6 Δεκεμβρίου 2012

(2012) Το αγόρι στο τελευταίο θρανίο

Πρωτότυπος τίτλος: Dans la maison
Αγγλικός τίτλος: In the house


Η υπόθεση
Ο Claude (Ernst Umhauer), είναι ένας 16χρονος νέος, ο οποίος με μια έκθεσή του θα κεντρίσει το ενδιαφέρον του καθηγητή λογοτεχνίας του, Germain (Fabrice Luchini), καθώς από το κείμενό του, φαίνεται πως, ο μαθητής αυτός, έχει εξαιρετικό ταλέντο στο γράψιμο. Ο Germain θέλοντας να βοηθήσει τον νεαρό Claude να βελτιώσει την τεχνική γραφής του, θα του παράσχει επιπλέον ώρες ιδιαιτέρων μαθημάτων, στις οποίες θα του δίνει οδηγίες για τον τρόπο που πρέπει να συνεχίσει την ιστορία του και θα του επισημαίνει τα λάθη του. Το ζήτημα είναι ότι ο Claude χρησιμοποιεί ως κεντρικούς ήρωες της ιστορίας του τα πρόσωπα της οικογένειας ενός συμμαθητή του, του Rapha (Bastien Ughetto), στο σπίτι του οποίου έχει καταφέρει να εισχωρήσει, βοηθώντας τον στα μαθηματικά. Όμως, μήπως αυτή η ιδιότυπη σχέση που αναπτύσσει σταδιακά ο Claude με τα μέλη της οικογένειας του Rapha, δεν είναι και τόσο αθώα όσο δείχνει;

Η κριτική
Το νέο έργο του François Ozon, είναι κατά βάση μια μυστηριώδης δραματική ιστορία, που αφορά ένα έφηβο αγόρι, το οποίο εισχωρεί, μ' έναν αρκετά έξυπνο τρόπο, στην ζωή μιας, φαινομενικά, τέλειας οικογένειας. Βασιζόμενο στο θεατρικό έργο του Juan Mayorga, "Το αγόρι στο τελευταίο θρανίο", θα έλεγε κανείς ότι σαν θέμα, η ιστορία παρουσιάζει αρκετό ενδιαφέρον, το οποίο όμως δεν καταφέρνει να διατηρηθεί ακέραιο στην κινηματογραφική μεταφορά του έργου.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, παρουσιάζει το γεγονός, ότι ο νεαρός Claude, καθώς εισχωρεί, σταδιακά όλο και περισσότερο, στην ζωή της οικογένειας του Rapha, δεν αρκείται στην απλή καταγραφή κάποιων συμπεριφορών ή στην χρήση της φαντασίας του, για να γράψει την συνέχεια της ιστορίας του, αλλά αντίθετα, προσπαθεί να τροποποιήσει την καθημερινότητα των μελών της, έτσι ώστε να γίνει κι ο ίδιος μέλος της και να καλύψει με αυτόν τον τρόπο και τις δικές του ανάγκες, χρησιμοποιώντας ως πρόφαση την ικανοποίηση των επιθυμιών του κεντρικού ήρωα, που δεν είναι άλλος από τον ίδιο.
Έχοντας ένα ιδιαίτερο χάρισμα, αυτό της συγγραφής, καταφέρνει να μαγέψει με το ταλέντο του τον καθηγητή λογοτεχνίας, Germain, ωθώντας τον να συμμετάσχει κι αυτός στο διεστραμμένο σχέδιό του, να κατακτήσει την καρδιά της μητέρας του Rapha, Esther (Emmanuelle Seigner), να γίνει ο πατέρας Rapha (Denis Ménochet) στην θέση του πατέρα και ταυτόχρονα κι ο γιός Rapha στην θέση του γιού.
Μην έχοντας ο ίδιος μια φυσιολογική οικογένεια, καθώς η μητέρα του τον εγκατέλειψε σε μικρή ηλικία κι ο πατέρας του έμεινε ανάπηρος, κι όντας, παράλληλα, σε μια ηλικία που αναζητά έντονα την ταυτότητά του, μαγεύεται από την εικόνα της στοργικής μητέρας, του φιλικού πατέρα και του αδύναμου γιού, που ενώ τα έχει όλα δεν έχει εξελιχθεί στο δυναμικό άτομο που θα έπρεπε, κι, αρχικά από περιέργεια κι έπειτα επειδή απλώς μπορεί, αποφασίζει να γνωρίσει καλύτερα τον κάθε χαρακτήρα και στην πορεία να τους χρησιμοποιήσει για να εξυπηρετήσει τους σκοπούς του.
Η αλήθεια είναι ότι στην ταινία, κυριαρχεί η αίσθηση μιας δραματικής ιστορίας κι όχι τόσο το στοιχείο του ψυχολογικού θρίλερ και το γεγονός ότι δεν προσανατολίζεται κάπου συγκεκριμένα, είναι και το βασικότερό της ελάττωμα. Το μόνο πράγμα που παραπέμπει σε θρίλερ, είναι αυτή η διαστροφή που υπάρχει, αρχικά στον Claude ότι μπορεί να χειραγωγήσει τους πάντες, κι έπειτα, θα δούμε ότι γεννιέται και στον καθηγητή ένα διαφορετικό είδος διαστροφής, αυτό του ηδονοβλεψία στην ζωή ενός άλλου ζεύγους. Το κοινό τους όμως στοιχείο διαστροφής, είναι αυτός ο αλλόκοτος τρόπος που διαλέγουν να εκπληρώσουν τις επιθυμίες τους. Ο Claude αποκτά την οικογένεια που του στερήθηκε κι ο Germain, με τη σειρά του, αποκτά το γιό που ποτέ δεν αξιώθηκε ν' αποκτήσει. Οι δυό τους, χάνονται μέσα στην φαντασίωση και καταλήγουν να ζουν κυρίως μέσα σ' αυτήν. Ωστόσο, όπως ανέφερα, τα παραπάνω δεν είναι τόσο ευδιάκριτα, καθώς δίνεται περισσότερη έμφαση στο ονειρικό στοιχείο της φαντασίωσης κι όχι τόσο στα σκοτεινά της κομμάτια.
Έχοντας μια συμπαθητική, αλλά όχι ιδιαίτερη, σκηνοθεσία κι εξίσου συμπαθητική φωτογραφία, μουσική επένδυση κι ερμηνείες, προτείνεται κατά κύριο λόγο, σε όσους αρέσει το γαλλικό σινεμά και δεν τους ενοχλεί η φλυαρία στην οποία εμπίπτει κάποιες φορές αυτό.

Βαθμολογία: 2,5/5

Τα σχετικά
Γαλλικό δράμα του 2012, βασισμένο στο θεατρικό έργο "Το αγόρι στο τελευταίο θρανίο" του Juan Mayorga, σε σενάριο και σκηνοθεσία του François Ozon, διάρκειας 105 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Ernst Umhauer, Fabrice Luchini, Kristin Scott Thomas, Emmanuelle Seigner, Bastien Ughetto και Denis Ménochet.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

5 Δεκεμβρίου 2012

(1964) Άμλετ

Πρωτότυπος τίτλος: Гамлет (Gamlet)
Αγγλικός τίτλος: Hamlet


Η υπόθεση
Η Δανία θρηνεί τον θάνατο του βασιλιά της, όμως μέσα σ' ένα διάστημα δυο μηνών μόλις, ο νέος βασιλιάς κι αδελφός του αποθανόντος, Κλαύδιος (Mikhail Nazvanov), διοργανώνει γιορτή στο παλάτι, για να γιορτάσει τον γάμο του με την χήρα βασίλισσα και μητέρα του πρίγκιπα Άμλετ (Innokentiy Smoktunovskiy), Γερτρούδη (Elza Radzina). Το φάντασμα του νεκρού βασιλιά, θα εμφανιστεί στον πρίγκιπα Άμλετ, αποκαλύπτοντάς του ότι στην πραγματικότητα δολοφονήθηκε από τον Κλαύδιο και θα του ζητήσει να πάρει εκδίκηση για τον φόνο. Ο Άμλετ, διχασμένος, σχεδιάζει ν' αποκαλύψει την σκευωρία του Κλαύδιου και ν' αποδώσει δικαιοσύνη, όπως τον διέταξε το φάντασμα του πατέρα του. Μέσα από μια σειρά αλληλένδετων γεγονότων, το βασίλειο της Δανίας, καλύπτεται από ένα πέπλο θανάτου, του οποίου θύματα είναι κι αθώα πλάσματα, όπως η Οφηλία (Anastasiya Vertinskaya).

Η κριτική
Ο "Άμλετ" του Grigori Kozintsev θεωρείται, από πολλούς κριτικούς, η καλύτερη μεταφορά του θεατρικού έργου του William Shakespeare, στην μεγάλη οθόνη, κι αυτό όχι άδικα. Όντας, δε, ένα κλασικό πια, δημιούργημα, του οποίου η αρτιότητα αγγίζει την κινηματογραφική τελειότητα, χωρίς να διαβρώνει ούτε στο ελάχιστο, το θεατρικό κείμενο, είναι πρακτικά αδύνατον ν' ασκηθεί κριτική, χωρίς αυτή να καταλήγει να πλέκει, ουσιαστικά, εγκώμιο στον σκηνοθέτη.
Επειδή, επίσης, δεν αξίζει τον κόπο να σταθεί κάποιος στην ανάλυση των χαρακτήρων του έργου, μιας κι ο "Άμλετ" έχει υποστεί άπειρες αναλύσεις με το πέρας των χρόνων, καθώς θεωρείται από πολλούς το ύψιστο αριστούργημα του Άγγλου δραματουργού, θα κάνω μια αναγωγή στην βασική διαφορά θεάτρου και κινηματογράφου για να εξηγήσω, μετά, τον λόγο που η συγκεκριμένη απόδοση του έργου, αξίζει αντικειμενικά να συγκαταλέγεται στα αριστουργήματα της έβδομης τέχνης.
Με την έναρξη του κινηματογράφου, τα θέατρα, σε παγκόσμια κλίμακα, υπέστησαν μεγάλο πλήγμα. Κι αυτό, γιατί ήταν πολύ δύσκολο ένας θίασος να συναγωνιστεί τα κοντινά πλάνα στα πρόσωπα των ηθοποιών, που έκαναν εμφανή τα συναισθήματα των χαρακτήρων σε όλη την αίθουσα κι όχι μόνο στους προνομιούχους των πρώτων σειρών ή των πλουσίων αρχόντων που, από τα θεωρεία τους, μπορούσαν, με τα κιάλια, να έχουν μια καθαρή εικόνα των προσώπων των ηθοποιών. Το κυριότερο όμως, ήταν φύσει αδύνατον, ένας θίασος να συναγωνιστεί τις μαγικές εικόνες, εξωτικών τοπίων, που είχε τη δυνατότητα ο κινηματογράφος να παρουσιάσει στον θεατή.
Γι' αυτό το λόγο, οι θίασοι σταδιακά αναγκάστηκαν να προσαρμόσουν το ρεπερτόριό τους, ανεβάζοντας κλασικά δράματα, των οποίων το περιεχόμενο είχε τη δυνατότητα να συγκινήσει και να παιδεύσει τον θεατή. Έτσι, σταδιακά, επήλθε ένας διαχωρισμός του κοινού. Τα λαϊκά στρώματα, έδειχναν μια ξεκάθαρη προτίμηση στον κινηματογράφο, του οποίου ο κύριος στόχος ήταν η ψυχαγωγία, ενώ οι ανώτερες τάξεις, συνέχιζαν να επιλέγουν το θέατρο στις εξόδους τους, καθώς εκτός από ψυχαγωγία, προσέφερε παράλληλα και παίδευση του κοινού.
Σήμερα, βέβαια, οι εποχές έχουν αλλάξει. Ο κινηματογράφος είναι μια αναγνωρισμένη μορφή τέχνης, που έχει δώσει πολλά ποιοτικά διαμάντια. Παρόλα αυτά, όμως, η αντίληψη ότι το μέσο αυτό αποτελεί μια πιο ευτελή μορφή τέχνης, συγκριτικά με το θέατρο, δεν έχει εκλείψει. Το γεγονός αυτό, δεν μπορώ να το χαρακτηρίσω παράλογο, καθώς αν αναλογιστεί κανείς το χρονικό διάστημα που καλύπτει η ιστορία του θεάτρου, συγκριτικά με του κινηματογράφου, εύκολα καταλαβαίνει ότι τα θεατρικά έργα που έχουν διασωθεί μέχρι και σήμερα, έχουν μια αρτιότητα διαχρονική που, πολύ δύσκολα, θα μπορέσει να τα συναγωνιστεί μια τέχνη που γεννήθηκε πριν έναν αιώνα.
Κι έρχομαι, λοιπόν, στο προκείμενο. Τα έργα του Shakespeare, διακρίνονται για την τραγικότητα των ηρώων τους. Τραγικότητα που, όμοια με αυτή των αρχαίων τραγωδιών, οφείλονται στη σύγκρουση του ήρωα με τη μοίρα του κι οδηγούν στην κάθαρση της ψυχής του θεατή. Ο κορυφαίος τραγικός ήρωας, επίσης, του κορυφαίου Άγγλου δραματουργού, θεωρείται ο Άμλετ κι έπειτα ο Βασιλιάς Ληρ.
Αν και τα έργα του γνωστού τραγικού ποιητή, είναι πολυπρόσωπα κι η σκηνή απαιτεί πολλές εισόδους κι εξόδους, οπότε θεωρητικά είναι ένας εύκολος δραματουργός για κινηματογραφική μεταφορά, η πραγματικότητα μάλλον αναιρεί την άποψη αυτή. Η τραγικότητα των έργων του Shakespeare, δυστυχώς, δεν βρίσκεται μόνο στους ήρωές του, αλλά και στον λυρισμό του λόγου τους. Έναν λυρισμό καθαρά θεατρικό, που, αν δεν είχα δει τον "Άμλετ" του Kozintsev θα έλεγα ότι είναι αδύνατο να μεταφερθεί κινηματογραφικά, χωρίς ίχνος θεατρικής αναφοράς και να διατηρήσει το μεγαλείο του αρχικού κειμένου.
Ο Kozintsev, έχοντας κάνει μια επεξεργασία οχτώ ετών στο σενάριο και έχοντας σπαταλήσει δυο χρόνια για τα γυρίσματα του σοβιετικού "Άμλετ", έχει καταφέρει να διατηρήσει τον λυρισμό του σαιξπηρικού κειμένου, συμπληρωμένου με μια εικόνα τόσο ρεαλιστική, που κάνει τον θεατή να ξεχάσει τη θεατρική αναφορά και τον ωθεί ν' αναγνωρίσει τον καθημερινό άνθρωπο κι όχι τον τραγικό ήρωα, στον κινηματογραφικό χαρακτήρα του Άμλετ.
Η ερμηνεία του Innokentiy Smoktunovskiy, ως Άμλετ, είναι κάτι παραπάνω από εξαιρετική. Η πλαισίωσή του, δε, από εφάμιλλες ερμηνείες, όπως αυτή του Mikhail Nazvanov, ως Κλαύδιος, ή της Anastasiya Vertinskaya, ως Οφηλία και της Elza Radzina, ως Γερτρούδη, συνθέτουν ένα δράμα υποκριτικής αρτιότητας, το οποίο, συμπληρώνει η ευφάνταστη μουσική επένδυση του κορυφαίου συνθέτη, Dmitri Shostakovich. Η μουσική του έργου, χωρίς να έχει την λειτουργία της συνοδείας, μεταφέρει στον θεατή τη συναισθηματική φόρτιση των σκηνών, αιχμαλωτίζοντάς τον.
Όσον αφορά τη σκηνοθεσία τώρα, το κυριότερο στοιχείο της αριστουργηματικότητάς της, είναι ότι προσανατολίζεται κινηματογραφικά κι όχι θεατρικά. Όμως, αξίζει ν' αναφέρουμε τις υπέροχες εμπνεύσεις εικόνας, που μένουν ανεξίτηλες στο μυαλό του θεατή. Κάποιες από αυτές, είναι η αντίθεση της βραχώδους στεριάς με την τρικυμισμένη θάλασσα, της τεράστιας σκιάς του βασιλιά που καλύπτει ολόκληρο το κάστρο της Δανίας ή της θεατρικής αναπαράστασης του φόνου του βασιλιά, που γίνεται υπό το φως της δάδας και με φόντο την θάλασσα.
Κατά κύριο λόγο, προτείνεται στο σινεφίλ κινηματογραφικό κοινό, αλλά και στους λάτρεις του θεάτρου, καθώς το συγκεκριμένο έργο αποτελεί την απόδειξη ότι ο κινηματογράφος, είναι μια ισάξια μορφή τέχνης.

Βαθμολογία: 5/5
Τα σχετικά
Σοβιετικό δράμα του 1964, βασισμένο στο ομώνυμο θεατρικό έργο του  William Shakespeare, σε μετάφραση του Boris Pasternak, σενάριο και σκηνοθεσία του Grigori Kozintsev και μουσική του Dmitri Shostakovich, διάρκειας 140 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Innokentiy Smoktunovskiy, Anastasiya Vertinskaya, Mikhail Nazvanov, Elza Radzina, Vladimir Erenberg και Stepan Oleksenko.

Οι σύνδεσμοι
Trailer 
Imdb 
Rotten Tomatoes 

(2012) Το σπίτι στο τέλος του δρόμου

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: House at the end of the street


Η υπόθεση
Ένα βράδυ η 13χρονη Carrie Anne (Eva Link) δολοφονεί άγρια τους γονείς της. Τέσσερα χρόνια αργότερα, στα πλαίσια μιας νέας αρχής, θα μετακομίσουν στο απέναντι σπίτι η Elissa (Jennifer Lawrence) με την μητέρα της, Sarah (Elisabeth Shue). Κατά τη διάρκεια της πρώτης νύχτας τους στο καινούργιο σπίτι, η Sarah, θα δει ένα φως ν' ανάβει στο ακατοίκητο, όπως γνωρίζει, γειτονικό σπίτι και την επομένη, θα πληροφορηθεί ότι εκεί μένει ο γιός του δολοφονημένου ζεύγους κι αδελφός της Carrie Anne, Ryan (Max Thieriot). Όταν η Elissa, ξεκινήσει να κάνει παρέα με τον Ryan, οι σχέσεις μάνας και κόρης θα ενταθούν, καθώς η Sarah για να προστατέψει την κόρη της, θα προσπαθήσει να διακόψει τη σχέση ανάμεσα στους δυο νέους. Τι είναι, λοιπόν, αυτό που κρύβει ο νεαρός Ryan κι ανησυχεί τόσο την Sarah; Κι είναι όντως εκτεθειμένη σε κίνδυνο η 17χρονη Elissa;

Η κριτική
"Το σπίτι στο τέλος του δρόμου" είναι ένα από τα πολλά θρίλερ που παράγονται κάθε χρόνο με πρωταγωνιστές νεαρά πρόσωπα, τα οποία βρίσκονται, άθελά τους, μπλεγμένα σ' ένα ανθρωποκυνηγητό, προσπαθώντας να σώσουν τις ζωές τους.
Φυσικά, όπως είναι αναμενόμενο, το συγκεκριμένο έργο δεν πρόκειται να κάνει τη διαφορά σε σχέση με τ' άλλα της κατηγορίας του. Ωστόσο, δεν ανήκει και στην κατηγορία των κλασικών, τελείως πρόχειρων, θρίλερ που αποτελούν απλώς την ιδανική επιλογή για σχολιασμό και σάτιρα σε μια μεγάλη, νεανική παρέα. Όπως και στα υπόλοιπα νεανικά θρίλερ, έτσι και σ' αυτό, οι χαρακτήρες πληρούν κάποια βασικά χαρακτηριστικά και παράλληλα γίνεται χρήση κάποιων κλασικών μοτίβων στην υπόθεση και τη σκηνοθεσία, τα οποία, αφήνουν, μεν, να φανεί ολοφάνερα το τέλος της, χωρίς όμως να την καθιστούν κουραστική, καθώς οι δημιουργοί της, φροντίζουν ν' ανατρέψουν τα γνωστά δεδομένα σ' ένα αρκετά προχωρημένο στάδιο της ταινίας.
Θα έλεγα ότι στην αρχή, το έργο δίνει την αίσθηση ενός μεταφυσικού θρίλερ, που πολύ γρήγορα θα περάσει στην κλασική δραματική ιστορία που ως στόχο έχει να παρουσιάσει τους λίγο-πολύ ανακυκλωμένους χαρακτήρες, της Elissa, του Ryan και της Sarah. Η Elissa, είναι ένα κορίτσι που έλκεται από τους αβοήθητους και ψυχικά τραυματισμένους ανθρώπους και προσπαθεί να τους "φτιάξει".  Ο Ryan, είναι το μυστήριο εσωστρεφές αγόρι, που είναι λίγο μεγαλύτερο σε ηλικία από την Elissa και συμπεριφέρεται λίγο αλλόκοτα, λόγω της τραυματικής του εμπειρίας, αλλά και του κοινωνικού αποκλεισμού που του έχει φέρει η δολοφονία των γονιών του. Τέλος, η Sarah, είναι η κλασική περίπτωση της μάνας, που συνεχώς απουσιάζει απρόοπτα απ' το σπίτι, λόγω της δουλειάς της.
Στην υπόθεση, όλα βαίνουν καλώς, με τον Ryan, ν' αποκαλύπτεται στην πορεία ότι, προφανώς λόγω ενοχών, φυλάει στην αποθήκη την μικρή του αδελφή και την φροντίζει ο ίδιος, για να μην καταλήξει σε ίδρυμα. Το πρόβλημα είναι ότι η Carrie Anne συνεχώς καταφέρνει να δραπετεύει, κάνοντας τον νεαρό Ryan να τρέχει να την προλάβει, προτού βλάψει κάποιον άνθρωπο. Οι πόρτες, φυσικά, αν και κλειδωμένες, ανοίγουν μ' εξαιρετική ευκολία, δίνοντας την ευκαιρία στην νεαρή Carrie Anne να ξεφύγει τις πιο ακατάλληλες ώρες, δημιουργώντας έτσι ένα κλίμα φόβου για την τύχη της πρωταγωνίστριας.
Τις ερμηνείες, μπορείς να τις κρίνεις συμπαθητικές, όσο καλές θα μπορούσαν να είναι οι ερμηνείες των ηθοποιών που καλούνται να συμμετάσχουν σε μια τέτοια παραγωγή δηλαδή. Από σκηνοθετικής πλευράς, δεν παραλείπονται οι σκηνές που κυκλοφορεί αυτή μ' ένα άσπρο μπλουζάκι με βαθύ ντεκολτέ, λερωμένη και βρεγμένη. Με λίγα λόγια, μιλάμε για μια καθαρά ρηχή θριλερική ματιά. Τέλος, η φωτογραφία της κι η μουσική της επένδυση είναι απλώς συμπαθητικές.
Με λίγα λόγια, απευθύνεται είτε σε όσους αρέσουν τα νεώτερου τύπου θρίλερ, παρόλο που μπορούν να ψυχανεμιστούν, ως ένα βαθμό, την εξέλιξη της ιστορίας, σ' ένα εφηβικό κοινό, που δεν είναι ακόμα εξοικειωμένο με τα κλασικά θρίλερ αυτής της κατηγορίας ή απλά σε όσους θέλουν να περάσουν "ξέγνοιαστα" μιάμιση ώρα.

Βαθμολογία: 1,5/5

Τα σχετικά
Αμερικάνικο-Καναδέζικο θρίλερ, βασισμένο σε ιστορία του Jonathan Mostow, σε σενάριο του David Loucka και σκηνοθεσία του Mark Tonderai, διάρκειας 101 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Jennifer Lawrence, Max Thieriot, Elisabeth Shue, Eva Link, Gil Bellows, Allie MacDonald και Nolan Gerard Funk.

Οι σύνδεσμοι
Trailer 
Imdb 
Rotten Tomatoes 

(2012) The master

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: The master


Η υπόθεση
Βρισκόμαστε στη δεκαετία του 1950, όπου και συναντούμε τον Freddie (Joaquin Phoenix), έναν βετεράνο πολέμου που κυκλοφορεί μονίμως μεθυσμένος, από ένα μείγμα αλκόολης που παρασκευάζει ο ίδιος. Ένα βράδυ, κυνηγημένος από κάποιους ανθρώπους, θα βρεθεί σ' ένα ιστιοπλοϊκό με τον Lancaster Dodd (Philip Seymour Hoffman), τον ιδρυτή της Υπόθεσης, γνωστό κι ως "The master". Ο Freddie, θα συμφωνήσει να γίνει αντικείμενο μελέτης του Dodd και σταδιακά θα γίνει το δεξί χέρι του κινήματος αυτού, που σκοπό έχει να κάνει τον άνθρωπο να φτάσει την τελειότητά του, μακριά από τη ζωώδη συμπεριφορά που έχει αναπτύξει στις προηγούμενες ζωές του και κατευθύνει την τωρινή του συμπεριφορά.

Η κριτική
Το "The master" είναι ένα αρκετά ιδιότυπο δράμα που ως κεντρικό θέμα έχει την σχέση δυο αντρών και την παρουσίαση του τρόπου ανάπτυξης μιας από τις πολλές ιδεολογίες που άρχισαν να εμφανίζονται μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο στην Αμερική κι επικεντρώνονταν στον άνθρωπο και στο βαθύτερο νόημα της ύπαρξής του.
Νομίζω ότι σ' αυτό το σημείο, αξίζει ν' αναφέρω την διαφορά που παρατηρεί κανείς ανάμεσα στον τίτλο του έργου και το πρωταγωνιστικό πρόσωπο. Ο τίτλος "The master", αναφέρεται στο πρόσωπο του Lancaster Dodd, όμως η κάμερα, αντί ν' ακολουθήσει την πορεία του "Master" και του κινήματός του, της Υπόθεσης, βλέπουμε ότι παρακολουθεί την ζωή του Freddie και δείχνει την αναπτυσσόμενη θεωρία της Υπόθεσης, μέσω του βασικού προσώπου που μελετάται, δηλαδή του Freddie.
Το παραπάνω το αναφέρω, μόνο και μόνο γιατί στην ταινία, παρουσιάζεται μεν μια ιδεολογία και ο τρόπος που αυτή έγινε δεκτή από ένα μέρος του Αμερικάνικου λαού, όμως, πέραν αυτού, ο δημιουργός της, δεν κατευθύνει το θεατή προς κάποιο συμπέρασμα ως προς αυτήν. Γι' αυτόν τον λόγο, ο Dodd μπορεί ορθά να χαρακτηριστεί εύκολα είτε ιδεαλιστής, είτε τσαρλατάνος και παράλληλα ο τρόπος με τον οποίο μπορεί να κριθεί η συμμετοχή του Freddie στην Υπόθεση, είναι εξίσου αμφιλεγόμενος.
Προσωπικά θεωρώ ότι η σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στον Freddie και τον Dodd, ποτέ δεν ήταν αμφίδρομη. Θεωρώ ότι το "αντικείμενο μελέτης" ήταν αυτό που έδωσε στο κίνημα μια σαφή γραμμή κι οδήγησε σε απαντήσεις κι έπειτα στην εδραίωση του, ενώ ο ίδιος (το αντικείμενο μελέτης) δεν πήρε ποτέ πίσω αυτά που του αναλογούν. Βέβαια, αν κάποιος ισχυριστεί το αντίθετο, δεν μπορώ να τον αδικήσω, γιατί δεν μπορώ να πω με σιγουριά ότι ο Freddie δεν θα κατέληγε νεκρός απ' το ποτό αν δεν έμπαινε στη ζωή του η Υπόθεση.
Ωστόσο, η ελεύθερη βούληση του "αντικειμένου μελέτης", ο οποίος συνεχίζει και πίνει στα κρυφά και θεωρεί την βία ως τον μοναδικό τρόπο να κάνει σαφές το μήνυμά του, παρόλο που αυτό έχει απαγορευτεί ή που προσπαθεί να ξεγελάσει ή να ευχαριστήσει με προσποιητές αντιδράσεις τον "Master" σε αρκετές περιπτώσεις, του δίνουν έναν δήθεν ρόλο υποτακτικού. Μέσα του, ο Freddie, κρύβει απίστευτη γνώση και δύναμη, σε βαθμό ανώτερο ακόμα κι απ' τον Dodd. Ας μην ξεχνάμε κιόλας, ότι κάποια στιγμή ο Freddie αμφισβητεί τα λεγόμενα του "Master" κι ένας πραγματικός υποτακτικός, ποτέ δεν θα ένιωθε την ανάγκη να στραφεί ενάντια στο κίνημα που προσπαθεί να του δώσει την ψυχολογική του ηρεμία.
Για όλα τα μέλη της οικογενείας Dodd, επίσης, αλλά και φαινομενικά για τον ίδιο τον Dodd, ο Freddie, δεν αποτελεί τίποτα περισσότερα από ένα εξιλαστήριο θύμα κι ένα άθλιο πειραματόζωο. Στον Freddie κατευθύνεται όλο το μίσος ή τα σενάρια συνωμοσίας κι αυτός είναι ο κατεστραμμένος αδιόρθωτος μπελάς που φορτώθηκε στην Υπόθεση και στην οικογένειά τους. Βέβαια, η διαφορά ανάμεσα στον Dodd και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας, είναι ότι ο ιδρυτής, παρόλο που κατά κάποιον τρόπο είναι φερέφωνο της γυναίκας του, καταφέρνει να δει πραγματικά μέσα απ' τον κατεστραμμένο Freddie κι αναγνωρίζει σ' αυτόν στοιχεία από τον ίδιο του τον εαυτό και τον υπόλοιπο κόσμο.
Φυσικά το αποκορύφωμα του έργου, είναι οι εξαιρετικές ερμηνείες που δίνονται από τον Joaquin Phoenix και τον Philip Seymour Hoffman. Οι δυο αυτοί ηθοποιοί, αποδίδουν με τέτοια τελειότητα τους χαρακτήρες που υποδύονται, που ακόμα κι αν δεν καταλάβεις ακριβώς τι ήθελε να σου πει η ταινία ή αν βγαίνοντας από την αίθουσα ανακαλύψεις ότι μάλλον άλλη ταινία είδες εσύ κι άλλη ο διπλανός σου ή η γράφουσα, το σίγουρο είναι ότι θα θαυμάσεις, γι' ακόμα μια φορά, τους δυο αυτούς σπουδαίους ηθοποιούς. Όμως κι οι υπόλοιποι ηθοποιοί, είναι εξαιρετικοί και στέκονται επάξια στο ύψος των περιστάσεων.
Ο Paul Thomas Anderson, γι' ακόμα μια φορά, καταφέρνει με μια καταπληκτική σκηνοθεσία, να παρουσιάσει ένα δράμα, το οποίο ωθεί σε μια ενδοσκόπηση του ανθρώπου που νοσεί, αλλά και των γύρω του, που φαινομενικά είναι υγιείς, να παρουσιάσει μια ιδεολογία μέσα σ' ένα οικογενειακό δράμα, χωρίς ο ίδιος να κρίνει, να θέσει υπαρξιακά και κοινωνικά ερωτήματα και να δώσει ένα έργο με άπειρες πτυχές.
Χωρίς να μιλάμε για κάτι το αριστουργηματικό, αλλά ούτε για κάτι απλώς καλό, η νέα ταινία του Anderson, καταφέρνει πρωτίστως να προβληματίσει. Κινούμενη σ' ένα ύφος πολιτικής ή βιογραφικής ταινίας, δεν μπορείς να εντοπίσεις πιο ακριβώς είναι αυτό το στοιχείο που σε κρατάει να την παρακολουθήσεις, αλλά όποιο και να 'ναι αυτό, δεν σε κάνει ν' αφήσεις εκστασιασμένος την κινηματογραφική αίθουσα. Επειδή λοιπόν, η ταινία θέλει κάποια επεξεργασία για να μπορέσεις να καταλήξεις αν, σε προσωπικό επίπεδο, άρεσε ή δεν άρεσε, προτείνεται κυρίως στο σινεφίλ κοινό του αμερικανικού κινηματογράφου, στους θαυμαστές του έργου του Anderson και του ταλέντου των Phoenix και Hoffman.

Βαθμολογία: 3,5/5

Τα σχετικά
Αμερικάνικο δράμα του 2012, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Paul Thomas Anderson, διάρκειας 144 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές τους Joaquin Phoenix, Philip Seymour Hoffman, Amy Adams, Jesse Plemons, Ambyr Childers, Rami Malek και Madisen Beaty.

Οι σύνδεσμοι
Trailer 
Imdb 
Rotten Tomatoes 

4 Δεκεμβρίου 2012

(2012) Κάτι σαν έρωτας

Πρωτότυπος τίτλος: Like someone in love
Αγγλικός τίτλος: The end


Η υπόθεση
Η Akiko (Rin Takanashi) είναι μια νεαρή φοιτήτρια της κοινωνιολογίας που κερδίζει τα προς το ζην μέσω της πορνείας. Ο κύριος Takashi (Tadashi Okuno), πάλι, είναι ένας ηλικιωμένος άντρας, πρώην καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Akiko και καταξιωμένος συγγραφέας και μεταφραστής. Μια νύχτα, η Akiko, θα επισκεφτεί τον κύριο Takashi, για να του προσφέρει τις υπηρεσίες της και την επόμενη μέρα, αφού περάσει τη νύχτα στο σπίτι του, οι ζωές των δυο τους θα μπερδευτούν απροσδόκητα, με την εμφάνιση του αρραβωνιαστικού της νεαρής Akiko, τον Noriaki (Ryo Kase).

Η κριτική
Το "Κάτι σαν έρωτας" αποτελεί μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα ταινία, καθώς αναμειγνύει στοιχεία από τρεις διαφορετικές εθνικές κινηματογραφίες. Από τη μια έχουμε τον λιτότητα του Ιρανικού κινηματογράφου, τον πουριτανισμό του Ιαπωνικού πολιτισμού, που χαρακτηρίζει και την εθνική κινηματογραφία, και τέλος η ιστορία εκτυλίσσεται με αργούς ρυθμούς, χαρακτηριστικό του ευρωπαϊκού κινηματογράφου, έχοντας ως απώτερο στόχο την έμφαση στην ψυχολογία των χαρακτήρων.
Ο Abbas Kiarostami, στην νέα του ταινία ασχολείται μ' ένα, αρκετά ιδιόμορφο, ερωτικό τρίγωνο, ο συνδετικός κρίκος του οποίου είναι η νεαρή Akiko. Η όμορφη κοπέλα, η οποία χρησιμοποιεί το σώμα της ως πηγή εσόδων, είναι ένα πλάσμα αρκετά μπερδεμένο που φαίνεται να ψάχνει συνεχώς διεξόδους αποφυγής των προβλημάτων της, αντί να προσπαθήσει να τα λύσει, με χαρακτηριστικότερη σκηνή, αυτή στο ταξί, που ζητά από τον οδηγό να συνεχίσει να κάνει κύκλους σε μια πλατεία. Παράλληλα, η συνεχής προσπάθειά της, ν' ακούει από τα στόματα των άλλων ανθρώπων ότι μοιάζει με τις υπόλοιπες γυναίκες, όπως επίσης το γεγονός ότι αποφεύγει να συναναστραφεί ουσιαστικά με τον υπόλοιπο κόσμο ή το ότι κρατά σε απόσταση από την τωρινή της ζωή όσους την γνωρίζουν πραγματικά, είναι ενδεικτικά στοιχεία της σύγχυσης στην οποία βρίσκεται η πρωταγωνίστρια.
Το ακριβώς αντίθετο από την νεαρή Akiko, βλέπουμε πως είναι ο ώριμος κύριος Takashi. Ο Takashi, τον οποίο ερμηνεύει εξαιρετικά ο Tadashi Okuno, είναι ένας άντρας που έχει μια ακατανίκητη ανάγκη για ανθρώπινη επαφή, όχι όμως σε σαρκικό επιπέδο. Όταν θα κάνει την εμφάνισή του η νεαρή κοπέλα στο σπίτι του, μετά από ένα ιδιαίτερα ενοχλητικό τηλεφώνημα, το οποίο δεν λέει να τελειώσει, ο ηλικιωμένος άντρας κάθεται να κουβεντιάσει με την κοπέλα κι έπειτα, αφού εκείνη ζητήσει να επισκεφτεί την τουαλέτα, προσπαθεί να την πείσει να του κάνει παρέα στο δείπνο ή έστω να πιούν ένα ποτήρι κρασί μαζί.
Τέλος ο Noriaki, ο νεαρός αρραβωνιαστικός της Akiko, είναι το πρόσωπο που, με την παρουσία του, θα βοηθήσει στην καλύτερη ανάδειξη των υπολοίπων χαρακτήρων. Ο Noriaki, είναι ένα παιδί που παράτησε το σχολείο για να πιάσει δουλειά, δεν καταλαβαίνει την σημασία των σπουδών και των βιβλίων, πιστεύει στις παραδόσεις κι είναι ένας πολύ ανοιχτός και καλόκαρδος άνθρωπος που χρειάζεται απεγνωσμένα να κατακτήσει το ακατόρθωτο, δηλαδή την Akiko. Η σκηνή στην οποία οι δυο άντρες συνομιλούν, είναι ίσως η πιο ουσιαστική ολόκληρου του δράματος, καθώς εκεί, αφού έχουν συστηθεί πια όλοι οι χαρακτήρες, θ' αρχίσουν ν' αποκωδικοποιούνται πολλά στοιχεία της ψυχολογίας των τριών ηρώων.
Η συγκεκριμένη ταινία, δεν μπορούμε να πούμε ότι αποτελεί κάτι το εξαίσιο. Μοιάζει περισσότερο μ' ένα πείραμα του καταξιωμένου Kiarostami, το οποίο μέσα στην ηρεμία που το διακρίνει, μπορούμε να θεωρήσουμε ότι έχει δώσει ένα ικανοποιητικό αποτέλεσμα. Σαφώς κι υποκριτικά ολόκληρη την ταινία την βαστά ο Tadashi Okuno, ωστόσο όμως, δεν υπάρχει κάποιος χαρακτήρας που να συμβάλει περισσότερο στην ανάδειξη των υπόλοιπων προσωπικοτήτων, παρά ο καθένας βοηθά στην αποκάλυψη περισσοτέρων στοιχείων για τους γύρω του. Η φωτογραφία κι η μουσική επένδυση, εξυπηρετούν φανερά την υπόλοιπη σκηνοθετική άποψη, εμπλουτίζοντας τις μακρόσυρτες σκηνές. Παρατηρούμε επίσης, ότι σημαντικότερο ρόλο, στην αποκωδικοποίηση των χαρακτήρων, παίζουν οι σιωπές κι οι ήχοι ή τα πρόσωπα που παρεμβάλλονται, παρά οι ίδιοι οι χαρακτήρες με τα λόγια ή τις πράξεις τους.
Μια όμορφη ταινία, που με την απουσία της δράσης, μιλά για τις κοινωνικές ανάγκες και τις ανθρώπινες σχέσεις, παραθέτοντάς μας την διπλή ζωή μιας κοπέλας, η οποία γίνεται αφορμή να διασταυρωθούν οι δρόμοι τριών εντελώς διαφορετικών προσωπικοτήτων και να φωτιστούν οι διάφορες πλευρές της ζωής τους. Η ταινία, λόγω των ρυθμών αλλά και της ιδιαιτερότητας των στοιχείων που περιέχει, προτείνεται κατά κύριο λόγο στο σινεφίλ κοινό.

Βαθμολογία: 2,5/5

Τα σχετικά
Γαλλο-Ιαπωνικό δράμα, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Abbas Kiarostami, διάρκειας 109 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές τους Rin Takanashi, Tadashi Okuno και Ryo Kase.

Οι σύνδεσμοι
Trailer
Imdb
Rotten Tomatoes 

(2012) Ξενοδοχείο για τέρατα

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: Hotel Transylvania


Η υπόθεση
Βρισκόμαστε στο έτος 1895, όπου το όνειρο του κόμη Δράκουλα (φωνή: Adam Sandler), η δημιουργία ενός κάστρου, στο οποίο τα τέρατα θα είναι απόλυτα ασφαλή από την ανθρώπινη απειλή, γίνεται πραγματικότητα. Τα χρόνια περνούν και φτάνουμε στο 2012, όπου ο κόμης καλωσορίζει όλα τα τέρατα-φίλους, που έρχονται να γιορτάσουν μαζί, όπως κάθε χρόνο, τα γενέθλια της μονάκριβης κόρης του, Mavis (φωνή: Selena Gomez). Η διαφορά φέτος είναι πως η Mavis, κλείνει τα 118 της χρόνια κι ως ενήλικη, πια, έχει το δικαίωμα να επισκεφτεί τον έξω κόσμο. Η πρώτη της έξοδος θα είναι δοκιμαστική κι ο προορισμός της θα είναι ένα κοντινό χωριό ανθρώπων, το οποίο δεν μοιάζει και πολύ ρεαλιστικό. Κατά την επιστροφή της στο σπίτι, θα την ακολουθήσει ένας άνθρωπος, γεγονός που πιθανώς θα δημιουργήσει προβλήματα στην εμπιστοσύνη των τεράτων ως προς την ασφάλεια του ξενοδοχείου. Για να μην διαταραχτεί η ηρεμία των ενοίκων και καταστραφεί το party της Mavis, ο Δράκουλας, θα μεταμφιέσει τον νεαρό άνθρωπο, Jonathan (φωνή: Andy Samberg), σε τέρας, ελπίζοντας πως κανείς δεν θα καταλάβει την αληθινή του φύση.

Η κριτική

Στη δεκαετία του '80, ο Tim Burton, πειραματίστηκε εντάσσοντας το γκροτέσκ στοιχείο σε ταινίες που απευθύνονται σε όλη την οικογένεια. Όταν πια ο σκηνοθέτης καταφέρνει να εδραιωθεί στο κινηματογραφικό στερέωμα κι αποδεικνύει ότι δεν έτυχε, αλλά πέτυχε, η παραγωγή παιδικών ταινιών με πρωταγωνιστές τερατό-μορφα πλάσματα γίνεται της μόδας και πολλοί μιμητές κάνουν την εμφάνισή τους, με επιτυχία μέχρι στιγμής. Ωστόσο, το "Ξενοδοχείο για τέρατα", πολύ λίγη σχέση έχει με το συγκεκριμένο φαινόμενο, καθώς κατά βάση μιλάμε για μια σατιρική μαύρη κωμωδία σε κινούμενο σχέδιο κι όχι τόσο για μια ταινία Burtonιακού ύφους.
Σίγουρα έχει περάσει απ' όλων το μυαλό ότι μια ταινία, βιβλίο ή κόμικ με πρωταγωνιστές όλους τους σούπερ-ήρωες ή πριγκίπισσες θα έκανε θραύση κι ότι όλοι θα τρέχαμε να το παρακολουθήσουμε ή να το αγοράσουμε. Σε πόσους όμως, έχει περάσει από το μυαλό ότι μια σάτιρα με συμπρωταγωνιστές όλα τα διάσημα τέρατα θα μπορούσε να κάνει επιτυχία; Τι θα λέγατε αν σας λέγανε ότι θα βλέπατε τον Δράκουλα, την κόρη του Δράκουλα (φωνή: Selena Gomez), τον Frankenstein (φωνή: Kevin James), ένα λυκάνθρωπο (φωνή: Steve Buscemi), μια μούμια (φωνή: CeeLo Green), τον Αόρατο Άνθρωπο (φωνή: David Spade), τον Quasimodo (φωνή: Jon Lovitz), τα ζόμπι, κ.α., σε ένα μαγεμένο κάστρο, να διασκεδάζουν όλοι μαζί και να τρέμουν τους ανθρώπους; Νομίζω, αν μη τι άλλο, από περιέργεια και μόνο θα θέλατε να το παρακολουθήσετε.
Η ιστορία λοιπόν, ξεκινά όταν ο Δράκουλας αποφασίζει να χτίσει ένα ασφαλές μέρος για την κόρη και τους φίλους του, για να προστατέψει την μοναδική κληρονόμο του από τους κινδύνους της ζωής. Λειτουργώντας σαν ένα(ς) οποιο(σ)δήποτε (πα)τέρας, που θα έκανε τα πάντα να κρατήσει ασφαλή την οικογένειά του, ξεχνά ότι με αυτόν τον τρόπο, εκτός από τους κινδύνους, "προστατεύει" την Mavis κι από τις ευχάριστες εμπειρίες της ζωής. Βέβαια η ιστορία δεν προβάλει το διδακτικό στοιχείο της τόσο, όσο προσπαθεί να δώσει μια οικεία εικόνα, ενός όντος που είναι εντελώς ξένο στους ανθρώπους, καθώς είναι κάτι πολύ διαφορετικό και μοχθηρό, όπως μας έχουνε μάθει οι θρύλοι. Παρουσιάζοντας λοιπόν, κάτι ανοίκειο ως φυσιολογικό, καταφέρνει να αιφνιδιάσει ευχάριστα το κοινό. Το αποκορύφωμα όμως του γέλιου, έρχεται όταν στην ιστορία ανακατεύεται ένας άνθρωπος ο οποίος πληρεί όλες τις φυσιολογικές, για μας, ανθρώπινες λεπτομέρειες, αλλά που αυτή τη φορά δεν κρίνει, αλλά συνεχώς κρίνεται. Ο τρόπος με τον οποίο ο άνθρωπος, εν τέλει, καταλήγει να παρουσιαστεί ως τέρας είναι απολαυστικός. Αξίζει εδώ ν' αναφέρουμε ότι η νεολαία, που όλοι την θεωρούν κατώτερη, είναι αυτή που τελικά πετυχαίνει να συμβιβάσει τα δυο διαφορετικά είδη.
Μέσω μιας μαύρης κωμωδίας λοιπόν, που σατιρίζει την ανθρώπινη φύση και περνά, υποσυνείδητα, κάποια μηνύματα για την διαφορετικότητα, οι δημιουργοί της συγκεκριμένης ταινίας, έχουν καταφέρει ν' αναδιαμορφώσουν κάποια από τα πιο δημοφιλή τέρατα της ιστορίας, φτιάχνοντας ένα έργο που απευθύνεται στα παιδιά όλων των ηλικιών, αλλά που παράλληλα έχει ένα χιούμορ που θα ξετρελάνει και τους ενήλικες. Προτείνεται ανεπιφύλακτα σε όλα τα μέλη μιας οικογένειας, στους λάτρεις των καλών κινουμένων σχεδίων, αλλά και σε όλους όσους βρίσκουν τις εύστοχες κωμωδίες, ιδιαίτερα ευχάριστες.
Σημείωση: Η μεταγλώττιση είναι αρκετά προσεγμένη, με τον Βασίλη Χαραλαμπόπουλο ως κόμη Δράκουλα, ενώ η 3D εκδοχή του, κρίνεται μάλλον περιττή.

Βαθμολογία: 4/5

Τα σχετικά
Αμερικάνικο παιδικό του 2012, βασισμένο σε ιστορία των Todd Durham, Dan Hageman και Kevin Hageman, σε σενάριο των Peter Baynham και Robert Smigel και σκηνοθεσία του Genndy Tartakovsky, διάρκειας 91 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Adam Sandler, Andy Samberg, Selena Gomez, Kevin James, Steve Buscemi, Molly Shannon, David Spade, CeeLo Green και Jon Lovitz.

Οι σύνδεσμοι
Trailer 
Imdb 
Rotten Tomatoes 

2 Δεκεμβρίου 2012

(2012) Ημερολόγια αμνησίας

Πρωτότυπος τίτλος: Ημερολόγια αμνησίας
Αγγλικός τίτλος: Amnesia diaries


Η υπόθεση
Η Στέλλα Θεοδωράκη γυρνά μια ταινία, απευθυνόμενη σ' έναν παλιό της φίλο στην Αυστραλία. Ολόκληρη η ταινία είναι ουσιαστικά μια αναδρομή στο περιεχόμενο κάποιων ξεχασμένων κασετών Super 8, της περιόδου 1985-1986, όταν ακόμα η σκηνοθέτης ήταν φοιτήτρια, και μια παράλληλη προβολή αυτών των εικόνων με σύγχρονες κινηματογραφήσεις από την σημερινή κοινωνία της κρίσης, την περίοδο 2010-2012.

Η κριτική
Τα "Ημερολόγια αμνησίας", η αλήθεια είναι ότι είναι αδύνατον να τα κρίνεις, καθώς είναι ένα έργο πολύ προσωπικό, η δημιουργία του οποίου απαιτεί μεγάλο θάρρος από την δημιουργό του, αφού δεν εκθέτει απλά ένα έργο, αλλά τον ίδιο τον εαυτό της. Είναι όπως λέει κι ο τίτλος, ένα ημερολόγιο με ήχο και εικόνα. Γι' αυτό το λόγο, παρακάτω, θα μεταφέρω απλώς την προσωπική μου εμπειρία από την θέαση του συγκεκριμένου φιλμ.
Κατά τη διάρκεια του ιδιαίτερου αυτού ντοκιμαντέρ, ημερολογιακού χαρακτήρα, στον θεατή προβάλλονται εικόνες, τόσο από το ξέγνοιαστο, ανέμελο, αλλά κυρίως γεμάτο παρελθόν της πρωταγωνίστριας, όσο κι από το σκοτεινό, αβέβαιο κι άδειο παρόν της σημερινής κοινωνίας.
Στις σημερινές εικόνες, που καλύπτουν μια περίοδο από το 2010 έως το 2012, απλώς βλέπουμε τους ανθρώπους στη ζωή της Θεοδωράκη να συζητούν, να μιλούν και να κινούνται μέσα σε μια κοινωνία στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Επίσης, μας προβάλλονται εικόνες από πορείες, από τα μεταφορικά μέσα, από το κέντρο της Αθήνας, αλλά κι από τις καταστροφές που άφησε πίσω της, μέχρι στιγμής, αυτή η κοινωνική αναταραχή.
Στις κασέτες Super 8, η αφήγηση έχει κυρίαρχο ρόλο, καθώς αυτό που αφορά την σκηνοθέτη, δεν είναι η καθεαυτό έκθεση των προσωπικών της βιωμάτων, αλλά οι αναμνήσεις που ξυπνούν στο μυαλό της οι παρελθοντικές αυτές στιγμές. Αναμνήσεις, που συνδέονται άμεσα με την τωρινή κατάσταση και φέρνουν στο μυαλό όνειρα κι εμπειρίες, ξεχασμένες ή ακόμα και θαμμένες.
Η αντιπαραβολή ενός ξέγνοιαστου παρελθόντος, γεμάτου όρεξη και όνειρα, με ένα παρόν που συνεχώς συμβιβάζεται με μια μιζέρια και με μια άσχημη διάθεση, προσωπικά μου κέντρισε το ενδιαφέρον. Ένιωσα σαν να μου ανοίγεται ένας άνθρωπος και να μοιράζεται μαζί μου, αμφιβολίες, σκέψεις, ανασφάλειες και το εκτίμησα ιδιαιτέρως αυτό το γεγονός. Μπορώ να πω, ότι με τις εικόνες του κατεστραμμένου μνημείου (Αττικόν και Απόλλων), μετά τα επεισόδια του Φλεβάρη του 2012, συγκινήθηκα κιόλας.
Παρόλο όμως, που το κεντρικό θέμα της ταινίας, είναι αυτό το συνεχές αίσθημα κενότητας που υπάρχει σε παγκόσμια κλίμακα σήμερα κι αντικρούει τα όνειρα μιας παλαιότερης εποχής, δεν νιώθεις ότι ο στόχος της είναι να σε αδειάσει. Αντίθετα, με την όμορφη μουσική της και με τη συνειδητοποίηση, ότι ακόμη και τώρα γυρίζονται διαφορετικές κι ενδιαφέρουσες ταινίες, ότι οι σχέσεις με γερές βάσεις έχουν διάρκεια στο χρόνο κι ότι παρά τους χαλεπούς καιρούς οι φίλοι πάντα βοηθάνε του φίλους με την ειλικρίνειά τους, φεύγεις γεμάτος από την κινηματογραφική αίθουσα.
Η συγκεκριμένη ταινία, πιστεύω ότι απευθύνεται πρωτίστως στους σινεφίλ του ελληνικού κινηματογράφου ή σε όσους ψάχνουν για ένα ειλικρινές έργο, όχι ταινίες μυθοπλασίας, που μιλά μέσω μιας βιωματικής εμπειρίας στον κάθε θεατή ξεχωριστά.

Βαθμολογία: 2,5/5

Τα σχετικά
Ελληνικό ντοκιμαντέρ, ημερολογιακού χαρακτήρα, του 2012, σε σενάριο και σκηνοθεσία της Στέλλας Θεοδωράκη, διάρκειας 103 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές τον κοινωνικό κύκλο της δημιουργού.

Οι σύνδεσμοι