Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα DVD εξωτερικού (R2). Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα DVD εξωτερικού (R2). Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

20 Νοεμβρίου 2012

(2003) Το δάσος

Πρωτότυπος τίτλος: Rengeteg
 Αγγλικός τίτλος: Forest


Η υπόθεση
Κάπου στη Βουδαπέστη, σ' ένα χώρο απ' όπου διέρχονται καθημερινά εκατομμύρια πολίτες, μια κάμερα θ' ακολουθήσει μερικά πρόσωπα κι έπειτα θα επικεντρωθεί στα προσωπικά τους δράματα. Ένας άντρας περιμένει μια κοπέλα στο σπίτι της, για να της αφήσει το σκύλο του. Δυο νεαροί συζητούν για κάτι απροσδιόριστο. Ένας πατέρας μονολογεί, απευθυνόμενος στη μάνα, για τη σεξουαλική φύση της 10χρονης κόρης τους. Σ' ένα ποτάμι, δυο άντρες διηγούνται σε μια γυναίκα την ιστορία ενός ατυχήματος που είχε γίνει στην περιοχή πριν από 6 χρόνια. Μια γυναίκα επιτίθεται στον σύντροφό της, ζητώντας εξηγήσεις για το πορνογραφικό υλικό που βρίσκει στο σακίδιό του. Μια νεαρή κοπέλα ξεκινά ν' αφηγείται στον σύντροφό της ένα όνειρο που την τρόμαξε. Τέλος, δυο κοπέλες έχουν χαθεί σ' ένα δάσος, καθώς ψάχνουν για έναν άντρα, που εξαφανίστηκε πριν 5 χρόνια.

Η κριτική
"Το δάσος" είναι μια ταινία που αποτελείται από μια συρραφή διαφόρων καθημερινών ή αλλόκοτων ιστοριών, με κεντρικό άξονα τον εκνευρισμό των ηρώων της. Ο κύριος στόχος της πάντως, φαίνεται να είναι η ενόχληση του κινηματογραφικού θεατή κι όχι τόσο η ανάδειξη κάποιων προβληματικών.
Η ταινία ξεκινά σ' έναν χώρο, του οποίου δεν προσδιορίζεται η ακριβής λειτουργία, απ' όπου περνούν διάφοροι άνθρωποι κι η κάμερα κεντράρει κάθε φορά σε ένα πρόσωπο και μετά από ελάχιστο χρόνο, περνά στο επόμενο. Αφού λοιπόν ολοκληρωθεί αυτή η ιδιαίτερη παρουσίαση των πρωταγωνιστών, ο σκηνοθέτης περνά στην πρώτη ιστορία, μετά στην δεύτερη, την τρίτη, κτλ., προβάλλοντας κάποιες φορές ενδιάμεσα, εικόνες από περασμένες ή επόμενες ιστορίες.
Τα πλάνα της ταινίας είναι κοντινά και δεν δίνουν στον θεατή την δυνατότητα να παρατηρήσει τον χώρο στον οποίο κινούνται τα πρόσωπα αυτά. Με αυτόν τον τρόπο, ο σκηνοθέτης, δημιουργεί αμέσως-αμέσως μια κλειστοφοβική ατμόσφαιρα από την οποία το κοινό, είναι πρακτικά αδύνατον να ξεφύγει.
Η εικόνα της κάμερας, σε συνδυασμό με τους συνεχείς μονολόγους των πρωταγωνιστών, οι οποίοι είναι έντονα φορτισμένοι κι αφορούν καταστάσεις ή πρόσωπα εκτός του σκηνικού χώρου ή εντός, χωρίς όμως να έχουν τη δυνατότητα να επέμβουν, εγκλωβίζουν τον θεατή σε μια κατάσταση σύγχυσης κι ενός συνεχούς εκνευρισμού, που δεν βρίσκει τρόπο να διοχετευτεί.
Η σειρά, επίσης, που παρουσιάζονται οι ιστορίες συντείνει στο παραπάνω συμπέρασμα, καθώς μετά την πρώτη ιστορία, με τον άντρα που θέλει ν' αφήσει τον σκύλο του σε μια κοπέλα και την φίλη της, η δεύτερη που παρουσιάζεται, είναι αυτή των δυο νεαρών που μιλούν για ένα ζώο, ένα αντικείμενο ή έναν άνθρωπο, που ο θεατής δεν θα μάθει ποτέ τι είναι. Αυτός ο ανούσιος διάλογος, είναι που πυροδοτεί το συνεχές αίσθημα του ανικανοποίητου που υπάρχει και στην υπόλοιπη ταινία.
Αξίζει εδώ να πούμε ότι "Το δάσος" είναι η πρώτη ταινία μεγάλου μήκους του Ούγγρου σκηνοθέτη Benedek Fliegauf, η οποία έχει γυριστεί με μηδενικό προϋπολογισμό, με κάμερα στο χέρι και με ερασιτέχνες ηθοποιούς. Η αλήθεια είναι ότι οι ηθοποιοί δεν δίνουν την αίσθηση ερασιτεχνών. Οι σκηνές, όμως, είναι καθαρά αυτοσχεδιαστικές, δίνοντας έτσι μια σαφή εικόνα ενός σκηνοθέτη που ακόμα ψάχνει να βρει το προσωπικό του ύφος, έχοντας ομολογουμένως μερικές καλές στιγμές, τις οποίες θα πρέπει να θες πολύ να τις δεις, για να τις ανακαλύψεις, όπως η επιλογή της επανάληψης της πρώτης σκηνής πριν τους τίτλους τέλους, όπου πια ο θεατής καταφέρνει ν' αναγνωρίσει μέσα στο πλήθος τους πρωταγωνιστές.
Επίσης, άξιος αναφοράς, νομίζω πως είναι κι ο τίτλος. Η τελευταία ιστορία εξελίσσεται σ' ένα δάσος, όμως η προτελευταία, η πιο συνταρακτική ιστορία και παράλληλα η μόνη που εκφράζεται με ήρεμο τρόπο, αναφέρεται στον χαμό ενός προσώπου σ' ένα δάσος. Η εναρκτήρια σκηνή, επίσης, παρουσιάζει ένα πλήθος ανθρώπων, που συγκροτούν ένα κοινωνικό σύνολο, τους οποίους θα γνωρίσουμε σιγά-σιγά και θα επιστρέψουμε στο τελείωμα στην ίδια σκηνή, όπου θα κληθούμε να τους αναγνωρίσουμε μέσα στο πλήθος. Το οδοιπορικό αυτό προς την έννοια του δάσους, αφήνει περιθώρια να γίνει ένας παραλληλισμός της ανθρώπινης κοινωνίας, την οποία συγκροτούν οι άνθρωποι, ακριβώς όπως συγκροτούν τα δέντρα το δάσος.
Σε γενικές γραμμές, νομίζω ότι μιλάμε για μια καθαρά φεστιβαλική ταινία που απευθύνεται κατά κύριο λόγο στους κριτικούς και σ' ένα αρκετά εξοικειωμένο κινηματογραφικό κοινό που ενδιαφέρεται να παρακολουθήσει μια ταινία φόρμας κι όχι μια γραμμική ιστορία που να έχει κάτι να πει.

Βαθμολογία: 1/5

Τα σχετικά
Ουγγρικό δράμα, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Benedek Fliegauf, διάρκειας 90 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Rita Braun, Barbara Csonka, Laszlo Cziffer, Gábor Dióssy, Bálint Kenyeres, Edit Lipcsei, Péter Félix Mátyási, Katalin Mészáros, Péter Pfenig, Lajos Szakács, Fanni Szoljer, Juli Széphelyi, Ilka Sós, Márton Tamás, Barbara Thurzó, Dusán Vitanovics και Katalin Vörös.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

18 Νοεμβρίου 2012

(2011) Buenos Aires σ' αγαπώ

Πρωτότυπος τίτλος: SuperClásico


Η υπόθεση
Ο Christian (Anders W. Berthelsen) είναι ένας ιδιοκτήτης κάβας από τη Δανία, που βρίσκεται στα τελευταία στάδια του διαζυγίου από τη σύζυγό του Anna (Paprika Steen). Η Anna, έχει εγκαταλείψει εδώ κι 11 μήνες τον Christian, για έναν άσο του αργεντίνικου ποδοσφαίρου και ζει πια μόνιμα στο Buenos Aires. Ο Christian, όμως, πριν υπογράψει τα χαρτιά του διαζυγίου, θα θελήσει να κάνει μια τελευταία προσπάθεια να ξανακερδίσει την γυναίκα του και θα ξεκινήσει μαζί με τον γιό του, για ένα ταξίδι στην πρωτεύουσα της Αργεντινής. Εκεί, θα έρθει σ' επαφή με τους ανθρώπους και την λατινο-αμερικάνικη κουλτούρα και θα πάρει ένα μάθημα για τη ζωή. Θα καταφέρει, όμως, να κερδίσει και πάλι την καρδιά της Anna;

Η κριτική
Το "Buenos Aires σ' αγαπώ" πραγματεύεται την ιστορία ενός διαζυγίου, με έναν ιδιαίτερα κωμικό κι ανορθόδοξα αισιόδοξο τρόπο. Χωρίς να μπορώ να πω ότι με άγγιξε ή έστω ότι μου άρεσε αυτό το κράμα δράματος και κωμωδίας, οφείλω να παραδεχτώ ότι κατά τη διάρκειά της, αρκετές φορές, γέλασα αβίαστα, αλλά κι εκνευρίστηκα από την υπερβολή της σε κάποια θέματα. Ας πάρω, όμως, τα πράγματα με τη σειρά, για να εξηγήσω τους λόγους που η ταινία είτε θ' αρέσει αρκετά, είτε καθόλου.
Το έργο, έχει αναθέσει την εξήγηση των γεγονότων σ' έναν αφηγητή εκτός της ιστορίας, σ' ένα τρίτο μάτι που έχει την ικανότητα να βλέπει κάποια πράγματα πιο αποστασιοποιημένα, να τα κρίνει καταλλήλως, αλλά και που παράλληλα παίζει τον ρόλο του εκφραστή των συναισθημάτων των Ευρωπαίων ηρώων, μιας κι οι ίδιοι αδυνατούν να το πράξουν.
Άλλο ένα στοιχείο που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι το γέλιο που ακούγεται στην έναρξη της ταινίας, με φόντο μια μαύρη οθόνη. Ένα γέλιο που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το πρώτο πλάνο της ταινίας, το οποίο παρουσίαζει τον Christian να ζει το δράμα του διαζυγίου του, έχοντας παρατήσει τελείως τον εαυτό του. Με αυτόν τον τρόπο, νομίζω ότι ο σκηνοθέτης προσπαθεί να δείξει ότι πάντα υπάρχει και η κωμική πλευρά στο κάθε δράμα. Μια πλευρά που αν κοιτάξουμε καλά, θα την δούμε εύκολα.
Στην επόμενη σκηνή, ο αφηγητής, θα μας κάνει μια γρήγορη εισαγωγή στην υπόθεση και, μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, θα βρεθούμε μαζί με τον Christian και τον γό του, Oscar (Jamie Morton), στην πανέμορφη Αργεντινή, όπου θα παρακολουθήσουμε την εξέλιξη δυο διαφορετικών ιστοριών, οι οποίες έχουν κοινό άξονα τον έρωτα.
Το πάθος, όπως θα δούμε, έχει πρωταρχικό ρόλο στην εξέλιξη της υπόθεσης. Όπως μπορούμε πολύ εύκολα να διακρίνουμε κι από τον πρωτότυπο τίτλο (SuperClásico), στην ταινία κυριαρχεί η αγάπη για το ποδόσφαιρο κι έπειτα θα δούμε να περνάνε από τις οθόνες μας, όλα όσα χαρακτηρίζουν την Αργεντινή: το κρασί, το τανγκό, το φαγητό και το κυριότερο, την αγάπη του λαού αυτού για την ζωή.
Βέβαια, όλα τα παραπάνω, είναι δοσμένα από την οπτική ενός Δανού κι όχι ενός γηγενούς σκηνοθέτη. Όπως είναι αναμενόμενο, δε, στα μάτια ενός Βορειο-Ευρωπαίου πολίτη, όλο αυτό το πάθος, μοιάζει περισσότερο ως μια, απαραίτητη στο άνθρωπο, ελευθεριότητα, παρά ως τρόπος ζωής και φυσικά έτσι παρουσιάζεται και στο έργο. Η μεγέθυνση των κύριων χαρακτηριστικών των ανθρώπων αυτών θα προκαλέσει το γέλιο του θεατή, ταυτόχρονα όμως, η σάτιρα που ασκείται στον τρόπο ζωής των Αργεντίνων, αν και δεν γίνεται με κακή πρόθεση, δεν αποκλείεται να εκληφθεί ως δείγμα ασέβειας στον πολιτισμό τους.
Τα κυρίαρχα πρόσωπα που εκφράζουν το πρόσωπο της Αργεντινής, είναι ο ποδοσφαιρικός αστέρας, Juan Diaz (Sebastián Estevanez), η οικονόμος Fernanda (Adriana Mascialino) κι η οικογένεια της 17χρονης Veronica (Dafne Schiling).
Ο Diaz, είναι ένας λατίνος με θρησκευτικές αρχές, που ζει την κάθε στιγμή της ζωής του σαν να μην έχει μεγαλώσει ποτέ. Λατρεύει το ποδόσφαιρο και παίζει επαγγελματικά για την ευχαρίστηση κι όχι για τα χρήματα. Επίσης, αγαπά την Anna και συμπεριφέρεται στον Christian σαν να 'ταν φίλοι από τα παλιά. Η Fernanda πάλι, είναι μια γυναίκα μεγάλης ηλικίας, που εκφράζεται με αποστομωτική ειλικρίνεια κι αγαπά το σεξ. Τέλος η Veronica, είναι μια 17χρονη κοπέλα, που εργάζεται ως ξεναγός κι η οικογένειά της είναι η κλασική οικογένεια της Λατινικής Αμερικής, που κάθε μέρα κάθεται στο τραπέζι μαζεμένη κι είναι πρόθυμη να υποδεχτεί τον όποιο ξένο έρθει απρόσκλητος.
Ο Diaz, κατά μια έννοια είναι το άτομο που συμπληρώνει την υστερική Anna, η Fernanda είναι η γυναίκα που, με την αμεσότητά της, θα δείξει τον δρόμο στον χαμένο στη δυστυχία Christian κι η Veronica, μαζί με την οικογένειά της, θα δώσουν νόημα στη ζωή του 16χρονου Oscar.
Σε γενικές γραμμές, αν δεν σας ενοχλεί η υπερβολή και σας αρέσει να κοιτάτε τη ζωή από μια αισιόδοξη, όχι απαραίτητα ουτοπική, ματιά, νομίζω είναι ότι η συγκεκριμένη ταινία αποτελεί μια καλή επιλογή για 'σας. Αν πάλι, θέλετε μια ταινία που να έχει να σας πει κάτι περισσότερο από τ' ότι ακόμα και στις δυσκολότερες καταστάσεις η ζωή δεν χάνει την ουσία της ή σας εκνευρίζουν οι υπερβολές, ίσως θα πρέπει να κάνετε κάποια άλλη επιλογή.

Βαθμολογία: 2/5

Τα σχετικά
Δανέζικη δραματική κωμωδία του 2012, σε σενάριο των Ole Christian Madsen και Anders Frithiof August και σκηνοθεσία του Ole Christian Madsen, διάρκειας 99 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Anders W. Berthelsen, Paprika Steen, Jamie Morton, Sebastián Estevanez, Adriana Mascialino και Dafne Schiling.

Οι σύνδεσμοι
Trailer 
Imdb 
Rotten Tomatoes 

15 Νοεμβρίου 2012

(2006) Κινηματογραφικός οδηγός για διεστραμμένους

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: The pervert's guide to cinema
Εναλλακτικός ελληνικός τίτλος: Ο κινηματογράφος του Slavoj Žižek


Η υπόθεση
Ο Σλοβένος διαλεκτικός-υλιστής φιλόσοφος, Slavoj Žižek, αποπειράται να εξηγήσει στον κινηματογραφικό θεατή, την ουσία της κινηματογραφικής τέχνης και την προσφορά της στον άνθρωπο, μέσω της φροϋδικής θεωρίας και διαφόρων παραδειγμάτων από το διεθνές κινηματογραφικό στερέωμα.

Η κριτική
Ο "Κινηματογραφικός οδηγός για διεστραμμένους" θα μπορούσαμε να πούμε ότι κρύβει στον τίτλο του, ήδη, ολόκληρο το νόημα της ύπαρξής του. Αν αναρωτηθούμε τον λόγο για τον οποίο έχει μπει στον τίτλο η λέξη "διεστραμμένος", τότε με μεγάλη ευκολία συσχετίζουμε την κινηματογραφική τέχνη με την ψυχολογία κι αντιστρόφως.
Το σινεμά και το θέατρο, οι δυο αυτές αναπαραστατικές τέχνες, αποτελούν μια πλασματική πλευρά του πραγματικού κόσμου, την οποία ο κινηματογραφικός θεατής έχει την δυνατότητα να παρακολουθήσει σαν να κοιτά μέσα από μια χαραμάδα. Έχει με άλλα λόγια την δυνατότητα να παρακολουθήσει από μια καθαρά ηδονοβλεπτική σκοπιά, κρατώντας όμως μια απόσταση ασφαλείας, ένα κομμάτι της πραγματικότητας.
Ξεκινώντας το έργο, ο θεατής έχει την αίσθηση ότι μέσω διαφόρων γνωστών κινηματογραφικών παραδειγμάτων, θα του αποκαλυφθεί ο κόσμος της φροϋδικής θεωρίας της ψυχολογίας. Λίγο μετά συνειδητοποιεί ότι θα πρέπει να έχει τις απαραίτητες γνώσεις επί του θέματος, για να μπορέσει να κατανοήσει το εγχείρημα, και κάπου στην μέση περίπου της ταινίας, είναι πλέον σαφές, ότι γίνεται μάρτυρας ενός διαλογικού μονολόγου, ανάμεσα στην ψυχολογία και το σινεμά.
Αναρωτώμενος, λοιπόν, αν η κότα έκανε το αυγό ή το αυγό την κότα, ο Žižek, έχοντας ως επίκεντρο τον τρόπο που ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται τον κόσμο γύρω του, προσπαθεί να εξηγήσει τον σκοπό που εξυπηρετεί η παρακολούθηση ενός κινηματογραφικού έργου και για κάποιον γνώστη των βασικών ψυχολογικών εννοιών το καταφέρνει.
Το ατόπημα, όμως, στο οποίο πέφτει άθελά του ο Σλοβένος φιλόσοφος, είναι ότι δεν προσπαθεί να εξηγήσει στο σύνολό της την κινηματογραφική τέχνη, παρά στέκεται στην επεξήγηση συγκεκριμένων ταινιών, από μεγάλους μάστορές της, εξηγώντας κυρίως τη δική τους προσφορά στην τέχνη και την επίδρασή τους στην ανθρώπινη ψυχή. Όντας, βέβαια, πρακτικά αδύνατον να καταφέρει να καταπιαστεί μέσα σε δυο ώρες, με όλο το κινηματογραφικό σύνολο, καταφέρνει να ασχοληθεί με τα περισσότερα κλασικά παραδείγματα που θα μπορούσαν ν' αναλυθούν.
Πατώντας στο "Εγώ", το "Υπερεγώ" και το "Αυτό (Εκείνο)", την "λίμπιντο", το "οιδιπόδειο σύμπλεγμα", την έννοια της επιθυμίας και την ανάγκη της φαντασίωσης στην πραγματικότητά μας, και με παραδείγματα των Hitchcock, Lynch, Tarkovsky, Kieslowski, Bergman, Chaplin, κ.α., ο Slavoj Žižek, παρουσιάζει ένα αξιόλογο εγχείρημα, που απευθύνεται στους φανατικούς κινηματογραφόβιους θεατές, που έχουν παράλληλα βασικές γνώσεις για την θεωρία που έχει αναπτύξει ο Sigmund Freud πάνω στην ανθρώπινη ψυχολογία.

Βαθμολογία: 3/5

Τα σχετικά
Βρετανικό ντοκιμαντέρ του 2006, σε σενάριο του Slavoj Žižek και σκηνοθεσία της Sophie Fiennes, διάρκειας 150 λεπτών, με πρωταγωνιστή τον Slavoj Žižek και διάφορα οπτικο-ακουστικά αποσπάσματα.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

27 Οκτωβρίου 2012

(2011) Κι αν ζούσαμε όλοι μαζί;

Πρωτότυπος τίτλος: Et si on vivait tous ensemble?
Αγγλικός τίτλος: And if we all lived together


Η υπόθεση
Ο Claude (Claude Rich), η Jeanne (Jane Fonda), ο Albert (Pierre Richard), η Annie (Geraldine Chaplin) κι ο Jean (Guy Bedos), είναι μια παρέα 75άρηδων που έχουν καταφέρει να παραμείνουν φίλοι για περισσότερο από 40 χρόνια. Όταν τα προβλήματα της ηλικίας αρχίζουν να γίνονται εμφανή κι ο θάνατος αρχίζει να πλησιάζει απειλητικά τις ζωές τους, ο εργένης Claude κι οι, για χρόνια παντρεμένοι, Albert και Jeanne, παίρνουν την απόφαση να μετακομίσουν στο σπίτι της Annie και του Jean, επιλέγοντας οι ίδιοι τον τρόπο με τον οποίο θα περάσουν το υπόλοιπο της ζωής τους. Μαζί τους, θα μετακομίσει στο σπίτι ένας νεαρός Γερμανός, ο Dirk (Daniel Brühl), ο οποίος στα πλαίσια μιας πανεπιστημιακής έρευνας, μελετά τη ζωή των ηλικιωμένων Ευρωπαίων.

Η κριτική
Το "Κι αν ζούσαμε όλοι μαζί;" αποτελεί μια κατ' εξοχήν γλυκιά γαλλική δραματική κωμωδία για τους ανθρώπους της τρίτης ηλικίας. Ο Stéphane Robelin, συγγραφέας και σκηνοθέτης της, έχει επιλέξει να γυρίσει μια ταινία για μια ηλικιακή ομάδα που, φαινομενικά μόνο, η ζωή των μελών της δεν έχει κανένα ενδιαφέρον. Πρακτικά, όπως θα δούμε, η ζωή ποτέ δεν χάνει το ενδιαφέρον της, σε όποια ηλικία κι αν βρισκόμαστε.
Σε μια εποχή που οι θεσμοί κι οι αξίες περνάνε κρίση και καταρρέουν, ακριβώς όπως γίνεται και με την παγκόσμια οικονομία, μια παρέα διεθνών star, που έχουνε μπει πια για τα καλά στην τρίτη ηλικία, θα μας παρουσιάσει την ζωή με ένα διαφορετικό βλέμμα, που όπως θα δούμε δεν διαφέρει ιδιαίτερα από αυτό ενός νεαρού ατόμου ή ενός μεσήλικα.
Έχοντας αποκτήσει κι οι πέντε τους οικογένειες, στα 75 τους θα συνειδητοποιήσουν ότι για τα παιδιά τους δεν αποτελούν πλέον "οικογένεια", παρά μόνο ένα πρόβλημα, που πρέπει να σταλεί σε γηροκομείο ή πρέπει να απαρνηθεί τ' αγαπημένα του πρόσωπα για να μην κινδυνεύει. Ακόμα, μπορεί απλά οι γονείς να έχουν παραμεγαλώσει για να τους επισκεπτόμαστε.
Αποδεχόμενοι λοιπόν την φυσική κατάσταση στην οποία βρίσκονται, κάποια στιγμή, οι πέντε φίλοι, θα ενώσουν τα πράγματα και τις συνήθειές τους και θα δημιουργήσουν μια κοινότητα, ανάλογη ενός γηροκομείου, με τη μόνη διαφορά ότι αντί για νοσοκόμες θα έχουν ο ένας τον άλλο κι αντί για καινούργιους φίλους, θα πρέπει να καταφέρουν να διατηρήσουν τους παλιούς. Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι με δική τους απόφαση θα δημιουργηθεί μια καινούργια οικογένεια, πιο ανθεκτική από τις βιολογικές τους.
Οι διάφορες συνήθειες, αλλά και τα διάφορα προβλήματα του καθενός, θ' αποτελέσουν την αφορμή για κάποιες όμορφες κωμικο-τραγικές καταστάσεις, που είναι κι αυτές που, κατά κύριο λόγο, κρατάνε το ενδιαφέρον του θεατή. Η κεντρική ιστορία, βέβαια, είναι λίγο-πολύ προβλέψιμη, καθώς από την αρχή μπορούμε να μαντέψουμε το τέλος. Η Jeanne βρίσκεται στα τελευταία στάδια του καρκίνου, ο σύζυγός της, Albert, βρίσκεται στα πρώτα στάδια της άνοιας, ο Claude είναι ένας γηραιός, καρδιακός, σεξομανής εργένης κι η Annie με τον Jean, είναι ένα ζευγάρι που ενώ φαινομενικά τα έχει όλα, ουσιαστικά είναι δυο άνθρωποι μόνοι.
Σημαντικό ρόλο, επίσης, θα δούμε ότι έχει κι η σεξουαλικότητα της τρίτης ηλικίας. Αφορμή για την ενασχόληση με το θέμα, αλλά και τις διάφορες αποκαλύψεις που έπονται, θα είναι η προτροπή της Jeanne στον νεαρό Dirk, να ρωτήσει για το θέμα. Όπως μας λέει κι η Jeanne, οι γέροι δεν είναι άγιοι.
Τα γηρατειά, με λίγα λόγια δεν συνεπάγονται την παραίτηση από τη ζωή. Όσα δικαιώματα έχει ένας νέος άνθρωπος ν' απολαύσει τη ζωή, άλλα τόσα έχουν και τα άτομα προχωρημένης ηλικίας να φύγουν όπως οι ίδιοι επιλέξουν να φύγουν. Κι αφού οι νεαροί της παρέας, αρνούνται να δώσουν μια χείρα βοηθείας, κανείς δεν μπορεί να τους απαγορεύσει να πάρουν τις ζωές τους στα χέρια τους.
Σε γενικές γραμμές, οι ερμηνείες είναι συμπαθητικές, με φωτεινές εξαιρέσεις τους Geraldine Chaplin και Pierre Richard και απογοητευτική την συμμετοχή της Jane Fonda, η οποία παίζει τον εαυτό της και δεν δείχνει την παραμικρή διάθεση να τσαλακώσει την εικόνα της και να παραστήσει, πειστικά, την άρρωστη.
Άλλο ένα αρνητικό της ταινίας, είναι επίσης το γεγονός ότι είναι ιδιαίτερα γαλλική για να μπορέσει να θεωρηθεί συμπαθητική η πλειοψηφία των χαρακτήρων, από ένα κοινό εκτός των συνόρων της. Στο έργο, υπάρχει διάχυτη η γαλλική αγένεια κι αμεσότητα που άλλοτε λειτουργεί θετικά κι ανθρώπινα, άλλοτε πάλι ωθεί τον θεατή ν' αδιαφορήσει.
Εν ολίγοις, αν σας αρέσει το γαλλικό σινεμά, το θέμα παρουσιάζει αρκετό ενδιαφέρον. Αν σας αρέσει, επίσης, η Geraldine Chaplin, είναι και πάλι μια πολύ όμορφη επιλογή. Αν πάλι, ανήκετε στο σινεφίλ κοινό, είναι μια ενδιαφέρουσα κι ιδιαίτερη ταινία, που αν δεν έχετε κάποια καλύτερη πρόταση, σίγουρα δεν θα σας δυσαρεστήσει.

Βαθμολογία: 2,5/5

Τα σχετικά
Γαλλική δραματική κωμωδία του 2011, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Stéphane Robelin, διάρκειας 96 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Geraldine Chaplin, Jane Fonda, Pierre Richard, Guy Bedos, Claude Rich και Daniel Brühl.

Οι σύνδεσμοι

26 Οκτωβρίου 2012

(2007) California dreamin'

Πρωτότυπος τίτλος: Nesfarsit
Αγγλικός τίτλος: California dreamin' (Nesfarsit)


Η υπόθεση
Στην Ρουμανία του 1999, ένα τρένο που μεταφέρει αξιωματικούς του ΝΑΤΟ κι έναν εξοπλισμό βοήθειας προς την βομβαρδιζόμενη Γιουγκοσλαβία, θα ξεκινήσει με κατεύθυνση το Κόσοβο. Το τρένο, αν κι έχουν δοθεί σαφείς οδηγίες από το Βουκουρέστι να μην εμποδίσει κανείς τη διέλευσή του, θα σταματήσει και θα κολλήσει για πέντε μέρες σ' ένα χωριό της Ρουμανίας, την Καπαλνίτα. Η παραμονή των Αμερικανών στο μικρό αυτό χωριό θα γίνει η αφορμή για την εμφάνιση διαφόρων κωμικο-τραγικών, αλλά άκρως ρεαλιστικών καταστάσεων.

Η κριτική
Το "California dreamin'" είναι μια ταινία, κατά βάση, γλυκό-πικρη που αποτελεί έναν ύμνο αλήθειας για την επαρχιώτικη νοοτροπία όλων των βαλκανικών χωρών. Παράλληλα, όμως, είναι μια ταινία που καταφέρνει να δείξει το αληθινό πρόσωπο των ειρηνικών αμερικανικών επεμβάσεων και τις ταραχές που "άθελά τους" προκαλούν αυτές. Το έργο βασίζεται εξίσου σε μια σάτιρα χαρακτήρων, αλλά και καταστάσεων, οι οποίες καταφέρνουν να κρατήσουν αμείωτο το ενδιαφέρον του θεατή.
Αρχικά, όπως θα δούμε, η ταινία ξεκινά με μια αναδρομή στον Μάιο του 1944, όπου θα γνωρίσουμε τον σταθμάρχη της πόλης Καπαλνίτα σε μικρή ηλικία. Η ταινία θα συνεχίσει στο σήμερα, δείχνοντάς μας μια σκηνή από το γραφείο του Υπουργού Εξωτερικών της Ρουμανίας, θα περάσει στις ετοιμασίες του επικείμενου τρένου και θα καταλήξει στην επαρχία της Καπαλνίτα, όπου θα γνωρίσουμε τους βασικούς ήρωες της ιστορίας μας.
Πρώτο και καλύτερο, από τους κατοίκους του χωριού, θα γνωρίσουμε τον Doiaru (Razvan Vasilescu), τον διεφθαρμένο διευθυντή του σιδηροδρομικού σταθμού κι υπεύθυνο της παραμονής των Αμερικανών στο χωριό και την κόρη του, Monica (Maria Dinulescu), μια νεαρή κοπέλα που ψάχνει απεγνωσμένα να βρει έναν τρόπο ν' αποδράσει από την μικροαστική, μίζερη ζωή του χωριού.
Ο Doiaru, προφασιζόμενος την έλλειψη των τελωνειακών εγγράφων, που θα έπρεπε να φέρει μαζί του ο αρχηγός της αμερικάνικης αποστολής, captain Doug Jones (Armand Assante), θα χρησιμοποιήσει την γραφειοκρατία και τον νόμο της χώρας του για προσωπικό του όφελος, να πάρει δηλαδή την πολυπόθητη εκδίκησή του από τους Αμερικάνους συμμάχους. Κανείς δεν μπορεί να πει, βέβαια, ότι ο Doiaru κακώς λειτουργεί έτσι, αλλά σίγουρα το πρόσωπό του δεν μπορεί να χαρακτηριστεί συμπαθές, καθώς συσχετίζεται με λεηλασίες και μεταπωλήσεις προϊόντων από τα τρένα, σε βάρος των συγχωριανών του.
Το δεύτερο πρόσωπο που θα μας απασχολήσει είναι ο καιροσκόπος, εκμεταλλευτής, δήμαρχος του χωριού (Ion Sapdaru), ο οποίος φέρει πάνω του όλα τα χαρακτηριστικά της βαλκανικής ξενομανίας. Οι Αμερικάνοι για τον δήμαρχο, και στη συνέχεια για όλους τους χωριανούς, αποτελούν τον από μηχανής Θεό. Όπως και το 1944, οι Αμερικανοί είναι αυτοί που αναμένεται να λύσουν όλα τα εσωτερικά προβλήματα του ρουμάνικου λαού, που πρόκειται να βγάλουν τον τόπο από το οικονομικό αδιέξοδο και που θα λυτρώσουν τον λαό από τον δυνάστη που τους εκμεταλλεύεται.
Μέσω της φιλοξενίας, λοιπόν, και των ψεμάτων που χρησιμοποιεί για να φουσκώσει τα μυαλά των χωριανών, ο δήμαρχος θα οργανώσει γλέντια, πάρτυ και παραστάσεις για να καλωσορίσει και να καλοπιάσει τους σωτήρες. Με τον τρόπο αυτό, ένα ολόκληρο χωριό, βλέπουμε να δηλώνει υποταγή και να δίνει την άδειά του, χωρίς κανένα ενδοιασμό, να θεωρηθεί "τριτοκοσμικό" από τους μεγαλοπρεπείς Αμερικάνους. Το πείσμα του Doiaru παράλληλα, ενώ θεωρητικά αποτελεί την ύστατη προσπάθεια να δείξει την υπεροχή του, καταφέρνει μόνο να γίνει αντιληπτό ως ένα χωριάτικο κόμπλεξ, που θα λειτουργήσει σε βάρος του, αφού στο μόνο που βοηθά τελικά η παρουσία των Αμερικανών είναι το ξεμπρόστιασμα των θαμμένων προβλημάτων κι η δύναμη που δίνει η παρουσία τους στους ντόπιους να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους.
Αν κι η ταινία είναι ένα κράμα αλήθειας και μυθοπλασίας, δράματος και σάτιρας, υπερβολής και πραγματικότητας, καταφέρνει να σταθεί γερά στα πόδια της και να κάνει σαφές το αντιπολεμικό της μήνυμα, την ευθύνη των Η.Π.Α. για διαφόρους πολέμους, αλλά και τη σαθρότητα του συστήματος που επιτρέπει σε κάποιες δυσμενείς καταστάσεις να εκκολαφθούν.
Με μοναδικό αρνητικό στοιχείο τη μεγάλη της διάρκεια, η οποία πιθανώς να ήταν μικρότερη αν ο σκηνοθέτης της, Cristian Nemescu, είχε προλάβει να ολοκληρώσει το μοντάζ της προτού πεθάνει, η ταινία προτείνεται στους σινεφίλ του βαλκανικού κινηματογράφου κατά κύριο λόγο, καθώς αποτελεί μια σύγχρονη και νεανική ματιά πάνω στην καθημερινότητα και το παγκόσμιο κοινωνικο-πολιτικό γίγνεσθαι.

Βαθμολογία: 3/5

Τα σχετικά
Ρουμάνικο σατιρικό δράμα του 2007, σε σενάριο των Cristian Nemescu, Tudor Voican και Catherine Linstrum και σκηνοθεσία του Cristian Nemescu, διάρκειας 155 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Razvan Vasilescu, Armand Assante, Ion Sapdaru, Maria Dinulescu, Jamie Elman και Alexandru Margineanu.

Οι σύνδεσμοι
Trailer 
Imdb 
Rotten Tomatoes

9 Οκτωβρίου 2012

(2010) Σιωπηλό σπίτι

Πρωτότυπος τίτλος: La casa muda
Αγγλικός τίτλος: The silent house


Η υπόθεση
Ο Wilson (Gustavo Alonso) αναλαμβάνει, μαζί με την κόρη του Laura (Florencia Colucci), να κάνει κάποιες επιδιορθώσεις στο εξοχικό του Néstor (Abel Tripaldi), για να μπορέσει, ο τελευταίος, να το πουλήσει. Η όλη διαδικασία πρόκειται να διαρκέσει 2 με 3 μέρες. Το πρώτο βράδυ, όμως, ο Wilson κι η Laura θ' ακούσουν έναν θόρυβο να έρχεται από το επάνω πάτωμα. Ο Wilson θ' ανέβει να βρει από που προήλθε ο θόρυβος και θα γυρίσει με ένα πρόσωπο κατακρεουργημένο. Η Laoura θα βρεθεί εγκλωβισμένη σ' ενα σπίτι, με έναν δολοφόνο, μια κάμερα Polaroid και διάφορες φωτογραφίες.

Η κριτική
Το "Σιωπηλό σπίτι" είναι ένα θρίλερ, βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα, που συνέβησαν στην Ουρουγουάη, τον Νοέμβριο του 1944. Γυρισμένο, όπως έχει ανακοινωθεί, σε ένα μονοπλάνο, καταφέρνει να υποβάλει, περισσότερο, τον θεατή σε μια κατάσταση φόβου, παρά να τον αιφνιδιάσει.
Η ταινία απευθύνεται περισσότερο σε ένα σινεφίλ κοινό ταινιών τρόμου, καθώς η μαγεία της κρύβεται σε διάφορα τεχνάσματα που χρησιμοποιεί και στο γεγονός ότι αναπαριστά μια αληθινή ιστορία, στοιχεία δηλαδή που ένας απλός θεατής δύσκολα θα εκτιμήσει.
Ξεκινώντας με ένα σκοτεινό εξωτερικό πλάνο, με μια μουσική νανουρίσματος και με κάμερα στο χέρι, καταφέρνει να εισάγει, εξ αρχής, τον θεατή στην επιθυμητή κατάσταση. Οι διάλογοί της είναι πενιχροί και χρησιμοποιούνται μόνο όταν είναι απολύτως απαραίτητοι και φυσικά τα πρόσωπα, που εμφανίζονται μπροστά στην κάμερα, περιορίζονται στα τέσσερα.
Το ουρουγουανικό αυτό φιλμ δεν κάνει καμία προσπάθεια να κρύψει ότι είναι μια εναλλακτική, low-budget ταινία, που καταφέρνει, όμως, με έναν εκπληκτικό τρόπο να κεντρίσει το ενδιαφέρον του θεατή, καθώς, συνεχώς του παρουσιάζει στοιχεία που θα τον βάλουν σε σκέψεις: i) Ποιός είναι ο δολοφόνος; Είναι πνεύματα; Είναι άνθρωποι; ii) Ποιά είναι η σημασία του άλμπουμ με τις φωτογραφίες; Για ποιό λόγο μου δείχνει και μου ξαναδείχνει μια κάμερα Polaroid; iii) Ποιό είναι αυτό το κοριτσάκι;, κτλ.
Με εξαίρεση την κάμερα Polaroid και την εμφάνιση ενός τζιπ, το φιλμ, δεν παραπέμπει σε κάποια συγκεκριμένη χρονική περίοδο, γεγονός που το κάνει να θυμίζει περισσότερο την εποχή στην οποία αναφέρεται, παρά την σημερινή. Επίσης οι απλές σκηνοθετικές τεχνικές, όπως για παράδειγμα η εικόνα που φωτίζεται, σε κάποιο σημείο, μόνο μέσω του φλας της φωτογραφικής μηχανής ή η σταθεροποίηση της κάμερας, σε μια σκηνή, εκτός του χώρου δράσης, που δίνει μια ηδονοβλεπτική χροιά, μέσω της ανοιχτής πόρτας που βλέπει σ' αυτόν, συντελούν στην τεχνική αρτιότητα του συνόλου.
Το γεγονός, τέλος, ότι η ταινία δεν ολοκληρώνεται στους τίτλους τέλους, αλλά παράλληλα δεν αφήνει και τον θεατή να σηκωθεί από το κάθισμά του, κερδίζοντας την προσοχή του με την παρουσίαση διαφόρων φωτογραφιών, όπως, παράλληλα κι ο τίτλος της ταινίας, που δικαιολογείται τόσο από το ίδιο το σπίτι, όσο κι από τα ευρήματα/πτώματα των αστυνομικών ή τους πίνακες χωρίς χαρακτηριστικά, είναι η τελική πινελιά που έκανε την συγκεκριμένη ταινία, άξια της προσοχής των κριτικών.
Δυστυχώς, λόγω των αργών ρυθμών της και του τρόπου γυρίσματός της, δεν είναι από τις ταινίες που προτείνεται εύκολα. Όπως προανέφερα, όντας κυρίως ένα ατμοσφαιρικό, τεχνικό θρίλερ, οι μόνοι που ενδέχεται να την εκτιμήσουν, είναι το σινεφίλ κοινό των ταινιών τρόμου. Για τους υπόλοιπους αποτελεί, απλά, μια από τις χιλιάδες ταινίες θρίλερ που βλέπουν το φως της κινηματογραφικής αίθουσας, χωρίς να έχουν κάποιο ιδιαίτερο νόημα.

Βαθμολογία: 2,5/5

Τα σχετικά
Ουρουγουανικό θρίλερ του 2010, βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα, αλλά και σε ιστορία των Gustavo Hernández και Gustavo Rojo, σε σενάριο του Oscar Estévez, διάρκειας 86 λεπτών, με πρωταγωνιστές, τους Florencia Colucci, Gustavo Alonso, Abel Tripaldi και María Salazar.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

1 Οκτωβρίου 2012

(2010) Matching Jack

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: Matching Jack


Η υπόθεση
Ο Jack (Tom Russell) είναι ένα μικρό αγόρι που ζει μια ευτυχισμένη ζωή με την οικογένειά του. Δυστυχώς όμως, η μοίρα θα του παίξει ένα πολύ άσχημο παιχνίδι, καθώς θα μάθει πως πάσχει από λευχαιμία. Μετά την εισαγωγή του στο νοσοκομείο, ο Jack θα γνωρίσει τον Finn (Kodi Smit-McPhee), ένα αγόρι στην ίδια ηλικία μ' εκείνον κι η μητέρα του, Marissa (Jacinda Barrett), με τη σειρά της, θα γνωρίσει τον Connor (James Nesbitt), τον πατέρα του Finn. Τα δυο παιδιά, αμέσως, θ' αρχίσουν ν' αναπτύσουν μια όμορφη φιλία, ενώ η Marissa, θ' αρχίσει να έρχεται σιγά-σιγά πιο κοντά με τον Connor. Μια νεαρή μητέρα, που έχει μόλις μάθει ότι ο γιός της πάσχει από μια σπάνια ασθένεια κι ο άντρας της την απατά για χρόνια, κι ένας χήρος πατέρας, που ο γιος του βρίσκεται στα τελευταία στάδια της ασθένειας, θα δώσουν κουράγιο ο ένας τον άλλον.

Η κριτική
Το "Matching Jack" είναι ένα όμορφο οικογενειακό δράμα, που σκοπό έχει ν' αποδείξει στο θεατή ότι ακόμα και στις πιο δύσκολες καταστάσεις, όταν κάποιος δεν εγκαταλείπει τις προσπάθειες, πάντα υπάρχει η πιθανότητα να πετύχει ένα μικρό θαύμα.
Η ταινία, δεν θ' αργήσει να μας εισάγει στο θέμα της αρρώστιας και στο χώρο του νοσοκομείου. Θα αρκεστεί σε μια υποτυπώδη εισαγωγή και θα περάσει κατευθείαν στο κυρίως θέμα της. Ενδιαφέρον παρουσιάζει δε κι ο τρόπος, με τον οποίο ο θεατής θα πληροφορηθεί για την φύση της ασθένειας του παιδιού. Τον όρο "λευχαιμία" δεν θα τον ακούσουμε για πρώτη φορά από ένα γιατρό, με στομφώδες ύφος, αλλά από τον Finn, ο οποίος πολύ φυσιολογικά θ' ανακοινώσει στον Jack (και κατά συνέπεια στο θεατή) ότι πάσχει απ' αυτό το είδος καρκίνου.
Στην πορεία της ταινίας, θα αποκαλυφθεί η συνήθεια του David (Richard Roxburgh), του πατέρα του Jack, να συνάπτει κατά καιρούς διάφορες εξωσυζυγικές σχέσεις. Το στοιχείο αυτό, όμως, θα δούμε ότι αντί να λειτουργήσει ως ένα ακόμα φορτίο στις πλάτες της Marissa, θα της δώσει ώθηση κι ελπίδα για την έκβαση της ασθένειας, αφού οπουδήποτε μπορεί να υπάρχει κάποιος αδελφός ή αδελφή του γιού της, που μπορεί να παράσχει στον νεαρό ένα συμβατό μόσχευμα.
Αντίστοιχα με την αστείρευτη δύναμη της μάνας, που βάζει στην άκρη τον εγωισμό της για το καλό του παιδιού της, θα γνωρίσουμε κι έναν πατέρα που κάνει τα αδύνατα-δυνατά, έτσι ώστε το παιδί του να φύγει ευτυχισμένο από αυτόν τον κόσμο. Η δύναμη που αντλούν οι δυο τους από την ανάγκη τους να προσφέρουν ανιδιοτελώς στα παιδιά τους αυτό που έχουν ανάγκη, θα τους φέρει κοντά και θα τους ενώσει με ουσιαστικό τρόπο.
Ερμηνευτικά οι πρωταγωνιστές είναι άκρως ικανοποιητικοί, κάνοντας τους χαρακτήρες τους ρεαλιστικούς, αφού χειρίζονται τις καταστάσεις με την ψυχραιμία των ανθρώπων που αναγκαστικά θα πρέπει να συμβιβαστούν με την αρρώστια, προκειμένου να προχωρήσουν τις ζωές τους. Η μουσική λειτουργεί βοηθητικά στη συναισθηματική φόρτιση ή αποφόρτιση και δε λείπει το γλυκό χαμόγελο ή ακόμα και το γέλιο που μπορεί να προκαλέσουν κάποιες σκηνές στο θεατή.
Σε γενικές γραμμές είναι μια συμπαθής επιλογή. Ο θεατής έρχεται αντιμέτωπος με μια δύσκολη ασθένεια σε μια ηλικία πολύ πρώιμη. Το γεγονός και μόνο ότι οι άνθρωποι που του παρουσιάζονται, έχουν βρει τη δύναμη να παλέψουν ενάντιά της, σαν να 'ναι κάτι το φυσιολογικό, γεμίζει με δύναμη κι αισιοδοξία το θεατή. Μπορεί να μην είναι από τις ταινίες που θα μείνουν ανεξίτηλες στη μνήμη του θεατή, αλλά είναι μια αρκετά καλή επιλογή για όσους ψάχνουν μια αισιόδοξη δραματική ταινία.

Βαθμολογία: 3/5

Τα σχετικά
Αυστραλιανό δράμα του 2010, βασισμένο σε ιστορία του Lynne Renew, σε σενάριο της Lynne Renew και David Parker και σκηνοθεσία της Nadia Tass, διάρκειας 99 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Jacinda Barrett, James Nesbitt, Tom Russell, Kodi Smit-McPhee, Richard Roxburgh και Yvonne Strahovski.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

30 Σεπτεμβρίου 2012

(2008) Φθινόπωρο

Πρωτότυπος τίτλος: Sonbahar
Αγγλικός τίτλος: Autumn


Η υπόθεση
Ο Yusuf (Onur Saylak) μετά από δέκα χρόνια πολιτικής κράτησης αποφυλακίζεται, για ιατρικούς λόγους, κι επιστρέφει στο χωριό του, κάπου στη Μαύρη Θάλασσα. Εκεί θα βρει να τον περιμένει μονάχα η γριά κι άρρωστη μητέρα του κι ο παιδικός του φίλος, Mikail (Serkan Keskin). Κατά την παραμονή του στο χωριό, θα γνωρίσει την Eka (Megi Kobaladze), μια όμορφη γυναίκα από την Γεωργία που μέσω της πορνείας προσπαθεί να βγάλει χρήματα για να συντηρήσει την μητέρα και την κόρη της. Μεταξύ τους θα αναπτυχθεί μια ιδιόμορφη σχέση συμπάθειας κι αγάπης. Μια ταινία αφιέρωμα στα όμορφα παιδιά των ανυπόμονων καιρών που δεν κυνήγησαν ποτέ τα όνειρά τους.

Η κριτική
Το "Φθινόπωρο" θα μπορούσε κάλλιστα να περιγραφεί ως μια από τις ομορφότερες ποιητικές ταινίες που έχει βγάλει ο κινηματογράφος. Σ' αυτήν, δεν υπάρχει κάποιο μήνυμα που πρέπει να φτάσει στον παραλήπτη, είναι μια ταινία που μιλά μέσω της μουσικής και της φωτογραφίας της κι απευθύνεται στον καθένα μας ξεχωριστά.
Στην ταινία του αυτή, ο Özcan Alper, καταφέρνει να συνδυάσει έξοχα το πρόσφατο πολιτικό παρελθόν της Τουρκίας με το ηθογραφικό στοιχείο διαφόρων, ξεχασμένων απ' το Θεό, τόπων της χώρας του. Χωρίς ο ίδιος να ασκεί κάποιου είδους κριτική στα πολιτικά πεπραγμένα της χώρας του, προβάλλοντας απλώς ντοκουμέντα, αφήνει τη δυνατότητα στο θεατή να κρίνει τα γεγονότα που του παρουσιάζονται, όπως εκείνος νομίζει. Ακριβώς την ίδια τακτική ακολουθεί και με τη νοοτροπία των ανθρώπων στα χωριά. Ο Alper απλώς τους εμφανίζει, δεν τους αναλύει, αφήνει τη δουλειά αυτή στον θεατή.
Οι άνθρωποι που θα γνωρίσουμε στο αριστούργημα αυτό, είναι είτε φτωχοί γερασμένοι άνθρωποι που δεν έχουν τη δυνατότητα, πια, να αποδράσουν από την υπέροχη αυτή γη, είτε νέοι άνθρωποι που φοβούμενοι να κυνηγήσουν ένα καλύτερο μέλλον, συμβιβάζονται με ό,τι μπορεί να τους προσφέρει το παρόν, αφήνοντας τα όνειρά τους στην άκρη. Ακόμα κι ο Yusuf, όμως, που έχει κυνηγήσει τα όνειρά του κι έχει πληρώσει γι' αυτά με τη στέρηση της ελευθερίας του, θα δούμε ότι γυρίζοντας στην πατρίδα του, έχει πλέον χάσει την ταυτότητά του. Τα δέκα χρόνια που πέρασε στις φυλακές, τον κάνουν να μοιάζει με ξένο και τρελό, στα μάτια των συγχωριανών του.
Στην ταινία δεν θα δούμε την αντιθετική δύναμη του καλού και του κακού. Υπάρχουν μόνο οι άνθρωποι κι η μοναξιά τους. Παρόλα αυτά όμως, το "Φθινόπωρο" δεν αποτελεί την επιτομή του πεσιμισμού, όπως πολύ εύκολα μπορεί να φανταστεί κάποιος. Αντίθετα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι φέρει μια νότα αισιοδοξίας, αφού παρουσιάζει, παράλληλα με την παραίτηση και τον συμβιβασμό, την έμφυτη ανάγκη του ανθρώπου να προσπαθεί να βρει την ευτυχία, ακόμα και σε καταστάσεις προαποφασισμένες, όπως ο θάνατος. Ακόμα και στο χείλος του γκρεμού, όσο ο άνθρωπος αναπνέει, πάντα θα έχει τη θέληση να ζει και να ελπίζει.
Εντύπωση, κάνουν επίσης κι οι σκηνές που παρεμβάλλονται, μέσω της τηλεόρασης. Θα δούμε κινούμενα σχέδια, καλλιτεχνικό πατινάζ, αλλά και την τελευταία σκηνή από τον "Θείο Βάνια" του Anton Chekhov, η οποία λειτουργεί περισσότερο σαν σκηνή-κλειδί για την έκβαση και συμπλήρωση της ιστορίας. Ο Alper θα επιλέξει να κλείσει την ταινία του, προβάλλοντας ένα χειμωνιάτικο χιονισμένο τοπίο με τη συνοδεία ενός μοιρολογιού, μια σκηνή που με την απλότητά της θα συγκλονίσει το θεατή.
Το "Φθινόπωρο" του Özcan Alper είναι ένα πορτραίτο της ανθρώπινης ψυχής και της τούρκικης επαρχίας, που δικαίως έχει βραβευτεί κι επαινεθεί από αρκετά φεστιβάλ. Όντας μια ταινία αργή, αλλά με υπέροχη φωτογραφία και ρεαλιστικούς χαρακτήρες, προτείνεται κατά κύριο λόγο στους σινεφίλ του κινηματογραφικού χώρου, αλλά πιθανώς να είναι κατάλληλη και για όσους τους ελκύει η γνωριμία με τον πολιτισμό μιας Τουρκίας στο περιθώριο των συνόρων της.

Βαθμολογία: 4,5/5

Τα σχετικά
Τούρκικο δράμα του 2008, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Özcan Alper, διάρκειας 99 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές τους Onur Saylak, Megi Kobaladze, Serkan Keskin και Raife Yenigül.

Οι σύνδεσμοι
Trailer 
Imdb
Rotten Tomatoes

22 Σεπτεμβρίου 2012

(2012) Ο Καίσαρας πρέπει να πεθάνει

Πρωτότυπος τίτλος: Cesare deve morire
Αγγλικός τίτλος: Ceasar must die


Η υπόθεση
Στις φυλακές Rebibbia, οι κρατούμενοι του τμήματος υψίστης ασφαλείας, θ' ανεβάσουν τον "Ιούλιο Καίσαρα" του William Shakespeare. Μετά από ένα απόσπασμα της τελευταίας σκηνής του έργου, στην αρχή της ταινίας, ο θεατής γυρνάει 6 μήνες πριν και καλείται να παρακολουθήσει, μέσα από τις πρόβες των κρατουμένων, την ιστορία του "Ιουλίου Καίσαρα" που αλληλεπιδρά με τις προσωπικότητες των κρατουμένων.

Η κριτική
Οι Αδελφοί Taviani, παρά το προχωρημένο της ηλικίας τους, έχουν καταφέρει να προσθέσουν στη πολύχρονη καριέρα τους, αλλά και να δώσουν, παράλληλα, στον Ευρωπαϊκό κινηματογράφο, άλλο ένα κινηματογραφικό αριστούργημα. Κι η ταινία τους, αυτή, είναι αριστουργηματική για τον εξής, απλούστατο, λόγο: Η πρώτη λέξη που έρχεται στο μυαλό του θεατή, αφού την έχει δει, είναι η λέξη "σεβασμός".
Οι δυο Ιταλοί αδελφοί έχουν καταφέρει στο νέο τους δημιούργημα να παρουσιάσουν κάτι κλασικό, που ταιριάζει στην ηλικία τους, με πρωτοποριακό τρόπο, που εκπλήσσει ως σύλληψη. Ταυτόχρονα, όμως, έχουν καταφέρει να δείξουν τον απόλυτο σεβασμό στο θεατρικό κείμενο, αλλά και στις ζωές των φυλακισμένων που το αναπαριστούν, χωρίς να έρχονται σε αντίθεση, ούτε στο ελάχιστο, στον τρόπο κινηματογράφισής τους και να θέτουν στην άκρη το προσωπικό τους ύφος.
Το έργο "Ο Καίσαρας πρέπει να πεθάνει" είναι ένα δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ, που βασίζεται σ' ένα κεντρικό σενάριο, από το οποίο, βέβαια, δε λείπουν οι αυτοσχεδιαστικές σκηνές, που στα γυρίσματα λειτούργησαν και συμπεριελήφθησαν στο τελικό αποτέλεσμα.
Η ταινία τους είναι γυρισμένη, κατά κύριο λόγο, με ασπρόμαυρη εικόνα. Αρχικά, ο διαχωρισμός, έγχρωμου κι ασπρόμαυρου, γίνεται βάσει της χρονικής τοποθέτησης. Το "σήμερα" είναι γυρισμένο με έγχρωμη εικόνα, ενώ το "παρελθόν" θα το δούμε σε αποχρώσεις του άσπρου και του μαύρου. Σε συνέντευξή τους, οι Taviani, όταν ερωτήθηκαν για ποιό λόγο επέλεξαν το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας τους να είναι ασπρόμαυρο, μεταξύ άλλων, απάντησαν ότι το χρώμα προσδίδει ρεαλισμό ενώ το ασπρόμαυρο όχι. Το γεγονός αυτό, τους έδινε μεγαλύτερη ελευθερία να παρουσιάσουν αυτόν τον "παράλογο" κόσμο της φυλακής της Rebibbia και τον Βρούτο (Salvatore Striano) στο κελί του να μονολογεί: "Ο Καίσαρας πρέπει να πεθάνει".
Ας μην ξεχνάμε, όμως, ότι ολόκληρη η ταινία αφορά την παρουσίαση ενός θεατρικού έργου με παράλληλη προβολή διαφόρων στοιχείων της σημερινής κοινωνίας. Το ασπρόμαυρο, όντας ανέκαθεν περισσότερο καλλιτεχνικό, τους δίνει, επίσης, τη δυνατότητα να δηλώσουν στο θεατή ότι αυτό που παρακολουθεί είναι ένα "θέατρο εν κινηματογράφω" (ανάλογο του "θέατρο εν θεάτρω").
Η επιλογή, δε, των Taviani να ξεκινήσουν την ταινία από την παράσταση κι απ' το τέλος του θεατρικού έργου, ενώ, στην αρχή, μοιάζει με σκηνοθετικό τερτίπι που τους βοηθά να εισάγουν το θεατή σε μια κατάσταση, έτσι ώστε να μην εκλάβει ως εισαγωγή την παρουσίαση των πρωταγωνιστών του θιάσου στις οντισιόν, καταλήγει να έχει κι άλλη σκοπιμότητα. Επαναλαμβάνοντας την τελική σκηνή του θεατρικού έργου, λίγο πριν το κλείσιμο της ταινίας τους, έχουν καταφέρει να δώσουν στο θεατή να καταλάβει ότι το εκπληκτικό αποτέλεσμα που έχει δει στην αρχή την κινηματογραφικής προβολής, δεν είναι αποτέλεσμα σκληρών προβών κι ενός καλού έργου, αλλά αποτελεί, παράλληλα, φυσική απόρροια του πάθους με το οποίο καταπιάνονται οι φυλακισμένοι με το project αυτό, αλλά, περισσότερο, οι ρόλοι αποτελούνται από κομμάτια των ιδίων.
Μιας κι οι ηθοποιοί δεν είναι επαγγελματίες, αλλά ερασιτέχνες, θα προτιμήσω να αναφέρω, μόνο, ότι οι Taviani δεν θα μπορούσαν να έχουν διαλέξει καλύτερο ερασιτεχνικό θίασο για να παρουσιάσει το συγκεκριμένο έργο. Η συνοδεία της μουσικής, πάλι, όπως σε κάθε τους ταινία, παίζει πολύ σημαντικό ρόλο, προσθέτοντας στο τελικό αποτέλεσμα συναισθηματικό βάθος.
Θα κλείσω αναφερόμενη, και πάλι, σε ένα απόσπασμα από συνέντευξη των Ιταλών αδελφών. Ο Paolo Taviani, όταν ρωτήθηκε για τη σχέση της ταινίας με την πολιτική κατάσταση της Ιταλίας του σήμερα, απάντησε, μεταξύ άλλων, ότι είναι πολύ λιγότερο "πολιτικοί" απ' όσο οι κριτικοί θέλουν να πιστεύουν για το έργο τους. Θέλω να σταθώ εδώ, για να κλείσω, με αυτό τον τρόπο, το εγκώμιο. Ίσως, οι Taviani, να έχουν θεωρηθεί από το κοινό και τους κριτικούς άκρως "πολιτικοί", μόνο και μόνο, γιατί σε κάθε τους ταινία έχουν κάτι να πούνε. Κι ίσως, πάλι, ακριβώς αυτό να είναι και το μυστικό της επιτυχίας τους, δεν στοχεύουν να κάνουν σαφές το μήνυμά τους κι ακριβώς επειδή οι ταινίες τους δεν είναι επιτηδευμένα πολιτικές, το κοινωνικο-πολιτικό τους μήνυμα γίνεται ευκολότερα αποδεκτό.
Η ταινία προτείνεται σε όλους τους θαυμαστές των Αδελφών Taviani, στους λάτρεις του Ευρωπαϊκού κινηματογράφου, στους σινεφίλ φίλους, αλλά και σε όσους θεατρόφιλους, έχουν τη διάθεση να δούνε έναν ελαφρώς, αλλά με πολύ όμορφο και κομψό τρόπο, πειραγμένο Shakespeare.

Βαθμολογία: 4,5/5

Τα σχετικά
Ιταλικό δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ, παραγωγής του 2012, βασισμένο στο θεατρικό έργο "Ιούλιος Καίσαρας" του William Shakespeare, σε σενάριο και σκηνοθεσία των Paolo και Vittorio Taviani, διάρκειας 76 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Cosimo Rega, Salvatore Striano, Giovanni Arcuri, Antonio Frasca, Juan Dario Bonetti, Vincenzo Gallo, Rosario Majorana, Francesco De Masi, Gennaro Solito, Vittorio Parrella, Pasquale Crapetti και Francesco Carusone.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

12 Σεπτεμβρίου 2012

(1982) Η νύχτα του Σαν Λορέντζο

Πρωτότυπος τίτλος: La notte di San Lorenzo
Αγγλικός τίτλος: The night of San Lorenzo
Δευτερεύων αγγλικός τίτλος: The night of the shooting stars


Η υπόθεση
Μια μητέρα, τη νύχτα του Σαν Λορέντζο, με αφορμή την ημέρα αυτή, θα αφηγηθεί στο νεογέννητο γιο της μια πραγματική ιστορία από το 1944. Η ιστορία, μιλά για μια ομάδα κατοίκων του San Martino, που κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου ξεκίνησε να βρει τους Αμερικάνους συμμάχους. Στο δρόμο, θα περιγράψει τις περιπέτειες, τις χαρές, τις λύπες, την ελπίδα αλλά και τις απώλειες αυτής της ομάδας.

Η κριτική
Οι Paolo και Vittorio Taviani, έδωσαν το 1982 στον κινηματογράφο, ένα αριστούργημα, βασισμένο σε μια προσωπική ιστορία. Η ταινία, αφορά τους κατοίκους του San Martino (το χωριό από το οποίο κατάγονται οι Taviani) κι η ιστορία που εκτυλίσσεται είναι η πραγματική ιστορία των κατοίκων του, η οποία με τα χρόνια έγινε μέρος της λαϊκής παράδοσης αυτού του χωριού της Τοσκάνης.
Ως κεντρικό πρόσωπο της ταινίας, αν και δεν έχουν θέσει κάποιον συγκεκριμένο πρωταγωνιστή, οι δυο αδελφοί, έχουν επιλέξει να βάλουν ένα παιδί. Η Cecilia (Micol Guidelli), η γυναίκα που μετά από χρόνια θ' αφηγηθεί την ιστορία στο γιο της, είναι μόλις έξι χρονών όταν αναγκάζεται να εγκαταλείψει το χωριό της και να περιπλανηθεί στην ιταλική επαρχία. Το γεγονός ότι παρουσιάζουν τα γεγονότα, μέσα από τη ματιά ενός μικρού παιδιού, τους δίνει τη δυνατότητα να κάνουν μια έμμεση, αλλά σαφή κριτική στη φρικαλεότητα του πολέμου. Παρουσιάζουν τον πόλεμο με λυρικό τρόπο, ως αυτό που στην πραγματικότητα είναι: Ένα έγκλημα της ανθρωπότητας προς την ίδια την ανθρωπότητα.
Άλλο ένα εκπληκτικό στοιχείο της ταινίας, είναι τα χρώματα που χρησιμοποιούν σ' αυτήν οι Taviani. Κινηματογραφώντας την ιταλική επαρχία, δεν προσπαθούν να διαστρεβλώσουν το τοπίο, χρησιμοποιώντας τεχνητό φωτισμό, αλλά αντίθετα κόντρα στα γεγονότα του πολέμου, αφήνουν το ζωντανό σταχί χρώμα και τα έντονα χρώματα από τα ρούχα των κατοίκων του χωριού να πρωταγωνιστήσουν στην κάμερα. Καθιστούν έτσι σαφές ότι έχουν γυρίσει την ταινία για να τιμήσουν τον τόπο τους, αλλά και τους ανθρώπους που έζησαν τότε. Μόνο για λίγο, θα δούμε στην ταινία, το μαύρο χρώμα να πρωταγωνιστεί κι μόνο μέχρι να έρθει το προσωρινό τέλος του San Martino, τουλάχιστον του San Martino όπως το γνώριζαν μέχρι τότε οι χωρικοί. Μετά, θα πετάξουν από πάνω τους τη μαυρίλα και θα συνεχίσουν ακάθεκτοι μέσα στο χρώμα, αποδεικνύοντας πως η ανθρώπινη δύναμη είναι ικανή να ξεπεράσει κάθε δυσκολία.
Τη νύχτα που θ' ανατιναχτεί το San Martino, επίσης, θα δούμε για πρώτη φορά ξεκάθαρα, κάτι που υπάρχει καθ' όλη τη διάρκεια της ταινίας. Οι πρωταγωνιστές, η ομάδα αυτή της οποίας τη ζωή καλούμαστε να παρακολουθήσουμε για ένα μικρό χρονικό διάστημα, αποτελείται από πολλές διάσπαρτες προσωπικότητες. Το κάθε ένα από τα άτομα που την απαρτίζουν, κάνει διαφορετικές σκέψεις, έχει διαφορετικές ελπίδες, πιστεύει διαφορετικά πράγματα, σκέφτεται διαφορετικά από τον διπλανό του, αλλά παρόλα αυτά καταφέρνουν να μείνουν ενωμένοι, έχοντας ένα κοινό στόχο κι αυτό είναι πάνω απ' όλα.
Το νεορεαλιστικό στοιχείο της ταινίας, η αψεγάδιαστη φωτογραφία της, η οπερατική μουσική που ντύνει με τόση πληρότητα την ιστορία, οι αργοί ρυθμοί της, σε κάποια σημεία, που αφήνουν το χρόνο στο θεατή να κατανοήσει καλύτερα τη χρησιμότητα των σκηνών αυτών, αλλά και οι γρήγοροι ρυθμοί της, σε άλλα, που δεν τον αφήνουν να βαρεθεί, έρχονται να πλέξουν το έξοχο αυτό έργο, που παρέδωσαν οι δυο Ιταλοί αδελφοί στην ιστορία του κινηματογράφου. Μια τόσο ποιητική, αλλά παράλληλα και ρεαλιστική ιστορία.

Βαθμολογία: 4/5

Τα σχετικά
Ιταλικό ιστορικό δράμα του 1982, σε σενάριο των Paolo Taviani, Vittorio Taviani, Giuliani G. De Negri, με τη συνεργασία του Tonino Guerra και σκηνοθεσία των Paolo Taviani και Vittorio Taviani, διάρκειας 105 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Micol Guidelli, Norma Martelli, Claudio Bigagli, Miriam Guidelli, Massimo Bonetti, Sabina Vannucchi, Enrica Maria Modugno, Omero Antonutti και Margarita Lozano.

Οι σύνδεσμοι

27 Αυγούστου 2012

(1928) Ο κινηματογραφιστής

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: The cameraman


Η υπόθεση
Ένας πλανόδιος φωτογράφος, ο Buster (Buster Keaton), συναντά κι ερωτεύεται τη Sally (Marceline Day). Της ζητά να τη φωτογραφίσει, όμως εκείνη μέχρι να εμφανιστεί η φωτογραφία, εξαφανίζεται με κάποιο νεαρό κινηματογραφιστή της MGM. Ο Buster, πηγαίνει στα γραφεία της MGM, αναζητώντας τη Sally κι αφού τη βρίσκει, αποφασίζει να δουλέψει ως κινηματογραφιστής, για να είναι κοντά της. Ακολουθούν μια σειρά από αστεία σκετσάκια (γκαγκς), στα οποία ο Buster, προσπαθεί να αποδείξει την ικανότητά του ως κινηματογραφιστής, αλλά και να κερδίσει την καρδιά της Sally.

Η κριτική
Αντί κριτικής, θα προτιμήσω ν' αναφερθώ με δυο λόγια στο δημιουργό της ταινίας. O Buster Keaton, αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του Αμερικανικού μπουρλέσκ. Από πολλούς, θεωρείται μάλιστα, ανώτερος του Charlie Chaplin, ενώ, λόγω του παιξίματός του, έχει λάβει το παρατσούκλι "Το μεγάλο πέτρινο πρόσωπο".
Ο Keaton, προερχόμενος από το χώρο του τσίρκου, κάνει ταινίες που βασίζονται σ' ένα χαρακτήρα Αρλεκίνου κι είναι κυρίως "κινητικές". Το κυριότερο χαρακτηριστικό του όμως, είναι η ανέκφραστη κι ατάραχη έκφραση του προσώπου του, την οποία καταφέρνει να διατηρεί σ' όλη τη διάρκεια των ταινιών του. Ο ίδιος ο Keaton, είχε δηλώσει, πως ως παιδί, όταν ακόμα δούλευε μαζί με τους γονείς του στο τσίρκο, είχε παρατηρήσει πως κάθε φορά που ο πατέρας του τον πετούσε στο σκηνικό, την ορχήστρα ή τους θεατές, αν ο ίδιος κατάφερνε να πνίξει το γέλιο του, το σκετς προκαλούσε περισσότερο γέλιο στο κοινό.
Στις ταινίες του, σημαντικό ρόλο, έχουν οι χώροι των γυρισμάτων, που κατά κύριο λόγο είναι εξωτερικοί. Επίσης, το χαρακτήρα του, μοιάζει να τον ακολουθεί, συνεχώς, ένα μαύρο συννεφάκι, αφού η μια ατυχία, έπεται της άλλης, δημιουργώντας έτσι ένα σύνολο από γκαγκς (αστεία περιστατικά), που στο τέλος, συνήθως, καταφέρνει να ξεπεράσει και να βρει, επιτέλους, το δίκιο του.
Παρ' όλη την επιτυχία που γνώρισε ο Buster Keaton, στα χρόνια του βωβού κινηματογράφου, δεν μπόρεσε να προσαρμοστεί κατάλληλα στις απαιτήσεις του ομιλούντος, κι έγινε έτσι ο πρώτος star, που έμεινε εκτός του κινηματογραφικού συστήματος.
Από τις σημαντικότερες ταινίες του, είναι: "Η φιλοξενία μας/Our hospitality" του 1923, "Ο θαλασσοπόρος/The navigator" του 1924, "Σέρλοκ, ο νεότερος/Sherlock Jr." επίσης του 1924, "Επτά ευκαιρίες/Ο τυχερός/Seven chances" του 1925, "Ο στρατηγός/The general" του 1927, "Ο κινηματογραφιστής/The cameraman" του 1928 και "Απόφοιτος κολλεγίου/Steamboat Bill, Jr." επίσης του 1928.
Προσωπικά, τη συγκεκριμένη ταινία, θα την πρότεινα μόνο σε λάτρεις του βωβού και σε σινεφίλ, καθώς δεν πιστεύω πως αποτελεί μια απ' τις καλύτερες ταινίες του είδους της, ενώ παράλληλα υπάρχουν αρκετά δείγματα σλάπστικ, καταλληλότερα για κάποιον που θέλει απλώς να πειραματιστεί.

Βαθμολογία: 4/5

Τα σχετικά
Αμερικάνικη, βωβή, κωμωδία του 1928, σε ιστορία των Clyde Bruckman, Lew Lipton, Richard Schayer, Joseph Farnham, Al Boasberg και Byron Morgan και σκηνοθεσία των Edward Sedgwick και Buster Keaton, διάρκειας 69 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές τους Buster Keaton, Marceline Day, Harold Goodwin, Sidney Bracey και Harry Gribbon.

Οι σύνδεσμοι
Αντί για trailer
Imdb
Rotten Tomatoes 

15 Αυγούστου 2012

(2011) Μεσοτοιχίες

Πρωτότυπος τίτλος: Medianeras
Αγγλικός τίτλος: Sidewalls
 

Η υπόθεση
Η ταινία, παρουσιάζει τις ζωές δυο Αργεντίνων, μιας γυναίκας κι ενός άντρα, έως τη στιγμή που τα δυο αυτά πρόσωπα θα γνωριστούν. H Mariana (Pilar López de Ayala) κι ο Martín (Javier Drolas), είναι δυο νεαροί γείτονες, που κατοικούν στο Buenos Aires, μια σύγχρονη μεγαλούπολη, δεν έχουν συναντηθεί ποτέ και ζει ο καθένας την καθημερινότητά του, ανάμεσα σε εκατομμύρια κόσμου, ουσιαστικά μόνος του. Η ψυχοσύνθεση των ηρώων, μοιάζει τόσο οικεία, που δεν αποκλείεται να τους έχουμε συναντήσει κάποια στιγμή στη ζωή μας.

Η κριτική
Προσωπικά, η ταινία μου κέντρισε το ενδιαφέρον, γιατί αποτελεί ουσιαστικά, ένα love story, το οποίο ο σκηνοθέτης του, έχει επιλέξει να παρουσιάσει πολύ διαφορετικά απ' ό,τι έχουμε συνηθίσει μέχρι στιγμής. Συνήθως, αυτού του τύπου οι ταινίες, ξεκινάνε μετά τη γνωριμία των δυο ηρώων, ακολουθεί κάποια αλληλουχία γεγονότων, στην οποία αναπτύσσεται η ψυχοσύνθεσή τους, ο θεατής πείθεται ότι οι δύο ήρωες είναι πλασμένοι ο ένας για τον άλλο και στο τέλος, συνήθως, τους (ξανα)βρίσκουμε μαζί.
Η συγκεκριμένη προσέγγιση είναι πολύ διαφορετική και πολύ πιο ρεαλιστική. Ο Gustavo Taretto (σεναριογράφος/σκηνοθέτης), έχει επικεντρωθεί στην ανάπτυξη των χαρακτήρων, ως μεμονωμένες προσωπικότητες. Είναι δύο άτομα διάφορα το ένα απ' το άλλο, άτομα που έχουν ο καθένας το δικό του παρελθόν, τις δικές του φοβίες, τις δικές του προσδοκίες, άτομα καθημερινά, που συμπληρώνουν ο ένας τον άλλον πλατωνικά και συνεπώς ουσιαστικά.
Παρόλα αυτά όμως, καθώς είναι ρεαλιστική η ταινία, ο θεατής δεν μπορεί να είναι σίγουρος, αν οι δυο χαρακτήρες θα καταλήξουν μαζί, κυρίως γιατί τα δυο πρόσωπα, μέχρι τέλους, παραμένουν άγνωστα μεταξύ τους.
Η αλήθεια είναι ότι η πλοκή της ταινίας εκτυλίσσεται εξαιρετικά αργά. Μπορεί να αφορά ένα love story, αλλά αν έπρεπε να την κατατάξω σε κάποιο είδος, νομίζω της ταιριάζει καλύτερα ο χαρακτηρισμός "κοινωνική", παρά κάποιος άλλος. Αυτό δε σημαίνει βέβαια, ότι της λείπουν διάφορα χαριτωμένα περιστατικά που συναντάμε στις ρομαντικές κομεντί. Προσωπικά δεν θα την πρότεινα σε κάποιον που δεν έχει δει ποτέ Ευρωπαϊκό ή Λατινοαμερικάνικο κινηματογράφο, γιατί θα του φαινόταν πολύ αραιή κι ανούσια ταινία. Αντιθέτως, θα την σύστηνα ανεπιφύλακτα σε κάποιον που θέλει να δει κάτι διαφορετικό, κάτι καινούργιο, τονίζοντάς του όμως, ότι η ταινία που πρόκειται να δει, απαιτεί τη συμμετοχή/αμέριστη προσοχή του, για να μπορέσει να την απολαύσει.
Σημείωση: Ο τίτλος (η μεσοτοιχία) κι η αφίσα (το πλήθος κόσμου) της ταινίας, αποτελούν το κεντρικό θέμα της ταινίας, γύρω από το οποίο αναπτύσσεται η υπόθεση. Τα επαγγέλματα επίσης των δυο πρωταγωνιστών, είναι άμεσα συνδεδεμένα με τα κοινωνικά προβλήματα της σημερινής κοινωνίας. Οι αρχιτέκτονες, έχουν οικοδομήσει τις απρόσωπες κοινωνίες κι οι web designers έχουν οικοδομήσει την απρόσωπη καθημερινότητά μας.

Βαθμολογία: 3,5/5

Τα σχετικά
Ταινία του 2011, Αργεντίνικης παραγωγής, κοινωνική με αρκετά στοιχεία ανάλαφρης κομεντί, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Gustavo Taretto, διάρκειας 95 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές τους Javier Drolas και Pilar López de Ayala.

Οι σύνδεσμοι