπο του Θεού. Κάποια στιγμή, η Alina θα επιστρέψει στην Ρουμανία για να πάρει μαζί της τον μόνο άνθρωπο που αγάπησε πραγματικά στην ζωή της, την Voichiţa. Η Voichiţa, όμως, θεωρεί πια οικογένειά της το μοναστήρι και διστάζει να κάνει μια νέα αρχή με την καρδιακή της φίλη. Μ' αυτόν τον τρόπο, άθελά της, θέτει σε κίνδυνο την ζωή της ήδη άρρωστης Alina, καθώς ο Ηγούμενος (Valeriu Andriuţă) κι οι υπόλοιπες μοναχές, βλέπουν στο πρόσωπο της φιλοξενούμενης τον σατανά.

Η κριτική
Το "Πίσω από τους λόφους" είναι μια δραματική ταινία που επικεντρώνεται στον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η θρησκοληψία στις αναπτυσσόμενες, ακόμη, βαλκανικές χώρες. Βασιζόμενος σε δυο βιβλία που πραγματεύονται την πραγματική ιστορία μιας τελετής εξορκισμού έξω από το Βουκουρέστι, η οποία συγκλόνισε την ρουμάνικη κοινωνία, ο Cristian Mungiu, έχει δημιουργήσει μια ταινία που αναδεικνύει τα όρια του ενδιαφέροντος και της αδιαφορίας, αλλά και της πίστης με την τυφλή υποταγή στις γραφές.
Στην ιστορία γνωρίζουμε ως κεντρικά πρόσωπα δυο φίλες, που τρέφουν μεγάλη αγάπη η μια για την άλλη. Παρόλα αυτά, οι δρόμοι που έχουν επιλέξει ν' ακολουθήσουν, διαφέρουν κατά πολύ. Όταν λοιπόν η Alina επισκεφτεί την Voichiţa, με σκοπό να μην την αποχωριστεί ποτέ ξανά, θα δημιουργηθούν πολλά προβλήματα στις ζωές των δυο γυναικών. Αν και κατά τη διάρκεια της ταινίας, δεν μας δίνονται πολλές πληροφορίες για την ζωή της μοναχής Voichiţa, μαθαίνουμε πως η Alina, κατέληξε στ' ορφανοτροφείο μετά από μια δραματική εμπειρία κι ότι κατά τη διάρκεια της ζωής της έχει αναπτύξει τάσεις κακοποίησης του εαυτού της κι αυτοκτονίας. Η κατεστραμμένη της ψυχολογία, σε συνδυασμό με την μετανάστευσή της στην Γερμανία και τον πυρετό, που την οδηγεί σε κρίσεις, κάνουν τους ανθρώπους της μονής να πιστέψουν ότι η Alina είναι δαιμονισμένη.
Βέβαια, εκτός από την φερόμενη ως κεντρική θεματολογία της θρησκείας, οι επισκέψεις της Ηγουμένης (Dana Tapalagă) και της Voichiţa στ' ορφανοτροφείο, η επίσκεψη της γυναίκας που υιοθέτησε την Alina στο μοναστήρι, η παρουσία του πλήρως άβουλου αδελφού της Alina κι η αδιαφορία του θρησκόληπτου γιατρού, που αναλαμβάνει την θεραπεία της Alina κατά την νοσηλεία της στο κρατικό νοσοκομείο, δείχνουν εμφανώς τα σημάδια μιας ετοιμόρροπης κοινωνίας που με την έλλειψη ενδιαφέροντος που δείχνει στους αβοήθητους πολίτες της, τους δίνει ως μόνες διεξόδους την απόσυρση από τα εγκόσμια, ή την τυφλή πίστη στον Θεό, και την μετανάστευση.
Χρησιμοποιώντας λοιπόν, ως βάση, τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί, μέσα σ' αυτό το σύστημα, η ορθόδοξη εκκλησία, ο Mungiu, δημιουργεί μια ταινία 2.30 ωρών, η οποία με αργούς ρυθμούς, ξεδιπλώνει, ουσιαστικά, την ιστορία της Voichiţa, την οποία θα δούμε να περνά, σταδιακά, από την απόλυτη και τυφλή υπακοή στους κανόνες της εκκλησίας, στην αμφιβολία, καθώς η νέα της οικογένεια, βλάπτει την αγαπημένη της Alina. Η ιδιαιτερότητα της συγκεκριμένης ταινίας και παράλληλα η αρμονία που υπάρχει ανάμεσα στους ρυθμούς εξέλιξης της ιστορίας και την απλότητά της, είναι ότι ο σκηνοθέτης της, μόνο στο τέλος παίρνει σαφή θέση απέναντι στα "πιστεύω" της εκκλησίας και κατά τη διάρκεια των 2 ωρών της, παρουσιάζει σε λογικά πλαίσια τον παραλογισμό με τον οποίο δρα ορισμένες φορές αυτή η κοινότητα.
Έχοντας λοιπόν, ένα πολύ ενδιαφέρον θέμα, που μπορεί να συναντήσουμε και στην σημερινή ελληνική κοινωνία, εκπληκτικές ερμηνείες και μια υπέροχη, λιτή, σκηνοθετική γραμμή, η ταινία αποτελεί μια από τις καλύτερες προτάσεις για το σινεφίλ κοινό κι ιδιαίτερα για τους λάτρεις του βαλκανικού κινηματογράφου. Επίσης, για όσους βρίσκουν ενδιαφέρουσα μια ταινία που πραγματεύεται την έννοια της θρησκείας, αλλά και του εξορκισμού, με δραματικό τρόπο, προτείνεται ανεπιφύλακτα, καθώς η διάρκειά της, μόνο κουραστική δεν είναι.

Βαθμολογία: 3,5/5

Τα σχετικά
Ρουμάνικο δράμα του 2012, βασιζόμενο σε βιβλία της Tatiana Niculescu, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Cristian Mungiu, διάρκειας 150 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Cosmina Stratan, Cristina Flutur, Valeriu Andriuţă και Dana Tapalagă.

Οι σύνδεσμοι
Imdb