25 Νοεμβρίου 2012

(2011) Απ' τα κόκαλα βγαλμένα

Πρωτότυπος τίτλος: Απ' τα κόκαλα βγαλμένα
Αγγλικός τίτλος: Welcome to "All Saints"


Η υπόθεση
Ο Γιώργος Σπυράτος (Αργύρης Ξάφης) καταφέρνει επιτέλους, μετά από πέντε χρόνια αναμονής, να πάρει ειδίκευση κοντά στον διευθυντή της Β' Ορθοπεδικής των Αγίων Πάντων, Κωνσταντίνο Θεοτόκη (Μηνά Χατζησάββα). Εκεί, θα γνωρίσει τον Κύπριο επιμελητή Πάμπο Κολοκάση (Δημήτρη Ήμελλο), την αναισθησιολόγο Δώρα (Άννα Κουτσαφτίκη), κ.α., το χάος που επικρατεί στα ελληνικά δημόσια νοσοκομεία και θα έρθει σε επαφή με διάφορους ανθρώπους/ασθενείς του νοσοκομείου, για την υγεία των οποίων κάποιες φορές φαίνεται να ενδιαφέρεται περισσότερο κι απ' τους ίδιους.

Η κριτική
Το "Απ' τα κόκαλα βγαλμένα" είναι μια κατ' εξοχήν ελληνική σάτιρα, πάνω στην ισχύουσα κατάσταση των ελληνικών νοσοκομείων. Παρουσιάζοντας, σε διάφορα χρονικά διαστήματα, τη ζωή ενός γιατρού που μπαίνει στον τομέα δημόσιας υγείας με σκοπό να παράγει έργο, καταφέρνει να δείξει το χάος που επικρατεί στο Ε.Σ.Υ., αλλά και την γενική άποψη που επικρατεί για τους γιατρούς του δημοσίου, η οποία όμως δεν είναι καθολική.
Θεωρώ ότι το στοιχείο που με κέντρισε περισσότερο στη συγκεκριμένη ταινία και παράλληλα το ίδιο στοιχείο που την κάνει να είναι μια πετυχημένη σάτιρα, είναι ότι, χωρίς να φουσκώνει τα πράγματα, καταφέρνει να δείξει με κωμικό τρόπο την ελληνική τραγική, για όποιον την έχει βιώσει, κατάσταση των ελληνικών νοσοκομείων.
Όλοι γνωρίζουμε για τους γιατρούς που κινούνται μονάχα με φακελάκια, όλοι έχουμε δει τις ουρές που σχηματίζονται στα εξωτερικά ιατρεία, όλοι γνωρίζουμε για την έλλειψη κλινών στις διάφορες πτέρυγες, για τις εφημερίες που τηρούνται και δεν τηρούνται, για το μπαχαλεμένο Ε.Σ.Υ. με πιο απλά λόγια. Επίσης, όλοι γνωρίζουμε ότι μέσα σε όλο αυτό το χαοτικό ιατρικό σύστημα, υπάρχουν κάποιοι από τους καλύτερους γιατρούς, σε παγκόσμιο επίπεδο. Κι αυτό έλειπε, με τόσα επείγοντα περιστατικά σε καθημερινή βάση, αν δεν αποκτά κανείς αξιοζήλευτη εμπειρία, πώς αλλιώς την αποκτά;
Μια ταινία, λοιπόν, για να μιλήσει στην καρδιά του θεατή, δεν είναι ανάγκη να έχει να του συστήσει κάποιο δίδαγμα ή κάποια λύση στα προβλήματά του. Μπορεί εξίσου ικανοποιητικά, να πετύχει τον σκοπό της, παρουσιάζοντας απλά ένα πρόβλημα με σατιρικό τρόπο και να το απενοχοποιήσει, να κάνει τον ασθενή, την επόμενη φορά που θα βρεθεί στην καρέκλα αναμονής, να γελάσει λίγο με την τραγικότητα της κατάστασής του. Δεν είναι ανάγκη κάποιες φορές να παίρνουμε τη ζωή τόσο σοβαρά, ακόμα κι όταν πρόκειται για τη δική μας ζωή.
Η ταινία, βασιζόμενη στο ομώνυμο βιβλίο του ιατρού Γιώργου Δενδρινού, του οποίου την σεναριακή και σκηνοθετική μεταφορά έχει αναλάβει ο Σωτήρης Γκορίτσας, εκτός του περιεχομένου της, είναι πλαισιωμένη από έμπειρους κι ικανότατους συντελεστές, που ξέρουν ακριβώς τι θέλουν να παρουσιάσουν στο κοινό και ξέρουν και τον τρόπο που μπορούν να το πετύχουν αυτό. Η μουσική, βασίζεται σε μια πετυχημένη, κωμική, διασκευή του εθνικού μας ύμνου κι οι ηθοποιοί που αναλαμβάνουν να δώσουν σάρκα και οστά στους χαρακτήρες, όντας ένας κι ένας, δεν αφήνουν περιθώρια για μετριότητες: Αργύρης Ξάφης, Δημήτρης Ήμελλος, Κώστας Μπερικόπουλος, Γεράσιμος Σκιαδαρέσης, Μάκης Παπαδημητρίου, Μηνάς Χατζησάββας, Στέλιος Μάινας, κ.α.
Με απλά λόγια, αν υποστηρίζετε την ελληνική κινηματογραφική βιομηχανία, δείτε την γιατί είναι μια ιδιαίτερα ευχάριστη ταινία. Αν πάλι δεν έχετε καλή εικόνα για τον ελληνικό κινηματογράφο, δείτε την, γιατί θ' αλλάξετε σίγουρα γνώμη για τις ελληνικές παραγωγές. Αν όμως, θέλετε μια βαθυστόχαστη ταινία με πολλά νοήματα, ίσως θα πρέπει να την αποφύγετε, καθώς η ταινία αποτελεί μια ευχάριστη κι ανάλαφρη απεικόνιση της πραγματικότητας και τίποτα παραπάνω.

Βαθμολογία: 3,5/5

Τα σχετικά
Ελληνική σάτιρα του 2011, βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του Γιώργου Δενδρινού, σε σενάριο των Σωτήρη Γκορίτσα και Νίκου Παναγιωτόπουλου και σκηνοθεσία του Σωτήρη Γκορίτσα, διάρκειας 89 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Αργύρη Ξάφη, Δημήτρη Ήμελλο, Άννα Κουτσαφτίκη, Κώστα Μπερικόπουλο, Γεράσιμο Σκιαδαρέση, Μάκη Παπαδημητρίου, Μηνά Χατζησάββα, Στέλιο Μάινα, Βαγγέλη Μουρίκη, Κώστα Τριανταφυλλόπουλο, Μπέσυ Μάλφα και Τιτίκα Σαριγκούλη.

Οι σύνδεσμοι
Trailer 
Imdb 
Rotten Tomatoes 

24 Νοεμβρίου 2012

(2012) Μ' εξοργίζει η απουσία του

Πρωτότυπος τίτλος: J'enrage de son absence
Αγγλικός τίτλος: Maddened by his absence


Η υπόθεση
Ο Jacques (William Hurt) 8 χρόνια μετά το θάνατο του τετράχρονου γιού του, σε αυτοκινητιστικό όπου οδηγούσε ο ίδιος, επιστρέφει στην πόλη που ζούσε με την οικογένειά του, για να διευθετήσει την κληρονομιά που του έφερε ο θάνατος του πατέρα του. Κατά την παραμονή του, θα γνωρίσει τον Paul (Jalil Mehenni), τον επτάχρονο γιό της πρώην γυναίκας του, Mado (Alexandra Lamy), με τον οποίο θ' αναπτύξει μια ιδιαίτερη σχέση αγάπης.

Η κριτική
Το "Μ' εξοργίζει η απουσία σου" είναι ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον δραματικό έργο που παρουσιάζει τις ανθρώπινες σχέσεις ανάμεσα στην ζωή και τον θάνατο, την οικογένεια και τη φιλία. Θα έλεγε κανείς ότι είναι μια αρκετά γλυκιά ταινία, βασισμένη σε μια πολύ σκληρή ιστορία.
Ο Jacques είναι ένας άντρας που κουβαλά στις πλάτες του τον χαμό του τετράχρονου γιού του, καθώς στο θανατηφόρο αυτοκινητιστικό, οδηγός ήταν ο ίδιος. Μην έχοντας την ικανότητα ν' αποτινάξει από πάνω του την ευθύνη, επιλέγει να ξεφύγει από τον φρικτό εφιάλτη, μετακομίζοντας στην έτερη πατρίδα του, την Αμερική, μαζί με την μητέρα του, όμως ποτέ δεν καταφέρνει να ξαναφτιάξει την ζωή του.
Όταν, για κληρονομικούς λόγους, επιστρέψει στο σπίτι του πατέρα του, δεν θα μπορέσει ν' αντισταθεί στον πειρασμό ν' επισκεφτεί την πρώην γυναίκα του, η οποία έχει προχωρήσει τη ζωή της, δημιουργώντας μια νέα οικογένεια κι έχοντας έναν επτάχρονο γιό, τον Paul.
Ο Paul, κεντρίζει το ενδιαφέρον του Jacques, καθώς αποτελεί το γιό που ποτέ δεν είχε την ευκαιρία να δει να μεγαλώνει, κι οι δυο τους χτίζουν μια αμοιβαία σχέση αγάπης κι ανάγκης. Βοηθώντας κάποια μέρα τον μικρό Paul να βγάλει το ποδήλατό του από το υπόγειο, ο Jacques, θα δει φυλαγμένα τα παιχνίδια του γιού του σε μια κούτα. Από τότε, η αποθήκη στο σπίτι της Mado γίνεται ένας μαγνήτης γι' αυτόν και καταλήγει να μείνει σιγά-σιγά εκεί.
Αυτή την εμμονή είναι που βλέπει ο Paul και καταλαβαίνει ότι ο "άλλος μπαμπάς" χρειάζεται τη βοήθειά του και δένεται μαζί του, για να τον βοηθήσει να θρηνήσει, ν' αποκτήσει ξανά το χαμένο παιδί του ή να συμβιβαστεί κάποια στιγμή και να ζήσει. Ο αθώος αυτός τρόπος, που βλέπει την ζωή και τους άλλους ανθρώπους, ο μικρός αυτός ήρωας, εκπλήσσει και συνταράσσει τον θεατή, καθώς απ' όλους τους ενήλικες που θα μπορούσαν να έχουν προσφέρει στον Jacques μια χείρα βοηθείας, ο μόνος που δεν φοβάται ν' ασχοληθεί με μια κατεστραμμένη ψυχή, είναι ο νεαρός Paul, ο οποίος έχει απόλυτη συναίσθηση της σχέσης που θα έπρεπε να "μην" έχει με αυτόν τον άνθρωπο, αλλά που παρόλα αυτά, επιλέγει να παραβεί τους κανόνες και να φερθεί πολύ πιο ώριμα και πολύ πιο ανθρώπινα από ένα παιδί της ηλικίας του.
Οι χαρακτήρες του πατέρα και της μητέρας του μικρού Paul, θα έλεγε κανείς ότι είναι περισσότερο βοηθητικοί στον έργο, καθώς είναι τα πρόσωπα που άτυπα ή τυπικά, θέτουν τα όρια και δίνουν στον θεατή την εικόνα της παραβίασής τους. Παράλληλα η Mado αποτελεί την αφορμή της γνωριμίας των δυο ηρώων κι είναι αυτή που συστήνει στο μικρό γιό της, το καλό που μπορεί να κάνει ένα αθώο ψέμα, ή έστω η απόκρυψη της αλήθειας.
Από πλευράς φωτογραφίας, μουσικής και χρωμάτων η ταινία είναι εκπληκτική. Καταφέρνει να περάσει σε λίγα δευτερόλεπτα στον θεατή τις διάφορες ψυχολογίες των ηρώων της. Ο Jacques, βρισκόμενος συνεχώς σ' ένα κλειστοφοβικό υπόγειο, ξέρουμε ότι αφήνει την απώλεια να τον συντρίψει, ενώ τον Paul, τον συναντάμε συνήθως σε μια ανοιχτή και καταπράσινη αυλή, κάνοντας σαφή την καλή του διάθεση και την ανοιχτόκαρδη, γεμάτη αγάπη, ψυχή του.
Από σκηνοθετικής πλευράς όμως, χωρίς να θέλω να την χαρακτηρίσω μια κακή ταινία, μπορώ να πω ότι μου φάνηκε ότι έπασχε. Και με το ρήμα "πάσχει", θέλω να πω ότι οι ταινίες που έχουν συνήθως παραπάνω του ενός, πρωταγωνιστικά πρόσωπα, επικεντρώνονται από την αρχή τους στις διάφορες ζωές των χαρακτήρων, ενώ εδώ επικεντρωνόμαστε πρώτα στην ζωή του Jacques κι έπειτα περνάμε στην ζωή του Paul.
Εκτός αυτού, βέβαια, που μπορεί να μην ενοχλήσει ιδιαίτερα, θα δούμε ότι στις αρχές της ταινίας, οι σκηνές κόβονται απότομα. Αυτό μπορεί να οφείλεται σε σκηνοθετική απειρία ή μέσω του τρόπου αυτού, να δίνεται η κοφτή οπτική του Jacques, μιας και στις αρχές της ταινίας ειδικά, ο νεαρός Paul δεν έχει κάνει ακόμα την εμφάνισή του στη ζωή του, για να γλυκάνει κάπως ο συναισθηματικός του κόσμος.
Αν εξαιρέσει κανείς, λοιπόν, την απουσία ενός πεπειραμένου σκηνοθέτη που θα είχε την δυνατότητα να παρουσιάσει τη συγκεκριμένη ιστορία, μ' έναν εκπληκτικό τρόπο, νομίζω ότι μιλάμε για μια ταινία που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον κι είναι πολύ γλυκιά κι ανθρώπινη. Προτείνεται κατά κύριο λόγο, στους λάτρεις του γαλλικού κινηματογράφου, αλλά και στους θαυμαστές των ελαφρώς πρωτότυπων οικογενειακών δραμάτων.

Βαθμολογία: 2,5/5

Τα σχετικά
Γαλλικό δράμα του 2012, σε σενάριο των Sandrine Bonnaire και Jérôme Tonnerre και σκηνοθεσία της Sandrine Bonnaire, διάρκειας 98 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους William Hurt, Jalil Mehenni, Alexandra Lamy, Augustin Legrand, Françoise Oriane και Matteo Trevisan.

Οι σύνδεσμοι
Trailer 
Imdb 
Rotten Tomatoes 

22 Νοεμβρίου 2012

(1922) Nosferatu: Μια συμφωνία τρόμου

Πρωτότυπος τίτλος: Nosferatu: Eine symphonie des grauens
Αγγλικός τίτλος: Nosferatu: A symphony of horror


Η υπόθεση
Ο Hutter (Gustav von Wangenheim) κι η Ellen (Greta Schröder) είναι ένα παντρεμένο ζευγάρι που ζει στο Wisborg του 1838. Κάποια στιγμή, ο Knock (Alexander Granach), ένας πράκτορας ακινήτων, θα παρουσιάσει στον Hutter μια επιστολή, στην οποία ο κόμης Orlok (Max Schreck) αναφέρει πως ενδιαφέρεται ν' αγοράσει κάποιο ακίνητο στην περιοχή. Χωρίς δεύτερη σκέψη, ο Hutter θα ξεκινήσει να βρει τον κόμη στη μακρινή Transylvania, για να του πουλήσει το σπίτι απέναντι από το δικό του. Φτάνοντας στην Transylvania, ο Hutter θ' ακούσει τους μύθους για τον βρικόλακα Nosferatu, θ' αψηφίσει όμως τον κίνδυνο και θα πάει στο σπίτι του κόμη. Αφού υπογραφούν τα χαρτιά της πώλησης, ο Hutter θα βρεθεί αντιμέτωπος με τη φρίκη που φέρει ο κόμης κι αφού νοσηλευτεί για λίγο στο τοπικό νοσοκομείο, θα τρέξει να προλάβει την αρρώστια που πρόκειται να σπείρει ο Orlok στην πόλη του, αλλά και να σώσει τη ζωή της αγαπημένης του.

Η κριτική
Οφείλω να παραδεχτώ πως οι κριτικές, όταν αφορούν τέτοια αριστουργήματα, είναι περιττές. Μια ταινία που εξακολουθεί να παίζεται στις κινηματογραφικές αίθουσες, ολόκληρου του κόσμου, 90 χρόνια μετά την πρώτη της έξοδο, δεν χρειάζεται την οποιαδήποτε ανάλυση για να καταφέρει ν' αποδείξει την αξία της στο κινηματογραφικό στερέωμα. Ο χρόνος έχει μιλήσει και την έχει χαρακτηρίσει διαχρονικό κομψοτέχνημα. Ωστόσο, θα αποπειραθώ να παρουσιάσω ένα δείγμα της μαγείας της.
Το "Nosferatu: Μια συμφωνία τρόμου" είναι μια ταινία που ανήκει στο κίνημα του γερμανικού εξπρεσιονισμού, αλλά που φέρει κάποιες πρωτοποριακές ιδέες, για την εποχή. Όπως είναι γνωστό, κάποια από τα κυριότερα στοιχεία του κινήματος αυτού, ήταν ο τρόμος που προκαλούσε το έντονο μακιγιάζ των ηθοποιών, οι σκιές, η έντονη αντίθεση του άσπρου με το μαύρο και τα εξπρεσιονιστικά σκηνικά, που συνήθως ήταν ζωγραφισμένα στο χέρι. Ο Murnau, αν εξαιρέσει κανείς τη χρήση των σκιών, θα επέμβει και στις υπόλοιπες τρεις τεχνικές, καταφέρνοντας να δώσει, όπως αναφέρεται από πολλούς, ένα έπος του γερμανικού εξπρεσιονισμού.
Κατ' αρχήν, όπως βλέπουμε από τον τρόπο που έχει δημιουργήσει τον χαρακτήρα του Nosferatu, παρατηρούμε ότι σε σχέση με αντίστοιχες ταινίες της εποχής, η χρήση του μακιγιάζ στον κεντρικό ήρωα της ιστορίας, είναι περιορισμένη. Ο Murnau, έχοντας βασιστεί στα χαρακτηριστικά του Max Schreck, αναπαριστά μια ιδιαίτερα ανατριχιαστική φιγούρα, με δόντια ποντικού κι αυτιά και νύχια νυχτερίδας, η οποία μέχρι και σήμερα επηρεάζει το κοινό, αφού από πολύ κόσμο πιστεύεται ότι ο Schreck ήταν όντως βρικόλακας.
Έπειτα, η χρωματική αντίθεση είναι ιδιαίτερα έντονη, καθώς ο σκηνοθέτης της, δεν διστάζει να κάνει χρήση αρνητικού, στο οποίο το σκοτάδι κυριαρχεί. Τέλος, κι αυτή είναι η μεγαλύτερη πρωτοπορία του φιλμ, αντί των κινηματογραφικών στούντιο, ο Murnau, προτιμά σ' αυτή του την ταινία τα πλάνα σε φυσικό περιβάλλον, διατηρώντας με την stop-motion τεχνική του, που εδώ χρησιμεύει για να δείξει ότι ο Nosferatu κινεί τα πράγματα με τη σκέψη, το αλλόκοτο περιβάλλον.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, βέβαια, παρουσιάζουν οι σκηνές ντοκιμαντερίστικου χαρακτήρα, τις οποίες παραθέτει ο μεγαλοφυής σκηνοθέτης για να δείξει ότι το "κακό" υπάρχει ελεύθερο στη φύση. Στην αρχή, θα δούμε μια ύαινα να καραδοκεί το θήραμά της. Στη συνέχεια θα παρακολουθήσουμε την αφροδίτη, ένα σαρκοφάγο φυτό, πώς κατασπαράζει ένα έντομο. Θα ακολουθήσει η εικόνα ενός μικροοργανισμού που με τον ίδιο τρόπο, βρίσκει την τροφή του και τέλος, θα γίνει αναφορά στις αράχνες, οι οποίες επίσης, εγκλωβίζουν με τον ιστό τους το φαγητό τους. Όλες αυτές οι διαβολικές μορφές, που υπάρχουν ελεύθερες στη φύση, είναι κατά κάποιον τρόπο οι άλλες εκδοχές του τέρατος Nosferatu, μιας ύπαρξης καταραμένης.
Αξίζει εδώ, ν' αναφερθούμε στην ετυμολογία του ονόματος Nosferatu, η οποία βρίσκεται στην ελληνική λέξη "νοσοφόρος". Ο κόμης Orlok, είναι μια ύπαρξη που νοσεί, όπως κι ολόκληρη η Ευρώπη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Κατά μια έννοια, ο Nosferatu θα μπορούσε να είναι μια προφητεία του ναζισμού, καθώς όπως αντιλαμβανόμαστε κι από την ταινία, χωρίς την ανθρώπινη βοήθεια του Knock και του Hutter, το κακό δεν θα είχε εισβάλει ποτέ στις ζωές των κατοίκων του χωριού. Από την άλλη, όμως, κι αυτή είναι μια πιο λογική εξήγηση, ο Nosferatu, ταξιδεύει μαζί με ποντικούς κι απ' όπου περνά, σπέρνει θανατικό. Δεν αποκλείεται λοιπόν, το πρόσωπο αυτό να αντιπροσωπεύει την πανώλη (ή πανούκλα) που θέριζε την μεταπολεμική Ευρώπη. Ας μην ξεχνάμε επίσης και τη σκηνή που ο κόμης κουβαλά το φέρετρό του, δηλώνοντας εμμέσως ότι μόνο θάνατο μπορεί να φέρει η παρουσία του.
Τέλος, σημαντικό στοιχείο της ταινίας, επίσης, είναι ότι καινοτομεί και στην επιλογή του φύλου του ατόμου που θα δώσει τη λύση, καθώς και στην κατάληξη του δράματος, στα οποία θ' αποφύγω να επεκταθώ. Θα σταθώ όμως, στο γεγονός ότι η γνωστή εικόνα του βαμπίρ που πεθαίνει στον ήλιο, έχει εισαχθεί από τον Murnau, καθώς στο μυθιστόρημα του Bram Stoker, ο ήλιος απλώς αποδυναμώνει τα βαμπίρ.
Αν κι ο Nosferatu είναι δύσκολο να τρομάξει έναν σημερινό θεατή, ειδικά κάποιον που δεν είναι εξοικειωμένος με τον βωβό κινηματογράφο, η εικόνα του κόμη Orlok, του παράφρονα Knock ή η μαγική εικόνα του πλήθους που επαναστατεί, μένουν ανεξίτηλες στο μυαλό. Το "Nosferatu: Μια ταινία τρόμου" είναι ένα έργο που απευθύνεται πρωτίστως στο σινεφίλ κοινό κι έπειτα σ' όποιον θέλει να εξερευνήσει τις αρχές της σύγχρονης αυτής μόδας με πρωταγωνιστές τους αθάνατους βρικόλακες.

Βαθμολογία: 4,5/5

Τα σχετικά
Γερμανική ταινία τρόμου του 1922, βασισμένη στο μυθιστόρημα "Δράκουλας" του Bram Stoker, σε σενάριο του Henrik Galeen και σκηνοθεσία του F.W. Murnau, διάρκειας 94 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Max Schreck, Greta Schröder, Gustav von Wangenheim και Alexander Granach.

Οι σύνδεσμοι
Trailer 
Imdb 
Rotten Tomatoes 

21 Νοεμβρίου 2012

(2012) Holy motors

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: Holy motors


Η υπόθεση
Ο Oscar (Denis Lavant) είναι ένας ηθοποιός που μέσα σε 24 ώρες καλείται να παίξει διάφορους ρόλους σε μια σειρά ετερόκλητων σεναρίων. Ως μεταφορικό μέσο, χρησιμοποιεί μια λιμουζίνα, στην οποία τρώει, κοιμάται κι αλλάζει κι ως οδηγό, και μοναδική σταθερή συντροφιά στη διάρκεια της ατελείωτης ημέρας του, έχει την Céline (Edith Scob). Εκτός των άλλων, θα του ζητηθεί να ενσαρκώσει, μια ζητιάνα, έναν σάτυρο/καλικάντζαρο, έναν πατέρα, ένα δολοφόνο, έναν ετοιμοθάνατο, έναν οικογενειάρχη, κ.α.

Η κριτική
Το "Holy motors" δεν είναι μόνο μια ανατρεπτική ταινία στην οποία είναι δύσκολο ν' ασκηθεί κριτική, αλλά είναι μια ταινία που είναι εξ' ίσου δύσκολο να οριστεί. Με μια πρώτη ματιά, ο χαρακτηρισμός που ενδέχεται να της αποδοθεί είναι αυτός μιας σουρεαλιστικής ταινίας. Με μια δεύτερη ματιά, όμως, είναι απίστευτα ευδιάκριτος ο βαθύς ρεαλισμός που την διέπει.
Το έργο, από την εναρκτήρια σκηνή του, κάνει σαφές το περιεχόμενό του, καθώς προβάλλει μια σκηνή από βωβό φιλμ. Έπειτα βλέπουμε σε μια σκοτεινή κινηματογραφική αίθουσα τους θεατές να παρακολουθούν μια ταινία και τέλος, ένας άνθρωπος ξυπνά, σηκώνεται από το κρεβάτι του, κατευθύνεται σε ένα τοίχο, στον οποίο μ' έναν αλλόκοτο τρόπο θ' ανακαλύψει και θ' ανοίξει μια κρυφή πόρτα, που θα τον οδηγήσει στο θεωρείο του κινηματογράφου, απ' όπου θα παρακολουθήσει το κοινό που παρακολουθεί την ταινία.
Αξίζει εδώ ν' αναφέρω ότι ο άνθρωπος που ξυπνά και καταλήγει να παρακολουθεί το κοινό, είναι ο ίδιος ο συγγραφέας και σκηνοθέτης της ταινίας, Leos Carax. Με αυτόν τον τρόπο, μέσα σε λίγα λεπτά ο θεατής γνωρίζει ότι το περιεχόμενο του έργου που πρόκειται να παρακολουθήσει έχει έναν καθαρά αυτο-αναφορικό χαρακτήρα, δοσμένο μ' έναν τρόπο λίγο παρανοϊκό.
Προσωπικά, πάντα με μάγευαν τ' αυτο-αναφορικά έργα τέχνης. Αυτό τ' ομολογώ. Θεωρώ μαγικό, όταν ένας καλλιτέχνης καταφέρνει να εντάξει εντός της άτυπης θεατρικής ή κινηματογραφικής σύμβασης, κοινού και θεάματος, έναν ακόμη όρο, αυτόν της διπλής σύμβασης που προϋποθέτει την ανάδειξη της διαδικασίας παραγωγής του έργου αυτού. Μπορεί το "Holly motors" να μην είναι ακριβώς ένας καθαρός "κινηματογράφος εν κινηματογράφω", έχει όμως αυτούσιες αυτο-αναφορικές σκηνές και βασίζεται στην παρουσίαση της πρώτης ύλης της έβδομης τέχνης, αυτής του ηθοποιού.
Το παραπάνω σχόλιο, κάλλιστα, θα μπορούσε να παραπέμψει λοιπόν σε μια σινεφίλ ταινία, την οποία μόνο λίγοι θα βρουν ενδιαφέρουσα. Τα πράγματα όμως δεν είναι έτσι. Το έργο παρακολουθείται ευχάριστα και καταφέρνει να κρατήσει τον υποψήφιο θεατή του, λόγω μιας συνεχούς αλλαγής που εξηγείται μ' έναν παράλογο αλλά αποδεκτό τρόπο, λόγω των εύληπτων συμβολισμών της και κυρίως λόγω των μηνυμάτων που καταφέρνει να περάσει στον κινηματογραφικό θεατή. Χωρίς να καταλαβαίνεις το λόγο, το "Holy motors" σε ρουφά και μένεις να το παρακολουθείς καθηλωμένος, στην αρχή προσπαθώντας να καταλάβεις κι έπειτα από απόλαυση.
Η λιμουζίνα που εκτελεί τα χρέη μεταφορέα, είναι ουσιαστικά η ζωή του Oscar. Η ζωή ενός ηθοποιού στην οποία συνεχώς μασκαρεύεται και γίνεται ένα με τους ρόλους του, συναντά ανθρώπους, οδηγείται στις καταχρήσεις για ν' αντέξει αυτή τη σύγχυση ταυτοτήτων, καταλήγει κάποια στιγμή να χάσει τον εαυτό του μέσα σε όλες τις αλλαγές, τρελαίνεται για λίγο και θυμάται την ζωή του. Όλα τα παραπάνω, με ένα ρεαλιστικό δράμα, δεν θα μπορούσαν να παρουσιαστούν με τόση σαφήνεια. Σ' ένα σουρεαλιστικό δράμα, αντιθέτως, υπάρχει η δυνατότητα ν' απευθυνθείς ευθέως στο θεατή και να μην περιμένεις να κατανοήσει την πραγματικότητα που βλέπει μπροστά του.
Μέσα σ' αυτή τη "γιορτή" χαρακτήρων που μας παρουσιάζει ο Carax, θα δούμε ότι εκτός όλων των μορφών που μπορεί να έχει ένας άνθρωπος στη ζωή του, σύζυγος, πατέρας, σάτυρος, ζητιάνος, ετοιμοθάνατος, δολοφόνος, περνάνε παράλληλα διάφορα σημαντικά μηνύματα και στιγμές της ζωής. Για παράδειγμα, η κάμερα θα εστιάσει κάποια στιγμή σ' έναν γάμο, ενώ αργότερα σ' ένα όνειρο του Oscar, γίνεται σαφέστατη αναφορά στο θάνατο. Επίσης, ο Oscar θα δούμε ότι στην πραγματική του ζωή, παρακολουθεί την καθημερινότητα του Παρισιού, μέσα από μια οθόνη.
Ίσως ο πιο σοκαριστικός ρόλος του ηθοποιού επίσης, να είναι αυτός του σάτυρου/καλικάντζαρου, αφού εκεί παρουσιάζεται η ανθρώπινη αδηφαγία, η ανάγκη να γυρίσουμε σε μια παλαιότερη εποχή, στα έγκατα της πόλης, που όλα επιτρέπονται, όπως επίσης κι ο χώρος της μόδας και της show-biz γενικότερα. Όμως, η κάθε ιστορία έχει κι από ένα σαφές μήνυμα. Ακόμα κι η σκηνή που ο Oscar παίζει απλά ακορντεόν, φωνάζει ότι αυτό το μουσικό διάλειμμα είναι απαραίτητο τόσο για τον ηθοποιό, όσο και για το θεατή.
Επίσης, αυτή η συνεχής εναλλαγή ρόλων, νομίζω σκόπιμα προσπαθεί να μπερδέψει τον θεατή, έτσι ώστε κάποιες στιγμές να μην μπορεί να καταλάβει τι είναι πραγματική ζωή και τι ρόλος. Κι αυτό, όχι επειδή με το μπέρδεμα θα τον κερδίσει κι άλλο, αλλά γιατί θέλει να δείξει ότι όλοι στη ζωή μας παίζουμε ρόλους και το πιο όμορφο, είναι ότι ακόμα κι αν σου περάσει από το μυαλό η σκέψη ότι το φιλμ που παρακολουθείς, ίσως να δείχνει κι ένα κομμάτι της δικής σου ζωής, ο σκηνοθέτης, φροντίζει πριν το τελείωμα να επιβεβαιώσει αυτή σου την υποψία.
Σε γενικές γραμμές, απευθύνεται σίγουρα σ' ολόκληρο τον καλλιτεχνικό χώρο κι έπειτα στον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά. Η προσωπική μου άποψη, είναι ότι πιθανότατα θ' αρέσει στην πλειοψηφία των θεατών, καθώς μου φαίνεται απίθανο να χαρακτηριστεί από κάποιον "ακατανόητη". Σίγουρα δεν απευθύνεται στους πολύ συμβατικούς θεατές αλλά σ' ένα λίγο πιο ανοιχτόμυαλο κοινό κι οφείλω να ομολογήσω ότι ακόμα κι αν δεν αρέσει, σίγουρα προκαλεί κι εφόσον προκαλεί, πετυχαίνει.

Βαθμολογία: 4/5

Τα σχετικά
Γαλλικό μυθοπλαστικό δράμα, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Leos Carax, διάρκειας 115 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Denis Lavant, Edith Scob, Kylie Minogue, Eva Mendes, Nastya Golubeva Carax, Elise Lhomeau, Jeanne Disson, Reda Oumouzoune, Zlata, Michel Piccoli, Geoffrey Carey, Annabelle Dexter-Jones και Leos Carax.

Οι σύνδεσμοι
Trailer 
Imdb 
Rotten Tomatoes 

20 Νοεμβρίου 2012

(2003) Το δάσος

Πρωτότυπος τίτλος: Rengeteg
 Αγγλικός τίτλος: Forest


Η υπόθεση
Κάπου στη Βουδαπέστη, σ' ένα χώρο απ' όπου διέρχονται καθημερινά εκατομμύρια πολίτες, μια κάμερα θ' ακολουθήσει μερικά πρόσωπα κι έπειτα θα επικεντρωθεί στα προσωπικά τους δράματα. Ένας άντρας περιμένει μια κοπέλα στο σπίτι της, για να της αφήσει το σκύλο του. Δυο νεαροί συζητούν για κάτι απροσδιόριστο. Ένας πατέρας μονολογεί, απευθυνόμενος στη μάνα, για τη σεξουαλική φύση της 10χρονης κόρης τους. Σ' ένα ποτάμι, δυο άντρες διηγούνται σε μια γυναίκα την ιστορία ενός ατυχήματος που είχε γίνει στην περιοχή πριν από 6 χρόνια. Μια γυναίκα επιτίθεται στον σύντροφό της, ζητώντας εξηγήσεις για το πορνογραφικό υλικό που βρίσκει στο σακίδιό του. Μια νεαρή κοπέλα ξεκινά ν' αφηγείται στον σύντροφό της ένα όνειρο που την τρόμαξε. Τέλος, δυο κοπέλες έχουν χαθεί σ' ένα δάσος, καθώς ψάχνουν για έναν άντρα, που εξαφανίστηκε πριν 5 χρόνια.

Η κριτική
"Το δάσος" είναι μια ταινία που αποτελείται από μια συρραφή διαφόρων καθημερινών ή αλλόκοτων ιστοριών, με κεντρικό άξονα τον εκνευρισμό των ηρώων της. Ο κύριος στόχος της πάντως, φαίνεται να είναι η ενόχληση του κινηματογραφικού θεατή κι όχι τόσο η ανάδειξη κάποιων προβληματικών.
Η ταινία ξεκινά σ' έναν χώρο, του οποίου δεν προσδιορίζεται η ακριβής λειτουργία, απ' όπου περνούν διάφοροι άνθρωποι κι η κάμερα κεντράρει κάθε φορά σε ένα πρόσωπο και μετά από ελάχιστο χρόνο, περνά στο επόμενο. Αφού λοιπόν ολοκληρωθεί αυτή η ιδιαίτερη παρουσίαση των πρωταγωνιστών, ο σκηνοθέτης περνά στην πρώτη ιστορία, μετά στην δεύτερη, την τρίτη, κτλ., προβάλλοντας κάποιες φορές ενδιάμεσα, εικόνες από περασμένες ή επόμενες ιστορίες.
Τα πλάνα της ταινίας είναι κοντινά και δεν δίνουν στον θεατή την δυνατότητα να παρατηρήσει τον χώρο στον οποίο κινούνται τα πρόσωπα αυτά. Με αυτόν τον τρόπο, ο σκηνοθέτης, δημιουργεί αμέσως-αμέσως μια κλειστοφοβική ατμόσφαιρα από την οποία το κοινό, είναι πρακτικά αδύνατον να ξεφύγει.
Η εικόνα της κάμερας, σε συνδυασμό με τους συνεχείς μονολόγους των πρωταγωνιστών, οι οποίοι είναι έντονα φορτισμένοι κι αφορούν καταστάσεις ή πρόσωπα εκτός του σκηνικού χώρου ή εντός, χωρίς όμως να έχουν τη δυνατότητα να επέμβουν, εγκλωβίζουν τον θεατή σε μια κατάσταση σύγχυσης κι ενός συνεχούς εκνευρισμού, που δεν βρίσκει τρόπο να διοχετευτεί.
Η σειρά, επίσης, που παρουσιάζονται οι ιστορίες συντείνει στο παραπάνω συμπέρασμα, καθώς μετά την πρώτη ιστορία, με τον άντρα που θέλει ν' αφήσει τον σκύλο του σε μια κοπέλα και την φίλη της, η δεύτερη που παρουσιάζεται, είναι αυτή των δυο νεαρών που μιλούν για ένα ζώο, ένα αντικείμενο ή έναν άνθρωπο, που ο θεατής δεν θα μάθει ποτέ τι είναι. Αυτός ο ανούσιος διάλογος, είναι που πυροδοτεί το συνεχές αίσθημα του ανικανοποίητου που υπάρχει και στην υπόλοιπη ταινία.
Αξίζει εδώ να πούμε ότι "Το δάσος" είναι η πρώτη ταινία μεγάλου μήκους του Ούγγρου σκηνοθέτη Benedek Fliegauf, η οποία έχει γυριστεί με μηδενικό προϋπολογισμό, με κάμερα στο χέρι και με ερασιτέχνες ηθοποιούς. Η αλήθεια είναι ότι οι ηθοποιοί δεν δίνουν την αίσθηση ερασιτεχνών. Οι σκηνές, όμως, είναι καθαρά αυτοσχεδιαστικές, δίνοντας έτσι μια σαφή εικόνα ενός σκηνοθέτη που ακόμα ψάχνει να βρει το προσωπικό του ύφος, έχοντας ομολογουμένως μερικές καλές στιγμές, τις οποίες θα πρέπει να θες πολύ να τις δεις, για να τις ανακαλύψεις, όπως η επιλογή της επανάληψης της πρώτης σκηνής πριν τους τίτλους τέλους, όπου πια ο θεατής καταφέρνει ν' αναγνωρίσει μέσα στο πλήθος τους πρωταγωνιστές.
Επίσης, άξιος αναφοράς, νομίζω πως είναι κι ο τίτλος. Η τελευταία ιστορία εξελίσσεται σ' ένα δάσος, όμως η προτελευταία, η πιο συνταρακτική ιστορία και παράλληλα η μόνη που εκφράζεται με ήρεμο τρόπο, αναφέρεται στον χαμό ενός προσώπου σ' ένα δάσος. Η εναρκτήρια σκηνή, επίσης, παρουσιάζει ένα πλήθος ανθρώπων, που συγκροτούν ένα κοινωνικό σύνολο, τους οποίους θα γνωρίσουμε σιγά-σιγά και θα επιστρέψουμε στο τελείωμα στην ίδια σκηνή, όπου θα κληθούμε να τους αναγνωρίσουμε μέσα στο πλήθος. Το οδοιπορικό αυτό προς την έννοια του δάσους, αφήνει περιθώρια να γίνει ένας παραλληλισμός της ανθρώπινης κοινωνίας, την οποία συγκροτούν οι άνθρωποι, ακριβώς όπως συγκροτούν τα δέντρα το δάσος.
Σε γενικές γραμμές, νομίζω ότι μιλάμε για μια καθαρά φεστιβαλική ταινία που απευθύνεται κατά κύριο λόγο στους κριτικούς και σ' ένα αρκετά εξοικειωμένο κινηματογραφικό κοινό που ενδιαφέρεται να παρακολουθήσει μια ταινία φόρμας κι όχι μια γραμμική ιστορία που να έχει κάτι να πει.

Βαθμολογία: 1/5

Τα σχετικά
Ουγγρικό δράμα, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Benedek Fliegauf, διάρκειας 90 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Rita Braun, Barbara Csonka, Laszlo Cziffer, Gábor Dióssy, Bálint Kenyeres, Edit Lipcsei, Péter Félix Mátyási, Katalin Mészáros, Péter Pfenig, Lajos Szakács, Fanni Szoljer, Juli Széphelyi, Ilka Sós, Márton Tamás, Barbara Thurzó, Dusán Vitanovics και Katalin Vörös.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

19 Νοεμβρίου 2012

(2012) Cloud atlas

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: Cloud atlas


Η υπόθεση
Έξι ιστορίες, που εξελίσσονται παράλληλα σε παρόν, παρελθόν και μέλλον, συνδέονται μεταξύ τους μ' έναν αδιόρατο τρόπο κι αλληλοσυμπληρώνονται. Η πρώτη ιστορία εξελίσσεται στις Νήσους του Ειρηνικού το 1849, η δεύτερη στο Cambridge κι έπειτα στη Σκωτία του 1936, η τρίτη λαμβάνει χώρα στο San Francisco του 1973, η τέταρτη στη σύγχρονη Αγγλία, στην πέμπτη βρισκόμαστε στο 2144 στη Νέα Seoul και για τις ανάγκες της έκτης θ' ακολουθήσουμε τους ήρωες 106 χειμώνες μετά την πτώση του πολιτισμού και θα παρακολουθήσουμε πώς τελειώνει μια ιστορία που έχει διάρκεια 500 περίπου ετών.

Η κριτική
Το "Cloud atlas" είναι αδιαμφισβήτητα μια φαντασμαγορική παραγωγή, επιστημονικής φαντασίας, που μπλέκει έξι ιστορίες, φαινομενικά άσχετες μεταξύ τους, σε μια ενιαία, με κεντρικό θέμα την εξέλιξη του ανθρώπινου γένους.
Η τρίωρη ταινία των Tom Tykwer, Andy και Lana Wachowski, σίγουρα δεν περνά απαρατήρητη και σίγουρα δεν είναι μια κακή ταινία, αφού έχει ως μπούσουλα το best seller βιβλίο του David Mitchell. Παρόλα αυτά, όμως, θες λίγο η διάρκειά της, λίγο η παραπομπή στο Matrix, το Avatar κι άλλες υπερπαραγωγές, λίγο οι χαοτικές αλλαγές από τη μια χρονική περίοδο στην άλλη, μπερδεύουν και σίγουρα κουράζουν τον θεατή.
Η ταινία, ξεκινά με μια σύντομη σύσταση των πρωταγωνιστών της και των έξι ιστοριών που θα δούμε σιγά-σιγά να μπλέκονται μεταξύ τους. Αξίζει εδώ να πούμε, ότι ο κάθε ηθοποιός, έχει αναλάβει παραπάνω από έναν ρόλο στην ταινία κι οι περισσότεροι έχουν έστω κι από ένα μικρό ρόλο, στην κάθε ιστορία. Εδώ, οφείλω ν' αναφέρω ότι πιθανότατα μιλάμε για το φετινό oscar μακιγιάζ, καθώς οι αλλαγές των ηθοποιών για τον κάθε ρόλο είναι ριζικές, σε σημείο να κοιτάς την οθόνη και ν' αμφιβάλλεις για τον αν πράγματι η Halle Berry, είναι όντως αυτή.
Επίσης, αξιέπαινο είναι το γεγονός ότι η κάθε ιστορία έχει τον δικό της χαρακτήρα και φέρει τα δικά της μηνύματα. Για παράδειγμα, η ιστορία που εξελίσσεται το 1849, μιλά για την σχέση των σκουρόχρωμων δούλων με τους λευκούς αφέντες τους. Η ιστορία του 1936, μέσω ενός φιλόδοξου συνθέτη που θα εκδώσει το έργο του σε ελάχιστα αντίτυπα, κάνει αναφορά, εκτός των άλλων, στην ομοφυλοφιλία. Η ιστορία του 1973 έχει ως πρωταγωνίστρια μια ρεπόρτερ της εποχής που στην προσπάθειά της να ασκήσει ορθά το επάγγελμά της, θέτει τη ζωή της σε κίνδυνο. Η σύγχρονη ιστορία (2012), αποτελεί μια κωμική νότα στο υπόλοιπο σύνολο. Η ιστορία του 2144 αποτελεί τον ανθρώπινο φόβο για τον ερχόμενο μελλοντικό κόσμο, όπου ο άνθρωπος θα είναι ο απόλυτος δούλος του καταναλωτισμού και τέλος η ιστορία των 106 χειμώνων μετά την πτώση του πολιτισμού περιέχει ένα σαφές μήνυμα για την αναγκαστική επιστροφή του ανθρώπου στη φύση και σε μια πρωτόγονη μορφή πολιτισμού.
Η αλήθεια είναι ότι σαν ιστορία, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Σε συνδυασμό, δε, με το εμφανές κόστος παραγωγής της, μιλάμε σίγουρα για μια συνολικά καλή παραγωγή. Το ζήτημα, όμως, είναι ότι ακόμα και με μια διάρκεια τριών ωρών, που όπως προανέφερα, μόνο να κουράσει καταφέρνει, είναι πρακτικά αδύνατον να μεταφερθεί ένα βιβλίο 500 σελίδων στην μεγάλη οθόνη. Έτσι, ένα πολλά υποσχόμενο έργο, καταλήγει να είναι απλώς ένα καλό έργο, που κρύβει πολλά μηνύματα στο κείμενό του, αλλά που δυστυχώς χάνονται στην χαώδη κινηματογραφική μεταφορά του κι εν τέλει, μένει μόνο να σε κρατά, η απορία του τρόπου σύνδεσης των ιστοριών αυτών.
Εάν λοιπόν, σας αρέσουν όλα τα κινηματογραφικά είδη (εποχής, επιστημονικής φαντασίας, ταινίες με εγκλήματα, κωμωδίες) κι έχετε την περιέργεια να δείτε την τρίωρη αυτή υπερπαραγωγή, δεν θα κλάψετε τα λεφτά σας. Αν πάλι, έχετε στο μυαλό σας κάτι εξαιρετικό, που για τρεις συνεχείς ώρες θα σας κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον, φοβάμαι ότι θα απογοητευτείτε. Κι αυτό όχι λόγω αργής, αλλά λόγω γρήγορης εξέλιξης της ιστορίας που κάνει τον θεατή να χαθεί στα πήγαινε-έλα στο χωρο-χρόνο.

Βαθμολογία: 3/5

Τα σχετικά
Αμερικάνικη ταινία επιστημονικής φαντασίας, βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του David Mitchell, σε σενάριο και σκηνοθεσία των Tom Tykwer, Andy Wachowski και Lana Wachowski, διάρκειας 172 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Tom Hanks, Halle Berry, Jim Broadbent, Hugo Weaving, Jim Sturgess, Doona Bae, Ben Whishaw, James D'Arcy, Xun Zhou, Keith David, David Gyasi, Susan Sarandon και Hugh Grant.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

18 Νοεμβρίου 2012

(2011) Buenos Aires σ' αγαπώ

Πρωτότυπος τίτλος: SuperClásico


Η υπόθεση
Ο Christian (Anders W. Berthelsen) είναι ένας ιδιοκτήτης κάβας από τη Δανία, που βρίσκεται στα τελευταία στάδια του διαζυγίου από τη σύζυγό του Anna (Paprika Steen). Η Anna, έχει εγκαταλείψει εδώ κι 11 μήνες τον Christian, για έναν άσο του αργεντίνικου ποδοσφαίρου και ζει πια μόνιμα στο Buenos Aires. Ο Christian, όμως, πριν υπογράψει τα χαρτιά του διαζυγίου, θα θελήσει να κάνει μια τελευταία προσπάθεια να ξανακερδίσει την γυναίκα του και θα ξεκινήσει μαζί με τον γιό του, για ένα ταξίδι στην πρωτεύουσα της Αργεντινής. Εκεί, θα έρθει σ' επαφή με τους ανθρώπους και την λατινο-αμερικάνικη κουλτούρα και θα πάρει ένα μάθημα για τη ζωή. Θα καταφέρει, όμως, να κερδίσει και πάλι την καρδιά της Anna;

Η κριτική
Το "Buenos Aires σ' αγαπώ" πραγματεύεται την ιστορία ενός διαζυγίου, με έναν ιδιαίτερα κωμικό κι ανορθόδοξα αισιόδοξο τρόπο. Χωρίς να μπορώ να πω ότι με άγγιξε ή έστω ότι μου άρεσε αυτό το κράμα δράματος και κωμωδίας, οφείλω να παραδεχτώ ότι κατά τη διάρκειά της, αρκετές φορές, γέλασα αβίαστα, αλλά κι εκνευρίστηκα από την υπερβολή της σε κάποια θέματα. Ας πάρω, όμως, τα πράγματα με τη σειρά, για να εξηγήσω τους λόγους που η ταινία είτε θ' αρέσει αρκετά, είτε καθόλου.
Το έργο, έχει αναθέσει την εξήγηση των γεγονότων σ' έναν αφηγητή εκτός της ιστορίας, σ' ένα τρίτο μάτι που έχει την ικανότητα να βλέπει κάποια πράγματα πιο αποστασιοποιημένα, να τα κρίνει καταλλήλως, αλλά και που παράλληλα παίζει τον ρόλο του εκφραστή των συναισθημάτων των Ευρωπαίων ηρώων, μιας κι οι ίδιοι αδυνατούν να το πράξουν.
Άλλο ένα στοιχείο που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι το γέλιο που ακούγεται στην έναρξη της ταινίας, με φόντο μια μαύρη οθόνη. Ένα γέλιο που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το πρώτο πλάνο της ταινίας, το οποίο παρουσίαζει τον Christian να ζει το δράμα του διαζυγίου του, έχοντας παρατήσει τελείως τον εαυτό του. Με αυτόν τον τρόπο, νομίζω ότι ο σκηνοθέτης προσπαθεί να δείξει ότι πάντα υπάρχει και η κωμική πλευρά στο κάθε δράμα. Μια πλευρά που αν κοιτάξουμε καλά, θα την δούμε εύκολα.
Στην επόμενη σκηνή, ο αφηγητής, θα μας κάνει μια γρήγορη εισαγωγή στην υπόθεση και, μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, θα βρεθούμε μαζί με τον Christian και τον γό του, Oscar (Jamie Morton), στην πανέμορφη Αργεντινή, όπου θα παρακολουθήσουμε την εξέλιξη δυο διαφορετικών ιστοριών, οι οποίες έχουν κοινό άξονα τον έρωτα.
Το πάθος, όπως θα δούμε, έχει πρωταρχικό ρόλο στην εξέλιξη της υπόθεσης. Όπως μπορούμε πολύ εύκολα να διακρίνουμε κι από τον πρωτότυπο τίτλο (SuperClásico), στην ταινία κυριαρχεί η αγάπη για το ποδόσφαιρο κι έπειτα θα δούμε να περνάνε από τις οθόνες μας, όλα όσα χαρακτηρίζουν την Αργεντινή: το κρασί, το τανγκό, το φαγητό και το κυριότερο, την αγάπη του λαού αυτού για την ζωή.
Βέβαια, όλα τα παραπάνω, είναι δοσμένα από την οπτική ενός Δανού κι όχι ενός γηγενούς σκηνοθέτη. Όπως είναι αναμενόμενο, δε, στα μάτια ενός Βορειο-Ευρωπαίου πολίτη, όλο αυτό το πάθος, μοιάζει περισσότερο ως μια, απαραίτητη στο άνθρωπο, ελευθεριότητα, παρά ως τρόπος ζωής και φυσικά έτσι παρουσιάζεται και στο έργο. Η μεγέθυνση των κύριων χαρακτηριστικών των ανθρώπων αυτών θα προκαλέσει το γέλιο του θεατή, ταυτόχρονα όμως, η σάτιρα που ασκείται στον τρόπο ζωής των Αργεντίνων, αν και δεν γίνεται με κακή πρόθεση, δεν αποκλείεται να εκληφθεί ως δείγμα ασέβειας στον πολιτισμό τους.
Τα κυρίαρχα πρόσωπα που εκφράζουν το πρόσωπο της Αργεντινής, είναι ο ποδοσφαιρικός αστέρας, Juan Diaz (Sebastián Estevanez), η οικονόμος Fernanda (Adriana Mascialino) κι η οικογένεια της 17χρονης Veronica (Dafne Schiling).
Ο Diaz, είναι ένας λατίνος με θρησκευτικές αρχές, που ζει την κάθε στιγμή της ζωής του σαν να μην έχει μεγαλώσει ποτέ. Λατρεύει το ποδόσφαιρο και παίζει επαγγελματικά για την ευχαρίστηση κι όχι για τα χρήματα. Επίσης, αγαπά την Anna και συμπεριφέρεται στον Christian σαν να 'ταν φίλοι από τα παλιά. Η Fernanda πάλι, είναι μια γυναίκα μεγάλης ηλικίας, που εκφράζεται με αποστομωτική ειλικρίνεια κι αγαπά το σεξ. Τέλος η Veronica, είναι μια 17χρονη κοπέλα, που εργάζεται ως ξεναγός κι η οικογένειά της είναι η κλασική οικογένεια της Λατινικής Αμερικής, που κάθε μέρα κάθεται στο τραπέζι μαζεμένη κι είναι πρόθυμη να υποδεχτεί τον όποιο ξένο έρθει απρόσκλητος.
Ο Diaz, κατά μια έννοια είναι το άτομο που συμπληρώνει την υστερική Anna, η Fernanda είναι η γυναίκα που, με την αμεσότητά της, θα δείξει τον δρόμο στον χαμένο στη δυστυχία Christian κι η Veronica, μαζί με την οικογένειά της, θα δώσουν νόημα στη ζωή του 16χρονου Oscar.
Σε γενικές γραμμές, αν δεν σας ενοχλεί η υπερβολή και σας αρέσει να κοιτάτε τη ζωή από μια αισιόδοξη, όχι απαραίτητα ουτοπική, ματιά, νομίζω είναι ότι η συγκεκριμένη ταινία αποτελεί μια καλή επιλογή για 'σας. Αν πάλι, θέλετε μια ταινία που να έχει να σας πει κάτι περισσότερο από τ' ότι ακόμα και στις δυσκολότερες καταστάσεις η ζωή δεν χάνει την ουσία της ή σας εκνευρίζουν οι υπερβολές, ίσως θα πρέπει να κάνετε κάποια άλλη επιλογή.

Βαθμολογία: 2/5

Τα σχετικά
Δανέζικη δραματική κωμωδία του 2012, σε σενάριο των Ole Christian Madsen και Anders Frithiof August και σκηνοθεσία του Ole Christian Madsen, διάρκειας 99 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Anders W. Berthelsen, Paprika Steen, Jamie Morton, Sebastián Estevanez, Adriana Mascialino και Dafne Schiling.

Οι σύνδεσμοι
Trailer 
Imdb 
Rotten Tomatoes