Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ελληνικός κινηματογράφος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ελληνικός κινηματογράφος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

26 Νοεμβρίου 2012

(2012) Αν...

Πρωτότυπος τίτλος: Αν...
Αγγλικός τίτλος: What if...


Η υπόθεση
Ο Δημήτρης (Χριστόφορος Παπακαλιάτης) είναι ένας νεαρός σκηνοθέτης, ιδιοκτήτης ενός θηλυκού γερμανικού ποιμενικού, το οποίο αποκαλεί "Μοναξιά". Ένα βράδυ η Μοναξιά θα ζητήσει επίμονα να βγει βόλτα. Η απόφαση που θα πάρει ο Δημήτρης, θα επηρεάσει δραματικά τη ζωή του. "Αν..." επιλέξει να βγάλει βόλτα τη Μοναξιά, θα γνωρίσει τον έρωτα της ζωής του, την Χριστίνα, μια νεαρή αρχιτεκτόνισσα, και θ' ανακαλύψει έναν όγκο στην κοιλιακή χώρα της Μοναξιάς. "Αν...", πάλι, βγάλει τον σκύλο στην αυλή, θα δεχτεί επίθεση από μια συμμορία ληστών, θα βιώσει την απώλεια της Μοναξιάς και θα συνεχίσει να ζει την εργένικη ζωή του.

Η κριτική
Η νέα ταινία του Χριστόφορου Παπακαλιάτη, όσο περίεργο κι αν ακούγεται, έχει τις βάσεις της στην οικονομική κρίση και προσπαθεί να παρουσιάσει τον τρόπο που αυτή εισχωρεί κι επηρεάζει τη ζωή ενός ζευγαριού, παρά το γεγονός ότι είναι δεμένο με μια βαθιά κι αληθινή αγάπη.
Μπορεί η ταινία να παρουσιάζει τις δυο διαφορετικές τροπές που θα μπορούσε να έχει πάρει η ζωή του πρωταγωνιστή, ανάλογα με μια στιγμιαία απόφαση που καλείται να πάρει, όμως ο χρόνος της ταινίας δεν διαιρείται ισόποσα και ως κεντρική ιστορία, παρουσιάζεται αυτή που ο Δημήτρης γνωρίζει κι επενδύει στον έρωτα της ζωής του.
Πριν συνεχίσω την κριτική της ταινίας, θα ήθελα ν' απευθυνθώ στους επικριτές του Παπακαλιάτη και να τους ενημερώσω ότι αν θέλουν να δουν την ταινία για να βγάλουν τ' άπλυτά της στη φόρα, δεν πιστεύω ότι το αποτέλεσμα θα τους εκπλήξει θετικά. Όποιος θέλει να κράξει, θα κράξει. Αν κι η επιτυχία που έχει καταφέρει να κάνει στον τηλεοπτικό χώρο ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης, δεν είναι τυχαία, επικριτές πάντα υπήρχαν και θα συνεχίσουν να υπάρχουν.
Και για να ξεκαθαρίσω τη θέση μου, δεν ανήκω, ακριβώς, στους φανατικούς Παπακαλιατικούς θεατές. Παραδέχομαι ότι κάθε φορά που έκανε μια καινούργια τηλεοπτική παραγωγή, την περιμένα πώς και πώς για να τον κράξω υποκριτικά, αλλά ο τρόπος που σκηνοθετεί με έκανε ν' αναβάλλω τις δουλειές μου κάθε Δευτέρα βράδυ και να στήνομαι μπροστά απ' το χαζοκούτι για να παρακολουθήσω την συνέχεια. Επειδή, δε, είμαι ένας άνθρωπος που έχει κόψει την επικοινωνία με το χαζοκούτι, χρόνια τώρα, οφείλω να του αναγνωρίσω το ταλέντο του κλέβειν-από-παντού και του να συνθέτει δράματα που κρατάνε το κοινό. Οπότε με θράσος θα πω ότι μου άρεσε εξίσου και το κινηματογραφικό του ντεμπούτο, όπως πρόκειται ν' αρέσει σε όλους όσους "κολλάνε" με τις σειρές του.
Εντάξει, το κεντρικό θέμα είναι κλεμμένο ή αποτελεί απλώς μια παραλλαγή του "Απρόσμενου έρωτα" του Peter Howitt, με κυριότερη αλλαγή την εστίαση του "Αν..." στη ζωή του άντρα κι όχι της γυναίκας. Βέβαια, το γεγονός αυτό, από μόνο του δεν σημαίνει κάτι, καθώς αναμιγνύοντας κι άλλα στοιχεία, όπως τους χαρακτήρες της Ελενίτσας (Μάρως Κοντού) και του Αντωνάκη (Γιώργου Κωνσταντίνου) από την ταινία "Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα" ή τις εικόνες μιας Αθήνας απ' τα παλιά και μιας Αθήνας που καταρρέει στο σήμερα, ο Παπακαλιάτης, συνθέτει ένα μοναδικό δράμα, όπως μόνο εκείνος ξέρει και πετυχαίνει να παρουσιάσει μια ιστορία που θα πουλήσει, γιατί ακόμα και στην κρίση, ασχολείται με κάτι που αφορά μια συντριπτική πλειοψηφία του κοινού, τον έρωτα και την μοίρα.
Αν όχι όλοι, οι περισσότεροι έχουμε αναρωτηθεί κατά τη διάρκεια της ζωής μας αν τα πράγματα που βιώνουμε είναι προδιαγεγραμμένα ή αν όλα βασίζονται στις επιλογές που κάνουμε. Απάντηση σ' αυτό το ερώτημα κανείς μας δεν μπορεί να δώσει, γιατί κανείς δεν ξέρει αν κάναμε κάτι διαφορετικά, πώς θα ήταν οι ζωές μας σήμερα. Αλλά, αν, υπήρχε η δυνατότητα να κρυφοκοιτάξουμε την άλλη εκδοχή της ζωής μας, δεν θα θέλαμε να δούμε αν κάποια πράγματα είναι μοιραία ή επιλεγμένα από μας;
Με την κλασική ευθύτητα που χαρακτηρίζει και τους τηλεοπτικούς του διαλόγους, την πολυλογία με (αμπελο)φιλοσοφικό υπόβαθρο, τις απρόσμενες καταστάσεις που δίνουν μια κωμική νότα στην πλοκή, τα διάφορα οικογενειακά δράματα, την εξαιρετική φωτογραφία του, τις προσεγμένες μουσικές επιλογές του, το ασυνήθιστα λίγο, για Παπακαλιάτη, γυμνό, τον έρωτα δυο νέων και την ζυμωμένη αγάπη δυο αξιολάτρευτων προσώπων, την εκπληκτική ερμηνεία της Μαρίνας Καλογήρου και τα υπέροχα περάσματα ηθοποιών όπως η Θέμις Μπαζάκα, ο Φάνης Μουρατίδης, ο Βασίλης Χαραλαμπόπουλος κι ο Τάκης Σπυριδάκης, ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης παρουσιάζει μια παραγωγή που ξεφεύγει από τα πρότυπα των ελληνικών ταινιών, όντας ιδιαίτερα εμπορική. Χωρίς όμως, αυτό να είναι κακό. 
Αν είστε θαυμαστής του τηλεοπτικού Παπακαλιάτη, μην την χάσετε. Αν πάλι ανήκετε σ' αυτούς που θέλουν να δουν ένα ανάλαφρο ερωτικό δράμα που να τους κρατήσει μέχρι το τέλος ή είστε λάτρης της Πλάκας, αυτής της πλευράς της Αθήνας που μένει ανέγγιχτη απ' το χρόνο, δείτε την. Αν πάλι ανήκετε σ' αυτούς που αντιπαθούν τις δουλειές του Παπακαλιάτη, δεν υπάρχει κανένας λόγος ν' αποπειραθείτε να την δείτε, σας το λέω εγώ ότι δεν θα σας αρέσει και θα χάσετε το χρόνο σας.

Βαθμολογία: 3/5

Τα σχετικά
Ελληνικό δράμα του 2012, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Χριστόφορου Παπακαλιάτη, διάρκειας 111 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Χριστόφορο Παπακαλιάτη, Μαρίνα Καλογήρου, Μάρω Κοντού, Γιώργο Κωνσταντίνου, Μαρία Σολωμού, Θέμιδα Μπαζάκα, Βασίλη Χαραλαμπόπουλο και Φάνη Μουρατίδη.

Οι σύνδεσμοι
Trailer 
Imdb 

25 Νοεμβρίου 2012

(2011) Απ' τα κόκαλα βγαλμένα

Πρωτότυπος τίτλος: Απ' τα κόκαλα βγαλμένα
Αγγλικός τίτλος: Welcome to "All Saints"


Η υπόθεση
Ο Γιώργος Σπυράτος (Αργύρης Ξάφης) καταφέρνει επιτέλους, μετά από πέντε χρόνια αναμονής, να πάρει ειδίκευση κοντά στον διευθυντή της Β' Ορθοπεδικής των Αγίων Πάντων, Κωνσταντίνο Θεοτόκη (Μηνά Χατζησάββα). Εκεί, θα γνωρίσει τον Κύπριο επιμελητή Πάμπο Κολοκάση (Δημήτρη Ήμελλο), την αναισθησιολόγο Δώρα (Άννα Κουτσαφτίκη), κ.α., το χάος που επικρατεί στα ελληνικά δημόσια νοσοκομεία και θα έρθει σε επαφή με διάφορους ανθρώπους/ασθενείς του νοσοκομείου, για την υγεία των οποίων κάποιες φορές φαίνεται να ενδιαφέρεται περισσότερο κι απ' τους ίδιους.

Η κριτική
Το "Απ' τα κόκαλα βγαλμένα" είναι μια κατ' εξοχήν ελληνική σάτιρα, πάνω στην ισχύουσα κατάσταση των ελληνικών νοσοκομείων. Παρουσιάζοντας, σε διάφορα χρονικά διαστήματα, τη ζωή ενός γιατρού που μπαίνει στον τομέα δημόσιας υγείας με σκοπό να παράγει έργο, καταφέρνει να δείξει το χάος που επικρατεί στο Ε.Σ.Υ., αλλά και την γενική άποψη που επικρατεί για τους γιατρούς του δημοσίου, η οποία όμως δεν είναι καθολική.
Θεωρώ ότι το στοιχείο που με κέντρισε περισσότερο στη συγκεκριμένη ταινία και παράλληλα το ίδιο στοιχείο που την κάνει να είναι μια πετυχημένη σάτιρα, είναι ότι, χωρίς να φουσκώνει τα πράγματα, καταφέρνει να δείξει με κωμικό τρόπο την ελληνική τραγική, για όποιον την έχει βιώσει, κατάσταση των ελληνικών νοσοκομείων.
Όλοι γνωρίζουμε για τους γιατρούς που κινούνται μονάχα με φακελάκια, όλοι έχουμε δει τις ουρές που σχηματίζονται στα εξωτερικά ιατρεία, όλοι γνωρίζουμε για την έλλειψη κλινών στις διάφορες πτέρυγες, για τις εφημερίες που τηρούνται και δεν τηρούνται, για το μπαχαλεμένο Ε.Σ.Υ. με πιο απλά λόγια. Επίσης, όλοι γνωρίζουμε ότι μέσα σε όλο αυτό το χαοτικό ιατρικό σύστημα, υπάρχουν κάποιοι από τους καλύτερους γιατρούς, σε παγκόσμιο επίπεδο. Κι αυτό έλειπε, με τόσα επείγοντα περιστατικά σε καθημερινή βάση, αν δεν αποκτά κανείς αξιοζήλευτη εμπειρία, πώς αλλιώς την αποκτά;
Μια ταινία, λοιπόν, για να μιλήσει στην καρδιά του θεατή, δεν είναι ανάγκη να έχει να του συστήσει κάποιο δίδαγμα ή κάποια λύση στα προβλήματά του. Μπορεί εξίσου ικανοποιητικά, να πετύχει τον σκοπό της, παρουσιάζοντας απλά ένα πρόβλημα με σατιρικό τρόπο και να το απενοχοποιήσει, να κάνει τον ασθενή, την επόμενη φορά που θα βρεθεί στην καρέκλα αναμονής, να γελάσει λίγο με την τραγικότητα της κατάστασής του. Δεν είναι ανάγκη κάποιες φορές να παίρνουμε τη ζωή τόσο σοβαρά, ακόμα κι όταν πρόκειται για τη δική μας ζωή.
Η ταινία, βασιζόμενη στο ομώνυμο βιβλίο του ιατρού Γιώργου Δενδρινού, του οποίου την σεναριακή και σκηνοθετική μεταφορά έχει αναλάβει ο Σωτήρης Γκορίτσας, εκτός του περιεχομένου της, είναι πλαισιωμένη από έμπειρους κι ικανότατους συντελεστές, που ξέρουν ακριβώς τι θέλουν να παρουσιάσουν στο κοινό και ξέρουν και τον τρόπο που μπορούν να το πετύχουν αυτό. Η μουσική, βασίζεται σε μια πετυχημένη, κωμική, διασκευή του εθνικού μας ύμνου κι οι ηθοποιοί που αναλαμβάνουν να δώσουν σάρκα και οστά στους χαρακτήρες, όντας ένας κι ένας, δεν αφήνουν περιθώρια για μετριότητες: Αργύρης Ξάφης, Δημήτρης Ήμελλος, Κώστας Μπερικόπουλος, Γεράσιμος Σκιαδαρέσης, Μάκης Παπαδημητρίου, Μηνάς Χατζησάββας, Στέλιος Μάινας, κ.α.
Με απλά λόγια, αν υποστηρίζετε την ελληνική κινηματογραφική βιομηχανία, δείτε την γιατί είναι μια ιδιαίτερα ευχάριστη ταινία. Αν πάλι δεν έχετε καλή εικόνα για τον ελληνικό κινηματογράφο, δείτε την, γιατί θ' αλλάξετε σίγουρα γνώμη για τις ελληνικές παραγωγές. Αν όμως, θέλετε μια βαθυστόχαστη ταινία με πολλά νοήματα, ίσως θα πρέπει να την αποφύγετε, καθώς η ταινία αποτελεί μια ευχάριστη κι ανάλαφρη απεικόνιση της πραγματικότητας και τίποτα παραπάνω.

Βαθμολογία: 3,5/5

Τα σχετικά
Ελληνική σάτιρα του 2011, βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του Γιώργου Δενδρινού, σε σενάριο των Σωτήρη Γκορίτσα και Νίκου Παναγιωτόπουλου και σκηνοθεσία του Σωτήρη Γκορίτσα, διάρκειας 89 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Αργύρη Ξάφη, Δημήτρη Ήμελλο, Άννα Κουτσαφτίκη, Κώστα Μπερικόπουλο, Γεράσιμο Σκιαδαρέση, Μάκη Παπαδημητρίου, Μηνά Χατζησάββα, Στέλιο Μάινα, Βαγγέλη Μουρίκη, Κώστα Τριανταφυλλόπουλο, Μπέσυ Μάλφα και Τιτίκα Σαριγκούλη.

Οι σύνδεσμοι
Trailer 
Imdb 
Rotten Tomatoes 

7 Νοεμβρίου 2012

(2011) J.A.C.E.

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: J.A.C.E.


Η υπόθεση
Ο J.A.C.E. (Alban Ukaj), παρουσιάζεται απ' όλα τα μέσα μαζικής ενημέρωσης ως ένας Βορειοηπειρώτης δολοφόνος, που βρέθηκε νεκρός, και σχετίζεται με διάφορες υποθέσεις λαθρομετανάστευσης, πορνείας και παράνομης διακίνησης ανθρωπίνων οργάνων. Από τη στιγμή της γέννησής του, ο νεαρός J.A.C.E., θα βρεθεί αντιμέτωπος μ' έναν σκληρό κόσμο. Στα 7 του χρόνια, μπροστά τα μάτια του, θα χάσει ολόκληρη την οικογένειά του και θα έρθει, χωρίς τη θέλησή του, στην Ελλάδα. Έχοντας ορκιστεί στον πατέρα του πως δεν θα μιλήσει, ο J.A.C.E., θα περάσει τη ζωή του σιωπηλός και κατατρεγμένος από τον υπόκοσμο, περιμένοντας τον πατέρα του να έρθει να τον βρει.

Η κριτική
Ο Μενέλαος Καραμαγγιώλης, 13 χρόνια μετά την πρώτη του ταινία μυθοπλασίας, μεγάλου μήκους, παρουσιάζει το δεύτερο αριστούργημά του, με πρωταγωνιστή ένα νεαρό αγόρι που μεγαλώνει μέσα στη σιωπή, έχοντας μονάχα μια ελπίδα, να επιστρέψει κάποια στιγμή ο πατέρας του. Καθώς τα χρόνια περνάνε, ο μικρός θα μεγαλώσει, θα πάρει το ψευδώνυμο J.A.C.E. και θα βρεθεί ακόμα πιο βαθιά μπλεγμένος στον κόσμο που του στέρησε την οικογένειά του και την παιδική του ηλικία.
Στις πρώτες στιγμές της ζωής του, η βιολογική μητέρα του μικροσκοπικού νεογνού, αγνώστων λοιπών στοιχείων, θα δολοφονηθεί μπροστά στα μάτια του από τον ίδιο τον αδελφό της. Την προστασία του νεαρού παιδιού, θ' αναλάβει η υπόλοιπη οικογένεια και στα 7 του χρόνια θα υποδεχτεί τον πατέρα του, που επέστρεψε απ' την Ελλάδα, μόνιμα πια. Εκείνη τη στιγμή, είναι που θα δούμε τον J.A.C.E. να παρακολουθεί στην τηλεόραση ένα ντοκιμαντέρ με ελέφαντες, στοιχείο που δίνει στον θεατή την αίσθηση μιας προδιαγεγραμμένης μοίρας, αφού λίγη ώρα αργότερα, το μικρό αγόρι θ' αναγκαστεί να σκοτώσει τον πατέρα του και θα ξεκινήσει μια πορεία, κατά τη διάρκεια της οποίας θα λάβει ένα ψευδώνυμο/όνομα από τα αρχικά "just another confused elephant (ακόμη ένας μπερδεμένος ελέφαντας)".
Όπως αναφέρει στον νεαρό άλαλο έφηβο, ο εκπαιδευτής ζώων ενός τσίρκου, "J.A.C.E." ονομάζουν οι άνθρωποι του τσίρκου, τα μικρά ορφανά ελεφαντάκια, τα οποία μεγαλώνοντας χωρίς οικογένεια γίνονται αρκετά απρόβλεπτα κι αναπτύσσουν σιγά-σιγά μια επιθετική συμπεριφορά. Γι' αυτό το λόγο μαρκάρονται και κάποια στιγμή, όταν ενηλικιωθούν κι εμφανίσουν σημάδια βίας, θανατώνονται. Όταν ζητά να μάθει τ' όνομά του, ο μικρός θα δείξει τα αρχικά J.A.C.E. και μ' αυτόν τον τρόπο θα επιλέξει τ' όνομά του.
Ο Καραμαγγιώλης, αναπτύσσοντας σταδιακά ένα χαρακτήρα σύγχρονου ήρωα σ' ένα περιβάλλον καθαρά αντιηρωικό, θα προσπαθήσει να προβάλει πολλά προβλήματα της σημερινής κοινωνίας. Μέσα σε μια δραματική περιπέτεια δράσης, διάρκειας κοντά δυόμιση ωρών, θα μας παρουσιάσει τον κόσμο της παιδικής εκμετάλλευσης, της λαθρομετανάστευσης, των τραβεστί, της πορνείας, των ναρκωτικών, των πουλημένων γιατρών κι αστυνομικών, τις φυλακές ανηλίκων, αλλά και τον κόσμο της showbiz.
Μ' ένα ύφος ντοκιμαντερίστικο και με μια όμορφη τηλεοπτική χροιά, ο δημιουργός θα σχηματίσει εικόνες, μέσα από τις οποίες μιλά μ' έναν ιδιαίτερα ποιητικό τρόπο στον θεατή του, για μια άσχημη πλευρά της κοινωνίας κι αποπειράται να θίξει κάποια λεπτά, υπαρκτά ζητήματα που την απασχολούν. Ο υπόκοσμος αποτελείται από ανθρώπους κι αυτούς τους ανθρώπους, καλούς και κακούς, προσπαθεί να εμφανίσει ο Καραμαγγιώλης.
Το στοιχείο που μπορεί να θεωρηθεί από πολλούς ως το ύψιστο ελάττωμα του έργου, είναι η μεγάλη του διάρκεια, σε συνδυασμό με την ποσότητα των προβληματικών που αγγίζει αυτό. Κι όντως το "J.A.C.E." είναι μια ταινία που μπορεί να κουράσει ένα μέρος του κοινού που θα πάει απροετοίμαστο. Προσωπικά, όμως, δεν μπορώ να θεωρήσω αδυναμία του έργου μια καθαρή σκηνοθετική επιλογή, η οποία με άγγιξε.
Ο σκηνοθέτης, παρουσιάζοντας έναν χαοτικό κόσμο και εμφανίζοντας στον θεατή τις άπειρες προσλαμβάνουσες, γλιστρώντας από την μια κατάσταση στην άλλη μ' έναν υπέροχο τρόπο, και με την παράλληλη σιωπή του πρωταγωνιστή, αφήνει τον θεατή να πάρει μαζί του όσα κομμάτια της ταινίας αντιστοιχούν στην δική του αντίληψη των πραγμάτων.
Μια εξαιρετική ελληνική παραγωγή, στην οποία το κοινό μπορεί να διακρίνει την λεπτομέρεια και την προσοχή με την οποία έχει γίνει η σύνθεση κι η ολοκλήρωσή της. Η φωτογραφία κι η μουσική της είναι πανέμορφες κι οι ερμηνείες απίστευτες, με τον Ιερώνυμο Καλετσάνο να ξεδιπλώνει το ταλέντο του σ' έναν υπέροχο ρόλο. Η διαρκής παρουσία, επίσης, ενός χριστουγεννιάτικου κλίματος που φέρνει στο μυαλό οικογενειακές στιγμές ευτυχίας, λειτουργεί μ' έναν άκρως τραγικό κι ειρωνικό τρόπο.
Για όλους τους κυνηγούς των ελληνικών παραγωγών, είναι μια ταινία που δεν πρέπει να χάσετε. Για τους σινεφίλ, είναι μια ταινία που θα σας την πρότεινα, τονίζοντάς σας όμως την μεγάλη της διάρκεια, αλλά και την υπερβολή της στη μυθοπλασία.

Βαθμολογία: 4/5

Τα σχετικά
Ελληνικό δράμα του 2011, σε σενάριο του Μενελάου Καραμαγγιώλη και Νίκου Πανουτσόπουλου και σκηνοθεσία του Μενελάου Καραμαγγιώλη, διάρκειας 142 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Alban Ukaj, Γιώργο Μέλλο, Soma Badekas, Χρήστο Λούλη, Μηνά Χατζησάββα, Ιερώνυμο Καλετσάνο, Στεφανία Γουλιώτη, Αργύρη Ξάφη, Γιάννη Τσορτέκη, Κόρα Καρβούνη, Franco Trevisi, Ακύλλα Καραζήση, Κώστα Μπερικόπουλο και Diogo Infante.

Οι σύνδεσμοι
Trailer 
Imdb
Rotten Tomatoes

4 Νοεμβρίου 2012

(2012) Encardia: Η πέτρα που χορεύει

Πρωτότυπος τίτλος: Encardia: Η πέτρα που χορεύει
Αγγλικός τίτλος: Encardia: The dancing stone


Η υπόθεση
Με τη συνοδεία του συγκροτήματος "Encardia", πραγματοποιείται μια ξενάγηση στα ελληνόφωνα χωριά της Κάτω Ιταλίας, κυρίως της Grecìa Salentina στην Νότια Puglia, στην γλώσσα, τον πολιτισμό και τις μουσικο-χορευτικές τους παραδόσεις.

Η κριτική
Οι "Encardia" είναι ένα συγκρότημα μ' έναν πολύ όμορφο κι ιδιαίτερο ήχο, άμεσα επηρεασμένο από τις μουσικές παραδόσεις των διαφόρων χωριών της Κάτω Ιταλίας κι ειδικότερα της Grecìa Salentina, στα οποία από αρχαιοτάτων χρόνων έως το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο μιλούσαν μ' ένα ελληνικό ιδίωμα με προσμίξεις ιταλικών λέξεων, γνωστό ως "Griko".
Σήμερα, το ιδίωμα αυτό, κοντεύει να εκλείψει, καθώς μιλιέται μονάχα από τους υπερήλικες κατοίκους των περιοχών αυτών και παρόλο που οι δάσκαλοι στα σχολεία ακόμα το διδάσκουν, δεν καταφέρνει να επιβιώσει, καθώς εκτός των σχολικών συγκροτημάτων, οι μαθητές σπάνια το εξασκούν για να το κάνουν κτήμα τους.
Έτσι λοιπόν, ο μόνος λόγος που η "Griko" δεν είναι ήδη μια νεκρή διάλεκτος, είναι τα διάφορα τραγούδια, αλλά κι οι πολιτιστικές εκδηλώσεις που διοργανώνονται ακόμα και σήμερα και βασίζονται σ' αυτήν. Αυτά, την κρατούν ακόμα ζωντανή. Μια γλώσσα των φτωχών γεωργών, που είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το έδαφος και παρόλο που οι σύγχρονοι Έλληνες κι Ιταλοί δεν έχουν τη δυνατότητα να την κατανοήσουν πλήρως, μέσω της μουσικής, μιλά στις καρδιές των ανθρώπων.
Στο οδοιπορικό αυτό, στον θεατή δίνεται η ευκαιρία να γνωρίσει ανθρώπους που μιλούν ή μιλούσαν κάποτε το ιδίωμα των "Griko", ν' ακούσουν ειδήμονες να μιλούν για έναν πολιτισμό που κοντεύει να εκλείψει, αλλά και μέσω διαφόρων ντοκουμέντων κι αφηγήσεων να πάρει μια γεύση του πολιτισμού αυτού και να τον αγαπήσει.
Η μουσική, σ' αυτό το ντοκιμαντέρ, έχει πρωτεύοντα ρόλο, καθώς αποτελεί την αφορμή, αλλά και τον συνδετικό κρίκο του και μας εισάγει σιγά-σιγά σ' έναν κόσμο λίγο γνωστό ή ακόμα κι άγνωστο, εδώ στην Ελλάδα.
Τεχνικά βέβαια, κι αυτό είναι το κύριο μειονέκτημα της ταινίας, ο θεατής καλείται να παρακολουθήσει ένα ντοκιμαντέρ που δίνει την αίσθηση ενός home-made video διακοπών, στο οποίο δεν υπάρχει κάποιος αφηγητής να εξηγήσει τον ρόλο των ανθρώπων που μιλούν στην κάμερα ή τον επόμενο σταθμό της ταινίας και τον λόγο παραμονής στο συγκεκριμένο μέρος.
Στοχεύοντας περισσότερο στην αίσθηση που θέλει ν' αφήσει στο κοινό, ο σκηνοθέτης της, παραλείπει την σύνθεση μιας ιστορίας που λειτουργεί προοδευτικά κι εξηγεί. Το κοινό στο οποίο απευθύνεται λοιπόν, είναι το ήδη εξοικειωμένο μ' αυτό το είδος μουσικής. Δεν απευθύνεται σε κάποιον που θα ήθελε να γνωρίσει τους "Encardia" ή τον πολιτισμό της Κάτω Ιταλίας μέσω ενός ντοκιμαντέρ, καθώς πολύ εύκολα χάνεται μέσα σ' ένα κράμα Griko, Ελληνικών, Ιταλικών, ειδικών και καθημερινών ανθρώπων.

Βαθμολογία: 2/5

Τα σχετικά
Ελληνικό ντοκιμαντέρ του 2012, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Άγγελου Κοβότσου, διάρκειας 80 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές τα μέλη του συγκροτήματος "Encardia".

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

2 Νοεμβρίου 2012

(2011) Η πόλη των παιδιών

Πρωτότυπος τίτλος: Η πόλη των παιδιών
Αγγλικός τίτλος: The city of children


Η υπόθεση
Σε μια πόλη που ταλανίζεται από κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά ζητήματα, εξελίσσονται τέσσερις ιστορίες εγκύων. Η Nadine (Κίκα Γεωργίου) είναι μια ετοιμόγεννη Ιρακινή μετανάστης. Η Βάσω (Μαρία Τσιμά) κι ο Αντώνης (Γιώργος Ζιόβας) είναι ένα ζευγάρι μέσης ηλικίας, μ' ένα έφηβο γιο. Η Ντίνα (Αννα Καλαϊτζίδου) κι ο Σπύρος (Λεωνίδας Κακούρης), προσπαθούν, με τη βοήθεια της Μαρίνας (Υρώ Λούπη), ν' αποκτήσουν ένα παιδί μ' εξωσωματική γονιμοποίηση. Και τέλος, η Λίζα (Ναταλία Καλημερατζή) θα ενημερώσει τον Φώτη (Βασίλης Μπισμπίκης) ότι περιμένει παιδί και της έχει περάσει απ' το μυαλό να το κρατήσει.

Η κριτική
Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Γιώργου Γκικαπέππα, ξεκινά με μια φράση του Γερμανού φιλοσόφου Friedrich Nietzsche, η οποία παρουσιάζει, σε λίγες μόνο λέξεις, τον κεντρικό άξονα στον οποίο κινούνται κι οι τέσσερις ιστορίες: "Στα άτομα η παραφροσύνη είναι κάτι σπάνιο. Στις εποχές είναι ο κανόνας."
Ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος της ταινίας, έχοντας επιλέξει να τοποθετήσει την ιστορία του μέσα και γύρω από μια πόλη που βρίσκεται στα όρια της παράνοιας και με την παράλληλη απεικόνιση τεσσάρων ιστοριών με κεντρικό άξονα την παραγωγή μιας καινούργιας ζωής, δεν θα μπορούσε να έχει διαλέξει έναν πιο αντιπροσωπευτικό τίτλο για το έργο του.
Ο δημιουργός, όπως βλέπουμε, έχει επιλέξει με πολύ μεγάλη προσοχή τα πρόσωπα που συνθέτουν το δράμα του. Οι τέσσερις μυθοπλασίες καλύπτουν όλο το ηλικιακό φάσμα που μπορεί να συμμετάσχει στην δημιουργία μιας ζωής. Δυο ανώριμοι νεαροί γύρω στα 25 που ζουν επιπόλαια, μια γυναίκα κοντά στα 30 που πρόκειται να αποκτήσει ένα παιδί, ουσιαστικά μόνη της, ένα ζευγάρι κοντά στα 40 που ελπίζει σ' ένα θαύμα και δυο άνθρωποι σ' έναν διαλυμένο γάμο που τους δίνεται η τελευταία ευκαιρία να ξαναγίνουν γονείς. Ταυτόχρονα, όμως, οι χαρακτήρες καλύπτουν κι ολόκληρο το κοινωνικό φάσμα που συναντά κανείς στις σύγχρονες μεγαλουπόλεις. Μετανάστες, χαμηλή κοινωνική τάξη, μεσοαστοί κι υψηλά αμειβόμενοι, όλοι φέρουν το προσωπικό τους δράμα.
Στο έργο, θα δούμε να παρεμβάλλονται πλάνα της πυκνοκατοικημένης πόλης, αλλά και διάφορες ραδιοφωνικές συνομιλίες ή εκπομπές, που αναφέρονται στη σύγχρονη κοινωνικο-πολιτική κατάπτωση της Ελλάδας. Σε πρώτο πλάνο, αυτά τα στοιχεία, θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την ανείπωτη οργή που φέρουν οι ήρωες στις τρεις από τις τέσσερις ιστορίες που παρακολουθούμε και κάνει τους διάλογούς τους να φαίνονται επιτηδευμένοι κι ίσως σ' ένα βαθμό στυλιζαρισμένοι.
Η μόνη ιστορία που βλέπουμε να κυλά ομαλά και να δίνει την αίσθηση του φυσιολογικού, είναι η ιστορία της Nadine, της κοπέλας από το χαμηλότερο των χαμηλοτέρων κοινωνικών στρωμάτων, η οποία αν και βρίσκεται εξ αρχής στην χειρότερη κατάσταση απ' όλους, είναι η μοναδική της οποίας ο ψυχισμός είναι σταθερός κι η ελπίδα κι η θέλησή της, ισχυρές. Ίσως γιατί για 'κείνη, που δεν καταλαβαίνει λέξη ελληνικά, τίποτα δεν έχει αλλάξει τα τελευταία χρόνια.
Σε όλες τις άλλες ιστορίες, ο θυμός σταδιακά εξωτερικεύεται και μαζί του τα προβλήματα της σύγχρονης Ελλάδας κάνουν την εμφάνισή τους, δημιουργώντας κατ' αυτόν τον τρόπο ένα όμορφο δράμα που μιλά για μια χώρα που διανύει μια εποχή που όλα ρημάζονται, αλλά που η ελπίδα, παρόλα αυτά, δεν χάνεται. Παράλληλα, η κάθε ιστορία εξελίσσεται διαφορετικά, αφήνοντας το κοινό να επιλέξει αυτήν που του ταιριάζει καλύτερα.
Μια αξιόλογη ελληνική παραγωγή, με πολύ καλές ως άριστες ερμηνείες, που δείχνει ένα ρεαλιστικό πρόσωπο της σύγχρονης Ελλάδας. Προτείνεται σε όλους τους θαυμαστές του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου, αλλά και στους σινεφίλ που αναζητούν καλές ελληνικές παραγωγές.

Βαθμολογία: 3/5

Τα σχετικά
Ελληνικό δράμα του 2011, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Γιώργου Γκικαπέππα, διάρκειας 96 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Κίκα Γεωργίου, Ιωσήφ Πολυζωίδη, Μαρία Τσιμά, Γιώργο Ζιόβα, Μιχάλη Σαράντη, Αννα Καλαϊτζίδου, Λεωνίδα Κακούρη, Υρώ Λούπη, Ναταλία Καλημερατζή, Βασίλη Μπισμπίκη και Δημήτρη Κοτζιά.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

7 Οκτωβρίου 2012

(2012) Η κόρη

Πρωτότυπος τίτλος: Η κόρη
Αγγλικός τίτλος: The daughter


Η υπόθεση
Η 14χρονη Μυρτώ (Savina Alimani) χάνει, κάποια μέρα, τα ίχνη του πατέρα της. Προσπαθώντας να καταλάβει τι έχει συμβεί, ανακαλύπτει ότι ο πατέρας της είναι πνιγμένος στα χρέη. Θεωρώντας υπεύθυνο για τα χρέη και την εξαφάνιση του πατέρα της, τον συνέταιρό του, απαγάγει τον 8χρονο γιο του, τον Άγγελο (Άγγελος Παπαδήμας), τον πηγαίνει στην αποθήκη που φιλοξενείται η επιχείρηση των γονιών τους και προσπαθεί, με αυτόν τον τρόπο, να πιέσει τους γονείς του μικρού αγοριού και να μάθει για την τύχη του δικού της πατέρα.

Η κριτική
Η νέα ταινία μεγάλου μήκους του Θάνου Αναστόπουλου παρουσιάζει, μέσα από τα μάτια μιας έφηβης κοπέλας, την ελληνική πραγματικότητα, αλλά και την οικονομική κι ηθική κατάπτωση της σημερινής κοινωνίας, με έναν άλλοτε αλληγορικό κι άλλοτε άκρως ρεαλιστικό τρόπο.
"Η κόρη" είναι μια δραματική ιστορία με καταπληκτική θεματική, που καταφέρνει να προβληματίσει, κατά κύριο λόγο, το κοινό. Σε μερικές σκηνές, θα την δούμε να πατά στα όρια δράματος και ντοκιμαντέρ και σε άλλες στα όρια δράματος και θρίλερ. Η εκπληκτική φωτογραφία της επίσης, αλλά κι η ελάχιστη χρήση μουσικής, την κάνουν να μοιάζει ιδιαίτερα ρεαλιστική. Το έργο βέβαια, συνολικά, δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αριστουργηματικό, καθώς παρουσιάζει αρκετά κενά, που ίσως σε μια ταινία μικρότερης διάρκειας, να είχαν αποφευχθεί.
Κατ' αρχήν, ο σκηνοθέτης αποτυγχάνει να εισάγει τον θεατή στην ιστορία, με έναν τρόπο που θα κεντρίσει το ενδιαφέρον του. Στο πρώτο μισάωρο της ταινίας, ο θεατής θα κληθεί να παρακολουθήσει την απαγωγή του 8χρονου Άγγελου, τις διαδρομές της νεαρής Μυρτούς στην πόλη, τις αυτοσχέδιες διαλογικές σκηνές με διάφορους ανθρώπους, ερασιτέχνες ηθοποιούς, που γνωρίζουν τον πατέρα της, αλλά και τις συγκρούσεις με τη μητέρα της, κι όλα αυτά με έναν τρόπο αρκετά συγκεχυμένο, καθώς οι σκηνές flash-back και ο πραγματικός χρόνος δεν ξεχωρίζουν μεταξύ τους.
Η αλήθεια, όμως, είναι ότι μετά το κουραστικό πρώτο μισάωρο, όταν πια ο θεατής έχει καταφέρει να πιάσει το νόημα, η ταινία αρχίζει να γίνεται ενδιαφέρουσα κι η υπόλοιπη μια ώρα που ακολουθεί γεμίζει από τα κοινωνικά κι οικονομικά νοήματα που ενίοτε ακούγονται από τα στόματα και τις σκέψεις των πρωταγωνιστών, ενίοτε διαβάζονται από τα λήμματα του λεξικού.
"Η κόρη" είναι, σε γενικές γραμμές, μια ιδιαίτερη μεν, ενδιαφέρουσα δε, ελληνική ταινία που προτείνεται στους πιστούς του νεοελληνικού κινηματογράφου των βαθύτερων νοημάτων, καθώς μέσα σε μιάμιση ώρα, καταφέρνει να παρουσιάσει τα κοινωνικά προβλήματα, τις διαδηλώσεις, την λαϊκή (αγορά), τις δημόσιες υπηρεσίες, τα μεταφορικά μέσα, την διαδικασία παραγωγής της πρώτης ύλης, τους εργάτες, τους κεφαλαιοκράτες, τους λογιστές, τους διαχειριστές και κυρίως την οικογένεια.

Βαθμολογία: 2/5

Τα σχετικά
Ελληνικό δράμα του 2012, σε σενάριο των Θάνου Αναστόπουλου και Βασίλη Γιάτση και σκηνοθεσία του Θάνου Αναστόπουλου, διάρκειας 87 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Savina Alimani, Άγγελο Παπαδήμα, Ιερώνυμο Καλετσάνο, Γιώργο Συμεωνίδη, Θεοδώρα Τζήμου και Ορνέλα Καπετάνι.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

6 Οκτωβρίου 2012

(2012) Ο Θεός αγαπάει το χαβιάρι

Πρωτότυπος τίτλος: Ο Θεός αγαπάει το χαβιάρι
Αγγλικός τίτλος: God loves caviar


Η υπόθεση
1825: Ο Ιωάννης Βαρβάκης (Sebastian Koch) φτάνει στη Ζάκυνθο, όπου θα φιλοξενηθεί/κρατηθεί στο λοιμοκαθαρτήριό της ως και το θάνατό του. Εκεί, δυο άντρες που είχαν την τύχη να τον γνωρίσουν πριν πολλά χρόνια, θα ξεκινήσουν ν' αφηγούνται την ιστορία του. Ο Λεφεντάριος (Juan Diego Botto), και θα συνεχίσει έπειτα ο Ivan (Evgeniy Stychkin), θ' αρχίσει να εξιστορεί τη ζωή ενός πειρατή από τα Ψαρά, που πείστηκε να εναντιωθεί στους Τούρκους, κυνηγήθηκε, φυλακίστηκε, ελευθερώθηκε, κατέφυγε στη Ρωσία, όπου και τιμήθηκε από την Μεγάλη Αικατερίνη (Catherine Deneuve), έμεινε για χρόνια στις ακτές της Κασπίας Θάλασσας, όπου έκανε περιουσία εμπορευόμενος χαβιάρι και κατέληξε στην Ελλάδα του εμφυλίου.

Η κριτική
Το "Ο Θεός αγαπάει το χαβιάρι" είναι η νέα πολυαναμενόμεμη ταινία του Γιάννη Σμαραγδή που έρχεται να συμπληρώσει τις ταινίες-πορτραίτα που έχει ξεκινήσει, από το 1996, ο μεγάλος σκηνοθέτης, με θέμα τους Έλληνες άνδρες που διέπρεψαν εκτός Ελλάδος.
Στην ταινία αυτή, ο θεατής καλείται να γνωρίσει την ιστορία ενός μεγάλου εθνικού μας ευεργέτη, του Ιωάννη Βαρβάκη, ο οποίος όχι μόνο κατάφερε να διαπρέψει στο εξωτερικό, αλλά γύρισε στην πατρίδα του, αποδέχτηκε να οδηγηθεί σε λοιμοκαθαρτήριο κι άφησε ένα μεγάλο μέρος της περιουσίας του στο ελληνικό κράτος, για την ανέγερση σχολείων (Βαρβάκειο Λύκειο), αλλά και την ίδρυση της Βαρβακείου Αγοράς.
Η αλήθεια είναι ότι για την ταινία του Σμαραγδή, είναι δύσκολο να μιλήσει κανείς, καθώς αποτελεί ταυτόχρονα μια ελληνική και διεθνή παραγωγή. Παράλληλα, δε, είναι μια βιογραφία ενός άντρα που έχει προσφέρει τα μέγιστα στην εμπόλεμη κι ύστερα ελεύθερη Ελλάδα, κάτι που για πολλούς μπορεί να σημαίνει μια ταινία-αφιέρωμα τόσο στον Βαρβάκη, όσο και στην Ελληνική Επανάσταση του 1821. Αν κι ο τίτλος της ταινίας, που, επίτηδες θεωρώ, δεν αναφέρει τ' όνομα του Βαρβάκη ή κάποιο άλλο στοιχείο που να παραπέμπει στην Επανάσταση, είναι αρκετά κατατοπιστικός για το κυρίως θέμα της ταινίας.
Το παραπλανητικό στοιχείο, βέβαια, που μπορεί να λειτουργήσει τόσο θετικά, όσο κι αρνητικά στην εισπρακτική της επιτυχία ή αποτυχία στη χώρα μας, είναι ο θόρυβος που έχει δημιουργηθεί γύρω από το όνομά της. Είναι φυσικό το κοινό να περιμένει να δει μια υπερπαραγωγή ανάλογη των διεθνών προτύπων, στην οποία δεν συμμετέχουν απλώς διακεκριμένοι ξένοι ηθοποιοί, αλλά κι ένα βαρύ όνομα (Catherine Deneuve) της διεθνούς κινηματογραφίας, μια ταινία άριστη σε όλα της που θα καταπλήξει το κοινό.
Σαφώς, η ταινία είναι όντως υπερπαραγωγή κι απευθύνεται σ' ένα παγκόσμιο κοινό, αλλά θα πρέπει να έχουμε κατά νου ότι είναι μια ελληνική υπερπαραγωγή, για την οποία ισχύει το: "Αν δεν παινέψεις το σπίτι σου θα πέσει να σε πλακώσει". Και με αυτό δεν προσπαθώ να υποτιμήσω, ούτε στο ελάχιστο, το αποτέλεσμα αυτής, απλώς καλό θα ήταν ο θεατής που θα την επιλέξει να είναι προσγειωμένος στον πραγματικό κόσμο, να μην περιμένει να δει μια ταινία γυρισμένη σε χολιγουντιανά πλατώ και να ξέρει ότι αυτό που θα δει είναι, απλώς, ένα προσεγμένο βιογραφικό έργο.
Ως ταινία εποχής, τώρα, διαθέτει ένα άριστα δουλεμένο ιστορικό υπόβαθρο και ένα πλήθος κοστουμιών που παραπέμπουν στο 1800. Μιλά για την ελληνική ιστορία με πολύ λίγα κι απλά λόγια, επικεντρώνεται κυρίως στον χαρακτήρα του Βαρβάκη και θίγει, εμμέσως πλην σαφώς, τις προβληματικές του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, που δεν σεβάστηκε τους ήρωές του.
Γυρισμένο κατά βάση στα παλάτια της Ρωσίας, παρουσιάζει έναν πλούσιο σκηνικό διάκοσμο που θυμίζει από τη μια σκηνή βασιλικού θεάτρου κι από την άλλη ένα πίνακα χρωμάτων και χαρακτήρων που δημιουργούν μια αριστοκρατική αισθητική. Η ιστορία που παρουσιάζεται, επίσης, είναι γραμμική, χωρίς ιδιαίτερες εκπλήξεις κι ανατροπές, με πολλές αναφορές στην έννοια της ελευθερίας, της πατρίδας, αλλά και στην θάλασσα.
Η φωτογραφία, η μουσική κι οι ερμηνείες των ηθοποιών, πλαισιώνουν όμορφα το όλο σύνολο αυτής της ταινίας-πορτραίτου, δίνοντας ένα αποτέλεσμα αρκετά άνω του μετρίου, για τα ελληνικά και διεθνή δεδομένα, χωρίς να χάνει, όμως, την ελληνική του ταυτότητα. Αξιοθαύμαστος είναι, βέβαια, κι ο τρόπος που ο σκηνοθέτης, προβάλλει, θετικά, ένα πρόσωπο της Ελλάδας και των Ελλήνων της, χωρίς να πέφτει στην παγίδα του άκρατου πατριωτισμού.
Το "Ο Θεός αγαπάει το χαβιάρι" είναι μια αξιοσέβαστη ελληνική παραγωγή, που προτείνεται σε όσους επιθυμούν να γνωρίσουν τον Ιωάννη Βαρβάκη μέσα από μια ταινία, παρά από ένα βιβλίο ιστορίας. Προτείνεται, επίσης, σε όλους τους πιστούς ακόλουθους του Γιάννη Σμαραγδή, καθώς κι αυτή του η ταινία είναι εξίσου καλή, με τις προηγούμενές του, αν όχι καλύτερη, σε όσους αρέσουν οι καλογυρισμένες ταινίες εποχής, αλλά και σε όλους τους πιστούς του κινήματος του ρομαντισμού.

Βαθμολογία: 3/5

Τα σχετικά
Ελληνική βιογραφική ταινία εποχής, παραγωγής του 2012, σε σενάριο των Γιάννη Σμαραγδή, Παναγιώτη Πασχίδη, Jackie Pavlenko και Vladimir Valutskiy και σκηνοθεσία του Γιάννη Σμαραγδή, διάρκειας 99 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Sebastian Koch, Juan Diego Botto, Evgeniy Stychkin, Ακη Σακελλαρίου, Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου, Olga Sutulova, Catherine Deneuve, John Cleese, Λάκη Λαζόπουλο, Αλεξάνδρα Σακελλαροπούλου και Χριστόφορο Παπακαλιάτη.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

23 Σεπτεμβρίου 2012

(2012) Attractive illusion

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: Attractive illusion
Ελληνικός τίτλος: Ελκυστική ψευδαίσθηση


Η υπόθεση
Μια ομάδα λαθρομεταναστών, ανάμεσά τους και τέσσερις Νιγηριανοί, δυο άντρες και δυο γυναίκες, θα φτάσουν, με καΐκι, από την Τουρκία στην Ελλάδα. Φτάνοντας στην πολυπόθητη Ευρώπη, περιμένουν ν' αντικρίσουν τον παράδεισο, αντ' αυτού, όμως, θα έρθουν αντιμέτωποι με την εκμετάλλευση, τη μαύρη αγορά, τη διακίνηση ναρκωτικών και την πορνεία.

Η κριτική
Το "Attractive illusion", για να χρησιμοποιήσω τα λόγια του σκηνοθέτη του, αποτελεί, ουσιαστικά, μια παραγγελία της νιγηριανής κοινότητας της Ελλάδας, που θέλει να δείξει στη χώρα της ότι η Δύση δεν είναι αυτή, η "Ελκυστική ψευδαίσθηση", που έχουν στο μυαλό τους οι κάτοικοί της. Όπως, επίσης, ανέφερε ο Πέτρος Σεβαστίκογλου (σκηνοθέτης και σεναριογράφος), η ταινία, δεν αποσκοπεί να διαλέξει στρατόπεδο ή να μιλήσει προπαγανδιστικά. Σκοπός της ταινίας είναι να δείξει "μια" από τις πολλές αλήθειες και να παρουσιάσει τους Νιγηριανούς ως ανθρώπους κι όχι ως μετανάστες.
Σαν αίσθηση, η ταινία, δεν μπορώ να πω ότι ήταν κάτι το πολύ διαφορετικό απ' αυτό που περίμενα να δω. Ίσως, να μην περίμενα να δω τον κόσμο των ναρκωτικών (όπου δεν στέκεται πολύ) ή της πορνείας. Για να είμαι ειλικρινής, όμως, επειδή ο σκοπός της ταινίας δεν είναι να θίξει συγκεκριμένες καταστάσεις κι οι ηθοποιοί, που συμμετέχουν σ' αυτήν, δεν είναι επαγγελματίες, ο θεατής, γνώστης της κατάστασης του κέντρου της Αθήνας, σε καμία περίπτωση, δεν νιώθει προσβεβλημένος από τις εικόνες που του προβάλλονται. Η ταινία περιέχει hard-core καταστάσεις, αλλά όχι hard-core σκηνές.
Η ταινία, όπως προείπα, εστιάζει στο ανθρώπινο πρόσωπο των μεταναστών. Είναι βασισμένη σε ένα σενάριο 15 σελίδων και γυρίστηκε μέσα σε 2 βδομάδες, στους δρόμους της Αθήνας, με ερασιτέχνες ηθοποιούς, ελάχιστα χρήματα, αλλά με πολλή όρεξη από τους συντελεστές της. Αποτελεί την απόδειξη ότι ακόμα και σε δύσκολους καιρούς, υπάρχει η δυνατότητα να γυριστεί μια αξιοπρεπής ταινία, με ένα υποτυπώδες σενάριο και σκηνές αυτοσχεδιαστικές. Μέσα από την ιστορία, προβάλλονται τα πρόσωπα αυτών των ανθρώπων, οι επιθυμίες, οι φιλοδοξίες, αλλά κι η κουλτούρα τους.
Όντας ένα δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ, καταφέρνει να κρατήσει το ενδιαφέρον του θεατή μέσω της ιστορίας που του προβάλει, αλλά και να παρουσιάσει, παράλληλα, μια πλευρά της κοινωνίας μας, η οποία, καλώς ή κακώς, αποτελεί κομμάτι του συνόλου της. Το κέρδος κάποιου που θα επιλέξει να δει αυτή την ταινία θα είναι η, εκ του ασφαλούς, επαφή με έναν άλλο πολιτισμό, που τον συναντά καθημερινά στους δρόμους των Ευρωπαϊκών μεγαλουπόλεων.
Για τους ίδιους τους Νιγηριανούς, το "Attractive illusion", αποτελεί μια ελπίδα για το μέλλον, αφού, από το πουθενά, κατάφεραν να γυρίσουν μια ταινία και ν' αποκτήσουν φωνή και πρόσωπο, μέσω αυτής. Για τους Ευρωπαίους πολίτες, όμως, δεν μπορώ να πω ότι αποτελεί κάποια αφύπνιση ή ακόμα ότι έχει τη δυνατότητα να κάνει τη διαφορά. Άλλωστε κι η ίδια η ταινία, δεν κάνει εμφανές πουθενά ότι επιθυμεί να κάνει τη διαφορά. Απευθύνεται σε ήδη ευαισθητοποιημένους ή έστω, ανοιχτόμυαλους πολίτες, που θέλουν να πάρουνε μια γεύση για την άλλη πλευρά της κοινωνίας.

Βαθμολογία: 2,5/5

Τα σχετικά
Ελληνικό δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ, παραγωγής τους 2012, σε σενάριο των Πέτρου Σεβαστίκογλου, Sunny Ohilebo, Kenny Abdeleke και Kelechwuku Chukwuejim και σκηνοθεσία του Πέτρου Σεβαστίκογλου, διάρκειας 80 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Tmc, J. Linus, M. Ohilebo, P.I.O. Austyeno, D. Nusakhare και S. Ohilebo.

Οι σύνδεσμοι

11 Σεπτεμβρίου 2012

(2012) Σμύρνη: Η καταστροφή μιας κοσμοπολίτικης πόλης 1900-1922

Πρωτότυπος τίτλος: Σμύρνη: Η καταστροφή μιας κοσμοπολίτικης πόλης 1900-1922
Αγγλικός τίτλος: Smyrna: The destruction of a cosmopolitan city 1900-1922


Η υπόθεση
Στις αρχές του περασμένου αιώνα, η πόλη της Σμύρνης, αποτελούσε ένα από τα μεγαλύτερα εμπορικά κέντρα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ήταν μια πολυπολιτισμική πόλη, που οι κάτοικοί της ζούσαν αρμονικά όλοι μαζί. Το ντοκιμαντέρ της Μαρίας Ηλιού, θα μας ταξιδέψει στη Σμύρνη και θα μας δώσει την ευκαιρία να βιώσουμε τα ένδοξα χρόνια της πόλης, τις πρώτες αναταράξεις, αλλά και την καταστροφή αυτού του κοσμοπολίτικου κέντρου της Ανατολής.

Η κριτική
Τη δομή ενός ντοκιμαντέρ, μπορεί να την κρίνει κανείς μελετώντας απλώς την ποιότητα και τον όγκο των στοιχείων που έχει συγκεντρώσει ο δημιουργός του αλλά και τον τρόπο που έχει επιλέξει να τα παραθέσει. Το κατά πόσο όμως, ένα ντοκιμαντέρ μπορεί να θεωρηθεί επιτυχημένο, θα κριθεί από την αίσθηση που αφήνει, εν τέλει, η παρακολούθησή του. Αν η εμπειρία που μόλις έχει βιώσει ο θεατής, τον έχει διδάξει, τον έχει προβληματίσει ή του έχει προκαλέσει θετικά/αρνητικά συναισθήματα, τότε το ντοκιμαντέρ έχει πετύχει το σκοπό του. Και το συγκεκριμένο, μπορώ με σιγουριά να πω ότι καταφέρνει να πετύχει και τα τρία παραπάνω.
Η δουλειά που έχουν καταφέρει να κάνουν η Μαρία Ηλιού κι ο Alexander Kitroeff στο συγκεκριμένο έργο, είναι αξιοθαύμαστη. Μετά από έρευνα τεσσάρων χρόνων, έχουν κατορθώσει να συγκεντρώσουν ένα οπτικό υλικό που για πρώτη φορά παρουσιάζεται στο κοινό. Έχουν ερευνήσει πηγές από την Ευρώπη και την Αμερική κι έχουν συλλέξει στοιχεία ακόμη κι από ιδιωτικές συλλογές. Η μουσική του παράλληλα, που είναι βασισμένη σε τραγούδια της εποχής, λειτουργεί υποβλητικά, κάνοντάς τον θεατή πιο δεκτικό στις οπτικές κι ηχητικές μαρτυρίες. Το κυριότερο όμως στοιχείο του, είναι η αντικειμενικότητα με την οποία προσπαθεί να προσεγγίσει το θέμα.
Από την αρχή είναι ξεκάθαρο πως σκοπός της ταινίας, δεν είναι η ιστορική παράθεση των γεγονότων που οδήγησαν στην καταστροφή της Σμύρνης, ούτε άλλη μια ιστορική καταγραφή της Μικρασιατικής καταστροφής. Στόχος της, είναι να καταφέρει να κάνει το θεατή ν' αγαπήσει τη Σμύρνη, να νιώσει ότι αποτελεί πολιτιστικό κομμάτι ολόκληρης της ανθρωπότητας, κάτι που αξίζει να το έχουμε στην καρδιά μας. Επιλέγοντας να διαιρέσει το φιλμ σε τρεις ισομερείς ενότητες, επιτυγχάνει ν' αναδείξει τη λάμψη της Σμύρνης, την αρχοντιά της και να της δώσει πίσω τη χαμένη ζωή της, κάνοντας το θεατή ν' αγαπήσει αυτό το Ανατολίτικο πολιτιστικό κέντρο, κρατώντας το αιώνια στη μνήμη.
Το ντομικαντέρ αυτό, αποτελεί μια πλήρη ιστορική πηγή για όσους θέλουν να προσεγγίσουν ιστορικά το θέμα, αλλά ταυτόχρονα καταφέρνει να θίξει στοιχεία που συναντάμε ακόμα στην καθημερινότητά μας. Γι' αυτό το λόγο, θα πρότεινα σε όλους σας να το δείτε, ανεξαιρέτως της ηλικίας σας ή της καταγωγής σας.

Βαθμολογία: 4/5

Τα σχετικά
Ελληνικό ντοκιμαντέρ του 2012, σε σκηνοθεσία κι επιμέλεια της Μαρίας Ηλιού, διάρκειας 87 λεπτών, με ομιλητές, τους Giles Milton, Alexander Kitroeff, Θάνος Βερέμης, Βικτώρια Σολομωνίδου, Ελένη Mπαστέα, Leyla Neyzi και Jack Nalbantian.

Οι σύνδεσμοι
Trailer 
Imdb